Σ.Τ.Ε. 550/2006
Εικονικότητα φορολογικών στοιχείων. Απόδειξη καλής πίστη
Συμβουλίου της Επικρατείας (Β΄ Τμήματος)
Αριθ. απόφασης: 550/2006
Προεδρεύων: Ν. Σκλίας, Σύμβουλος ΣτΕ,
Εισηγήτρια: Σ. Βιτάλη, Σύμβουλος ΣτΕ
Δικηγόροι: Γ. Γιαννόπουλος, Αθ. Τσιοκάνης, Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.
Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων (Π.Δ. 186/1992, άρθρα 32, 33).
Εικονικότητα φορολογικών στοιχείων. Απόδειξη καλής πίστης: Σε περίπτωση που αποδίδεται εικονικότητα στα φορολογικά στοιχεία που έχουν εκδοθεί, υπό την έννοια ότι δεν έχει πραγματοποιηθεί η συναλλαγή για την οποία φέρονται ότι εκδόθηκαν, η φορολογική αρχή βαρύνεται, καταρχήν, με την απόδειξη της εικονικότητας. Σε περίπτωση όμως που πρόκειται για συναλλαγή με πρόσωπο που δεν είχε δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του ούτε είχε θεωρήσει στοιχεία στην αρμόδια φορολογική αρχή, αρκεί το γεγονός αυτό, νομίμως αποδεικνυόμενο, για να στοιχειοθετηθεί παράβαση και του επιτηδευματία που δέχεται τέτοια στοιχεία, εκτός αν ο τελευταίος αποδείξει ότι τελούσε σε καλή πίστη κατά το χρόνο της συναλλαγής.
Δεκτή αίτηση αναίρεσης φορολογουμένου
[…] 3. Επειδή, στο άρθρο 32 του Π.Δ. 186/1992 με τίτλο “Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων” (Α΄ 84) ορίζονται τα εξής: “1. Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις του Κώδικα αυτού τιμωρείται, για κάθε είδος παράβασης, με πρόστιμο (…) μέχρι 200.000 δραχμές, αν πρόκειται για υπόχρεο τήρησης βιβλίων δεύτερης κατηγορίας (…). 2. Κατ΄ εξαίρεση, όταν η παράβαση αναφέρεται σε μη έκδοση ή σε ανακριβή έκδοση των στοιχείων που ορίζονται από τον Κώδικα αυτό και έχει ως αποτέλεσμα την απόκρυψη της συναλλαγής ή μέρους αυτής, η δε αποκρυβείσα αξία είναι μεγαλύτερη των 300.000 δραχμών, επιβάλλεται πρόστιμο για κάθε παράβαση ίσο με την αξία της συναλλαγής ή μέρους αυτής που αποκρύφτηκε (…)”. Περαιτέρω, στο άρθρο 33, παρ. 4 του ίδιου Κώδικα, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, δηλαδή πριν την αντικατάστασή του με την παράγραφο 2 του άρθρου 19 του Π.Δ. 134/1996 (Α΄ 105) ορίζονται τα εξής: “Η έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων και η λήψη εικονικών τιμολογίων και δελτίων αποστολής Θεωρείται ιδιάζουσα φορολογική παράβαση και επιβάλλεται πρόστιμο μέχρι το πενταπλάσιο της αξίας κάθε στοιχείου, το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο του κατά περίπτωση ανώτατου ορίου προστίμου που ορίζεται από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 32 του Κώδικα αυτού”. Εξάλλου, στην παρ. 1 του άρθρου 31 του Ν. 1591/1986 (50 Α΄) ορίζεται ότι: “αδίκημα φοροδιαφυγής διαπράττει: α)… ζ) Όποιος εκδίδει πλαστό ή εικονικό ή νοθεύει τιμολόγιο πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών ή οποιοδήποτε από τα φορολογικά στοιχεία που αναφέρονται στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου αυτής… θεωρείται εικονικό και το φορολογικό στοιχείο που εκδόθηκε για συναλλαγή, διακίνηση ή οποιαδήποτε άλλη αιτία ανύπαρκτη στο σύνολο ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο φορολογικό στοιχείο”. Κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων (άρθρα 32, παρ. 1 και 33, παρ. 4 του Π.Δ. 186/1992 και 31 παρ. 1 περίπτ. ζ΄ του Ν. 1591/1986), αν αποδίδεται εικονικότητα στα φορολογικά στοιχεία που έχουν εκδοθεί, υπό την έννοια ότι δεν έχει πραγματοποιηθεί η συναλλαγή για την οποία φέρονται ότι εκδόθηκαν, η φορολογική αρχή βαρύνεται, καταρχήν, με την απόδειξη της εικονικότητας. Αν όμως πρόκειται για συναλλαγή με πρόσωπο που δεν είχε δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του ούτε είχε Θεωρήσει στοιχεία στην αρμόδια φορολογική αρχή, αρκεί το γεγονός αυτό, νομίμως υποδεικνυόμενο, για να στοιχειοθετηθεί παράβαση και του επιτηδευματία που δέχεται τέτοια στοιχεία, εκτός αν ο τελευταίος αποδείξει ότι τελούσε σε καλή πίστη κατά το χρόνο της συναλλαγής (ΣτΕ 1055/2002, 2445/2002, 446/2003).
4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως δέχεται η προσβαλλομένη απόφαση, “μετά από έλεγχο που διενεργήθηκε από αρμόδιους υπαλλήλους της Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά στην επιχείρηση της εκκαλούσας εταιρείας, για τον οποίο συντάχθηκαν οι από 6/2/1995 και 29/6/1999 οικείες εκθέσεις ελέγχου, διαπιστώθηκε ότι η εταιρεία αυτή, που εδρεύει στον Παναμά και διατηρεί γραφείο στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις των Α.Ν.89/1967 και 368/1968, με αντικείμενο εργασιών τη διαχείριση πλοίων που εκτελούν πλόες εξωτερικού και την εκπροσώπηση και διαχείριση υποθέσεων αλλοδαπών ναυτιλιακών εταιρειών, κατά τη χρήση, μεταξύ άλλων, του έτους 1993, είχε καταχωρίσει στα τηρούμενα απ΄ αυτήν βιβλία τριάντα δύο τιμολόγια πωλήσεως τα οποία είχαν εκδοθεί ως τιμολόγια παροχής υπηρεσιών από στέλεχος με αρίθμηση από 29 έως 64, με στοιχείο επιτηδευματία “Παρ….. Λ. Ζω… – ΕΜΠ…. – Γεν…. Σιδη…. – Παν…. 62 – Κερ…. – Τηλ. 4313.993 Α.Δ.Τ. Η 933700”, τα οποία είχαν εκδοθεί για την προσωπική απασχόληση συνεργείου τεχνιτών σε διάφορα πλοία που τελούσαν υπό την διαχείρισή της. Προκειμένου να ελεγχθεί η γνησιότητα των τιμολογίων αυτών, αλλά και άλλων τιμολογίων που είχε λάβει η εκκαλούσα από την ίδια εκδότρια κατά τις χρήσεις τόσο των προηγούμενων ετών 1990, 1991 και 1992 όσο και του επόμενου έτους 1994, ορισμένα από τα οποία παρουσίαζαν πρόβλημα ως προς τον τρόπο διάτρησής τους, είχαν δε υποβληθεί στην πιο πάνω Δ.Ο.Υ. μαζί με τη δήλωση φόρου πλοίων, ώστε να τύχει η επιχείρησή της των προβλεπόμενων κατά το νόμο απαλλαγών από το φόρο εισοδήματος, λόγω πραγματοποιήσεως επισκευών στα παραπάνω πλοία, διενεργήθηκε έρευνα στην αρμόδια για την εν λόγω ατομική επιχείρηση Δ.Ο.Υ. Ε΄ Πειραιά, για την οποία συντάχθηκε η από 11/12/1998 έκθεση ελέγχου. Από την έρευνα αυτή προέκυψε ότι η εκδότρια των τιμολογίων, είχε κάνει έναρξη εργασιών στις 21/4/1983 και είχε θεωρήσει στην πιο πάνω Δ.Ο.Υ. μόνον το στέλεχος με το υπ΄ αριθμ. 1-50 τιμολόγια πωλήσεως, καθώς και ισάριθμα δελτία αποστολής, πλην όμως ουδέποτε είχε υποβάλει δήλωση φορολογίας εισοδήματος για τις φερόμενες ως άνω δραστηριότητές της και ότι στις δηλώσεις που υπέβαλε αυτή μαζί με τον σύζυγό της, ο τελευταίος μεν δήλωνε ως επάγγελμα ναυτικός, η ίδια δε δεν δήλωνε εισόδημα, αλλά ανέγραφε ότι ασχολείται με “οικιακά”^ Τα τιμολόγια από το στέλεχος με αριθμούς 51 και άνω, δηλαδή 12 από τα επίμαχα τιμολόγια, έφεραν μεν διάτρηση θεώρησης, δεν είχε όμως καταχωρηθεί στα βιβλία της οικείας Δ.Ο.Υ., σχετική πράξη θεώρησής τους και ως εκ τούτου απεδείχθη ότι ήταν πλαστά. Περαιτέρω, η ανωτέρω ουδέποτε απεγράφη ως εργοδότρια στο Ι.Κ.Α., ουδέποτε υπέβαλε δηλώσεις για την απόδοση του φόρου προστιθέμενης αξίας, δεν είχε δε πραγματοποιήσει καμία αγορά αγαθών, ενώ μετά τον έλεγχο που διενεργήθηκε στην επαγγελματική της εγκατάσταση διαπιστώθηκε ότι και η διεύθυνση που είχε δηλώσει ως τέτοια ήταν η διεύθυνση της κατοικίας της, όπου και δεν υπήρχε κατάλληλος χώρος για την εκτέλεση εργασιών. Εξάλλου, μετά από πρόσκτηση της διάδικης φορολογικής αρχής να προσκομίσει τα βιβλία και στοιχεία της για έλεγχο, παρουσιάσθηκε αντ΄ αυτής ο σύζυγός της Λο…. Ζωά…., ο οποίος δήλωσε ότι δεν γνωρίζει που βρίσκονται αυτά. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά και αφού κρίθηκαν τα εν λόγω τιμολόγια οπό τη φορολογική αρχή κατ΄ αρχάς ως εικονικά, αφού η εκδότρια Πα….. Ζωά…. δεν ήταν δυνατόν να έχει πραγματοποιήσει η ίδια τις εργασίες στις οποίες αφορούσαν αυτά, χωρίς τον απαραίτητο μηχανολογικό εξοπλισμό και χωρίς την απασχόληση προσωπικού, δώδεκα δε από αυτά επιπλέον και ως πλαστά, επιβλήθηκε σε βάρος της εκκαλούσας με την (ως άνω 99/2-7-1999) πράξη του Προϊσταμένου της εν λόγω Δ.Ο.Υ. πρόστιμο, αυτοτελές για καθεμία συναλλαγή και ίσο με το διπλάσιο της αξίας αυτής, κατ΄ εφαρμογή των ευνοϊκότερων διατάξεων των άρθρων 5 και 24, παρ. 4 του Ν. 2523/1997 και συνολικά 327.728.260 δραχμών, με την αιτιολογία ότι αποδέχθηκε και καταχώρισε στα βιβλία της τα παραπάνω φορολογικά στοιχεία, κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων”. Κατά της ως άνω αποφάσεως του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιώς, η αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία “προέβαλε ότι τα επίμαχα τιμολόγια δεν ήταν εικονικά, διότι ανταποκρίνονται σε πραγματικές εργασίες, οι οποίες έγιναν από συνεργείο επισκευής και συντήρησης πλοίων, στο οποίο μετείχε και ο σύζυγος της εκδότριας, ελασματουργός – τεχνίτης, και οι οποίες πραγματοποιήθηκαν επί των συγκεκριμένων πλοίων σε λιμένες της αλλοδαπής, με τεχνικά μέσα που διέθεταν τα ίδια τα πλοία, ώστε δεν ήταν απαραίτητο να διαθέτει το συνεργείο μηχανολογικό εξοπλισμό, ότι οι εργασίες αυτές αποδεικνύονται από συγκεκριμένα έγγραφα στοιχεία και έχουν πιστοποιηθεί από τα αρμόδια όργανα του πλοίου, πλοίαρχο και Α΄ μηχανικό και ότι οι υπάλληλοι της εταιρείας δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζουν ότι τα τιμολόγια αυτά ήταν εικονικά, αφού είχαν όλα τα γνωρίσματα των γνήσιων φορολογικών στοιχείων. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της αυτών προσκόμισε πρωτοδίκως σε φωτοτυπικά αντίγραφα τα ένδικα τιμολόγια, εκκαθαριστικούς λογαριασμούς για το σύνολο των ωρών εργασίας των τεχνιτών του συνεργείου επί των ανωτέρω πλοίων, δελτία παραγγελίας διαφόρων εργασιών και δελτία παραλαβής των συγκεκριμένων εργασιών που πραγματοποιήθηκαν στα πλοία αυτά, τα οποία υπογράφονται από τον πλοίαρχο και τον Α΄ μηχανικό του κάθε πλοίου και φέρουν τη σφραγίδα του πλοίου. Επίσης, προσκόμισε: α) δελτία αποστολής εμπορευμάτων της ίδιας ως άνω ατομικής επιχειρήσεως με παραλήπτες πλοία της διαχειρίσεώς της, β) σημειώματα από το τεχνικό τμήμα της εταιρείας προς το τμήμα πληρωμών περί παραδόσεως των διαφόρων εμπορευμάτων – ανταλλακτικών στα πλοία και περί εκτελέσεως των επισκευαστικών εργασιών, γ) βεβαιώσεις των πλοιάρχων ορισμένων από τα πλοία περί εκτελέσεως διαφόρων επισκευαστικών εργασιών, δ) αποδείξεις καταβολής χρημάτων σε μέλη του συνεργείου για την κάλυψη των εξόδων τους στα πλοία και αποδείξεις πληρωμών, ε) χρεωστικά σημειώματα διαφόρων ταξιδιωτικών γραφείων για την αγορά αεροπορικών εισιτηρίων στο όνομα μελών του συνεργείου, στ) την από 15/12/1999 βεβαίωση του Νικ….. Καρ….., διευθυντή του λογιστηρίου της εταιρείας, ότι όλες οι πληρωμές των τιμολογίων τρίτων γίνονται με τραπεζικές επιταγές, ζ) απόσπασμα της 2930/2000 αποφάσεως του Α΄ Μονομελούς Πλημμελλειοδικείου Πειραιά, το οποίο κήρυξε τον εκπρόσωπο της εταιρείας, Εμ…. Του…., αθώο από την αποδιδόμενη σ΄ αυτόν κατηγορία της λήψεως δύο εικονικών τιμολογίων κατά την κρινόμενη χρήση και, τέλος, η) τις από 28/9/1999 βεβαιώσεις των Τραπεζών CITIBANK και HSBC (βλ. πινάκια 10, 11 και 12 της αυτής δικασίμου), στις οποίες βεβαιώνεται ότι μέσω των εν λόγω Τραπεζών και από το λογαριασμό της εκκαλούσας εξοφλήθηκαν οι απαριθμούμενες στις βεβαιώσεις αυτές επιταγές, οι οποίες αναγράφονται κατά αριθμό επιταγής, χρηματικό ποσό και ημερομηνία”. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την ως άνω προσφυγή και έκρινε ότι τα πιο πάνω τιμολόγια που εξέδωσε για τις επίμαχες εργασίες η επιχείρηση της Πα…… Ζωά…… προς την αναιρεσείουσα ήταν εικονικά, η τελευταία δεν απέδειξε ότι τελούσε σε καλή πίστη ως προς το πρόσωπο που παρέσχε τις υπηρεσίες που αφορούσαν τα τιμολόγια αυτά. Η κρίση αυτή επικυρώθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε έφεση που άσκησε κατά της πρωτόδικης αποφάσεως η αναιρεσείουσα εταιρεία, ισχυριζόμενη, πέραν όσων πρωτοδίκως ανεπτύχθησαν, ότι τελούσε σε καλή πίστη δεδομένου ότι το συμβληθέν με την αναιρεσείουσα πρόσωπο, Λο….. Ζωά….., ήταν σύζυγος της εκδότριας των τιμολογίων Πα….. Ζωά…. Ειδικότερα, η προσβαλλομένη απόφαση θεώρησε ότι δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη “ούτε η βεβαίωση του διευθυντή του λογιστηρίου της εκκαλούσας, διότι αποτελεί στην πραγματικότητα μαρτυρική κατάθεση, η οποία δεν έχει ληφθεί νομότυπα, σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 179 επ. του Κώδικα Διοικ. Δικ. (Ν.2717/1999) ούτε και οι προσκομιζόμενες για πρώτη φορά κατ΄ έφεση 25.373, 25.379 και 25.385/23-4-2003 ένορκες ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Ζαφ…. Σου….-Κων….. βεβαιώσεις, των Γεω…. Μυλ…., ναυπηγού, Αντ… Καρ…., μηχανικού Ε.Ν. και Λε…. Ζησ…., μηχανολόγου – μηχανικού, οι οποίες έχουν ληφθεί κατά το άρθρο 185 του πιο πάνω Κώδικα Διοικ. Δικ., διότι η επίκληση και η προσαγωγή τους γίνεται απαραδέκτως κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 96 του Κώδικα αυτού”. Εξάλλου, σύμφωνα με την ίδια απόφαση, “από τα λοιπά ως άνω στοιχεία, αποδεικνύεται μεν ότι εκτελέσθηκαν πράγματι εργασίες επισκευής και συντήρησης των προαναφερθέντων πλοίων από το επικαλούμενο από την εκκαλούσα συνεργείο, μεταξύ των μελών του οποίου περιλαμβάνεται σε ορισμένες περιπτώσεις και ο σύζυγος της εκδότριας των τιμολογίων Λο…. Ζωά….., δεν προκύπτει όμως οποιαδήποτε συναλλαγή ή συμφωνία της εταιρείας με την ίδια την ατομική επιχείρηση της Πα… Ζωά…., δηλαδή με την εκδότρια των τιμολογίων, της οποίας, συνεπώς, η σχέση με το παραπάνω συνεργείο ότι η ανάμειξη στις συγκεκριμένες εργασίες δεν αποδεικνύεται από κανένα από τα στοιχεία αυτά. Περαιτέρω, και τα ένδικα τιμολόγια είναι εμφανώς παράτυπα, αφού αφενός μεν είναι τιμολόγια πωλήσεως, τα οποία έχουν συμπληρωθεί ως τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, αφετέρου και κυρίως δεν αναγράφουν στη σφραγίδα της ατομικής επιχειρήσεως που τα εξέδωσε τον αριθμό του φορολογικού της μητρώου, αλλά αντ΄ αυτού τον αριθμό της ταυτότητας προφανώς της εκδότριας Πα… Ζωά…. (Α.Δ.Τ. ……). Το γεγονός όμως αυτό θα προξενούσε, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, υποψίες σε οποιονδήποτε εχέφρονα συναλλασσόμενο, πολλώ δε μάλλον στον εκπρόσωπο και στους αρμόδιους υπαλλήλους του οργανωμένου λογιστηρίου μιας μεγάλης ναυτιλιακής εταιρείας, όπως η εκκαλούσα. Επιπλέον των ανωτέρω, υπάρχει και καταφανής διάσταση μεταξύ της επωνυμίας της επιχειρήσεως που αναγράφεται στα έγγραφα που παραλάμβανε η εταιρεία προς πιστοποίηση των εκτελούμενων εργασιών και της επωνυμίας της επιχειρήσεως που εξέδιδε τελικά τα οικεία φορολογικά στοιχεία, διότι τα προσκομιζόμενα εκκαθαριστικά των εκάστοτε λογαριασμών και τα δελτία παραλαβής εργασιών φέρουν έντυπα την ένδειξη “ΕΝ ΠΛΩ ΤΕΧ… ΛΟ…” ή ακόμη και “ΕΝ ΠΛΩ ΤΕΧ… ΛΟΧ… Ο.Ε.” (βλ. πινάκιο 11 της αυτής δικασίμου), ενώ και άλλα προσκομιζόμενα έγγραφα, όπως π.χ. το από 20/3/1993 έγγραφο του πλοιάρχου του πλοίου Μ/V EV…. Ψα… Στ…., το από 9/8/1993 έγγραφο το πλοιάρχου M/V AM…. Πέ… Δα…, οι από 25/3/1993, 15/6/1993 και από 17/6/1993 βεβαιώσεις παροχής υπηρεσιών του πλοιάρχου του πλοίου M/V AR… Πα… Τζ…. και του αρχιμηχανικού του πλοίου M/V PI… Α… Καρ…., καθώς και διάφορα σημειώματα παραγγελίας εργασιών (Νο 1799 και Νο 2039) αναγράφουν ως επωνυμία “ΕΝ ΠΛΩ ΤΕΧ… ΛΟ…..” ή συνεργείο “ΖΩ…..” ή συνεργείο “ΛΟ…. ΖΩ…..”, γεγονός που δεν είναι δυνατόν να μην έγινε αντιληπτό και που υποδηλώνει ότι το συνεργείο που πραγματοποιούσε της επισκευές, κλπ. στα πλοία είχε μεν σχέση με το σύζυγο της εκδότριας των τιμολογίων, όχι όμως και με την φερόμενη ως ατομική επιχείρηση της ίδιας και ότι η έκδοση των τιμολογίων στο όνομα της τελευταίας γινόταν προς εξαπάτηση της φορολογικής αρχής. Με βάση τα δεδομένα αυτά και εν όψει του γεγονότος ότι από την παραπάνω βεβαίωση της τράπεζας CITIBANK N.A., προκύπτει μεν η μέσω αυτής εξόφληση με διάφορες τραπεζικές επιταγές και σε αντίστοιχες ημερομηνίες ποσών, τα οποία κατά τους ισχυρισμούς της εκκαλούσας αφορούν στην καταβολή της αξίας των ένδικων τιμολογίων, δεν προκύπτει όμως και το πρόσωπο επ΄ ονόματι του οποίου έχουν εκδοθεί οι επιταγές αυτές ή το πρόσωπο που εισέπραξε τα αναγραφόμενα ποσά”. Με τα δεδομένα αυτά, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε “ότι, εν προκειμένω, ακόμη και αν αποδεικνυόταν η καλή πίστη της εταιρείας ως προς την ανυπαρξία της ατομικής επιχειρήσεως της εκδότριας των επίμαχων τιμολογίων, δεν αποδεικνύεται πάντως και η καλή πίστη αυτής ως προς το ότι τα πρόσωπα του συνεργείου που πραγματοποίησαν τις εργασίες επί των πλοίων, αποτελούσαν προσωπικό της εν λόγω επιχειρήσεως ή είχαν οποιαδήποτε άμεση σχέση μ΄ αυτήν, και, επομένως, ως προς το ότι η πιο πάνω ατομική επιχείρηση ήταν εκείνη που παρείχε και τις συγκεκριμένες υπηρεσίες, ώστε να δικαιολογείται περαιτέρω η έκδοση των τιμολογίων αυτών στο όνομά της και όχι στο όνομα εκείνων που εκτέλεσαν τις εργασίες, όπως ορθά και νόμιμα έκρινε και η εκκαλούμενη απόφαση. Και τούτο, διότι, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις, εικονικό είναι το εκδιδόμενο φορολογικό στοιχείο όχι μόνο όταν εκδίδεται για ανύπαρκτη συναλλαγή, αλλά και όταν η συναλλαγή έχει πραγματοποιηθεί από πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο που αναγράφεται στο φορολογικό στοιχείο, ο δε λήπτης ευθύνεται, σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις, εφόσον είναι εν γνώσει του γεγονότος αυτού. Η καλή πίστη της εταιρείας ως προς το συγκεκριμένο γεγονός δεν προκύπτει πάντως κατά την ίδια απόφαση “ούτε από το ότι τόσο η εκδότρια των τιμολογίων όσο και ο σύζυγός της μηνύθηκαν από την εταιρεία στις 6/2/1955, δηλαδή μετά τη διενέργεια του φορολογικού ελέγχου, για την έκδοση σε μεταγενέστερη της κρινόμενης χρήση πλαστών τιμολογίων, δηλαδή τιμολογίων που δεν έφεραν διάτρηση από την αρμόδια φορολογική αρχή”. Επομένως, σύμφωνα με την ίδια απόφαση “στοιχειοθετούνται σε βάρος της εκκαλούσας οι αποδιδομένες σ΄ αυτήν παραβάσεις των μνημονευόμενων διατάξεων του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων για τη λήψη εικονικών (ανακριβών) τιμολογίων (και όχι των αντίστοιχων διατάξεων του νεότερου Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, τις οποίες εσφαλμένα εφήρμοσε το πρωτόδικο δικαστήριο), δεδομένου δε ότι οι παραβάσεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα και την απόκρυψη της συναλλαγής, νομίμως προσδιορίσθηκε από τη φορολογική αρχή το επιβλητέο σε βάρος της πρόστιμο στο ισόποσο της αξίας κάθε συναλλαγής”. Η αιτιολογία όμως αυτή της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι νόμιμη, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, διότι, ενώ δέχεται ότι από τα στοιχεία που παρατίθενται ανωτέρω “αποδεικνύεται μεν ότι εκτελέσθηκαν πράγματι εργασίες επισκευής και συντήρησης των προαναφερθέντων πλοίων από το επικαλούμενο από την εκκαλούσα συνεργείο, μεταξύ των μελών του οποίου ήταν και ο σύζυγος της εκδότριας των τιμολογίων Λο…. Ζωά….” στη συνέχεια καταλήγει στο συμπέρασμα “ότι δεν αποδεικνύεται η καλή πίστη της εταιρείας ως προς το ότι τα πρόσωπα του συνεργείου που πραγματοποίησαν τις εργασίες επί των πλοίων, αποτελούσαν προσωπικό της εν λόγω επιχείρησης ή είχαν οποιαδήποτε σχέση μ΄ αυτήν, και, επομένως, ως προς το ότι η πιο πάνω ατομική επιχείρηση ήταν εκείνη που παρείχε και τις συγκεκριμένες υπηρεσίες….”, χωρίς να αξιολογήσει τον προβληθέντα με την έφεση ισχυρισμό της αιτούσας ότι ένα από μέλη του συνεργείου που πραγματοποίησε τις συναλλαγές, ο Λο… Ζωά…., ήταν σύζυγος της εκδότριας των επίμαχων τιμολογίων Πα… Ζωά…. Περαιτέρω, η κρίση της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι “δεν προκύπτει η καλή πίστη της αναιρεσείουσας εταιρείας ούτε από το γεγονός ότι τόσο η εκδότρια των τιμολογίων όσο και ο σύζυγός της μηνύθηκαν από την εταιρεία στις 6/2/1995, δηλαδή μετά τη διενέργεια του φορολογικού ελέγχου” δεν είναι νόμιμη, τούτο δε διότι, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η μήνυση έγινε την ίδια ημέρα του ελέγχου (6/2/1995), και όχι μεταγένεστερα όπως υπολαμβάνει το δικάσαν δικαστήριο, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν απάντησε στον προβληθέντα με την έφεση, ειδικότερο ισχυρισμό της αιτούσας, σύμφωνα με τον οποίο η καλή της πίστη αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι “ευθύς ως έλαβε γνώση ότι η γενόμενη με διάτρηση σφράγιση των τιμολογίων δεν ήταν γνήσια, παραχρήμα μήνυσε τόσο την εκδότρια των τιμολογίων Πα…. Ζωά…. όσο και το σύζυγό της Λο…. Ζωά…., οι τελευταίοι δε, παραπέμφθησαν με το υπ΄ αριθμ. 269/1996 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Πειραιά, προκειμένου να δικασθούν για απάτη σε βάρος της εταιρείας σε βαθμό κακουργήματος και χρήσης πλαστών τιμολογίων”. Στη συνέχεια η προσβαλλομένη απόφαση, ενώ αναφέρει στο σκεπτικό της “ότι με την υπ΄ αριθμ. 2930/2000 απόφαση του Α΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, κηρύχθηκε ο εκπρόσωπος της εταιρείας Εμμα….. Του…., αθώος από την αποδιδόμενη σ΄ αυτόν κατηγορία της λήψεως δύο εικονικών τιμολογίων κατά τη χρήση του έτους 1994”, στη συνέχεια δεν φαίνεται να αξιολογεί το γεγονός αυτό. Συνεπώς, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος.
5. Επειδή, αναιρουμένης κατά τα ανωτέρω, της προσβαλλομένης αποφάσεως, αποβαίνει περιττή η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως και η υπόθεση, χρήζουσα διευκρινίσεως κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.