Σ.Τ.Ε. 2866/2005
Ι. Πρόσωπα που ευθύνονται αλληλεγγύως με τις υπόχρεες εταιρίες για την καταβολή φόρων. Ανακοπή κατά ατομικής ειδοποίησης χρέους ΙΙ. Ευθύνη διοικούντων νομικά πρόσωπα για παρακρατούμενους φόρους και κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του νομικού προσώπου
Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών
Αριθ.απόφασης: 2866/2005
Δικαστής: Ευθ. Παπαδόπουλος, Πρωτοδίκης Δ.Δ.
Δικηγόρος: Ευαγ. Μάντζου
Κώδικας είσπραξης δημοσίων εσόδων (Π.Δ. 356/1974) και Κώδικας διοικητικής δικονομίας (Ν. 2717/1999, άρθρα 217, 219).
Ι. Πρόσωπα που ευθύνονται αλληλεγγύως με τις υπόχρεες εταιρίες για την καταβολή φόρων. Ανακοπή κατά ατομικής ειδοποίησης χρέους: Τα πρόσωπα τα οποία, λόγω της ιδιότητάς τους ως διαχειριστών, διευθύνοντων συμβούλων κλπ., εταιριών ευθύνονται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 115, παρ. 3 του Ν. 2238/1994 προσωπικώς και αλληλεγγύως για την καταβολή των οφειλομένων από τις υπόχρεες εταιρίες φόρων, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας τους, νομιμοποιούνται, παρά το ότι η ταμειακή βεβαίωση του φόρου δεν έχει γίνει στο όνομά τους, αλλά στο όνομα του νομικού προσώπου, στην άσκηση ανακοπής κατά της ατομικής ειδοποίησης που αποστέλλεται σε αυτά, η οποία, στην περίπτωση αυτή, έχει κατ΄ εξαίρεση, εκτελεστό χαρακτήρα και, κατά συνέπεια, παραδεκτώς προσβάλλεται με την ανακοπή του άρθρου 217 του Κ.Δ.Δ.
ΙΙ. Ευθύνη διοικούντων νομικά πρόσωπα για παρακρατούμενους φόρους και κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του νομικού προσώπου: Η διάταξη του άρθρου 22, παρ. 6 του Ν. 2648/1998, με την οποία εισήχθη για πρώτη φορά η αλληλέγγυος ευθύνη των διοικούντων νομικά πρόσωπα και κατά το χρόνο λειτουργίας των επιχειρήσεων, για την καταβολή των οφειλομένων από αυτές στο Δημόσιο φόρων, ισχύει από 1/12/1998. Επομένως για να είναι νόμιμη η εκτέλεση που επιχειρείται σε βάρος διοικούντος νομικό πρόσωπο, πρέπει, σε κάθε περίπτωση, το χρέος της επιχείρησης για το οποίο επισπεύδεται η εν λόγω εκτέλεση να έχει δημιουργηθεί μετά την έναρξη της ισχύος της ανωτέρω διάταξης, δηλαδή, μετά την 1/12/1998.
ΙΙΙ. Απόδειξη της έλλειψης της ιδιότητας του διοικούντος νομικό πρόσωπο (ΈΠΕ): Οι φερόμενοι ως διευθυντές ή διαχειριστές εταιριών περιορισμένης ευθύνης δεν μπορούν να αρνηθούν την πιο πάνω ιδιότητά τους και την ευθύνη τους που απορρέει από αυτή, παρά μόνο αν επικαλεστούν και αποδείξουν είτε ότι αγνοούσαν το διορισμό τους είτε ότι δεν τον αποδέχτηκαν είτε ότι το Δημόσιο τελούσε σε γνώση πράξεων και γεγονότων που είχαν ως αποτέλεσμα αυτοί να πάψουν, κατά νόμο, να φέρουν τις εν λόγω ιδιότητες.
[…] Επειδή, με την κρινόμενη ανακοπή, για την οπoία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. σχετ. τα 561658 και 1312508 σειράς Α΄ έντυπα παραβόλου), επιδιώκεται η ακύρωση του … εγγράφου (γνωστοποίησης οφειλής) του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. … με το οποίο ο ανακόπτων: α) κλήθηκε να καταβάλει, εντός προθεσμίας 20 ημερών, το συνολικό ποσό των 9.713.641,38 ευρώ για χρέη της εταιρίας (δηλαδή ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο 9.181.554,65 ευρώ, προσαυξήσεις 502.132,03 ευρώ και λοιπά χρέη 29.954,70 ευρώ), ως ευθυνόμενος προσωπικώς και αλληλεγγύως για την καταβολή τους, με βάση το άρθρο 115 του Ν. 2238/1994, λόγω της ιδιότητας που φέρεται να έχει ως διαχειριστής της εν λόγω εταιρίας και β) γνωστοποιήθηκε σ΄αυτόν ότι το μη ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο των οφειλών της εν λόγω εταιρίας ανέρχεται σε 2.096.282,95 ευρώ, ότι το ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο επιβαρύνεται με προσαύξηση 1,5% μηνιαίως, καθώς και ότι, σε περίπτωση μη τακτοποίησης της οφειλής του, θα ληφθούν τα προβλεπόμενα από την κείμενη νομοθεσία μέτρα εκτέλεσης.
Επειδή, στο άρθρο 217 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999, φ. 97 Α΄) ορίζεται ότι: “1. Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου, β) της κατασχετήριας έκθεσης, γ) του προγράμματος πλειστηριασμού, δ) της έκθεσης πλειστηριασμού και ε) του πίνακα κατάταξης. 2. Ανακοπή, επίσης, χωρεί κατά: α) της αρνητικής δήλωσης νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ως τρίτου, σύμφωνα με το άρθρο 34 του Κ.Ε.Δ.Ε., εφόσον και η υποχρέωση του τρίτου είναι δημοσίου δικαίου, β) της δήλωσης του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του τελωνείου, για την ύπαρξη απαίτησης δημοσίου δικαίου ή προνομίου του Δημοσίου, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 62 του Κ.Ε.Δ.Ε. 3. Η διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 63 δεν έχει εφαρμογή στην προκείμενη διαδικασία” και στο άρθρο 219 παρ. 1 περ. α΄ του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι: “Προς άσκηση ανακοπής νομιμοποιούνται: α) στις περιπτώσεις α΄, β΄, γ΄ και ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 217: ο καθ΄ ου ή ο θιγόμενος ενυπόθηκος δανειστής”. Εξάλλου, στο μεν άρθρο 4 του Ν.Δ/τος 356/1974 (“Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων”, φ. 90 Α΄) ορίζεται ότι: “1. `Αμα τη βεβαιώσει ποσού τινός εις το Δημόσιον Ταμείον ως δημοσίου εσόδου ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου υποχρεούται.. να αποστείλη προς τον οφειλέτην ατομικήν ειδοποίησιν και να κοινοποιήσει ταύτην περιέχουσαν τα στοιχεία του οφειλέτου, το είδος και το ποσόν του χρέους, το οικονομικόν έτος εις ο ανήκει τούτο, τον αριθμόν και την χρονολογίαν του τριπλοτύπου βεβαιώσεως και την χρονολογίαν πληρωμής του χρέους ή εκάστης δόσεως εις περίπτωσιν καταβολής εις δόσεις … 2. Η κατά την προηγουμένην παράγραφον κοινοποιουμένη ατομική ειδοποίησις δεν ξομοιούται προς την επιταγήν προς πληρωμήν. 3. Η παράλειψις αποστολής της κατά την παρ. 1 του παρόντος άρθρου ειδοποιήσεως ουδεμίαν ασκεί επίδρασιν επί του κύρους των κατά του οφειλέτου λαμβανομένων αναγκαστικών μέτρων”, στο δε άρθρο 41 του Β.Δ/τος 757/1969 (φ. 241 Α΄), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 του Π.Δ/τος 26/1977 (φ. 14 Α΄), ορίζεται ότι: “Αι κατά τον Νόμον περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων εκδιδόμενοι ατομικαί ειδοποιήσεις διά την καταβολήν των βεβαιωθέντων εσόδων καταχωρούνται εις ειδικόν βιβλίον, δέον δε να είναι σαφείς, καθαρογεγραμμέναι και να περιέχουν πλήρη τα στοιχεία του χρέους του οφειλέτου. Επί χρεών καταβαλλομένων εις δόσεις, δέον να σημειούται απαραιτήτως το ποσόν και η χρονολογία καθ΄ ην είναι καταβλητέα εκάστη δόσις, επί δε εφάπαξ καταβαλλομένων χρεών η χρονολογία καταβολής των. Εφ΄ ενός εκάστου των τίτλων εισπράξεως συντάσσεται πράξις, πιστοποιούσα την έκδοσιν των ατομικών ειδοποιήσεων προς τους οφειλέτας”.
Επειδή, από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων και ενόψει όσων εκτίθενται στην αιτιολογική έκθεση του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σύμφωνα με τα οποία με την ανακοπή προσβάλλονται όλες οι πράξεις που εκδίδονται από την ταμειακή βεβαίωση της οφειλής έως την ολοκλήρωση της διαδικασίας της εκτέλεσης, συνάγεται ότι η ατομική ειδοποίηση του άρθρου 4 του Κ.Ε.Δ.Ε. δεν αποτελεί εκτελεστή πράξη που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης, αλλά πληροφοριακό έγγραφο, το οποίο ατroστέλλεται από τον Προϊστάμενο της οικείας Δ.Ο.Υ. προς τον οφειλέτη για να του γνωστοποιήσει το υφιστάμενο χρέος του, κατά του οποίου δεν χωρεί ανακοπή του άρθρου 217 Κ.Διοικ.Δικ. Εφόσον, όμως, στην ατομική αυτή ειδοποίηση περιέχεται, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 του Κ.Ε.Δ.Ε., η πράξη ταμειακής βεβαίωσης του σχετικού χρέους, τότε η ανακοπή είναι δυνατό, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου, να θεωρηθεί ότι στρέφεται κατά της ταμειακής βεβαίωσης και να ερευνηθεί η ανακοπή ως προς αυτήν (πρβλ. ΣτΕ 1639/2003). Κατ΄ εξαίρεση όμως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ατομική ειδοποίηση έχει εκτελεστό χαρακτήρα στην περίπτωση που αποστέλλεται σε τρίτο πρόσωπο, το οποίο είναι κατά νόμο αλληλεγγύως υπεύθυνο με τον οφειλέτη για την εξόφληση του χρέους, χωρίς να προηγηθεί ταμειακή βεβαίωση σε βάρος του. Και τούτο, διότι η αποστολή ατομικής ειδοποίησης στην περίπτωση αυτή έχει συγκεκριμένες έννομες συνέπειες, καθ΄ όσον ο οφειλέτης καλείται για πρώτη φορά, ως εις ολόκληρον υπόχρεος, να καταβάλει ληξιπρόθεσμα χρέη του προς το Δημόσιο, με την απειλή λήψης μέτρων εκτέλεσης σε βάρος του, ενώ η δυνατότητα προσβολής μεταγενέστερων πράξεων εκτέλεσης (έκθεσης κατάσχεσης, προγράμματος πλειστηριασμού κ.λπ.) δεν εξασφαλίζει πλήρως το Συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμά του για δικαστική προστασία (άρθρο 20 παρ. 1 Συντάγματος), αφού κατά το διάστημα που μεσολαβεί μέχρι την έκδοση μεταγενέστερων πράξεων εκτέλεσης δεν του παρέχεται κανένα ένδικο βοήθημα προς υποστήριξη των δικαιωμάτων του (δεδομένου ότι δεν εκδίδεται ταμειακή βεβαίωση σε βάρος του), παράλληλα δε υφίσταται τις δυσμενείς συνέπειες από την ύπαρξη της οφειλής του (υπολογισμός προσαυξήσεων, ενδεχόμενη άσκηση ποινικής δίωξης κλπ.).
Επειδή, στην υπό κρίση περίπτωση, το προσβαλλόμενο έγγραφο του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. … όπως προκύπτει από το περιεχόμενό του, αποτελεί ατομική ειδοποίηση, εφόσον με αυτό καλείται ο ανακόπτων να καταβάλει, εντός ορισμένης προθεσμίας, τις οφειλές εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, της οποίας διατέλεσε διαχειριστής, επ΄ απειλή λήψεως αναγκαστικών μέτρων σε βάρος του. Οι τυχόν δε ελλείψεις ως προς τη μνεία ορισμένων στοιχείων της ατομικής ειδοποίησης (μη αναφορά ταμειακής βεβαίωσης, έτους οφειλής κ.λ.π.), όπως αυτά προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις, δεν επηρεάζουν τον χαρακτήρα της ως ατομικής ειδοποίησης (βλ. ΣτΕ 3933/1998 ΔΔίκη 2002, σελ 526). Με βάση αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι το ως άνω έγγραφο έχει εκτελεστό χαρακτήρα (κατά το μέρος που ο ανακόπτων καλείται να καταβάλει ληξιπρόθεσμες οφειλές του συνολικού ύψους 9.713.641,38 ευρώ) και παραδεκτώς προσβάλλεται με την ανακοπή του άρθρου 217 κ.ΔΙΟIΚ.Δικ. Επομένως, οι αντίθετοι ισχυρισμοί του καθ΄ ου περί προσβολής πληροφοριακού εγγράφου είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Ενόψει τούτων και δεδομένου ότι συντρέχουν και οι λοιπές διαδικαστικές προϋποθέσεις, η κρινόμενη ανακοπή ασκείται παραδεκτώς.
Επειδή, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας ορίζει στο άρθρο 224, παρ. 1 και 2 ότι: “1. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη κατά το νόμο και την ουσία, στα όρια της ανακοπής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. 2. Κατ΄ εξαίρεση, ο κατά το νόμο έλεγχος της προσβαλλόμενης πράξης χωρεί και αυτεπαγγέλτως, εκτεινόμενος στο σύνολό της, προκειμένου να διακριβωθεί: α) αν η πράξη έχει εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο, ή β) αν υπάρχει παράβαση δεδικασμένου και στο άρθρο 225 ότι: “Το Δικαστήριο αν διαπιστώσει παράβαση νόμου ή ουσιαστικές πλημμέλειες της προσβαλλόμενης πράξης, προβαίνει στην ολική ή μερική ακύρωση ή στην τροποποίησή της. Σε διαφορετική περίπτωση προβαίνει στην απόρριψη της ανακοπής”.
Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 115 του Ν. 2238/1994 (“περί Κώδικος Φορολογίας Εισοδήματος”, φ. 151 Α΄), όπως η παράγραφος 3 προστέθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 22 του Ν. 2648/1998 (φ. 238 Α/22-10-1998), που άρχισε να ισχύει από 1/12/1998 σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 48 του νόμου αυτού, ορίζεται ότι: 1. Τα πρόσωπα που είναι διευθυντές, διαχειριστές ή διευθύνοντες σύμβουλοι και εκκαθαριστές των ημεδαπών ανώνυμων εταιρειών ή συνεταιρισμών κατά το χρόνο της διάλυσης ή συγχώνευσής τους, ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για την πληρωμή του φόρου που οφείλεται από αυτά τα νομικά πρόσωπα, σύμφωνα με τον παρόντα, καθώς και του φόρου που παρακρατείται, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους. Στις ανώνυμες εταιρίες που συγχωνεύονται, ευθύνεται αλληλεγγύως μαζί με τα πιο πάνω πρόσωπα, για την πληρωμή των κατά το προηγούμενο εδάφιο οφειλόμενων φόρων της διαλυόμενης εταιρίας και εκείνη που την απορρόφησε ή η νέα εταιρία που συστήθηκε ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους … 2. Τα πρόσωπα που είναι διευθυντές, διαχειριστές και γενικά εντεταλμένοι στη διοίκηση του νομικού προσώπου, κατά το χρόνο της διάλυσης των λοιπών νομικών προσώπων του άρθρου 101, ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για την πληρωμή του φόρου που οφείλεται από αυτά τα νομικά πρόσωπα σύμφωνα με τον παρόντα, καθώς και των φόρων που παρακρατούνται, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους. 3. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για τους παρακρατούμενους φόρους και κατά τη διάρκεια λειτουργίας του νομικού προσώπου που εκπροσωπούν … 4 …”. Εξάλλου, στο Ν. 3190/1955 “περί Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης”, φ. 91 Α΄), όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα και ισχύει, ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: στο άρθρο 17 ότι: “1. Διά του καταστατικού ή δι΄ αποφάσεως της συνελεύσεως των εταίρων, η διαχείρισις των εταιρικών υποθέσεων και η εκπροσώπησις της εταιρείας δύναται να ανατεθή εις έναν ή πλείονας εταίρους ή μη εταίρους επί ορισμένον χρόνον ή μη. 2 … 3. Η απόφαση της Συνέλευσης για το διορισμό των διαχειριστών … υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 8. Στη δημοσιότητα αυτή υποβάλλεται επίσης η με οποιοδήποτε τρόπο λήξη της διαχείρισης ως προς ένα ή περισσότερους διαχειριστές. Ελάττωμα ως προς το διορισμό των διαχειριστών δεν αντιτάσσεται στους καλόπιστους τρίτους, εφόσον τηρήθηκαν οι σχετικές με το διορισμό τους διατυπώσεις δημοσιότητας. 4…”, στο άρθρο 8 ότι: “1 … 2. Με επιμέλεια κάθε εταίρου ή διαχειριστή και με δαπάνες της ενδιαφερόμενης εταιρείας, δημοσιεύεται στο Τεύχος Ανωνύμων Εταιρειών και Εταιρειών Περιορισμένης ευθύνης των πράξεων και των στοιχείων που υποβάλλονται σε δημοσιότητα… 4. Ο Γραμματέας κάθε Πρωτοδικείου τηρεί Μητρώο Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης, που αποτελείται από: α) το βιβλίο μητρώου, β) τη μερίδα κάθε Εταιρείας, γ) το φάκελο της Εταιρείας και δ) το ευρετήριο των εταιρειών… Στην μερίδα της Εταιρείας καταχωρίζονται οι πράξεις και τα στοιχεία που υποβάλλονται σε δημοσιότητα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου…”και στο άρθρο 8α ότι: “1. Η Εταιρεία δεν μπορεί να αντιτάξει στους τρίτους τις πράξεις ή τα στοιχεία για τα οποία δεν τηρήθηκε η δημοσίευση που προβλέπει η παραγρ. 2 του άρθρου 8, εκτός αν αποδείξει ότι οι τρίτοι τα γνώριζαν… 3. Τα κείμενα που υποβάλλονται για δημοσίευση στο τεύχος Ανωνύμων Εταιρειών και Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης της Εφημερίδας της Κυβέρνησης, πρέπει απαραίτητα να έχουν θεωρηθεί από τον αρμόδιο Γραμματέα Πρωτοδικών…”.
Επειδή με την προαναφερθείσα διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 22 του Ν. 2648/1998, η οποία άρχισε να ισχύει από 1/12/1998, εισήχθη για πρώτη φορά η ευθύνη των αναφερόμενων στο άρθρο 115 του Ν. 2238/1994 προσώπων και κατά το χρόνο λειτουργίας της επιχείρησης για την καταβολή των οφειλομένων στο Δημόσιο φόρων, κατ΄ αντίθεση με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, που θέσπιζε ευθύνη των ανωτέρω προσώπων μόνο κατά το χρόνο που το νομικό πρόσωπο ήταν στο στάδιο της διάλυσης ή της συγχώνευσης. Συνεπώς, για να είναι νόμιμη η εκτέλεση που επιχειρείται κατ΄ επίκληση των προαναφερόμενων διατάξεων του άρθρου 115 του Ν. 2238/1994, σε βάρος προσώπου που έχει μία από τις αναφερόμενες στο άρθρο αυτό ιδιότητες σε χρόνο που το νομικό πρόσωπο βρίσκεται σε λειτουργία, πρέπει, σε κάθε περίπτωση, το χρέος για το οποίο επισπεύδεται η εν λόγω εκτέλεση να έχει δημιουργηθεί μετά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου δηλαδή μετά την 1/12/1998 (πρβλ Σ.Τ.Ε. 2028/1997 ΔIΔικ 1998 σελ 475/ Δ.Πρ.Αθ. 475/2000). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις του Ν. 3190/1955, η ιδιότητα των διευθυντών, διαχειριστών και γενικά των προσώπων που είναι εντεταλμένοι με τη διοίκηση της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης κατά το χρόνο της λειτουργίας της, πρέπει να προκύπτει από τις καταχωρίσεις των σχετικών πράξεων και στοιχείων στο Μητρώο Εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης και τη δημοσίευση ανακοινώσεων για τις καταχωρίσεις αυτές στο τεύχος Ανώνυμων Εταιρειών και Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης της Εφημερίδας της Κυβέρνησης. Οι φερόμενοι ως διευθυντές ή διαχειριστές της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης δεν μπορούν να αρνηθούν την παραπάνω ιδιότητά τους και την εξ αυτής απορρέουσα ευθύνη τους, παρά μόνο αν επικαλεσθούν και αποδείξουν είτε ότι αγνοούσαν το διορισμό τους στη θέση που συνεπάγεται τη σχετική ευθύνη, είτε ότι δεν τον αποδέχθηκαν, είτε ότι το Δημόσιο τελούσε σε γνώση πράξεων, ή γεγονότων που είχαν ως αποτέλεσμα αυτοί να πάψουν κατά νόμο να φέρουν τις ως άνω ιδιότητες (πρβλ. σχετικά με την εκπροσώπηση ναυτικής εταιρίας: ΣτΕ 2712/2002, 1566/2002, 2023, 5178/1997).
Επειδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Σε βάρος της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης … βεβαιώθηκαν εν στενή εννοία διάφορα ποσά συνολικού ύψους 9.713.641,38 ευρώ, για την είσπραξη χρεών της εν λόγω εταιρίας από φόρους εισοδήματος, Φ.Π.Α., τέλη χαρτοσήμου, πρόστιμα, έξοδα διοικητικής εκτέλεσης και σχετικές προσαυξήσεις. Όπως προκύπτει από τον προσκομιζόμενο πίνακα χρεών της Δ.Ο.Υ. …, τα παραπάνω χρέη ανάγονται στα έτη 1989-2002. Ακολούθως, με το 25215/17-9-2003 έγγραφο (γνωστοποίηση οφειλής) του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. …, ο ανακόπτων κλήθηκε να καταβάλει τα χρέη αυτά εντός προθεσμίας 20 ημερών, ως διαχειριστής της ως άνω εταιρίας, ευθυνόμενος προσωπικώς και αλληλεγγύως για την καταβολή τους με βάση τις διατάξεις του Ν. 2238/1994. Με το ίδιο έγγραφο ενημερώθηκε, επίσης, ότι τα μη ληξιπρόθεσμα χρέη της εταιρίας ανέρχονται σε 2.096.282,95 ευρώ, ότι τα ληξιπρόθεσμα χρέη επιβαρύνονται με προσαύξηση 1,5% μηνιαίως και ότι σε περίπτωση μη εξόφλησης της οφειλής του θα ληφθούν τα προβλεπόμενα από το νόμο μέτρα εκτέλεσης.
Επειδή, με την κρινόμενη ανακοπή, όπως παραδεκτώς αναπτύσσεται με το υπόμνημα, ο ανακόπτων ζητά την ακύρωση του παραπάνω εγγράφου, κατά το μέρος που με αυτό καλείται να καταβάλει ληξιπρόθεσμα χρέη συνολικού ύψους 9.713.641,38 ευρώ, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι από καμία διάταξη νόμου δεν καθιερώνεται προσωπική ευθύνη του για την καταβολή των χρεών της εταιρίας … και σε κάθε περίπτωση παραιτήθηκε από διαχειριστής αυτής στις 26/4/1991. Προς απόδειξη τούτων προσκομίζει: α) τα 4533/19-11-1988 και 4761/2-3-1989 συμβόλαια του συμβολαιογράφου Αθηνών … περί ιδρύσεως της άνω εταιρίας και τροποποιήσεως της αρχικής επωνυμίας της, αντίστοιχα, αντίγραφα των οποίων κατατέθηκαν στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Αθηνών, από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι διαχειριστές και νόμιμοι εκπρόσωποι της εν λόγω εταιρίας ορίστηκαν για αόριστο χρόνο ο εκ των εταίρων … και ο μη εταίρος … (ανακόπτων), ενεργώντας ατομικά ο καθένας ή συλλογικά, β) το 2239/5-2-1990 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών … περί τροποποίησης του καταστατικού της εταιρίας αυτής (αντικατάσταση του εκ των διαχειριστών … από τον …), αντίγραφο του οποίου κατατέθηκε στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Αθηνών, γ) την από 26/4/1991 επιστολή του προς το Διοικητικό Συμβούλιο της εν λόγω εταιρίας, με την οποία δήλωσε τα εξής: “Διά του παρόντος παραιτούμαι από όλες τις εξουσίες ως αξιωματούχος και διαχειριστής της εταιρίας …, της παραιτήσεως ισχυούσης από την ημερομηνίαν αυτής της επιστολής και επιβεβαιώνω ότι δεν διατηρώ αξιώσεις κατά της εταιρίας αυτής ή καθ΄ οιασδήποτε εταιρίας σχετιζομένης με αυτήν δυνάμει μετοχικής ιδιοκτησίας διά ζημίας του γραφείου ή των μελών.”, δ) την από 29/7/1991 εξώδικη δήλωσή του – διαμαρτυρία προς την ως άνω εταιρία, νομοτύπως κοινοποιηθείσα σ΄ αυτήν και τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. … στις 31/7/1991 και 17/2/1992, αντίστοιχα (όπως προκύπτει από τις 13124/1991 και 9/2002 εκθέσεις επίδοσης δικαστικών επιμελητών του Πρωτοδικείου Αθηνών). Με την εξώδικη αυτή δήλωση, στην οποία επισυνάπτεται αντίγραφο της πιο πάνω επιστολής παραιτήσεως, ο ανακόπτων διαμαρτύρεται για την αδικαιολόγητη καθυστέρηση της τήρησης των νόμιμων διατυπώσεων δημοσιότητας της παραίτησής του και ζητά να τηρηθούν οι διατυπώσεις αυτές και να γνωστοποιηθεί η παραίτησή του στις αρμόδιες αρχές και ε) ανακοίνωση καταχώρησης στο Τεύχος Ανωνύμων Εταιριών και Εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης της πιο πάνω με ημερομηνία 26/4/1991 δήλωσης – παραιτήσεως (φ – 1297/7-5-1992), που καταχωρήθηκε νομίμως, κατόπιν αιτήσεως του ανακόπτοντος, στο οικείο βιβλίο εταιριών του Πρωτοδικείου Αθηνών με αύξοντα αριθμό 4822/1992. Αντίθετα, το καθ΄ ου Δημόσιο, με την έκθεση των απόψεών του και το νομίμως κατατεθέν υπόμνημά του, υποστηρίζει ότι δεν τηρήθηκαν εν προκειμένω οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις του Ν. 3190/1955 διατυπώσεις δημοσιότητας για την παύση του ανακόπτοντος από την εκπροσώπηση της ανωτέρω εταιρίας, αφού δεν προκύπτει σχετική τροποποίηση του καταστατικού της, ενόψει δε του ότι η εταιρία αυτή δεν έχει λυθεί μέχρι σήμερα, ο ανακόπτων, ως διαχειριστής της, ευθύνεται για τα ένδικα χρέη, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις προαναφερόμενες διατάξεις των νόμων 2238/1994 και 2648/1998.
Επειδή, από τα προσκομιζόμενα πιο πάνω στοιχεία προκύπτει ότι ανακόπτων διορίστηκε στη θέση του διαχειριστή της εταιρίας…, παραιτήθηκε όμως από τη θέση αυτή στις 24/6/1991 με επιστολή που απέστειλε προς το Διοικητικό Συμβούλιο της εν λόγω εταιρίας. Προκύπτει ακόμη ότι η ως άνω εταιρία έλαβε γνώση της γενόμενης παραιτήσεως τουλάχιστον από 31/7/1991, όταν και της κοινοποιήθηκε εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία του ανακόπτοντος, με την οποία ζητούσε να τηρηθούν οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις δημοσιότητας της παραίτησής του. Μάλιστα, γνώση της γενόμενης παραιτήσεως έλαβε και η αρμόδια Δ.Ο.Υ. … στις 17/2/1992, με την κοινοποίηση σ΄ αυτήν των πιο πάνω στοιχείων (επιστολής και εξώδικης δήλωσης). Ακολούθως, κατόπιν αιτήσεως του ανακόπτοντος, η ως άνω δήλωση παραιτήσεως καταχωρήθηκε στο οικείο βιβλίο εταιριών του Πρωτοδικείου Αθηνών και στις 7/5/1992 δημοσιεύτηκε ανακοίνωση για την καταχώρηση αυτή στο τεύχος Ανωνύμων Εταιριών και Εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης (φ. 1297/1992). Κατόπιν τούτων και ενόψει των όσων έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ανακόπτων τήρησε τις προβλεπόμενες από τις οικείες διατάξεις διατυπώσεις δημοσιότητας της παραίτησής του και ως εκ τούτου δεν ευθύνεται για τα χρέη της εταιρίας που δημιουργήθηκαν μετά το χρόνο αυτό, δηλαδή από 1/6/1992 και εφεξής, εφόσον από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν αποδεικνύεται ότι αναμίχθηκε ενεργά στη διοίκηση και εκπροσώπηση της εταιρίας σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, ενώ η τροποποίηση του καταστατικού εναπόκειτο στην αρμοδιότητα της συνέλευσης των εταίρων (άρθρο 14, παρ. 2, περ. α΄ Ν. 3190/1955) και όχι του ανακόπτοντος, όπως αβασίμως προβάλλεται. Περαιτέρω, όσον αφορά τα υπόλοιπα χρέη, που ανάγονται σε προγενέστερο χρονικό διάστημα (από το χρόνο ίδρυσης και λειτουργίας της εταιρίας μέχρι 31/5/1992), εφόσον τα χρέη αυτά δημιουργήθηκαν πριν από την ισχύ του άρθρου 22 παρ. 6 του Ν. 2648/1998, με το οποίο για πρώτη φορά θεσπίστηκε προσωπική ευθύνη των διαχειριστών εταιριών περιορισμένης ευθύνης κατά το χρόνο της λειτουργίας των νομικών αυτών προσώπων, ανεξαρτήτως οτιδήποτε άλλου, προεχόντως για το λόγο αυτό, ο ανακόπτων δεν ευθύνεται για την καταβολή τους. Επομένως, μη νομίμως κλήθηκε ο ανακόπτων να καταβάλει όλο το παραπάνω ποσό των 9.713.641,38 ευρώ, κατά παραδοχή ως βάσιμου του σχετικού λόγου της ανακοπής, ενώ παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων λόγων αυτής, ως αλυσιτελής.
Επειδή, ύστερα από αυτά, πρέπει να γίνει δεκτή η ανακοπή, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, κατά το μέρος που αφορά κλήση του ανακόπτοντος για καταβολή ληξιπρόθεσμων οφειλών συνολικού ύψους 9.713.641,38 ευρώ και να αποδοθεί σε τούτον το παράβολο που κατέβαλε (άρθρο 277 παρ. 9 εδ. α΄ Κ.Διοικ.Δικ). Τέλος, να απαλλαγεί το καθ ου από τη δικαστική δαπάνη του ανακόπτοντος, κατ΄ εκτίμηση των περιστάσεων της υπό κρίση διαφοράς (άρθρο 275 παρ. 1 εδ. ε΄ Κ.Διοικ.Δικ.).