Σ.Τ.Ε. 1235/2005
Αναστολή εκτέλεσης ατομικής εκτελεστής διοικητικής πράξης
Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών
(Τμήμα 5ο Μονομελούς)
Αριθ. απόφασης: 1235/2005
Δικαστής: Ιωαν. `Αλφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ.
Αναστολή εκτέλεσης διοικητικής πράξης
[Ν. 2717/1999 (Κ.Δ.Δ.), `Αρθρα 200-202]
Αναστολή εκτέλεσης ατομικής εκτελεστής διοικητικής πράξης: Χορηγείται αναστολή, διότι η άμεση εκτέλεση (καταβολή) του απαιτητού ποσού θα προκαλέσει στην αιτούσα επιχείρηση βλάβη, η οποία δεν θα μπορούσε να επανορθωθεί ευχερώς σε περίπτωση ευδοκίμησης της προσφυγής της κατά της προσβαλλομένης πράξης (Ισχυρισμοί και αποδεικτικά στοιχεία, από την εκτίμηση των οποίων το Δικαστήριο κατέληξε στην ως άνω κρίση του).
Όμοιες και οι 1236-1239/2005 αποφάσεις του Δ.Π.Αθηνών (Τμ. 5ου Μονομ.).
Δεκτή αίτηση αναστολής φορολογουμένου
[…] Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση του άρθρου 200 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/99), για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. τα 784686 και 1687865 ειδικά έντυπα παραβόλου Σειράς Α΄), η αιτούσα ζητά παραδεκτώς να ανασταλεί, μέχρις εκδόσεως οριστικής αποφάσεως επί της σχετικής από 7.12.2004 προσφυγής της, η εκτέλεση της 42/4.10.2004 πράξης προσδιορισμού αποτελεσμάτων και επιβολής φόρου εισοδήματος και τελών χαρτοσήμου, οικονομικού έτους 1998, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ηρακλείου Αττικής, κατά το μέρος που δεν ανεστάλη, αυτοδικαίως, λόγω άσκησης της προσφυγής αυτής, η είσπραξη ποσοστού 25% επί του αμφισβητούμενου φόρου.
Επειδή, στο άρθρο 200 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999, Α΄ 97) ορίζεται ότι: “Σε κάθε περίπτωση που η προθεσμία ή η άσκηση της προσφυγής δεν συνεπάγεται κατά νόμο την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξης και εφόσον στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει χορηγηθεί αναστολή από την αρμόδια διοικητική αρχή, μπορεί, ύστερα από αίτηση εκείνου που άσκησε την προσφυγή, να ανασταλεί, με αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου, εν όλω ή εν μέρει η εκτέλεση της πράξης αυτής”, στο άρθρο 201 ότι: “Αρμόδιο για τη χορήγηση της αναστολής είναι το τριμελές ή το μονομελές δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η προσφυγή, εφόσον αυτό είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της κύριας υπόθεσης. Σε περίπτωση αναρμοδιότητας, η σχετική αίτηση απορρίπτεται” και στο άρθρο 202 ορίζεται ότι “1. Λόγο αναστολής μπορεί να θεμελιώσει η από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης απειλούμενη, οποιασδήποτε φύσης, υλική ή ηθική βλάβη του αιτούντος, εφόσον η επανόρθωσή της θα είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής σε περίπτωση ευδοκίμησης της αντίστοιχης προσφυγής. 2. Η χορήγηση αναστολής αποκλείεται: α) αν η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης επιβάλλεται για λόγους δημόσιου συμφέροντος, ή β) κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη πράξη έχει ήδη εκτελεστεί, ή γ) αν η αντίστοιχη προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη”.
Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Μετά από έλεγχο που διενεργήθηκε στην επιχείρηση της αιτούσας ομόρρυθμης εταιρείας (βλ. την από 4.10.2004 έκθεση ελέγχου της εφοριακού υπαλλήλου Αν…. Τζ…..), η οποία διατηρεί και εκμεταλλεύεται επιχείρηση μηχανουργείου στο Νέο Ηράκλειο Αττικής, εκδόθηκε από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Ηρακλείου Αττικής, η 42/4.10.2004 πράξη προσδιορισμού αποτελεσμάτων και επιβολής φόρου εισοδήματος και τελών χαρτοσήμου, οικονομικού έτους 1998, με την οποία καταλογίσθηκε σε βάρος της αιτούσας, διαφορά κυρίου φόρου 5.753.937 δραχμών ή 16.886 ευρώ, με την αιτιολογία ότι έλαβε και καταχώρησε στα βιβλία της τέσσερα εικονικά τιμολόγια πώλησης δελτία αποστολής, που εκδόθηκαν από τον Κων….. Κο…… λόγω ασκήσεως της από 7.12.2004 προσφυγής της βεβαιώθηκε σε βάρος της, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 74 του Ν. 2238/1994 “Κύρωση του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος” (ΦΕΚ Α΄ 151), ποσοστό 25% του ανωτέρω φόρου, ήτοι 4.222 ευρώ. Ήδη με την κρινόμενη αίτησή της, η αιτούσα ζητεί την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως, κατά το ανωτέρω μέρος της, (που δεν έχει αυτοδικαίως ανασταλεί), προβάλλοντας ότι, ενόψει και του συνολικού ύψους των φορολογικών της χρεών που έχουν βεβαιωθεί, ήτοι 38.075 ευρώ, βρίσκεται σε πραγματική αδυναμία καταβολής του ανωτέρω ποσού, δεδομένου ότι τα κέρδη της, που ανάγονται στα οικονομικά έτη από το 1998 έως το 2004, είναι περιορισμένα, ενώ και τα αντίστοιχα εισοδήματα των εταίρων της Ευ…. Mα…. και Παν….. Kόλ….. είναι χαμηλά. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της, η αιτούσα προσκομίζει μεταξύ άλλων: α) φορολογικές δηλώσεις εισοδήματος Ε.Π.Ε., Ο.Ε., κλπ. των οικονομικών ετών 1999, 2000, 2001, 2002 και 2004, από τις οποίες προκύπτει ότι τα καθαρά κέρδη από την άσκηση της επιχείρησής της κατά τα έτη αυτά ανήλθαν αντιστοίχως στα ποσά των 6.819.710, 7.024.498, 7.776.307, 12.886.192, 5.806.380 και 24.699.945 δραχμών, και β) εκκαθαριστικά σημειώματα των οικονομικών ετών 1999, 2000, 2001, 2002, 2003 και 2004 από τα οποία προκύπτει ότι ο ομόρρυθμος εταίρος της Ευά…. Mαθ….. φορολογήθηκε κατά τα έτη αυτά για τα ποσά των 1.704.927, 1.756.124, 1.944.077, 3.221.548, 1.451.595 και 6.174.390 δραχμών αντιστοίχως, ενώ ο άλλος ομόρρυθμος εταίρος Παν….. Kόλ…… φορολογήθηκε κατά τα ίδια έτη για τα ίδια ως άνω ποσά.
Επειδή, με τα δεδομένα αυτά το Δικαστήριο, λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη του: α) το ύψος του αμέσως καταβλητέου δυνάμει της προσβαλλομένης αποφάσεως ποσού των 6.015,79 ευρώ, και β) την οικονομική κατάσταση της αιτούσας και των εταίρων αυτής, όπως αυτή προκύπτει από τις προσαγόμενες φορολογικές δηλώσεις και τα εκκαθαριστικά σημειώματα των οικονομικών ετών 1999 έως 2004, με τις οποίες δηλώνονται περιορισμένα κέρδη και χαμηλά εισοδήματα, σε συνδυασμό με το συνολικό ύψος των βεβαιωθέντων σε βάρος της φορολογικών χρεών, ήτοι 38.075 ευρώ, και, δεδομένου ότι δεν συντρέχει, εν προκειμένω, λόγος δημοσίου συμφέροντος που να αποκλείει τη χορήγηση αναστολής, το Δικαστήριο κρίνει ότι η άμεση καταβολή του ανωτέρω αμέσως απαιτητού ποσού, θα προκαλέσει στην αιτούσα βλάβη, η οποία δεν θα μπορούσε να επανορθωθεί ευχερώς σε περίπτωση ευδοκίμησης της προσφυγής της κατά της προσβαλλομένης πράξεως. Επομένως, κρίνει ότι συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις χορήγησης αναστολής είσπραξης του αμέσως καταβλητέου ως άνω ποσού και η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή.
Τέλος, το κατατεθέν παράβολο πρέπει να αποδοθεί στην αιτούσα κατ΄ άρθρο 277 παρ. 9 του Κ. Διοικ. Δ., ενώ το Ελληνικό Δημόσιο πρέπει, κατ΄ εκτίμηση των περιστάσεων, να απαλλαγεί από τα δικαστικά έξοδα της αιτούσας, κατ΄ άρθρο 275 παρ. 1 εδ. ε΄ του K. Διοικ. Δ.