ΥΠΕΝ/ΔΠΟΛΣ/73670/1765
Μεθοδολογία οριοθέτησης οικισμών.

Αριθμ. ΥΠΕΝ/ΔΠΟΛΣ/73670/1765

Μεθοδολογία οριοθέτησης οικισμών.

(ΦΕΚ Β 3733/14.7.2022)

Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

Έχοντας υπόψη:

1. Τον ν. 4759/2020 «Εκσυγχρονισμός της Χωροταξικής και Πολεοδομικής Νομοθεσίας και άλλες διατάξεις» (Α’ 245) και ιδίως τα άρθρα 12, 14 και την παρ. 2 του άρθρου 16.

2. Τον ν. 4447/2016 «Χωρικός σχεδιασμός – Βιώσιμη ανάπτυξη και άλλες διατάξεις» (Α’ 241).

3. Τον ν. 4622/2019 «Επιτελικό Κράτος: οργάνωση, λειτουργία και διαφάνεια της Κυβέρνησης, των κυβερνητικών οργάνων και της κεντρικής δημόσιας διοίκησης» (Α’ 133).

4. Τον ν. 3882/2010 «Εθνική Υποδομή Γεωχωρικων Πληροφοριών – Εναρμόνιση με την Οδηγία 2007/2/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Μαρτίου 2007 και άλλες διατάξεις. Τροποποίηση του ν. 1647/1986 “Οργανισμός Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδας (ΟΚΧΕ) και άλλες σχετικές διατάξεις” (Α’ 141) όπως οι διατάξεις του κωδικοποιήθηκαν με το π.δ. 28/2015 (Α’ 34) “Κωδικοποίηση διατάξεων για την πρόσβαση σε δημόσια έγγραφα και στοιχεία”»

5. Το από 24.5.1985 π.δ. «Τρόπος καθορισμού ορίων οικισμών της χώρας μέχρι 2.000 κατοίκους, κατηγορίες αυτών και καθορισμός όρων και περιορισμών δόμησής τους» (Δ’ 181).

6. Το π.δ. 2/2.3.1981 «Περί των ληπτέων υπόψη στοιχείων και του τρόπου καθορισμού των ορίων των προ της 16.8.1923 υφισταμένων οικισμών των στερουμένων εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου, ως και καθορισμού των όρων και περιορισμών δομήσεως των οικοπέδων αυτών» (Δ’ 138).

7. Το π.δ. 6.12.1982 «Καθορισμός όρων και περιορισμών δομήσεως οικισμών της χώρας» (Δ’ 588).

8. Το π.δ. 132/2017 «Οργανισμός Υπουργείου Περιβάλλοντος (Υ.Π.ΕΝ.)» (Α’ 160).

9. Το π.δ. 62/2020 «Διορισμός Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α’ 155).

10. Την υπ’ αρ. 2/7.1.2021 κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Υφυπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Νικόλαο Ταγαρά» (Β’ 45).

11. Το άρθρο 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα (π.δ. 63/2005, Α’ 98), όπως αυτό διατηρήθηκε σε ισχύ με την παρ. 22 του άρθρου 119 του ν. 4622/2019.

12. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις την παρούσα δεν προκαλείται δαπάνη στον κρατικό προϋπολογισμό, αποφασίζουμε:

Άρθρο 1

Γενικές Κατευθύνσεις Οριοθέτησης

Η οριοθέτηση και η δόμηση οικισμών με πληθυσμό κατά την τελευταία απογραφή μέχρι 2.000 κατοίκους, διέπεται από το άρθρο 12 του ν. 4759/2020 (Α’ 245) και των εκάστοτε ισχυόντων προεδρικών διαταγμάτων που ρυθμίζουν τον τρόπο και τα κριτήρια καθορισμού των ορίων τους, είτε αυτοί έχουν δημιουργηθεί προ του 1923 είτε μεταγενέστερα αλλά πάντως προ του 1983, και στερούνται εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου. Ανάλογα με το χρόνο που έχουν δημιουργηθεί και συγκροτηθεί, οι οικισμοί διακρίνονται σε δύο ομάδες και για την ορι-οθέτησή τους εφαρμόζονται τα παρακάτω:

Α1. Ομάδα 1η: Οικισμοί προϋφιστάμενοι του 1923 α. Το θεσμικό πλαίσιο που εφαρμόζεται είναι το π.δ. 02/13-03-1981 (Δ’ 138), όπως έχουν κωδικοποιηθεί στα άρθρα 100 – 108 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (ΚΒΠΝ – Δ’ 580/1999) και τα υπόλοιπα άρθρα του παραπάνω π.δ.

β. Για τον προσδιορισμό της πολυγωνικής γραμμής των ορίων που περικλείει την περιοχή εντός ορίων του οικισμού:

Ερευνάται τόσο ο χρόνος δημιουργίας του οικισμού, όσο και η διατήρησή του στην ίδια/αρχική θέση. Συ-νεκτιμάται/αξιολογείται το γεγονός ότι ορισμένοι οικισμοί μεταφέρθηκαν/μετεγκαταστάθηκαν σε άλλη θέση καθώς και ότι, μέχρι το 1985 (οπότε εκδόθηκε το π.δ για τους οικισμούς με πληθυσμό μέχρι 2.000 κατ.), η δόμηση σε κάθε οικισμό που δεν διέθετε εγκεκριμένο σχέδιο ακολουθούσε τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για «οικισμούς προ του 1923». Ο προσδιορισμός της οριογραμμής οφείλει να αιτιολογείται με τη συνδρομή των κριτηρίων του θεσμικού πλαισίου και με συγκεκριμένα αποδεικτικά πραγματικά στοιχεία. Τα στοιχεία που προσδιορίζουν τα σημεία της πολυγωνικής γραμμής των ορίων πρέπει να ανάγονται, κατά το δυνατόν, σε χρόνο προ του έτους 1923 (ή στο χρόνο της μετακίνησης του οικισμού σε άλλη θέση). Από χαρτογραφικά ή άλλα στοιχεία (π.χ. συμβόλαια) πρέπει να προκύπτει τόσον η ύπαρξη του οικισμού ως αυτοτελούς οικιστικού συνόλου, με κτίρια (κατοικίες, αποθήκες κ.ά) και στοιχειώδεις κοινόχρηστες λειτουργίες (κατάστημα εξυπηρέτησης καθημερινών αναγκών, Εκκλησία, σχολείο, πλατεία κ.ά), όσο και τα σημεία των κορυφών των ορίων του κατά το δυνατό.

Η έρευνα περιλαμβάνει τουλάχιστον τα παρακάτω στοιχεία:

β.1. ΑΠΟΓΡΑΦΗ: Διερευνάται κατά πόσον ο οικισμός καταγράφεται στην απογραφή του έτους 1920 και σε επόμενες απογραφές της ΕΣΥΕ/ΕΛΣΤΑΤ. Αν και στις οικείες διατάξεις για την 1η Ομάδα δεν περιλαμβάνεται ο έλεγχος της εξέλιξης του πληθυσμού του οικισμού, ούτε η κατάταξή του σε κατηγορίες όπως προβλέπε-ται για τη 2η Ομάδα (Οικισμοί δημιουργημένοι μετά το 1923 και έως το 1983), θεωρείται πολεοδομικά χρήσιμο και επιβάλλεται – σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 12 του ν. 4759/2020 – να καταγραφεί το στοιχείο αυτό και για τους οικισμούς της 1ης Ομάδας, προκειμένου να συνεκτιμηθεί μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία, ιδίως για να αξιολογηθεί η αναγκαιότητα καθορισμού ειδικών όρων δόμησης ή και η μελλοντική πολεοδόμηση του οικισμού σε επόμενη φάση.

β.2. ΘΕΣΗ: Ταυτοποιείται η ύπαρξή του στην εξεταζόμενη θέση έως σήμερα, διερευνώντας τυχόν μετονο-μασία του και τυχόν μεταφορά/μετεγκατάστασή του σε άλλη θέση/τοποθεσία. Στις περιπτώσεις που η σημερινή θέση του οικισμού είναι διαφορετική από αυτήν που βρισκόταν προ του 1923, τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις που εφαρμόζονται για τον προσδιορισμό των ορίων είναι αυτά της 2ης Ομάδας.

β.3. ΜΕΓΕΘΟΣ/ΕΚΤΑΣΗ: Συσχετίζεται η έκταση που καταλαμβάνει σήμερα ο οικισμός με τις μεταβολές του πληθυσμού, όπως αυτός εξελίχθηκε βάσει των καταγραφών επομένων απογραφών, συνεκτιμώντας και λοιπά χωρικά/ πολεοδομικά δεδομένα και στοιχεία που αφορούν στην μορφολογία του εδάφους, τη συνεκτικότητα της δομής/ συγκρότησης της δόμησης και τον τύπο της πληθυσμι-ακής πυκνότητας (χαμηλή, μεσαία, ή υψηλή). Παράλληλα, λαμβάνονται υπόψη στοιχεία ιστορικής εξέλιξης και πράξεις της διοίκησης που συνετέλεσαν στη δημιουργία της «πραγματικής» κατάστασης της οικιστικής περιοχής που δομείται μέχρι σήμερα με το πολεοδομικό καθεστώς των οικισμών προ του 1923. Ανάλογα με την εξέλιξη της δόμησης, στον οικισμό μπορεί να διακριθούν τμήματα ή τμήμα που έχουν δομηθεί ως προϋφιστάμενα του 1923 και άλλα τμήματα ή τμήμα ως μεταγενέστερα, με τις διατάξεις των οικισμών μέχρι 2.000 κατ. προϋφιστάμενα του 1983. Στις περιπτώσεις αυτές, τα μεν κριτήρια οριοθέτη-σης είναι αυτά του άρθρου 84 του ΚΒΠΝ για το σύνολο της έκτασης του οικισμού, αλλά είναι υποχρεωτικό να καθορίζεται διακριτό όριο τμήματος ή τμημάτων που προϋφίστανται του 1923. Η διάκριση αυτή επηρεάζει τους όρους δόμησης που εφαρμόζονται κατά τομείς: για μεν τα τμήματα προ του 1983, αυτοί των άρθρων 85 – 88 και 98 του ΚΒΠΝ, για δε τα τμήματα προ του 1923, αυτοί των άρθρων 102 – 108 του ΚΒΠΝ όπως και τα υπόλοιπα σχετικά άρθρα του π.δ. 02/13-03-1981 (Δ’ 138), τα οποία δεν έχουν κωδικοποιηθεί.

γ. Για τον προσδιορισμό της πολυγωνικής γραμμής των ορίων οικισμού προϋφιστάμενου του 1923, αντλούνται στοιχεία από:

γ.1. Υφιστάμενες πράξεις της Διοίκησης περί καθορισμού του ορίου του οικισμού με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις (αρχείο της αρμόδιας Υ.Δ.Ο.Μ. ή άλλων συναρ-μόδιων Υπηρεσιών). Στις πράξεις αυτές περιλαμβάνονται και οι διαπιστωτικές υπηρεσιακές πράξεις σε εφαρμογή των υπ’ αρ. 117/82 και 124/82 εγκυκλίων. Επίσης λαμ-βάνεται υπόψη και τυχόν νομολογία σχετική με τον καθορισμό των ορίων του οικισμού. Δεδομένου ότι η αναζήτηση αναλυτικών στοιχείων σε βάθος περίπου 100 χρόνων είναι εξαιρετικά δυσχερής, εξαιτίας πραγματικών περιστατικών που μεσολάβησαν από το 1923 έως σήμερα, καθώς και του γεγονότος ότι οι παραπάνω εγκύκλιοι εξακολουθούν να ισχύουν, οι πράξεις αυτές θα πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά τον προσδιορισμό των ορίων σε συνδυασμό με τα λοιπά στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη του οικισμού και με την επιφύλαξη ότι δεν αφορούν περιοχές που δεν επιτρέπεται βάσει των νόμιμων κριτηρίων και προϋποθέσεων να περιλαμβάνονται εντός των ορίων (δάση, ρέματα κ.λπ.).

γ.2. Αεροφωτογραφίες, χαρτογραφικό υλικό (Γ.Υ.Σ, Κτηματολόγιο κ.λπ.) στα οποία εμφανίζεται ο οικισμός.

γ.3. Στοιχεία, γνωμοδοτήσεις και κάθε σχετική διοικητική πράξη άλλων συναρμόδιων υπηρεσιών που διαχειρίζονται περιοχές που εμπίπτουν σε ίδιο νομικό καθεστώς (δάση, αρχαιολογικοί χώροι, παραδοσιακοί οικισμοί κ.λπ.), ή περιοχές προστασίας φυσικού περιβάλλοντος (NATURA, κ.ά.).

Α2. Ομάδα 2η: Οικισμοί δημιουργημένοι μετά το 1923 και έως το 1983

α. Το θεσμικό πλαίσιο που εφαρμόζεται είναι το π.δ. 24.04/03.05.1985 (Δ’ 181), όπως ισχύει και όπως έχει κωδικοποιηθεί στα άρθρα 80 – 88 και 96-98 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (ΚΒΠΝ -Δ’ 580/1999).

β. Για τον προσδιορισμό της πολυγωνικής γραμμής των ορίων που περικλείει την περιοχή εντός ορίων του οικισμού:

Γίνεται έρευνα για την πραγματική κατάσταση που υπήρχε κατά τη δημοσίευση του ν. 1337/1983 ή έστω του παραπάνω π.δ του 1985. Δεν επιτρέπεται ο καθορισμός να γίνεται με βάση τη διαμορφωθείσα μετά την ισχύ του προαναφερθέντος νόμου πραγματική κατάσταση, ούτε επιτρέπεται ο επανακαθορισμός των ορίων οικισμού με βάση νέα πραγματική κατάσταση διαμορφω-θείσα μεταγενέστερα της αρχικής οριοθέτησης, η οποία συνεπάγεται διεύρυνση των αρχικών ορίων. Επιτρέπεται η διαδικασία αυτή μόνο στις περιπτώσεις διόρθωσης σφαλμάτων που τεκμηριώνονται βάσει πραγματικών δεδομένων, τα οποία δεν είχαν ληφθεί υπόψη κατά την αρχική οριοθέτηση. Το περιεχόμενο των στοιχείων πρέπει να ανάγεται, κατά το δυνατόν, σε χρόνο προγενέστερο του έτους 1985, από αυτό δε να προκύπτει τόσον η ύπαρξη του οικισμού ως αυτοτελούς οικιστικού συνόλου με 10 τουλάχιστον κτίρια (κατοικίες, αποθήκες κ.ά) ή και τυχόν άλλες κοινόχρηστες λειτουργίες (κατάστημα εξυπηρέτησης καθημερινών αναγκών, σχολείο, Εκκλησία, πλατεία κ.ά), όσο και τα όριά του.

Η έρευνα περιλαμβάνει τουλάχιστον τα παρακάτω στοιχεία:

β.1. ΑΠΟΓΡΑΦΗ: Καταγραφή του οικισμού σε απο-γραφή προ του έτους 1983 και σε επόμενες απογραφές της ΕΣΥΕ/ΕΛΣΤΑΤ και με την προϋπόθεση ότι δεν έχει υπερβεί τους 2.000 κατοίκους. Επίσης, στοιχεία της εξέλιξης του πληθυσμού του, βάσει των πλέον πρόσφατα διαθέσιμων δεδομένων, προκειμένου να συνεκτιμηθεί μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία, ιδίως δε για να αξιολογηθεί η τυχόν αναγκαιότητα προσδιορισμού ειδικών όρων δόμησης (με εξειδίκευση και εντός του πλαισίου των μεγεθών των όρων δόμησης του π.δ του 1985), ή και η μελλοντική πολεοδόμηση του οικισμού.

β.2. ΘΕΣΗ: Ταυτοποιείται η ύπαρξη του οικισμού στην εξεταζόμενη θέση στην οποία έχει αναπτυχθεί και υφί-σταται προ του 1983 και μέχρι σήμερα, διερευνώντας τυχόν μετονομασία του και τυχόν μεταφορά/μετακίνησή του από άλλη θέση/τοποθεσία.

β.3. ΜΕΓΕΘΟΣ/ΕΚΤΑΣΗ: Η έκταση που καταλαμβάνει ο οικισμός συσχετίζεται με τις μεταβολές του πληθυσμού όπως αυτός εξελίχθηκε βάσει των καταγραφών των απο-γραφών, συνεκτιμώντας και λοιπά χωρικά/πολεοδομικά δεδομένα στοιχεία που αφορούν στη μορφολογία του εδάφους, τη συνεκτικότητα της δομής/συγκρότησης της δόμησης και τον τύπο της πληθυσμιακής πυκνότητας (χαμηλή, μεσαία, ή υψηλή). Παράλληλα, λαμβάνονται υπόψη στοιχεία και πράξεις της διοίκησης που συνετέ-λεσαν στη δημιουργία της «πραγματικής» κατάστασης της περιοχής που δομείται μέχρι σήμερα με το πολεο-δομικό καθεστώς των οικισμών μέχρι 2.000 κατ. βάσει Νομαρχιακής απόφασης, ή άλλης διοικητικής πράξης, η οποία πρέπει να αντικατασταθεί με προεδρικό διάταγμα. Ανάλογα με την εξέλιξη της δόμησης στον οικισμό μπορεί – όπως και στους οικισμούς της 1ης Ομάδας -να διακριθούν τμήμα ή τμήματα που έχουν δομηθεί ως προϋφιστάμενα του 1923. Στις περιπτώσεις αυτές, τα μεν κριτήρια οριοθέτησης είναι αυτά του άρθρου 84 του ΚΒΠΝ για το σύνολο της έκτασης του οικισμού, αλλά είναι υποχρεωτικό να καθορίζεται διακριτό όριο τμήματος ή τμημάτων του οικισμού που προϋφίστανται του 1923 και αποτελούν, κατά περίπτωση τον/τους ιστορικό «πυρή-να»/νες» του οικισμού. Η διάκριση αυτή επηρεάζει τους όρους δόμησης που εφαρμόζονται κατά τομείς, ήτοι για μεν τα τμήματα προ του 1983, αυτοί των άρθρων 85 – 88 και 98 του ΚΒΠΝ, για δε τα τμήματα προ του 1923, αυτοί των άρθρων 102 – 107 του ΚΒΠΝ όπως και τα υπόλοιπα σχετικά άρθρα του π.δ. 02/13-03-1981 (Δ’ 138), τα οποία δεν έχουν κωδικοποιηθεί.

γ. Για τον προσδιορισμό της πολυγωνικής γραμμής των ορίων οικισμού προ του 1983 αντλούνται στοιχεία από:

γ.1. την απογραφή του 1981 ή προγενέστερη της ΕΣΥΕ/ ΕΛΣΤΑΤ, όπου ο οικισμός απογράφεται ως διακεκριμένο οικιστικό σύνολο και ότι είχε και έχει κατά την τελευταία απογραφή πληθυσμό έως 2.000 κατοίκους.

γ.2. αεροφωτογραφίες πλησιέστερες της ημερομηνίας ισχύος του ν. 1337/1983, χαρτογραφικό υλικό (Γ.Υ.Σ., Κτηματολόγιο κ.λπ.) στα οποία ο οικισμός εμφανίζεται ως διαμορφωμένο οικιστικό σύνολο.

γ.3. Στοιχεία, γνωμοδοτήσεις και κάθε σχετική διοικητική πράξη άλλων συναρμόδιων υπηρεσιών που διαχειρίζονται περιοχές που εμπίπτουν σε ίδιο νομικό καθεστώς (δάση, αρχαιολογικοί χώροι, παραδοσιακοί οικισμοί κ.λπ.), ή περιοχές προστασίας φυσικού περιβάλλοντος (NATURA κ.ά.).

γ.4. Στοιχεία της παραγράφου Α.1.γ. του παρόντος άρθρου προκειμένου να διερευνηθεί ο προσδιορισμός της πολυγωνικής γραμμής των ορίων τυχόν τμημάτων του οικισμού προϋφισταμένων του 1923.

γ.5. Νομολογία σχετική με τον καθορισμό των ορίων του οικισμού.

Άρθρο 2

Κριτήρια και προϋποθέσεις καθορισμού ορίων -οριοθέτησης

Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 12 του ν. 4759/2020, για την οριοθέτηση όλων των οικισμών – είτε αυτοί προ-ϋφίστανται είτε δημιουργήθηκαν μεταγενέστερα του 1923 – ακολουθούνται τα άρθρα 81 έως 84 και 100 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας. Έως ότου εκδοθεί το π.δ. της παρ. 1 του άρθρου 12 του παραπάνω νόμου, σε όλους τους οικισμούς πρέπει να εφαρμόζεται η διαδικασία της παρ. 1.α. του άρθρου 84 του ΚΒΠΝ. Μέχρι την ανάλογη προσαρμογή του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου, εφαρμόζονται εκείνες οι διατάξεις που εξασφαλίζουν τον καθορισμό των ορίων του οικισμού κατά τρόπο που αφενός επιτυγχάνεται η διατήρηση και προστασία της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας του και αφετέρου ρυθμίζονται οι εκκρεμότητες για την περαιτέρω έγκυρη και βιώσιμη δόμηση και ανάπτυξή του. Αναλυτικότερα:

Ι.Α. Για τον καθορισμό των ορίων, εφαρμόζονται συνδυαστικά οι ισχύουσες διατάξεις του π.δ. 24.04/03.05.1985 και του π.δ. 03/12.03.1981 που συνοπτικά έχουν ως εξής:

1. Διαπιστώνεται και καταγράφεται το ή τα «συνεκτικά» τμήματα του οικισμού. Ως συνεκτικό τμήμα του οικισμού ορίζεται εκείνο που αποτελείται από 10 τουλάχιστον οικοδομές, οι οποίες δεν απέχουν μεταξύ τους ανά δύο, απόσταση μεγαλύτερη από 40μ. (παρ. 1.α. του άρθρου 84 του ΚΒΠΝ).

2. Διαπιστώνονται και καταγράφονται τα «διάσπαρτα» τμήματα του οικισμού. Ως διάσπαρτο τμήμα του οικισμού ορίζεται το τμήμα που αποτελείται από τουλάχιστον 10 οικοδομές, οι οποίες απέχουν μεταξύ τους ανά δύο απόσταση έως 80μ., που σε συνδυασμό με το ως άνω περιγραφόμενο συνεκτικό τμήμα αποτελούν το διαμορφωμένο μέχρι το έτος 1983 πολεοδομικό ιστό του οικισμού (παρ. 1.α. του άρθρου 84 του ΚΒΠΝ).

3. Διαπιστώνονται και καταγράφονται τα «αραιοδο-μημένα» τμήματα με αραιότερη δόμηση εντός της εκά-στοτε ακτίνας της παρ. 1.β. του άρθρου 84 του ΚΒΠΝ, μόνον στις περιπτώσεις αναοριοθέτησης/εκ νέου έγκρισης ορίων οικισμού που ακυρώθηκαν ή κρίθηκαν ή είναι «εν δυνάμει» ανίσχυρα. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να εμπίπτουν και οι στάσιμοι οικισμοί που καθορίσθηκαν με Νομαρχιακές αποφάσεις κατά τις διατάξεις του π.δ. 06/23.12.1982 (Δ’ 588), ή άλλοι μικροί – στάσιμοι οικισμοί που οριοθετήθηκαν ελλιπώς, μόνο με την ακτίνα από το κέντρο τους. Αν πρόκειται για οικισμό που οριοθετείται για πρώτη φορά – είτε με αυτοτελή διαδικασία (έκδοση π.δ για τον οικισμό), είτε στο πλαίσιο εκπονούμενης μελέτης Τ.Π.Σ./Ε.Π.Σ. (στο πλαίσιο του π.δ. Τ.Π.Σ./Ε.Π.Σ.) – η πρόταση των ορίων του οικισμού περιλαμβάνει μόνο τα παραπάνω 1 (συνεκτικά) και 2 (διάσπαρτα) τμήματα. Τα αραιοδομημένα και αδόμητα τμήματα περιλαμβάνονται σε περιοχές προς πολεοδόμηση.

4. Ειδικά στους οικισμούς της 1ης Ομάδας, για τον προσδιορισμό του συνεκτικού, του διάσπαρτου και του αραιοδομημένου τμήματος ή τμημάτων τους, συνεκτιμώνται και οι διατάξεις για τις Ζώνες Α, Β και Γ των παρ. 4, 5 και 6 του άρθρου 12 του από π.δ. 02/ 13-03-1981 (Δ’ 138). Επίσης, από την καταγραφή της ιστορικής εξέλιξης των εν λόγω οικισμών αυτών και στο πλαίσιο της διαχρονικής ανάπτυξης και δόμησής τους, είναι δυνατό να καταγραφεί χωρικά η συνύπαρξη τυχόν «πυρήνα»/τμήματος του οικισμού προ του 1923 και τμή-ματος/τμημάτων του οικισμού που αναπτύχθηκαν με το ίδιο θεσμικό καθεστώς (ήτοι τους όρους δόμησης των οικισμών προϋφιστάμενων του 1923), λόγω έλλειψης σχεδιασμού με ρυμοτομικό σχέδιο ή οριοθέτησής τους μέχρι το 1985. Στις περιπτώσεις αυτές, ενδείκνυται να προτείνονται κατά περίπτωση Ζώνες, κατ’ αναλογία των παραπάνω διατάξεων του π.δ. 02/13-03-1981 (Δ’ 138).

5. Ελέγχεται – με τη συνδρομή στοιχείων που παρέχονται από την ΕΛΣΤΑΤ και αφορούν στον πραγματικό πληθυσμό, στον αριθμό των οικοδομών κ.λπ., – η πυκνότητα κατοίκησης και ο οικισμός κατατάσσεται στις κατηγορίες που προβλέπονται στο άρθρο 84 του ΚΒΠΝ (συνεκτικός – διάσπαρτος, μικρός – μεσαίος – μεγάλος, δυναμικός – στάσιμος- φθίνων). Επίσης, αξιολογείται η αρχιτεκτονική του κτιριακού πλούτου για την ανάλογη κατάταξή του (σε αδιάφορο – ενδιαφέροντα και αξιόλογο ή προτεινόμενο προς κήρυξη ως παραδοσιακού).

6. Σε περίπτωση που η πρόταση οριοθέτησης αφορά σε οικισμό για τον οποίο είχε ήδη καθοριστεί όριο και αυτό είτε ακυρώθηκε με απόφαση του Σ.τ.Ε, είτε κρίθηκε ανίσχυρο, συγκεντρώνονται όλες οι σχετικές αποφάσεις καθορισμού των ορίων του οικισμού, τα πρωτότυπα διαγράμματα που τις συνοδεύουν (συμπεριλαμβανομένων τυχόν σημειακών τροποποιήσεων και «διευκρίνισης ορίων» κατά το παρελθόν) που αφορούν εν γένει στην οριοθέτηση του οικισμού με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, προκειμένου να αξιολογηθούν και να συνε-κτιμηθούν κατά τη διαδικασία της νέας οριοθέτησης.

7. Σε περιπτώσεις αναοριοθέτησης ή διόρθωσης ορίων οικισμού, το πληθυσμιακό όριο των 2.000 κατοίκων δεν αποκλείει την προώθηση της σχετικής διαδικασίας, η πρόταση ωστόσο περιλαμβάνει μόνον τα παραπάνω 1 (συνεκτικά) και 2 (διάσπαρτα) τμήματα. Τα αραιοδομη-μένα και αδόμητα τμήματα περιλαμβάνονται σε περιοχές προς πολεοδόμηση.

Ι.Β. Μετά τον ως άνω καταρχάς προσδιορισμό της πρότασης του ορίου του οικισμού, διερευνώνται και καταγράφονται οι περιοχές που λόγω της ισχύουσας νομοθεσίας πρέπει είτε να εξαιρεθούν από τα όρια των οικισμών, είτε να παραμείνουν αδόμητες, είτε να καθοριστούν ως περιοχές με περιορισμούς στη δόμηση και ειδικότερα:

1. Δάση και δασικές εκτάσεις των παρ. 1 έως 3 του άρθρου 3 του ν. 998/1979. Για τον προσδιορισμό των εκτάσεων αυτών γίνεται σε αρχικό στάδιο της διαδικασίας οριοθέτησης έρευνα στις αρμόδιες υπηρεσίες (της Αποκεντρωμένης Διοίκησης ή του ΥΠΕΝ ή άλλης αρμόδιας Υπηρεσίας) για τη διαπίστωση ισχύουσας πράξης χαρακτηρισμού και πιστοποιητικού τελεσιδικίας αυτής ή το στάδιο της διαδικασίας για την κατάρτιση του δασικού χάρτη που αφορά στην περιοχή μελέτης, κατά τα οριζόμενα στον ν. 3889/2010.

2. Αρχαιολογικοί χώροι – ιστορικοί τόποι – κηρυγμένα σπήλαια και τυχόν άλλες περιοχές προστασίας ή μνημείων, κατά τους ν. 1469/1950, ν. 4858/2021 κ.ά. Από το όριο του οικισμού εξαιρούνται οι μη δομήσιμες ζώνες (Α’ Ζώνες Προστασίας αρχαιολογικών χώρων).

3. Περιοχές προστασίας της φύσης, κατά τους ν. 1650/1986, ν. 3937/2011 κ.ά.

4. Ζώνες γεωργικής γης υψηλής παραγωγικότητας/α’ προτεραιότητας, που καθορίζονται κατά τις εκάστοτε ισχύουσες και εφαρμοζόμενες διατάξεις (άρθρο 56 του ν. 2637/1998 ), καθώς και αρδευόμενες περιοχές βάσει οργανωμένου αρδευτικού συστήματος/δικτύου.

5. Τυχόν περιοχές διανομής – αναδασμού παραχωρη-θείσες για αγροτική χρήση.

6. Ζώνες αιγιαλού και παραλίας κατά τον ν.2971/2001 ως ισχύει. Εάν δεν έχουν καθορισθεί, προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 86 του ΚΒΠΝ, εφόσον υφίσταται, η διαμορφωμένη γραμμή δόμησης στο παράκτιο- παραλιακό μέτωπο των παραλιακών οικισμών.

7. Υφιστάμενα δημόσια κτήματα (αιγιαλού – παρόχθιας ζώνης κ.λπ.) σε περιοχές άμεσης γειτνίασης με τον αιγι-αλό ή με πλεύσιμο ποταμό ή λίμνη.

8. Απαλλοτριωμένες ή προς απαλλοτρίωση εκτάσεις, λόγω προγραμματισμού διάνοιξης/διαπλάτυνσης εθνικών και επαρχιακών οδών, σιδηροδρομικής γραμμής, καθώς και των ζωνών απαλλοτρίωσης ή δουλείας υψηλής και μέσης τάσης δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, τα όρια των οποίων καταγράφονται και βεβαιώνονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες/φορείς.

9. Ζώνες γεωλογικά ακατάλληλες για δόμηση, όπως αυτές θα προκύψουν από σύνταξη μελέτης γεωλογικής καταλληλότητας (κλίμακας 1:5000 ή 1:2000), για τους οικισμούς που οριοθετούνται για πρώτη φορά.

10. Ζώνες υδατορέματος, κατά την έννοια του ν. 4258/2014. Σε περίπτωση που στην υπό μελέτη περιοχή υφίστανται μη οριοθετημένα ρέματα, συντάσσεται μελέτη προσωρινής οριοθέτησης τους, κατά τα αναφε-ρόμενα στον ν. 4258/2014.

11. Ζώνες άλλων σημαντικών φυσικών σχηματισμών ή άλλων αξιόλογων τοπίων που χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας όπως αυτές θα προκύψουν από σύνταξη Περιβαλλοντικής Έκθεσης, όπως το περιεχόμενό της προσδιορίζεται στην παρ. 7 του άρθρου 3 της παρούσας.

12. Ζώνες ακατάλληλες για άλλους λόγους, όπως αυτοί περιγράφονται στις παρ. 2 (Α’ και Β) και 5 του άρθρου 84 του ΚΒΠΝ.

Άρθρο 3

Τρόπος απόδοσης – αποτύπωσης των ορίων

Βάσει των στοιχείων και εκτιμήσεων των παρ. Ι.Α και Ι.Β του άρθρου 2, προτείνονται:

1. Ο καθορισμός των ορίων του οικισμού επί χαρτογραφικού υποβάθρου/ορθοφωτοχάρτη σε ΕΓΣΑ ’87, κλίμακας 1:5000 ή 1:2000 ή άλλης κατάλληλης κλίμακας τους πιο πρόσφατους διαθέσιμους. Σε περιπτώσεις που στα διαθέσιμα υπόβαθρα δεν εμφανίζονται ευκρινώς αναγνωριστικά στοιχεία τα οποία καθορίζονται ως όρια οικισμού με ψηφιακές συντεταγμένες, πρέπει να διερευ-νάται η αναγκαιότητα συμπλήρωσης του υποβάθρου/ ορθοφωτοχάρτη, μέσω αποτύπωσης της υφιστάμενης κατάστασης με επίγειες μεθόδους. Τα όρια αποτυπώνονται ως κλειστή ή κλειστές πολυγωνικές γραμμές σε ψηφιακή μορφή, με καταγραφή των συντεταγμένων των κορυφών σε πίνακες στον ορθοφωτοχάρτη.

2. Συμπληρωματικά, χρησιμοποιούνται και υπάρχοντα αρχεία κτηματογράφησης του οικισμού ή προϊόντα ψηφιοποίησης αναλογικών αρχείων, εφόσον δεν υπάρχουν σε ψηφιακή μορφή, γεωαναφερμένα στο εθνικό προβολικό σύστημα ΕΓΣΑ87.

3. Στο προτεινόμενο όριο του οικισμού δεν θα περιλαμβάνονται οι περιοχές προστασίας που είναι μη δομήσιμες, όπως αυτές προσδιορίζονται και απεικονίζονται στους ορθοφωτοχάρτες από επίσημα διαθέσιμα σχετικά στοιχεία (π.χ. δασικοί χάρτες, αρχαιολογικό κτηματολόγιο ή κηρυγμένοι αρχαιολογικοί χώροι), ή όπως προτεί-νονται βάσει της μελέτης οριοθέτησης (π.χ. εξαίρεση περιοχών ρεμάτων, ακατάλληλες γεωλογικά ζώνες).

4. Το ή τα όρια του οικισμού, πρέπει κατά κανόνα να προσδιορίζουν ενιαία έκταση η οποία περιλαμβάνει τα συνεκτικά και διάσπαρτα τμήματα, τις τυχόν περιοχές με εγκεκριμένα σχέδια (π.χ. τοπικά ρυμοτομικά σχέδια), καθώς και περιοχές του οικισμού με αραιότερη δόμηση, που στο σύνολο τους αποτελούν τον συγκροτημένο ιστό του οικισμού, με την προϋπόθεση ότι όλες οι ανωτέρω ζώνες υπήρχαν κατά τη δημοσίευση του ν.1337/1983 (14.03.1983) ή έστω του π.δ. του 1985 (03.05.1985). Για να συμπεριληφθούν στα όρια άλλες εκτάσεις, αδόμητες ή αραιοδομημένες, πρέπει αφενός να συμπεριλαμβάνονται στο συνολικά διαμορφωμένο ιστό του οικισμού και αφετέρου να μην εκτείνονται, κατά κανόνα, πέραν των 100 μέτρων από τα όρια των συνεκτικών τμημάτων. Εξαίρεση του κανόνα αυτού, του περιορισμού δηλ. της απόστασης των 100 μέτρων από τα όρια των συνεκτικών τμημάτων και μετατόπιση των ορίων, επιτρέπεται μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις προκειμένου, αφενός να προσδιοριστεί ενιαία έκταση του οικισμού και αφετέρου να ταυτιστούν τα όρια του οικισμού με σημαντικό φυσικό ή τεχνητό, εύκολα αναγνωρίσιμο στοιχείο του περιβάλλοντος, ή να συσχετιστούν αναγνωρίσιμα και μεταξύ τους ορατά φυσικά ή τεχνητά τοπόσημα, όπως διασταυρώσεις οδών, γέφυρες κ.λπ. Επίσης, εξαιρέσεις μπορεί να αιτιολογούνται από τη μελέτη για περιπτώσεις οικισμών ορεινών και νησιωτικών περιοχών, λόγω των ιδιαιτεροτήτων του φυσικού χώρου και της ιστορικής εξέλιξης της οικιστικής τους δομής (όπως οι υφιστάμενοι αραιοδομημένοι στο σύνολό τους οικισμοί), κατά περίπτωση δε, μπορεί να προτείνεται η οριοθέτηση και ανεξάρτητου τμήματος του οικισμού πέραν του κυρίως ορίου του.

5. Η πρόταση οριοθέτησης θα πρέπει να συνοδεύεται από Τεχνική Έκθεση στην οποία θα αναφέρονται η λειτουργική οργάνωση του οικισμού (το κέντρο του και οι υπάρχουσες κοινωφελείς εξυπηρετήσεις) και τα χαρακτηριστικά της υφιστάμενης κατάστασης, η σκοπιμότητα ένταξης αδόμητων τμημάτων ή τμημάτων με αυθαίρετες οικοδομές σε συνάρτηση και με την κατάταξή του ως προς την πληθυσμιακή του δυναμικότητα, η αντιμετώπιση συγκοινωνιακών προσβάσεων, το είδος του υφιστάμενου δικτύου (Εθνικό ή επαρχιακό Οδικό Δίκτυο) για τον έλεγχο αποστάσεων, η τυχόν ύπαρξη κοιμητηρίου στην εγγύς περιοχή, καθώς και η τυχόν ύπαρξη εγκεκριμένης μελέτης υπερκείμενου σχεδιασμού (Γ.Π.Σ., Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π, Τ.Π.Σ κ.λπ.) οι προβλέψεις της οποίας θα λη-φθούν υπόψη για τον καθορισμό των επιτρεπόμενων χρήσεων στον οικισμό. Οι κορυφές της κλειστής ή των κλειστών πολυγωνικών γραμμών των ορίων, θα συνοδεύεται επίσης από την περιγραφή της τεκμηρίωσης των σημείων/κορυφών, βάσει των στοιχείων του φακέλου.

6. Ιδιαίτερο Κεφάλαιο της Τεχνικής Έκθεσης αποτελεί ο προτεινόμενος «Πολεοδομικός Κανονισμός», όπου τεκμηριώνεται η επιλογή των όρων και περιορισμών δόμησης που προσιδιάζουν στην ιδιαίτερη φυσιογνωμία του οικισμού και το τοπίο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και στα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά των κτιρίων που συγκροτούν το οικιστικό σύνολο, για τα οποία συμπληρώνεται τουλάχιστον το Δελτίο Αρχιτεκτονικής Αναγνώρισης του άρθρου 98 του ΚΒΠΝ που περιλαμβάνει φωτογραφική απεικόνιση των ενδιαφερόντων σημείων και χαρακτηριστικών απόψεων και στοιχείων του οικισμού. Οι όροι δόμησης των οικισμών της 1ης Ομάδας, κατά την κρίση του μελετητή, μπορεί είτε να ακολουθούν τα άρθρα 102 -108 του ΚΒΠΝ και τα άρθρα 11, 12, 13 και επόμενα του π.δ. 02/13-03-1981 (Δ’ 138), είτε να προσδιορίζονται ειδικά για κάθε οικισμό εντός των μεγεθών των παραπάνω διατάξεων. Οι όροι δόμησης των οικισμών της 2ης Ομάδας μπορεί είτε να ακολουθούν τα άρθρα 85 – 88 και 96-98 του ΚΒΠΝ, είτε να προσδιορίζονται ειδικά για κάθε οικισμό εντός των μεγεθών των παραπάνω διατάξεων.

7. Η πρόταση της οριοθέτησης και του πολεοδομικού κανονισμού του οικισμού εξετάζονται και αξιολογούνται σε Περιβαλλοντική Έκθεση που συντάσσεται σύμφωνα με το άρθρο 5 της υπό στοιχεία ΥΠΕΧΩΔΕ/ΕΥΠΕ/οικ. 107017/2006 κοινής υπουργικής απόφασης (Β’ 1225). Η οριοθέτηση υφιστάμενων οικισμών δεν συνιστά πρόγραμμα ή σχέδιο που αναμένεται να έχει επιπτώσεις στο περιβάλλον, ούτε και περιλαμβάνεται στα σχέδια του άρθρου 3 της παραπάνω κοινής υπουργικής απόφασης. Ωστόσο, επειδή είναι πράξη της Διοίκησης με την οποία οι εν λόγω οικισμοί υπάγονται και τυπικά σε ένα θεσμικό πολεοδομικό καθεστώς (αυτό των οικισμών), η οριο-θέτησή τους, ως τοπικής εμβέλειας σχέδιο, μπορεί να «αντιστοιχηθεί» με τα τοπικά ρυμοτομικά σχέδια και να υποβληθεί στη διαδικασία του Προελέγχου του άρθρου 5 της υπό στοιχεία ΥΠΕΧΩΔΕ/ΕΥΠΕ/οικ.107017/2006 (Β’ 1225) κοινής υπουργικής απόφασης, με την συμπλήρωση των στοιχείων του Παραρτήματος IV του άρθρου 11 αυτής.

Άρθρο 4

Διαδικασία έγκρισης των ορίων και όρων και περιορισμών δόμησης

1. Ο καθορισμός των ορίων και των όρων και περιορισμών δόμησης οικισμών σύμφωνα με το π.δ. 24.04/03.05.1985 (Δ’ 181) και το π.δ. 02/13-03-1981 (Δ’ 138), εγκρίνεται με προεδρικό διάταγμα, το οποίο εκ-δίδεται κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 4759/2020. Η διόρθωση – τροποποίηση ή και εκ νέου έγκριση των ορίων των ως άνω οικισμών εγκρίνεται ομοίως με προεδρικό διάταγμα.

2. Για την έκδοση του παραπάνω π.δ συντάσσεται Μελέτη που περιλαμβάνει τα Πολεοδομικά στοιχεία, δεδομένα, εκτιμήσεις – προτάσεις και ειδικότερες μελέτες (υποστηρικτικές μελέτες γεωλογικής καταλληλότητας για τους οικισμούς που οριοθετούνται για πρώτη φορά, περιβαλλοντική έκθεση/προέλεγχο, κατά περίπτωση προσωρινή οριοθέτηση ρέματος κ.λπ.) σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας. Οι εν λόγω μελέτες εγκρίνονται σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις και συνοδεύουν το φάκελο της κύριας Μελέτης Οριοθέτησης του οικισμού.

3. Η πρόταση των ορίων και ο Πολεοδομικός Κανονισμός (οριστική πρόταση – Β’ Στάδιο, όπως περιγράφεται στο άρθρο 5 της παρούσας), αναρτώνται και δημοσιοποιούνται στην Ιστοσελίδα του οικείου Δήμου, σύμφωνα με τις παρ. 3 και 4 του άρθρου 83 του ΚΒΠΝ για 30 ημερολογιακές ημέρες, προκειμένου να ενημερωθεί το ενδιαφερόμενο κοινό και να υποβάλει τυχόν αντιρρήσεις ή ενστάσεις. Εφόσον υποβληθούν, οι αντιρρήσεις/ενστά-σεις εξετάζονται και είτε γίνονται δεκτές είτε απορρίπτονται αιτιολογημένα με απόφαση του Δ.Σ. του Δήμου.

4. Ο φάκελος με όλα τα στοιχεία της νόμιμης διαδικασίας διαβιβάζονται στην οικεία Περιφέρεια (αρμόδια Δ/νση Περιβάλλοντος και Χωρικού Σχεδιασμού) προ-κειμένου να τεθούν προς γνωμοδότηση του οικείου ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α. Περιπτώσεις οριοθέτησης παραδοσιακών οικισμών υποβάλλονται προς γνωμοδότηση στο αρμόδιο ΚΕ.ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α. (ΚΕ.ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α., ΚΕ.ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α.ΜΑ.Θ, ΚΕ.ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α.Α.).

5. Μετά τη γνωμοδότηση των αρμοδίων ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α. ή

ΚΕ.ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α., καταρτίζεται από τις αρμόδιες υπηρεσίες εγκριτικό σχέδιο π.δ. για την «Έγκριση οριοθέτησης του οικισμού…….και καθορισμός χρήσεων γης, όρων

και περιορισμών δόμησης ή και προστασίας αυτού», το οποίο διαβιβάζεται για έλεγχο νομιμότητας στο ΣτΕ με πρόταση του αρμοδίου Υπουργού κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 4759/2020. Ειδικά στις περιπτώσεις οικισμών που εμπίπτουν στην περ. δ) της παρ. 2 του ανωτέρω άρθρου, προηγείται η συνυπογραφή του σχεδίου π.δ. και από τον Υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού.

6. Μετά τη θετική γνώμη του Ε’ Τμήματος του ΣτΕ, το π.δ. υπογράφεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και δημοσιεύεται σε ΦΕΚ.

7. Η οριοθέτηση οικισμών στο πλαίσιο της διαδικασίας έγκρισης Τ.Π.Σ./Ε.Π.Σ. πραγματοποιείται με τις διαδικασίες έγκρισης των μελετών και των αντίστοιχων π.δ. έγκρισης των Τ.Π.Σ./Ε.Π.Σ.

Άρθρο 5

Δομή και διάρθρωση μελετών οριοθέτησης

Οι μελέτες εκπονούνται σε δύο στάδια ως εξής:

Ι. Το Α’ ΣΤΑΔΙΟ – ΑΝΑΛΥΣΗ, περιλαμβάνει:

Α.1. Ανάλυση – Αναγνώριση της υφισταμένης κατάστασης και ειδικότερα:

Α.1.1 την καταγραφή των δεδομένων της ΕΣΥΕ/ΕΛ-ΣΤΑΤ για την τεκμηρίωση υπαγωγής του οικισμού στους προϋφιστάμενους του έτους 1923 ή μεταγενέστερους και την εξέλιξη του πληθυσμού – Τάσεις – διαπιστώσεις. Θέση του οικισμού στο ευρύτερο χωροταξικό πλαίσιο/ οικιστικό δίκτυο.

Α.1.2. την καταγραφή της πραγματικής κατάστασης δόμησης του οικισμού σε σχέση με τα θεσμοθετημένα ή τα «εν τοις πράγμασι» εφαρμοζόμενα όριά του και την αναγνώριση/καταγραφή των ζωνών του συνεκτικού, διάσπαρτου και αραιοδομημένου τμήματός του. Εντοπισμός και περιγραφή επιμέρους οικιστικών ενοτήτων/ ζωνών, λαμβάνοντας υπόψη τον βαθμό ομοιογένειας και τα ιδιαίτερα μορφολογικά και αρχιτεκτονικά στοιχεία τους. Ανάλυση των διαφόρων τυπολογιών κτιρίων, ιδίως της χρήσης κατοικίας.

Α.1.3. την αναγνώριση και καταγραφή των υφιστάμενων χρήσεων γης σε κάθε χωρική ενότητα/ζώνη του οικισμού και πέριξ αυτού σε μια εκτιμώμενη Ζώνη Άμεσης Επιρροής περί τα 500 μ. καθώς και την καταγραφή, ανάλυση και κωδικοποίηση των τυχόν ασύμβατων ή προβληματικών χρήσεων γης.

Α.1.4. την καταγραφή του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου και των τυχόν διοικητικών πράξεων που είχαν εγκριθεί και ακυρώθηκαν, κρίθηκαν ανίσχυρες ή αντιμετωπίζουν άλλα προβλήματα κατά την εφαρμογή τους.

Α.1.5. την συγκέντρωση όλων των γενικότερων και ειδικότερων θεσμοθετημένων διατάξεων και την συλλογή στοιχείων από υφιστάμενες πολεοδομικές μελέτες (ΓΠΣ, ΣΧΟΟΑΠ, ΖΟΕ, οριοθετήσεις, Μελέτες προγραμμάτων αναγνώρισης αρχιτεκτονικής φυσιογνωμίας, Μορφολο-γικών Κανόνων, ερευνητικά προγράμματα κ.λπ.).

Α.1.6. την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου στην κατεύθυνση της προστασίας και ανάδειξης της τοπικής αρχιτεκτονικής παράδοσης και του τοπίου και των τυχόν ελλείψεων που διαπιστώνονται.

Α.1.7. την υποβολή προκαταρκτικής πρότασης κατάταξης του οικισμού στις κατηγορίες του άρθρου 81 του ΚΒΠΝ, ανάλογα με τα δεδομένα στοιχεία της ανάλυσης.

Α.2. Παράλληλα και ταυτόχρονα με την εκπόνηση του Α’ Σταδίου εκπονούνται:

Α.2.1. Μελέτη Γεωλογικής Καταλληλότητας

Για την περιοχή εντός ορίων οικισμού όπου η δόμηση ρυθμίζεται χωρίς έγκριση ρυμοτομικού σχεδίου, εκπονείται Μελέτη Γεωλογικής Καταλληλότητας με παραδοτέους χάρτες κλίμακας 5.000 ή 1:2000 σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙ της υπ’ αρ. 37691/12.09.2007 (Β’ 1902) απόφασης Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., ενώ σε περιπτώσεις (είτε το σύνολο είτε τμήματα του οικισμού) που έχει εκπονηθεί και εκκρεμεί η έγκριση ή πρόκειται να εκπο-νηθεί/εγκριθεί μελέτη ρυμοτομικού σχεδίου [έγκριση Πολεοδομικής Μελέτης (ΠΜ) ή Ρυμοτομικού Σχεδίου Εφαρμογής ΡΣΕ], εκπονείται Μελέτη Γεωλογικής Καταλληλότητας σύμφωνα με τις προδιαγραφές της υπ’ αρ. 16374/3696/18.09.1998 (Β’ 723) απόφασης Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. με παραδοτέους χάρτες κλίμακας 1:2.000, ή 1:1.000 ή 1:500. Σε κάθε περίπτωση η κλίμακα του χάρτη Γεωλογικής Καταλληλότητας πρέπει να βρίσκεται σε αντιστοιχία και συμφωνία με την κλίμακα του χάρτη της μελέτης οριοθέτησης ή της ΠΜ/ΡΣΕ.

Όπου εφαρμόζονται οι Προδιαγραφές της υπ’ αρ. 37691/12.09.2007 (Β’ 1902) απόφασης Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., για τις αμοιβές ισχύει η υπό στοιχεία ΔΜΕ-Ο/α/ο/1257 «Έγκριση Κανονισμού Προεκτιμώμενων Αμοιβών μελετών και υπηρεσιών κατά τη διαδικασία της παρ. 7 του άρθρου 4 του ν. 3316/2005» (Β’ 1162) υπουργική απόφαση. Κατά την εφαρμογή της παρ. ν2β των Προδιαγραφών υπ’ αρ. 16374/3696/18.09.1998 (Β’ 723) απόφασης Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε, καθώς και της παρ. «V2 Χάρτες» του Παραρτήματος ΙΙ των Προδιαγραφών της υπ’ αρ. 37691/12.09.2007 (Β’ 1902) απόφασης Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., δεν συντάσσεται «Χάρτης Πληροφόρησης». Η σχετική πληροφόρηση παρουσιάζεται στον «Χάρτη Γεωλογικών Συνθηκών και Τεχνικογεωλογικών Στοιχείων» της παρ. ν2α της πρώτης εκ των προηγουμένως αναφερόμενων Προδιαγραφών και V2 της δεύτερης εξ αυτών. Α.2.2. Μελέτη προσωρινής οριοθέτησης ρέματος

Σε περίπτωση ύπαρξης ρεμάτων εντός του προς οριο-θέτηση οικισμού, συντάσσεται μελέτη προσωρινής ορι-οθέτησης τους, κατά τα αναφερόμενα στο ν. 4258/2014.

ΙΙ. Το Β’ΣΤΑΔΙΟ – ΠΡΟΤΑΣΗ περιλαμβάνει:

Πρόταση οριοθέτησης – κατηγοριοποίηση – Πολεοδομι-κός Κανονισμός και Περιβαλλοντική Έκθεση και ειδικότερα:

Π.1. την οριστική πρόταση κατάταξης του οικισμού σε κατηγορίες και τυχόν πρόταση για περαιτέρω προώθηση κήρυξής του ως παραδοσιακού.

Π.2. την οριστική πρόταση για τα όρια του οικισμού, καθώς και τις ζώνες με το συνεκτικό, διάσπαρτο και αραιοδομημένο τμήμα του ή αντίστοιχες Ζώνες του οικισμού, όπου θα προταθούν οι αρτιότητες, χρήσεις γης (π.δ. 59/2018 – Α’114) και οι λοιποί όροι και περιορισμοί. Όταν η οριοθέτηση γίνεται σε οικισμούς που είχαν καθορισμένα αναρμοδίως ή ελλιπώς καθορισμένα όρια, το όριο του οικισμού θα αναζητηθεί εντός της κυκλικής επιφάνειας ακτίνας κατά περίπτωση 800 μ, 500 μ ή 300 μ, εξαιρώντας τις αποκλειόμενες και ακατάλληλες περιοχές καθώς και τα αδόμητα τμήματα, με την επιφύλαξη να περιληφθούν μικρής έκτασης αδόμητα τμήματα προ-κειμένου το όριο να ταυτισθεί με σημαντικό φυσικό ή τεχνητό εύκολα αναγνωρίσιμο στοιχείο του περιβάλλοντος, ή να συσχετισθεί με εύκολα αναγνωρίσιμα και μεταξύ τους ορατά φυσικά η τεχνητά τοπόσημα όπως διασταυρώσεις οδών, γέφυρες, κ.λπ.

Π.3. την οριστική πρόταση του πολεοδομικού κανονισμού (χρήσεις γης και όροι δόμησης, περιορισμοί, ειδικοί όροι κ.λπ.) με την επεξεργασία σχεδίου προεδρικού διατάγματος. Τα σχέδια π.δ. μπορεί να αφορούν είτε σε έναν είτε σε ομάδες οικισμών ανάλογα με την κατηγορία στην οποία αυτοί κατατάσσονται ή ανάλογα με άλλα κοινά χαρακτηριστικά τους, όπως θα προτείνουν κατά την κρίση τους οι μελετητές και μετά την αποδοχή της πρότασης από την Υπηρεσία.

Π.4. Περιβαλλοντική Έκθεση, η οποία περιλαμβάνει τα στοιχεία του Παραρτήματος IV του άρθρου 11 της υπό στοιχεία ΥΠΕΧΩΔΕ/ΕΥΠΕ/οικ. 107017/2006 (Β’ 1225) κοινής υπουργικής απόφασης, που αφορά στη διαδικασία του Προελέγχου του άρθρου 5 αυτής. Στην έκθεση περιγράφεται η οικιστική εξέλιξη της δόμησης του οικισμού, η κατηγοριοποίηση, η φυσιογνωμία του και τα τυχόν χαρακτηριστικά στοιχεία και οι φυσικοί σχηματισμοί/ περιοχές που χρήζουν λήψης μέτρων διατήρησης, προστασίας και ανάδειξης. Βάσει των παραπάνω διαπιστώνεται η«συμβατότητα» της πρότασης οριοθέτησης και αξιολογούνται τυχόν επιπτώσεις της στο περιβάλλον.

Το περιεχόμενο και τα παραδοτέα στοιχεία των Α’ και Β’ Σταδίων των μελετών οριοθέτησης περιγράφονται αναλυτικά στα Παραρτήματα Ι, ΙΙ και ΙΙΙ της παρούσας.

Άρθρο 6

Τελικές διατάξεις

1. Εκκρεμείς διαδικασίες οριοθέτησης, ή διόρθωσης εγκεκριμένης οριοθέτησης, ή επανέγκρισης οριοθέτη-σης που ακυρώθηκε ή κρίθηκε ανίσχυρη ή ανυπόστατη, ακολουθούν τα άρθρα 1 έως 4 της παρούσας και όσων στοιχείων του άρθρου 5 και των Παραρτημάτων Ι, ΙΙ και ΙΙΙ κρίνονται αναγκαία κατά την κρίση της αρμόδιας Υπηρεσίας του ΥΠΕΝ για τον κατά περίπτωση οικισμό.

2. Η ισχύς της παρούσας αρχίζει με τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Παραρτήματα

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 14 Ιουλίου 2022

Ο Υφυπουργός

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΑΓΑΡΑΣ