Χρονικά όρια βραχείας ασθένειας:Σαν βραχεία ασθένεια θεωρείται αυτή που διαρκεί:
– 1 μήνα για υπάλληλους, ημερομίσθιους και ωρομίσθιους που εργάζονται στον συγκεκριμένο εργοδότη μέχρι -4- χρόνια
– 4 μήνες για υπάλληλους που υπηρετούν περισσότερο από 10 έτη στον ίδιο εργοδότη.
– 6 μήνες για υπάλληλους που υπηρετούν περισσότερο από 15 έτη στον ίδιο εργοδότη.

Μέσα σε αυτλα τα όρια ο εργοδότης απαγορεύεται να θεωρήσει την απουσία του εργαζόμενου ως αδικαιολόγητη και να προβεί σε μονομερή καταγγελία της σύμβασης. Τα χρονικά αυτά όρια αρχίζουν από την ημέρα που ο μισθωτός απουσίασε λόγω ασθενείας. Σε αυτό το διάστημα προσμετρώνται και οι Κυριακές, οι εορτές και οι λοιπές μη εργάσιμες ημέρες.

Αν η ασθένεια επαναλαμβάνεται: Έστω ένας μισθωτός απουσίασε από την εργασία του για 20 ημέρες λόγω ασθενείας και μετά την θεραπεία του επανήλθε. Μετά από ένα μικρό διάστημα ξανά ασθένησε (είτε από την ίδια είτε από άλλη ασθένεια), και απουσιάζει επί 30 ημέρες. Σε αυτή την περίπτωση θα ληφθεί υπόψιν μόνο η χρονική περίοδος της τελευταίας ασθένειας των 30 ημερών.
Να σημειωθεί ότι ακόμα κι αν η ασθένεια του εργαζόμενου διαρκέσει παραπάνω από τα προαναφερόμενα όρια, δεν επέρχεται κατ’ ανάγκη λύση της εργασιακής σχέσης, διότι η απουσία εξακολουθεί να υφίσταται λόγω ανωτέρας βίας και όχι από υπαιτιότητα του εργαζόμενου (εν τέλει θα αποφανθούν τα δικαστήρια). Έτσι η ασθένεια εργαζόμενου που ξεπερνά τα προαναφερόμενα όρια δεν λύει αυτοδίκαια την σύμβαση εργασίας, αλλά θα αποφανθεί το σχετικό δικαστήριο.

Αν ο εργοδότης προβεί σε λύση εργασίας θα πρέπει να την ανακοινώσει στον εργαζόμενο-μισθωτό.
Αν ο εργοδότης σιωπηρά δεν θεωρήσει ότι λύθηκε η σύμβαση εργασίας , τότε η σύμβαση αυτή ισχύει κανονικά (αν όμως ο μισθωτός επαναπροσληφθεί θα πρέπει να συνταχθεί νέα σύμβαση).