Σ.Τ.Ε. 887/2005
Διασφάλιση Συμφερόντων του Δημοσίου (Φορολογικό Ποινολόγιο) (Ν. 2523/1997, άρθρο 14) Καθ΄ ύλη αρμοδιότητα. Η οικεία πράξη προσβάλλεται με προσφυγή στο Διοικητικό Πρωτοδικείο:
Συμβουλίου της Επικρατείας (Β΄ Τμήματος)
Αριθ.απόφασης: 887/2005
Προεδρεύων: Ηλ. Παπαγεωργίου, Σύμβουλος ΣτΕ,
Εισηγήτρια: Κ. Λαζαράκη, Πάρεδρος
Διασφάλιση Συμφερόντων του Δημοσίου (Φορολογικό Ποινολόγιο) (Ν. 2523/1997, άρθρο 14)
Καθ΄ ύλη αρμοδιότητα. Η οικεία πράξη προσβάλλεται με προσφυγή στο Διοικητικό Πρωτοδικείο: Κατά των μέτρων που λαμβάνονται σε βάρος παραβατών, σε περιπτώσεις λήψης και χρήσης εικονικών φορολογικών στοιχείων, προβλέπεται η άσκηση προσφυγής ουσίας ενώπιον του αρμοδίου Διοικητικού Πρωτοδικείου, αποκλειομένης της αίτησης ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Παραπέμπεται η υπόθεση στο αρμόδιο διοικητικό πρωτοδικείο
[…] 2. Επειδή, στο υπό τον τίτλο “Διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου σε περίπτωση φοροδιαφυγής” άρθρο 14 του Ν. 2523/1997 “Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις” (Α΄ 179), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 παρ. 6 και 7 του Ν. 2992/2002 (Α΄ 54), ορίζονται τα εξής: “1. Κάθε φορά που η φορολογική αρχή διαπιστώνει φορολογικές παραβάσεις, από τις οποίες βάσει ειδικής έκθεσης ελέγχου, προκύπτει ότι δεν έχει αποδοθεί στο Δημόσιο ποσό πάνω από πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) δραχμές από Φ.Π.Α., Φ.Κ.Ε., παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους, τέλη και εισφορές, απαγορεύεται στις αρμόδιες δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες να παραλαμβάνουν δηλώσεις ή να χορηγούν βεβαιώσεις ή πιστοποιητικά που απαιτούνται κατά τις κείμενες διατάξεις και ζητούνται από τον παραβάτη, για την κατάρτιση συμβολαιογραφικών πράξεων μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων. Στην περίπτωση αυτή αναστέλλεται έναντι του Δημοσίου και το απόρρητο των καταθέσεων, των λογαριασμών, των κοινών λογαριασμών, των συμβάσεων και πράξεων επί παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων και του περιεχομένου θυρίδων του φορολογουμένου σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα και δεσμεύεται το πενήντα τοις εκατό (50%) αυτών. Το παραπάνω ποσό μπορεί να αυξομειώνεται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που εκδίδονται το βραδύτερο μέχρι 15 Φεβρουαρίου κάθε έτους. Οι κυρώσεις αυτής της παραγράφου επιβάλλονται και στους φορολογούμενους στους οποίους έχουν επιβληθεί τα πρόστιμα των τρίτου και τέταρτου εδαφίων της παραγράφου 1 του άρθρου 4. Επίσης, οι ίδιες κυρώσεις επιβάλλονται και στους παραβάτες λήψης και χρήσης εικονικών και πλαστών φορολογικών στοιχείων και νόθευσης τέτοιων στοιχείων, εφόσον η αξία των συναλλαγών που αναγράφονται σε αυτό, αθροιστικά λαμβανομένη κατά το χρόνο διαπίστωσης των παραβάσεων, υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ. Για τον προσδιορισμό του ορίου του προηγούμενου εδαφίου από παραβάσεις που διαπράχθηκαν μέχρι 31.12.2001 τα ποσά που εμφανίζονται στα πλαστά, εικονικά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία σε δραχμές μετατρέπονται σε ευρώ με βάση την ισοτιμία δραχμής και ευρώ, στρογγυλοποιούμενα στην πλησιέστερη προς τα κάτω μονάδα. Τα παραπάνω μέτρα λαμβάνονται και για τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως και 4 του άρθρου 20 του παρόντος νόμου. 2. Αντίγραφο της πιο πάνω ειδικής έκθεσης ελέγχου υποβάλλεται από την αρχή που τη συνέταξε στη Διεύθυνση Σχεδιασμού και Συντονισμού Φορολογικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών, η οποία υποχρεώνεται να ενημερώσει με οποιονδήποτε τρόπο όλες τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες, τις τράπεζες και τα λοιπά πιστωτικά ιδρύματα. Οι ανωτέρω υπηρεσίες και οι φορείς από της ενημερώσεώς τους υποχρεώνονται να εφαρμόσουν αμέσως τις απαγορεύσεις και δεσμεύσεις της παραγράφου 1 αυτού του άρθρου, χωρίς καμία άλλη διαδικασία ή διατύπωση. 3. Η ενέργεια αυτή της Διεύθυνσης Σχεδιασμού και Συντονισμού Φορολογικών Ελέγχων κοινοποιείται συγχρόνως και στο φορολογούμενο με αντίγραφο της σχετικής ειδικής έκθεσης ελέγχου στη γνωστή κατοικία του ή στην έδρα της επιχείρησής του, ο οποίος μπορεί μέσα σε ένα (1) μήνα από την ειδοποίησή του να ζητήσει με αίτηση στον Υπουργό Οικονομικών την ολική ή μερική άρση των απαγορευτικών μέτρων. Ο Υπουργός Οικονομικών αποφαίνεται μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την υποβολή της αίτησης. Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται η κατά τον Κ.Φ.Δ. προσφυγή. 4. Κατ΄ εξαίρεση των όσων ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο, τα μέτρα αίρονται υποχρεωτικά, όταν ο υπόχρεος φορολογούμενος καταβάλλει ποσό πάνω από εβδομήντα τοις εκατό (70%) των προς απόδοση στο Δημόσιο ποσών από Φ.Π.Α., παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους, τέλη, εισφορές και των νόμιμων προσαυξήσεων αυτών και προστίμων. Για την εφαρμογή της διάταξης του προηγούμενου εδαφίου ο υπόχρεος φορολογούμενος υποβάλει σχετική αίτηση στον προϊστάμενο της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, ο οποίος υποχρεώνεται μέσα σε δύο (2) μήνες να εκδώσει προσωρινή ή μερική καταλογιστική πράξη. Η άσκηση προσφυγής κατά της πράξης αυτής δεν αίρει την ισχύ των μέτρων που έχουν ληφθεί. Αν μέσα στην προθεσμία αυτή δεν έχουν εκδοθεί τα προσωρινά φύλλα ελέγχου ή οι προσωρινές πράξεις, οι συνέπειες και απαγορεύσεις που καθορίζονται με αυτό το άρθρο αίρονται αυτοδικαίως. Ειδικά για τις περιπτώσεις του πέμπτου εδαφίου τα μέτρα αίρονται υποχρεωτικά όταν ο υπόχρεος φορολογούμενος καταβάλλει το 100% του τελικού ποσού του οικείου προστίμου που επιβλήθηκε σε αυτόν, κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 και 9 του Ν. 2523/1997”.
3. Επειδή, οι διατάξεις του άρθρου 14 του Ν. 2523/1997, προβλέπουσες τη λήψη μέτρων κατά των παραβατών σε περιπτώσεις λήψεως και χρήσεως εικονικών φορολογικών στοιχείων, εκδόσεως εικονικών και πλαστών φορολογικών στοιχείων και νοθεύσεως τέτοιων στοιχείων, εφόσον η αξία των συναλλαγών που αναγράφονται σε αυτά, αθροιστικά λαμβανομένη κατά το χρόνο διαπιστώσεως των παραβάσεων, υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, εντάσσονται στη φορολογική νομοθεσία, κατά των μέτρων δε αυτών ρητώς προβλέπεται (παρ. 3) η άσκηση της κατά τον Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (ήδη Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας) προσφυγής ουσίας, αποκλειομένης, ως εκ τούτου, της αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Συνεπώς, το κρινόμενο ένδικο βοήθημα, με το εκτεθέν αντικείμενο, αφορά υπόθεση ανήκουσα όχι στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλά στην αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, πρέπει δε να παραπεμφθεί για να δικαστεί ως προσφυγή ουσίας στο αρμόδιο κατά τόπο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ. 1 του Ν. 1968/1991 (Α΄ 150) σε συνδυασμό με το άρθρο 7 παρ. 1 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του Ν. 2717/1999 (Α΄ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και το άρθρο μόνο περ. Α, αριθ. 1, εδάφ. α του Π.Δ. 404/1978 “Καθορισμός εδρών και περιφερειών των διοικητικών δικαστηρίων” (Α΄ 83) (πρβλ. ΣΕ 1320/1999, 3774, 3981/2001), το οποίο είναι αρμόδιο, κατά το άρθρο 34 παρ. 2 του Ν. 1968/1991, να κρίνει περί της νομιμοποιήσεως ή παραστάσεως των διαδίκων ή των πληρεξουσίων τους καθώς και περί του εν γένει παραδεκτού του ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος, στο ίδιο δε δικαστήριο πρέπει να συμπαραπεμφθεί και η εκκρεμής αίτηση αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.