«ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ»ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α Περί εγκατάστασης στην Ελλάδα αλλοδαπών Εταιρειών

Αρθρο 1

Το Αρθρο 1 του α.ν. 89/1967 (ΦΕΚ Α 132)

“Περί εγκαταστάσεως εν Ελλάδι αλλοδαπών Εμποροβιομηχανικών Εταιρειών” αντικαθίσταται ως εξής:

Αρθρο 1

1. Αλλοδαπές εταιρείες μπορούν να εγκαθίστανται στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος με αποκλειστικό σκοπό να παρέχουν στα κεντρικά τους ή σε συνδεδεμένες με αυτές, υπό την έννοια του Αρθρου 42 ε του ν. 2190/1920, μη εγκατεστημένες στην Ελλάδα επιχειρήσεις υπηρεσίες συμβουλευτικού χαρακτήρα, κεντρικής λογιστικής υποστήριξης, εσωτερικού και ποιοτικού ελέγχου, κατάρτισης μελετών, σχεδίων και συμβάσεων, διαφήμισης και μάρκετινγκ, επεξεργασίας στοιχείων, λήψης και παροχής πληροφοριών και έρευνας και ανάπτυξης. Οι εγκαθιστάμενες εταιρείες οφείλουν:

α) το αργότερο μετά την παρέλευση δώδεκα μηνών από την ημερομηνία που εκδίδεται η απόφαση της επόμενης παραγράφου και εφεξής να απασχολούν στην Ελλάδα προσωπικό τουλάχιστον πέντε (5) ατόμων και

β) να έχουν δαπάνες λειτουργίας στην Ελλάδα τουλάχιστον εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ετησίως.

Για τυχόν παραβάσεις της νομοθεσίας περί εισόδου, παραμονής και εργασίας αλλοδαπών ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την εταιρεία και ο νόμιμος εκπρόσωπός της στην Ελλάδα.

2. Για την υπαγωγή στις διατάξεις του παρόντος απαιτείται ειδική άδεια, η οποία χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η απόφαση εκδίδεται μέσα σε πενήντα (50) ημέρες το αργότερο από την υποβολή σχετικής αίτησης στη Διεύθυνση Κεφαλαίων Εξωτερικού του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών.

3. Η άδεια που έχει χορηγηθεί μπορεί να ανακαλείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών εφόσον διαπιστωθούν παραβάσεις των όρων της ή του παρόντος. Πριν από την ανάκληση η διοίκηση οφείλει να καλέσει εγγράφως την εταιρεία προκειμένου να εκθέσει εγγράφως τις απόψεις της για τις παραβάσεις που τις αποδίδονται μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών ”

Αρθρο 2

Το Αρθρο 2 του αν. 89/1967 αντικαθίσταται ως εξής:

“Αρθρο 2

1.Τα ακαθάριστα έσοδα των εγκατεστημένων με τις διατάξεις του παρόντος εταιρειών από τις παρεχόμενες υπηρεσίες τους προσδιορίζονται με την προσθήκη ενός ποσοστού κέρδους στο σύνολο των κάθε φύσεως εξόδων και αποσβέσεών τους πλην του φόρου εισοδήματος (μέθοδος cost plus). Το εφαρμοζόμενο ποσοστό κέρδους καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ύστερα από γνώμη Επιτροπής, η οποία συστήνεται στο Υπουργείο αυτό και συγκροτείται με απόφαση του ίδιου Υπουργού, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η Επιτροπή αποτελείται από έναν Σύμβουλο ή Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ως Πρόεδρο και από τους Προϊσταμένους της Διεύθυνσης Φορολογίας Εισοδήματος και της Διεύθυνσης Κεφαλαίων Εξωτερικού του ιδίου Υπουργείου καθώς και από έναν ορκωτό ελεγκτή- λογιστή ως μέλη.

2. Για τον καθορισμό του παραπάνω ποσοστού, το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο από πέντε τοις εκατό (5%), λαμβάνονται υπόψη ιδίως το είδος των υπηρεσιών που παρέχουν οι εταιρείες της παραγράφου 1 του παρόντος , ο κλάδος δραστηριότητας των επιχειρήσεων και οι Οδηγίες του ΟΟΣΑ για τις ενδοομιλικές χρεώσεις. Το ως άνω ποσοστό κέρδους αναπροσαρμόζεται ανά πενταετία ή νωρίτερα εφόσον διαφοροποιούνται σημαντικά οι συνθήκες της αγοράς.

3. Όλα τα έξοδα επί των οποίων υπολογίζεται το ποσοστό κέρδους εκπίπτουν για σκοπούς φορολογίας εισοδήματος με την προϋπόθεση ότι τεκμηριώνονται από παραστατικά στοιχεία που πληρούν τις προϋποθέσεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων.

4. Σε περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο τα έσοδα της εταιρείας, όπως προκύπτουν από τα βιβλία που τηρεί, είναι μεγαλύτερα από τα έσοδα που προσδιορίζονται με την μέθοδο της πρώτης παραγράφου του παρόντος, λαμβάνονται υπόψη τα έσοδα που προκύπτουν από τα βιβλία.”.

Αρθρο 3

Στις διατάξεις των προηγούμενων άρθρων μπορούν να υπάγονται και ημεδαπές εταιρείες εφόσον παρέχουν αποκλειστικά τις υπηρεσίες που αναφέρονται στο Αρθρο 1 του παρόντος σε υποκαταστήματά τους στην αλλοδαπή ή σε συνδεδεμένες με αυτές, μη εγκατεστημένες στην Ελλάδα εταιρείες.

Αρθρο 4

Αλλοδαπές εταιρείες ήδη εγκατεστημένες στην Ελλάδα μπορούν να υπαχθούν στις διατάξεις του παρόντος από την 1 η Ιανουαρίου 2006, με τους όρους και τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο Αρθρο 1, με αίτησή τους που υποβάλλεται μέχρι την 31 η Δεκεμβρίου 2005 στη Διεύθυνση Κεφαλαίων Εξωτερικού του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών-. Μέχρι την έκδοση της αδείας και με την προϋπόθεση της έκδοσής της οι εταιρείες αυτές θεωρείται ότι διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος. Άδειες παραμονής και εργασίας του αλλοδαπού προσωπικού των ήδη εγκατεστημένων εταιρειών, οι οποίες θα υπαχθούν στις διατάξεις του παρόντος, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την ημερομηνία λήξης τους οπότε και θα επανακριθούν σύμφωνα με τις διατάξεις που θα ισχύουν κατά τον χρόνο εκείνο.

Αρθρο 5

Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται:

α) τα στοιχεία που πρέπει να περιέχουν οι αιτήσεις για την υπαγωγή των εταιρειών στις διατάξεις του παρόντος,

β) τα όργανα και η διαδικασία ελέγχου των εταιρειών αυτών,

γ) η διαδικασία και τα απαραίτητα δικαιολογητικά για την απόδοση των εγγυητικών επιστολών που προβλέπονταν στον αν. 89/1967για τις αλλοδαπές εμποροβιομηχανικές εταιρείες πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εκτέλεση του παρόντος. Με όμοιες αποφάσεις είναι δυνατόν να καθορίζονται και άλλες υπηρεσίες συντονιστικού ή επικουρικού χαρακτήρα, πέραν των αναφερομένων στο Αρθρο 1 του παρόντος, τις οποίες επιτρέπεται να παρέχουν οι εταιρείες που υπάγονται στον παρόντα νόμο.

Αρθρο 6

Επιβατικά αυτοκίνητα που έχουν εισαχθεί με τις διατάξεις του α.ν. 89/1967,οφείλουν μέσα σε προθεσμία έξι μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος να επανεξαχθούν ή να αποσταλούν σε άλλο κράτος μέλος της ΕΕ ή να καταστραφούν ή να εγκαταλειφθούν υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου ή να καταβληθεί το 20% του αναλογούντος τέλους ταξινόμησης, καθώς και οι λοιπές προβλεπόμενες επιβαρύνσεις, εφόσον οφείλονται .

Απαγορεύεται η μεταβίβαση της κυριότητας ή η παραχώρηση της χρήσης των αυτοκινήτων που τακτοποιούνται σύμφωνα με τα παραπάνω, πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευση του παρόντος.

Τα είδη οικοσκευής που είχαν εισαχθεί με τις διατάξεις του α.ν. 89/67 και εξακολουθούν να βρίσκονται στο καθεστώς προσωρινής εισαγωγής , εάν δεν επανεξαχθούν, θεωρούνται τακτοποιημένα χωρίς απαίτηση των προβλεπόμενων επιβαρύνσεων, εφόσον τα δικαιούχα πρόσωπα καταθέτουν σχετική αίτηση γιά την τακτοποίηση τους στην αρμόδια τελωνειακή αρχή, εντός έξι (6) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος.

Αρθρο 7

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του επόμενου Αρθρου, όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά στις διατάξεις του α.ν. 89/1967 αυτός νοείται όπως ισχύει τροποποιημένος με τις διατάξεις του παρόντος.

Αρθρο 8

Ναυτιλιακές επιχειρήσεις κάθε μορφής που έχουν υπαχθεί ή θα υπαχθούν μελλοντικά στις διατάξεις του Αρθρου 25 του ν. 27/1975 (ΦΕΚ Α 77) διέπονται αποκλειστικά από τις διατάξεις αυτού και του α.ν. 378/1968 (ΦΕΚ Α 82), όπως ισχύουν, καθώς και από τις κανονιστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση των νόμων αυτών, χωρίς να ισχύουν οι αναφορές τους στον α.ν. 89/1967.

Αρθρο 9

Από 1 ης Ιανουαρίου 2006 καταργούνται οι διατάξεις των άρθρων 3 και 4 του α.ν. 89/1967. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του Αρθρου 8 του παρόντος, από την παραπάνω ημερομηνία καταργούνται και όλες οι κανονιστικές και ατομικές διοικητικές πράξεις που εκδόθηκαν σε εκτέλεση του α.ν. 89/1967 πριν την αντικατάσταση των διατάξεών του με τον παρόντα νόμο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β Περί αποτίμησης των χρηματοοικονομικών μέσων των Ανωνύμων Εταιρειών

Αρθρο 10

Προσθήκη νέου Αρθρου 43γ στον κ.ν. 2190/1920

Στο πέμπτο κεφάλαιο του κ.ν. 2190/1920 “Περί Ανωνύμων Εταιριών” όπως ισχύει, προστίθεται μετά το Αρθρο 43β νέο Αρθρο 43γ ως εξής:

“Αρθρο 43γ

Αποτίμηση των χρηματοοικονομικών μέσων στην εύλογη αξία

1. Τα χρηματοοικονομικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων των παραγώγων αποτιμώνται είτε σύμφωνα με τον κανόνα της εύλογης αξίας είτε στην χαμηλότερη μεταξύ τιμής κτήσεως και εύλογης αξίας όπως ορίζεται στην παράγραφο 4. Ειδικά, για την αποτίμηση των χρηματοοικονομικών μέσων που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του Αρθρου 43, η επιχείρηση μπορεί να χρησιμοποιεί κατ΄ επιλογή της είτε τον κανόνα της εύλογης αξίας όπως ορίζεται στην παράγραφο 4 είτε τους κανόνες της παραγράφου 6 του Αρθρου 43. Η μέθοδος επιλέγεται για όλα τα χρηματοοικονομικά μέσα και ακολουθείται παγίως.

2. Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ισχύουν οι παρακάτω ορισμοί:

α) Ως χρηματοοικονομικό μέσο, χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο και χρηματοοικονομική υποχρέωση νοούνται τα αντίστοιχα στοιχεία όπως ορίζονται στην παράγραφο 11 του Διεθνούς Λογιστικού Προτύπου 32 που υιοθετήθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση με τον Κανονισμό (ΕΚ) 2237/2004 της Επιτροπής της 29 ης Δεκεμβρίου 2004 (L 393/31.12.2004).

β) Ως παράγωγο μέσο νοείται το μέσο που ορίζεται στην παράγραφο 9 του Διεθνούς Λογιστικού Προτύπου 39που υιοθετήθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση με τον Κανονισμό (ΕΚ) 2086/2004 της Επιτροπής της 19 ης Νοεμβρίου 2004 (L 363/9.12.2004).

3. Οι συμβάσεις επί εμπορευμάτων που παρέχουν σε κάποιο από τα συμβαλλόμενα μέρη το δικαίωμα διακανονισμού με μετρητά ή με άλλο χρηματοοικονομικό μέσο θεωρούνται παράγωγα χρηματοοικονομικά μέσα, εκτός εάν συντρέχουν σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις:

α) έχουν συναφθεί για να καλύψουν και εξακολουθούν να καλύπτουν τις ανάγκες της επιχείρησης σε σχέση με μία προβλεπόμενη αγορά, πώληση ή χρήση και εξακολουθούν να τις καλύπτουν,

β) καθορίστηκαν εξαρχής προς το σκοπό αυτό και

γ) αναμένεται να διακανονισθούν με την παράδοση των εμπορευμάτων.

4. Η εύλογη αξία καθορίζεται σύμφωνα με τις παρακάτω μεθόδους:

α) Την τρέχουσα αξία, για τα χρηματοοικονομικά μέσα για τα οποία υφίσταται αξιόπιστη αγορά. Εάν η τρέχουσα αξία ενός χρηματοοικονομικού μέσου δεν είναι άμεσα προσδιορίσιμη αλλά μπορεί να προσδιοριστεί για τα επιμέρους στοιχεία του ή για κάποιο παρόμοιο μέσο, η τρέχουσα αξία είναι δυνατόν να προκύψει από την αξία των επιμέρους στοιχείων του ή του παρόμοιου σε αυτό μέσου.

β) Την αξία που προκύπτει από γενικής αποδοχής υποδείγματα και τεχνικές αποτίμησης, για τα μέσα για τα οποία δεν υφίσταται αξιόπιστη αγορά. Τα εν λόγω υποδείγματα και τεχνικές αποτίμησης πρέπει να εξασφαλίζουν μία λογική προσέγγιση της τρέχουσας αξίας.

Τα χρηματοοικονομικά μέσα που δεν μπορούν να αποτιμηθούν αξιόπιστα με κάποια από τις παραπάνω δύο μεθόδους, αποτιμώνται σύμφωνα με τους κανόνες της παραγράφου 6 του Αρθρου 43.

5. Ειδικά, τα χρηματοοικονομικά μέσα που περιλαμβάνονται στο παθητικό αποτιμώνται στην εύλογη αξία εφόσον: α) ανήκουν σε χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, ή

β) είναι παράγωγα χρηματοοικονομικά μέσα.

6. Δεν αποτιμώνται στην εύλογη αξία τα εξής χρηματοοικονομικά μέσα:

α) μη παράγωγα χρηματοοικονομικά μέσα που διατηρούνται μέχρι την λήξη τους,

β) χορηγούμενα δάνεια και απαιτήσεις που έχει η επιχείρηση και εφόσον δεν προορίζονται για διαπραγμάτευση, και

γ) συμμετοχές σε θυγατρικές, συγγενείς επιχειρήσεις και κοινοπραξίες, μετοχικοί τίτλοι που εκδίδονται από την ίδια την επιχείρηση, συμβάσεις για ενδεχόμενη αντιπαροχή στο πλαίσιο σύμπραξης επιχειρήσεων καθώς και άλλα χρηματοοικονομικά μέσα με τέτοια ειδικά χαρακτηριστικά που σύμφωνα με τα γενικώς ισχύοντα, πρέπει να τυγχάνουν διαφορετικής λογιστικής μεταχείρισης από τα λοιπά χρηματοοικονομικά μέσα.

7. Η αρχική καταχώριση των χρηματοοικονομικών μέσων γίνεται με βάση το κόστος κτήσης τους κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 6 στοιχείο (γ) του Αρθρου 43.

8. Με την επιφύλαξη του Αρθρου 43, παράγραφος 1 στοιχείο (γ), όταν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο αποτιμάται με τον κανόνα της εύλογης αξίας, η μεταβολή της αξίας του πρέπει να καταχωρείται απευθείας στον λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως. Κατ’ εξαίρεση, η μεταβολή της αξίας καταχωρείται απευθείας σε αποθεματικό της καθαρής θέσης, όταν:

α) το μέσο αυτό λογίζεται ως μέσο αντιστάθμισης δυνάμει λογιστικού συστήματος αντιστάθμισης που επιτρέπει να μην εμφανίζονται στο λογαριασμό αποτελεσμάτων ορισμένες ή όλες οι μεταβολές της αξίας ή

β) η μεταβολή της αξίας συνδέεται με συναλλαγματική διαφορά που προκύπτει από κάποιο νομισματικό στοιχείο το οποίο αποτελεί μέρος της καθαρής επένδυσης της επιχείρησης σε αλλοδαπή επιχείρηση.

γ) η μεταβολή της αξίας προκύπτει από διαθέσιμο προς πώληση χρηματοοικονομικό στοιχείο του ενεργητικού, πλην των παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Το αποθεματικό εύλογης αξίας αναπροσαρμόζεται εφόσον τα ποσά που περιλαμβάνει δεν θεωρούνται πλέον απαραίτητα για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας παραγράφου.

9. Τα προσδιορισμένα ως μέσα αντιστάθμισης χρηματοοικονομικά μέσα αποτιμώνται στην εύλογη αξία τους. Ως μέσα αντιστάθμισης προσδιορίζονται κυρίως τα παράγωγα. Στην περίπτωση που ένα μέσο αντιστάθμισης δεν είναι παράγωγο, μπορεί να αντισταθμίζει μόνο συναλλαγματικούς κινδύνους. Στην έννοια της αντιστάθμισης περιλαμβάνονται τόσο η αντιστάθμιση εύλογης αξίας όσο και η αντιστάθμιση ταμιακών ροών. Στην αντιστάθμιση εύλογης αξίας, αντισταθμίζεται η έκθεση στην μεταβολή της εύλογης αξίας ενός καταχωρημένου περιουσιακού στοιχείου ή υποχρέωσης ή διαπιστωμένου μέρους αυτών, που οφείλεται σε συγκεκριμένο κίνδυνο και επηρεάζει το απεικονιζόμενο αποτέλεσμα. Κέρδη και ζημίες από την αποτίμηση στην εύλογη αξία, του αντισταθμίζοντος και του αντισταθμισμένου στοιχείου, σε αυτού του είδους την αντιστάθμιση, καταχωρούνται στα αποτελέσματα.

Στην αντιστάθμιση ταμιακών ροών αντισταθμίζεται η έκθεση στην μεταβλητότητα των ταμιακών ροών που οφείλεται σε συγκεκριμένο κίνδυνο ο οποίος συνδέεται με καταχωρημένο περιουσιακό στοιχείο, υποχρέωση ή προβλεπόμενη συναλλαγή και η οποία επηρεάζει το απεικονιζόμενο κέρδος ή ζημία. Το κέρδος από την αποτίμηση στην εύλογη αξία του αντισταθμίζοντος μέσου στην περίπτωση αυτή, κατά το μέρος που προσδιορίζεται ως αποτελεσματική αντιστάθμιση καταχωρείται απευθείας σε αποθεματικό των ιδίων κεφαλαίων και κατά το μέρος που αφορά μη αποτελεσματική αντιστάθμιση, καταχωρείται σα αποτελέσματα.

Η διαδικασία αυτή εφαρμόζεται καθ’ όλη τη διάρκεια της αντιστάθμισης. Στην περίπτωση που αντισταθμίζεται μία προβλεπόμενη συναλλαγή η οποία συνεπάγεται την καταχώρηση περιουσιακού στοιχείου ή υποχρέωσης, το τυχόν αποθεματικό από την αποτίμηση του αντισταθμίζοντος μέσου, που έχει ήδη καταχωρηθεί απευθείας στα ίδια κεφάλαια, λαμβάνεται υπόψη κατά τον χρόνο της καταχώρησης του περιουσιακού στοιχείου ή της υποχρέωσης για τον προσδιορισμό της λογιστικής αξίας αυτών.

Για σκοπούς αντιστάθμισης γενικώς και προκειμένου να έχουν εφαρμογή τα παραπάνω, μία αντιστάθμιση θεωρείται αποτελεσματική όταν οι μεταβολές στην εύλογη αξία ή στις ταμιακές ροές του αντισταθμισμένου μέσου συμψηφίζονται από το αντισταθμίζον μέσο σε ποσοστό από 80% έως 125%.

10. Όλα τα χρηματοοικονομικά μέσα που κατά την αρχική τους καταχώριση, είναι εκφρασμένα σε ξένο νόμισμα, μετατρέπονται στο νόμισμα τήρησης των βιβλίων, με την εφαρμογή στο ποσό του ξένου νομίσματος, της ισοτιμίας μεταξύ του τηρούμενου και του ξένου νομίσματος κατά την ημερομηνία της συναλλαγής. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3γ του Αρθρου 43, κατά την μεταγενέστερη αποτίμηση, όλα τα εκφρασμένα σε ξένο νόμισμα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις μετατρέπονται στο νόμισμα τήρησης των βιβλίων, με τις ισοτιμίες κλεισίματος της ημερομηνίας των οικονομικών καταστάσεων. Όλες οι προκύπτουσες συναλλαγματικές διαφορές καταχωρούνται στα αποτελέσματα. Εξαίρεση από την ρύθμιση της παρούσας παραγράφου αποτελούν:

α) τα εκφρασμένα σε ξένο νόμισμα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που αποτιμώνται στο κόστος κτήσεως , τα οποία εμφανίζονται με τις ισοτιμίες που υπήρχαν κατά την ημερομηνία κτήσεώς τους,

β) οι συναλλαγματικές διαφορές που προκύπτουν από μετατροπή νομισματικού στοιχείου, το οποίο αποτελεί μέρος της καθαρής επένδυσης σε οικονομική μονάδα του εξωτερικού και οι οποίες καταχωρούνται σε λογαριασμό αποθεματικού των ιδίων κεφαλαίων μέχρι την πώληση της οικονομικής μονάδας, χρόνο κατά τον οποίο μεταφέρονται στα αποτελέσματα,

γ) οι συναλλαγματικές διαφορές που προκύπτουν από την μετατροπή ενός διαθέσιμου για πώληση χρηματοοικονομικού περιουσιακού στοιχείου, του οποίου οι μεταβολές στην εύλογη αξία καταχωρούνται σε λογαριασμό αποθεματικού της καθαρής θέσης. Στην περίπτωση αυτή οι συναλλαγματικές διαφορές καταχωρούνται στην καθαρή θέση και περιλαμβάνονται στον λογαριασμό αποθεματικού.

Αρθρο 11

Τροποποιήσεις- προσθήκες στο Αρθρο 43α του κ.ν. 2190/1920

1.Στην παράγραφο 1 του Αρθρου 43α του κ.ν. 2190/1920 η περίπτωση (ιζ) αντικαθίσταται ως κατωτέρω και η υφιστάμενη περίπτωση (ιζ) αναριθμείται σε (ιη):

“ιζ) Όταν η αποτίμηση των χρηματοοικονομικών μέσων έχει γίνει στην εύλογη αξία τους, πρέπει να γνωστοποιούνται:

α) Οι κύριες υποθέσεις στις οποίες βασίζονται τα υποδείγματα και οι τεχνικές αποτίμησης, εφόσον η εύλογη αξία έχει προσδιοριστεί κατ’ εφαρμογή του Αρθρου 43γ, παράγραφος 4, στοιχείο β,

β) ανά κατηγορία χρηματοοικονομικών μέσων, η εύλογη αξία, οι μεταβολές της αξίας που έχουν καταλογιστεί απευθείας στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως, καθώς και οι μεταβολές που έχουν περιληφθεί στο αποθεματικό εύλογης αξίας,

γ) για κάθε κατηγορία παράγωγων χρηματοοικονομικών μέσων, πληροφορίες για την έκταση και την φύση αυτών, συμπεριλαμβανομένων των σημαντικών όρων και προϋποθέσεων που είναι δυνατόν να επηρεάσουν το ποσό, τον χρόνο και την βεβαιότητα των μελλοντικών ταμειακών ροών,

δ) πίνακας που εμφανίζει την κίνηση κατά την διάρκεια χρήσεως των μεταβολών σε εύλογες αξίες που έχουν καταχωρηθεί στα ίδια κεφάλαια.”

2. Στην παράγραφο 1 του Αρθρου 43α προστίθεται νέα παράγραφος (ιθ) ως εξής:

ιθ) Όταν η αποτίμηση των χρηματοοικονομικών μέσων δεν έχει γίνει στην εύλογη αξία σύμφωνα με την παράγραφο 4 του Αρθρου 43γ, πρέπει να γνωστοποιούνται:

αα) για κάθε κατηγορία παράγωγων χρηματοοικονομικών μέσων:

– η εύλογη αξία αυτών των μέσων αν μπορεί να προσδιοριστεί σύμφωνα με κάποια από τις μεθόδους της παραγράφου 4 του Αρθρου 43γ,

– πληροφορίες για την έκταση και την φύση αυτών των μέσων και

αβ) για τα πάγια χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία της παραγράφου 1 του Αρθρου 43γ η λογιστική αξία των οποίων υπερβαίνει την εύλογη αξία τους, πρέπει να γνωστοποιούνται:

– η λογιστική αξία και η εύλογη αξία είτε των επιμέρους στοιχείων του ενεργητικού είτε των κατάλληλων ομάδων των επιμέρους στοιχείων,

– οι λόγοι για τη μη μείωση της λογιστικής αξίας καθώς και η φύση των ενδείξεων που οδηγούν στην πεποίθηση ότι η λογιστική αξία αυτών των στοιχείων θα ανακτηθεί”. 8

3. Το στοιχείο (γ) της παραγράφου 3 του Αρθρου 43α του κ.ν. 2190/1920 αντικαθίσταται ως κατωτέρω και το υφιστάμενο στοιχείο (γ) αναριθμείται σε (δ):

“γ) σε σχέση με τη χρήση χρηματοοικονομικών μέσων από την επιχείρηση κι εφόσον η χρήση αυτή είναι ουσιώδους σημασίας για την εκτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων, της οικονομικής κατάστασης και του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσης, στην έκθεση διαχείρισης πρέπει να αναφέρονται:

– οι στόχοι και οι πολιτικές της επιχείρησης όσον αφορά τη διαχείριση του χρηματοοικονομικού κινδύνου, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής για την αντιστάθμιση κάθε σημαντικού τύπου προβλεπόμενης συναλλαγής για την οποία εφαρμόζεται η λογιστική αντιστάθμισης και

– η έκθεση της επιχείρησης στον κίνδυνο μεταβολής τιμών, στον πιστωτικό κίνδυνο, στον κίνδυνο ρευστότητας και στον κίνδυνο ταμειακών ροών.”

Αρθρο 12

Τροποποίηση του Αρθρου 105 του κ.ν. 2190/ 1920

Η παράγραφος 1 του Αρθρου 105 του κ.ν. 2190/1920 αντικαθίσταται ως εξής:

“1. Τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση αποτιμώνται με ομοιόμορφες μεθόδους και σύμφωνα με τους κανόνες αποτίμησης της παραγράφου 14 του Αρθρου 42ε και των άρθρων 43 και 43γ.”

Αρθρο 13

Τροποποιήσεις- προσθήκες στο Αρθρο 107 του κ.ν. 2190/ 1920

1. Το πρώτο εδάφιο της περιπτώσεως ι της παραγράφου 1 του Αρθρου 107 του κ.ν. 2190/ 1920 αντικαθίσταται ως εξής:

“ι) Η έκταση επηρεασμού των ενοποιημένων αποτελεσμάτων χρήσης, σε περίπτωση που, είτε στη χρήση, είτε σε προηγούμενη χρήση, στη μέθοδο αποτίμησης, την οποία εφάρμοσαν οι επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση, έγινε παρέκκλιση από τις αρχές των άρθρων 43 και 43γ για λόγους φορολογικών ελαφρύνσεων. Σε περίπτωση που από την παρέκκλιση αυτή αναμένεται να προκύψουν, σε επόμενες χρήσεις, ουσιώδεις φορολογικές επιβαρύνσεις για το σύνολο των επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση, παρέχονται λεπτομερείς επεξηγήσεις.”.

2. Στην παράγραφο 1 του Αρθρου 107 του κ.ν. 2190/1920 η περίπτωση (ιδ) αντικαθίσταται ως κατωτέρω και η υφιστάμενη περίπτωση (ιδ) αναριθμείται σε (ιε).

ιδ) Όταν η αποτίμηση των χρηματοοικονομικών μέσων έχει γίνει στην εύλογη αξία τους, πρέπει να γνωστοποιούνται:

– Οι κύριες υποθέσεις στις οποίες βασίζονται τα υποδείγματα και οι τεχνικές αποτίμησης, εφόσον η εύλογη αξία έχει προσδιοριστεί κατ’ εφαρμογή του Αρθρου 43γ, παράγραφος 4, στοιχείο β.

– ανά κατηγορία χρηματοοικονομικών μέσων, η εύλογη αξία, οι μεταβολές της αξίας που έχουν καταλογιστεί απευθείας στο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως, καθώς και οι μεταβολές που έχουν περιληφθεί στο αποθεματικό εύλογης αξίας.

– για κάθε κατηγορία παράγωγων χρηματοοικονομικών μέσων, πληροφορίες για την έκταση και την φύση αυτών, συμπεριλαμβανομένων των σημαντικών όρων και προϋποθέσεων που είναι δυνατόν να επηρεάσουν το ποσό, τον χρόνο και την βεβαιότητα των μελλοντικών ταμειακών ροών.

– πίνακας που εμφανίζει την κίνηση κατά την διάρκεια χρήσεως των μεταβολών σε εύλογες αξίες που έχουν καταχωρηθεί στα ίδια κεφάλαια.”

3. Στην παράγραφο 1 του Αρθρου 107 του κ.ν. 2190/1920 προστίθεται νέα περίπτωση ιστ ως εξής:

“ιστ) Όταν η αποτίμηση των χρηματοοικονομικών μέσων δεν έχει γίνει στην εύλογη αξία σύμφωνα με την παράγραφο 4 του Αρθρου 43γ, πρέπει να γνωστοποιούνται:

α) για κάθε κατηγορία παράγωγων χρηματοοικονομικών μέσων:

αα) Η εύλογη αξία αυτών των μέσων αν μπορεί να προσδιοριστεί σύμφωνα με κάποια από τις μεθόδους της παραγράφου 4 του Αρθρου 43γ

αβ) πληροφορίες για την έκταση και την φύση αυτών των μέσων και β) για τα πάγια χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία της παραγράφου 1 του Αρθρου 43γ η λογιστική αξία των οποίων υπερβαίνει την εύλογη αξία τους, πρέπει να γνωστοποιούνται:

βα) Η λογιστική αξία και η εύλογη αξία είτε των επιμέρους στοιχείων του ενεργητικού είτε των κατάλληλων ομάδων των επιμέρους στοιχείων

ββ) οι λόγοι για τη μη μείωση της λογιστικής αξίας καθώς και η φύση των ενδείξεων που οδηγούν στην πεποίθηση ότι η λογιστική αξία αυτών των στοιχείων θα ανακτηθεί”.

4. Στην παράγραφο 3 του Αρθρου 107 του κ.ν. 2190/1920 προστίθεται περίπτωση (ε) η οποία έχει ως εξής:

“ε) όταν η χρήση των χρηματοοικονομικών μέσων από την επιχείρηση είναι ουσιώδους σημασίας για την εκτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων, της οικονομικής κατάστασης και του λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσης, στην έκθεση διαχείρισης πρέπει να αναφέρονται:

– οι στόχοι και οι πολιτικές της επιχείρησης όσον αφορά τη διαχείριση του χρηματοοικονομικού κινδύνου, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής για την αντιστάθμιση κάθε σημαντικού τύπου προβλεπόμενης συναλλαγής για την οποία εφαρμόζεται η λογιστική αντιστάθμισης και

– η έκθεση της επιχείρησης στον κίνδυνο μεταβολής τιμών, στον πιστωτικό κίνδυνο, στον κίνδυνο ρευστότητας και στον κίνδυνο ταμειακών ροών.”

Αρθρο 14

Τροποποίηση του Αρθρου 111 του κ.ν. 2190/ 1920

1. Η παράγραφος 1 του Αρθρου 111 του κ.ν. 2190/ 1920 αντικαθίσταται ως εξής:

“1. Με την επιφύλαξη του Αρθρου 110 για την κατάρτιση των λογαριασμών (οικονομικών καταστάσεων) και της εκθέσεως διαχειρίσεως των πιστωτικών ιδρυμάτων, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 36, 37, 38, 41, 42, 42α παράγραφοι 1 έως 3 και 5, 42β παράγραφοι 1, 2 και 4 έως 7, 42δ παράγραφος 2, 42ε παράγραφοι 1 έως 5, 7 έως 14 και 15 περίπτωση β’, 43, 43α παράγραφος 1περίπτωση β΄, ιζ και ιθ’, 3 και 4, 43β παράγραφος 2, 43γ, 44, 44α, 45, 46 και 46α, όπως αυτές τροποποιήθηκαν και ισχύουν, εφόσον στις διατάξεις των επόμενων άρθρων 112 έως 129 δεν ορίζεται διαφορετικά.”

Αρθρο 15

Τροποποίηση του Αρθρου 127 του κ.ν. 2190/ 1920

Η παράγραφος 1 του Αρθρου 127 του κ.ν. 2190/ 1920 αντικαθίσταται ως εξής:

“Για την αποτίμηση των συμμετοχών και χρεογράφων και γενικά των τίτλων κινητών αξιών που περιλαμβάνονται στους λογαριασμούς 2, 5, 6, 7 και 8 του ενεργητικού υποδείγματος ισολογισμού του Αρθρου 113, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 43 και 43γ, όπως ισχύουν, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της παραγράφου 2.2.111 περίπτωση 2 του Αρθρου 1 του ΠΔ 384/ 1992.”

Αρθρο 16

Τροποποίηση του Αρθρου 128 του κ.ν. 2190/ 1920

1. Στο τέλος της παραγράφου 1 του Αρθρου 128 του κ.ν. 2190/ 1920 προστίθεται εδάφιο ως εξής: “Αν όμως εφαρμόζεται η αποτίμηση των χρηματοοικονομικών μέσων στην εύλογη αξία τους, ισχύουν οι διατάξεις της παραγράφου 10 του Αρθρου 43γ.” 2. Η παράγραφος 2 του Αρθρου 128 του κ.ν. 2190/ 1920 αντικαθίσταται ως εξής:

2. Για την λογιστική παρακολούθηση των δοσοληψιών της Τράπεζας με τα υποκαταστήματά της και την ενσωμάτωση των οικονομικών τους καταστάσεων στις οικονομικές καταστάσεις της έδρας, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 42β παράγραφος 6 και 43 παράγραφος 10 (εκτός του τελευταίου εδαφίου του σχετικού με την εν γένει λογιστική μεταχείριση των προκυπτουσών από τις μετατροπές αυτής της παραγράφου συναλλαγματικών διαφορών και της περίπτωσης που εφαρμόζεται η αποτίμηση των χρηματοοικονομικών μέσων στην εύλογη αξία τους οπότε έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του Αρθρου 43γ παράγραφος 10 και παράγραφος 11 του παρόντος, καθώς και των παραγράφων 2.2.409 και 2.3.2 του Αρθρου 1 του π.δ. 384/ 1992.”