Σ.Τ.Ε. 386/2005
Πώληση εμπορεύσιμων στοιχείων και παγίων επιχείρησης. Έκδοση φορολογικών στοιχείων. Πώληση αυτοκινήτου
Συμβουλίου της Επικρατείας (Β΄ τμήματος, 7μελούς)
Αριθ. απόφασης: 386/2005
Πρόεδρος: Φ. Στεργιόπουλος, Αντιπρόεδρος Σ.τ.Ε.,
Εισηγητής: Α.Γ. Βώρου, Σύμβουλος Σ.τ.Ε.
Δικηγόρος: Γ. Βαμβακίδης, Πάρεδρος Ν.Σ.Κ., Ι.Δ. Κάκος
Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων (Π.Δ. 186/1992, άρθρα 11, παρ. 1, 12, παρ. 1 και 13, παρ. 1)
Πώληση εμπορεύσιμων στοιχείων και παγίων επιχείρησης. Έκδοση φορολογικών στοιχείων. Πώληση αυτοκινήτου: Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 11, παρ. 1, 12, παρ. 1 και 13, παρ. 1 του Κ.Β.Σ., επί πώλησης παγίων στοιχείων από επιτηδευματία, εάν μεν η πώληση ενεργείται προς άλλο επιτηδευματία για την άσκηση του επαγγέλματός του ή την εκτέλεση του σκοπού του, εκδίδεται τιμολόγιο, εάν δε η πώληση τούτων ενεργείται προς φυσικό πρόσωπο για τις ατομικές του ανάγκες εκδίδεται δελτίο λιανικής πώλησης. Επί πώλησης όμως ορισμένων αγαθών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα αυτοκίνητα, είτε τα αγαθά αυτά αποτελούν εμπορεύσιμα στοιχεία της επιχείρησης είτε πάγια στοιχεία αυτής, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12, παρ. 1 και 13 του Κ.Β.Σ., εφόσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες στον Κώδικα αυτόν (άρθρο 12, παρ. 16 και άρθρο 13, παρ. 4) προϋποθέσεις, οι οποίες ειδικότερα επί πώλησης αυτοκινήτου από επιτηδευματία, εάν μεν αυτή ενεργείται προς άλλο επιτηδευματία για την άσκηση του επαγγέλματός του ή την εκτέλεση του σκοπού του είναι να έχει συνταχθεί συμβολαιογραφικό έγγραφο μεταβίβασης του αυτοκινήτου, εάν δε η πώληση αυτού ενεργείται προς φυσικό πρόσωπο για τις ατομικές του ανάγκες να έχουν εκδοθεί άλλα κατά νόμο έγγραφα, που περιλαμβάνουν τα στοιχεία της απόδειξης λιανικής πώλησης, οπότε στις περιπτώσεις αυτές δεν απαιτείται η έκδοση του προβλεπόμενου από τα άρθρα 12, παρ. 1 και 13, παρ. 1 του Κώδικα αντίστοιχου φορολογικού στοιχείου.
Δεκτή αίτηση αναίρεσης του Δημοσίου
[…] 2. Επειδή, η υπόθεση συζητήθηκε ενώπιον του Τμήματος υπό την παρούσα σύνθεση κατόπιν παραπομπής της με την απόφαση 3035/2004 του Τμήματος υπό πενταμελή σύνθεση.
3. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται, παραδεκτώς, η αναίρεση της 6825/2001 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή, κατ΄ αποδοχή εφέσεως του αναιρεσιβλήτου και κατ΄ απόρριψη εφέσεως του Δημοσίου κατά της 1797/1997 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, ακυρώθηκε η 30/1977 πράξη του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Κορυδαλλού, με την οποία είχαν επιβληθεί σε βάρος του πρόστιμα συνολικού ποσού 10.076.000 δραχμών, για παραβάσεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Π.Δ. 186/1992), που φέρονται ότι διαπράχθηκαν κατά το έτος 1994, γενομένης δεκτής της σχετικής προσφυγής του αναιρεσιβλήτου κατά της πράξεως αυτής. Με την πρωτόδικη απόφαση, κατά μερική παραδοχή της πιο πάνω προσφυγής, είχε μεταρρυθμισθεί η προσβαλλόμενη πράξη και είχε περιορισθεί το ποσό των προστίμων.
4. Επειδή, στο άρθρο 11, παρ. 1 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Π.Δ. 186/1992, φ. Α΄ 84) ορίζεται ότι: “Δελτίο αποστολής εκδίδεται από τον επιτηδευματία: α) σε κάθε περίπτωση χονδρικής πώλησης ή παράδοσης ή διακίνησης αγαθών προς οποιονδήποτε και για οποιοδήποτε σκοπό, εφόσον δεν εκδόθηκε συνενωμένο δελτίο αποστολής με φορολογικό στοιχείο αξίας (τιμολόγιο, απόδειξη λιανικής πώλησης, απόδειξη παροχής υπηρεσιών)”, στο άρθρο 12, παρ. 1 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι: “Για την πώληση αγαθών για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου ή δικαιώματος εισαγωγής και την παροχή υπηρεσιών από επιτηδευματία σε άλλο επιτηδευματία και τα πρόσωπα των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 2 του Κώδικα αυτού, για την άσκηση του επαγγέλματός τους ή την εκτέλεση του σκοπού τους, κατά περίπτωση, καθώς και για την πώληση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών εκτός της χώρας, εκδίδεται τιμολόγιο” και στην παρ. 16 του ίδιου άρθρου ότι: “Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν έχουν εφαρμογή: α) Στις πωλήσεις ακινήτων, βιομηχανοστασίων, πλοίων, αυτοκινήτων, αεροσκαφών και λοιπών μηχανημάτων, εφόσον συντάσσονται συμβόλαια μεταβίβασης, καθώς και στις πωλήσεις μετοχών, παραγώγων, ομολογιών, ομολόγων, εντόκων γραμματίων και λοιπών συναφών. β) ….” Εξάλλου, στο άρθρο 13, παρ. 1 του ιδίου Κώδικα ορίζεται ότι: “Ο επιτηδευματίας που τηρεί βιβλία δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας για κάθε πώληση αγαθών, για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου, ή παροχή υπηρεσιών προς το κοινό ή προς τα μέλη προμηθευτικού συνεταιρισμού με βάση διατακτικές του, εκδίδει απόδειξη λιανικής πώλησης ή παροχής υπηρεσιών, κατά περίπτωση ….” και στην παρ. 4 του ίδιου άρθρου ότι: “Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν έχουν εφαρμογή στις συναλλαγές των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 16 του άρθρου 12 του Κώδικα αυτού, εφόσον από τις επιχειρήσεις πώλησης των ειδών ή παροχής των υπηρεσιών αυτών ή από τα πρόσωπα είσπραξης ανταποδοτικών τελών, εκδίδονται άλλα έγγραφα, που περιλαμβάνουν τα στοιχεία της απόδειξης λιανικής πώλησης ή παροχής υπηρεσιών και αντίτυπο αυτών των εγγράφων παραδίδεται στον πελάτη, καθώς και στην είσπραξη αμοιβής από συμβολαιογράφο, εφόσον η αμοιβή του αναγράφεται στο συμβόλαιο για το οποίο εισπράττεται ….”.
5. Επειδή, από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 11, παρ. 1, 12, παρ. 1 και 13, παρ. 1 του Κ.Β.Σ. συνάγεται ότι η υποχρέωση εκδόσεως του οικείου φορολογικού στοιχείου, του νόμου μη διακρίνοντος, υφίσταται τόσο στην περίπτωση που τα πωλούμενα αγαθά αποτελούν εμπορεύσιμα στοιχεία της επιχείρησης όσο και στην περίπτωση που αποτελούν πάγια στοιχεία αυτής. Συνεπώς, επί πωλήσεως πάγιων στοιχείων από επιτηδευματία, εάν μεν η πώληση ενεργείται προς άλλο επιτηδευματία (ή τα πρόσωπα των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 2 του ως άνω Κώδικα) για την άσκηση του επαγγέλματός τους ή την εκτέλεση του σκοπού τους, εκδίδεται τιμολόγιο, εάν δε η πώληση τούτων ενεργείται προς φυσικό πρόσωπο για τις ατομικές του ανάγκες εκδίδεται δελτίο λιανικής πώλησης. Είναι δε άλλο το ζήτημα ότι επί πωλήσεως ορισμένων αγαθών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα αυτοκίνητα, είτε τα αγαθά αυτά αποτελούν εμπορεύσιμα στοιχεία της επιχείρησης είτε πάγια στοιχεία αυτής, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12, παρ. 1 και 13, παρ. 1 του Κ.Β.Σ., εφόσον συντρέχουν οι προβλεπόμενες στον Κώδικα αυτόν (στην παρ. 16 του άρθρου 12 και στην παρ. 4 του άρθρου 13) προϋποθέσεις οι οποίες ειδικότερα επί πωλήσεως αυτοκινήτου από επιτηδευματία, εάν μεν αυτή ενεργείται προς άλλο επιτηδευματία (ή τα πρόσωπα των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 2 του ως άνω Κώδικα) για την άσκηση του επαγγέλματός τους ή την εκτέλεση του σκοπού τους είναι να έχει συνταχθεί συμβολαιογραφικό έγγραφο μεταβίβασης του αυτοκινήτου, εάν δε η πώληση αυτού ενεργείται προς φυσικό πρόσωπο για τις ατομικές του ανάγκες να έχουν εκδοθεί άλλα κατά νόμο έγγραφα, που περιλαμβάνουν τα στοιχεία της απόδειξης λιανικής πώλησης, οπότε στις περιπτώσεις αυτές δεν απαιτείται πράγματι, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις των παρ. 16 του άρθρου 12 και 4 του άρθρου 13 του εν λόγω Κ.Β.Σ., η έκδοση του προβλεπόμενου από τα άρθρα 12, παρ. 1 και 13, παρ. 1 του Κώδικα αντίστοιχου φορολογικού στοιχείου.
6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, το διοικητικό εφετείο έκρινε με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι ο αναιρεσίβλητος, ο οποίος είχε ως αντικείμενο εργασιών την εκμετάλλευση του ανήκοντος σ΄ αυτόν ΡΝ.. 69.. φορτηγού αυτοκινήτου δημοσίας χρήσεως, τηρούσε δε για το σκοπό αυτό βιβλία και στοιχεία Β΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., για την πώληση αυτού, στις 3.2.1994, προς τον Στ….. Καρ….. (του οποίου πάντως δεν προσδιορίζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η ιδιότητα ως επιτηδευματία ή ιδιώτη) δεν είχε υποχρέωση εκδόσεως φορολογικών στοιχείων, λόγω του ότι το ως άνω φορτηγό αυτοκίνητο αποτελούσε πάγιο στοιχείο της ατομικής επιχείρησης του αναιρεσιβλήτου, με τη σκέψη δε αυτή εξαφάνισε την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, που είχε αντιθέτως δεχθεί ότι για την επίδικη πώληση υπήρχε υποχρέωση εκδόσεως των σχετικών φορολογικών στοιχείων. Σύμφωνα όμως με τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη 5, ως προς την έννοια των εφαρμοστέων διατάξεων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, η κρίση αυτή του διοικητικού εφετείου δεν είναι νόμιμη, διότι ο αναιρεσίβλητος είχε, κατ΄ αρχήν, υποχρέωση να εκδώσει φορολογικά στοιχεία για την πώληση του προαναφερόμενου φορτηγού αυτοκινήτου, χωρίς να ασκεί επιρροή στην υποχρέωσή του αυτή το ότι τούτο αποτελούσε πάγιο στοιχείο της επιχείρησής του. Για το λόγο συνεπώς αυτό, που βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί και η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.