Σ.τ.Ε. 526/2002 (Τμήμα Α )Πρόεδρος: Π. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ

Εισηγητής: ΧΡ. ΝΤΟΥΧΑΝΗΣ

Δικηγόρος: Γ. ΤΣΑΤΗΡΗΣ

2. Επειδή με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 3613/92 αποφάσεως του Διοικ. Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος Ταμείου Συντάξεων Προσωπικού Εθνικής Τραπέζης Ελλάδος κατά της 8300/90 αποφάσεως του Διοικ. Πρωτοδ. Αθηνών. Με την απόφαση αυτή είχε γίνει δεκτή προσφυγή του αναιρεσιβλήτου και είχε ακυρωθεί η 55/26.6.89 απόφαση του Δ.Σ. του αναιρεσείοντος Ταμείου, είχε δε αυτό υποχρεωθεί να χορηγήσει στον αναιρεσίβλητο σύνταξη γήρατος από 20. 4.89.

3. Επειδή, στο άρθρο 5 του Ν. 2868/ 1922 (κωδ. Β.Δ. από 8/21.12.1923, ΦΕΚ 373 Α ), ο οποίος εξακολουθεί να εφαρμόζεται προκειμένου περί του αναιρεσείοντος Ταμείου και μετά τη διάσπαση του ενιαίου Ταμείου Συντάξεων Προσωπικού των Τραπεζών Εθνικής, Κτηματικής και Ελλάδος σε δύο αυτοτελή Ταμεία, ήτοι στο αναιρεσείον Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού Εθνικής Τραπέζης, όπως μετονομάσθηκε τελικώς (άρθρο 1 του Ν. 810/1978, ΦΕΚ 130 Α ), και στο Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού Τραπεζών Ελλάδος και Κτηματικής (βλ. Σ.τ.Ε. 2740/2000, 1313/1990), ορίζεται (περ. α ) ότι με τον Κανονισμό πρέπει να καθορίζονται, μεταξύ άλλων, και “….. αι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των ασφαλιζομένων ….”. Περαιτέρω, στο άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 4052/1960 (ΦΕΚ 68 Α ) ορίζεται ότι με τις καταστατικές διατάξεις υφισταμένων Τα-μείων, μεταξύ των οποίων και το αναιρεσείον, επιτρέπεται να ρυθμίζονται, μεταξύ άλλων, και θέματα που αφορούν “…. τα υπαγόμενα εις την ασφάλισιν αυτών πρόσωπα, τον υπολογισμόν των συνταξίμων ετών, τον καθορισμόν των εισφορών και παροχών”. Εξ άλλου, στο άρθρο 7 του Κανονισμού του αναιρεσείοντος Ταμείου (21545/7-13.7.1927 Απόφαση του Υπ. Εθν. Οικονομίας, ΦΕΚ 174 Παρ.), όπως αυτό τροποποιήθηκε με την παρ. 3 περ. α της 44/3/3557/6 – 10.9.1976 αποφάσεως του Υπ. Κοινων. Υπηρεσιών (ΦΕΚ 1121 Β ), ορίζεται ότι: “1. Δικαίωμα εις σύνταξιν έχει πας ησφαλισμένος: ….. ε) Μετά 15 ετών συντάξιμον υπηρεσίαν, εν περιπτώσει απολύσεως εκ της υπηρεσίας ένεκα καταργήσεως θέσεως ή εξ άλλων υπηρεσιακών λόγων. Επί απολύσεως μετά 15ετή συντάξιμον υπηρεσίαν, ένεκα καταδίκης δι αμετακλήτου δικαστικής αποφάσεως, λόγω καταχρήσεως, υπεξαιρέσεως, απάτης, πλαστογραφίας εις βάρος της Τραπέζης, δεν χορηγείται εις τον ησφαλισμένον σύνταξις. Εάν, όμως, υπάρχουν σύζυγος και τέκνα, άτινα θα εδικαιούντο συντάξεως κατά τους όρους του άρθρου 8, καταβάλλεται αυτοίς η σύνταξις, ήτις θα τοις απενέμετο εις περίπτωσιν θανάτου του ησφαλισμένου”.

4. Επειδή με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 περ. ε εδ. β του Κανονισμού του αναιρεσείοντος Ταμείου θεσπίζεται κώλυμα συνταξιοδοτήσεως σε περίπτωση που ασφαλισμένος του Ταμείου καταδικασθεί αμετακλήτως για πράξεις που σχετίζονται με την υπηρεσία του στην Τράπεζα. Η ρύθμιση, όμως, αυτή, που δεν συναρτάται με την ασφαλιστική σχέση και συμπεριφορά του ασφαλισμένου έναντι του Ταμείου, στο οποίο ασφαλίζεται, αλλά συνδέεται με ποινικώς κολάσιμες πράξεις έναντι της υπηρεσίας της Τράπεζας, δεν θεσπίζεται εγκύρως, ως στερούμενη εξουσιοδοτικού νομοθετικού ερείσματος, αφού οι προαναφερθείσες διατάξεις των νόμων 2668/22 και 4052/60 δεν περιέχουν σχετικώς ειδική και ρητή εξουσιοδότηση (βλ. Σ.τ.Ε. 2740/00, πρβλ. Σ.τ.Ε. 1313/90, 221/87 Ολομ.).

5. Επειδή, εξ άλλου, το άρθρο 7 παρ. 1 περ. ε εδ. α του ως άνω Κανονισμού, προβλέπει, κατά τα ανωτέρω, ότι έχει συνταξιοδοτικό δικαίωμα κάθε ασφαλισμένος μετά συντάξιμη υπηρεσία 15 ετών, εφ όσον απολύεται από την υπηρεσία λόγω καταργήσεως θέσεως ή για άλλους υπηρεσιακούς λόγους. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η οποία έχει θεσπισθεί εγκύρως από πλευράς εξουσιοδοτήσεως, λόγους υπηρεσιακούς συνιστά οποιαδήποτε αιτία που συναρτάται προς την εύρυθμη λειτουργία της εργοδότιδος Τράπεζας και δεν εξαρτάται από τη θέληση του υπαλλήλου. Στην περίπτωση, ειδικότερα, που τον υπάλληλον βαρύνουν υποψίες επιλήψιμης εκτελέσεως των υπηρεσιακών του καθηκόντων, και μάλιστα σε σημείο ώστε να κινηθεί σχετικώς σε βάρος του ποινική διαδικασία, λόγοι προεχόντως υπηρεσιακοί, συναρτώμενοι και με το χαρακτήρα του πιστωτικού ιδρύματος που φέρει η εργοδότιδα Τράπεζα, μπορεί να επιβάλλουν την απομάκρυνσή του από την υπηρεσία, οι λόγοι δε αυτοί είναι, προφανώς, ανεξάρτητοι από τη θέλησε του υπαλλήλου.

6. Επειδή, όπως, εν προκειμένω δέχεται το Διοικητικό Εφετείο, ο αναιρεσίβλητος, υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος από τις 30.8.64, μηνύθηκε στις 27.12.88 από την εν λόγω Τράπεζα ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών για παράνομες πράξεις που φέρεται ότι τέλεσε σε βάρος της, καταγγέλθηκε δε, για το λόγο αυτό, η σχέση εργασίας του με την Τράπεζα αυτή, από την οποία απολύθηκε τελικώς στις 16.2.89. Επί αιτήσεώς του για την απονομή συντάξεως εκδόθηκε η προσβληθείσα με την προσφυγή 55/26.6.89 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του αναιρεσείοντος Ταμείου, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του με την αιτιολογία ότι η συνταξιοδότησή του θα τον έθετε σε ευμενέστερη μοίρα από τους συναφέλφους του, οι οποίοι είχαν άλλους λόγους αποχωρήσεως από την υπηρεσία. Η απόφαση αυτή ακυρώθηκε από το Διοικητικό Πρωτοδικείο, έφεση δε του αναιρεσείοντος Ταμείου απορρίφθηκε από το Διοικητικό Εφετείο, με τη σκέψη ότι η τέλεση των παραπάνω αδικημάτων δεν διαπιστώθηκε από αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Η κρίση αυτή είναι νόμιμη, αν και με διαφορετική αιτιολογία. Πράγματι, νόμιμο λόγο στερήσεως του συνταξιοδοτικού δικαιώματος του ασφαλισμένου δεν αποτελεί σε κάθε περίπτωση, κατά τα ανωτέρω, η τέλεση αξιοποίνων πράξεων σε βάρος του εργοδότη, όπως προβλέπεται από την προαναφερόμενη διάταξη του Κανονισμού του Ταμείου, η οποία έχει τεθεί χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση, με συνέπεια να είναι αδιάφορο, από την άποψη αυτή, αν η διάπραξη των οικείων αδικημάτων από τον ασφαλισμένο έχει ή όχι αμετακλήτως διαγνωσθεί με απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Ολοι, επομένως, οι λόγοι αναιρέσεως, οι οποίοι εκκινούν από την ερμηνευτική εκδοχή ότι είναι δυνατή η στέρηση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος του ασφαλισμένου για το λόγο ότι αυτές έχει τελέσει ορισμένες από τις αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στην εν λόγω διάταξη, είναι αβάσιμοι, ενώ ο ειδικότερος λόγος αναιρέσεως, κατά τον οποίο η στέρηση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος είναι δυνατή, όχι μόνο σε περίπτωση αμετάκλητης καταδίκης του ασφαλισμένου, αλλά και σε περίπτωση απλής υπόνοιας ότι αυτός έχει υποπέσει στα ανωτέρω αδικήματα, είναι, εν όψει της ανωτέρω εννοίας των εφαρμοσθεισών διατάξεων, απορριπτέος ως αλυσιτελής.

7. Επειδή προβάλλεται, περαιτέρω, ότι δεν συνέτρεχε, εν προκειμένω, περίπτωση υπηρεσιακών λόγων, μη συνδεομένων με τη συμπεριφορά του αναιρεσιβλήτου, που δικαιολογούσαν την απόλυσή του, κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου της περ. ε της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του εφαρμοστέου Κανονισμού, εφ όσον αυτή έλαβε χώρα λόγω υπονοιών τελέσεως αξιοποίνων πράξεων από τον απολυόμενο υπάλληλο και, συνεπώς, ο αναιρεσίβλητος, ανεξαρτήτως ποινικής ή μη καταδίκης του, μη νομίμως κρίθηκε ότι δικαιούται συντάξεως με βάση το άρθρο 7 περ. ε του Κανονισμού. Ο λόγος, όμως, αυτός είναι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα αβάσιμος, διότι οι λόγοι απολύσεως του αναιρεσιβλήτου, δηλαδή ή, κατά τους ισχυρισμούς του Ταμείου, τέλεση εκ μέρους των αξιοποίνων πράξεων κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, συνιστούν πρωτίστως υπηρεσιακούς λόγους.

8. Επειδή, τέλος, προβάλλεται, ότι υπό την προεκτεθείσα ερμηνευτική εκδοχή, οι εφαρμοσθείσες διατάξεις θα παρεβίαζαν την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, αφού ο υπάλληλος τον οποίον βαρύνουν υποψίες άτακτης διαχειρίσεως, σε βαθμό, μάλιστα, που να εκκρεμεί εναντίον του ποινική δίωξη, τίθεται σε ευμενέστερη μοίρα έναντι των υπαλλήλων, οι οποίοι παρέχουν τις υπηρεσίες τους στον ίδιο εργοδότη, χωρίς να τίθεται, ως προς αυτούς, ζήτημα ποινικήςς διώξεως, εξαντλώντας τις νόμιμες χρονικές προϋποθέσεις για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Ο λόγος αυτός είναι, επίσης, αβάσιμος, διότι ο βαρυνόμενος με υποψίες τελέσεως αξιοποίνων πράξεων υπάλληλος, απολυόμενος λόγω των υποψιών αυτών, εμποδίζεται να συμπληρώσει τις εν λόγω χρονικές προϋποθέσεις για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή του, είναι δε άλλο το ζήτημα της υπαιτιότητάς του ως προς την τέλεση αξιοποίνων πράξεων, το οποίο, κατά τα προαναφερόμενα, ανάγεται εκτός της σφαίρας της κοινωνικοασφαλιστικής σχέσεως.