Σ.Τ.Ε. 547/2006
Ι. Λήψη εικονικών τιμολογίων. Βάρος της απόδειξης της εικονικότητας. Καλή πίστη του λήπτη
Συμβουλίου της Επικρατείας (Β΄ Τμήματος)
Αριθ. απόφασης: 547/2006
Προεδρεύων: Ν. Σκλίας, Σύμβουλος ΣτΕ,
Εισηγήτρια: Σ. Βιτάλη, Πάρεδρος ΣτΕ
Δικηγόροι: Γ. Γιαννόπουλος, Α. Τσιοκάνη, Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.
Κώδικας βιβλίων και στοιχείων (Π.Δ. 99/1977, άρθρα 21, 31, 47).
Ι. Λήψη εικονικών τιμολογίων. Βάρος της απόδειξης της εικονικότητας. Καλή πίστη του λήπτη: Όταν αποδίδεται σε ορισμένο επιτηδευματία η παράβαση της λήψης τιμολογίου εικονικού, υπό την έννοια ότι είτε δεν έχει πραγματοποιηθεί η συναλλαγή στην οποία αυτή αναφέρεται είτε ότι έχει μεν πραγματοποιηθεί η συναλλαγή, όχι όμως όπως εμφανίζεται, με τον φερόμενο ως εκδότη του τιμολογίου, η φορολογική αρχή βαρύνεται, κατ΄ αρχήν, με την απόδειξη της εν λόγω εικονικότητας. Εξάλλου, στην τελευταία ως άνω περίπτωση, εάν, δηλαδή, η αποδιδόμενη σε ορισμένο τιμολόγιο εικονικότητα συνίσταται στο ότι έχει μεν πραγματοποιηθεί η σχετική συναλλαγή, όχι όμως με το πρόσωπο που εμφανίζεται ως εκδότης του τιμολογίου, η εικονικότητα θεωρείται αποδεδειγμένη, εάν αποδειχθεί ότι το εν λόγω πρόσωπο είναι ανύπαρκτο ή ότι δεν έχει δηλώσει έναρξη επιτηδεύματος ούτε έχει προβεί σε θεώρηση φορολογικών στοιχείων. Στην περίπτωση δε αυτή στοιχειοθετείται, καταρχήν παράβαση για τον επιτηδευματία που αποδέχεται τέτοιο τιμολόγιο και το καταχωρεί στα βιβλία του, εκτός εάν εκείνος αποδείξει ότι είχε καλή πίστη κατά το χρόνο της συναλλαγής.
II. Ισχυρισμός της λήπτριας εταιρίας ότι εμήνυσε την εκδότρια επιχείρηση, ευθύς ως έλαβε γνώση των πλαστών και εικονικών τιμολογίων: Ο εν λόγω ισχυρισμός έπρεπε να τύχει απάντησης από το δικαστήριο της ουσίας και να αξιολογηθεί από αυτό η εκδοθείσα από το ποινικό δικαστήριο απόφαση, με την οποία κηρύχθηκε αθώος ο εκπρόσωπος της λήπτριας εταιρίας από την κατηγορία της λήψης εικονικών τιμολογίων, προκειμένου να κριθεί η ύπαρξη ή όχι της καλής πίστης αυτής.
Δεκτή αίτηση αναίρεσης φορολογουμένου
[…] 3. Επειδή, στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων (Π.Δ. 99/1977, Α΄ 34) ορίζεται ότι “Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον, ημεδαπόν ή αλλοδαπόν, αναφερόμενον εφεξής υπό τον όρον “επιτηδευματίας”, ασκούν εντός της Επικρατείας εμπορικήν, βιομηχανικήν ή οιανδήποτε ετέραν επιχείρησιν και εν γένει κερδοσκοπικόν, βιοποριστικόν ή ελευθέριον επάγγελμα τηρεί, εκδίδει, παρέχει, ζητεί, λαμβάνει, υποβάλλει, διαφυλάσσει τα βιβλία, τα στοιχεία και τις δηλώσεις, κατά τα οριζόμενα υπό του παρόντος Κώδικος και υπέχει εν γένει τας οριζομένας υπό τούτου υποχρεώσεις. (…)”. Περαιτέρω, στην παράγραφο 1 του άρθρου 21 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι “Επί παροχής υπηρεσιών εν γένει (επισκευή, συντήρησις, κ.λπ.) υπό επιτηδευματίου: α) προς έτερον επιτηδευματίαν δια την άσκησιν του επαγγέλματός του, .. εκδίδεται υπό του παρέχοντος την υπηρεσίαν θεωρημένον διπλότυπον τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών”. Ακολούθως, στην παράγραφο 1 του άρθρου 47 του ίδιου Κώδικα, όπως το πρώτο, δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκαν με την 1062060/270/0015/24-5-1989 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (Β΄ 389/25-5-1989), η οποία κυρώθηκε από τότε που εκδόθηκε με το άρθρο 51, παρ. 5, εδάφ. δ΄ του Ν. 1882/1990 (Α΄ 43/23-3-1990), ορίζονται τα εξής: “Όποιος δεν εκδίδει ή εκδίδει ανακριβώς τα στοιχεία που ορίζονται από τον παρόντα Κώδικα, όποιος δεν παραδίδει το εκδιδόμενο στοιχείο σ΄ αυτόν που αφορά τούτο, όποιος δεν ζητά ή δεν αποδέχεται το στοιχείο που προορίζεται γι΄ αυτόν, όποιος δεν τηρεί ή τηρεί ελλιπώς ή ανακριβώς τα βιβλία που ορίζονται από τον παρόντα Κώδικα, (…) και γενικά όποιος παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντα Κώδικα, τιμωρείται για κάθε παράβαση με πρόστιμο μέχρι 120.000 δραχμών, προκειμένου για υπόχρεο τήρησης βιβλίων τρίτης κατηγορίας, μέχρι 80.000 δραχμών, προκειμένου για υπόχρεο τήρησης βιβλίων δεύτερης κατηγορίας (…). Κατ΄ εξαίρεση, στην περίπτωση που η μη έκδοση ή η ανακριβής έκδοση των στοιχείων που ορίζονται από τον παρόντα Κώδικα έχει ως αποτέλεσμα την απόκρυψη της συναλλαγής ή μέρους αυτής, η δε συνολική αξία της είναι μεγαλύτερη των 120.000 δραχμών, επιβάλλεται πρόστιμο για κάθε παράβαση ίσο με την αξία της συνολικής συναλλαγής… Νοείται ως παράβασις επισύρουσα αυτοτελώς πρόστιμον: α) Η παράλειψις της εκδόσεως ενός εκάστου τιμολογίου, μιας εκάστης αποδείξεως λιανικής πωλήσεως, αποδείξεως παροχής υπηρεσιών και φορτωτικής, ως και ενός εκάστου οιουδήποτε ετέρου στοιχείου οριζομένου υπό των διατάξεων του παρόντος Κώδικος… β) Η έκδοσις ενός εκάστου των περί ων η ανωτέρω περίπτωσις α στοιχείων με ανακριβές περιεχόμενο ως προς το ονοματεπώνυμον…, το είδος, την ποσότητα ή την τιμήν και την αξίαν ή την αμοιβήν, γ) …”. Εξάλλου, στην παρ. 1 του άρθρου 31 του Ν. 1591/1986 (50 Α΄) ορίζεται ότι: “αδίκημα φοροδιαφυγής διαπράττει: α)… ζ) Όποιος εκδίδει πλαστό ή εικονικό ή νοθεύει τιμολόγιο πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών ή οποιοδήποτε από τα φορολογικά στοιχεία που αναφέρονται στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου αυτής… θεωρείται εικονικό και το φορολογικό στοιχείο που εκδόθηκε για συναλλαγή, διακίνηση ή οποιαδήποτε άλλη αιτία ανύπαρκτη στο σύνολο ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο φορολογικό στοιχείο”. Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, όταν αποδίδεται σε ορισμένο επιτηδευματία η παράβαση της λήψεως τιμολογίου εικονικού, υπό την έννοια ότι είτε δεν έχει πραγματοποιηθεί η συναλλαγή στην οποία αυτή αναφέρεται είτε ότι έχει μεν πραγματοποιηθεί η συναλλαγή, όχι όμως όπως εμφανίζεται, με τον φερόμενο ως εκδότη του τιμολογίου, η φορολογική αρχή βαρύνεται, κατ΄ αρχήν, με την απόδειξη της εν λόγω εικονικότητας. Εξάλλου, στην τελευταία ως άνω περίπτωση, αν δηλαδή η αποδιδόμενη σε ορισμένο τιμολόγιο εικονικότητα συνίσταται στο ότι έχει μεν πραγματοποιηθεί η σχετική συναλλαγή, όχι όμως με το πρόσωπο που εμφανίζεται ως εκδότης του τιμολογίου, η εικονικότητα θεωρείται αποδεδειγμένη, αν αποδειχθεί ότι το εν λόγω πρόσωπο είναι ανύπαρκτο ή ότι δεν έχει δηλώσει έναρξη επιτηδεύματος ούτε έχει προβεί σε θεώρηση φορολογικών στοιχείων. Στην περίπτωση δε αυτή στοιχειοθετείται, καταρχήν παράβαση για τον επιτηδευματία που αποδέχεται τέτοιο τιμολόγιο και το καταχωρεί στα βιβλία του, εκτός εάν εκείνος αποδείξει ότι είχε καλή πίστη κατά το χρόνο της συναλλαγής (πρβλ. ΣτΕ 2433/2002, 1553/2003, 511/2005).
4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως δέχεται η προσβαλλομένη απόφαση, “μετά από έλεγχο που διενεργήθηκε από αρμόδιους υπαλλήλους της Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά στην επιχείρηση της εκκαλούσας εταιρείας, για τον οποίο συντάχθηκαν οι από 6/2/1995 και 29/6/1999 οικείες εκθέσεις ελέγχου, διαπιστώθηκε ότι η εταιρεία αυτή, που εδρεύει στον Παναμά και διατηρεί γραφείο στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις των Α.Ν. 89/1967 και 368/1968, με αντικείμενο εργασιών τη διαχείριση πλοίων που εκτελούν πλόες εξωτερικού και την εκπροσώπηση και διαχείριση υποθέσεων αλλοδαπών ναυτιλιακών εταιρειών, κατά τη χρήση, μεταξύ άλλων, του έτους 1990, είχε καταχωρίσει στα τηρούμενα απ΄ αυτήν βιβλία δύο τιμολόγια πωλήσεως, τα οποία είχαν εκδοθεί ως τιμολόγια παροχής υπηρεσιών υπ΄ αριθμ. 10 και 11/18-12-1990, συνολικής αξίας 2.084.400 δρχ., με στοιχεία επιτηδευματία “Παρ… Λ. Ζω… – Εμπ… – Γεν… Σίδη… – Πα… 62 – Κερ… – Τηλ. 43… Α.Δ.Τ. Η 9…”, τα οποία είχαν εκδοθεί για την προσωπική απασχόληση δύο τεχνιτών, ένας από τους οποίους ήταν ο σύζυγος της εκδότριας, στα πλοία της “Αn… Gl….” και “An….. Ho…..” αντίστοιχα. Προκειμένου να ελεγχθεί η γνησιότητα των τιμολογίων αυτών, αλλά και άλλων τιμολογίων που είχε λάβει η εκκαλούσα από την ίδια εκδότρια κατά τις χρήσεις των επόμενων ετών 1991 έως 1994, ορισμένα από τα οποία παρουσίαζαν πρόβλημα ως προς τον τρόπο διάτρησής τους, είχαν δε υποβληθεί στην πιο πάνω Δ.Ο.Υ. μαζί με τη δήλωση φόρου πλοίων, ώστε να τύχει η επιχείρησή της των προβλεπόμενων κατά το νόμο απαλλαγών από το φόρο εισοδήματος, λόγω πραγματοποιήσεως επισκευών στα παραπάνω πλοία, διενεργήθηκε έρευνα στην αρμόδια για την εν λόγω ατομική επιχείρηση ΔΟΥ Ε΄ Πειραιά, για την οποία συντάχθηκε η από 11/12/1998 έκθεση ελέγχου. Από την έρευνα αυτή προέκυψε ότι η εκδότρια των τιμολογίων, είχε κάνει έναρξη εργασιών στις 21/4/1983 και είχε θεωρήσει στην πιο πάνω Δ.Ο.Υ. τα υπ΄ αριθμ. 1 – 50 τιμολόγια πωλήσεως, καθώς και ισάριθμα δελτία αποστολής, πλην όμως ουδέποτε είχε υποβάλει δήλωση φορολογίας εισοδήματος για τις φερόμενες ως άνω δραστηριότητές της και ότι στις δηλώσεις που υπέβαλε αυτή μαζί με τον σύζυγό της, ο τελευταίος μεν δήλωνε ως επάγγελμα ναυτικός, η ίδια δε δεν δήλωνε εισόδημα, αλλά ανέγραφε ότι ασχολείται με “οικιακά”. Εκτός από τα προαναφερθέντα τιμολόγια, η εν λόγω εκδότρια είχε εκδώσει και τιμολόγια από στέλεχος με αριθμούς 51 και άνω, τα οποία έφεραν μεν διάτρηση θεώρησης, δεν είχαν όμως καταχωρηθεί στα βιβλία της οικείας Δ.Ο.Υ. και ως εκ τούτου ήταν πλαστά. Περαιτέρω, η ανωτέρω ουδέποτε απεγράφη ως εργοδότρια στο Ι.Κ.Α., ουδέποτε υπέβαλε δηλώσεις για την απόδοση του φόρου προστιθέμενης αξίας, δεν είχε δε πραγματοποιήσει καμία αγορά αγαθών, ενώ μετά τον έλεγχο που διενεργήθηκε στην επαγγελματική της εγκατάσταση διαπιστώθηκε ότι και η διεύθυνση που είχε δηλώσει ως τέτοια ήταν η διεύθυνση της κατοικίας της, όπου και δεν υπήρχε κατάλληλος χώρος για την εκτέλεση εργασιών. Εξάλλου, μετά από πρόσκληση της διάδικης φορολογικής αρχής να προσκομίσει τα βιβλία και στοιχεία της για έλεγχο, παρουσιάσθηκε αντ΄ αυτής ο σύζυγος της Λο…. Ζω…, ο οποίος δήλωσε ότι δεν γνωρίζει που βρίσκονται αυτά. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά κρίθηκαν τα εν λόγω τιμολόγια από τη φορολογική αρχή ως εικονικά, αφού η εκδότρια Πα…. Ζω….. δεν ήταν δυνατόν να έχει πραγματοποιήσει η ίδια τις εργασίες, στις οποίες αφορούσαν αυτά χωρίς τον απαραίτητο μηχανολογικό εξοπλισμό και χωρίς την απασχόληση προσωπικού και επιβλήθηκε, ακολούθως, σε βάρος της εκκαλούσας με την (ως άνω 95/2-7-1999) απόφαση του Προϊσταμένου της εν λόγω Δ.Ο.Υ. πρόστιμο αυτοτελές για καθεμία συναλλαγή και ισόποσο με την αξία αυτής και συνολικά 2.084.400 δραχμών (1.706.400 δρχ. συν 378. 000 δρχ.), με την αιτιολογία ότι αποδέχθηκε και καταχώρισε στα βιβλία της τα παραπάνω φορολογικά στοιχεία, κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων”. Κατά της ως άνω αποφάσεως του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά η αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία “προέβαλε ότι τα επίμαχα τιμολόγια δεν ήταν εικονικά, διότι ανταποκρίνονται σε πραγματικές εργασίες, οι οποίες έγιναν από συνεργείο επισκευής και συντήρησης πλοίων, στο οποίο μετείχε και ο σύζυγος της εκδότριας, ελασματουργός – τεχνίτης και οι οποίες πραγματοποιήθηκαν επί των συγκεκριμένων πλοίων σε λιμένες της αλλοδαπής, με τεχνικά μέσα που διέθεταν τα ίδια τα πλοία, ώστε δεν ήταν απαραίτητο να διαθέτει το συνεργείο μηχανολογικό εξοπλισμό, ότι οι εργασίες αυτές αποδεικνύονται από συγκεκριμένα έγγραφα στοιχεία και έχουν πιστοποιηθεί από τα αρμόδια όργανα του πλοίου, πλοίαρχο και Α΄ μηχανικό και ότι οι υπάλληλοι της εταιρείας δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζουν ότι τα τιμολόγια αυτά ήταν εικονικά, αφού είχαν όλα τα γνωρίσματα των γνήσιων φορολογικών στοιχείων. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της αυτών, προσκόμισε πρωτοδίκως σε φωτοτυπικό αντίγραφα τα ένδικα τιμολόγια, εκκαθαριστικούς λογαριασμούς για το σύνολο των ωρών εργασίας των τεχνιτών του συνεργείου επί των ανωτέρω πλοίων και δελτίο παραλαβής των εργασιών που πραγματοποιήθηκαν από πλοία αυτά, τα οποία υπογράφονται από τον πλοίαρχο και τον Α΄ μηχανικό κάθε πλοίου και φέρουν τη σφραγίδα του πλοίου. Επίσης, προσκόμισε χρεωστικά σημειώματα του ταξιδιωτικού πρακτορείου “Ακ… Α.Ε.” για την αγορά αεροπορικών εισιτηρίων στο όνομα των μελών του συνεργείου, δηλαδή στο όνομα Ζω…. και Για…., τα από 28/9/1999 δύο έγγραφα της Τράπεζας Η…., στο πρώτο των οποίων βεβαιώνεται ότι μέσω της εν λόγω Τραπέζης και από το λογαριασμό της εκκαλούσας εξοφλήθηκαν οι απαριθμούμενες σ΄ αυτή επιταγές, οι οποίες αναγράφονται κατά αριθμό επιταγής, χρηματικό ποσό και ημερομηνία, στο δε δεύτερο βεβαιώνεται η έκδοση διαφόρων βεβαιώσεων αγοράς συναλλάγματος, την από 15/12/1999 βεβαίωση του Νι… Καρ…., διευθυντή του λογιστηρίου της εταιρείας, ότι όλες οι πληρωμές των τιμολογίων τρίτων γίνονται με τραπεζικές επιταγές, καθώς και απόσπασμα της 2930/2000 αποφάσεως του Α΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, το οποίο κήρυξε τον εκπρόσωπο της εταιρείας, Εμ… Του…, αθώο από την αποδιδομένη σ΄ αυτόν κατηγορία της λήψεως δύο εικονικών τιμολογίων κατά τη χρήση του έτους 1994″. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την ως άνω προσφυγή και έκρινε ότι τα πιο πάνω τιμολόγια που εξέδωσε για τις επίμαχες εργασίες η επιχείρηση της Παρ… Ζωά… προς την αναιρεσείουσα ήταν εικονικά, η τελευταία δε δεν απέδειξε ότι τελούσε σε καλή πίστη ως προς το πρόσωπο που παρέσχε τις υπηρεσίες στις οποίες αφορούσαν το τιμολόγια αυτά. Η κρίση αυτή επικυρώθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη ήδη απόφαση του διοικητικού εφετείου, με την οποία απορρίφθηκε έφεση που άσκησε κατά της πρωτόδικης αποφάσεως η αναιρεσείουσα εταιρεία, ισχυριζόμενη, πέραν όσων πρωτοδίκως ανεπτύχΘησαν, ότι τελούσε σε καλή πίστη δεδομένου ότι το συμβληθέν με την αναιρεσείουσα πρόσωπο Λο… Ζωά…. ήταν σύζυγος της εκδότριας των τιμολογίων Παρ… Ζωά… Ειδικότερα, η προσβαλλομένη απόφαση θεώρησε ότι δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη “ούτε η βεβαίωση του διευθυντή του λογιστηρίου της εκκαλούσσας, διότι αποτελεί στην πραγματικότητα μαρτυρική κατάθεση, η οποία δεν έχει ληφθεί νομότυπα, σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 179 επ. του Κώδικα Διοικ. Δικ. (Ν. 2717/1999) ούτε και οι προσκομιζόμενες για πρώτη φορά κατ΄ έφεση 25.369, 25.375 και 25.381/23-4-2003 ένορκες ενώπιον της Συμβ/φου Πειραιά Ζαφειρίας Σουρή – Κωνσταντίνου βεβαιώσεις, των Γε…. Μυ…, ναυπηγού, Αν… Καρ…, μηχανικού Ε.Ν. και Λεω… Ζησ…, μηχανολόγου – μηχανικού, οι οποίες έχουν ληφθεί κατά το άρθρο 185 του πιο πάνω Κώδικα Διοικ. Δικ., διότι η επίκληση και η προσαγωγή τους γίνεται απαραδέκτως κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 96 του Κώδικα αυτού. “Εξάλλου”, σύμφωνα με την ίδια απόφαση, “από τα λοιπά ως άνω στοιχεία, αποδεικνύεται μεν ότι εκτελέσθηκαν πράγματι εργασίες επισκευής και συντήρησης των προαναφερθέντων πλοίων από το επικαλούμενο από την εκκαλούσα συνεργείο και συγκεκριμένα από τους τεχνίτες Λο… Ζωά…, σύζυγο της εκδότριας των τιμολογιών, και Π… Για…., δεν προκύπτει όμως οποιαδήποτε συναλλαγή ή συμφωνία της εταιρείας με την ίδια την ατομική επιχείρηση της Παρ…. Ζωά…., δηλαδή με την εκδότρια των τιμολογίων, της οποίας, συνεπώς, η σχέση με το παραπάνω συνεργείο ή η ανάμειξη στις συγκεκριμένες εργασίες δεν αποδεικνύεται από κανένα από τα στοιχεία αυτά. Περαιτέρω, και τα ένδικα τιμολόγια είναι εμφανώς παράτυπα, αφού αφενός μεν είναι τιμολόγια πωλήσεως, τα οποία έχουν συμπληρωθεί ως τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, αφετέρου και κυρίως δεν αναγράφουν στη σφραγίδα της ατομικής επιχειρήσεως που τα εξέδωσε τον αριθμό του φορολογικού της μητρώου, αλλά αντ΄ αυτού τον αριθμό της ταυτότητας προφανώς της εκδότριας Παρ… Ζωά… (Α.Δ.Τ. …..). Το γεγονός όμως αυτό θα προξενούσε, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, υποψίες σε οποιονδήποτε εχέφρονα συναλλασσόμενο, πολλώ δε μάλλον στον εκπρόσωπο και στους αρμόδιους υπαλλήλους του οργανωμένου λογιστηρίου μιας μεγάλης ναυτιλιακής εταιρείας, όπως η εκκαλούσα. Συνεπώς, εν προκειμένω, εν όψει και του γεγονότος ότι από την ανωτέρω βεβαίωση της Τράπεζας Η…. προκύπτει μεν η μέσω αυτής εξόφληση στις 19/12/1990 με την 02…. τραπεζική επιταγή ποσού 1.934.254 δρχ., το οποίο κατά τους ισχυρισμούς της εκκαλούσας αφορά στην καταβολή της αξίας των ένδικων τιμολογίων, δεν προκύπτει όμως και το πρόσωπο επ΄ ονόματι του οποίου έχει εκδοθεί η επιταγή αυτή ή το πρόσωπο που εισέπραξε το αναγραφόμενο ποσό”. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι “εν προκειμένω, ακόμη και αν αποδεικνυόταν η καλή πίστη της εταιρείας ως προς την ανυπαρξία της ατομικής επιχειρήσεως της εκδότριας των επίμαχων τιμολογίων, δεν αποδεικνύεται πάντως και η καλή πίστη αυτής ως προς το ότι τα πρόσωπα του συνεργείου που πραγματοποίησαν τις εργασίες επί των πλοίων, αποτελούσαν προσωπικό της εν λόγω επιχειρήσεως ή είχαν οποιαδήποτε άμεση σχέση μ΄ αυτήν, και, επομένως, ως προς το ότι η πιο πάνω ατομική επιχείρηση ήταν εκείνη που παρείχε και τις συγκεκριμένες υπηρεσίες, ώστε να δικαιολογείται περαιτέρω η έκδοση των τιμολογίων αυτών στο όνομά της και όχι στο όνομα εκείνων που εκτέλεσαν τις εργασίες, όπως ορθά και νόμιμο έκρινε και η εκκαλούμενη απόφαση. Και τούτο, διότι, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις, εικονικό είναι το εκδιδόμενο φορολογικό στοιχείο, όχι μόνον όταν εκδίδεται για ανύπαρκτη συναλλαγή, αλλά και όταν η συναλλαγή έχει πραγματοποιηθεί από πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο που αναγράφεται στο φορολογικό στοιχείο, ο δε λήπτης ευθύνεται, σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις, εφόσον είναι εν γνώσει του γεγονότος αυτού. Η καλή πίστη της εταιρείας ως προς το συγκεκριμένο γεγονός δεν προκύπτει πάντως” κατά την ίδια απόφαση, “ούτε από το ότι τόσο η εκδότρια των τιμολογίων όσο και ο σύζυγός της μηνύθηκαν από την εταιρεία στις 6/2/1995, δηλαδή μετά τη διενέργεια του φορολογικού ελέγχου, για την έκδοση σε μεταγενέστερη της κρινόμενης χρήση πλαστών τιμολογίων, δηλαδή τιμολογίων που δεν έφεραν διάτρηση από την αρμόδια φορολογική αρχή”. Επομένως, σύμφωνα με την ίδια απόφαση, “στοιχειοθετούνται σε βάρος της εκκαλούσας οι αποδιδόμενες σ΄ αυτήν παραβάσεις των μνημονευόμενων διατάξεων του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων για τη λήψη εικονικών (ανακριβών) τιμολογίων, δεδομένου ότι οι παραβάσεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την απόκρυψη της συναλλαγής”. Η αιτιολογία όμως αυτή της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι νόμιμη κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, διότι, ενώ δέχεται ότι από τα στοιχεία που παρατίθενται ανωτέρω “αποδεικνύεται ότι εκτελέσθηκαν πράγματι εργασίες επισκευής και συντήρησης των προαναφερθέντων πλοίων από το επικαλούμενο από την εκκαλούσα συνεργείο και συγκεκριμένα από τους τεχνίτες Λο… Ζωά…., σύζυγο της εκδότριας των τιμολογίων και Π….. Για….,…”, στη συνέχεια καταλήγει στο συμπέρασμα “ότι δεν αποδεικνύεται η καλή πίστη της εταιρείας ως προς το ότι τα πρόσωπα του συνεργείου που πραγματοποίησαν τις εργασίες επί των πλοίων, αποτελούσαν προσωπικό της εν λόγω επιχείρησης ή είχαν οποιαδήποτε σχέση μ΄ αυτήν, και, επομένως, ως προς το ότι η πιο πάνω ατομική επιχείρηση ήταν εκείνη που παρείχε και τις συγκεκριμένες υπηρεσίες…”, χωρίς να αξιολογήσει τον προβληθέντα με την έφεση ισχυρισμό της αιτούσας ότι ένα από τα μέλη του συνεργείου που πραγματοποίησε τις συναλλαγές, ο Λο….. Ζωά…., ήταν σύζυγος της εκδότριας των επίμαχων τιμολογίων Παρ…. Ζωά….. Περαιτέρω, η κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι “δεν προκύπτει η καλή πίστη της αναιρεσείουσας εταιρείας ούτε από το γεγονός ότι τόσο η εκδότρια των τιμολογίων όσο κοι ο σύζυγός της μηνύθηκαν από την εταιρεία στις 6/2/1995, δηλαδή μετά τη διενέργεια του φορολογικού ελέγχου” δεν είναι νόμιμη, τούτο δε διότι, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η μήνυση έγινε την ίδια ημέρα του ελέγχου (6/2/1995) και όχι μεταγενέστερα όπως υπολαμβάνει το δικάσαν δικαστήριο, η προσβαλλομένη απόφαση δεν απήντησε στον προβληθέντα με την έφεση, ειδικότερο ισχυρισμό της αιτούσας, σύμφωνα με τον οποίο η καλή της πίστη αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι “ευθύς ως έλαβε γνώση ότι η γενόμενη με διάτρηση σφράγιση των τιμολογίων δεν ήταν γνήσια, παραχρήμα μήνυσε τόσο την εκδότρια των τιμολογίων Παρ….. Ζωά…. όσο και το σύζυγό της Λο… Ζωά….., οι τελευταίοι δε, παραπέμφθησαν με το υπ΄ αριθμ. 269/1996 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Πειραιά, προκειμένου να δικασθούν για απάτη σε βάρος της εταιρείας σε βαθμό κακουργήματος και χρήσης πλαστών τιμολογίων”. Στη συνέχεια η προσβαλλομένη απόφαση, ενώ αναφέρει στο σκεπτικό της “ότι με την υπ΄ αριθμ. 2930/2000 απόφαση του Α΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, κηρύχθηκε ο εκπρόσωπος της εταιρείας Εμ….. Του…., αθώος από την αποδιδόμενη σ΄ αυτόν κατηγορία της λήψεως δύο εικονικών τιμολογίων κατά τη χρήση του έτους 1994”, στη συνέχεια δεν φαίνεται να αξιολογεί το γεγονός αυτό. Συνεπώς, ο σχετικός λόγος αναιρέσεων πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος.