Σ.Τ.Ε. 7479/2005

Φορολογία μεταβίβασης ακινήτων επιστροφή φόρου
Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών

Αριθ.απόφασης: 7479/2005

Δικαστής: Δημ. Γαλάνη, Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ.,

Εισηγήτρια: Ελ. Παπαδάκη, Πρωτοδίκης Δ.Δ.

Δικηγόρος: Αν. Γιαννικοπούλου

Φορολογία μεταβίβασης ακινήτων επιστροφή φόρου (Ν. 1587/1950, Ν.Δ. 2238/1994, Ν. 2362/1995, άρθρα 90, 91).

Επιστροφή φόρου μεταβίβασης ακινήτου (πρώτης κατοικίας) ως αχρεωστήτως καταβληθέντος. Έναρξη της τριετούς παραγραφής: Η παραγραφή της αξίωσης προς επιστροφή του φόρου που καταβλήθηκε αχρεωστήτως γεννάται από της καταβολής αυτού, εάν, κατά το χρονικό αυτό σημείο δεν υφίσταται όντως υποχρέωση καταβολής του φόρου για πραγματικό ή νομικό λόγο. Όταν, όμως, η καταβολή του φόρου, κατά τον χρόνο που ενεργείται, είναι νόμιμη, αλλά εξ΄ επιγενομένου λόγου ο φόρος δεν οφείλεται, η αξίωση προς επιστροφή γεννάται από του χρονικού σημείου, κατά το οποίο ανέκυψε ο επιγενόμενος λόγος.

Δεκτή προσφυγή φορολογούμενου

[…] Επειδή με την κρινόμενη προσφυγή, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο οι προσφεύγοντες ζητούν: α) την ακύρωση της 25545/28-1-2004 αρνητικής απάντησης του Προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) Αγίας Παρασκευής, με την οποία απορρίφθηκε η από 18/12/2003 αίτησή τους περί επιστροφής του φόρου μεταβίβασης ακινήτου, λόγω απαλλαγής τους για αγορά πρώτης κατοικίας, μετά την περαίωση της 489/1998 δήλωσης φόρου μεταβίβασης ακινήτου, που κρίθηκε ειλικρινής και β) την επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου, ποσού 3.500.000 δρχ. Η προσφυγή αυτή πρέπει να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό της άσκησής της.

Επειδή, στο άρθρο 10 του Ν. 1587/1950 (Α΄ 294) ορίζεται ότι: “1. Ο Οικον. Έφορος ενεργεί έλεγχον της δηλώσεως του φόρου μεταβιβάσεως…”, ενώ στο άρθρο 12 ορίζεται ότι: “1. Η επαλήθευσις των επιδοθεισών δηλώσεων, η σύνταξις των φύλλων ελέγχου και των φορολογικών καταλόγων… τα της βεβαιώσεως του φόρου και εν γένει της διαδικασίας της βεβαιώσεως του φόρου διέπονται υπό των διατάξεων του Κώδικος φορολογίας καθαρών προσόδων, εφόσον δεν ρυθμίζονται άλλως διά διατάξεων του παρόντος νόμου…”. Ακολούθως, ο κώδικας φορολογίας καθαρών προσόδων καταργήθηκε με το άρθρο 78 του Ν.Δ. 3323/1955 (Α΄ 214), σύμφωνα με την παρ. 2 του οποίου, όπου οι κείμενες διατάξεις παραπέμπουν στη φορολογία καθαρών προσόδων για κοινοποιήσεις ή την διαδικασία βεβαίωσης, εννοούνται οι διατάξεις του παρόντος Ν.Δ/τος. Επίσης, στο άρθρο 1 του Ν.Δ. 329/1974 (Α΄ 56) ορίζεται ότι: “1. Εις το άρθρον 8 του διά του Ν. 1587/1950, κυρωθέντος Α.Ν. 1521/1950 “περί φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων” ως ισχύει, και μετά την παράγραφον υπ΄ αριθμ. 1 τίθενται παράγραφοι 2, 3, 4 και 5 ως εξής: “2. Κατά την υποβολήν της δηλώσεως φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων και εντός προθεσμίας δύο εργασίμων ημερών, ο Οικον. Έφορος είτε αποδέχεται το δηλούμενον τίμημα ως συμπίπτον με την αγοραίαν αξίαν του μεταβιβαζομένου ακινήτου, ότε η μεταβίβασις περαιούται οριστικώς ως ειλικρινής, είτε προσδιορίζει προσωρινώς την αγοραίαν αξίαν αυτού και αναγράφει ταύτην εις το παραδιδόμενον εις τους συμβαλλομένους αντίτυπον της δηλώσεως…”.

Τέλος, στο άρθρο 75 του Ν. 2238/1994 (Α΄ 151) “Κύρωση του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος” ορίστηκε ότι: “1. Το φύλλο ελέγχου που οριστικοποιήθηκε, επειδή δεν ασκήθηκε ένδικο μέσο, καθώς και αυτό που αφορά δήλωση, η οποία κρίθηκε ειλικρινής, δύναται να ακυρωθεί ή να τροποποιηθεί κατά περίπτωση, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται πιο κάτω, περιοριστικά: α) Για ολική ή μερική έλλειψη φορολογικής υποχρέωσης, β)… 2. Για την ακύρωση ή τροποποίηση του φύλλου ελέγχου, σύμφωνα με την παράγραφο 1, αποφασίζει ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, με τη σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου επιθεωρητή δημοσίων οικονομικών υπηρεσιών, ύστερα από αίτημα του φορολογουμένου…” (όπως το πρώτο εδάφιο της παράγραφου 2 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ. 22 του άρθρου 6 του Ν. 2386/1996 Α΄ 43).

Επειδή, η πράξη κατά της οποίας στρέφεται η κρινόμενη προσφυγή ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αποτελεί πράξη δημοσίου οργάνου με την οποία προσδιορίζεται φόρος. Επομένως, κατά της εν λόγω απόφασης χωρεί μόνο προσφυγή ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63, παρ. 1 και 64, παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. Το δε διοικητικό δικαστήριο δικάζοντας την προσφυγή κατά της απόφασης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. εξετάζει την δήλωση φόρου μεταβίβασης, η οποία έχει οριστικοποιηθεί μετά την περαίωσή της ως ειλικρινούς, όπως στην υπό κρίση περίπτωση, με τους ίδιους όρους και περιορισμούς που έχει ο πιο πάνω προϊστάμενος κατά την εξέταση των περιοριστικά απαριθμούμενων στην παρ. 1 του άρθρου 75 του Ν. 2238/1994 λόγων ακυρώσεως ή τροποποιήσεως των σχετικών ενγράφων, δοθέντος ότι με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, άλλαξε μόνο το όργανο, το οποίο είναι αρμόδιο για την εξέταση της αίτησης ακυρώσεως του άρθρου αυτού (ΣτΕ 3982/2000). Συνεπώς, η υπό κρίση προσφυγή ασκείται παραδεκτώς και πρέπει περαιτέρω να εξεταστεί στην ουσία της.

Επειδή, το άρθρο 1 του Ν. 1078/1980 (ΦΕΚ Α΄ 238) ορίζει στην παρ. 1, όπως αυτή ίσχυε τον κρίσιμο χρόνο μετά από την αντικατάστασή της από την παρ. 13 του άρθρου 10 του Ν. 2386/1996 (ΦΕΚ Α΄ 47), ότι: “Συμβάσεις αγοράς εξ ολοκλήρου και κατά πλήρη κυριότητα ακινήτου από φυσικό πρόσωπο, έγγαμο, απαλλάσσονται από το φόρο μεταβίβασης, εφόσον ο αγοραστής ή η σύζυγος ή οποιοδήποτε από τα τέκνα αυτού που δεν έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του ή το 25ο, προκειμένου περί τέκνων που σπουδάζουν σε αναγνωρισμένες σχολές της ημεδαπής ή αλλοδαπής, δεν έχουν δικαίωμα πλήρους κυριότητας ή επικαρπίας ή οίκησης σε άλλη οικία ή διαμέρισμα που πληροί τις στεγαστικές ανάγκες της οικογένειάς τους ή δικαίωμα πλήρους κυριότητας επί οικοπέδου οικοδομήσιμου ή επί ιδανικού μεριδίου οικοπέδου, στο οποίο αντιστοιχεί εμβαδόν κτίσματος που πληροί τις στεγαστικές τους ανάγκες, που βρίσκονται σε πόλη με πληθυσμό άνω των 5.000 κατοίκων ή σε τουριστικές περιοχές. Η απαλλαγή αυτή, υπό τας προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου, παρέχεται και επί αγοράς κατά πλήρη κυριότητα ολοκλήρου του ακινήτου υπό αμφοτέρων των συζύγων…”. Περαιτέρω, η παρ. 2, όπως αυτή ίσχυε μετά από την αντικατάστασή της από το άρθρο 114 του Ν. 2362/1995 (ΦΕΚ Α 247), ορίζει ότι: “2. Η απαλλαγή που προβλέπεται από την προηγούμενη παράγραφο παρέχεται: α)… β) Για αγορά οικίας ή διαμερίσματος από έγγαμο μέχρι ποσού αξίας 24.000.000 δραχμών. Η απαλλαγή που δικαιούται ο έγγαμος προσαυξάνεται κατά 5.000.000 δραχμές για καθένα από τα παιδιά του… Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών μπορούν να αυξάνονται τα ως άνω απαλλασσόμενα ποσά”. Εξάλλου με την 1135844/782/Β0013/31-12-1997 απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών αυξήθηκε από 1/1/1998 το ποσό της πιο πάνω απαλλαγής, προκειμένου για αγορά οικίας ή διαμερίσματος από έγγαμο σε 27.600.000 δραχμές και η απαλλαγή για καθένα από τα παιδιά του προσαυξήθηκε κατά 5.750.000 δρχ. Περαιτέρω, με την παρ. 11 του άρθρου 1 του ανωτέρω νόμου ορίστηκε ότι: “Διά παν θέμα μη ρυθμιζόμενον υπό των διατάξεων του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως αι διατάξεις του δια του Ν. 1587/1950 κυρωθέντος Α.Ν. 1521/1950 “περί φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων”, ενώ στην παρ. 12 του ιδίου άρθρου ορίστηκε ότι: “Δι΄ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών, δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, καθορίζονται ο τρόπος διαπιστώσεως των προϋποθέσεων της κατά το παρόν άρθρον απαλλαγής και τα αναγκαιούντα προς τούτο δικαιολογητικά, ως και πάσα άλλη αναγκαία διά την εφαρμογήν αυτού λεπτομέρεια”. Τέλος, με την παρ. 15 του άρθρου 1 του Ν. 1078/1980, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 14, παρ. 3 του Ν. 1591/1986 (ΦΕΚ Α 50) ορίζεται ότι: “Σε περίπτωση που ο αγοραστής ή η σύζυγός του ή τα τέκνα τους της παραγράφου 1 έχουν δικαίωμα πλήρους κυριότητος ή επικαρπίας ή οίκησης σε διαμέρισμα ή διαμερίσματα θεωρείται ότι καλύπτονται οι κατά την παράγραφο αυτή στεγαστικές ανάγκες, αν το συνολικό εμβαδόν του διαμερίσματος ή των διαμερισμάτων αυτών είναι α) … και β) για δύο άτομα 70 μ2, προσαυξανόμενο κατά 15 μ2 για καθένα παιδί”, (όπως η περίπτωση β΄ ισχύει τον κρίσιμο χρόνο μετά από την αντικατάστασή της από την παρ. 2 του άρθρου 14 του Ν. 1882/90 (ΦΕΚ Α 43). Εξάλλου, κατ΄ εξουσιοδότηση της παραγράφου 12 του άρθρου 1 του ανωτέρω νόμου εκδόθηκε η Κ 10465/179/6/23 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών “Περί αναγκαιούντων δικαιολογητικών για τη χορήγηση της απαλλαγής από το φόρο μεταβιβάσεως της αγοράς πρώτης κατοικίας” (ΦΕΚ Β΄ 128) ορίζονται τα επόμενα: “Καθορίζουμε ότι για τη χορήγηση της απαλλαγής από το φόρο μεταβιβάσεως της αγοράς πρώτης κατοικίας, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 1078/1980, εκτός των προβλεπομένων δικαιολογητικών, απαιτείται να επισυναφθούν στην υποβαλλόμενη δήλωση φόρου, μεταβιβάσεως και τα ακόλουθα: 1… 2… 3…”.

Επειδή, εξάλλου στο άρθρο 90 του νόμου 2362/1995, (Α΄ 247) που ισχύει από 1/1/1996, “Περί Δημοσίου Λογιστικού” ορίζεται ότι: “1. Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής… 2. Η κατά του Δημοσίου απαίτηση προς επιστροφή αχρεωστήτως ή παρά το νόμο καταβληθέντος σ΄ αυτό χρηματικού ποσού παραγράφεται μετά τρία έτη, από της καταβολής.,.”, στο δε άρθρο 91 ότι: “Επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος, η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής…”. Όπως συνάγεται από τις τελευταίες αυτές διατάξεις, η παραγραφή προκειμένου περί επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων γεννάται από της καταβολής αυτών, εάν κατά το χρονικό αυτό σημείο δεν υφίστατο όντως, υποχρέωση καταβολής για πραγματικό ή νομικό λόγο. Όταν όμως η καταβολή του φόρου, κατά το χρόνο που ενεργείται είναι νόμιμη, αλλά εξ επιγενόμενου λόγου, ο φόρος δεν οφείλεται, η αξίωσις προς επιστροφή γεννάται από του χρονικού σημείου, κατά το οποίο ανέκυψε ο επιγενόμενος λόγος (ΣτΕ 3091/1984, 4290/1995).

Επειδή στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου, προκύπτουν τα εξής: Με το … συμβόλαιο του Συμ/φου Αθηνών, Α.Π., οι προσφεύγοντες αγόρασαν κατά 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας το με στοιχεία Α-1 διαμέρισμα του πρώτου (Α΄) πάνω από το ισόγειο ορόφου, επιφανείας 125,10 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 65/1000 εξ αδιαιρέτου, την με στοιχεία Ρ-14 θέση στάθμευσης αυτοκινήτου του υπογείου τ.μ. 12,50 και ποσοστού επί του οικοπέδου 1/000 εξ αδιαίρετου και την με στοιχεία ΑΠ-7 αποθήκη του υπογείου, 6 τ.μ. και ποσοστού επί του οικοπέδου 0,50/000 εξ αδιαιρέτου, πολυκατοικίας που βρίσκεται στην Αγία Παρασκευή Αττικής, εντός του οικονομικού τετραγώνου … και επί των οδών… (διαμπερές) επί οικοπέδου εκτάσεως μέτρων τετραγωνικών 1.983,4. Στη συνέχεια, υπέβαλαν από κοινού στη διάδικη φορολογική Αρχή την 489/22-6-1998 δήλωση φόρου μεταβίβασης για την παραπάνω αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία μαζί με τα σχετικά έντυπα υπολογισμού της αντικειμενικής της αξίας. Ενόψει των παραπάνω, προσδιορίστηκε η φορολογητέα αξία του παραπάνω ακινήτου (διαμερίσματος, αποθήκης και θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου) με βάση το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού στο ποσό των 26.233,092 δρχ. και προέκυψε συνολικός φόρος 3.333.438 δραχμές, τον οποίον οι προσφεύγοντες κατέβαλαν δυνάμει του 4205352/22-6-1998 τριπλότυπου είσπραξης. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις απόψεις της φορολογικής Αρχής προς το Δικαστήριο οι προσφεύγοντες κατέβαλαν φόρο 3.254.392 δρχ. για το ανωτέρω διαμέρισμα και φόρο 79.046 δραχμών για την αποθήκη και το χώρο στάθμευσης. Ακολούθως, έγινε έλεγχος της ανωτέρω δήλωσης στις 9/9/2003 αναφορικά με την δηλωθείσα αντικειμενική αξία του ανωτέρω ακινήτου, η οποία κρίθηκε ειλικρινής και περαιώθηκε η υπόθεση αναφορικά με τον ένδικο φόρο. Στη συνέχεια, ο πρώτος των προσφευγόντων υπέβαλε στην διάδικη φορολογική Αρχή την 25545/18-12-2003 αίτηση με την οποία ζήτησε την επιστροφή του ως άνω φόρου ως αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου, καθόσον το οικόπεδο επιφανείας 700 τ.μ. στον `Αγιο Στέφανο Αττικής, το οποίο είχε δηλωθεί ως επίδικο στο έντυπο Ε9 έτους 1997 και ανήκε σ΄ αυτόν (πρώτο των προσφευγόντων), περιήλθε στην κυριότητα των αντιδίκων του, δυνάμει της 1642/2001 τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Αθηνών, η οποία κατέστη αμετάκλητη δυνάμει της 1038/2003 απόφασης του Αρείου Πάγου, με αποτέλεσμα να συντρέχουν κατά τον κρίσιμο χρόνο της αγοράς του προαναφερομένου διαμερίσματος (23/6/1998) οι προϋποθέσεις για απαλλαγή τους από το φόρο μεταβίβασης για αγορά πρώτης κατοικίας. Η διάδικη φορολογική Αρχή με την προσβαλλόμενη πράξη απέρριψε την αίτηση αυτή, με την αιτιολογία ότι οι προσφεύγοντες κατά το χρόνο αγοράς της ανωτέρω κατοικίας είχαν στην κατοχή τους ένα διαμέρισμα 29.50 τ.μ. και ένα επίδικο οικόπεδο επιφανείας 700 τ.μ. στον `Αγιο Στέφανο Αττικής, το οποίο είχε αγοραστεί από τον πρώτο των προσφευγόντων το 1990, δυνάμει του 11694/6-3-1990 συμβολαίου, στο οποίο μπορούσε να κτιστεί κατοικία 399 τ.μ. και άρα είχαν στην κατοχή τους συνολικά 428,50 τ.μ. τα οποία πληρούσαν τις στεγαστικές ανάγκες της οικογενείας τους, που αποτελείται από τους προσφεύγοντες και τα τρία ανήλικα τέκνα τους. Επίσης, η φορολογική Αρχή απέρριψε την πιο πάνω αίτηση και για το λόγο ότι το αίτημα των προσφευγόντων είχε υποβληθεί εκπρόθεσμα, ήτοι μετά την πάροδο τριών ετών από την καταβολή του φόρου (22/6/1998) και ενώ η υπόθεση είχε οριστικοποιηθεί με περαίωση ως ειλικρινής από 9/9/2003. Ήδη, με την κρινόμενη προσφυγή και προς ανάπτυξη αυτής παραδεκτώς κατατεθέν υπόμνημα, οι προσφεύγοντες ζητούν την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, καθώς και την επιστροφή του ως φόρου που κατέβαλαν, ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, προβάλλοντας ότι εσφαλμένα η φορολογική Αρχή, προκειμένου να διαπιστώσει εάν καλύπτονταν ή όχι οι στεγαστικές τους ανάγκες, δεν έλαβε υπόψη της ότι το οικόπεδο επιφανείας 700 τ.μ. στον `Αγιο Στέφανο Αττικής, το οποίο ανήκε στον πρώτο των προσφευγόντων, περιήλθε στην κυριότητα των αντιδίκων του, δυνάμει της 1642/2001 τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Αθηνών, η οποία κατέστη αμετάκλητη δυνάμει της 1038/2003 απόφασης του Αρείου Πάγου, με αποτέλεσμα να συντρέχουν στην περίπτωσή τους κατά τον κρίσιμο χρόνο της αγοράς του διαμερίσματος (23/6/1998) οι προϋποθέσεις για απαλλαγή από το φόρο μεταβίβασης για αγορά πρώτης κατοικίας. Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι ο χρόνος της τριετούς παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του δημοσίου για χρηματικά ποσά τα οποία καταβλήθηκαν αχρεώστητα, αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους, κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής και ότι η αξίωσή τους κατέστη δικαστικά επιδιώξιμη με την έκδοση της 1038/2003 αμετάκλητης απόφασης του Αρείου Πάγου που εκδόθηκε στις 18/6/2003. Προς απόδειξη των ισχυρισμών τους επικαλούνται και προσκομίζουν: α) επικυρωμένο αντίγραφο της 1038/2003 απόφασης του Αρείου Πάγου, β) επικυρωμένο αντίγραφο της 1642/2001 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, σύμφωνα με την οποία ο πρώτος των προσφευγόντων δεν κατέστη κύριος του ανωτέρω ακινήτου (δασοτεμαχίου) δυνάμει του 11694/6-3-1990 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Ραφήνας Χρ.Μ., μέχρι την έγερση της διεκδικητικής αγωγής στις 12/7/1991, δεδομένου ότι ο απώτερος δικαιοπάροχος του προσφεύγοντος δεν είχε καταστεί κύριος με έκτακτη χρησικτησία, από το 1960 που νεμόταν το ανωτέρω ακίνητο έως το έτος 1987 που το μεταβίβασε στην σύζυγο του και ακολούθως, δεν είχε καταστεί κυρία η τελευταία, όταν το μεταβίβασε στον προσφεύγοντα (1990), γ) αντίγραφο του… συμβολαίου, του συμβολαιογράφου Αθ.Π, που αφορά την αγοροπωλησία του ανωτέρω διαμερίσματος μαζί με μία αποθήκη και θέση στάθμευσης αυτοκινήτου, δ) αντίγραφο του εντύπου Ε9, ε) αντίγραφο του 11694/6-3-1990 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Ραφήνας Χρ.Μ., το οποίο αφορά την αγορά από τον πρώτο των προσφευγόντων του ανωτέρω οικοπέδου στον `Αγιο Στέφανο Αττικής. Εξάλλου, η διάδικη φορολογική Αρχή, με την έκθεση των απόψεών της επιδιώκει την απόρριψη της υπό κρίση προσφυγής επαναλαμβάνοντας τους λόγους που αναφέρει στην προσβαλλόμενη πράξη. Επίσης, ισχυρίζεται ότι η απαλλαγή αφορά μόνο το φόρο μεταβίβασης του διαμερίσματος ποσού 3.254.392 δρχ. και όχι το φόρο για την θέση στάθμευσης και την αποθήκη ποσού 79.046 δρχ.

Επειδή ο ισχυρισμός της διάδικης φορολογικής Αρχής περί παραγραφής της αξίωσης των προσφευγόντων πρέπει σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, να απορριφθεί ως αβάσιμος, δεδομένου ότι η παραγραφή στην υπό κρίση περίπτωση, ενόψει του ότι η καταβολή κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης ήταν κατ΄ αρχήν νόμιμη, αρχίζει από το τέλος του έτους που εκδόθηκε η τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών (28/2/2001), η οποία έκανε δεκτή την από 12/7/1991 διεκδικητική αγωγή των αντιδίκων του πρώτου των προσφευγόντων και κρίθηκε ότι αυτός δεν είχε γίνει κύριος του ανωτέρω ακινήτου στον `Αγιο Στέφανο Αττικής κατά το χρόνο έγερσης της διεκδικητικής αγωγής. Συνεπώς κατά το χρόνο κατάθεσης της από 18/12/2003 αίτησης, δεν είχε συμπληρωθεί η τριετής παραγραφή.

Επειδή, η διάδικη φορολογική Αρχή ισχυρίζεται ότι η εγγραφή έχει οριστικοποιηθεί μετά την περαίωση της δήλωσης, η οποία κρίθηκε ειλικρινής στις 9/9/2Ο03 και συνεπώς δεν μπορεί να υποβληθεί αίτηση για επιστροφή ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, του φόρου μεταβίβασης ακινήτου. Ο ισχυρισμός αυτός της φορολογικής αρχής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, δεδομένου ότι ακόμα και αν οριστικοποιηθεί η δήλωση φόρου μεταβίβασης ακινήτου, μετά από έλεγχο, ο φορολογούμενος, όπως προαναφέρθηκε, μπορεί με αίτηση προς την φορολογική αρχή να ζητήσει την ακύρωση της οριστικής φορολογικής εγγραφής, για έλλειψη φορολογικής υποχρέωσης λόγω απαλλαγής από το φόρο μεταβίβασης ακινήτου και την επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου, εφόσον το άρθρο 75 του Ν. 2238/1994 εφαρμόζεται και στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων και από την προσβαλλόμενη πράξη προκύπτει ότι η έλλειψη της φορολογικής υποχρέωσης ανάγεται στην επιδικία του ανωτέρω ακινήτου κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης Φ.Μ.Α.

Επειδή, ενόψει των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι η απαλλαγή από το φόρο μεταβίβασης ακινήτου αφορά μόνο την αγορά του ανωτέρω διαμερίσματος, εφόσον η θέση στάθμευσης και η αποθήκη αποτελούν χωριστές οριζόντιες ιδιοκτησίες, οι οποίες μεταβιβάστηκαν με το ίδιο συμβόλαιο κατά τον βάσιμο προβαλλόμενο λόγο της διάδικης φορολογικής Αρχής και ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο σύναψης του μεταβιβαστικού συμβολαίου (1998), ο πρώτος των προσφευγόντων δεν είχε οικόπεδο επί του οποίου μπορούσε να αναγερθεί οικία που να πληροί τις στεγαστικές ανάγκες της οικογενείας του (έγγαμος με τρία παιδιά), εφόσον αυτός δεν είχε καταστεί κύριος του οικοπέδου (δασοτεμαχίου) που αγόρασε στον `Αγιο Στέφανο Αττικής δυνάμει του 11694/6-3-1990 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Ραφήνας Χρ.Μ,, μέχρι την έγερση της διεκδικητικής αγωγής στις 12/7/1991, σύμφωνα με την τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών που εκδόθηκε στις 28/2/2001 και ήδη έχει καταστεί αμετάκλητη, κρίνει ότι οι προσφεύγοντες δικαιούνται απαλλαγής από το Φ.Μ.Α. για την ένδικη μεταβίβαση του ανωτέρω διαμερίσματος, λόγω απόκτησης πρώτης κατοικίας.

Επειδή, κατ΄ ακολουθίαν η προσφυγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη αρνητική απάντηση του Προϊσταμένου της διάδικης φορολογικής αρχής, να αναγνωριστεί ότι οι προσφεύγοντες δικαιούνται απαλλαγής από το φόρο μεταβίβασης ακινήτου για ολόκληρη την αξία του διαμερίσματος που τους μεταβιβάστηκε, εφόσον δικαιούνται απαλλαγής ποσού 44.850.000 δρχ. (27.600.000 δρχ. για τον έγγαμο και 5.750.000 δρχ. για κάθε ένα από τα τρία τέκνα τους) και να διαταχθεί, μετά από νέα εκκαθάριση, η επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου που κατέβαλλαν οι προσφεύγοντες. Περαιτέρω, ενόψει της μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων, η δικαστική δαπάνη, πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ αυτών (275 παρ. 1 περ. γ΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας).