Σ.Τ.Ε. 980/2006

Αναστολή εκτέλεσης διοικητικών πράξεων. Έννοια της εκτέλεσης της προσβαλλομένης πράξης ως λόγου αποκλεισμού της
Συμβουλίου της Επικρατείας (Β΄ Τμήματος, 7μελούς)

Αριθ.απόφασης: 980/2006

Πρόεδρος: Φ. Στεργιόπουλος, Αντιπρόεδρος ΣτΕ

Εισηγητής: Ι. Γράβαρης, Πάρεδρος ΣτΕ

Κώδικας διοικητικής δικονομίας (άρθρο 202, παρ. 2, περ. β΄ του Κ.Δ.Δ.).

Αναστολή εκτέλεσης διοικητικών πράξεων. Έννοια της εκτέλεσης της προσβαλλομένης πράξης ως λόγου αποκλεισμού της: Κατά το άρθρο 202, παρ. 2, περ. β΄ του Κ.Δ.Δ “η χορήγηση της αναστολής αποκλείεται κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη πράξη έχει ήδη εκτελεστεί”. Τέτοια εκτέλεση, όμως, συνεπαγόμενη την απόρριψη της αίτησης αναστολής, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει μόνη η ταμειακή βεβαίωση του επίδικου φόρου ή προστίμου, η οποία δεν αποτελεί παρά νομική προϋπόθεση για την περαιτέρω διαδικασία είσπραξης, χωρίς να συνιστά, καθ΄ εαυτή, πραγματική κατάσταση δυσχερώς αναστρέψιμη.

Λόγω της σοβαρότητας του θέματος η υπόθεση παραπέμπεται στην Ολομέλεια

[…] 1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, που ασκήθηκε κατά το νόμο χωρίς παράβολο (εδάφιο η΄, άρθρου 29 Ν. 1756/1988, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14, παρ. 8 του Ν. 3038/2002, Α΄ 180) και η οποία με την από 11/11/2004 πράξη του Προέδρου του Τμήματος έχει εισαχθεί στην επταμελή σύνθεση λόγω σπουδαιότητας, ζητείται η αναίρεση υπέρ του νόμου της 1307/2003 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά (σε Συμβούλιο). Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε αίτηση που είχε ασκήσει ο Ιω.. Δασ… κατά του Δημοσίου με αίτημα να ανασταλεί η εκτέλεση των ακόλουθων πράξεων, ως προς τις οποίες εκκρεμούσε προσφυγή του στο ίδιο δικαστήριο: α) Της 8/18-3-2003 (“προσωρινής”, κατά την αίτηση) πράξης προδιορισμού φόρου προστιθέμενης αξίας, που είχε εκδοθεί εις βάρος του, για τη διαχειριστική περίοδο 2001, από τον Προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Α. Δημητρίου και με την οποία του είχε καταλογισθεί φόρος 5.075,91 ευρώ και β) Της υπ΄ αριθμ. 146/18-3-2003 πράξης της ίδιας φορολογικής αρχής, με την οποία του είχε επιβληθεί, κατά το άρθρο 6, παρ. 1 του Ν. 2523/1997, πρόστιμο 375.184,55 ευρώ. Ειδικότερα, ως προς την τελευταία αυτή πράξη, η αναστολή ζητήθηκε ως προς ποσοστό 30% του προστίμου, το οποίο (ποσοστό) είχε βεβαιωθεί με την άσκηση της προσφυγής.

2. Επειδή, στην παράγραφο 5 του άρθρου 53 του Π.Δ. 18/1989 (“Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας”, Α΄ 8), όπως η παράγραφος αυτή προσετέθη με το άρθρο 14, παρ. 7 του προμνημονευθέντος Ν. 3038/2002, ορίζονται τα εξής: “Μετά την πάροδο της κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου προθεσμίας (για την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως) ο αρμόδιος Υπουργός, ο Υπουργός που εποπτεύει το διάδικο νομικό πρόσωπο ή ο Γενικός Επίτροπος των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων μπορούν να ασκήσουν αίτηση αναιρέσεως κατά τελεσίδικης απόφασης διοικητικού δικαστηρίου, ακόμη και αν αυτή δεν υπόκειται σε αναίρεση, αλλά μόνον υπέρ του νόμου, χωρίς αποτέλεσμα μεταξύ των διαδίκων. Επίσης, μπορούν να ασκήσουν αίτηση αναιρέσεως υπέρ του νόμου κατά απόφασης που εκδίδεται επί αιτήσεως για παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας. Οι αιτήσεις αναιρέσεως υπέρ του νόμου ασκούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 19”. Εξάλλου, κατά μεν το άρθρο 29 του Ν. 1756/1988 (“Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων […]”, Α΄ 35), στις αρμοδιότητες του Γενικού Επιτρόπου των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων περιλαμβάνεται (εδ. η, όπως αντικαταστάθηκε, κατά τ΄ ανωτέρω) και η άσκηση “αίτηση(ς) αναιρέσεως υπέρ του νόμου στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κατά το άρθρο 53, παρ. 5 του Π.Δ. 18/1989”, κατά δε το άρθρο 28, παρ. 4 του ίδιου Κώδικα, “Ο γενικός επίτροπος μπορεί να αναθέτει οποιαδήποτε αρμοδιότητά του, με πράξεις του […] σε άλλο μέλος της Γενικής Επιτροπείας […]”.

3. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, νομίμως εν προκειμένω συζητήθηκε η υπόθεση χωρίς την παρουσία του αιτούντος (βλ. και ΣτΕ ολομ. 3542/2003), η δε κρινόμενη αίτηση, υπογραφόμενη από τον Αντεπίτροπο των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, Π. Ρουμελιώτη, εξουσιοδοτημένο προς τούτο από τον αιτούντα Γενικό Επίτροπο (εξουσιοδοτικό έγγραφο του τελευταίου υπ΄ αριθμ. 820/18-2-2004), ασκείται παραδεκτώς.

4. Επειδή, στο περί προσφυγής άρθρο 69 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999, Α΄ 97), ορίζονται, υπό τον τίτλο “Ανασταλτικό αποτέλεσμα”, τα εξής: “1. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης. 2. Κατ΄ εξαίρεση, αν με την πράξη καταλογίζονται χρηματικά ποσά που αναφέρονται σε φορολογικές εν γένει απαιτήσεις του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου, ή αυτοτελείς χρηματικές κυρώσεις για παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας, η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής, καθώς και η άσκησή της αναστέλλουν την εκτέλεση της πράξης. Ειδικές διατάξεις, οι οποίες αποκλείουν την αναστολή ή θεσπίζουν την κατά ορισμένο μόνο ποσοστό αναστολή των πράξεων τούτων, διατηρούνται σε ισχύ. 3. Κατά τα λοιπά, σε κάθε περίπτωση, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 200 έως και 205”. Στις τελευταίες αυτές διατάξεις (που απαρτίζουν το Κεφάλαιο Α΄ – “Αναστολή εκτέλεσης διοικητικών πράξεων” – του περί προσωρινής δικαστικής προστασίας Τμήματος του Κώδικα) ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: “`Αρθρο 200: Προϋποθέσεις: Σε κάθε περίπτωση που η προθεσμία ή η άσκηση της προσφυγής δεν συνεπάγεται κατά νόμο την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης εκτελεστής ατομικής πράξης και εφόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει χορηγηθεί αναστολή από την αρμόδια διοικητική αρχή, μπορεί, ύστερα από αίτηση εκείνου που άσκησε την προσφυγή, να ανασταλεί, με αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου, εν όλω ή εν μέρει η εκτέλεση της πράξης αυτής. `Αρθρο 201: Αρμοδιότητα: Αρμόδιο για τη χορήγηση της αναστολής είναι το τριμελές ή μονομελές δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η προσφυγή, εφόσον αυτό είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της κύριας υπόθεσης. Σε περίπτωση αναρμοδιότητας η σχετική αίτηση απορρίπτεται. `Αρθρο 202: Λόγοι – Αποκλεισμός: 1. Λόγο αναστολής μπορεί να θεμελιώσει η από την άμεση εκτέλεση της προσβαλόμενης πράξη απειλούμενη, οποιασδήποτε φύσης, υλική ή ηθική βλάβη του αιτούντος, εφόσον η επανόρθωσή της θα είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής σε περίπτωση ευδοκίμησης της αντίστοιχης προσφυγής. 2. Η χορήγηση αναστολής αποκλείεται: α) αν η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης επιβάλλεται για λόγους δημόσιου συμφέροντος, ή β) κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη πράξη έχει ήδη εκτελεστεί, ή γ) αν η αντίστοιχη προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη”. Στα επόμενα άρθρα 203-205 ρυθμίζονται τα της σχετικής διαδικασίας και απόφασης, ενώ τα λοιπά κεφάλαια του αυτού τμήματος έχουν αντικείμενο την αναστολή εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων και την προσωρινή προστασία επί ασκήσεως αγωγής. Ακολούθως, στα άρθρα 216 κ.επ. του ίδιου Κώδικα, που αναφέρονται στις διαφορές κατά την είσπραξη των δημόσιων εσόδων, ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι “ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου” (άρθρο 217, παρ. 1), ότι “το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη κατά το νόμο και την ουσία, στα όρια της ανακοπής […]” (άρθρο 224, παρ. 1), ότι “στην περίπτωση της ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαίωσης, επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος, κατά το νόμο και τα πράγματα του τίτλου βάσει του οποίου έγινε η βεβαίωση, εφόσον δεν προβλέπεται κατ΄ αυτού ένδικο βοήθημα που επιτρέπει τον έλεγχό του κατά το νόμο και την ουσία ή δεν υφίσταται σχετικώς δεδικασμένο” (άρθρο 224, παρ. 4) και ότι “ενόσω εκκρεμεί η ανακοπή (κατά της ταμειακής βεβαίωσης), μπορεί να υποβληθεί από τον ανακόπτοντα αίτηση αναστολής […]”, στο δικαστήριο της ανακοπής, “το οποίο και εκδικάζει την αίτηση κατά την διαδικασία των διατάξεων των άρθρων 200 έως και 209, οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως”. Εξάλλου, κατά το Ν.Δ. 356/1974 “Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων” (Α΄ 90), τα δημόσια έσοδα, προκειμένου να εισπραχθούν, βεβαιώνονται στις αρμόδιες για την είσπραξη υπηρεσίες δυνάμει του νομίμου τίτλου με τον οποίο έχει προσδιορισθεί το ποσό και η αιτία της σχετικής οφειλής, βάσει δε της βεβαίωσης αυτής αποστέλλεται στον οφειλέτη σχετική “ατομική ειδοποίηση” (άρθρα 1 – 4). Περαιτέρω, στα άρθρα 48 κ.επ. του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Ν. 2859/2000, Α΄ 248), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, διαγράφεται η “διαδικασία βεβαίωσης και καταβολής του φόρου” και ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι ο αρμόδιος Προϊστάμενος Δ.Ο.Υ. εκδίδει, μετά από έλεγχο, “πράξη προσδιορισμού του φόρου” (άρθρο 49), ότι για τη βεβαίωση του φόρου σε βάρος του υπόχρεου συντάσσεται χρηματικός κατάλογος, ότι “αν δεν επιτεύχθηκε διοικητική επίλυση της διαφοράς και ασκήθηκε από τον υπόχρεο εμπρόθεσμη προσφυγή, βεβαιώνεται αμέσως […] ποσοστό 30% του αμφισβητούμενου κύριου φόρου […]” (άρθρο 53, παρ. 1 – 2), ότι, υπό προϋποθέσεις, εκδίδεται “προσωρινή πράξη προσδιορισμού του φόρου”, η προσφυγή κατά της οποίας “δεν αναστέλλει τη βεβαίωση και είσπραξη του φόρου” (άρθρο 50), ότι “η αναστολή που χορηγείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 200 έως 205 του Ν. 2717/1999 δεν αποκλείει την ολοκλήρωση της διαδικασίας βεβαίωσης και ταμειακώς του ποσοστού του αμφισβητούμενου κύριου φόρου […]” και ότι “τα ίδια ισχύουν και ως προς τη βεβαίωση του συνολικού ποσού του κύριου φόρου […] βάσει προσωρινής πράξης του άρθρου 50 […]” (άρθρο 53, παρ. 3 -4). Τέλος, στο άρθρο 6 του Ν. 2523/1997 (Α΄ 179) προβλέπονται “πρόστιμα Φ.Π.Α. για πλαστά, νοθευμένα ή εικονικά φορολογικά στοιχεία”, ορίζεται δε στην παράγραφο 4 του άρθρου 9 του ίδιου αυτού νόμου ότι “για τη […] βεβαίωση και καταβολή των προστίμων εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις της κύριας φορολογίας”.

5. Επειδή, κατά τα προεκτεθέντα, επί προσφυγής κατά πράξεως καταλογιστικής φόρου ή επιβολής χρηματικής κυρώσεως για παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας, χωρεί, αντιστοίχως, αίτηση αναστολής εκτελέσεως, εφόσον (και καθ΄ ο μέρος) η προσβαλλόμενη πράξη, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις που τη διέπουν (όπως οι ανωτέρω για το φόρο προστιθέμενης αξίας και τα συναφή πρόστιμα), δεν αναστέλλεται εκ μόνης της ασκήσεως της προσφυγής. Η χορήγηση όμως της εν λόγω αναστολής αποκλείεται, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 202, παρ. 2, εδ. β΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, αν, κατά το χρόνο που ζητείται, έχει ήδη εκτελεσθεί η προσβαλλόμενη πράξη. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, ερμηνευόμενης εν όψει και του άρθρου 20, παρ. 1 του Συντάγματος, με το οποίο κατοχυρώνεται και η προσωρινή δικαστική προστασία (Ε.Α. ΣτΕ 569/2004, 7/1993, κ.ά), εκτέλεση της πράξεως συνιστά η πραγμάτωση των αποτελεσμάτων της κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να έχει διαμορφωθεί πραγματική κατάσταση, της οποίας η ανατροπή να είναι πλέον ανέφικτη ή εξαιρετικά δυσχερής (Ε.Α. 407/1999, 364/1998, 220/1985 κ.ά.). Τέτοια δε εκτέλεση, συνεπαγόμενη την απόρριψη της αίτησης αναστολής, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει μόνη η ταμειακή βεβαίωση του επίδικου ποσού φόρου ή προστίμου, η οποία δεν αποτελεί παρά νομική προϋπόθεση για την περαιτέρω διαδικασία εισπράξεως, χωρίς να συνιστά, καθ΄ εαυτήν, πραγματική κατάσταση δυσχερώς, κατά τ΄ ανωτέρω, αναστρέψιμη. Υπό την αντίθετη, άλλωστε, εκδοχή, ο βαρυνόμενος από την πράξη, στερούμενος την προσωρινή δικαστική προστασία κατά το στάδιο του προσδιορισμού του φόρου (ή της επιβολής του προστίμου), δεν θα μπορούσε να βρει ισοδύναμη τέτοια προστασία ούτε στο πλαίσιο ανακοπής του κατά της αντίστοιχης ταμειακής βεβαίωσης. Γιατί αυτό θα προϋπέθετε, πάντως, τη δυνατότητα προβολής παραπόνων κατά του νομίμου τίτλου της βεβαίωσης, πράγμα ανεπίτροπτο, κατά τα προεκτεθέντα, επί φορολογικών διαφορών, λόγω της προβλέψεως κατά του τίτλου προσφυγής ουσίας.

6. Επειδή, εν προκειμένω, το Διοικητικό Πρωτοδικείο απέρριψε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση την αίτηση αναστολής κατά των ένδικων πράξεων προσδιορισμού φόρου προστιθέμενης αξίας και επιβολής προστίμου άρθρου 6 Ν. 2523/2997 (βλ. ανωτ. σκέψη 1), με την αιτιολογία ότι “συνεπεία της ασκήσεως [της προσφυγής] βεβαιώθηκαν […] με τις 3173 και 3174 […]/23-5-2003 πράξεις ταμειακής βεβαίωσης, ποσά 112.555,37 και 5.075,91 ευρώ, που αντιστοιχούν σε ποσοστό 30% του επιβληθέντος προστίμου και σε ολόκληρο το ποσό του ως άνω καταλογισθέντος Φ.Π.Α., για την καταβολή των οποίων (ποσών) εκλήθη ο αιτών με την 2187/26-5-2003 ατομική ειδοποίηση […]” και ότι εφόσον, υπό τα δεδομένα αυτά, “οι ως άνω προσβαλλόμενες […] πράξεις, σε όλο το ποσό του καταλογισθέντος Φ.Π.Α. και σε ποσοστό 30% του επιβληθέντος προστίμου έχουν ήδη εκτελεσθεί, αφού, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, έχουν πλέον βεβαιωθεί ταμειακώς τα ποσά τούτα, στην κρινόμενη περίπτωση, ανεξαρτήτως τυχόν υφισταμένης υλικής βλάβης του αιτούντος, αποκλείεται, κατ΄ άρθρο 202, παρ. 2, εδ. β΄ του Κ.Δ.Δ., η χορήγηση της αιτουμένης αναστολής”. Η κρίση αυτή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, δεν είναι νόμιμη και η προσβαλλόμενη απόφαση θα έπρεπε γι΄ αυτό να αναιρεθεί υπέρ του νόμου, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση. Λόγω της σπουδαιότητας όμως του κρίσιμου ως άνω ζητήματος της έννοιας της εκτέλεσης της πράξεως ως λόγου αποκλεισμού της αναστολής της, το Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει, κατά το άρθρο 14, παρ. 2 (εδ. β΄) και 5 του Π.Δ. 18/1989 (Α΄ 8), να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, να ορισθεί δε εισηγητής ο Σύμβουλος Ι. Γράβαρης για την ανάπτυξη της γνώμης του Τμήματος.