Σ.Τ.Ε. 6227/2004

Ι. Διόρθωση μεταβιβαστικού συμβολαίου, χωρίς μεταβολή των ουσιωδών στοιχείων του ακινήτου και της αρχικής μεταβιβαστικής πράξης. Δεν δημιουργείται υποχρέωση καταβολής φόρου μεταβίβασης ακινήτων II. Έντοκη επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου
Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (Μονομ.)

Αριθ. απόφασης: 6227/2004

Δικαστής: Αγγ. Καζάνη, Πρωτοδίκης Δ.Δ.

Δικηγόρος: Κων/νος Ανδριόπουλος

Φορολογία μεταβίβασης ακινήτων (Ν. 1587/1950, άρθρο 6).

Ι. Διόρθωση μεταβιβαστικού συμβολαίου, χωρίς μεταβολή των ουσιωδών στοιχείων του ακινήτου και της αρχικής μεταβιβαστικής πράξης. Δεν δημιουργείται υποχρέωση καταβολής φόρου μεταβίβασης ακινήτων: Η διορθωτική πράξη μεταβιβαστικού συμβολαίου ακινήτου που καταρτίζεται για να θεραπεύσει τυπικό ελάττωμα που αφορά τον εσφαλμένο προσδιορισμό του ακινήτου ως αυτοτελούς οικοπέδου, αντί του ορθού προσδιορισμού αυτού, ως διακεκριμένου τμήματος του όλου οικοπέδου με ποσοστό εξ΄ αδιαιρέτου σε αυτό, χωρίς άλλη διαφοροποίηση, σε σχέση με την αρχική μεταβιβαστική πράξη, δεν δημιουργεί υποχρέωση καταβολής φόρου μεταβίβασης.

II. Έντοκη επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου: Οι τόκοι οφείλονται από την άσκηση της προσφυγής, κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 21 του κωδ. Δ/τος 26-6/10-7-1944 για τις δίκες του Δημοσίου.

Δεκτή προσφυγή φορολογούμενου

[…] Επειδή, η προσφεύγουσα, με την κρινόμενη προσφυγή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. τα 4641035 σειρά Α΄ και 1940086 σειρά Β΄ ειδικά έντυπα παραβόλου), ζητά παραδεκτώς την ακύρωση της … αρνητικής απάντησης του Προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) … με την οποία απορρίφθηκε η από 20/11/2000 αίτηση αυτής περί επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου μεταβίβασης ακινήτου, λόγω διόρθωσης του συμβολαίου μεταβίβασης.

Επειδή, στο άρθρο 6, περ. δ΄ του με το Ν. 1587/1950 κυρωθέντος Α.Ν. 1521/1951 “περί φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων”, όπως η περίπτωση αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 20, παρ. 2 του Ν. 2246/1952 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 11, παρ. 7 του Ν. 4459/1965, ορίζεται ότι: “Απαλλάσσονται του φόρου μεταβιβάσεως του βαρύνοντος τον τε πωλητήν και τον αγοραστήν: α)….δ) η αξία του μεταβιβαζόμενου ακινήτου εις τα μέλη του υπό συνεταιρισμού μη κερδοσκοπικού, επί της οποίας κατεβλήθη φόρος μεταβιβάσεως κατά την υπό του συνεταιρισμού αγοράν του μεταβιβαζομένου ακινήτου…”. Κατά το άρθρο 2, παρ. 1 του Ν.Δ. 1084/1971, “Από της ισχύος του παρόντος καταργούνται αι κάτωθι διατάξεις του διά του Ν. 587/1950 κυρωθέντος Α.Ν. 1521/1950 περί φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων: α) … β) … γ) Η περίπτωση β΄ του άρθρου 6 και η περίπτωση δ΄ του αυτού άρθρου, ως αύτη αντικατεστάθη διά της παρ. 2 του άρθρου 20 του Ν. 2246/1952…”, κατά δε την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου 2 του Ν.Δ. 1084/1971 “Αι διατάξεις των παραγράφων 1γ … του παρόντος άρθρου δεν έχουν εφαρμογήν… διά τας υπό των συνεταιρισμών … συντελεσθησομένας μεταβιβάσεις ακινήτων προς τα μέλη των, εφόσον η περί κτήσεως των ακινήτων δικαιοπραξία παρά των ως άνω νομικών προσώπων, έλαβε χώραν προ της ισχύος του παρόντος ή και μετ΄ αυτήν, αλλά εις εκτέλεσιν προσυμφώνου συνταγέντος προ της ισχύος αυτού”. Τέλος, κατά το άρθρο 42, παρ. 2 του Ν. 12/1975 “Η αληθινή έννοια της διά της περιπτ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν.Δ. 1084/1972 καταργηθείσης διατάξεως της περιπτ. δ΄ του άρθρου 6 του διά του Ν. 1587/1950 κυρωθέντος Α.Ν. 1521/50 περί φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων, δι΄ ας περιπτώσεις ισχύει αύτη, είναι ότι απαλλάσσονται του φόρου μεταβιβάσεως του βαρύνοντος τον τε πωλητήν και τον αγοραστήν αι μεταβιβάσεις ακινήτων υπό οικοδομικού συνεταιρισμού μη κερδοσκοπικού προς τα μέλη του, εφόσον κατά την υπό του συνεταιρισμού αγοράν των εν λόγω ακινήτων κατεβλήθη ο αναλογών φόρος μεταβιβάσεως…”. Εξάλλου, στην παρ. 6 του άρθρου 1 του με το Ν. 1587/1950 κυρωθέντος Α.Ν. 1521/1951 “περί φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων”, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 24, παρ. 4 του Ν. 1828/1989, ορίζεται ότι: ” Η επανάληψη συμβολαίου μεταξύ των αυτών προσώπων ή των ειδικών ή καθολικών διαδόχων τους για το αυτό ακίνητο, για οποιοδήποτε λόγο, καθώς και η διόρθωση συμβολαίου, εφόσον δεν αναφέρεται στο όνομα του αγοραστή και πωλητή, στο τίμημα, στην έκταση ή στη θέση και στην περιγραφή του ακινήτου, δεν δημιουργεί υποχρέωση καταβολής φόρου…”.

Επειδή, περαιτέρω, στην παρ. 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος ορίζεται ότι “Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους”. Εξάλλου, στην παράγραφο 2 του άρθρου 38 του Ν. 1473/1984, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 2120/1993 (Α΄ 24), ορίζονται τα εξής: “Κάθε άμεσος ή έμμεσος φόρος ή δασμός, κύριος ή πρόσθετος, ή πρόστιμο, που έχει καταβληθεί, κατά το ποσό που δεν οφείλεται με βάση οριστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου οιουδήποτε βαθμού, συμψηφίζεται ή επιστρέφεται εντόκως με το επιτόκιο που ισχύει, για τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας. Το έντοκο της επιστροφής του φόρου αρχίζει μετά την πάροδο εξαμήνου, από την πρώτη του μήνα του επομένου της κοινοποίησης στη φορολογική αρχή της απόφασης του αρμόδιου δικαστηρίου. Το ίδιο ισχύει και για τον επιστρεπτέον φόρο που προκύπτει από τη δήλωση του φορολογούμενου. Στην περίπτωση αυτήν η εξάμηνη προθεσμία για το έντοκο επιστροφής του φόρου αρχίζει από την πρώτη του μήνα του επομένου της υποβολής της δήλωσης του φορολογούμενου. Στις εκκρεμείς κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου περιπτώσεις επιστροφής των άνω ποσών, το εξάμηνο αρχίζει από την πρώτη του μήνα του επομένου της δημοσιεύσεώς του…”. Τέλος, στο άρθρο 21 του Κώδικα των νόμων για τις δίκες του Δημοσίου (ΚΔ της 26.6/10-7-1944), το οποίο εξακολουθεί να ισχύει σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο του άρθρου 109 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, ορίζονται τα εξής: “Ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην εάν άλλως ωρίσθη διά συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγώνας”.

Επειδή, με τις πιο πάνω διατάξεις του άρθρου 38, παρ. 2 του Ν. 1473/1984, όπως αντικαταστάθηκαν, προβλέπεται η επιστροφή εντόκως φόρου που αχρεωστήτως έχει καταβληθεί – επιστροφή η οποία είναι συνέπεια της συνταγματικής αρχής (αρθρ. 78) της νομιμότητας του φόρου. Η επιστροφή προβλέπεται μετά την πάροδο του οριζόμενου στις διατάξεις αυτές χρόνου (εξαμήνου, κατά κανόνα, από την πρώτη του μήνα του επομένου από την κοινοποίηση στη φορολογική αρχή της δικαστικής απόφασης) και εφόσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες σ΄ αυτές προϋποθέσεις. Εξάλλου, υποχρέωση του Δημοσίου για καταβολή τόκων, νόμιμων ή υπερημερίας, από χρονικό σημείο προγενέστερο από το οριζόμενο στο άρθρο 38, παρ. 2 του Ν. 1473/1984 θεσπίζεται με τη διάταξη του άρθρου 21 του ΚΑ της 26.6/10-7-1944, η οποία έχει εφαρμογή σε περίπτωση οφειλής που απορρέει από σχέση δημόσιου δικαίου, όπως η φορολογική. Οι τόκοι οφείλονται, κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης, από την άσκηση της προσφυγής, με την οποία υποβάλλεται και το αίτημα για επιστροφή φόρου που αχρεωστήτως έχει καταβληθεί (πρβ. ΣτΕ 1948, 3035/1992). Τέλος, οι διατάξεις των άρθρων 340 έως 346 του Αστικού Κώδικα δεν έχουν εφαρμογή για αξιώσεις του φορολογουμένου προς επιστροφή φόρου που αχρεωστήτως έχει καταβληθεί, αφού για το ζήτημα αυτό έχουν εφαρμογή οι ειδικές διατάξεις του άρθρου 21 του Κ.Δ. της 26.6/10-7-1944 και του άρθρου 38, παρ. 2 του Ν. 1473/1984, όπως αντικαταστάθηκε. Έτσι, ερμηνευόμενη η διάταξη του άρθρου 21 του πιο πάνω Κ.Δ/τος συμβιβάζεται με τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος. Σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή η διάταξη αυτή δεν είχε εφαρμογή σε περίπτωση οφειλής που απορρέει από σχέση δημοσίου δικαίου και, συνεπώς, το Δημόσιο δεν είχε υποχρέωση να καταβάλει τόκους από την άσκηση της προσφυγής, δε θα ήταν σύμφωνη με την πιο πάνω συνταγματική διάταξη τούτο δε, γιατί η επιστροφή στο φορολογούμενο ατόκως του ποσού φόρου που αχρεωστήτως είχε καταβάλει θα είχε, κατ΄ ουσίαν, ως αποτέλεσμα την οικονομική του επιβάρυνση, αφού ο φορολογούμενος στερήθηκε – χωρίς νόμιμο λόγο, συνεπώς κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της νομιμότητας του φόρου και, για το λόγο αυτόν, ασυνδέτως προς τη φοροδοτική του ικανότητα – τη χρήση του κεφαλαίου του και των ωφελημάτων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι τόκοι, προκειμένου για χρηματική απαίτηση (βλ. ΣτΕ 1275/2002).

Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Η προσφεύγουσα με το… συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Μαραθώνος Σ.Π., απέκτησε από τον Οικοδομικό Συνεταιρισμό “Ν… Αι… Συ… Π.Ε.”, του οποίου ήταν μέλος, κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή το υπ΄ αριθμ. ΙΑ οικόπεδο του 173 οικοδομικού τετραγώνου, επιφανείας 340.90 τ.μ., όπως εμφαίνεται στο από Σεπτεμβρίου 1994 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Θ.Α., εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου της Κοινότητας Διονύσου και το οποίο συνορεύει βορειοανατολικά με ιδιοκτησία Ελληνικού Δημοσίου επί πλευράς 50,67 μ., νοτιοδυτικά με την οδό Πεζοναυτών επί πλευράς 50,67 μ. και νοτιοανατολικά με το υπ΄ αριθμ. ένα (1) οικόπεδο επί πλευράς 14 μ. Για τη μεταβίβαση αυτή, όπως διαλαμβάνεται στο ανωτέρω συμβόλαιο, υποβλήθηκε η 768/1995 δήλωση φόρου μεταβίβασης στη Δ.Ο.Υ. Αγίου Στεφάνου, δεν καταβλήθηκε όμως φόρος, αφού η μεταβίβαση αυτή ήταν αφορολόγητη, κατ΄ άρθρον 6, παρ. στ΄ του Ν. 1587/1950 (μεταβίβαση οικοδομικού συνεταιρισμού προς μέλος) δεδομένου ότι ο φόρος μεταβίβασης ακινήτου είχε καταβληθεί, όπως προκύπτει από τα μνημονευόμενα στο ανωτέρω συμβόλαιο τριπλότυπα του Ταμείου Εισπράξεων Αμαρουσίου, κατά την αγορά της μείζονος έκτασης από τον συνεταιρισμό προ της 28/12/1971. Στη συνέχεια, ενόψει του ότι διαπιστώθηκε, κατά τη διαδικασία έκδοσης οικοδομικής άδειας, πως στο προαναφερόμενο συμβόλαιο εσφαλμένα και εκ παραδρομής αναγράφηκε ότι το μεταβιβασθέν είναι το υπ΄ αριθμ. ΙΑ οικόπεδο του 173 Ο.Τ. του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου πόλεως του οικισμού “Ν. Αιολίδα” της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας Διονύσου Αττικής, αντί του ορθού ότι είναι το ΙΑ τμήμα του ένα (1) οικοπέδου του 173 Ο.Τ., καταρτίσθηκε μεταξύ των ιδίων συμβαλλομένων (προσφεύγουσας και οικοδομικού συνεταιρισμού) η… πράξη διόρθωσης συμβολαίου του ιδίου Συμβολαιογράφου. Συγκεκριμένα, με την διορθωτική πράξη, ορίσθηκε ότι: “…Πλην όμως εσφαλμένα και εκ παράδρομής ανεγράφη στο ως άνω συμβόλαιο ότι το μεταβιβασθέν οικόπεδο είναι το ΙΑ του 173 Ο.Τ. εκτάσεως τ.μ. 340,90 … ενώ το αληθές είναι ότι το μεταβιβασθέν ακίνητο είναι το υπ΄ αριθμ. ΙΑ τμήμα του υπ΄ αριθμόν ένα (1) οικοπέδου του 173 οικοδομικού τετραγώνου, εκτάσεως του όλου οικοπέδου μέτρων τετραγωνικών χιλίων εννεακοσίων σαράντα ενός και 60% (1941,60) … το άνω οικόπεδο βρίσκεται μέσα στο εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως οικισμού “Ν. Αιολίδας” στην κτηματική περιφέρεια της Κοινότητας Διονύσου Αττικής… και το μεταβιβασθέν τμήμα με τα στοιχεία ΙΑ είναι ποσοστό εξ αδιαιρέτου του ως άνω οικοπέδου εκ 17,56% επί του όλου οικοπέδου, αντιστοιχούντος στο ως άνω υπ΄ αριθμόν ΙΑ τμήμα,… και συνορευομένου Βορειοανατολικά με πλευρά Α.Β. μέτρα πενήντα και 67% (50,67) με ιδιοκτησία Κτηματικής Εταιρίας του Δημοσίου, Νοτιοδυτικά με πρόσωπο Α.Η. μέτρα σαράντα οκτώ και 70% (48,70) με την οδό Πεζ…. και Νοτιοανατολικά με πλευρά Η.Β. μέτρα δεκατέσσερα (14,00) με το υπ΄ αριθμόν 1 τμήμα του αυτού υπ΄ αριθμ. 1 οικοπέδου, αντιστοιχούντος σε έκταση μέτρων τετραγωνικών τριακοσίων σαράντα οκτώ και 90% (340,90), μη μεταβαλλόμενης της θέσεως, αριθμού, ορίων και εκτάσεως…”. Εξάλλου, υποβλήθηκε η 1388/1999 δήλωση φόρου μεταβίβασης ακινήτου, με επιφύλαξη, στην οποία η προσφεύγουσα αφενός ανέφερε ότι διορθώνεται το … συμβόλαιο μεταβίβασης του Συμ/φου Σ.Π., ως προς τον ακριβή προσδιορισμό του μεταβιβασθέντος ακινήτου, αφού το μεταβιβασθέν ήταν το υπ΄ αριθμ. ΙΑ τμήμα του ένα (1) οικοπέδου του 173 Ο.Τ. αντί του εσφαλμένως αναγραφόμενου ΙΑ οικοπέδου του υπ΄ αριθμ. 173 Ο.Τ., αφετέρου ανέγραψε φορολογητέα αξία ποσού 16.192.478 δρχ. Ενόψει αυτών, η Φορολογική Αρχή θεωρώντας ότι με την διορθωτική πράξη μεταβάλλονται ουσιώδη στοιχεία της ταυτότητας του ακινήτου κατέληξε στο ότι οφείλεται φόρος μεταβίβασης. Έτσι, για να συνταχθεί η … διορθωτική πράξη συμβολαίου η προσφεύγουσα κατέβαλε, ως φόρο μεταβίβασης, το ποσό του 1.752.208 δρχ. (βλ. το σχετικό 17546/7-10-1999 διπλότυπο είσπραξης του Τμήματος Εσόδων της Δ.Ο.Υ. Αγ. Στεφάνου). Ακολούθως, η προσφεύγουσα με την από 20/11/2000 αίτησή της προς την Δ.Ο.Υ Αγίου Στεφάνου, ζήτησε να της επιστραφεί το ανωτέρω ποσό του φόρου μεταβίβασης, ως αχρεωστήτως καταβληθέν, καθόσον με την προμνησθείσα διόρθωση δεν διαφοροποιήθηκε κάποιο ουσιώδες στοιχείο του ακινήτου και της μεταβιβαστικής πράξεως, αλλά, διορθώθηκε ο εσφαλμένος νομικός προσδιορισμός της ταυτότητας του ακινήτου ως αυτοτελές οικόπεδο αντί του ορθού ως διακεκριμένο τμήμα του όλου οικοπέδου με ποσοστό εξ αδιαιρέτου επ΄ αυτού. Ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Αγίου Στεφάνου με την … απόφασή του (προσβαλλόμενη) απέρριψε την αίτησή της, με την αιτιολογία ότι με την διόρθωση μεταβάλλεται η περιγραφή του ακινήτου. Ήδη, η προσφεύγουσα, με την κρινόμενη προσφυγή ζητά την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης και την επιστροφή του ως άνω αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού του φόρου μεταβίβασης, νομιμοτόκως από τις 8/10/1999 (δηλ. από την επομένη της καταβολής), προβάλλοντας τους ίδιους λόγους που περιέλαβε στην αίτησή της.

Επειδή, κατόπιν τούτων και σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, σε περίπτωση διόρθωσης συμβολαίου με το οποίο έχει μεταβιβασθεί με αντάλλαγμα εμπράγματο δικαίωμα σε ακίνητο, οφείλεται φόρος μεταβίβασης ακινήτου μόνο στις περιπτώσεις εκείνες όπου η διόρθωση αναφέρεται σε κάποιο από τα ακόλουθα στοιχεία του αρχικού συμβολαίου: α) στο όνομα του αγοραστή, β) στο όνομα του πωλητή, γ) στο συμφωνηθέν τίμημα, δ) στην έκταση του μεταβιβασθέντος ακινήτου, ε) στην θέση του ακινήτου και στ) στην περιγραφή του ακινήτου, τόσο ως προς τα όρια και την περιγραφή του εδάφους όσο και ως προς τα περιγραφικά στοιχεία αυτού. Ενόψει αυτών, το δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη αφενός μεν ότι η… πράξη διόρθωσης συμβολαίου του Συμ/φου Μαραθώνος Σ.Π., συντάχθηκε μεταξύ των ιδίων προσώπων, δηλαδή των αρχικών συμβαλλομένων, με την ίδια σχέση μεταξύ τους, χωρίς να τροποποιηθεί το ποσό του τιμήματος και η έκταση του μεταβιβασθέντος ακινήτου, ενώ, τέλος, με την πράξη αυτή δεν μεταβλήθηκε ούτε η θέση του ακινήτου, που είναι εντός του ιδίου Ο.Τ. (173) ούτε και τα όριά του, αφού και πάλι συνορεύει με τα ίδια όμορα ακίνητα και αφετέρου ότι, η διόρθωση αυτή έγινε, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της πράξης αυτής, για να θεραπεύσει το τυπικό ελάττωμα του αρχικού συμβολαίου που αφορά τον εσφαλμένο προσδιορισμό του ακινήτου ως αυτοτελούς οικοπέδου και όχι ως διακεκριμένου τμήματος του όλου οικοπέδου με ποσοστό εξ αδιαιρέτου επ΄ αυτού, αντιστοιχούντος του ποσοστού στην ίδια ακριβώς έκταση, θέση και όρια του ως άνω οικοπέδου, όπως αυτό περιγράφεται στην αρχική μεταβιβαστική πράξη, κρίνει ότι με την ανωτέρω διορθωτική πράξη δεν μεταβλήθηκε κάποιο από τα ουσιώδη στοιχεία της αρχικής συμβάσεως, η διόρθωση του οποίου συνιστά σύναψη νέας αυτοτελούς συμβάσεως και, περαιτέρω, τη δημιουργία υποχρεώσεως καταβολής φόρου μεταβίβασης. Συνεπώς, μη νομίμως δεν απαλλάχθηκε η προσφεύγουσα από την καταβολή του φόρου μεταβίβασης ακινήτου, που υποχρεώθηκε να καταβάλει προκειμένου να προβεί στη σύνταξη της προαναφερόμενης διορθωτικής πράξης. Για το λόγο αυτό, πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Αγίου Στεφάνου και να επιστραφεί στην προσφεύγουσα το ποσό του φόρου μεταβίβασης που κατέβαλε αχρεώστητα, ύψους 5.142, 21 ευρώ (1.752.208 δρχ.). Τέλος, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, το ποσό αυτό του φόρου πρέπει να επιστραφεί νομιμοτόκως στην προσφεύγουσα από της ασκήσεως της κρινόμενης προσφυγής (14/12/2000), βάσει του επιτοκίου των εντόκων γραμματίων τρίμηνης διάρκειας του Ελληνικού Δημοσίου. Επειδή, κατ΄ ακολουθίαν, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, να ακυρωθεί η 11427/8-2-2000 αρνητική απάντηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Αγίου Στεφάνου και να επιστραφεί στην προσφεύγουσα, ως αχρεωστήτως καταβληθέν, το ποσό των 5.142,21 ευρώ, νομιμοτόκως από της ασκήσεως της κρινόμενης προσφυγής (14/12/2000), με επιτόκιο αυτό των εντόκων γραμματίων τρίμηνης διάρκειας του Ελληνικού Δημοσίου. Τέλος, ενόψει των περιστάσεων απαλλάσσει το Ελληνικό Δημόσιο από τα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας, κατ΄ άρθρον 275, παρ. 1, εδαφ. ε΄ του Κ.Διοικ.Δ.