Σ.Τ.Ε. 495/2010

Α.Π. 495/2010 (Τμ. Α1 Πολ.)
Προεδρεύων: Ι. ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: ΔΗΜ. ΤΙΓΓΑΣ, Αρεοπαγίτης
[ανέγνωσε την έκθεση του Αρεοπαγίτης Β. ΦΟΥΚΑ]

 

Θέμα:  Αξίωση αποζημίωσης από την έκδοση ακάλυπτης επιταγής έχει όχι μόνον ο τελευταίος κομιστής της, αλλά και κάθε άλλος υπογραφέας, που πλήρωσε την επιταγή ως εξ αναγωγής υπόχρεος και έγινε κομιστής της

Από τη διάταξη του άρθρου 914 του Α.Κ., κατά την οποία όποιος ζημιώνει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, προκύπτει ότι μεταξύ των προϋποθέσεων της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι ο παράνομος και υπαίτιος χαρακτήρας της πράξεως και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της ζημίας.

Παράνομη είναι και η έκδοση ακάλυπτης επιταγής, σύμφωνα με το άρθρο 79, παρ. 1, του Ν. 5960/1933, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 1325/1972, κατά το οποίο τιμωρείται με τις προβλεπόμενες σ’ αυτό ποινές εκείνος που εκδίδει επιταγή χωρίς να έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής της επιταγής.

Από την ποινική αυτή διάταξη, που θεσπίστηκε για την προστασία όχι μόνον του δημόσιου αλλά και του ιδιωτικού συμφέροντος, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 και επ. του Α.Κ., προκύπτει, ότι εκείνος που εκδίδει ακάλυπτη επιταγή, ζημιώνοντας έτσι παράνομα και υπαίτια άλλον, υποχρεούται να τον αποζημιώσει. Η αξίωση προς αποζημίωση από τα άρθρα 914 και επ. Α.Κ. συρρέει με την αξίωση από την επιταγή από τα άρθρα 40 – 47 του Ν. 5960/1933 και απόκειται στο δικαιούχο να ασκήσει αυτήν που προκρίνει (Ολ Α.Π. 23/2007).

Δικαιούχος της αποζημιώσεως είναι όχι μόνον ο κομιστής της επιταγής κατά το χρόνο της εμφανίσεώς της (τελευταίος κομιστής), αλλά και κάθε υπογραφέας που πλήρωσε την επιταγή, ως εξ αναγωγής υπόχρεος, και έγινε κομιστής, αφού αυτός υφίσταται τελικά τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία αυτού είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτήν (Ολ. Α.Π. 29/2007).

Για τη θεμελίωση αυτής της αγωγής από αδικοπραξία αρκεί ο ενάγων να επικαλεσθεί ότι ο εκδότης εναγόμενος εξέδωσε την επιταγή αυτή δόλια, δηλαδή ενώ γνώριζε ότι δεν είχε αντίστοιχα με την αξία της διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά το χρόνο εκδόσεως και πληρωμής και ότι η επιταγή αυτή εμφανίσθηκε προς πληρωμή μέσα στην οκταήμερη προθεσμία με αφετηρία την αναγραφόμενη επί του σώματος αυτής ημεροχρονολογία εκδόσεώς της.

Περαιτέρω κατά το άρθρο 71 του Α.Κ., «το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης. Το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επί πλέον εις ολόκληρον».

Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559, αριθ. 1, του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, δηλαδή με την απόδοση στον κανόνα δικαίου έννοιας μη αληθινής ή μη αρμόζουσας ή έννοιας περιορισμένης ή στενής, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. Α.Π. 7/2006, 4/2005).

Στην προκείμενη περίπτωση [παραλείπεται το κείμενο].

Με τις ως άνω παραδοχές του αποδεικτικού πορίσματος του Εφετείου δεν παραβιάσθηκαν ευθέως οι ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 914 και 297, 298, 71, εδ. β’, του Α.Κ. και 79 του ν. 5960/1933, τις οποίες ορθώς εφάρμοσε, αφού αναφέρονται τα αναγκαία περιστατικά για τη θεμελίωση αδικοπρακτικής ευθύνης του αναιρεσείοντος προς αποζημίωση της αναιρεσίβλητης από την έκδοση από αυτόν των ακαλύπτων επιταγών, ήτοι: α) η έκδοση των μεταχρονολογημένων επίδικων επιταγών, η εμφάνισή τους, μέσα στην οκταήμερη προθεσμία από την αναγραφόμενη ως ημεροχρονολογία έκδοσής τους προς πληρωμή και η μη πληρωμή τους ελλείψει διαθεσίμων προς τούτου κεφαλαίων ή λόγω ανακλήσεώς τους, β) η διαδοχική μεταβίβαση όλων των επιταγών με οπισθογράφηση προς την αναιρεσίβλητη, κατόπιν, πληρωμής της αξίας τούτων στους αμέσως προηγούμενους κομιστές και η κατά τον τρόπο αυτό επερχόμενη μετάθεση της ζημίας από την έκδοση και μη πληρωμή των επιταγών στην αναιρεσίβλητη, που παρέμεινε έτσι ως τελικώς ζημιούμενη (αμέσως) από την κυκλοφορία των επιταγών, γ) η υπαιτιότητα του αναιρεσείοντος, ήτοι η εν γνώσει της ανυπαρξίας διαθεσίμων κεφαλαίων προς πληρωμή των επιταγών, κατά το χρόνο εκδόσεως και πληρωμής τους, έκδοση τούτων από τον αναιρεσείοντα, δ) το παράνομο της συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος που αντιβαίνει στο άρθρο 79 ν. 5960/1933 και η ατομική ευθύνη του ανεξάρτητα από την ευθύνη του εις ολόκληρον ευθυνομένου νομικού προσώπου που εκείνος εκπροσωπούσε και ε) η ύπαρξη αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της εκδόσεως των ακαλύπτων επιταγών και της ζημίας της αναιρεσίβλητης, αφού η ζημία της τελευταίας είναι ευθέως απότοκος της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή. Επομένως ο αντίθετος, πρώτος από το άρθρο 559, αρ. 1, του Κ.Πολ.Δικ. λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

Τα άρθρα 440, 441, 447, 450, παρ. 1, 483 του Α.Κ. και 262, παρ. 2, του Κ.Πολ.Δικ. ορίζουν τα εξής: 1) «O συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατ’ αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες», 2) «Ο συμψηφισμός επέρχεται αν ο ένας τον επικαλεσθεί με δήλωση προς τον άλλον. Η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν», 3) «Ο εγγυητής μπορεί να αντιτάξει σε συμψηφισμό την ανταπαίτηση του πρωτοφειλέτη κατά του δανειστή….». 4) «Δεν επιτρέπεται συμψηφισμός κατά απαίτησης η οποία προέρχεται από αδίκημα που διαπράχθηκε από δόλο». 5) «Η καταβολή που έγινε από ένα (εις ολόκληρον) συνοφειλέτη απαλλάσσει και τους λοιπούς. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση δόσης ή υπόσχεσης αντί καταβολής, δημόσιας κατάθεσης, ανανέωσης και συμψηφισμού. Απαίτηση ενός από τους συνοφειλέτες δεν μπορεί να προταθεί σε συμψηφισμό κατά του δανειστή από τους λοιπούς». 6) «Ενστάσεις από δικαίωμα τρίτου επιτρέπονται μόνον στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος».

Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι η άσκηση του δικαιοπλαστικού δικαιώματος του συμψηφισμού, με μονομερή δήλωση του δικαιούχου, παρέχεται εξαιρετικώς μεν στον εγγυητή, ως προς ανταπαιτήσεις του πρωτοφειλέτη κατά του δανειστή, λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγυήσεως, που ακολουθεί την κύρια οφειλή και προστατεύεται με τα αυτά μέσα, όχι δε και στον εις ολόκληρον συνοφειλέτη, ο οποίος όμως μπορεί να επικαλεσθεί παραδεκτώς έναντι του δανειστή την επελθούσα απόσβεση της απαιτήσεως, λόγω προταθείσης κατ’ αυτής σε συμψηφισμό (δικαστικώς ή εξωδίκως) ανταπαιτήσεως άλλου εις ολόκληρον συνοφειλέτη, εκτός αν προέρχεται αυτή από αδίκημα εκ δόλου του δανειστή ή του νομικώς ταυτιζόμενου και αντιπροσωπεύοντος, κατά το άρθρο 71 του Α.Κ., το νομικό πρόσωπο καταστατικού οργάνου του.

Όταν όμως η παραβίαση συμβατικής υποχρεώσεως θεμελιώνει παραλλήλως και αξίωση αδικήματος από δόλο, οπότε υπάρχει συρροή δύο αξιώσεων, η επίκληση συμψηφισμού κατά της αξιώσεως από σύμβαση επιφέρει απόσβεση και της παράλληλης αξιώσεως από αδικοπραξίας.

Εξάλλου κατά το άρθρο 559, αρ. 8, του Κ.Πολ.Δικ. αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης.

Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ως «πράγματα» θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, το οποίο ασκείται ως αμυντικό ή επιθετικό μέσο με αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση ή με λόγο έφεσης ή αντέφεσης (Ολ. Α.Π. 3/1997).

Δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ. Α.Π. 12/1997).

Κατά δε το άρθρο 559, αρ. 10, του Κ.Πολ.Δικ., που εφαρμόζεται στην κρινόμενη υπόθεση, ενόψει του χρόνου συζητήσεώς της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 14 του ν. 2915/2001, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη ή χωρίς να διατάξει περί αυτών απόδειξη.

Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο ως άνω λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο εξήτασε τον συνιστώντα «πράγμα» ισχυρισμό κατ’ ουσίαν (Α.Π. 1379/1984).

Στην προκείμενη περίπτωση [παραλείπεται το κείμενο].

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1047, παρ. 1, Κ.Πολ.Δ. η προσωπική κράτηση διατάσσεται, εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζει ρητά ο νόμος και «κατά εμπόρων για εμπορικές απαιτήσεις».

Εξ άλλου, με το ν. 2462/1997 κυρώθηκε το «Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα» που συνάφθηκε μεταξύ των Κρατών μελών του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη στις 16.12.1966 και από την επικύρωσή του αποτελεί διάταξη κανόνα υπέρτερης νομικής βαθμίδας, κατά το άρθρο 28, παρ. 1, του Συντάγματος.

Στο άρθρο 11 του Συμφώνου αυτού ορίζεται ότι «κανείς δεν φυλακίζεται αποκλειστικά λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώσει συμβατική υποχρέωση». Η ίδια η διατύπωση του κανόνα τούτου, δηλώνει λεκτικά και νοηματικά ότι δεν υπήρξε επιθυμία των συντακτών του Συμφώνου να καταργήσουν την προσωπική κράτηση, αλλά μόνο να ορίσουν, ως εξαίρεση, πως σε περίπτωση αδυναμίας δεν πρέπει ο οφειλέτης να προσωποκρατείται για χρέη.

Συνεπώς, το μεν άρθρο 1047, παρ. 1, Κ.Πολ.Δ. εξακολουθεί να προβλέπει την προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως επί εμπόρων για ενοχικές απαιτήσεις, το δε άρθρο 11 του ανωτέρω Συμφώνου εισάγει δικαιοκωλυτικό κανόνα που αποκλείει την απαγγελία προσωπικής κράτησης κατ’ εμπόρου για ενοχικές οφειλές, όταν η μη εξόφληση των συμβατικών υποχρεώσεών του οφείλεται αποκλειστικά σε αδυναμία αυτού προς εκπλήρωση, χωρίς να επηρεάζει τη δυνατότητα απαγγελίας προσωπικής κράτησης για αξιώσεις από αδικοπραξία (Ολ. Α.Π. 23/2005).

Οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στα άρθρα 2, παρ. 1, 5, παρ. 1-4, 7, παρ. 2 και 25, παρ. 1, του Συντάγματος, εφόσον η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας με την προσωπική κράτηση του οφειλέτη προβλέπεται με νόμο και δεν έρχεται σε αντίθεση με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας. Διότι ναι μεν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας είναι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2, παρ. 1, του Συντάγματος), πυρήνας της οποίας είναι η προσωπική ελευθερία, η οποία είναι απαραβίαστη, αλλά, όπως ρητώς ορίζεται στην παρ. 3 του άρθρου 5 του Συντάγματος, επιτρέπεται να ορίζονται με νόμο περιορισμοί στον εν λόγω δικαίωμα, που μπορεί να φθάνουν και στη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας (βλ. Ολ. Α.Π. 1/2009).

Εξάλλου κατά το άρθρο 559, αρ. 1, του Κ.Πολ.Δικ. αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίον περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, η παραβίαση δε συντελείται με ψευδή ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή (Ολ. Α.Π. 7/2006).

Με τον πέμπτο λόγο [παραλείπεται το κείμενο].

ΣΗΜ.: Οι προαναφερόμενες αποφάσεις έχουν δημοσιευθεί : α) Α.Π. 23/2007 Ολομ. στο τεύχος της 1.4.2009 (σ. 137) με τον τίτλο : «Από την έκδοση ακάλυπτης επιταγής δικαιούχος αποζημιώσεως είναι όχι μόνον ο κομιστής που εμφάνισε την επιταγή, αλλά και ο εξ αναγωγής αποκτήσας τον τίτλο, που δικαιούται και σε έγκληση κατά του εκδότη της επιταγής», β) Α.Π. 29/2007 Ολομ. στο τεύχος της 1.7.2008 (σ. 284) με τον τίτλο : «Δικαιούχος της αποζημιώσεως από την μη πληρωμή επιταγής είναι όχι μόνο ο τελευταίος κομιστής αλλά και κάθε υπογραφέας, που πλήρωσε την επιταγή ως εξ αναγωγής υπεύθυνος, ο οποίος έχει και δικαίωμα υποβολής έγκλησης», γ) Α.Π. 7/2006 Ολομ. στο τεύχος της 1.6.2007 (σ. 276) με τον τίτλο : «Η αξία της ασκουμένης στο απαλλοτριούμενο ακίνητο επιχείρησης δεν συμπεριλαμβάνεται στην έννοια της «πλήρους αποζημίωσης» αλλά λαμβάνεται υπόψη η συνδεόμενη, με το ακίνητο, που απαλλοτριώθηκε, πρόσοδος, σε σχέση με την ασκούμενη σ’ αυτό επιχειρηματική δραστηριότητα» και δ) Α.Π. 23/2005 Ολομ. στο τεύχος της 1.1.2006 (σ. 42) με τον τίτλο: «Η προσωπική κράτηση εμπόρου για εμπορικές απαιτήσεις παρ’ όλο, που έχει την δυνατότητα να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, δεν είναι αναγκαίο να προβάλλεται από τον ενάγοντα, αλλά απόκειται στον εναγόμενο να ισχυρισθεί και να το αποδείξει ότι οφείλεται αποκλειστικά σε αδυναμία του».