Σ.Τ.Ε. 3980/2004
Ι. Αποζημίωση προς αποκατάσταση υλικής ζημίας ή ηθικής βλάβης ΙΙ. Τόκοι υπερημερίας για τις ως άνω απαιτήσεις
Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών
Αριθ.απόφασης: 3980/2004
Δικαστής: Στ. Καρνέζης, Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ.,
Εισηγητής: Γ. Τσεκούρας, Πρωτοδίκης Δ.Δ.
Δικηγόρος: Κ. Παπασπύρου
Φορολογία Εισοδήματος
(Ν. 2238/1994, άρθρα 9, 24, 25, 26, 54, 66)
Ι. Αποζημίωση προς αποκατάσταση υλικής ζημίας ή ηθικής βλάβης: Η αποζημίωση αυτή δεν συνιστά εισόδημα του λαβόντος, αλλά ανόρθωση προξενηθείσας σε αυτόν ζημίας και συνεπώς δεν υπόκειται στο φόρο.
ΙΙ. Τόκοι υπερημερίας για τις ως άνω απαιτήσεις, επιδικαζόμενοι με δικαστική απόφαση: Οι τόκοι αυτοί αποτελούν εισόδημα από κινητές αξίες και φορολογούνται συναθροιζόμενοι με τα λοιπά εισοδήματα του δικαιούχου, κατά τις γενικές διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 2238/1994.
[…] Στο άρθρο 64 ΚΔιοικΔ ορίζεται ότι: “1. Προσφυγή μπορεί να ασκήσει εκείνος: α) ο οποίος έχει άμεσο, προσωπικό και ενεστώς έννομο συμφέρον…”. Στην προκειμένη περίπτωση, τόσο το παρακρατηθέν ποσό φόρου, όσο και ο βεβαιωθείς με το προσβαλλόμενο φύλλο ελέγχου ένδικος επιπλέον φόρος και πρόσθετος φόρος καταλογίστηκαν εις βάρος της β΄ των προσφευγόντων. Επομένως, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να απορριφθεί κατά το μέρος της που ασκείται από τον α΄ των προσφευγόντων, ελλείψει εννόμου συμφέροντος. Καθ΄ όσον, όμως, αφορά την β΄ των προσφευγόντων, η προσφυγή ασκήθηκε μετ΄ εννόμου συμφέροντος και εν γένει νομοτύπως και εμπροθέσμως, δεδομένου δε ότι καταβλήθηκε και το προβλεπόμενο από τον νόμο [άρθρο 277 παρ. 2 περ. α΄ ΚΔιοικΔ) παράβολο [βλ. σχετ. τα υπ΄ αριθμόν 4831411, 4831412 και 4831413 ειδικά έντυπα παραβόλου σειράς Α΄), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατ΄ ουσίαν. Εξάλλου, η παρούσα συζήτηση χωρεί νομίμως παρά την απουσία του καθ΄ ου, το οποίο κλητεύθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως (βλ. σχετ. το από 19.11.2002 αποδεικτικό επιδόσεως της επιμελήτριας δικαστηρίων Ελ…. Αλε…. προς αρμόδιο υπάλληλο της ανωτέρω Δ.Ο.Υ.).
Στον Ν. 2238/1994 “Κύρωση του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος” (151 Α΄) ορίζονται τα εξής: “`Αρθρο 1. Επιβάλλεται φόρος στο συνολικό καθαρό εισόδημα που προκύπτει είτε στην ημεδαπή είτε στην αλλοδαπή και αποκτάται από κάθε φυσικό πρόσωπο για το οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2… `Αρθρο 4. 1. Εισόδημα στο οποίο επιβάλλεται ο φόρος είναι το εισόδημα που προέρχεται από κάθε πηγή ύστερα από την αφαίρεση των δαπανών για την απόκτησή του, όπως αυτό προσδιορίζεται ειδικότερα στα άρθρα 20 έως 51… 2. Το εισόδημα ανάλογο με την πηγή της προέλευσης του διακρίνεται κατά τις επόμενες κατηγορίες ως εξής: Α. … Γ. Εισόδημα από κινητές αξίες… Ζ. … 3. Για να βρεθεί το συνολικό εισόδημα, αθροίζονται τα επιμέρους εισοδήματα των κατηγοριών Α΄ έως Ζ΄ της προηγούμενης παραγράφου… `Αρθρο 12.1. Επιβάλλεται φόρος εισοδήματος στους τόκους, οι οποίοι αποκτώνται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, Ενώσεις προσώπων ή ομάδες περιουσίας … και προκύπτουν στην Ελλάδα από: α) Οποιαδήποτε μορφή κατάθεσης… σε τράπεζα ή ταμιευτήρια, που είναι στην Ελλάδα, β) Οποιαδήποτε μορφή κατάθεσης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, γ) Ομόλογα ή άλλους έντοκους τίτλους, γενικώς, τραπεζών ή ασφαλιστικών επιχειρήσεων… δ) Ομολογιακά δάνεια επιχειρήσεων… 2. Ο φόρος υπολογίζεται με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) στο ποσό των τόκων που προκύπτουν και παρακρατείται από τον οφειλέτη των τόκων κατά το χρόνο που γίνεται ο εκτοκισμός της κατάθεσης ή από εκείνον που καταβάλει τους τόκους, κατά την εξαργύρωση των τοκομεριδίων… Με την παρακράτηση του φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων για τα εισοδήματα αυτά… `Αρθρο 24. 1. Εισόδημα από κινητές αξίες είναι αυτό που αποκτάται κάθε οικονομικό έτος από κάθε δικαιούχο κινητών αξιών, το οποίο προκύπτει: α) … γ) … Ομοίως, το εισόδημα από τόκους που επιδικάζονται με δικαστική απόφαση, με εξαίρεση αυτά που αναφέρονται στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 25 και της παραγράφου 4 του άρθρου 48 του παρόντος… `Αρθρο 25… 4. Οι τόκοι συναλλαγματικών και γραμματίων από εμπορικές συναλλαγές, οι τόκοι από τις αποδεδειγμένες πωλήσεις εμπορευμάτων με πίστωση μεταξύ εμπόρων και οι προκύπτοντες τόκοι υπερημερίας, λόγω καθυστέρης στην καταβολή του πιστωθέντος τιμήματος, δεν λογίζονται ως εισόδημα από κινητές αξίες, αλλά ως εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις… Ως εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις λογίζονται και οι τόκοι της παραγράφου αυτής που επιδικάζονται με δικαστική απόφαση … `Αρθρο 26. Χρόνος απόκτησης του εισοδήματος από κινητές αξίες θεωρείται: 1. … 4. … για τους τόκους του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 24, ο χρόνος καταβολής ή πίστωσης των τόκων… `Αρθρο 48. 1. … 4. Ως εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα λογίζονται και οι πάσης φύσεως τόκοι που καταβάλλονται σε αρχιτέκτονες, μηχανικούς και τοπογράφους, λόγω καθυστέρησης είσπραξης των αμοιβών τους για προσφερθείσες από αυτούς υπηρεσίες, που εμπίπτουν στις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού… `Αρθρο 54 1. …4. Στα λοιπά εισοδήματα των άρθρων 24 και 25 ενεργείται παρακράτηση, έναντι του φόρου που αναλογεί, με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%), επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 12 του παρόντος…”. Εξάλλου, στο άρθρο 423 του Αστικού Κώδικα ορίζεται ότι: “Αν το χρέος αποτελείται από κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, η παροχή καταλογίζεται πρώτα στα έξοδα, έπειτα στους τόκους και τελευταία στο κεφάλαιο…”. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγονται τα ακόλουθα: Φόρος εισοδήματος επιβάλλεται στο συνολικό καθαρό εισόδημα που πραγματοποιείται στο οικείο οικονομικό έτος, το ύψος του οποίου προκύπτει από την άθροιση των επιμέρους εισοδημάτων των κατηγοριών Α΄ έως Ζ΄ της παρ. 2 του άρθρου 4 του ως άνω νόμου. Σε περίπτωση αδικοπραξίας, τόσο η αποζημίωση προς αποκατάσταση υλικής ζημίας όσο και η χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση ηθικής βλάβης δεν υπόκεινται στον φόρο, δεδομένου ότι δεν συνιστούν εισόδημα του λαβόντος, αλλά ανόρθωση προξενηθείσας σε αυτόν ζημίας (πρβλ. ΣτΕ 1121/1994). Ωστόσο, οι τυχόν επιδικαζόμενοι με δικαστική απόφαση τόκοι υπερημερίας για τις ως άνω απαιτήσεις φορολογούνται ιδιαιτέρως δυνάμει της διατάξεως του άρθρου 24 παρ. 1 περ. γ΄ του νόμου αυτού, από την διατύπωση της οποίας και από την απουσία οποιασδήποτε διακρίσεως στο κείμενό της, συνάγεται ότι ο νομοθέτης επιδίωξε την φορολόγηση, ως ιδιαίτερης πηγής εισοδήματος, κάθε ποσού τόκων που επιδικάζεται με δικαστική απόφαση, ανεξαρτήτως της αιτίας γεννήσεως της κυρίας απαιτήσεως και του εάν η απαίτηση αυτή καθαυτή συνιστά εισόδημα φορολογητέο κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Ν. 2238/1994 (πρβλ. ΑΠ 565/1997 ΕλλΔ/νη 1998133). Εξάλλου, οι τόκοι υπερημερίας που επιδικάζονται με δικαστική απόφαση επί αγωγής για αποκατάσταση ηθικής βλάβης αποτελούν, κατά την ρητή πρόβλεψη του άρθρου 24 παρ. 1 περ. γ΄ του Ν. 2238/1994, εισόδημα από κινητές αξίες, δεδομένου δε ότι δεν εμπίπτουν σε οποιανδήποτε από τις περιπτώσεις του άρθρου 12 παρ. 1 του ως άνω νόμου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν φορολογούνται αυτοτελώς, αλλά συναθροίζονται με τα λοιπά εισοδήματα του δικαιούχου τους και φορολογούνται κατά τις γενικές διατάξεις του άρθρου 9 του ως άνω νόμου, από δε το συνολικό ποσό φόρου που προκύπτει αφαιρείται το ποσό που παρακρατήθηκε δυνάμει της προαναφερθείσας διατάξεως του άρθρου 54 παρ. 4 του ως άνω νόμου. Τέλος, ως χρόνος απόκτησης του εισοδήματος από την πηγή αυτή θεωρείται ο χρόνος καταβολής ή πίστωσης των τόκων, σε περίπτωση δε που καταβάλλονται χρηματικά ποσά προς εξόφληση αδιακρίτως τόσο της κύριας απαίτησης, όσο και των τόκων και των εξόδων που προκύπτουν, θεωρείται ότι τα ποσά αυτά καταβάλλονται προς εξόφληση πρώτα των εξόδων και των τόκων και κατόπιν του κεφαλαίου. Εξάλλου, στο άρθρο 66 παρ. 1 του ίδιου ως άνω Ν. 2238/1994 αφενός μεν ορίζεται ότι ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ελέγχει την ακρίβεια των επιδιδομένων δηλώσεων και προβαίνει σε έρευνα για την εξακρίβωση των υποχρέων που δεν έχουν υποβάλει δήλωση, αφετέρου δε προσδιορίζεται ειδικότερα η έκταση της σχετικής ελεγκτικής εξουσίας του ως άνω οργάνου, ενώ στο άρθρο 68 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας εκδίδει φύλλα ελέγχου προσδιορισμού του φόρου τόσο για όσους έχουν υποβάλει δήλωση όσο και για όσους παρέλειψαν να υποβάλουν. Τέλος, στο άρθρο 69 του ίδιου ως άνω νόμου ορίζεται ότι σε κάθε υπόχρεο επιδίδεται αντίγραφο του εκδοθέντος φύλλου ελέγχου μαζί με τη σχετική έκθεση ελέγχου. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι η διενέργεια ελέγχου και η σύνταξη σχετικής εκθέσεως από όργανο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, στην αρμοδιότητα της οποίας υπάγεται ο φορολογούμενος, αποτελεί ουσιώδη τύπο για την έκδοση του οικείου φύλλου ελέγχου. Τυχόν επιμέρους ελλείψεις της εκθέσεως ελέγχου δεν καθιστούν νομικώς πλημμελές και ακυρωτέο το αντίστοιχο φύλλο ελέγχου, εφόσον από το περιεχόμενο της εκθέσεως αυτής προκύπτει η αιτιολογία της φορολογικής εγγραφής, δηλαδή εφόσον στην έκθεση διατυπώνεται η συνδρομή εκείνων των πραγματικών περιστατικών που είναι κατά νόμο αναγκαία για την θεμελίωση της φορολογικής υποχρεώσεως [ΣτΕ 2922/1990 “Λογιστής” 1991438, ΣτΕ 3277/1988 ΔΦΝ 1990 712, ΣτΕ 199/1990 ΔιΔικ 1990 889). Εξάλλου, ούτε από τις προαναφερθείσες διατάξεις, ούτε από οποιαδήποτε άλλη διάταξη αποκλείεται ο έλεγχος να στηριχθεί σε εκτίμηση εγγράφων άλλης φορολογικής αρχής ή οποιασδήποτε άλλης δημόσιας υπηρεσίας, τις διαπιστώσεις των οποίων υιοθετεί η έκθεση ελέγχου της αρμόδιας ΔΟΥ [ΣτΕ 2633/2002, ΣτΕ 3101/1994). Τέλος, στο άρθρο 1 του Ν. 2523/1997 (179 Α΄) ορίζεται ότι: “1. Αν ο κατά τη φορολογική νομοθεσία υπόχρεος να υποβάλει δήλωση και ανεξάρτητα από την πρόθεσή του να αποφύγει ή όχι την πληρωμή φόρου: α) … β) υποβάλει ανακριβή δήλωση, υπόκειται σε πρόσθετο φόρο που ορίζεται σε ποσοστό τρία τοις εκατό (3%) επί του φόρου την πληρωμή του οποίου θα απέφευγε λόγω της ανακρίβειας, για κάθε μήνα καθυστέρησης…”.
Στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Η β΄ των προσφευγόντων, δικαστική λειτουργός, με τρεις αγωγές που άσκησε ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων ζήτησε από την εταιρεία “ΙΔ…. ΤΥ…. Α.Ε.” και από τον δημοσιογράφο Δ….. Ρ…….. την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης την οποία υπέστη από τρία δημοσιεύματα του ανωτέρω δημοσιογράφου στην εφημερίδα “ΕΛ…. ΤΥ….”, ιδιοκτησίας της ως άνω εταιρίας. Με τρεις τελεσίδικες αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών η εταιρία και ο δημοσιογράφος υποχρεώθηκαν να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ανωτέρω το συνολικό ποσό των 30.000.000 δραχμών προς αποκατάσταση της προξενηθείσας σε αυτήν ηθικής βλάβης και το ποσό των 23.306.286 δραχμών για τόκους υπερημερίας χρονικού διαστήματος από 30.11.1994 έως 16.10.1997. Από το ως άνω ποσό τόκων, η εταιρία “ΙΔ….. ΤΥ…. Α.Ε.” παρακράτησε ως οφειλόμενο φόρο εισοδήματος και απέδωσε, υποβάλλοντας την από 15.11.1997 δήλωσή της, στην ΔΟΥ ΦΑΒΕ Αθηνών ποσοστό 20%, ήτοι ποσό 4.661.257 δραχμών (βλ. σχετ. την από 25.5.1999 έκθεση ελέγχου αρμοδίου οργάνου της ΔΟΥ ΦΑΒΕ Αθηνών), ενώ κατέβαλε το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό κεφαλαίου και τόκων με τρεις επιταγές της ΑL…. Τρ…. Πί…., ποσού 16.376.352 δραχμών η καθεμία, λήξεως αντιστοίχως στις 21.10.1997, 30.12.1997 και 30.1.1998 [βλ. αντιστοίχως τα υπ΄ αριθμόν 1954/21.10.1997, 2099/30.12.1997 και 2144/30.1.1998 πινάκια παράδοσης των υπ΄ αριθμών 2431493-2, 3908809-8 και 3908824-4 επιταγών).
Ακολούθως, με την υπ΄ αριθμόν 670/31.3.1999 αίτησή της προς τον προϊστάμενο της ανωτέρω ΔΟΥ, η β΄ των προσφευγόντων ζήτησε να της επιστραφεί το ποσό αυτό ως αχρεωστήτως παρακρατηθέν. Σε απάντηση του αιτήματός της αυτού, ο προϊστάμενος της ΔΟΥ αυτής, με το υπ΄ αριθμόν 6441/25.5.1999 έγγραφό του υπέδειξε στην ανωτέρω να απευθυνθεί στον προϊστάμενο της αρμόδιας για την φορολόγηση του εισοδήματός της ΔΟΥ, ενώ ταυτόχρονα απέστειλε προς την Α΄ ΔΟΥ Αθηνών την ως άνω από 25.5.1999 έκθεση ελέγχου με το υπ΄ αριθμόν 6440/1.6.1999 δελτίο πληροφοριών, στο οποίο παρέθεσε συνοπτικά το ιστορικό της υποθέσεως. Βάσει των εγγράφων αυτών, συντάχθηκε η από 28.6.2000 έκθεση ελέγχου αρμοδίου οργάνου της Α΄ ΔΟΥ Αθηνών, με την οποία κρίθηκε ότι στο καθαρό εισόδημα της β΄ των προσφευγόντων για το οικονομικό έτος 1998 έπρεπε να προστεθεί το ανωτέρω καταβληθέν ποσό τόκων, ως εισόδημα από κινητές αξίες, με αποτέλεσμα το συνολικό εισόδημά της για το οικείο οικονομικό έτος να ανέλθει από 670.580 δραχμές σε 23.976.866 δραχμές. Βάσει της ως άνω εκθέσεως ελέγχου συντάχθηκε το προσβαλλόμενο υπ΄ αριθμόν 2β΄/28.6.2000 φύλλο ελέγχου φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 1998, με το οποίο προσδιορίσθηκε το μεν συνολικό εισόδημα της προσφεύγουσας (πλην του εισοδήματός της από μισθωτές υπηρεσίες, το οποίο φορολογήθηκε αυτοτελώς) σε 23.976.866 δραχμές, ο δε αναλογών στο εισόδημα αυτό φόρος σε 9.896.599 δραχμές και βεβαιώθηκε τελικώς, αφού αφαιρέθηκε και το ως άνω παρακρατηθέν στην πηγή ποσό, φόρος 3.641.000 δραχμών επιπλέον του ήδη καταβληθέντος βάσει δηλώσεως, καθώς και πρόσθετος φόρος 2.949.210 δραχμών (ποσοστό 81% του βεβαιωθέντος ως άνω ποσού), λόγω υποβολής ανακριβούς δηλώσεως. Ήδη με την κρινόμενη προσφυγή και το από 5.12.2003 υπόμνημά τους, οι προσφεύγοντες ζητούν όσα αναφέρονται στην εισαγωγική σκέψη της παρούσας αποφάσεως, ενώ με την από 13.11.2000 έκθεση απόψεών του, ο προϊστάμενος της Α΄ ΔΟΥ Αθηνών ζητεί την απόρριψη της προσφυγής.
Με την κρινόμενη προσφυγή προβάλλεται, κατά πρώτον, ότι παρανόμως βεβαιώθηκε εις βάρος της β΄ των προσφευγόντων φόρος με το προσβαλλόμενο φύλλο ελέγχου, διότι η από 28.6.2000 έκθεση ελέγχου, στην οποία αυτό στηρίζεται, είναι αόριστη και αναιτιολόγητη, δεδομένου ότι σε αυτήν δεν αναγράφεται το ποσό της φορολογικής της υποχρεώσεως. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι: α) όπως εκτέθηκε ανωτέρω, στην ως άνω έκθεση αναγράφεται η κατά την άποψη της ΔΟΥ αιτία της φορολογικής εγγραφής, δηλαδή η λήψη από την β΄ των προσφευγόντων, βάσει δικαστικής αποφάσεως, τόκων υπερημερίας ύψους 23.306.286 δραχμών, προσδιορίζεται δε κατόπιν αυτού το συνολικό φορολογητέο εισόδημά της για το οικείο οικονομικό έτος σε 23.976.866 δραχμές και β) ότι η ίδια ως άνω έκθεση παραπέμπει στο υπ΄ αριθμόν 6440/1999 πληροφοριακό έγγραφο της ΔΟΥ ΦΑΒΕ Αθηνών, από το οποίο, σε συνδυασμό και με την προαναφερθείσα από 25.5.1999 έκθεση ελέγχου της ως άνω ΔΟΥ, προκύπτουν αναλυτικά τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν, κατά τις απόψεις της φορολογικής αρχής, την φορολογική υποχρέωση της β΄ των προσφευγόντων, κρίνει, σύμφωνα και με όσα έγιναν δεκτά στην μείζονα σκέψη της παρούσας αποφάσεως, ότι η από 28.6.2000 έκθεση ελέγχου της Α΄ ΔΟΥ Αθηνών έχει συνταχθεί νομίμως και δεν πάσχει από οποιαδήποτε νομική πλημμέλεια. Περαιτέρω, προβάλλεται με την προσφυγή ότι παρανόμως υποβλήθηκε το ένδικο ποσό σε φόρο εισοδήματος, δεδομένου ότι η αποζημίωση που επιδικάζε-ται λόγω αδικοπραξίας δεν αποτελεί εισόδημα, αλλά αποσκοπεί στην ανόρθωση προξενηθείσας ζημίας, ούτε δε και οι τόκοι υπερημερίας στην περίπτωση αυτή αποτελούν εισόδημα, δεδομένου ότι καταβάλλονται συνεπεία της καθυστερήσεως καταβολής της ως άνω αποζημιώσεως. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι, όπως έγινε δεκτό στην μείζονα σκέψη της παρούσας αποφάσεως, οι επιδικαζόμενοι με δικαστική απόφαση τόκοι υπερημερίας υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος ακόμα και όταν η κύρια απαίτηση δεν υπόκειται στον φόρο αυτόν, όπως εν προκειμένω.
Ακολούθως, και επικουρικώς, προβάλλεται ότι εν πάση περιπτώσει το ένδικο ποσό τόκων φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή 20%, εξαντλουμένης της φορολογικής υποχρεώσεως του δικαιούχου του και συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση, η φορολογική υποχρέωση της β΄ των προσφευγόντων εκπληρώθηκε πλήρως με την παρακράτηση ποσοστού 20% του ως άνω ποσού από την οφειλέτρια εταιρία και την απόδοση αυτού του ποσού στην φορολογική αρχή. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, δεδομένου ότι, όπως κρίθηκε ανωτέρω, το ένδικο ποσό τόκων δεν φορολογείται αυτοτελώς, αλλά συναθροίζεται με τα λοιπά εισοδήματα του οικείου οικονομικού έτους και φορολογείται κατά τις γενικές διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος, η δε παρακράτηση του 20% έχει την έννοια της προκαταβολής έναντι του οφειλόμενου φόρου, το δε παρακρατηθέν ποσό αφαιρείται, όπως έγινε και στην ένδικη περίπτωση, από τον συνολικώς οφειλόμενο φόρο για το οικείο οικονομικό έτος.
Εξάλλου, με την προσφυγή προβάλλεται, επίσης επικουρικώς, ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το εισόδημα από τους ως άνω τόκους υπόκειται σε φορολογία, έπρεπε αυτό να επιμερισθεί μεταξύ των οικονομικών ετών εντός των οποίων τα ποσά αυτά εισπράχθηκαν και όχι να προτεθεί στο σύνολό του στα λοιπά εισοδήματα του οικονομικού έτους 1998, με αποτέλεσμα τα εισοδήματα αυτά να φορολογηθούν με αυξημένο συντελεστή. Και ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος, διότι, όπως εκτίθεται αναλυτικά στο ιστορικό της παρούσας αποφάσεως, η έναντι της β΄ των προφευγόντων οφειλή εξοφλήθηκε με τρεις ισόποσες επιταγές ύψους 16.376.352, από τις οποίες οι δύο πρώτες έληγαν το 1997, το δε ποσό των δύο αυτών επιταγών (32.752.704 δραχμές) υπερκαλύπτει προφανώς την οφειλή εξόδων και τόκων, η οποία θεωρείται ότι εξοφλείται κατά προτεραιότητα, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω. Επομένως, νομίμως η φορολογική αρχή ενέταξε στα εισοδήματα του οικονομικού έτους 1998 (1.1 – 31.12.1997) το ως άνω ένδικο ποσό.
Τέλος προβάλλεται, καθ΄ ερμηνεία του σχετικού ισχυρισμού, ότι είναι παράνομη η επιβολή πρόσθετου φόρου, δεδομένου ότι τα ένδικα ποσά τόκων δηλώθηκαν με τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικονομικών ετών 1998 και 1999 ως εισοδήματα απαλλασσόμενα από τον φόρο. Ο ισχυρισμός όμως αυτός, και αν υποτεθεί αληθής, είναι αβάσιμος, δεδομένου ότι με αυτόν κατ΄ ουσίαν ομολογείται η ανακρίβεια των σχετικών δηλώσεων, τόσο ως προς τον χρόνο, όσο και ως προς το περιεχόμενο της δηλώσεως, δεδομένου ότι τα ποσά αυτά, όπως κρίθηκε ανωτέρω, αφενός μεν αποτελούν εισοδήματα του οικονομικού έτους 1998, αφετέρου δε υπόκεινται σε φόρο.