Σ.Τ.Ε. 752/2010

Απόφαση 752/2010

(ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα:  Αιτιολογίας επάρκεια, Φοροδιαφυγή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αναβολής αίτημα.

Περίληψη:

Έκδοση πλαστών και εικονικών φορολογικών στοιχείων. Έννοια. Στοιχεία κατ΄ άρθρο 19 Ν. 2523/1997. Δεν απαιτείται προηγουμένη έκδοση αποφάσεως του Διοικητικού Δικαστηρίου, αλλά αρκεί το πόρισμα του διοικητικού ελέγχου (ΑΠ 763/2009, ΑΠ 2515/2008). Δεν συντρέχει λόγος αναστολής της διαδικασίας ή αναβολής της εκδικάσεως μέχρι εκδόσεως αποφάσεως από το Διοικητικό Δικαστήριο επί της ασκηθείσης προσφυγής κατά της πράξεως επιβολής προστίμου (ΑΠ 406/2009). Αιτιολογία πλήρης και εμπεριστατωμένη – πότε υπάρχει. Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, εκ πλαγίου παράβαση – πότε υπάρχει (ΑΠ 358/2010, ΑΠ 191/2010, 114/2010, ΑΠ 250/2009). Η πλήρης αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται σε όλες τις αποφάσεις και στις παρεμπίπτουσες που απορρίπτουν αίτημα αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις (ΑΠ 434/2009, ΑΠ 760/2007) .

Αριθμός 752/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Τσενέ, περί αναιρέσεως της 346/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτή και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29.9.2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1446/2009.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Ο Ν. 2523/1997 “Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις”, τυποποιεί ως εγκλήματα τρεις βασικές περιπτώσεις φοροδιαφυγής: α) τη μη υποβολή ή τη υποβολή ανακριβούς δήλωσης εισοδήματος ( άρθρο 17), β) τη μη απόδοση ΦΠΑ και άλλων παρακρατουμένων φόρων ή εισφορών ( άρθρο 18), και γ) την έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, την αποδοχή εικονικών και τη νόθευση τέτοιων στοιχείων ( άρθρο 19). Ειδικότερα το άρθρο 19 παρ.1 του πιο πάνω νόμου (όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο 40 παρ.1 του Ν.3220/2004), ορίζει ότι. “1. Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. …2. Το αδίκημα του άρθρου αυτού είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του παρόντος νόμου. 3…… 4. Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε έχει δηλώσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία….”. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 εδ. γ του ίδιου νόμου, όπως το τρίτο εδάφιο αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 άρθρ. 12 Ν. 2753/1999 “…Κατ΄ εξαίρεση, στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά του προϊσταμένου της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) ή του προϊσταμένου της υπηρεσίας που διενήργησε τον έλεγχο, σε περίπτωση που ο έλεγχος διενεργήθηκε από όργανα του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) ή των Ελεγκτικών Κέντρων του άρθρου 3 του Ν. 2343/1995. Στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται μέσα σε ένα (1) μήνα από την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας διοικητικής επίλυσης της διαφοράς επί της οικείας απόφασης επιβολής προστίμου (Α.Ε.Π.) του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.), ανεξάρτητα αν κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήματος, της φοροδιαφυγής, απαιτείται αντικειμενικώς έκδοση από το δράστη πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή νόθευση γνήσιων φορολογικών στοιχείων, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, της πλαστότητας ή της εικονικότητας των φορολογικών στοιχείων και επί νοθεύσεως της γνησιότητας αυτών και περαιτέρω τη θέληση η αποδοχή του δράστη να προβεί στην έκδοση των πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή στη νόθευση γνήσιων στοιχείων. Σκοπός του δράστη για την απόκρυψη φορολογητέας ύλης δεν απαιτείται πλέον, ως πρόσθετο στοιχείο, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος σε αντίθεση προς το άρθρο 31 παρ.1 περ. η΄ του Ν. 1591/1986, που απαιτούσε για την υποκειμενική θεμελίωση του, πλην του βασικού δόλου, αναφορικά με τα στοιχεία της αντικειμενικής του υποστάσεως και σκοπό του δράστη να αποκρύψει τη φορολογητέα ύλη. Από τις αυτές διατάξεις προκύπτει περαιτέρω ότι, στις περιπτώσεις που το αδίκημα της φοροδιαφυγής τελείται με τους ανωτέρω τρόπους (έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, αποδοχή εικονικών ή νόθευση), η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά και δεν έχει ως προϋπόθεση την έκδοση τελεσίδικης απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου επί της προσφυγής που ασκήθηκε και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, με την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής, όπως ορίζεται στο δεύτερο εδάφιο της αυτής διατάξεως, για τις λοιπές περιπτώσεις φοροδιαφυγής. Διάταξη, η οποία να καθιστά υποχρεωτική την αναστολή της ποινικής δίωξης για τις ανωτέρω πράξεις της φοροδιαφυγής, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 19 παρ. 1 του Ν. 2523/1997, μέχρις ότου να αποφανθούν αμετακλήτως τα Διοικητικά Δικαστήρια επί σχετικής προσφυγής του κατηγορουμένου για την πράξη αυτή, όχι μόνο δεν υφίσταται, αλλά η άποψη αυτή βρίσκεται σε αντίθεση με την προαναφερόμενη διάταξη του εδ. γ΄ άρθρου 19 παρ.2γ του Ν. 2523/1997. Για τον αυτό λόγο και δεν είναι υποχρεωτική η αναβολή της ποινικής δίκης για τα εν λόγω αδικήματα μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της ασκηθείσης προσφυγής από το οικείο διοικητικό δικαστήριο. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έλλειψη αιτιολογίας δεν υπάρχει ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία της απόφασης εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, όταν αυτό περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ` αυτή, όταν ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου, λ.χ. αμέσου. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ως λόγος αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ΄ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει στην πραγματικότητα, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής, που εμπίπτει στον ίδιο αναιρετικό λόγο, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.

ΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει, από τα επισκοπούμενα παραδεκτώς πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πατρών, που, δικάζοντας κατ` έφεση, την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ` είδος αναφερομένων στην εν λόγω απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, σε σχέση με την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα πράξη της εκδόσεως πλαστών και εικονικών και αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων: “Ο κατηγορούμενος στη … κατά τα έτη 1998 και 1999: Α) Εξέδωσε, έλαβε και αποδέχθηκε ο ίδιος στο όνομα τρίτων αμέτοχων αγροτών και στο δικό του εικονικές ατομικές εκκαθαρίσεις, δηλαδή στοιχεία που αφορούσαν ανύπαρκτες στο σύνολό τους συναλλαγές ή εμφάνισε ως υπαρκτές ανύπαρκτες συναλλαγές με τη χρήση αντιτύπων που προορίζονταν για άλλο σκοπό (αντίτυπα ροζ για το λογιστήριο), στη συνέχεια δε προσάρτησε τις εκκαθαρίσεις αυτές σε αιτήσεις-δηλώσεις για επιστροφή Φ.Π.Α. και Ε.Φ.Κ, πετρελαίου κίνησης και τις συνυπέβαλε με τις αιτήσεις, μέσω Αγροτικών Συνεταιρισμών, αρμόδια, επιδιώκων και επιτυγχάνων με τον τρόπο αυτό να εμφανίσει τις παραδόσεις αγροτικών προϊόντων αμέτοχων αγροτών αυξημένες κατά το ποσό των εκκαθαρίσεων αυτών, με περαιτέρω συνέπεια να λάβει ως επιστροφή Φ.Π.Α. και Ε.Φ.Κ. πετρελαίου κίνησης ποσά που δεν εδικαιούτο, με τη χρήση εξουσιοδοτήσεων των αμέτοχων αγροτών, που του είχαν δοθεί για άλλες πραγματικές τους συναλλαγές. Τα ανωτέρω ενήργησε εκμεταλλευόμενος την ιδιότητα του Αντιπροέδρου του Α.Σ. …, που είχε κατά το ανωτέρω επίδικο χρονικό διάστημα. Συγκεκριμένα εξέδωσε, έλαβε και αποδέχθηκε τις παρακάτω εικονικές εκκαθαρίσεις του Α.Σ. …: Ι) Στη χρήση 1998: 1) υπ΄ αριθμ. 419/30-12-98 για δρχ. 8.026.550 (σχετ. αιτ. 95/99 Α.Σ. …), 2) υπ΄ αριθμ. 409/30-12-98 για δρχ. 5.330.300 (σχετ. αιτ. 76/99 Α.Σ. …), 3) υπ΄ αριθμ. 411/30-12-98 για δρχ. 5.588.872 (σχετ. αιτ. 90/99 Α.Σ. …), 4) υπ΄ αριθμ. 410/30-12-98 για δρχ. 5.228.252 (σχετ. αιτ. 77/99 Α.Σ. …), 5) υπ΄ αριθμ. 414/30-12-98 για δρχ. 7.434.680 (σχετ. αιτ. 17/99 Α.Σ. …), 6) υπ΄ αριθμ. 394/30-12-98 για δρχ. 5.794.550 (σχετ. αιτ. 389/99 Α.Σ. …), 7) υπ΄ αριθμ. 394/30-12-98 για δρχ. 7.377.829 (σχετ. αιτ. 3048/99 Ε.Α.Σ. …), 8) υπ΄ αριθμ. 389/30-12-98 για δρχ. 5.577.387 (σχετ. αιτ. 3047/99 Ε.Α.Σ. …), 9) υπ΄ αριθμ. 417/30-12-98 για δρχ. 5.347.530 (σχετ. αιτ. 1/99 Α.Σ. …), 10)υπ΄ αριθμ. 420/30-12-98 για δρχ. 6.085.800 (σχετ. αιτ. 37/99 Α.Σ. …), 11) υπ΄ αριθμ. 412/30-12-98 για δρχ. 6.622.120 (σχετ. αιτ. 63/99 Α.Σ. …, 12) υπ΄ αριθμ. 391/30-12-98 για δρχ. 7.862.560 (σχετ. αιτ. 3135/99 Ε.Α.Σ. …), 13) υπ΄ αριθμ. 424/30-12-98 για δρχ. 5.293.900 (σχετ. αιτ. 97/99 ΑΣ. …), 14) υπ΄ αριθμ. 415/30-12-98 για δρχ. 6.869.100 (σχετ. αιτ. 16/99 Α.Σ. …), 15) υπ΄ αριθμ. 388/30-12-98 για δρχ. 4 058.668 (σχετ. αιτ. 92/99 Α.Σ. …), 16) υπ΄ αριθμ. 413/30-12-98 για δρχ. 5.894.750 (σχετ. αιτ. 18/99 Α.Σ. …), 17) υπ΄ αριθμ. 396/30-12-98 για δρχ. 5.590.963 (σχετ. αιτ. 3049/99 Ε.Α.Σ. …), 18) υπ΄ αριθμ. 397/30-12-98 για δρχ. 4.726.637 (σχετ. αιτ. 99/99 ΑΣ. …), 19) υπ΄ αριθμ. 418/30-12-98 για δρχ. 5.252.340(σχετ. αιτ. 9/99 ΑΣ. …), 20) υπ΄ αριθμ. 406/30-12-98 για δρχ. 3.296.374 (σχετ. αιτ. 388/99 ΑΣ. …), 21) υπ΄ αριθμ. 416/30-12-98 για δρχ. 4.941.900 (σχετ. αιτ. 79/99 ΑΣ. …), 22) υπ΄ αριθμ. 422/30-12-98 για δρχ. 5.889.640 (σχετ. αιτ. 96/99 Α.Σ. …), 23) υπ΄ αριθμ. 421/30-12-98 για δρχ. 7.384412 (σχετ. αιτ. 22/99 Α.Σ. …), 24) υπ΄ αριθμ. 423/30-12-98 για δρχ. 5.543.870 (σχετ. αιτ. 98/99 ΑΣ. …), 25) υπ΄ αριθμ. 420/30-12-98 για δρχ. 5.986.150 (σχετ. αιτ. 101/99 ΑΣ. …), 26) υπ΄ αριθμ. 419/30-12-98 για δρχ. 7.630.130 (σχετ. αιτ. 59/99 Α.Σ. …), ήτοι σύνολο 154.635.264 δραχμών. Με βάση δε, τις ανωτέρω εικονικές ατομικές εκκαθαρίσεις ο ίδιος, επικαλούμενος την ιδιότητα του αντιπροέδρου του ΑΣ. …, εισέπραξε, για λογαριασμό του, χωρίς να το δικαιούται, τα κατωτέρω ποσά: α) Από τη ΔΟΥ Λεχαινών, μέσω Α.Σ. … (σχετ. οι υπ΄ αριθμ. 95, 76, 90, 77, 17, 1, 37, 63, 97, 16, 92, 18, 99, 9, 79, 96, 22, 98, 101 και 59/99 αιτήσεις-δηλώσεις και οι υπ΄ αριθμ. 419, 409, 411, 410, 414, 417, 420, 412, 424, 415, 388, 413, 397, 418, 416, 422, 421, 423, 420 και 419/98 εκκαθαρίσεις Α.Σ. …) για Φ.Π.Α. δραχ. 119.135.601 Χ 3, 5% = δρχ. 4.169.747 και για Ε.Φ.Κ. δραχ. 119.135.601 Χ 1, 59% = δρχ. 1.894.257. β)Από τη ΔΟΥ Γαστούνης, μέσω Α.Σ. … (σχετ. οι αιτήσεις-δηλώσεις 389 και 388/1999 και οι ίδιες εκκαθαρίσεις 394 και 406/98) για Φ.Π.Α. δραχ. 9.090.924 Χ 3,5% = δραχ. 313.183 και για Ε.Φ.Κ. 0.090.924 Χ 1,59% = δραχ. 144.546. γ)Από Τη ΔΟΥ Β΄ Πατρών μέσω Ε. ΑΣ. … (σχετ. οι αιτήσεις-δηλώσεις 3048, 3047, 3135 και 3049/99 και οι ίδιες εκκαθαρίσεις αρ. 394, 389, 391 και 396/98) για Φ.Π.Α. δραχ. 26.408.739 Χ 3,5% = δραχ. 924.306 και για Ε.Φ.Κ. 26.408.739 Χ 1,59% = δραχ. 419.899. Δηλαδή συνολικά εισέπραξε σύμφωνα με τα ανωτέρω: Για Φ.Π.Α. δραχ. 5.412.235 και για Ε.Φ.Κ. δραχ. 2.458.701.

ΙΙ) Στη χρήση 1999: 1) υπ΄ αριθμ. 408/31-12-99 για δρχ. 5.390.232 (σχετ. αιτ. 53/00 ΑΣ. …), 2) υπ΄ αριθμ. 437/31-12-99 για δρχ. 5.469.865 (σχετ. αιτ. 23/00 ΑΣ. …), 3) υπ΄ αριθμ. 438/31-12-99 για δρχ. 5.599.680 (σχετ. αιτ. 6/00 ΑΣ. …), 4) υπ΄ αριθμ. 411/31-12-99 για δρχ. 5.156.672 (σχετ. αιτ. 86/00 ΑΣ. …), 5) υπ΄ αριθμ. 450/31-12-99 για δρχ. 6.115.600 (σχετ. αιτ. 217/00 ΑΣ.. …), 6) υπ΄ αριθμ. 450/31-12-99 για δρχ. 5.855.600 (σχετ. αιτ. 4168/00 ΕΑΣ. …), 7) υπ΄ αριθμ. 423/31-12-99 για δρχ. 5.270.480 (σχετ. αιτ. 4169/00 Ε.Α.Σ. …), 8) υπ΄ αριθμ. 453/31-12-99 για δρχ. 5.504.483 (σχετ. αιτ. 220/00 ΑΣ. …), 9) υπ΄ αριθμ. 451/31-12-99 για δρχ. 5.979.330 (σχετ. αιτ. 226/00 ΑΣ. …), 10) υπ΄ αριθμ. 442/31-12-99 για δρχ. 5.189.105 (σχετ. αιτ. 231/00 ΑΣ. …), 11) υπ΄ αριθμ. 453/31-12-99 για δρχ. 6.407.650 (σχετ. αιτ. 216/00 ΑΣ. …), 12) υπ΄ αριθμ. 444/31-12-99 για δρχ. 4.973.360 (σχετ. αιτ. 194/00 ΑΣ. …), 13) υπ΄ αριθμ. 454/31-12-99 για δρχ. 4.850.620 (σχετ. αιτ. 218/00 Α.Σ. …), ήτοι σύνολο δραχ. 71.762.680. Με βάση δε, τις ανωτέρω εικονικές ατομικές εκκαθαρίσεις ο ίδιος, επικαλούμενος την ιδιότητα αντιπροέδρου του Α.Σ. …, εισέπραξε, για λογαριασμό του, χωρίς να το δικαιούται, τα κατωτέρω ποσά: Από τη ΔΟΥ Γαστούνης, μέσω Α.Σ. … (σχετ. αιτήσεις-δηλώσεις αριθμ. 53, 23, 6, 86, 217, 220, 226, 231, 216, 194 και 218/00 και εκκαθαρίσεις αριθμ. 408, 437, 438, 411, 450, 453, 451, 442, 452, 444 και 454/99): Για Φ.Π.Α δραχ. 60.636.597 Χ 5% = δραχ. 3.031.830, για Ε.Φ.Κ δραχ. 60.636.597 Χ 1,59% = δραχ. 964.122. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο κατηγορούμενος επεδίωξε να εισπράξει από τη Β΄ ΔΟΥ Πατρών μέσω Ε.Α.Σ. …, αλλά δεν μπόρεσε τελικά, λόγω του ελέγχου που διενεργούνταν, να εισπράξει (σχετ. οι υπ΄ αριθμ. 4168 και 4169/00 αιτήσεις-δηλώσεις και οι εκκαθαρίσεις 450 και 423/99): Για Φ.Π.Α. δραχ. 11.126.083 Χ 5% = δραχ. 556.305 και για Ε.Φ.Κ. δραχ. 11.126.083 Χ1,59% = δραχ 1706.905.

Β) Εξάλλου, συμμετείχε ενεργά στην έκδοση πλαστών τιμολογίων αγοράς αγροτικών προϊόντων, τα οποία ήταν και εικονικά, φερόμενου εκδότη …, στα ονόματα αμέτοχων αγροτών, που ως αντιπρόεδρος του Α.Σ. Λ… γνώριζε ή στο δικό του όνομα, επιδιώκοντας με τη χρήση των στοιχείων αυτών και με την χρησιμοποίηση εξουσιοδοτήσεων που του είχαν δοθεί για άλλα κανονικά στοιχεία από τους αμέτοχους αγρότες, να εμφανίσει τις παραδόσεις αγροτικών τους προϊόντων αυξημένες κατά την αξία των πλαστών και εικονικών αυτών στοιχείων, προκειμένου να λάβει ο ίδιος ως επιστροφή ΦΠΑ και ΕΦΚ πετρελαίου κίνησης ποσά που δεν δικαιούνταν. Ειδικότερα συμμετείχε ενεργά στην έκδοση των παρακάτω πλαστών και εικονικών τιμολογίων αγοράς με φερόμενο εκδότη τον …: Στη χρήση 1998: 1) υπ΄ αριθμ. 804/31-12-98 για δρχ. 10.812.500 (σχετ. αιτ. 148/99 Α.Σ. …), 2) υπ΄ αριθμ. 805/98 για δρχ. 9.437.500 (σχετ. αιτ. 147/99 Α.Σ. …), 3) υπ΄ αριθμ. 809/98 για δρχ. 8.700.000 (σχετ. αιτ. 55/99 ΑΣ. …), 4) υπ΄ αριθμ. 810/98 για δρχ. 9.493.000 (σχετ. αιτ. 158/99 Α.Σ. …), 5) υπ΄ αριθμ. 811/98 για δρχ. 9.075.000 (σχετ. αιτ. 1/99 Α.Σ. …), 6) υπ΄ αριθμ. 812/98 για δρχ. 5.964.000 (σχετ. αιτ. 155/99 ΑΣ. …), 7) υπ΄ αριθμ. 813/98 για δρχ. 9.740.500 (σχετ. αιτ. 72/99 Α.Σ. …), 8) υπ΄ αριθμ. 814/98 για δρχ. 3.666.600 (σχετ. αιτ. 155/99 Α.Σ. …), 9) υπ΄ αριθμ. 816/98 για δρχ. 9.464.500 (σχετ. αιτ. 154/99 Α.Σ. …), 10) υπ΄ αριθμ. 817/98 για δρχ. 5.523.000 (σχετ. αιτ. 150/99 Α.Σ. …), 11) υπ΄ αριθμ. 818/98 για δρχ. 7.900.500 (σχετ. αιτ. 152/99 Α.Σ. …), 12) υπ΄ αριθμ. 825/98 για 7.531.300 δρχ. (σχετ. αιτ. 154/99 ΑΣ. …), 13) υπ΄ αριθμ. 832/98 για δρχ. 6.668.750 (σχετ. αιτ. 147/99 Α.Σ. …), 14) υπ΄ αριθμ. 834/98 για δρχ. 4.326.400 (σχετ. αιτ. 152/99 Α.Σ. …) και 15) υπ΄ αριθμ. 844/98 για δρχ. 6.108.500 (σχετ. αιτ. 147/99 ΑΣ. …), ήτοι σύνολο αξίας δραχ. 114.412.050, στο οποίο αντιστοιχούσε ΦΠΑ δραχ. 114.412.050 Χ 3,5% = δραχμ. 4.004.422 και ΕΦΚ δραχ. 114.412.050 Χ 1,59% = δραχ. 1.819.152. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά προέκυψαν ιδίως από τις σαφείς καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο και διενήργησαν τον σχετικό έλεγχο και την από 5-6-2002 έκθεση ελέγχου, ενώ δεν αντικρούσθηκαν από τις καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης και τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία. `Αλλωστε, πρέπει να σημειωθεί ότι ο κατηγορούμενος προσήλθε αυτοβούλως στο ΣΔΘΕ Δυτικής Ελλάδος που διενεργούσε τον έλεγχο στις 28-3-2001 και ανακάλεσε την από 6-10-2000 προηγούμενη ένορκη κατάθεσή του με την οποία είχε αναγνωρίσει ως κανονικά τα υπό έλεγχο φορολογικά στοιχεία και δέχθηκε ότι είναι εικονικά και πλαστά και είχαν εκδοθεί-συμπληρωθεί από αυτόν. Επομένως, για την παραπάνω πράξη της έκδοσης πλαστών και εικονικών και την αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο της ανωτέρω πράξεως και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως ενός (1) έτους, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ΄ αυτήν, κατά την παραδεκτή ως άνω αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 27 ΠΚ και 19 Ν. 2523/1997, τις οποίες διατάξεις, κατά την προεκτεθείσα έννοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, το Δικαστήριο δέχθηκε αιτιολογημένα συνδρομή όλων των ανωτέρω υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων της πράξεως για την οποία κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα. Συγκεκριμένα αναφέρει το Δικαστήριο ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε με την ιδιότητα του αντιπροέδρου του Α.Σ. …, την οποία και εκμεταλλεύθηκε προκειμένου να εισπράξει, με το καθοριζόμενο τρόπο, για λογαριασμό του, από τις αναφερόμενες λεπτομερώς Δ.Ο.Υ. τα προσδιοριζόμενα λεπτομερώς ποσά από επιστροφή ΦΠΑ και Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.) πετρελαίου κίνησης. Περαιτέρω διαχωρίζει το Δικαστήριο τις περιπτώσεις των εικονικών εκκαθαρίσεων, αφού αφορούσαν ανύπαρκτες συναλλαγές, τις οποίες εξειδικεύει κατ α/α ποσό και αίτηση του Α.Σ., στην οποία τις επισύναψε ο κατηγορούμενος και τις εικονικές εκκαθαρίσεις, αυξάνοντας έτσι τα ποσά των πραγματικών παραδόσεων αγροτικών προϊόντων και αντίστοιχα τα ποσά του επιστρεφόμενου ΦΠΑ και ΕΦΚ, τα οποία και προσδιορίζονται κατά εκκαθάριση και τα οποία εισέπραξε με την ανωτέρω ιδιότητά του, χρησιμοποιώντας τις προς τούτο εξουσιοδοτήσεις των αγροτών, που αγνοούσαν την όλη μεθόδευση, πλέον εκείνων που πράγματι έπρεπε να καταβληθούν για τις πραγματικές παραδόσεις προϊόντων και παρακράτησε τα αντίστοιχα ποσά, συμποσούμενα σε πολλά εκατομμύρια δραχμών. Στη συνέχεια το Δικαστήριο αναφέρει λεπτομερώς και τις περιπτώσεις των πλαστών και εικονικών τιμολογίων αγοράς αγροτικών προϊόντων στην έκδοση των οποίων συμμετείχε ο αναιρεσείων ενεργά, που φερόταν να έχει εκδώσει ο κατονομαζόμενος έμπορος αγροτικών προϊόντων, χωρίς να επιδρά στην στοιχειοθέτηση της πράξεως το ότι αυτός ήταν υπαρκτό πρόσωπο, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, στα ονόματα γνωστών σ αυτόν, ως εκ της ανωτέρω ιδιότητάς του, αγροτών, ή και στο όνομα του ιδίου, αφού και αυτός πέραν της ανωτέρω ιδιότητας, έφερε και εκείνη του αγρότη, τα οποία και συνυπέβαλε με άλλα γνήσια που είχαν επισυναφθεί σε αιτήσεις Α.Σ. που προσδιορίζονται στο σκεπτικό, επαυξάνοντας με τον τρόπο αυτό την αξία των πράγματι πωληθέντων, από τους αμέτοχους στην όλη μεθόδευση αγρότες, προϊόντων, με σκοπό να εισπράξει, κατά τον ίδιο ως άνω τρόπο, τα προσδιοριζόμενα, επιπλέον των πραγματικών, ποσά επιστρεφόμενου ΦΠΑ και ΕΦΚ. Ως βασικό αποδεικτικό μέσο αναφέρει η απόφαση την από 5-6-2002 έκθεση ελέγχου, που αναγνώσθηκε, η οποία καταρτίσθηκε κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις από το Σ.Δ.Ο.Ε. Δυτικής Ελλάδος, όπως επίσης και την παραδοχή της πράξεως από τον κατηγορούμενο στην ανωτέρω Υπηρεσία. Όλες οι αιτιάσεις με αριθμούς 1-11 του υπό στοιχείο Β΄ λόγου αναιρέσεως, με τις οποίες ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 19 Ν. 2523/1997, λόγω του ότι τυγχάνει αγρότης, ενώ έπρεπε να εφαρμοσθούν οι διατάξεις του Π.Δ. 186/1992, οι οποίες, εκ του περιεχόμενου τους προκύπτει, ότι αποτελούν τους λόγους της ασκηθείσης προσφυγής κατά των πράξεων επιβολής προστίμων, η οποία εκκρεμεί στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο, στηρίζονται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι αντικείμενο της παρούσης δίκης δεν αποτελεί το αν συννόμως επιβλήθηκαν στον αναιρεσείοντα τα ποσά προστίμου που αναφέρει, αλλά η, με βάση τις ανωτέρω παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στοιχειοθέτηση των πράξεων που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις του άρθρου 19 Ν. 2523/1997, όπως αυτές αναλύθηκαν ανωτέρω και τυγχάνουν εφαρμογής και όταν ο δράστης είναι ο μη υποχρεούμενος σε τήρηση φορολογικών βιβλίων και στοιχείων αγρότης, ο οποίος συμμετείχε ενεργά στην έκδοση πλαστών και εικονικών τιμολογίων αγοράς αγροτικών προϊόντων, ή κατάρτισε ή δέχθηκε εικονικές εκκαθαρίσεις αγροτικών προϊόντων, όπως εν προκειμένω, αφού αυτό δεν αποκλείεται από τις ανωτέρω διατάξεις.

Συνεπώς οι από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ και Ε υπό στοιχεία Β και Ε λόγοι αναιρέσεως, τυγχάνουν αβάσιμοι και απορριπτέοι. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις των λόγων αυτών και των υπό στοιχεία Δ και ΣΤ λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως, υπό την επίφαση της ελλείψεως πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 19 Ν. 2523/1997, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και την επί της ουσίας κρίση του Εφετείου και τυγχάνουν απαράδεκτες.

ΙΙΙ. Σύμφωνα με τα άρθρα 352 και 353 ΚΠοινΔ παρέχεται και στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, εναπόκειται όμως στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την εν λόγω αναβολή, αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ίδιου Κώδικα δικανική του πεποίθηση. Εξάλλου, η κατά τα ανωτέρω ειδική κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εκ της ελλείψεως της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠοινΔ, απαιτείται, όχι μόνον για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως άν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι η απορριπτική της αιτήσεως του κατηγορούμενου ή του πολιτικώς ενάγοντος παρεμπίπτουσα απόφαση του δικαστηρίου, για αναβολή της δίκης, προκειμένου να προσκομιστούν κρίσιμα για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου έγγραφα, τα οποία προσδιορίζονται ή να κληθούν και εξετασθούν μάρτυρες, που προέκυψαν από τη διαδικασία, για να επιβεβαιώσουν ή διαψεύσουν κρίσιμο για την ενοχή του κατηγορουμένου περιστατικό και εν γένει προκειμένου να προσκομισθούν νέες αποδείξεις, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 352 παρ. 3 του Κ.Π.Δ, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, έστω και αν η παραδοχή ή απόρριψη μιας τέτοιας αίτησης, έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη του Δικαστηρίου κρίση, εφόσον όμως η αίτηση έχει υποβληθεί παραδεκτά. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία. Στην παρούσα περίπτωση, ο αναιρεσείων, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπέβαλε αίτημα αναβολής της εκδικάσεως της υποθέσεως για περισσότερες αποδείξεις, προκειμένου να προσκομισθεί η απόφαση του διοικητικού πρωτοδικείου Πατρών επί της προσφυγής που άσκησε κατά της πράξεως επιβολής προστίμου. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε από το Δικαστήριο με την ακόλουθη αιτιολογία: “Εξάλλου, ως προς την αξιόποινη πράξη του άρθρου 19 του Ν. 2523/1997, δεν επιβάλλεται από οποιαδήποτε διάταξη νόμου η αναστολή της ποινικής διαδικασίας μέχρι την τελεσιδικία της αποφάσεως του Διοικητικού Δικαστηρίου επί προσφυγής κατά της πράξεως και κατά συνέπεια, το αίτημα – ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί αναστολής της ποινικής διαδικασίας πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμο”. Όπως προκύπτει από την ανωτέρω αιτιολογία το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και συνεπώς απάντησε σ αυτό, δεν μπορούσε δε να επανέλθει επί του αιτήματος που είχε απορριφθεί, εφόσον δεν είχε επιφυλαχθεί να αποφανθεί αργότερα, αφού αυτό δεν επαναφέρθηκε από τον κατηγορούμενο σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, ούτε το Δικαστήριο έκρινε, αυτεπαγγέλτως, ότι η ορθή έρευνα της υποθέσεως επέβαλε την αναβολή, για να περιληφθεί στα αποδεικτικά μέσα και η απόφαση του διοικητικού πρωτοδικείου επί της προσφυγής, πράγμα το οποίο, όπως λέχθηκε ανωτέρω, στην συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είναι υποχρεωτικό, όπως δεν είναι υποχρεωτική και η αναστολή της ποινικής δίωξης, όπως ζήτησε προηγουμένως ο αναιρεσείων και το αίτημά του απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, που προχώρησε στην έκδοση της καταδικαστικής αποφάσεως, εκτιμώντας όλα τα λοιπά αποδεικτικά μέσα που αναφέρει.

Συνεπώς δεν πάσχει η απορριπτική του αιτήματος αυτού ως άνω παρεμπίπτουσα απόφαση από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ούτε υπήρξε περίπτωση ελλείψεως ακροάσεως, πολύ δε περισσότερο υπερβάσεως εξουσίας και δεν ιδρύθηκαν οι από το άρθρο 510 παρ.1 Α σε συνδυασμό με 170 παρ. 2, Δ και Η ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως.

Συνεπώς ο υπό στοιχείο Γ λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά ταύτα, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει, την από 30-9-2009 αίτηση (δήλωση) του … για αναίρεση της με αριθμ. 346/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών.

Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) €.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Φεβρουαρίου 2010. Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 19 Απριλίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ