(Σ.τ.Ε. 1576/2002)Πρόεδρος: Φ. ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ
Εισηγητής: ΣΠ. ΚΑΡΑΛΗΣ (Σύμβ.)
7. Επειδή, με τις ανωτέρω διατάξεις καθιερώνεται σύστημα τεκμαρτού προσδιορισμού του εισοδήματος από την άσκηση ελευθερίου επαγγέλματος το οποίο αποβλέπει στην εξακρίβωση της ελάχιστης φοροδοτικής ικανότητας των οικείων φορολογουμένων. Τούτο εξευρίσκεται με τη χρήση ορισμένων αντικειμενικών κριτηρίων που τελούν σε άμεση συνάρτηση με ορισμένα δεδομένα της επαγγελματικής δραστηριότητας του ελεύθερου επαγγελματία όπως είναι η μισθωτική αξία της επαγγελματικής του εγκατάστασης, η επαγγελματική αμοιβή, η οποία, στην περίπτωση των δικηγόρων ισοδυναμεί με τεκμαρτό εισόδημα κατά την πρώτη εφαρμογή του νόμου 1.800.000 δραχμών (βλ. εισηγητική έκθεση του νόμου), που αντιστοιχεί σε 30 παραστάσεις και προσαυξάνεται με βάση ειδικότερα επαγγελματικά κριτήρια και τα έτη ασκήσεως του επαγγέλματος. Περαιτέρω, το ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα κλιμακώνεται, προκειμένου για δικηγόρους, ανάλογα με τον αριθμό των παραστάσεων και το είδος των δικαστηρίων που πραγματοποιήθηκαν και προσαυξάνεται με βάση τους πανεπιστημιακούς και επαγγελματικούς τίτλους που κατέχουν, ενώ, εξάλλου, προβλέπεται ότι σε περίπτωση που ο δικηγόρος ασκεί το επάγγελμά του με πάγια αντιμισθία ή είναι μισθωτός ή συνταξιούχος και έχει πραγματοποιήσει μέχρι έναν ορισμένο αριθμό παραστάσεων δεν εφαρμόζεται ο προαναφερόμενος τεκμαρτός προσδιορισμός του εισοδήματός του. Προβλέπεται, τέλος, ότι το κατά το ανωτέρω σύστημα τεκμαρτού προσδιορισμού του εισοδήματος από την άσκηση ελευθερίου επαγγέλματος μπορεί να αμφισβητηθεί από τον φορολογούμενο ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου κατ’ επίκληση γεγονότων ανωτέρας βίας ή λόγων αναφερόμενων στην προσωπική του κατάσταση, μνημονεύονται δε ενδεικτικώς ως τέτοιοι λόγοι η εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας, η νοσηλεία σε νοσοκομείο ή κλινική και η φυλάκιση. Με τα δεδομένα αυτά, οι ανωτέρω ρυθμίσεις αποτελούν συνταγματικώς ανεκτό τρόπο προσδιορισμού της πραγματικής φοροδοτικής ικανότητας των οικείων ελευθέρων επαγγελματιών, δοθέντος ότι τα ανωτέρω κριτήρια που αποτελούν τη βάση του τεκμηρίου, συνάδουν με τα δεδομένα της κοινής πείρας, ενώ, εξάλλου προβλέπεται, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, και δυνατότητα αμφισβητήσεως του εν λόγω τεκμαρτώς υπολογιζόμενου εισοδήματος, με την προσβολή συγκεκριμένων ισχυρισμών αναφερομένων σε περιπτώσεις ανωτέρας βίας ή στις ιδιαίτερες συνθήκες της προσωπικής κατάστασης του φορολογουμένου και έτσι, το θεσπιζόμενο με τις ανωτέρω διατάξεις τεκμήριο, έχει το χαρακτήρα του μαχητού (πρβλ. ΣτΕ 3284/2000, 2929/1999, 1694/1990). Εξάλλου, στην εισηγητική έκθεση του ανωτέρω νόμου (σ. 2) αναφέρεται ότι “οι ρυθμίσεις αυτές αναφέρονται στις μεταρρυθμίσεις που κρίνονται αναγκαίες για να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα του φορολογικού συστήματος και να μειωθεί η φοροδιαφυγή. Συγκεκριμένα θεσπίζονται: α) Η αντικειμενικοποίηση της φορολογίας εισοδήματος των ελευθέρων επαγγελμάτων και ορισμένων μικρών επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία Α’ και Β’ κατηγορίας το εισόδημα που προσδιορίζεται με αυτόν τον τρόπο, θα αποτελεί φορολογητέο εισόδημα, εκτός εάν το εισόδημα που δηλώνεται από το φορολογούμενο με βάση τα βιβλία του είναι μεγαλύτερο . . . “.
8. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο αναιρεσείων δικηγόρος, με την υπ’ αριθ. 100243/1996 δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικον. έτους 1996, την οποία υπέβαλε στην ΔΟΥ Β’ Ελευθερίων Επαγγελμάτων Αθηνών, εδήλωσε ότι από 1.1 έως 31.12.1995 απέκτησε από την άσκηση του επαγγέλματός του καθαρό εισόδημα 5.434.248 δραχμών, συνυπέβαλε δε την από 28.2.1996 επιφύλαξη κατ’ άρθρο 61 παρ. 5 του ν. 2238/1994, με την οποία ανέφερε ότι από τις 29 παραστάσεις που είχε πραγματοποιήσει σε ανώτατα δικαστήρια, δηλωθείσες στο ειδικό έντυπο Ε11 συνοδευτικό της ως άνω δηλώσεως του, δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τον αντικειμενικό προσδιορισμό του εισοδήματος του οι 22 από τις παραστάσεις αυτές, ως αφορώσες πανομοιότυπες ή παρακολουθηματικού χαρακτήρα υποθέσεις της εταιρείας “ΚΑΣΙΔΟΠΟΥΛΟ ΣΑΒΕΕΑ” ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ακολούθως, ο Προϊστάμενος της ΔΟΥ Β΄ Ελευθερίων Επαγγελμάτων Αθηνών, αφού έλαβε υπ’ όψιν ότι ο αναιρεσείων ήσκει το επάγγελμά του στο επί της οδού Αιόλου 68 γραφείο του επιφανείας 25 τ.μ. καθώς και ότι, κατά την ένδικη χρήση είχε πραγματοποιήσει συνολικώς 55 παρα-στάσεις από τις οποίες 20 ενώπιον του Πρωτοδικείου, 6 ενώπιον του Εφετείου και 29 ενώπιον Ανωτάτων Δικαστηρίων, με το από 30.7.1996 εκκαθαριστικό σημείωμά του προσδιόρισε το ελάχιστο ποσό του καθαρού εισοδήματος του ανωτέρω από την άσκηση του επαγγέλματός του σε 9.141.350 δραχμές, και στη συνέχεια προσαύξησε το δηλωθέν εισόδημα κατά το ποσόν της διαφοράς, ήτοι κατά 3.707. 102 δραχμές. Διά της προσφυγής κατά του εκκαθαριστικού σημειώματος, ο αναιρεσείων προέβαλε ότι οι αναφερόμενες ρυθμίσεις του άρθρου 51 του ν. 2238/1994 για τους δικηγόρους, αντίκεινται στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, κατά το μέρος που προσμετρούν για τον υπολογισμό του τεκμαρτού εισοδήματος παραστάσεις ενώπιον των δικαστηρίων αφορώσες σε υποθέσεις με πανομοιότυπο περιεχόμενο ή με παρακολουθηματικό χαρακτήρα, σε σχέση με την κυρία υπόθεση, διότι οι ρυθμίσεις αυτές δεν ανταποκρίνονται στα δεδομένα της κοινής πείρας, δεδομένου ότι, ως είναι γνωστόν, στις περιπτώσεις αυτές δεν λαμβάνεται η αυτή αμοιβή όπως στην κυρία υπόθεση. Ειδικότερα, με την προσφυγή του ο αναιρεσίβλητος ισχυρίσθη ότι κατά την ένδικη χρήση είχε πραγματοποιήσει 24 παραστάσεις ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρα-τείας για λογαριασμό της εταιρείας “ΚΑΣΙΔΟΠΟΥΛΟΣ ΑΒΕΕΑ”, από τις ο-ποίες 4 αφεώρουν υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος οικονομικώνετών 1983, 1984, 1985 και 1986, με πανομοιότυπους λόγους, 7 αφεώρουν φορολογία κύκλου εργασιών οικονομικών ετών 1979, 1980, 1981, 1982, 1983, 1984 και 1985, με επίσης πανομοιότυπο περιεχόμενο, 11 αφεώρουν πρόστιμο του ν. 820/1978 και είχαν παρακολουθηματικό χαρακτήρα σε σχέση με τις προηγούμενες υποθέσεις και τέλος 2 παραστάσεις αφεώρουν πρόστιμο του ΚΦΣ ποσού 50.000 δραχμών και 150.000 δραχμών αντιστοίχως. Υπό τα δεδομένα αυτά, ο ανωτέρω προέβαλε ότι για τις 22 από τις παραστάσεις αυτές έπρεπε να μη υπολογισθεί η από τις προδιαληφθείσες διατάξεις προσαύξηση, αλλά το ποσόν το οποίο πράγματι αυτός έλαβε σύμφωνα με την εκδοθείσα από την ανωτέρω εταιρεία απόδειξη παροχής υπηρεσιών, ήτοι 588.235 δραχμές. Με την πρωτόδικη απόφαση απερρίφθη η κατά το ως άνω περιεχόμενο προσφυγή, κριθέντος ότι νομίμως το εισόδημα του αναιρεσιβλήτου προσδιορίσθη από την φορολογική αρχή τεκμαρτώς με βάση τα θεσπιζόμενα από το άρθρο 51 του ν. 2238/1994 αντικειμενικά κριτήρια.
9. Επειδή, το διοικητικό εφετείο επιληφθέν της ασκηθείσης υπό του αναιρεσείοντος εφέσεως, απέρριψε αυτήν, κρίνοντας ότι νομίμως βάσει των διατάξεων που ίσχυαν κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο προσδιορίσθη τεκμαρτώς το εισόδημα αυτού (οικονομικό έτος1996). Πλέον συγκεκριμένως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι η καθιέρωση τεκμηρίων με τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά που ορίζονται δηλαδή κατά τρόπο γενικό και απρόσωπο και ανταποκρίνονται σε δεδομένα της κοινής πείρας και είναι μαχητά, δεν αντίκεινται σε καμία διάταξη και ειδικότερα στα άρθρα 4 παρ. 5, 78 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Περαιτέρω, ως προς το θέμα των 29 παραστάσεων που επραγματοποίησε ο ήδη αναιρεσείων, το οικονομικό έτος 1996, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, εκ των οποίων οι 22 αφεώρουν υποθέσεις παρακολουθηματικού χαρακτήρα (γεγονός που δεν αμφισβητείται), αφού έκρινε ότι, ορθώς, με την πρωτόδικη απόφαση συνυπελογίσθη η προβλεπόμενη από τις οικείες διατάξεις προσαύξηση του 1% για κάθε γραμμάτιο προείσπραξης πέραν των 30 κατ’ έτος, απέρριψε την ασκηθείσα έφεση με την αιτιολογία ότι, για τις εν λόγω παραστάσεις εξεδόθησαν από το δικηγορικό σύλλογο Αθηνών, τα αντίστοιχα γραμμάτια προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής, ότι στις εξαιρέσεις της παρ. 5 παρ. α’ του άρθρου 51 του ν. 2238/1994 δεν περιλαμβάνονται τα γραμμάτια προείσπραξης που αφορούν σε παραστάσεις ενώπιον των ανωτάτων δικαστηρίων για υποθέσεις δευτερεύοντος ή παρακολουθηματικού χαρακτήρα, και ότι η ευχέρεια που παρέχεται στο φορολογούμενο από το άρθρο 33 παρ. 23 του ως άνω νόμου, να αμφισβητήσει το εισόδημα που προσδιορίζεται τεκμαρτώς, αφορά σε γεγονότα ανωτέρας βίας ή λόγους που σχετίζονται με την προσωπική του κατάσταση (όπως ασθένεια, φυλάκιση κ.λ.π.), ενώ αντίθετα αποκλείει λόγους που προκύπτουν από τα βιβλία και προφανώς στοιχεία του φορολογουμένου ή τρίτου, όπως στην προκειμένη περίπτωση όπου για τις εν λόγω υποθέσεις υπάρχει απόδειξη παροχής υπηρεσιών προς την εταιρεία “ΚΑΣΙΔΟΠΟΥΛΟΣ ΑΕΒΕΑ” του ήδη αναιρεσείοντος, για ποσό 588.235 δραχμών.
10. Επειδή, διά του πρώτου λόγου αναιρέσεως (υπό στοιχ. Ι) προβάλλεται ότι το δικάσαν δικαστήριο έσφαλε ως προς την κρίση του την αφορώσα της ένδικης παραστάσεως του αναιρεσείοντος δεδομένου ότι, η παρακολουθηματικού χαρακτήρος φορολογική υπόθεση ουδεμίαν αυτοτέλειαν ή αυτονομίαν έχει ώστε η καθ’ οιονδήποτε τρόπον υποστήριξη της να προσδώσει σε αυτήν τον χαρακτήρα της παραστάσεως ως νομίμου κριτηρίου για την θέσπιση του αντικειμενικού συστήματος φορολογίας εισοδήματος. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι νομίμως αιτιολογείται η κρίση του απορρίψαντος τον σχετικό λόγο εφέσεως δικαστηρίου της ουσίας ως προς τη λήψη υπόψη (κατά τους ισχυρισμούς του εφεσείοντος και ήδη αιτούντος) των 22 παραστάσεων του αναιρεσείοντος επί πανομοιότυπων υποθέσεων και παρακολουθηματικού χαρακτήρος τοιούτων ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεδομένου ότι το άρθρο 51 του ν. 2238/1994 αναφέρεται αδιαστίκτως σε παραστάσεις στα ανώτατα δικαστήρια και συνεπώς, δεν είναι επιτρεπτή για την εφαρμογή αντικειμενικών κριτηρίων προκειμένου να προσδιορισθεί το εισόδημα δικηγόρου από την άσκηση του επαγγέλματός του τέτοια διάκριση παραστάσεων. Εξάλλου, απορριπτέος είναι ως αβάσιμος και ο έτερος λόγος αναιρέσεως (υπό στοιχ. 11) περί του ότι δεν εδόθη δια της προσβαλλομένης αποφάσεως απάντηση στους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος στρεφόμενους κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως, μη δεχθείσης δια πλημμελούς αιτιολογίας, τον πανομοιότυπο και παρακολουθηματικό χαρακτήρα των 22 αυτών υποθέσεων για τις οποίες υπολογίσθησαν ισάριθμες παραστάσεις. Τούτο δε διότι, ο ανωτέρω λόγος εφέσεως, δεν έχρηζε ειδικής απαντήσεως συνισταμένης εις το αν αποτελούν ή όχι όμοιες ή παρακολουθηματικές οι ως άνω 22 υποθέσεις υποστηριχθείσες δι’ ισαρίθμων παραστάσεων του αναιρεσείοντος, καθόσον οι σχετικοί ισχυρισμοί περί αυτού δεν ήσαν ουσιώδεις, μη συνεπαγόμενοι σύντμηση του αριθμού των γενομένων αντιστοίχων παραστάσεων.
11. Επειδή περαιτέρω διά του τρίτου (υπό στοιχ. 111) εκτενώς αναπτυσσομένου λόγου αναιρέσεως, προβάλλεται εσφαλμένη ερμηνεία των προεκτεθεισών διατάξεων του άρθρου 51 του ν. 2238/1994 υπό του δικαστηρίου της ουσίας και έλλειψη νομίμου αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως μη παρασχούσης συγκεκριμένη και σαφή απάντηση επί των υποβληθέντων συγκεκριμένων ισχυρισμών περί του εάν τα ως είρηται αντικειμενικά κριτήρια συνάδουν προς τα δε-δομένα της κοινής πείρας και λογικής ώστε να δύνανται να θεωρηθούν ως συνταγματικώς ανεκτά, αν αυτά καθιερώνονται ως μαχητά ή αμάχητα και αν, ως μαχητά, δύνανται να ανατραπούν διά προβολής οιουδήποτε λόγου αποδεικνύοντος την κτήση μικρότερου του τεκμαρτώς προσδιοριζόμενου εισοδήματος. Κατά το σκέλος αυτό ο λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι κατ’ ορθήν ερμηνείαν των επίμαχων διατάξεων το δικάσαν δικαστήριο εδέχθη ότι το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού του εισοδήματος των δικηγόρων στηρίζεται σε τεκμήριο, η βάση και το συμπέρασμα των οποίων συνάδει προς τα δεδομένα της κοινής πείρας, και είναι συνταγματικώς ανεκτό, μη αντικείμενο ειδικότερα στο άρθρο 78 παρ. 1 και 4 παρ. 5 του Συντάγματος, ως αποσκοπούν στην ανεύρεση της πραγματικής φοροδοτικής ικανότητος των ασκούντων το επάγγελμα του δικηγόρου. Εξάλλου, όπως συναφώς εγένετο δεκτόν και υπό του διοικητικού εφετείου, το ως άνω τεκμήριο καθιερούται υπό του νόμου ως μαχητόν, υπό την έννοιαν ότι το ύψος του προσδιορισθέντος βάσει του ανωτέρω αντικειμενικού συστήματος εισόδημα δύναται να αμφισβητηθεί διά προσφυγής ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων με την επίκληση και απόδειξη γεγονότων ανωτέρας βίας ή λόγων αναφερομένων στη προσωπική κατάσταση του φορολογουμένου, η εις τον νόμον απαρίθμηση των οποίων έχει ενδεικτικό χαρακτήρα. Υπό τα δεδομένα αυτά της καθιστώσεως μαχητού τεκμηρίου και αναφοράς εις τον νόμον λόγων ανατροπής του, ως τρόπου καθορισμού φορολογητέου εισοδήματος, παρέχεται έννομη προστασία κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, δεν παραβιάζεται δε η κατά το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος αναλογική ισότης ενώπιον των δημοσίων βαρών αφού με το αντικειμενικό σύστημα προσδιορίζεται η πραγματική φορολογική ικανότητα ούτε άλλωστε περιορίζεται η δικαστική κρίση ως προς τον προσδιορισμόν αυτόν λόγω της καθιερώσεως του ανωτέρω τεκμηρίου ως μαχητού ώστε να παραβιάζεται η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών κατ’ άρθρον 26 του Συντάγματος. Περαιτέρω, ο νομοθέτης, με την καθιέρωση του αντικειμενικού προσδιορισμού του εισοδήματος των ελευθέρων επαγγελματιών και, ειδικότερα, των δικηγόρων, και συγκεκριμένως του προσδιορισμού του ελαχίστου τεκμαρτού εισοδήματος του επί τη βάσει ορισμένων γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων, αποσκοπεί στη μη λήψη υπόψη των τηρουμένων υπό του φορολογουμένου βιβλίων και στοιχείων στο μέτρο που το από αυτά προκύπτον εισόδημα είναι μικρότερο του προσδιοριζομένου τεκμαρτώς, εκτός από τις περιπτώσεις που το εισόδημα αυτό είναι αποτέλεσμα συνδρομής λόγων ανωτέρας βίας ή λόγων αφορώντων την προσωπική κατάσταση του φορολογουμένου. Με τα δεδομένα αυτά ούτε το μαχητόν των αντικειμενικών κριτηρίων περιορίζεται με την μη αναγνώριση από τη φορολογική αρχή των εγγραφών των βιβλίων ως λόγων ανατροπής του τεκμηρίου προσδιορισμού εισοδήματος ούτε ανατρέπεται η δικονομική ισότης μεταξύ των διαδίκων ώστε οι διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 4 του ν. 2214/1994 να παραβιάζουν το Σύνταγμα. Επίσης, δεν θίγεται κατά την εφαρμογή του ως άνω αντικειμενικού προσδιορισμού του εισοδήματος του ελευθέρου επαγγελματίου το κύρος και η αξιοπιστία των ορθώς τηρουμένων βιβλίων και στοιχείων (του φορολογουμένου) και η εντεύθεν υποχρέωση της φορολογικής αρχής να αναγνωρίσει τα δεδομένα που προκύπτουν από αυτά κατά τον προσδιορισμό των φορολογικών υποχρεώσεων του επιτηδευματία διότι, οι ρυθμίσεις του άρθρου 30 του ΚΒΣ (π.δ. 128/1992) αναφέρονται στη διενέργεια λογιστικού ή εξωλογιστικού προσδιορισμού και όχι στην περίπτωση εφαρμογής αντικειμενικών κριτηρίων για την ανεύρεση τεκμαρτού εισοδήματος.
12. Επειδή, με τον ακροτελεύταιο (υπό στοιχ IV) λόγο προβάλλεται ότι παρέμεινε άνευ απαντήσεως ισχυρισμός πλήσσων την αιτιολογίαν της πρωτοδίκου αποφάσεως ως προς την παραδοχήν ότι δι’ εκάστην παράσταση δικηγόρου στα ανώτατα δικαστήρια καταβάλλεται ξεχωριστή αμοιβή, ενώ στην προκειμένη περίπτωση δεν υ-πάρχει αυτονομία και αυτοτέλεια των ενδίκων παρακολουθηματικών υποθέσεων ώστε να δικαιολογεί την αμοιβή. Περαιτέρω διά του αυτού λόγου προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία κα εφαρμογή του νόμου δεν εφηρμόσθη εν προκειμένω το ουσιαστικό κριτήριο προσδιορισμού εισοδήματος βασιζόμενο στον μη αμφισβητηθέντα παρακολουθηματικό χαρακτήρα των ενδίκων υποθέσεων και γενόμενο δεκτό ως γεγονός πραγματικό με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, η οποία όλως αναιτιολογήτως άλλωστε διαλαμβάνει ότι τα γραμμάτια προεισπράξεως δικηγορικής αμοιβής τα οποία εξεδόθησαν για τις υποθέσεις αυτές δεν εμπίπτουν στις εξαιρέσεις εφαρμογής του αντικειμενικού συστήματος προσδιορισμού του εισοδήματος. Ο λόγος, κατά τα ανωτέρω σκέλη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι το διοικητικό εφετείο, κατ’ ορθήν ερμηνείαν και εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 51 του ν. 2238/1994 απέβλεψε για τον εν προκειμένω προσδιορισμό του εισοδήματος του αναιρεσείοντος και στις ένδικες παραστάσεις ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, περαιτέρω δε νομίμως ητιολόγησε την κρίση του περί μη συνδρομής λόγων αποκλειόντων την εφαρμογή του αντικειμενικού συστήματος, εφόσον πράγματι, ο προβαλλόμενος παρακολουθηματικός χαρακτήρας των υποθέσεων για τις οποίες ελήφθη η με την επικαλούμενη απόδειξη παροχής υπηρεσιών μόνη αμοιβή για τις αντίστοιχες παραστάσεις, δεν ήσκει επιρροήν ως προς τον τρόπον προσδιορισμού του φορολογητέου εισοδήματος του αναιρεσείοντος δεν έχρηζε δε ειδικότερης αιτιολογίας η με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση απόρριψη των δια της εφέσεως προβληθέντων σχετικών ισχυρισμών. Υπό τα ανωτέρω εκτεθέντα και ο συμπερασματικός προβαλλόμενος λόγος ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έσφαλε δεχόμενη ότι ο αναιρεσείων πρέπει να καταβάλει φόρον για μη κτηθέν εισόδημα, είναι απορριπτέος, ως ερειδόμενος επί της μη αληθούς προϋποθέσεως του βάσιμου των προβληθέντων σχετικών ισχυρισμών.