Σ.Τ.Ε. 27/2005
Ι. Προσωρινή πράξη προσδιορισμού ΦΠΑ. Προϋποθέσεις έκδοσής της ΙΙ. Λήψη και καταχώριση εικονικών φορολογικών στοιχείων
Συμβουλίου της Επικρατείας (Β΄ Τμήματος)
Αριθ.απόφασης: 27/2005
Προεδρεύων: Η. Παπαγεωργίου, Σύμβουλος ΣτΕ,
Εισηγητής: Ι. Συμπλής, Πάρεδρος ΣτΕ
Δικηγόρος: Στ. Δέτσης, Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.
Φόρος προστιθέμενης αξίας (Ν. 1642/1986, άρθρα 1, 23, 31, 38, 40).
Ι. Προσωρινή πράξη προσδιορισμού ΦΠΑ. Προϋποθέσεις έκδοσής της: Η ως άνω πράξη εκδίδεται εφόσον η παράλειψη δήλωσης της φορολογητέας αξίας ή η ανακρίβεια της δηλωθείσης αξίας ή ο εσφαλμένος υπολογισμός των ποσοστών ή εκπτώσεων προκύπτει από τα βιβλία ή τα στοιχεία του υπόχρεου στο φόρο, αποκλείεται δε η επέκταση του φορολογικού ελέγχου σε στοιχεία εκτός των βιβλίων και στοιχείων του υπόχρεου και η, ως εκ τoύτoυ, προσθήκη φορολογητέας αξίας που δεν προκύπτει από τα βιβλία και στοιχεία αυτού.
ΙΙ. Λήψη και καταχώριση εικονικών φορολογικών στοιχείων: Στα πλαίσια του ανωτέρω ελέγχου των δεδομένων των βιβλίων και στοιχείων δεν αποκλείεται ο έλεγχος της γνησιότητας και του αληθούς εν γένει της συναλλαγής (εν όλω ή εν μέρει), για την οποία φέρονται ότι εκδόθηκαν τα τιμολόγια ή άλλα στοιχεία, με βάση τα οποία η ελεγχόμενη επιχείρηση προέβη σε έκπτωση φόρου εισροών, όταν μάλιστα με βάση αυτά έτυχε επιστροφής φόρου, αν είτε λόγω του εμφανούς της μη γνησιότητας ή του μη αληθούς της συναλλαγής είτε για οποιοδήποτε άλλο λόγο, όπως οι πληροφορίες του ελέγχου ή τα πορίσματα ελέγχου σε τρίτη επιχείρηση, ο έλεγχος αχθεί αιτιολογημένα στο συμπέρασμα ότι τα στοιχεία αυτά δεν ανταποκρίνονται σε συναλλαγές (εν όλω ή εν μέρει), γιατί και στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για φορολογικό έλεγχο προς εξακρίβωση φορολογητέας αξίας πέραν αυτής που προκύπτει από τα βιβλία και στοιχεία του υπόχρεου στο φόρο, αλλά για έλεγχο προς εξακρίβωση της γνησιότητας και εν γένει της ακρίβειας της δήλωσης που έχει υποβληθεί στη φορολογική αρχή ως προς τις εισροές και τα στοιχεία που τις δικαιολογούν, δηλαδή τα τιμολόγια ή άλλα στοιχεία που ο υπόχρεος έχει λάβει από τρίτες επιχειρήσεις, όπως αυτά έχουν καταχωρισθεί στα βιβλία της επιχείρησής τους (ΣτΕ 1538/2001, επταμελούς).
Δεκτή αίτηση αναίρεσης του Δημοσίου
[…] 4. Επειδή, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 1642/1986 (Α 125), όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 1 της ΥΑ (Οικον) Π 8499/4941/ΠΟΛ. 369/1988 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών (Β΄ 57), η οποία κυρώθηκε και απέκτησε ισχύ νόμου με την παράγραφο 4 του άρθρου 11 του Ν. 1839/1989), “Επιβάλλεται φόρος κύκλου εργασιών με την ονομασία “φόρος προστιθέμενης αξίας”, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Ο φόρος αυτός επιρρίπτεται από τον κατά νόμο υπόχρεο σε βάρος του αντισυμβαλλομένου”. Κατά την περίπτ. α της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, αντικείμενο του φόρου είναι “η παράδοση αγαθών και η παροχή υπηρεσιών, εφόσον πραγματοποιούνται από επαχθή αιτία στο εσωτερικό της χώρας από υποκείμενο στο φόρο που ενεργεί με αυτήν την ιδιότητα”. Σύμφωνα με την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ίδιου νόμου (όπως η περίπτωση αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 2093/1992 (Α 181) και ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 48 του τελευταίου αυτού νόμου, από 1/1/1993), στο φόρο υπόκειται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ημεδαπό ή αλλοδαπό ή ένωση προσώπων, εφόσον ασκεί κατά τρόπο ανεξάρτητο οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από τον τόπο εγκατάστασης, τον επιδιωκόμενο σκοπό ή το αποτέλεσμα της δραστηριότητας αυτής”. Περαιτέρω, στην παρ. 1 του άρθρου 28 του ίδιου νόμου, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με την παρ. 42 του άρθρου 1 του Ν. 2093/1992 (Α 181) και ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 48 του τελευταίου αυτού νόμου, από 1/1/1993, ορίζεται ότι “1. Για την παράδοση αγαθών, την ενδοκοινοτική απόκτηση αγαθών και την παροχή υπηρεσιών, υπόχρεοι στο φόρο είναι: α) ο εγκατεστημένος στο εσωτερικό της χώρας, υποκείμενος στο φόρο για τις ενεργούμενες απ΄ αυτόν πράξεις. β) … γ) … δ) οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, το οποίο αναγράφει το φόρο στα τιμολόγια που εκδίδει ή σε άλλα εξομοιούμενα μ΄ αυτά στοιχεία. . .”, το δε άρθρο 29 του ίδιου νόμου (όπως το άρθρο αυτό, το οποίο είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 4 του Ν. 1676/1986 και το άρθρο 24 του Ν. 1882/1990, αντικαταστάθηκε με την παρ. 43 του άρθρο 1 του Ν. 2093/1992 (Α΄ 181) και ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 48 του τελευταίου αυτού νόμου, από 1/1/1993), που θεσπίζει τις υποχρεώσεις των υποκειμένων στο φόρο, ορίζει, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 4, ότι, “ο υποκείμενος στο φόρο υποχρεούται επίσης : α) να τηρεί βιβλία και να εκδίδει στοιχεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Β.Σ. . . .”: Εξάλλου, στο άρθρο 23 παρ. 1 του ίδιου νόμου, όπως το πρώτο εδάφιο της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκε με την παρ. 34 του άρθρου 1 του Ν. 2093/1992 (Α΄ 181) και ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 48 του τελευταίου αυτού νόμου από 1/1/1993, ορίζεται ότι “ο υποκείμενος δικαιούται να εκπέσει, από το φόρο που αναλογεί στις ενεργούμενες από αυτόν πράξεις παράδοσης αγαθών, παροχής υπηρεσιών και ενδοκοινοτικής απόκτησης αγαθών, το φόρο με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί η παράδοση αγαθών και η παροχή υπηρεσιών που έγιναν σ΄ αυτόν και η εισαγωγή αγαθών, που πραγματοποιήθηκε από αυτόν, καθώς και το φόρο που οφείλεται για τις ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών που πραγματοποιήθηκαν από αυτόν”, στην δε παράγραφο 1 του άρθρου 25, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 38 του άρθρου 1 του Ν. 2093/1992 (Α΄ 181) και ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 48 του αυτού νόμου, από 1/1/1993, ορίζεται ότι “Το δικαίωμα έκπτωσης του φόρου μπορεί να ασκηθεί εφόσον ο υποκείμενος στο φόρο κατέχει: α), β) νόμιμο τιμολόγιο ή άλλο αποδεικτικό στοιχείο που επέχει θέση τιμολογίου, από τα οποία αποδεικνύονται οι παραδόσεις αγαθών και οι παροχές υπηρεσιών που γίνονται σ΄ αυτόν και ο φόρος με τον οποίο επιβαρύνθηκαν . . .”. Περαιτέρω, στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 31 του ίδιου νόμου, όπως αντικαταστάθηκαν με την παρ. 44 του άρθρου 1 του Ν. 2093/1992 (Α΄ 181) και ισχύουν, σύμφωνα με το άρθρο 48 του ίδιου νόμου, από 1/1/1993 ορίζονται τα εξής: “1. Οι υπόχρεοι στο φόρο που ενεργούν φορολογητέες πράξεις ή πράξεις απαλλασσόμενες του φόρου, για τις οποίες έχουν δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών με βάση τις διατάξεις του άρθρου 23, οφείλουν να υποβάλλουν στη Δ.Ο.Υ., που είναι αρμόδια για την επιβολή του φόρου εισοδήματός τους, τις πιο κάτω δηλώσεις: α) Προσωρινή δήλωση για κάθε φορολογική περίοδο, … β) Εκκαθαριστική δήλωση … που ακολουθεί τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου. … Η δήλωση αυτή περιλαμβάνει τα δεδομένα των περιοδικών εκκαθαρίσεων και των προσωρινών δηλώσεων της διαχειριστικής περιόδου, μετά το διακανονισμό που έγινε, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26. 2. Η διαφορά φόρου, που προκύπτει με τις παραπάνω δηλώσεις, αν είναι θετική και άνω των 1.000 δραχμών, καταβάλλεται στο Δημόσιο, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 44, αν είναι θετική μέχρι 1.000 δρχ. μεταφέρεται για καταβολή στην επόμενη φορολογική περίοδο ενώ, αν είναι αρνητική, μεταφέρεται, για έκπτωση ή επιστρέφεται, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27”. Εξάλλου, στην παρ. 1 του άρθρου 38 του Ν. 1642/1986 ορίζεται ότι: “Η επιβολή του φόρου γίνεται από τον οικονομικό έφορο που είναι αρμόδιος για τη φορολογία εισοδήματος του υποχρέου στο φόρο …” και στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου ότι “ο οικονομικός έφορος ελέγχει την ακρίβεια των υποβαλλομένων δηλώσεων και προβαίνει στην εξακρίβωση των υποχρέων που δεν έχουν υποβάλει δήλωση”, στην δε παρ. 3 του ίδιου άρθρου ορίζονται τα εξής: “Εφόσον διαπιστώνεται ανεπάρκεια ή ανακρίβεια των βιβλίων και στοιχείων, τα οποία τηρεί ο υπόχρεος στο φόρο αναφορικά με τη φορολογητέα αξία, τα ποσοστά ή τις εκπτώσεις του φόρου, ο οικονομικός έφορος προβαίνει στον προσδιορισμό τους με βάση τα υπόψη του στοιχεία και ιδίως: α) τα ακαθάριστα έσοδα που προσδιορίζονται, ύστερα από έλεγχο, στη φορολογία εισοδήματος, τις αγορές και τις σχετικές με το φόρο του παρόντος γάμου δαπάνες, β) τα συναφή στοιχεία που προκύπτουν από τον έλεγχο άλλων φορολογιών από πληροφορίες που διαθέτει ή περιέρχονται σ΄ αυτόν. Η ανεπάρκεια ή η ανακρίβεια των βιβλίων και στοιχείων κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων και της φορολογίας εισοδήματος”. Περαιτέρω, στο άρθρο 40 του ανωτέρω νόμου ορίζονται τα εξής: “1. Αν από τα βιβλία και στοιχεία του υποχρέου στο φόρο προκύπτει ότι παρέλειψε να δηλώσει ή δήλωσε ανακριβώς τη φορολογητέα αξία που προκύπτει απ΄ αυτά ή υπολόγισε εσφαλμένα τα ποσοστά ή τις εκπτώσεις, ο οικονομικός έφορος μπορεί να εκδώσει προσωρινή πράξη
προσδιορισμού του φόρου για μία ή περισσότερες φορολογικές περιόδους ή και για ολόκληρη διαχειριστική περίοδο. 2. Η προσωρινή πράξη περιέχει τη φορολογητέα αξία που προκύπτει από τα βιβλία και στοιχεία του υποχρέου, το φόρο που αναλογεί, τις εκπτώσεις του φόρου, καθώς και τον πρόσθετο φόρο. 3. Κατά της προσωρινής πράξης επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής, η οποία δεν αναστέλλει τη βεβαίωση και είσπραξη του φόρου. Οι δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται στις περιπτώσεις αυτές αποτελούν προσωρινό δεδικασμένο και δεν επηρεάζουν τα αποτελέσματα του τακτικού ελέγχου και την ενδεχόμενη κύρια δίκη. 4. Από το φόρο που βεβαιώνεται οριστικά αφαιρείται ο φόρος της προσωρινής πράξης”. Τέλος, στο άρθρο 47 του αυτού νόμου, όπως το άρθρο είχε αντικατασταθεί με την παρ. 31 του άρθρου 2 του Ν. 2093/1992 (Α΄ 181) και ίσχυε, σύμφωνα με το άρθρο 48 του ίδιου νόμου από 1/1/1993, ορίζονταν τα εξής: “1. Οι υπόχρεοι, που δεν υποβάλλουν προσωρινή δήλωση ή υποβάλλουν ανακριβή ή εκπρόθεσμη προσωρινή δήλωση, υπόκεινται σε πρόσθετο φόρο 5% του οφειλόμενου ποσού για κάθε μήνα καθυστέρησης. 2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και για την εκκαθαριστική δήλωση, καθώς και για τις περιπτώσεις των μετατάξεων, που προβλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 11 του άρθρου 32 και της παραγράφου 12 του άρθρου 33. 3. Το ποσοστό προσαύξησης, που ορίζεται στις προηγούμενες παραγράφους, υπολογίζεται, σε περίπτωση μη υποβολής δήλωσης ή υποβολής ανακριβούς δήλωσης, επί του οφειλόμενου φόρου, για κάθε μήνα που μεσολαβεί από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης μέχρι την οριστικοποίηση της οικείας καταλογιστικής πράξης, με διοικητική επίλυση της διαφοράς ή με αμετάκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η διαφορά του πρόσθετου φόρου καταλογίζεται με συμπληρωματική πράξη του προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. 4. Η εκπρόθεσμη υποβολή εκκαθαριστικής δήλωσης, η ανακρίβεια του περιεχομένου της και η παράλειψη της υπoβολής της συνεπάγονται την επιβολή προστίμων δραχμών είκοσι χιλιάδων (20.000), πενήντα χιλιάδων (50.000) και εκατό χιλιάδων (100.000), αντίστοιχα. 5. Οι πρόσθετοι φόροι και τα πρόστιμα που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου αυτού και του άρθρου 48 επιβάλλονται χωρίς να εξετάζεται η ύπαρξη δόλου ή αμέλειας του υποχρέου στο φόρο” και στην παράγραφο 3 του άρθρου 48 του αυτού νόμου, όπως η παράγραφος αυτή, προστεθείσα με το άρθρο 33, παρ. 1 του Ν. 1947/1991 (Α΄ 70), είχε αντικατασταθεί με την παρ. 32 του άρθρου 2 του Ν. 2093/1992 (Α 181) και ίσχυε, σύμφωνα με το άρθρο 48 του ίδιου νόμου, από 1/1/1993, ορίζετο ότι: “Όταν μετά από έλεγχο αποδειχθεί ότι ο υποκείμενος στο φόρο διενήργησε έκπτωση φόρου εισροών ή έλαβε επιστροφή φόρου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27 και των εκάστοτε υπουργικών αποφάσεων, που ορίζουν τη διαδικασία της επιστροφής αυτής, με βάση πλαστά, εικονικά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία, ή από οποιαδήποτε μη νόμιμη ενέργεια του υποκειμένου στο φόρο δεν απεδόθη στο Δημόσιο ο φόρος που οφείλεται και εφόσον το ποσό του φόρου αυτού είναι μεγαλύτερο των εκατό χιλιάδων (100.000) δραχμών, επιβάλλεται ειδικό πρόστιμο ισόποσο με το πενταπλάσιo του
φόρου που εξέπεσε ή που επιστράφηκε, χωρίς να το δικαιούται ή δεν απέδωσε …”.
5. Επειδή, η έκδοση προσωρινής πράξεως προσδιορισμού του φόρου προστιθέμενης αξίας επιτρέπεται με βάση τις παρατιθέμενες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 40 του Ν. 1642/1986, εφόσον η παράλειψη δηλώσεως της φορολογητέας αξίας ή η ανακρίβεια της δηλωθείσης αξίας ή ο εσφαλμένος υπολογισμός των ποσοστών ή εκπτώσεων προκύπτει από τα βιβλία ή τα στοιχεία του υπόχρεου στο φόρο, αποκλείεται δε η επέκταση του φορολογικού ελέγχου σε στοιχεία εκτός των βιβλίων και στοιχείων του υποχρέου και η, ως εκ τούτου, προσθήκη φορολογητέας αξίας που δεν προκύπτει από τα βιβλία και στοιχεία αυτού. Στα πλαίσια του ανωτέρω ελέγχου των δεδομένων των βιβλίων και στοιχείων δεν αποκλείεται ο έλεγχος της γνησιότητας και του αληθούς εν γένει της συναλλαγής (εν όλω ή εν μέρει), για την οποία φέρονται ότι εκδόθηκαν τα τιμολόγια ή άλλα στοιχεία, με βάση τα οποία η ελεγχόμενη επιχείρηση προέβη σε έκπτωση φόρου εισροών, όταν μάλιστα με βάση αυτά έτυχε επιστροφής φόρου, αν είτε λόγω του εμφανούς της μη γνησιότητας ή του μη αληθούς της συναλλαγής είτε για οποιοδήποτε άλλο λόγο, όπως οι πληροφορίες του ελέγχου ή τα πορίσματα ελέγχου σε τρίτη επιχείρηση, ο έλεγχος αχθεί αιτιολογημένα στο συμπέρασμα ότι τα στοιχεία αυτά δεν ανταποκρίνονται σε συναλλαγές (εν όλω ή εν μέρει), γιατί και στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για φορολογικό έλεγχο προς εξακρίβωση φορολογητέας αξίας πέραν αυτής που προκύπτει από τα βιβλία και στοιχεία του υπόχρεου στο φόρο, αλλά για έλεγχο προς εξακρίβωση της γνησιότητας και εν γένει της ακρίβειας της δηλώσεως που έχει υποβληθεί στη φορολογική αρχή ως προς τις εισροές και τα στοιχεία που τις δικαιολογούν, δηλαδή τα τιμολόγια ή άλλα στοιχεία που ο υπόχρεος έχει λάβει από τρίτες επιχειρήσεις, όπως αυτά έχουν καταχωρισθεί στα βιβλία της επιχειρήσεώς του (Σ.τ.Ε. 1538/2001, επταμ.).
6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα γενόμενα δεκτά από το διοικητικό εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση, η φορολογική αρχή, από προσωρινό έλεγχο που έγινε στην ήδη αναιρεσίβλητη εταιρεία, η οποία έχει ως αντικείμενο εργασιών διαφημίσεις και έδρα στην Αθήνα (οδός Μεν…. αριθμός 9….), διαπίστωσε ότι αυτή είχε λάβει και καταχωρίσει στα βιβλία της εικονικά φορολογικά στοιχεία αγορών, έκδοσης Κων….. Δέσ….., συνολικής αξίας 59.000.000 δραχμών, πλέον Φ.Π.Α. ύψους 10.728.000, και είχε εκπέσει, παράνομα, το ποσό αυτό, ως Φ.Π.Α. εισροών με βάση τα πιο πάνω εικονικά στοιχεία. Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές, ο Προϊστάμενος Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ Αθηνών, με τις ένδικες πράξεις του κατελόγισε εις βάρος της πιο πάνω εταιρείας Φ.Π.Α. 10.728.000 και πρόσθετο φόρο, λόγω υποβολής ανακριβούς εκκαθαριστικής δηλώσεως, ποσού 15.433.200 δραχμών, ειδικό πρόστιμο της παρ. 3 του άρθρου 48 του Ν. 1642/86, ύψους 53.640.000 δραχμών και πρόστιμο της παρ. 4 του άρθρου 47 του ιδίου νόμου, ύψους 50.000 δραχμών. Το διοικητικό εφετείο δέχθηκε με την αυτή ως άνω απόφασή του ότι η ένδικη προσωρινή πράξη καταλογισμού Φ.Π.Α. και οι στηριζόμενες σ΄ αυτήν πράξεις επιβολής προστίμου ήσαν νομικώς πλημμελείς, γιατί η εικονικότητα των τιμολογίων βάσει των οποίων η αναιρεσίβλητη επιχείρηση είχε διενεργήσει έκπτωση Φ.Π.Α. εισροών, δεν είχε προκύψει αποκλειστικά και μόνο από τα βιβλία και στοιχεία της, αλλά ύστερα από έλεγχο που διενήργησαν όργανα του Παραρτήματος ΥΠΕΔΑ Θεσσαλονίκης στα βιβλία και στοιχεία του φερομένου ως εκδότου των εν λόγω τιμολογίων Κων…. Δέσ…., από τον οποίο έλεγχο είχε διαπιστωθεί ότι η επιχείρηση του τελευταίου δεν είχε πραγματική συναλλακτική δραστηριότητα. Η κρίση όμως αυτή του διοικητικού εφετείου δεν είναι νόμιμη, διότι, κατά τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη, δεν πρόκειται στην κρινόμενη περίπτωση για φορολογικό έλεγχο προς εξακρίβωση φορολογητέας αξίας πέραν αυτής που προέκυπτε από τα βιβλία και στοιχεία της αναιρεσίβλητης εταιρείας, αλλά για έλεγχο προς εξακρίβωση της γνησιότητας και εν γένει της ακρίβειας της δηλώσεως που έχει υποβληθεί με βάση τα βιβλία και στοιχεία αυτά στη φορολογική αρχή, δηλαδή ως προς το αν τα τιμολόγια πωλήσεως, που η αναιρεσίβλητη εταιρεία φέρεται ότι είχε λάβει από τον Κων…. Δέσ…., τα οποία είχαν καταχωρισθεί στα βιβλία της, με βάση τα οποία αυτή αύξησε τις εισροές του φόρου προστιθεμένης αξίας, αντιπροσώπευαν αληθινή συναλλαγή και ήταν γνήσια. Για τον λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο με την κρινόμενη αίτηση, η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί και η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.