Σ.Τ.Ε. 881/2010

Τα βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία, που διακρίνουν τις δύο αυτές συμβάσεις και οι διατάξεις, που τις διέπουν

Η διεπιχειρησιακή συνεργασία και η σύμβαση αποκλειστικής διανομής

Ι. Κατά την διάταξη του άρθρου 559, αριθ. 1, του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται [παραλείπεται το κείμενο].

Περαιτέρω, η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας είναι η σύμβαση, με την οποία τρίτος που αποκαλείται εμπορικός αντιπρόσωπος, αναλαμβάνει, έναντι αμοιβής [προμήθειας], σε μόνιμη βάση [για ορισμένο ή αόριστο χρόνο], με την ιδιότητα του ανεξάρτητου μεσολαβητή, είτε να διαπραγματεύεται, για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου, την πώληση ή την αγορά εμπορευμάτων, είτε να διαπραγματεύεται και να συνάπτει τις πράξεις αυτές στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου. Έτσι, βασικά χαρακτηριστικά της σύμβασης αυτής είναι: [1] ο αμφοτεροβαρής χαρακτήρας της, [2] η σταθερότητα της σχέσης, [3] η διάρκεια της παροχής του εμπορικού αντιπροσώπου, [4] η αυτοτέλεια και ανεξαρτησία της παροχής του τελευταίου [οργανώνει ελεύθερα την εμπορική του δραστηριότητα, έχει δική του επαγγελματική στέγη, μπορεί να διατηρεί δίκτυο υποαντιπροσώπων], και [5] η ενέργειά του στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου, που αποτελεί το κύριο εννοιολογικό στοιχείο της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, δεδομένου ότι τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά δεν είναι πάντοτε, ούτε σταθερά ούτε ασφαλή.

Η σύμβαση αυτή ήδη ρυθμίζεται από το Π.Δ. 219/1991 «περί εμπορικών αντιπροσώπων σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 86/653/ΕΟΚ, του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων», όπως ισχύει μετά τα Π.Δ. 249/1993, 88/1994 και 312/1995.

Οι διατάξεις του διατάγματος αυτού εφαρμόζονται στις συμβάσεις, που συνάπτονται μετά την έναρξη της ισχύος του, ενώ για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών από συμβάσεις που είχαν συναφθεί πριν από την ισχύ του, εφαρμόζονται οι διατάξεις του από την 1.1.1994 [άρθρο 11], υπό την έννοια προφανώς, ότι οι συμβάσεις αυτές θα εξακολουθούν να λειτουργούν και μετά την ημερομηνία αυτή. Διαφορετικά, εφόσον έχουν λήξει, από έλλειψη ειδικών διατάξεων στον ΕμπΝ, εφαρμόζονται, ενόψει του ότι οι συμβάσεις αυτές ταυτίζονται ως προς τα ουσιαστικά στοιχεία τους με τη σχέση της παραγγελίας, οι διατάξεις του άρθρου 90 του ΕμπΝ, που διέπουν την τελευταία, οι οποίες συμπληρώνονται κατά τα άρθρα 91 ΕμπΝ και 3 ΕισΝΑΚ, από τις περί εντολής διατάξεις (Α.Π. 53/2007, 212/2006, 139/2006, 312/1991, 887/1974).

Ειδικότερα, στη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, εφαρμόζονται, κατ΄ αναλογία, και οι διατάξεις των άρθρων 724 και 725 Α.Κ.

Η πρώτη παρέχει στον εντολέα το δικαίωμα να ανακαλεί την εντολή ελευθέρως και απεριορίστως, κατά πάντα χρόνο, χωρίς να δεσμεύεται από χρονικούς ή άλλους περιορισμούς ή να υφίσταται επιζήμιες συνέπειες, ακόμη και όταν η εντολή αφορά και το συμφέρον του εντολοδόχου, εκτός αν συντρέχει περίπτωση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος αυτού του εντολέα, οπότε ο εντολοδόχος έχει αξίωση αποζημίωσης από τη μη εκτέλεση της σύμβασης.

Ως ανάκληση της εντολής, κατά την έννοια του άνω άρθρου 724 Α.Κ., πρέπει να θεωρηθεί και η διεξαγωγή της υποθέσεως από τον ίδιο τον εντολέα. Συμβατικός περιορισμός ή και αποκλεισμός του δικαιώματος ανακλήσεως είναι δυνατός, κατά το εδ. 2 του άνω άρθρου 724 Α.Κ., μόνον όταν η εντολή αφορά και το συμφέρον του εντολοδόχου.

Συνάγεται δε, ότι συντρέχει περίπτωση παραιτήσεως, όταν η σύμβαση είναι ορισμένου χρόνου, οπότε η ανάκληση, παρά την αντίθετη συμφωνία, γεννά υπέρ του εντολοδόχου αξίωση αποζημιώσεως, εκτός αν στηρίζεται σε [αποδεικνυόμενο κατ΄ ένσταση από τον εντολέα] σπουδαίο λόγο.

Εξάλλου, κατά το άρθρο 725 Α.Κ., λύση της συμβάσεως εντολής επιφέρει και η καταγγελία της από μέρους του εντολέα, η οποία επίσης είναι δυνατή κατά πάντα χρόνο και χωρίς επίκληση λόγου ή θέση προθεσμίας. Η καταγγελία δε στερεί στον εντολοδόχο το δικαίωμα αποζημίωσης [Α.Κ. 723] αν υπάρχουν περιστατικά αναγόμενα στη σφαίρα ευθύνης του εντολέα, ιδιαίτερα δε όταν η καταγγελία είναι άκαιρη και η ανάκληση της εντολής έγινε χωρίς σπουδαίο λόγο, οπότε γενικά υπέρ του εντολοδόχου αξίωση αποζημίωσης θετικής και αποθετικής (Α.Π. 887/1974).

Περαιτέρω, κατά την απορρέουσα από τις διατάξεις των άρθρων 5, παρ. 1, του Συντάγματος, σε συνδυασμό με το άρθρο 361 Α.Κ. αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, τα μέρη είναι ελεύθερα να διαπλάσσουν τις έννομες σχέσεις τους και δεν είναι υποχρεωμένα να ακολουθούν τα πρότυπα, που θέτει ο νόμος. Έτσι, δημιούργημα της σύγχρονης οικονομίας και μόρφωμα, που εξυπηρετεί τις συναλλακτικές ανάγκες της διεπιχειρησιακής συνεργασίας, ως απόρροια της άνω αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων και ιδίως της ελευθερίας προσδιορισμού του περιεχομένου τους, αποτελεί και η σύμβαση αποκλειστικής διανομής, δηλαδή η διαρκής ενοχική σύμβαση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ένας συμβαλλόμενος (παραγωγός ή χονδρέμπορος) υποχρεούται να πωλεί, αποκλειστικώς για μία ορισμένη περιοχή, στον άλλον (διανομέα) τα συμβατικά εμπορεύματα, τα οποία, στη συνέχεια, ο τελευταίος μεταπωλεί σε τρίτους στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό και με δικό του επιχειρησιακό κίνδυνο. Και ενώ, κατ΄ αρχήν, σε αντίθεση με τον αποκλειστικό διανομέα, που συναλλάσσεται με τους τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του, αναλαμβάνοντας πλήρως τον επιχειρησιακό κίνδυνο, ο εμπορικός αντιπρόσωπος εκτελεί βοηθητική εργασία διαμεσολάβησης στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου, τελικά δεν αποκλείει μία συγκεκριμένη σύμβαση αποκλειστικής διάθεσης (διανομής) να προσομοιάζει, κατά περιεχόμενο, με τη σύμβαση της εμπορικής αντιπροσωπείας, προς την οποία και να ταυτίζεται κατά τα ουσιώδη μέρη. Επί της συμβάσεως αποκλειστικής διανομής, που έληξε πριν από την 1.1.1994, εφόσον ελλείπουν διατάξεις στον Εμπ.Ν., που να τη ρυθμίζουν και εν προκειμένω υφίσταται ακούσιο (γνήσιο) νομοθετικό κενό, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις περί εντολής του Α.Κ. (ΕμπΝ 91, ΕισΑΚ 3), που προσαρμόζονται στη φύση και στο περιεχόμενο της συγκεκριμένης σύμβασης αποκλειστικής διανομής, η οποία ομοιάζει, κατά τα ουσιώδη (κρίσιμα) σημεία της, με εκείνη της εμπορικής αντιπροσωπείας.

Όλα δε αυτά, υπό το πρίσμα της κατά το άρθρο 4. παρ. 1, του Συντάγματος θεμελιώδους αρχής της ισότητας (πρβλ. Ολ. Α.Π. 72/1987) και της αρχής της καλής πίστης, που απορρέει από το άρθρο 288 Α.Κ., ιδίως: α) εάν ο διανομέας ενεργεί ως τμήμα της εμπορικής οργάνωσης του αντισυμβαλλομένου του, έχοντας την ίδια ασθενή θέση και έντονη εξάρτηση από τον παραγωγό, αλλά και τον αυτό βαθμό ένταξης στο δίκτυο διανομής, με τον τύπο του εμπορικού αντιπροσώπου, β) εάν αυτός συμβάλλει στην επέκταση της πελατείας του αντισυμβαλλομένου του, επιτελών σε σημαντική έκταση καθήκοντα συγκρίσιμα με εκείνα του αντιπροσώπου, συνδεόμενος με το δίκτυο πωλήσεων του παραγωγού ή χονδρεμπόρου, όπως ο αντιπρόσωπος, γ) εάν αναλαμβάνει την υποχρέωση να μην ανταγωνίζεται τον αντισυμβαλλόμενό του, δ) εάν το πελατολόγιό του, κατά τη σύμβαση, είναι σε γνώση του αντισυμβαλλομένου του και μάλιστα, μετά τη λύση της σύμβασης διανομής, περιέρχονται οι πελάτες του στον τελευταίο και ε) εάν γενικώς η οικονομική δράση του διανομέως και τα οικονομικά του οφέλη (ανεξάρτητα από τον τυπικό νομικό χαρακτηρισμό τους) είναι όμοια με εκείνα του αντιπροσώπου. (Α.Π. 53/2007, 216/2006, 139/2006).

Στην προκειμένη περίπτωση [παραλείπεται το κείμενο].

ΣΗΜ.: Από τις προαναφερόμενες αποφάσεις έχουν δημοσιευθεί : α) Α.Π. 212/2006 στο τεύχος της 1.6.2007 (σ. 278) με τον τίτλο: «Για την αποζημίωση πελατείας του αποκλειστικού αντιπροσώπου μετά τη λύση της σύμβασης απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά τρεις ισοδύναμες προϋποθέσεις, ήτοι :

α) η εισφορά νέων πελατών ή η προαγωγή σημαντικά, των υποθέσεων του αντιπροσωπευόμενου και

β) η διατήρηση σημαντικών ωφελειών από τον εντολέα και γ) η καταβολή της αποζημίωσης να είναι «δίκαιη» και

β) Α.Π. 139/2006 στο τεύχος της 1.12.2007 (σ. 502) με τον τίτλο : «Επί εμπορικής διανομής γίνεται ανάλογη εφαρμογή των περί εμπορικής αντιπροσωπείας διατάξεων του Π.Δ/τος 219/1991, καθώς και των περί εντολής διατάξεων του Α.Κ., δεδομένου ότι ελλείπουν διατάξεις στον ΕμπΝ, που να την ρυθμίζουν, υφισταμένου ακούσιου (γνήσιου) νομοθετικού κενού. Οι προϋποθέσεις για την αποζημίωση πελατείας».

Αντίγραφο των λοιπών αποφάσεων μπορούν να λάβουν οι ενδιαφερόμενες εταιρείες από την Νομική Υπηρεσία του Συνδέσμου.