Σ.Τ.Ε. 490/2006
Εκκλητό απόφασης επιβολής προστίμων του ΚΒΣ
Συμβουλίου της Επικρατείας (Β΄ Τμήματος)
Αριθ. απόφασης: 490/2006
Προεδρεύουσα: Ε. Γαλανού, Σύμβουλος ΣτΕ,
Εισηγήτρια: Ε. Σταυρουλάκη, Πάρεδρος ΣτΕ
Κώδικας διοικητικής δικονομίας (Ν. 2717/1999, άρθρο 92, παρ. 2).
Εκκλητό απόφασης επιβολής προστίμων του ΚΒΣ: Στην περίπτωση επιβολής περισσοτέρων αυτοτελών προστίμων λόγω παραβάσεων του ΚΒΣ (περίπτωση για την οποία δεν προβλέπεται από το νόμο η υποβολή δήλωσης), το εκκλητό κρίνεται χωριστά ως προς καθένα από τα αντίστοιχα των εν λόγω προστίμων επιμέρους ποσά, όπως καθορίζεται με την πρωτόδικη απόφαση, ακόμα και στην περίπτωση, κατά την οποία αυτά είχαν καταλογισθεί με μία διοικητική πράξη και όχι από το συνολικό ποσό, το οποίο καθορίζεται με την πρωτόδικη απόφαση, ούτε από το συνολικό ποσό των επιβληθέντων με τη διοικητική πράξη προστίμων.
[…] 4. Επειδή, στην παρ. 1 του άρθρου 165 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (ΚΦΔ, Π.Δ. 331/1985, Α΄ 116), που κυρώθηκε με το Ν. 4125/1960 (Α΄ 202), όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε διαδοχικώς με τα άρθρα 13 του Ν.Δ/τος 10/1968 (Α΄ 279), του επί τη βάσει της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 24 του Ν. 1183/1981 (Α΄ 191) εκδοθέντος Π.Δ/τος 1075/1981 (Α΄ 262), 60 παρ. 1 του Ν. 2065/1992 (Α΄ 113) και 29 του Ν. 2648/1998 (Α΄ 238), οριζόταν ότι “Σε έφεση υπόκεινται οι οριστικές αποφάσεις των διοικητικών πρωτοδικείων αν το ποσό της διαφοράς υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές, χωρίς στο ποσό αυτό να συνυπολογίζονται οι πρόσθετοι φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις. Ως “διαφορά”, η οποία παρέχει το δικαίωμα να ασκηθεί έφεση, λογίζεται για τη διάδικη αρχή το ποσό που προκύπτει ανάμεσα σ΄ εκείνο που ορίστηκε με τη διοικητική πράξη και σ΄ αυτό που όρισε η απόφαση του δικαστηρίου… Αν δεν υπάρχει δήλωση, ως “διαφορά” λογίζεται το ποσό που καταλόγισε η αρχή…”. Ήδη, στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ, Ν. 2717/1999, Α΄ 97/17-5-1999, του οποίου η ισχύς, σύμφωνα με το `Αρθρο Δεύτερο αυτού, άρχισε δύο μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως) ορίζεται, στο άρθρο 92, ότι “1. Σε έφεση υπόκεινται οι αποφάσεις που εκδίδονται σε πρώτο βαθμό. 2. Δεν υπόκεινται σε έφεση αποφάσεις που αφορούν χρηματικές διαφορές, αν το αντικείμενό τους δεν υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών. Το αντικείμενο της διαφοράς προσδιορίζεται από το ποσό, το οποίο καθορίζεται με την πρωτόδικη απόφαση. Αν αντικείμενο της διαφοράς είναι περισσότερα αυτοτελή και διακεκριμένα μεταξύ τους ποσά, το εκκλητό κρίνεται χωριστά ως προς καθένα από τα ποσά αυτά. Σε περίπτωση αντικειμενικής σώρευσης ενδίκων βοηθημάτων, συνάφειας προσβαλλόμενων πράξεων ή παραλείψεων ή ομοδικίας, το αντικείμενο της διαφοράς κρίνεται χωριστά ως προς κάθε ένδικο βοήθημα, συναφή πράξη ή παράλειψη ή ομόδικο, εκτός αν, στην τελευταία περίπτωση, υπάρχει ενοχή σε ολόκληρο. 3. Ειδικώς στις χρηματικού περιεχομένου φορολογικές εν γένει διαφορές, όταν από το νόμο προβλέπεται η από μέρους του φορολογουμένου υποβολή δήλωσης πριν από την έκδοση της σχετικής πράξης, ως αντικείμενο της διαφοράς θεωρείται, για μεν τη Διοίκηση η διαφορά του κυρίου φόρου που προκύπτει ανάμεσα σε εκείνον που ορίστηκε με την πράξη και σε αυτόν που καθορίστηκε με την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, για δε το φορολογούμενο η διαφορά του κυρίου φόρου που προκύπτει ανάμεσα σε εκείνον που αντιστοιχεί στη δήλωση και σε αυτόν που καθορίστηκε με την απόφαση. 4. …”, στο άρθρο 279, ότι “Η άσκηση ένδικων μέσων κατ΄ αποφάσεων που δημοσιεύονται μετά την έναρξη της ισχύος του Κώδικα διέπεται από τις διατάξεις του” και στο άρθρο 285, ότι “1. Από την έναρξη της ισχύος του Κώδικα καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη, η οποία αναφέρεται σε θέμα ρυθμιζόμενο από αυτόν. 2. Κατ΄ εξαίρεση, διατηρούν την ισχύ τους οι δικονομικού περιεχομένου διατάξεις: α) ως προς τις οποίες γίνεται ρητή επιφύλαξη στις επιμέρους διατάξεις του Κώδικα, β) της δημοτικής – κοινοτικής φορολογίας, οι οποίες αφορούν την είσπραξη φόρου ή τέλους μέσω της ΔΕΗ, γ) οι οποίες αναφέρονται στην εκδίκαση των διαφορών ανάμεσα στο φορολογούμενο και τον ενοικιαστή φόρων, δ) οι οποίες προβλέπουν την επιβολή, από τα δικαστήρια, αυτοτελών κυρώσεων για φορολογικές παραβάσεις, ε) του άρθρου 99 του Ν.Δ. 118/1973, στ) του άρθρου 1 του Ν.Δ. 4600/1966 και ζ) των παρ. 4 και 7 του άρθρου 28 του Ν. 2579/1998”.
5. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις του ΚΔΔ συνάγεται ότι από την έναρξη ισχύος του εν λόγω Κώδικα καταργήθηκε, εφόσον αφενός δεν επανελήφθη στη νέα διάταξη του άρθρου 92 του ΚΔΔ, αφετέρου δεν περιλαμβάνεται στις μνημονευόμενες στο άρθρο 285, παρ. 2 του ΚΔΔ εξαιρέσει, η ειδική ρύθμιση του άρθρου 165, παρ. 1, εδ. γ΄ του ΚΦΔ, η οποία αναφερόταν στο εκκλητό σε περίπτωση μη υποβολής δηλώσεως, οπότε ως “διαφορά” λογιζόταν το καταλογισθέν από τη διάδικη αρχή ποσό. Συνεπώς, η περίπτωση αυτή καλύπτεται, πλέον, από τη ρύθμιση του άρθρου 92, παρ. 2 του ΚΔΔ, σύμφωνα με την οποία, εάν αντικείμενο της διαφοράς είναι περισσότερα αυτοτελή και διακεκριμένα μεταξύ τους ποσά, το εκκλητό κρίνεται χωριστά ως προς καθένα από τα ποσά αυτά, όπως καθορίζεται με την πρωτόδικη απόφαση και ανεξαρτήτως του αν τα αυτοτελή αυτά ποσά είχαν καταλογισθεί με μία διοικητική πράξη. Επομένως, στην περίπτωση επιβολής περισσοτέρων αυτοτελών προστίμων, λόγω παραβάσεων του ΚΒΣ (περίπτωση για την οποία δεν προβλέπεται από το νόμο η υποβολή δηλώσεως), το εκκλητό κρίνεται χωριστά ως προς καθένα από τα αντίστοιχα των εν λόγω προστίμων επιμέρους ποσά, όπως καθορίζεται με την πρωτόδικη απόφαση, ακόμα και στην περίπτωση, κατά την οποία αυτά είχαν καταλογισθεί με μία διοικητική πράξη και όχι από το συνολικό ποσό, το οποίο καθορίζεται με την πρωτόδικη απόφαση, ούτε από το συνολικό ποσό των επιβληθέντων με τη διοικητική πράξη προστίμων. 6. Επειδή, εν προκειμένω, το δικάσαν εφετείο απέρριψε την έφεση του Ελληνικού Δημοσίου ωε απαράδεκτη, με την αιτιολογία ότι αντικείμενο της ενώπιον του αχθείσης διαφοράς ήταν αυτοτελή πρόστιμα, έκαστο των οποίων δεν υπερέβαινε, αυτοτελώς, το ποσό των 2.000.000 δραχμών και ότι, συνεπώς, η πρωτόδικη απόφαση ήταν ανέκκλητη. Με την υπό κρίση αίτηση προσβάλλεται ως μη νόμιμη η ως άνω κρίση της αναιρεσιβαλλομένης, με την αιτιολογία ότι, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του ΚΔΔ, έπρεπε να ληφθεί υπόψη, προκειμένου να κριθεί το ανέκκλητο ή μη της πρωτόδικης αποφάσεως, το συνολικό ποσό, το οποίο είχε καταλογισθεί εις βάρος της ήδη αναιρεσίβλητης με την προσβληθείσα ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου πράξη της φορολογικής αρχής, ήτοι το άθροισμα των ποσών των επιμέρους προστίμων. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως θα έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμος εν όψει των προεκτεθέντων. Λόγω, όμως, της μείζονος σπουδαιότητος του ανακύπτοντος κατά την ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων του ΚΔΔ ζητήματος του εκκλητού της πρωτόδικης αποφάσεως στην ανωτέρω περίπτωση, το Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί ενώπιον της επταμελούς συνθέσεώς του, σύμφωνα με το άρθρο 14, παρ. 5 του Π.Δ/τος 18/1989 (Α΄ 8), να ορισθεί δε ως εισηγητής η Πάρεδρος Ειρήνη Σταυρουλάκη.