Η βεβαίωση και είσπραξη ΦΠΑ κατά την εισαγωγή ορισμένου αγαθού από την αλλοδαπή, επιτυγχάνεται διό του διοικητικού μηχανισμού της προβλεπομένης από τις διατάξεις του Τελωνειακού Κώδικος, διασαφήσεως η οποία επέχει κατά τούτο θέση φορολογικής δηλώσεως. Συνεπώς, είναι δυνατή, εφόσον δεν ορίζεται από το νόμο, ρητώς, το αντίθετο, η υποβολή διασαφήσεως συνοδευομένης από δήλωση επιφυλάξεως του άρθρου 5 του ν.δ. 3629/1956, περί απαλλαγής ορισμένου αγαθού, το οποίο εισάγεται από την αλλοδαπή, από την επιβολή σε αυτό ΦΠΑ στην οποία δήλωση επιφυλάξεως η Τελωνειακή Αρχή οφείλει να απαντήσει εντός τριμήνου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην διάταξη του άρθρου 39 παρ. 1 του ν. 1473/1984. Προς την απαλλασσομένην εκ της επιβολής του ΦΠΑ παράδοση, αγαθών και ειδικότερα ειδών (λαχνών) Κρατικών Λαχείων και των λοιπών, αναφερομένων στην διάταξη του άρθρου 18 παρ. 1 εδαφ. κη του v. 1642/1986 (ως αντικατεστάθη με την παρ. 14 του άρθρου 2 του v. 2093/92), λαχείων, στο εσωτερικό της χώρας, εξομοιούται η οριστική εισαγωγή εκ της αλλοδαπής, στην Ελληνική Επικράτεια αγαθών και ειδικότερα ειδών (λαχνών) Κρατικών Λαχείων, η οποία επίσης απαλλάσσεται της επιβολής του φόρου τούτου.

(Σ.τ.Ε. 2114/1999)Πρόεδρος: Α. Μαρίνος

(Αντ/δρος ΣτΕ)

Εισηγητής Ν. Σακελλαρίου

(Σύμβουλος Επικρατείας)

Επειδή, κατά τας διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του Οργανισμού Φορολογικών Δικαστηρίων (ν.δ. 3845/1958, φ. 149) και των άρθρων 1 και 73 του Κώδικος Φορολογικής Δικονομίας (Π.Δ. 331/1985, φ. 116) η απονομή, της δικαιοσύνης επί των εν γένει διαφορών των αναφυομένων εκ του καταλογισμού φόρων, δασμών κ.λπ. ανατίθεται εις τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, επιλαμβανόμενα της επιλύσεως των διαφορών τούτων κατόπιν προσφυγής κατά των πράξεων των δημοσίων οργάνων, με τας οποίας επιβάλλονται φόροι, δασμοί κ.λ.π. Κατά δε το άρθρο 8 παρ. 4 του Ν. Δ/τος 4486/1963 (φ. 131), η αληθής έννοια των διατάξεων των άρθρων 1 και 73 της Φορολογικής Δικονομίας, είναι ότι εεις την δικαιοδοσίαν των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται και αι διαφοραί αι αναφυόμεναι μεταξύ φορολογούσης αρχής και φορολογουμένων, πλην άλλων, και διά την αναγνώρισιν φορολογικής απαλλαγής ή μειώσεως φόρων, τελών, εισφορών κ.λ.π.

Επειδή κατά την έννοιαν των ως άνω διατάξεων, διαφορά περί την αναγνώρισιν φορολογικής απαλλαγής ή μειώσεως φόρων, τελών κ.λ.π. είναι η προκύπτουσα εκ πράξεως αρχής άλλης πλην της φορολογικής, η οποία κρίνει συμφώνως προς την κατά τον νόμον αρμοδιότητα αυτής, περί της συνδρομής προϋποθέσεως, εκ των απαιτουμένων κατά νόμον, διά την επιβολήν φόρου ή τέλους ή την σχετικήν απαλλαγή και συνεπώς, εάν η αρχή αυτή κρίνει ότι δεν συντρέχει η ανωτέρω προϋπόθεσις η σχετική διαφορά υπάγεται εις την αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και δύναται να αχθή ενώπιον αυτών διά της ασκήσεως σχετικής προσφυγής είτε κατά της αρνήσεως της αρχής αυτής, είτε και κατά της επακολουθούσης πράξεως της φορολογικής αρχής, η οποία αρνείται την αναγνώρισιν της απαλλαγής ή προβαίνει εις καταλογισμόν φόρου.

Επειδή, εξάλλου σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1642/1986 “Για την εφαρμογή του φόρου προστιθέμενης αξίας και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ Α 125 όπως ισχύει, ορίζονται μεταξύ άλλων, ότι:

“Επιβάλλεται φόρος κύκλου εργασιών, με την ονομασία “φόρος προστιθέμενης αξίας”, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου” (βλ. άρθρον 1 του ν. 1642/1986, όπως αντικατεστάθη με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2093/1992, ΦΕΚ Α 181 “Αντικείμενο του φόρου. 1. Αντικείμενο του φόρου είναι: α) η παράδοση αγαθών και η παροχή υπηρεσιών, εφόσον πραγματοποιούνται από επαχθή αιτία στο εσωτερικό της χώρας από υποκείμενο στο φόρο που ενεργεί με αυτήν την ιδιότητα, β) η εισαγωγή αγαθών στο εσωτερικό της χώρας” (βλ. άρθρον 2 του ν. 1642/86, όπως ετροποποιήθη με το άρθρον 1 του ν. 2093/1992). “1. Η φορολογική υποχρέωση γεννάται και ο φόρος γίνεται απαιτητός από το Δημόσιο κατά το χρόνο που πραγματοποιείται η εισαγωγή των αγαθών, σύμφωνα με το άρθρο 10 του παρόντος” (βλ. άρθρο 14 του ν. 1642/1986, όπως αντικατεστάθη με το άρθρο 1 παρ. 27 του ν. 2093/1992). “Κατά την εισαγωγή αγαθών από το εξωτερικό, ο φόρος του παρόντος νόμου βεβαιώνεται και εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις της Tελωνειακής, δασμομογικής και συναφούς νομοθεσίας για την βεβαίωση και είσπραξη των εισαγωγικών δασμών, και λοιπών φόρων. Οι πιο πάνω διατάξεις εφαρμόζονται και για την διοικητική επίλυση των διαφορών που προκύπτουν κατά την εισαγωγή αγαθών. 2. Κάθε παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου Χαρακτηρίζεται ως Tελωνειακή παράβαση και διώκεται σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις του Τελωvειακού Κώδικα” (βλ. άρθροv 55 του v. 1642/1986).

Επειδή, περαιτέρω εις μεv τηv διάταξιv του άρθρου 25 του Τελωvειακού Κώδικος ορίζονται, μεταξύ άλλωv, και τα εξής:

“1. Για να τεθούv σε αvάλωση ή ελεύθερη κυκλοφορία τα εμπορεύματα, που προσκομίσηκαv στην τελωvειακή αρχή ή βρίσκοvται υπό άλλο Tελωvει-ακό καθεστώς, ο κύριος τωv εμπορευμάτωv ή ο vόμιμος αvτιπρόσωπός του οφείλει να καταθέσει στηv αρμόδια Tελωvειακή αρχή διασάφηση κατά τις διατάξεις του κώδικα αυτού.

2. Το φυσικό ή vομικό πρόσωπο που καταθέτει m διασάφηση οvομάζεται “διασαφιστής”. Κύριος τωv εμπορευμάτωv τα οποία αποτελούv αvτικείμεvο της διασάφησης θεωρείται ο αvαγραφόμεvος ως παραλήπτης τους στο πρωτότυπο τπς φορτωτικής ή στην διατακπκή του πλοιάρχου ή του πράκτορα ή άλλου μεταφορέα.

3. Η διασάφηση είναι γραπτή δήλωση του διασαφιστή και από την κατάθεσή της στην Tελωνειακή αρχή αποτελεί Τίτλο υπέρ του δημοσίου.

4. Η διασάφηση, της οποίας ο τύπος καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 133, διαλαμβάνει τις ακόλουθες ενδείξεις: α) Το ονοματεπώνυμο και τον αριθμό φορολογικού μητρώου του διασαφιστή … β) Τα στοιχεία του μεταφορικού μέσου με το οποίο κομίστηκαν τα εμπορεύματα και την εθνικότητά του. γ) Τoν αριθμό και την ημερομηνία καταχώρισης του δηλωτικού εισαγωγής των εμπορευμάτων. δ) Τις απαραίτητες ενδείξεις που αφορούν το προηγούμενο Tελωνειακό καθεστώς, εφόσον τα εμπορεύματα είχαν προηγουμένως υπαχθεί σε κάποιο καθεστώς, ε) Τoν τόπο στον οποίο βρίσκονται τα εμπορεύματα. στ) Τoν αριθμό και το είδος των δεμάτων … Ζ) … η) Τη δασμολογητέα αξία των εμπορευμάτων καθώς και τα στοιχεία που κατά περίπτωση προβλέπονται από το Ολοκληρωμένο Tελωνειακό Δασμολόγιο ή άλλους φορολογικούς νόμους, όπως δασμολογητέο βάρος, φορολογητέα αξία, μέτρα, τεμάχια, κεφαλές και είναι απαραίτητα για τον υπολογισμό και τη βεβαίωση των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων … θ) … ιγ)…5….6…. 7….8…».

Εις δε τις διατάξεις των άρθρων 26 και 27 του ίδιου Κώδικος ορίζονται μεταξύ άλλων και τα εξής:

Αρθρο 26. 1. Η διασάφηση που ανταποκρίνεται στους όρους και διατυπώσεις που καθορίζονται από το άρθρο 25, αφού γίνει δεκτή και θεωρηθεί για το σκοπό αυτόν από τον προϊστάμενο της τελωνειακής αρχής ή τον υπάλληλο που ορίζεται από αυτόν καταχωρίζεται στο οικείο βιβλίο. 2. Αν δεν τηρηθούν τα οριζόμενα στο άρθρο 25, η διασάφηση είναι απαράδεκτη. 3… 4…. 5….. 6….. 7…. 8. Ελλιπής διασάφηση που γίνεται αποδεκτή σύμφωνα με τους παραπάνω όρους, μπορεί, είτε να συμπληρώνεται από το διασαφιστή είναι να αντικαθίσταται, έπειτα από έγκριση της τελωνειακής αρχής, με άλλη διασάφηση που ανταποκρίνεται στους καθοριζόμενους στο άρθρο 25 όρους…. 9…. 10….” (βλ. άρ θρο 26).

“1. Η τελωνειακή αρχή προβαίνει, αν το κρίνει απαραίτητο, στην επαλήθευση της διασάφησης και των δικαιολογητικών που προσαρτώνται που προσαρτώνται σε αυτή, για να βεβαιωθεί κυρίως ότι οι ενδείξεις που περιλαμβάνονται στα δικαιολογητικά αντιστοιχούν στις ενδείξεις που περιλαμβάνονται στη διασάφηση. 2…. 3…. 9….. 10….” (βλ. άρθρο 27).

“1. Για το αποτέλεσματα της επαλήθευσης των ενδείξεων της διασάφησης και των προσαρτημένων σε αυτή δικαιολογητικών, της εξέτασης των εμπορευμάτων, καθώς και για την εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν τη θέση των εμπορευμάτων σε ανάλωση ή σε ελεύθερη κυκλοφορία, συντάσσεται σχετική πράξη στο σώμα της διασάφησης που υπογράφεται από εκείνους που ενήργησαν τους ελέγχους αυτούς. Στη συνέχεια προσδιορίζονται και βεβαιώνονται οι οφειλόμενοι δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις με πράξη που συντάσσεται επίσης στο σώμα της διασάφησης και υπογράφεται από τον υπάλληλο που ενήργησε τη βεβαίωση αυτή…. 2…. 3… Μετά τον έλεγχο για την τήρηση των τυχόν απαγορευτικών ή περιοριστικών μέτρων εισαγωγής που προβλέπονται για τα εμπορεύματα και τη βεβαίωση των οφειλομένων δασμών φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, η διασάφηση ελέγχεται και θεωρείται από τον προϊστάμενο της τελωνειακής αρχής ή από τον οριζόμενο από αυτόν υπάλληλο και στη συνέχεια παραπέμπεται στον τελωνειακό ταμία για είσπραξη των ποσών που βεβαιώθηκαν και την έκδοση του αποδεικτικού είσπραξης… Η πιο πάνω βεβαίωση των δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων γνωστοποιείται στο διασαφιστή ή το νόμιμο αντιπρόσωπό του. Εφ όσον έχουν καταβληθεί οι δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις ή έχει παρασχεθεί σχετική εγγύηση για το ποσό τους, η τελωνειακή αρχή εκδίδει την άδεια παραλαβής του εμπορεύματος….. 4….. Αν η τελωνειακή αρχή, με βάση τους ελέγχους που ενήργησε, προσδιορίσει ποσό δασμών φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων διαφορετικό από εκείνο που προκύπτει από τις ενδείξεις της διασάφησης, προβαίνει στην άμεση βεβαίωση και είσπραξη του ποσού αυτού. 5… 6… 7. Με τον όρο “εισαγωγικοί δασμοί” νοούνται οι τελωνειακοί δασμοί και οι φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδύναμου αποτελέσματος, καθώς και οι γεωργικές εισφορές και λοιπές επιβαρύνσεις κατά την εισαγωγή, που προβλέπονται στα πλαίσια της κοινής αγροτικής πολιτικής ή των ειδικών καθεστώτων που εφαρμόζονται για ορισμένα εμπορεύματα, τα οποία προκύπτουν από τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων (βλ. άρθρο 28).

Επειδή, εξ ετέρου, εις μεν την διάταξιν του άρθρου 5 του v.δ. 3629/1956, ΦΕΚ Α 278, ορίζεται ότι:

“1. Προς πρόληψιν τωv συνεπειών ανακριβείας ή παραλείψεως φορολογικής δηλώσεως, ο υπόχρεως εις επίδοσιν ταύτης δύναται να περιλάβη εν αυτή και στοιχεία φορολογητέας ύλης, δι άτινα διατηρεί αμφιβολίας περί του να υπέχη κατά νόμον υποχρέωσιν ποιούμε ρητήν περί τούτου επιφύλαξιν εν τη επιδιδομένn παρ αυτού δηλώσει. Η επιφύλαξις δέον να είναι ειδική και ητιολογημένη πάσης γενικής ή αορίστου τοιαύτης θεωρουμένης αvυπάρκτου και ουδέν επαγομένης αποτέλεσμα. Ο Οικονομικός Ε-φορος δύναται ή α) να δεχθή την γεvομέvηv επιφύλαξιν, προβαίνων εν τη περιπτώσει ταύτη εις διαγραφήν εκ τπς δηλώσεως του περί ου η επιφύλαξις ποσού τπς φορολογητέας ύλης ή β) να μη αποδεχθή ταύτην υποχρεούμενος εν τοιαύτη περιπτώσει να γνωστοποιήση τούτο εις τον φορολογούμενον είτε δι ιδίας ανακοινώσεως επιδιδομένης αυτώ επί αποδείξει, είτε διά του κοινοποιουμένου δι άλλας ανακριβείας τπς δηλώσεως φύλλου ελέγχου ή της μετ έλεγχον εκδιδομένης πράξεως”.

Εις δε την διάταξιν του άρθρου 39 του v. 1473/1984, ΦΕΚ Α ορίζεται ότι:

“1. Σε περίπτωση υποβολής από το φορολογούμενο δήλωσης με επιφύλαξη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του Ν.Δ. 3629/1956 (ΦΕΚ Α 278) ο Οικονομικός Εφορος υποχρεούται να απαντήσει στο φορολογούμενο θετικά ή αρνητικά μέσα σε ένα τρίμηνο από την υποβολή της δήλωσης. 2. Σε υποθέσεις για τις οποίες ο φορολογούμενος υπέβαλε δήλωση φορολογίας με επιφύλαξη, κατά τις διατάξεις του άρθρου 5 του Ν.Δ. 3629/1956, ή ανακάλεσε την αρχική δήλωση του, η συζήτηση των προσφυγών ή ενδίκων μέσων ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων προσδιορίζεται κατά προτίμηση μέσα σε τρεις ( 3) μήνες το αργότερο από τη διαβίβαση του φακέλου στο αρμόδιο δικαστήριο, ή από την κατάθεση του ενδίκου μέσου. Το ίδιο ισχύει και στις υποθέσεις για τις οποίες υποβλήθηκε από το φορολογούμενο αίτηση ακύρωσης ή τροποποίησης φορολογικής εγγραφής, κατά τις διατάξεις του άρθρου 65 του Ν.Δ. 3323/1955”.

Επειδή, από τον συνδυασμόν των προπαρατεθεισών διατάξεων αλλά και εν όψει των ήδη εκτεθέντων, συνάγεται ότι, φορολογική διαφορά, ανήκουσα εις την δικαιοδοσίαν των τακτικών δικαστηρίων, συνιστά, μεταξύ άλλων και η διαφορά, η οποία αναφύεται κατά την εισαγωγήν ορισμένου αγαθού από την αλλοδαπήν, μεταξύ του εισαγωγέως του αγαθού και της Tελωvειακής αρχής, εκ πράξεως της τελευταίας, περί την απαλλαγήν αυτών από την επιβολήν φόρου εισπραττομέννου κατά την εισαγωγήν εκ της αλλοδαπής, όπως είναι και ο φόρος προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.), όταv αυτός επιβάλλεται κατά την εισαγωγήν ορισμένου αγαθού από την αλλοδαπήν.

Επειδή, περατέρω, όπως συνεπάγεται από τον συνδυασμόν των προπαρατεθεισών διατάξεων η βεβαίωσις και είσπραξις ΦΠΑ κατά την εισαγωγήν ορισμένoυ αγαθού από την αλλοδαπήν, επιτυγχάνεται δια του διοικητικού μηχανισμού της προβλεπομένης από τις ως άνω διατάξεις του Τελωνειακού Κώδικος, διασαφήσεως η οποία επέχει κατά τούτο θέσιν φορολογικής δηλώσεως. Συνεπώς, είναι δυνατή, εφόσον δεν ορίζεται από τον νόμον, ρητώς, το αντίθετον, η υποβολή διασαφήσεως συνοδευομένης από δήλωσιν επιφυλάξεως του άρθρου 5 του ν.δ. 3629/1956, περί απαλλαγής ορισμένου αγαθού, το οποίον εισάγεται από την αλλοδαπήν, από την επιβολήν εις αυτό ΦΠΑ εις την οποίαν δήλωσιν επιφυλάξεως η Τελωνειακή Αρχή οφείλει να απαντήσεις εντός τριμήνου, κατά τα ειδικότερον οριζόμενα εις την διάταξιν του άρθρου 39 παρ. 1 του ν. 1473/1984.

Αν κατά την γνώμην της Παρέδρου Ε. Νίκα, εφ όσον από τις εν προκειμένω εφαρμοστέες διατάξεις του Τελωνειακού Κώδικος δεν προβλέπεται η διατύπωσις επιφυλάξεως εις διασάφησιν εισαγωγής, δεν νοείται η υποβολή διασαφήσεως συνοδευομένης από δήλωσιν επιφυλάξεως και η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 5 του ν.δ. 3629/1956.

Επειδή, εν προκειμένω, το δικάσαν δικαστήριον, εδέχθη, με την αναιρεσιβαλλομένην απόφασίν του ότι η ήδη αναιρεσίβλητος εταιρεία “σε εκτέλεση της προαναφερθείσης από 8.9.1993 συμβάσεως, κατέθεσε στο Ι Τελωνείο Αερολιμένος την 7244/16.2.1994 διασάφηση εισαγωγής, με την οποία ζήτησε τον τελωνισμόν 40 κόλλων, βάρους 30.663 χιλιόγραμμων, που περιείχαν “άλλα είδη πλανόδιων επιχειρήσεων που προσελκύουν το ενδιαφέρον του κοινού – Στιγμιαίο Λαχείο – Ξυστό”, αξίας 368.889 δολλαρίων ΗΠΑ ή 92.501.424 δραχμών, τα οποία, προκειμένου να βεβαιωθούν οι αναλογούντες δασμοί κατετάγησαν με την 128.1993 απόφαση της Ανώτατης Επιτροπής Τελωνειακών Αμφισβητήσεων (Α.Ε.Τ.Α.) στην δασμολογική κλάση 95.04 στην οποία περιλαμβάνονται οι λαχνοί. Η εταιρεία, κατέβαλε τις δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις καθώς και τον αναλογούντα φόρο προστιθέμενης αξίας εκ. 17.441.143 δραχμών, για την πληρωμή του οποίου όμως, διατύπωσε την από 16.2.1994 ρητή επιφύλαξη του άρθρου 5 ν.δ. 3629/ 1956 ότι απαλλάσσεται του φόρου τούτου, επειδή το εισαγόμενο λαχείο είναι Κρατικό και υπάγεται στην περίπτωση του άρθρου 18 παρ. 1 περ. κη του ν. 1642/1986. Η τελωνειακή αρχή, επί της ως άνω δηλώσεως επιφυλάξεως η εφεσίβλητη άσκησε…. προσφυγή”. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο εδέχθη την προσφυγή και διέταξε την επιστροφήν του καταβληθέντος από την ήδη αναιρεσίβλητο εταιρεία Φ.Π.Α. ως αχρεωστήτως καταβληθέντος. Εφεσις του Ελληνικού Δημοσίου κατά της αποφάσεως αυτής απερρίφθη με την ήδη αναιρεσιβαλλομένην απόφαση. Με την τελευταία αυτή απόφαση έγινε δεκτόν ότι εις την προκειμένη περίπτωση δημιουργείται φορολογική διαφορά, ανήκουσα εις την δικαιοδοσίαν των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ότι είναι δυνατή η υποβολή διασαφήσεως εισαγωγής συνοδευομένης με δήλωσιν επιβαλάξεως του άρθρου 5 του ν.δ. 3629/1956 και ότι η προσφυγή της ήδη αναιρεσιβλήτου εταιρεία ασκήθη παραδεκτώς και εμπροθέσμως κατά της εκ της παρόδου απράκτου τριμήνου τεκμαιρομένης σιωπηράς απορρίψεως από την τελωνειακήν αρχήν, της διατυπωθείσης εις την προαναφερθείσαν διασάφησιν εισαγωγής ως άνω δηλώσεως επιφυλάξεως.

Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και συμφώνως προς τα προαvαφερθέντα ορθώς εκρίθη από το δικάσαν δικαστήριον ότι δημιουργείται εν προκειμένω, φορολογική διαφορά υπαγομένη εις την δικαιοδοσίαν των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ότι ήτο δυνατή η υποβολή διασαφήσεως εισαγωγής διά τα επίδικα αγαθά, συvοδευομέvnς με δήλωσιν επιφυλάξεως του άρθρου 5 του ν.δ.. 3629/56 και όπ παραδεκτώς και εμπροθέσμως ησκήθη η προσφυγή τπς ήδη αναιρεσιβλήτου εταιρείας κατά της εκ της παρόδου απράκτου τριμήνου τεκμαιρομένης σιωπηράς απορρίψεως, εκ μέρους της τελωνειακής αρχής, της διατυπωθείσης εις τηv προαναφερθείσα διασάφηση ως άvω δηλώσεως επιφυλάξεως, είναι δε απορριπτέοι ως αβάσιμοι όλοι οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως του ήδη αναιρεσείοντος Δημοσίου.

Επειδή, όπως προκύπτει από την διάταξιν του άρθρου 17 του ν. 1947/1991, ΦΕΚ Α 70 (14.5.91), το συσταθέν, με αυτήν, Λαχείον “με την επωνυμίαν: “Στιγμιαίο Κρατικό Λαχείο” (Σ.Κ.Α.”), ο Κανονισμός Λειτουργίας και Διαχειρίσεως του οποίου, διέπεται από τις διατάξεις του Π.Δ. 245/1992, ΦΕΚ Α 135, ρητώς, Χαρακτηρίζεται εις τον ως άνω νόμον και το προαναφερθέν Π. Δ/γμα ως Kρατικόν Λαχείον.

Επειδή, περαιτέρω, εις τον νόμον 1642/1986, ορίζονται μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:

“Παράδοση αγαθών, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 2, θεωρεί τας κάθε πράξη με την οποία μεταβιβάζεται το δικαίωμα να διαθέτει κάποιος ως κύριος ενσώματα κινητά αγαθά …” (άρθρον 5 παρ. 1).

“Ως εισαγωγή αγαθών, κατά την έννοια του άρθρου 2, θεωρείται: α) … β) είσοδος στο εσωτερικό τπς χώρας αγαθών προερχομένων από τρίτες χώρες…” (άρθρον 10 όπως αντικατεστάθη με την παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 2093/1992).

“1. Η φορολογική υποχρέωση γεννάται και ο φόρος γίνεται απαιτητός από το Δημόσιο κατά το χρόνο που πραγματοποιείται η εισαγωγή των αγαθών, σύμφωνα με το άρθρο 10 του παρόντος” (άρθρον 14 όπως αντικατεστάθη με την παρ. 17 του άρθρου 1 του ν. 2093/1992).

“1. Απαλλάσσονται από το φόρο: α) … κη) η παράδοση Kρατικών Λαχείων δελτίων ΠΡΟΠΟ, ΛΟΤΤΟ, ΠΡΟΤΟ και λαχείων του Λαχειοφόρου Αμοιβαίο Στοιχήματος (SWEEPSTAKES του Οργανισμού Ιπποδρομιών Ελλάδος” (άρθρον 18 όπως αντικατεστάθη με την παρ. 14 του άρθρου 2 του ν. 2093/ 92) κα τέλος, εις το άρθρον 19 παρ. 1 του ίδιου νόμου υπό τoν τίτλον “Απαλλαγές στην εισαγωγή αγαθών”, όπως τούτο αντικατεστάθη με την παρ. 28 του άρθρου 1 του ν. 2093/1992. “Απαλλάσσονται από το φόρο: α)…. β) η οριστική εισαγωγή αγαθών, η παράδοση των οποίων απαλλάσσεται από το φόρο και στο εσωτερικό της χώρας”.

Επειδή από τον συνδυασμόν των προαναφερθεισών διατάξεων συνάγεται ότι προς την απαλλασσομένην εκ της επιβολής του ΦΠΑ παράδοσιν αγαθών και ειδικότερα ειδών (λαχνών) Κρατικών Λαχείων και των λοιπών, αναφερομένων εις την διάταξιν του άρθρου 18 παρ. 1 εδαφ. κη του ν. 1642/1986 (ως αντικατεστάθη με την παρ. 14 του άρθρου 2 του ν. 2093/92), λαχείων, εις το εσωτερικόν της χώρας, εξομοιούται η οριστική εισαγωγή εκ της αλλοδαπής, εις την Ελληνικήν E-πικράτειαν αγαθών και ειδικότερα ειδών (λαχνών) Kρατικών Λαχείων, η οποία επίσης απαλλάσσεται της επιβολής του φόρου τούτου, ακριβώς, διότι απαλλάσσεται, κατά την διάταξιν του άρθρου 19 παρ. 1 του ν. 1645/1986 ( όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την διάταξιν της παρ. 28 του άρθρου 1 του ν. 2093/1992), της επιβολής του φόρου αυτού και η “παράδοσις” των αντιστοίχων ειδών εντός της Eλληνικής Επικράτειας.

Επειδή, περαιτέρω από τον συνδυασμόν των προαναφερθεισών διατάξεων συνάγεται ότι, ελλείψει ρητής, περί του αντιθέτου προβλέψεως εις τον νόμον, η εισαγωγή εκ της αλλοδαπής, εις την Ελληνικήν Επικράτειαν, αγαθών και ειδικότερα ειδών (λαχνών) του Στιγμιαίου Κρατικού Λαχείου (Σ.Κ.Λ.), απαλλάσσεται της επιβολής του επιδίκου φόρου και τούτο διότι το εν λόγω Λαχείον, ρητώς, χαρακτηρίζεται από τον ίδιο τον συστήσαντα αυτό νόμον ως κρατικόν. Ουδεμία δε δύναται να ασκήσει επιρροήν επί του ζητήματος αυτού, η μη ρητή – εν συνεχεία της προβλεπομένης εις την διάταξιν του άρθρου 18 παρ. 1 εδαφ. κη του ν. 1642/1986 (ως αντικατεστάθη, κατά τα ήδη εκτεθέντα προβλέψεως περί απαλλαγής εκ του ως άνω φόρου των “Κρατικών Λαχείων” μνεία, μεταξύ των λοιπών αναφερομένην εις αυτήν λαχείων (δελτίων ΠΡΟ-ΠΟ, ΛΟΤΤΟ, κ.λ.π.), τα οποία απαλλάσσονται της επιβολής του ΦΠΑ και των λαχνών του Στιγμιαίου Κρατικού Λαχείου (Σ.Κ.Λ.) αφού το τελευταίο ως “Κρατικόν”, εμπίπτει εις την αναφερομένην εις την ως άνω απαλλακτικήν διάταξιν κατηγορίων των “Κρατικών Λαχείων”.

Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και συμφώνως προς τα προαvαφερθέvτα είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι όλοι οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι ισχυρισμοί του ήδη αναρεσείοvτος Δημοσίου, με τους οποίους αυτό παραπονείται ότι εσφαλμένως εκρίθη από το δικάσαν δικαστήριον ότι το Σ.Κ.Λ. περιλαμβάνεται μεταξύ των απαλλασσομένων Κρατικών Λαχείων, αφού δεν κατονομάζεται και αυτό ρητώς εις την σχετικήν διάταξιν και ότι απαλλάσσεται ως εκ τούτου της επιβολής των ειδών (λαχνών) του Σ.Κ.Λ., αφού ο νομοθέτης αναφέρεται μόνον εις την “παράδοσιν” και όχι την εισαγωγήν των ειδών αυτών.

Επειδή, περαιτέρω το αναιρεσίον Δημόσιοv παραπονείται όπ κατ εσφαλμένην ερμηνείαν και εφαρμογήν των εν προκειμένω εφαρμοστέων διατάξεων και ιδία αυτής του άρθρου 18 περ. κη του v. 1692/1986 απερρίφθη ο λόγος εφέσεως του περί του ότι από την επιβολήν του επιδίκου φόρου απαλλάσσεται μόνον η “παράδοσις” των ως άνω αγαθών και όχι και οι εργασίες εκτυπώσεως και το κόστος χάρτου τα οποία, αντιθέτως, υπάγονται εις τον σxετικόv φόροv.

Επειδή, αντικείμενον της εν προκειμένω ανοιγείσης, ενώπιον τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, δίκης ήτοι κτά πόσον απαλλάσσεται της επιβολής του Φ.Π.Α. η εισαγωγή εκ της αλλοδαπής εις την Ελληνικήν Επικράτειαν των επιδίκων αγαθών και ειδικότερα των εισαχθέντων λαχνών του Σ.Κ.Λ. και ως εκ τούτου, εφ όσον, κατά τας προαναφερθείσας διατάξεις, α) αντικείμενον του εν λόγω φόρου ειδικώς προκειμένου περί εισαγομένων εκ της αλλοδαπής, εις την Ελληνικήν Επικράτειαν, αγαθών, ως εν προκειμένω, είναι αυτή αύτη η εισαγωγή των αγαθών (η δασμολογητέα αξία των οποίων προσδιορίζεται κατά τα οριζόμενα εις την διάταξιν του άρθρου 16 του ν. 1642/1986) και β) η απαλλαγή της εισαγωγής, εν γένει, των αγαθών αυτών εκ της επιβολής του Φ.Π.Α., εξαρτάται, αποκλειστικώς και μόνον, εκ του κατά ποσόν απαλλάσσεται η παράδοσις των αυτών αγαθών εντός της Ελληνικής Επικράτειας, εξομοιουμένης, κατά τα ήδη εκτεθέντα, από της απόψεως ταύτης της “εισαγωγής” με την “παράδοσιν”, αβασίμως, παραπονείται το Δημόσιον, ότι εφ όσον δεν απαλλάσσονται οι εγχώριοι λαχνοί της επιβολής Φ.Π.Α. δια τας εργασίας εκτυπώσεως και το κόστος του χάρτου, δεν απαλλάσσονται των επιβαρύνσεων αυτών και οι εισαγόμενοι λαχνοί, επομένως, ορθώς, έστω και με διαφορετική αιτιολογία απερρίφθη ο σχετικός λόγος εφέσεως από το δικάσαν δικαστήριον.

Επειδή, εν προκειμένω κατά τα γενόμενα δεκτά από το δικάσαν δικαστήριον, τα επίδικα αγαθά επί των οποίων επεβλήθη ο Φ.Π.Α., εισήχθησαν ως λαχνοί του Στιγμιαίου Κρατικού Λαχείου και κατετάγησαν με την προαναφερθείσα απόφαση της ΑΕΤΑ, το κύρος της οποίας δεν ημφεσβητήθη από την Τελωνειακή Αρχήν, εις την δασμολογικήν κλάσιν 95.04 εις την οποίαν περιλαμβάνονται οι λαχνοί, δηλαδή τα εισαχθέντα αγαθά ήσαν έτοιμοι λαχνοί του ως άνω Κρατικού Λαχείου, μόνη δε η διατυπωθείσα κατά την εισαγωγήν ιδιότης των αυτή, αρκούσε κατά τα ήδη εκτεθέντα, δια την απαλλαγήν των εκ της επιβολής του εν λόγω φόρου αφού και η παράδοσις των αντιστοίχων αγαθών (λαχνών εγχωρίων κρατικών λαχείων) απαλλάσσεται εις την ημεδαπή και δεν δύναται να θεωρηθεί ότι τα επίδικα αγαθά προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα του λαχείου μόνον μετά την κυκλοφορίαν και πώλησίν των εις τρίτους, απορριπτέων ούτω ως αβασίμων όλων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του αναιρεσείοντος Δημοσίου.

Επειδή, εν προκειμένω το δικάσαν δικαστήριον, με την αναιρεσιβαλλομένην απόφασίν του, εδέχθη και τα ακόλουθα:

“τα επίδικα εμπορεύματα κατά την εισαγωγήν τους για την δασμολογική τους κατάταξη χαρακτηρίσθηκαν ως λαχεία σύμφωνα με την 128/1993 απόφαση της Α.Ε.Τ.Α. και η οποία δεν αμφισβητήθηκε από την τελωνειακή αρχή”

και ότι η επίδικος “εισαγωγή αφορά σε έτοιμο λαχείο συσταθέν διά νόμου (άρθρον 17 ν. 1947/1991), η διάθεση του οποίου τελεί υπό τον έλεγχο του Δημοσίου και συνεπώς η εισαγωγή του για οποιαδήποτε άλλη χρήση, πλην αυτής για την οποία εισάγεται θα ήτο παράνομη. Εξ ετέρου, τα ανωτέρω λαχεία εισάγονται αποκλειστικώς για το σκοπό διαθέσεώς τους ως τέτοιων, σε εκτέλεση της από 8.9.1993 προαναφερθείσης συμβάσεως και κατ ακολουθία δεν είναι δυνατή η εισαγωγή και διάθεσή του στην εσωτερική αγορά υπό άλλη μορφή, δοθέντος μάλιστα ότι σύμφωνα με το άρθρο 56 της ανωτέρω συμβάσεως, το εν λόγω λαχείο ανήκει αποκλειστικά στο Δημόσιο, κάθε έκδοσή του έχει απαραιτήτως ίδια προσδιοριστικά στοιχεία καθοριζόμενα δι υπουργικής αποφάσεως (άρθρο 8 αυτής) οι διαστάσεις και γενικά η εμφάνιση και το περιεχόμενο τους καθορίζεται δι αποφάσεως του Υπ. Οικοvομικών, η προσκόμιση της οποίας είναι απαραίτητη κατά την εισαγωγή (άρθρο 22) ενώ κατά το άρθρο 38 αυτής τα χρησιμοποιηθέντα γραμμάτια αλλά και τα μη εξοφληθέντα καταστρέφονται παρουσία ελεγκτών της Διοικήσεως Kρατικών Λαχείων. Συνεπώς, εφόσον τα ένδικα εμπορεύματα εισήχθησαν μόνον προς το σκοπό διαθέσεώς τους ως λαχείων δυνάμει ειδικού νόμου και συμβάσεως, δεν μπορεί να χαρακτηρισθούν ως προεκτυπωμένο χαρτί αλλά ως έτοιμα λαχεία και κατ ακολουθία, εφόσον η παράδοση των Kρατικών λαχείων στο εσωτερικό απαλλάσσεται του Φ.Π.Α. ομοίως και η εισαγωγή του ένδικου κρατικού λαχείου απαλλάσσεται του φόρου τούτου”.

Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, το δικάσαν δικαστήριον με ορθή, νόμιμο και πλήρη αιτιολογία έκρινε ότι τα εισαχθέντα είδη ήσαν έτοιμοι λαχνοί του Σ.Κ.Λ. καταταγέντα εις την δασμολογικήν κλάσιν 95.04 από την Τελωνειακήν Αρχήν, κατόπιν της υπ αρ. 128/1993 αποφάσεως της Ανωτάτης Επιτροπής Τελωνειακών Αμφισβητήσεων (ΑΕΤΑ), το κύρος της οποίας δεν είχε αμφισβητηθεί από την Τελωνειακήν Αρχήν και ως εκ τούτου είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι όλοι οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι ισχυρισμοί του ήδη αναιρεσείοντος Δημοσίου, ενώ καθ ό μέρος αμφισβητείται με αυτούς, ευθέως, η ανέλεγκτος κατ αναίρεσιν κρίσις, του δικάσαντος δικαστηρίου, περί του ότι τα εισαχθέντα είδη ήσαν έτοιμοι λαχνοί του προαναφερθέντος κρατικού λαχείου και υποστηρίζεται, αντιθέτως, ότι τα εισαχθέντα αγαθά ήσαν “εκτυπωμένο χαρτί” και όχι λαχνοί, οι σχετικοί λόγοι είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.