Σ.Τ.Ε. 47/2006

Ι. Αυτοτελής φορολόγηση της υπεραξίας (κέρδους ή ωφελείας) από τη μεταβίβαση προσωπικής επιχείρησης ή εταιρικού μεριδίου αυτής ΙΙ. Αυτοτελής φορολόγηση της υπεραξίας (κέρδους ή ωφελείας) από τη μεταβίβαση (ολόκληρης) ανώνυμης εταιρίας ή μετοχών αυτής
Συμβουλίου της Επικρατείας (Β΄ τμήματος)

Αριθ. απόφασης: 47/2006

Προεδρεύων: Ηλ. Παπαγεωργίου, Σύμβουλος ΣτΕ,

Εισηγητής: Δ. Αλεξανδρής, Πάρεδρος ΣτΕ

Δικηγόροι: Ν. Κουρελής, Π. Παναγιωτουνάκος, Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.

Φορολογία εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων (Ν. 2238/1994, άρθρο 13, παρ. 1α, Ν. 2459/1997, άρθρο 15, παρ. 2).

Ι. Αυτοτελής φορολόγηση της υπεραξίας (κέρδους ή ωφελείας) από τη μεταβίβαση προσωπικής επιχείρησης ή εταιρικού μεριδίου αυτής: Με τη διάταξη του άρθρου 13, παρ. 1, περ. α΄ του Ν. 2238/1994 φορολογείται αυτοτελώς το κέρδος ή η ωφέλεια από τη μεταβίβαση ολόκληρης επιχείρησης ή εταιρικών μεριδίων προσωπικών εταιριών και ΕΠΕ.

ΙΙ. Αυτοτελής φορολόγηση της υπεραξίας (κέρδους ή ωφελείας) από τη μεταβίβαση (ολόκληρης) ανώνυμης εταιρίας ή μετοχών αυτής: Με τη μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 15, παρ. 2 του Ν. 2459/1997, που άρχισε να ισχύει από 18.2.1997, θεσπίσθηκε, για πρώτη φορά, η αυτοτελής φορολόγηση της ωφέλειας από τη μεταβίβαση ολόκληρης ανώνυμης εταιρίας ή μετοχών αυτής, δηλαδή του συνόλου ή μέρους των μετοχών της, και, ως εκ τούτου, η εν λόγω μεταβίβαση δεν υπέκειτο σε φορολογία εισοδήματος πριν από την ανωτέρω ημερομηνία έναρξης της ισχύος της διάταξης αυτής.

Λόγω σπουδαιότητας, η υπόθεση παραπέμπεται στην 7μελή σύνθεση του τμήματος

[…] 3. Επειδή, στο άρθρο 13, παρ. 1, περ. α του Ν. 2238/1994 (φ. 151 Α) ορίζεται ότι “φορολογείται αυτοτελώς λογιζόμενο ως εισόδημα… με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%), κάθε κέρδος ή ωφέλεια που προέρχεται από τη μεταβίβαση εταιρικού μεριδίου ή ολόκληρης επιχείρησης με τα άϋλα στοιχεία αυτής, όπως αέρας, επωνυμία, σήμα, προνόμια κ.λπ. …” (περίπτ. α΄) και ότι “ο φόρος αυτός παρακρατείται από τον υπόχρεο για την καταβολή του κέρδους ή της ωφέλειας κατά την πίστωση ή την καταβολή αυτών στο δικαιούχο”. Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 15 του Ν. 2459/1997 (φ. 17 Α), στην οποία ορίστηκαν τα εξής: “1. Η περίπτωση α της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του Ν. 2238/1994 αντικαθίσταται ως εξής (φορολογείται αυτοτελώς λογιζόμενο ως εισόδημα): α) Με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) κάθε κέρδος ή ωφέλεια που προέρχεται από τη μεταβίβαση: αα) ολόκληρης επιχείρησης με τα άϋλα στοιχεία αυτής, όπως αέρας, επωνυμία, σήμα, προνόμια κ.λπ. ή υποκαταστήματος επιχείρησης, όπως αυτό ορίζεται από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων ββ) μετοχών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών, εταιρικών μερίδων ή μεριδίων, καθώς και ποσοστών συμμετοχής σε κοινωνία αστικού δικαίου που ασκεί επιχείρηση ή επάγγελμα ή σε κοινοπραξία της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων”.

4. Επειδή, το Τμήμα φέρεται προς την άποψη ότι, από την αλληλουχία των διατάξεων που παρατέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, προκύπτει, εν όψει και της γενικής αρχής της στενής ερμηνείας των φορολογικών νόμων, ότι με την πρώτη από αυτές φορολογείται αυτοτελώς η ωφέλεια από τη μεταβίβαση μόνο ολόκληρης προσωπικής επιχειρήσεως ή εταιρικού μεριδίου, η φορολογία δε αυτοτελώς της ωφελείας από τη μεταβίβαση ολόκληρης ανώνυμης εταιρίας ή μετοχών αυτής, δηλαδή του συνόλου ή μέρους των μετοχών της, εθεσπίσθη το πρώτον με την δευτέρα από τις διατάξεις αυτές (αρθρ. 15 παρ. 2 του Ν. 2459/1997) και δεν υπέκειτο σε φορολογία προ της ενάρξεως της ισχύος της διατάξεως αυτής. Η ανωτέρω ερμηνευτική άποψη, στηριζομένη στην ως άνω αρχή της στενής ερμηνείας των φορολογικών νόμων, ενισχύεται και από την εισηγητική έκθεση επί της τελευταίας ως άνω διατάξεως (του Ν. 2459/1997), κατά την οποία η θέσπισή της ήταν επιβεβλημένη για λόγους ίσης φορολογικής μεταχειρίσεως, για να φορολογείται δηλαδή στο εξής αυτοτελώς και το κέρδος, δηλαδή η διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσεως και της τιμής πωλήσεως που προκύπτει από τη μεταβίβαση μετοχών, όπως, με τις ισχύουσες (τότε) διατάξεις (άρθρο 13 παρ. 1 περ. α΄ του Ν. 2238/1994) εφορολογείτο αυτοτελώς το κέρδος ή η ωφέλεια που προκύπτει από τη μεταβίβαση ολόκληρης επιχειρήσεως ή εταιρικών μεριδίων προσωπικών εταιρειών και εταιρειών περιορισμένης ευθύνης.

5. Επειδή, το Διοικητικό Εφετείο εδέχθη με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ότι “από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων και η από 30/6/1996 έκθεση ελέγχου των υπαλλήλων της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ Αθηνών Στ. Βοίλα και Κ. Αβδελιώτη, προκύπτουν τα εξής: στις 4.1.1994 η εφεσίβλητη (ήδη αναιρεσείουσα) ανώνυμη εταιρεία, που ασχολείται με τηv πώληση χονδρικώς και λιανικώς ειδών διατροφής και συναφών ειδών, με το σύστημα της αυτοεξυπηρέτησης (self service), αγόρασε το σύνολο των ανώνυμων μετοχών της εταιρείας με την επωνυμία “Αθ…. Σο… Μά…. ΑΕ”, κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή. Το τίμημα της αγοράς των μετοχών αυτών, που ανέρχονταν στο συνολικό αριθμό των 61.277 και ανήκαν στα αναφερόμενα στην επισυναπτόμενη στην παραπάνω έκθεση ελέγχου φυσικά πρόσωπα, ανήλθε στο συνολικό ποσό των 3.610.894.230 δραχμών. Ακολούθως, στις 3/9/1995, η πιο πάνω εταιρεία με την επωνυμία “Αθ…. Σο…. Μά….” απορροφήθηκε από την εφεσίβλητη (ήδη αναιρεσείουσα) εταιρεία, η οποία διενήργησε τις σχετικές εγγραφές στα τηρούμενα βιβλία της στις 30/11/1995. Η φορολογική αρχή, αφού έλαβε υπόψη ότι η συνολική αξία των πιο πάνω μετοχών ανερχόταν στο ποσό των 1.225.540.000 δραχμών, όσο δηλαδή και το αντίστοιχο μετοχικό κεφάλαιο, θεώρησε ότι με την προαναφερόμενη μεταβίβαση μεταβιβάστηκε ολόκληρη η επιχείρηση που ασκούνταν από την “Αθ…. Σο…. Μά…. ΑΕ” και ότι από αυτή προέκυψε κέρδος για τους πωλητές, για το οποίο έπρεπε, κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 13 (παρ. 1α) του Ν. 2238/1994, να καταβληθεί φόρος 20%. Το κέρδος (υπεραξία) δε αυτό των ανωτέρω μετοχών προσδιόρισε η φορολογική αρχή στο συνολικό ποσό των 2.385.354.230 δραχμών (δηλαδή τίμημα αγοράς 3.610.894.230 δραχμές μείον 1.225.540.000 δραχμές ίσον 2.385.354.230 δραχμές) και στη συνέχεια εξέδωσε το ανωτέρω φύλλο ελέγχου, με το οποίο καταλόγισε σε βάρος της εφεσίβλητης (ήδη αναιρεσειούσης) αγοράστριας εταιρείας, που ήταν υπόχρεη προς παρακράτηση του φόρου, τον αναλογούντα φόρο ύψους 477.070.846 δραχμών (2.385.354.230 δρχ. Χ 20%) και επέβαλε σε βάρος της, κατ΄ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 13 (παρ. 2) του Ν. 2065/1992, πρόσθετο φόρο ύψους 591.567.849 δραχμών, λόγω του ότι παρέλειψε να υποβάλλει δήλωση”. Κατά του ανωτέρω φύλλου ελέγχου, η ήδη αναιρεσείουσα εταιρεία άσκησε προσφυγή, η οποία έγινε δεκτή με την 8145/1988 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Κατά της απόφασης αυτής άσκησε έφεση το Ελληνικό Δημόσιο, δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ Αθηνών, η οποία και έγινε δεκτή με την ήδη προσβαλλόμενη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, το οποίο εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση με την αιτιολογία ότι επί μεταβιβάσεως του συνόλου των μετοχών ανωνύμου εταιρείας εφαρμόζονται οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 13 (παρ. 1 περ. α) του Ν. 2238/1994 και φορολογείται το κέρδος ή η ωφέλεια που προέρχεται από τη μεταβίβαση “αφού πρόκειται στην ουσία περί μεταβιβάσεως ολοκλήρου της επιχειρήσεως”.

6. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω (στη σκέψη 4) γενομένων δεκτών ως προς την ερμηνεία των εκεί αναφερομένων διατάξεων, η προσβαλλομένη απόφαση θα έπρεπε να αναιρεθεί για εσφαλμένη ερμηνεία των εν προκειμένω εφαρμοστέων διατάξεων, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση, απορριπτομένων των προβαλλομένων με την αίτηση αυτή άλλων δύο λόγων αναιρέσεως και δη του λόγου περί αντισυνταγματικότητος της διατάξεως του άρθρου 15 παρ. 1 του Ν. 2459/1997 (ως αντικειμένης στις διατάξεις του άρθρου 78 παρ. 1 του Συντάγματος), ως αλυσιτελώς προβαλλομένου, αφού η διάταξη αυτή δεν ήταν εν προκειμένω εφαρμοστέα και του λόγου περί εσφαλμένου υπολογισμού του επιβληθέντoς φόρου ως απαραδέκτου, διότι πλήσσει πλημμέλεια η σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως. Λόγω όμως της μείζονος σπουδαιότητος του ανωτέρω ζητήματος το Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί προς εκδίκαση ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως του Τμήματος, κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 14 παρ. 5 του Π.Δ/τος 18/1989 “Κωδικοποίηση διατάξεων για το Συμβούλιο της Επικρατείας (Α΄ 8)”.