Ευθύνη των μελών του διοικητικού συμβουλίου συνεταιρισμού για χρέη του τελευταίου. Πότε υπάρχει νόμιμος τίτλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ (ν.δ. 35611974).

Αριθ. 56/2001Δικαστής η κ. Θ. Σακελλαρίου, ειρηνοδίκης

Δικηγόροι ΟΙ κ.κ. Σ. Καμπάνης,

Κ. Κυριόπουλος, δικαστικός αντιπρόσωπος ΝΣΚ, Α. Ζαφειριάδου, Β. Στασινοπούλου

(…) Ο ενάγων εκθέτει ότι είναι πρόεδρος Οικοδομικού Παραθεριστικού Συνεταιρισμού Υπαλλήλων Υ.Σ.** (ΣΠΕ), ο Πρόεδρος του πρώτου των καθών η ανακοπή συνέταξε την υπ’ αριθμό 951.1/2812/12.5.2000 απόφασή του με την οποία καταλόγισε σε βάρος του ανακόπτοντα ατομικώς, λόγω της ιδιότητάς του ως Προέδρου του Συνεταιρισμού, το συνολικό ποσόν των δραχμών 404.163, ως οφειλόμενο από μισθώματα και δικαστικές και λοιπές δαπάνες αποβολής του από ένα μίσθιο, ιδιοκτησίας του πρώτου των καθών που βρίσκεται στην Αθήνα (…). Μετά την καταλογιστική αυτή πράξη του πρώτου των καθών ακολούθησε η προσβαλλόμενη ταμειακή βεβαίωση και απεστάλει στον ανακόπτοντα η προσβαλλόμενη ατομική ειδοποίηση.

Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η καταλογιστική απόφαση του Προέδρου του ΔΣ του ΜΤΝ με την οποία καταλόγισε σε βάρος του, το υποτιθέμενο χρέος του Συνεταιρισμού εκ δραχμών 404.163 για μισθώματα και έξοδα εκτελέσεως, είναι πράξη εντελώς αυθαίρετη, αφού καμία διάταξη νόμου, δεν προκύπτει ότι ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου ενός συνεταιρισμού, ενέχεται ή ευθύνεται ατομικώς και μάλιστα με την προσωπική του περιουσία για τα χρέη του Συνεταιρισμού.

Κατά το άρθρο 8 §5 του π.δ. 93/87 περί Οικοδομικών Συνεταιρισμών «Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ευθύνονται αλληλέγγυα προς τον Συνεταιρισμό και προς τους δανειστές, για κάθε ζημία που προκύπτει από παράβαση των διατάξεων των κειμένων νόμων ή του καταστατικού ή των αποφάσεων των συνελεύσεων για τα καθήκοντά τους.

Οι αξιώσεις αυτές παραγράφονται μετά πέντε έτη». Κατά δε το άρθρο 23 §ε του Καταστατικού του Συνεταιρισμού του οποίου Πρόεδρος του ΔΣ είναι ο ανακόπτων «τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ευθύνονται αλληλεγγύως προς τον Συνεταιρισμό και προς τους δανειστές για κάθε ζημία που προκύπτει από παράβαση των διατάξεων των κειμένων νόμων ή του καταστατικού ή των αποφάσεων των συνελεύσεων για τα καθήκοντά τους. Οι αξιώσεις αυτές παραγράφονται μετά πέντε χρόνια». Επομένως, ο πρώτος λόγος της ανακοπής είναι αβάσιμος.

Με τον δεύτερο λόγο, ο ανακόπτων, ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη καταλογιστική απόφαση του προέδρου του ΜΤΝ δεν είναι νόμιμος τίτλος που παρέχει στα όργανα του Δημοσίου το δικαίωμα να εισπράξουν ως δημόσιο έσοδο, το εις την καταλογιστική απόφαση αναφερόμενον ποσόν κατά τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974, διότι πρόκειται για οφειλή μισθωμάτων, αναγόμενη στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, για την οποία οφειλή θα έπρεπε να έχει εκδοθεί απόφαση των πολιτικών δικαστηρίων, τέτοια δε απόφαση δεν είναι η αναφερόμενη στην καταλογιστική πράξη υπ’ αριθ. 1328199 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών , διότι αφορά αποκλειστικώς την απόδοση του μισθίου και δεν επιδικάζει μισθώματα. Κατά το άρθρο 2 § 2 περ. α΄ «Νόμιμος τίτλος είναι α) η κατά τους κειμένους νόμους βεβαίωσις και ο υπό των αρμοδίων Διοικητικών ή ετέρων αρμοδίων κατά νόμον Αρχών, προσδιορισμός του εισπρακτέου ποσού, του είδους του εσόδου και της αιτίας, δι’ ην οφείλεται». Ο τίτλος όμως δεν υφίσταται, όταν το υπηρεσιακό όργανο, το οποίο ενήργησε τη βεβαίωση, δεν έχει βάσει ειδικής διατάξεως νόμου, την εξουσία να προβεί στη βεβαίωση της συγκεκριμένης οφειλής (ΑΠ 670/96 ΕΕΝ 1998. 34 ΕλλΔνη 39.558). Στην προκειμένη περίπτωση, το αρμόδιο Υπηρεσιακό όργανο, δηλαδή ο πρόεδρος του ΜΤΝ, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 951.1/2812/12.5.2000 απόφασή του, προέβη στη βεβαίωση οφειλής του ανακόπτοντα, συνολικού ποσού δραχμών 404.163 για οφειλόμενα μισθώματα των μηνών Ιουνίου 1999 μέχρι και Μαρτίου 2000 και έξοδα εκτέλεσης της υπ’ αριθ. 1328/99 ερήμην του ως άνω οικοδομικού Συνεταιρισμού, εκδοθείσης αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών, περί αποδόσεως του μισθίου και όχι περί καταβολής μισθωμάτων. Όμως, όπως αναφέρεται παραπάνω, με την προσβαλλόμενη καταλογιστική πράξη, βεβαιώνονται οφειλόμενα μισθώματα, για την οποία βεβαίωση αρμόδιο όργανο που έχει την εξουσία της βεβαίωσης, είναι το Ειρηνοδικείο Αθηνών (άρθρα 647, 29 ΚΠολΔ). Συνεπώς, η καταλογιστική αυτή πράξη και οι επακολουθήσασες, με βάση αυτή πράξεις εκτελέσεως δεν είναι νόμιμες. Τα έξοδα εκτέλεσης της υπ’ αριθ. 1328/99 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών περί αποδόσεως μισθίου εκ δραχμών 150.000 αποτελούν εκκαθαρισμένη και επιδικασθείσα νομίμως απαίτηση του καθού και ως προς αυτήν, το καθού έχε νόμιμο τίτλο εκτελέσεως. Εξ άλλου με τη διάταξη του άρθρου 28 § 7 του ν. 2579/1998 ορίζεται ότι στις περιπτώσεις που υπηρεσίες του Δημοσίου, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974, επιμελούνται για την Eίσπραξη εσόδων , άλλων νομικών προσώπων, υπέρ των οποίων, εφαρμόζονται οι διατάξεις αυτές, στις σχετικές δίκες που δημιουργούνται, δεν νομιμοποιείται να παρίσταται ως διάδικος το Ελληνικό Δημόσιο αλλά το ενδιαφερόμενο νομικό πρόσωπο. Συνακόλουθα πρέπει να γίνει δεκτή η ανακοπή ως προς το πρώτο καθής η ανακοπή, να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις εκτελέσεως και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη του ανακόπτοντα σε βάρος του πρώτου τωv καθών η ανακοπή (άρθρο 176 ΚΠολΔ). Να απορριφθεί η ανακοπή ως προς τη δεύτερη των καθών και να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων λόγω εύλογης αμφιβολίας του ανακόπτοντα περί την ερμηνείαν των εφαρμοστέων διατάξεων (άρθρο 179 ΚΠολΔ).