Σ.Τ.Ε. 850/2005
Επιχειρήσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης. Επισφαλείς απαιτήσεις. Μισθώματα που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της σχετικής έκπτωση
Συμβουλίου της Επικρατείας (7μελούς)
Αριθ. απόφασης: 850/2005
Πρόεδρος: Φ. Στεργιόπουλος, Αντιπρόεδρος ΣτΕ,
Εισηγητής: Δ. Κωστόπουλος, Πάρεδρος ΣτΕ
Δικηγόροι: Αθ. Τσιοκάνης, Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.,
Γ. Τσαρούχας, Θ. Κοζύρης
Συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης (Ν. 1665/1986, άρθρο 6, παρ. 8).
Επιχειρήσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης. Επισφαλείς απαιτήσεις. Μισθώματα που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της σχετικής έκπτωσης: Ως μισθώματα επί του ύψους των οποίων υπολογίζεται το εκπεστέο ποσοστό έως 2% για την κάλυψη επισφαλών απαιτήσεων των επιχειρήσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης λαμβάνονται τα μη εισπραχθέντα στις 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους δεδουλευμένα μισθώματα (ληξιπρόθεσμα ή όχι) από όλες τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης και όχι το σύνολο των μισθωμάτων που προκύπτουν από τις συμβάσεις αυτές (Και μειοψηφία).
Δεκτή αίτηση αναίρεσης του Δημοσίου.
[…] 2. Επειδή, στην παρ. 8 του άρθρου 6 του Ν. 1665/1986 “Συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης” (Α’ 194) ορίζονται τα εξής: “Για τον υπολογισμό των καθαρών κερδών των εταιρειών αυτού του νόμου επιτρέπεται να ενεργείται για την κάλυψη επισφαλών απαιτήσεών τους έκπτωση έως 2% του ύψους των μισθωμάτων (ληξιπροθέσμων ή όχι) από όλες τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης, τα οποία δεν είχαν εισπραχθεί στις 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Η έκπτωση αυτή φέρεται σε ειδικό αποθεματικό πρόβλεψης”. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ως μισθώματα επί του ύψους των οποίων υπολογίζεται το εκπεστέο ποσοστό έως 2% για την κάλυψη επισφαλών απαιτήσεων των επιχειρήσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης λαμβάνονται τα μη εισπραχθέντα στις 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους δεδουλευμένα μισθώματα (ληξιπρόθεσμα ή όχι) από όλες τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης και όχι το σύνολο των μισθωμάτων που προκύπτουν από τις συμβάσεις αυτές, διότι, στην τελευταία περίπτωση, κατά τη διαδοχή των χρήσεων τα ίδια ποσά θα εκπίπτονται περισσότερες από μία φορές, ανάλογα με τη διάρκεια της οικείας συμβάσεως. Κατά τη γνώμη όμως του Προέδρου του Τμήματος Φ. Στεργιόπουλου και της συμβούλου Ε. Γαλανού, με την οποία συντάχθηκε ο πάρεδρος Ι. Σύμπλης, εφόσον η παρατεθείσα διάταξη δεν διακρίνει, ως βάση υπολογισμού της εκπτώσεως πρέπει να λαμβάνεται το σύνολο των μισθωμάτων, τα οποία δεν έχουν εισπραχθεί στις 31 Δεκεμβρίου.
3. Επειδή στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τον προσδιορισμό των καθαρών κερδών της αναιρεσίβλητης εταιρείας η φορολογική αρχή αναμόρφωσε τα κέρδη που προέκυπταν από τα βιβλία της με την προσθήκη λογιστικών διαφορών, μεταξύ των οποίων κονδύλιο 92.292.101 δρχ. που αφορά προβλέψεις για την κάλυψη επισφαλών απαιτήσεων βάσει της ανωτέρω διατάξεως. Ειδικότερα, το ποσό αυτό, που αποτελεί τη διαφορά μεταξύ της έκπτωσης που διενήργησε η αναιρεσίβλητη εκ δρχ. 100.000.000 και εκείνης την οποία, κατά την άποψη της φορολογικής αρχής, δικαιούταν να διενεργήσει εκ δρχ. 7.707.899 δεν αναγνωρίσθηκε προς έκπτωση από τη φορολογική αρχή με την αιτιολογία ότι στη βάση υπολογισμού της ένδικης εκπτώσεως πρέπει να περιλαμβάνεται το σύνολο των οφειλομένων για κάθε χρήση μισθωμάτων, δηλαδή τα υπόλοιπα της 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους α) του λογαριασμού “πελάται”, όπου περιλαμβάνεται το ποσό των μισθωμάτων που έχει τιμολογηθεί και δεν έχει εισπραχθεί και β) του λογαριασμού “έσοδα χρήσεως εισπρακτέα”, όπου περιλαμβάνεται το δεδουλευμένο τμήμα των μισθωμάτων δεν είναι απαιτητά στη χρήση αυτή, ενώ η αναιρεσίβλητη εξέπεσε από τα ακαθάριστα έσοδά της το ποσό που προέκυπτε από την εφαρμογή του ποσοστού 2% επί των υφισταμένων, αλλά και των μελλοντικών απαιτήσεών της, δοθέντος ότι περιέλαβε όλα τα άληκτα μισθώματα κάθε σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης που επρόκειτο να καταστούν απαιτητά και να τιμολογηθούν στο διάστημα μέχρι τη λήξη της διάρκειας της κάθε σύμβασης. Έκρινε δε το διοικητικό εφετείο ότι η ένδικη έκπτωση υπολογίζεται στο σύνολο των ληξιπροθέσμων ή μη μισθωμάτων από όλες τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης που δεν έχουν εισπραχθεί μέχρι 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους και όχι μόνο το σύνολο των δεδουλευμένων σε κάθε χρήση, με τη σκέψη δε αυτή εξαφάνισε, κατ’ αποδοχή της εφέσεως της αναιρεσιβλήτου, την τα αντίθετα δεχθείσα πρωτόδικη απόφαση και μεταρρύθμισε το οικείο φύλλο ελέγχου. Σύμφωνα, όμως, με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, κρίνοντας ως ανωτέρω το δευτεροβάθμιο δικαστήριo εσφαλμένα ερμήνευσε και πλημμελώς εφάρμοσε τον νόμο και για το λόγο αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, η δε υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνηση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο δικαστήριο για νέα, νόμιμη κρίση.