(Δ.Α. 12 / 2009 – Π.Κ. 6 / 10-6-2009) 
ΣΚΥΡΟΔΕΜΑΤΟΣ ΝΟΜΟΥ ΑΤΤΙΚΗΣΑΜΟΙΒΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Συλλογικές Ρυθμίσεις (Σ.Σ.Ε. & Δ.Α.) ΣΚΥΡΟΔΕΜΑ (οδηγοί, χειριστές, βοηθοί, εργάτες) Δ.Α. για τη ρύθμιση των όρων αμοιβής και εργασίας των οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων με ή χωρίς μαλακτήρα σκυροδέματος και των χειριστών αντλιών ετοίμου σκυροδέματος  και των βοηθών αυτών στις βιομηχανίες και βιοτεχνίες έτοιμου σκυροδέματος του Νομού Αττικής. (Π.Κ. 6/10-6-2009)
Διαιτητής: Μαρία Ν. Ντότσικα
1. Με την αρ. πρωτ. 10/3-4-2009 αίτησή τους προς τον Ο.ΜΕ.Δ. το Σωματείο Οδηγών και Βοηθών Φορτηγών Αυτοκινήτων Αττικής και ο Σύνδεσμος Χειριστών Αντλιών Ετοίμου Σκυροδέματος, ζήτησαν την παροχή υπηρεσιών διαιτησίας, για την ρύθμιση των όρων αμοιβής και εργασίας των μελών τους οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων με ή χωρίς μαλακτήρα σκυροδέματος και των χειριστών αντλιών ετοίμου σκυροδέματος και βοηθών αυτών που απασχολούνται στις βιομηχανίες και βιοτεχνίες ετοίμου σκυροδέματος του Νομού Αττικής, επειδή οι απευθείας διαπραγματεύσεις και η διαδικασία της μεσολάβησης που διεξήχθη μεταξύ αυτών και της εργοδοτικής οργάνωσης με την επωνυμία Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών Ετοίμου Σκυροδέματος (ΣΕΒΕΣ), δεν οδήγησαν σε κατάρτιση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.
2. Την 13-4-2009 η Μαρία Ντότσικα αναδείχθηκα ως διαιτητής με κλήρωση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 4 του Ν. 1876/90 και τους Κανονισμούς του Ο.ΜΕ.Δ.
3. Την 21-4-2009 ανέλαβα τα καθήκοντά μου και την 29-4-2009 έπειτα από έγγραφη πρόσκλησή μου (αριθ. πρωτ. Ο.ΜΕ.Δ. 754/28-4-2009), κάλεσα τα μέρη σε κοινή συνάντηση για την 30-4-2009 στα γραφεία του Ο.ΜΕ.Δ. για να εκθέσουν τις απόψεις τους σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 16 παρ. 5 και 15 παρ. 5 του Ν. 1876/90.
4. Στη συνάντηση της 30-4-2009 παραστάθηκαν, νόμιμα, οι εκπρόσωποι της εργατικής πλευράς με τους εξουσιοδοτημένους εκπροσώπους τους κ. Χρ. Δάβιο εκ μέρους του Σωματείου Οδηγών και Βοηθών Φορτηγών Αυτοκινήτων Αττικής και κ. Θ. Ζαχάρη εκ μέρους του Συνδέσμου Χειριστών Αντλιών Ετοίμου Σκυροδέματος με την συμπαράσταση του δικηγόρου κ. Α. Λαμπρόπουλου, ενώ οι εκπρόσωποι της εργοδοτικής πλευράς δεν προσήλθαν αν και κλήθηκαν νόμιμα.
Η συλλογική διαφορά εντοπίστηκε στην αναπροσαρμογή των αμοιβών των εργαζομένων για το έτος 2009, έπειτα από την άρνηση μεσολάβησης της εργοδοτικής πλευράς, που διαπιστώθηκε με την αρ. πρωτ. 546/31-3-2009 Έκθεση Άρνησης Μεσολάβησης του Μεσολαβητή Ευστρ. Μαυραγάνη επί της αρ. πρωτ. 19/3-2-2009 αίτησης των ιδίων συνδικαλιστικών οργανώσεων προς της ίδιας εργοδοτική οργάνωση.
Οι απόψεις της εργατικής πλευράς συνοψίζονται ως εξής:
i) Λόγω της οικονομικής συγκυρίας περιορίζουν τις προτάσεις τους σε σχέση με την πρόσκληση σε διαπραγματεύσεις σε ποσοστό 6,2% από 1-1-2009 που θα πρέπει να υπολογίσει επί του βασικού μισθού, του βασικού ημερομισθίου και του πλασματικού μισθού και του πλασματικού ημερομισθίου από 1-1-2009 καθώς και αύξηση του ποσού της έκτακτης παροχής των 650 ΕΥΡΩ σε 750 ΕΥΡΩ.
ii) Δηλώνουν ότι, όπως ανέπτυξαν και ενώπιων του μεσολαβητή, ο ΣΕΒΕΣ είναι εργοδοτική οργάνωση, και είχε αρνηθεί αυτή την ιδιότητά της και το έτος 2008, οπότε εκδόθηκε η ΔΑ 30/2008, η οποία και εφαρμόστηκε, αφού κηρύχθηκε υποχρεωτική. Εναντίον των συνδικαλιστικών οργανώσεων που δεσμεύονται από την ΔΑ 30/2008 αλλά και κατά του Ο.ΜΕ.Δ. και του Διαιτητή Ι. Τουτζιαράκη έχει ασκηθεί η αρ. κατ. δικ. 197061/4959/2008 αγωγή, που συζητείται την 1-10-2009 στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Οι απόψεις τους για τον εργοδοτικό χαρακτήρα του ΣΕΒΕΣ διατυπώθηκαν με το αρ. πρωτ. Ο.ΜΕ.Δ. 1219/15-5-2008 υπόμνημά τους, το οποίο ουσιαστικά αντικρούει τις απόψεις, που περιέχονται στη γνωμοδότηση του καθηγητή κ. Γεωργίου Λεβέντη, που υποβλήθηκε με το αρ. πρωτ. 1901/11-4-2008 υπόμνημα του ΣΕΒΕΣ προς τον διαιτητή Ι. Τουτζιαράκη, που εξέδωσε την ΔΑ 30/2008 και δήλωσαν ότι συμφωνούν με την αιτιολογία της ΔΑ 30/2008 και στην αιτιολογημένη Έκθεση Άρνησης Μεσολάβησης αρ. πρωτ. 546/31-3-2009.
iii) Ζητούν την έκδοση διαιτητικής απόφασης, στην οποία να περιληφθούν οι ισχύοντες όροι της ΔΑ 30/2008 καθώς και πίνακες εφαρμογής των αναπροσαρμοζόμενων αποδοχών.
Κατόπιν των ανωτέρω
και ενόψει της σαφούς αδυναμίας των μερών να καταλήξουν σε συμφωνία
έλαβα υπόψη μου τα ακόλουθα:
1. Την από 20-1-2009 καταγγελία της ΔΑ 30/2008 και Πρόσκληση για διαπραγματεύσεις του Σωματείου Οδηγών και Βοηθών Φορτηγών Αυτοκινήτων Αττικής και του Συνδέσμου Χειριστών Αντλιών Ετοίμου Σκυροδέματος, προς τον Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών Ετοίμου Σκυροδέματος (ΣΕΒΕΣ), που κοινοποιήθηκε στο Υπουργείο Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, όπως απαιτεί το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 1876/1990 αλλά επιπροσθέτως κατατέθηκε και στον Ο.ΜΕ.Δ. με αρ. πρωτ. 79/20-1-2009.
2. Το αρ. πρωτ. Ο.ΜΕ.Δ. 157/2-2-2009 έγγραφο του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Ετοίμου Σκυροδέματος (ΣΕΒΕΣ) προς το Σωματείο Οδηγών και Βοηθών Φορτηγών Αυτοκινήτων Αττικής και τον Σύνδεσμο Χειριστών  Αντλιών Ετοίμου Σκυροδέματος κοινοποιούμενο προς το Υπουργείο Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και τον Ο.ΜΕ.Δ., με το οποίο δηλώνει μεταξύ άλλων «… θεσμική – λειτουργική αδυναμία και εντεθέν άρνηση να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε διαδικασία συλλογικής διαπραγμάτευσης ή διαμεσολάβησης ή διαιτησίας που αφορά τις επιχειρήσεις του τομέα…» και αναφέρεται στις απόψεις, που εξέφρασε από το 2007 και 2008 με έγγραφα και δικόγραφα, επικαλείται δε το επισυναπτόμενο αρ. πρωτ. 3023/5-5-2008 έγγραφό του και δηλώνει ότι αρνείται την πρόσκληση για διαπραγματεύσεις και καλεί τις προσκαλούσες συνδικαλιστικές οργανώσεις να αναμείνουν «…τη σχετική δίκη…προς συμμόρφωση με τις αρχές της καλής πίστης και ευταξίας δικαίου αλλά προς αποφυγή επιπλοκών λόγω εκδοθεισομένων αποφάσεων σε σχέση με την εξ αναγκασμού εφαρμογή των «διαιτητικών ρυθμίσεων» και επάλληλων προσφυγών στη Δικαιοσύνη».
3. Την αριθ. πρωτ. 19/3-2-2009 αίτηση των προσφευγουσών συνδικαλιστικών οργανώσεων προς τον Ο.ΜΕ.Δ. για παροχή υπηρεσιών μεσολάβησης.
4. Το από αρ. πρωτ. 439/16-3-2009 Ο.ΜΕ.Δ. έγγραφο του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Ετοίμου Σκυροδέματος (ΣΕΒΕΣ) προς τον Μεσολαβητή κ. Ευστράτιο Μαυραγάνη, στον οποίο διαβιβάζει το από 26-1-2009 έγγραφό του προς τον Ο.ΜΕ.Δ., το οποίο αναφέρεται στο σημείο 2 ανωτέρω.
5. Την αρ. πρωτ. 546/31-3-2009 Έκθεση Άρνησης Μεσολάβησης, του μεσολαβητή κ. Ευστράτιου Μαυραγάνη, η οποία κοινοποιείται προς όλες τις οργανώσεις, που μπλέκονται στη συλλογική διαφορά με την οποία κηρύσσεται περαιωμένη η διαδικασία μεσολάβησης, επειδή «… ο ΣΕΒΕΣ αρνήθηκε με έγγραφο ρητά, όπως διατυπώνεται στα από 13-3-2009 και 18-3-2009 πρακτικά μεσολάβησης να συζητήσει επί των ουσιαστικών όρων της προτεινομένης συλλογικής ρύθμισης». Στο σκεπτικό της ως άνω Έκθεσης, όπως έχει καθήκον (σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 4 του Ν. 1876/1990 και τον Κανονισμό Καταστάσεως Μεσολαβητών Διαιτητών Κώδικα Δεοντολογίας των Μεσολαβητών Διαιτητών ιδίως αρ. 5 παρ. 3 α, β και γ Εφ. Αθ. 8222/2006) εξετάζει όλα τα στοιχεία του φακέλου, τις προτάσεις και τις απόψεις των μερών μεταξύ των οποίων και την θέση του ΣΕΒΕΣ, ότι δεν αποτελεί εργοδοτική συνδικαλιστική οργάνωση με βάση το καταστατικό του και διατυπώνει την άποψη ότι «… παρά τη ρητή άρνησή του, αποτελεί εργοδοτική συνδικαλιστική οργάνωση, με υποχρέωση διαπραγμάτευσης και πλήρη ικανότητα για σύναψη σ.σ.ε., οπότε η άρνησή του να διαπραγματευτεί με τις αιτούσες εργατικές οργανώσεις στο στάδιο της μεσολάβησης, αποτελεί ουσιαστικά άρνηση μεσολάβησης».
6. Την ΔΑ 30/2008 (Πράξη Κατάθεσης Υπ. Απασχόλησης & Κοινωνικής Προστασίας 11/28-7-2008), για τους όρους αμοιβής και εργασίας του προσωπικού βιομηχανιών ετοίμου σκυροδέματος περιοχής του Νομού Αττικής, που κηρύχτηκε υποχρεωτική με την ΥΑ 68844/3214/6-10-2008 (ΦΕΚ Β 2154/17-10-2008) αλλά και τις όμοιες προηγούμενες συλλογικές ρυθμίσεις, όπως την ΣΣΕ της 3-4-2007 (Πράξη Κατάθεσης Υπ. Απασχόλησης & Κοινωνικής Προστασίας 11/28-7-2008), που κηρύχτηκε υποχρεωτική με την ΥΑ 47830/231/3-4-2008 (ΦΕΚ 1375/Β/15-7-2008) και την Σ.Σ.Ε. της 23-3-2006 (Πράξη κατάθεσης Υπ. Απασχόλησης & Κοινωνικής Προστασίας 13-24-3-2006). Σημειώνεται ότι αυτή η συλλογική ρύθμιση άρχισε να υπάρχει από το έτος 1981 μεταξύ των συνδικαλιστικών οργανώσεων εργαζομένων και της εργοδοτικής οργάνωσης, που δεσμεύεται με την ΔΑ 30/2008.
7. Τις απόψεις της εργατικής πλευράς για την επιδιωκόμενη συλλογική ρύθμιση, που εκφράστηκαν στην συνάντηση της 29-4-2009, όπως καταχωρήθηκαν στο Πρακτικό Διαιτησίας της 29-4-2009 και αναφέρθηκαν ανωτέρω.
8. Την ανάγκη να διερευνηθεί αιτιολογημένα η αρμοδιότητα του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Ετοίμου Σκυροδέματος (ΣΕΒΕΣ) και η ικανότητά του για την σύναψη της επιδιωκόμενης συλλογικής ρύθμισης στο πλαίσιο των καθηκόντων μου ως Διαιτητού, τα οποία δεν είναι μεν δικαιοδοτικά, αλλά καθορίζονται από το άρθρο 5 παρ. 3 β και γ του Κανονισμού Καταστάσεως Μεσολαβητών Διαιτητών για έκδοση πλήρως αιτιολογημένης διαιτητικής απόφασης, που συνδέεται με την άσκηση των καθηκόντων του διαιτητού με αντικειμενικότητα, ανεξαρτησία αμεροληψία και ισότιμη συμπεριφορά προς τα μέρη. Στο πλαίσιο αυτό η αιτιολογία της διαιτητικής απόφασης, αφορά τον εντοπισμό των θεμάτων, στα οποία τα μέρη συμφωνούν και τα οποία περιέχονται στις ρυθμίσεις της διαιτητικής απόφασης, αλλά και εκείνων για οποία τα μέρη διαφωνούν. Έτσι η δέουσα αιτιολογία της διαιτητικής απόφασης εξηγεί την αντίληψη του διαιτητή για όλα τα προς ρύθμιση θέματα, ώστε να είναι σαφής η βούλησή του και οι όροι της διαιτητικής απόφασης που υποκαθιστούν την ελλείπουσα κοινή βούληση των μερών για κατάρτιση συλλογικής σύμβασης εργασίας. Στα θέματα διαφωνίας των μερών περιλαμβάνονται και τυχόν νομικά ζητήματα, τα οποία υποκρύπτουν σύγκρουση συμφερόντων. Στην προκειμένη περίπτωση ο ισχυρισμός του ΣΕΒΕΣ ότι, δεν είναι εργοδοτική οργάνωση, άλλως ακόμη και αν ο ΣΕΒΕΣ είναι εργοδοτική οργάνωση η επιδιωκόμενη διαιτητική απόφαση δεν προβλέπεται στα είδη των συλλογικών ρυθμίσεων του άρθρου 3 του Ν. 1876/1990 είναι νομικά ζητήματα, που υποκρύπτουν ουσιαστική σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ εργοδοτικής και εργατικής πλευράς, επειδή στηρίζει το συμφέρον της εργοδοτικής πλευράς για μη κατάρτιση συλλογικής ρύθμισης, η οποία μεταξύ άλλων μπορεί να επιφέρει αυξήσεις στις αμοιβές των εργαζομένων. Τα ζητήματα αυτά είναι κρίσιμα και ανάγονται στα καθήκοντα του διαιτητή, όπως προαναφέρθηκε, που ενώ δεν τέμνει νομική διαφορά με την διαιτητική απόφαση, ούτε απαιτούντα καθαυτά για την νομιμότητα της αποφάσεώς του, εξηγούν ότι πράγματι λήφθηκαν υπόψη οι απόψεις των μερών ακόμη και της εργοδοτικής πλευράς, αν και δεν έλαβε μέρος στη διαδικασία της μεσολάβησης και διαιτησίας.
Για τα ζητήματα αυτά έλαβα υπόψη μου:
α) Το γεγονός ότι ο ΣΕΒΕΣ συστήθηκε το έτος 1970 ως Σωματείο κατά το αρ. 78-106 ΑΚ, εργοδοτική οργάνωση, με σκοπό την μελέτη, προστασία και προαγωγή των ηθικών, οικονομικών και επαγγελματικών συμφερόντων των μελών του (αρ. 2 παρ. 1) και μεταξύ αυτών περιλάμβανε και την διαπραγμάτευση και σύναψη κάθε φύσης συλλογικής σύμβασης εργασίας. Ο ΣΕΒΕΣ τροποποίησε το καταστατικό του με απόφαση της Γενικής του Συνέλευσης της 11-7-2007, που εγκρίθηκε με την αρ. 423/2008 απόφαση του Μον. Πρωτ. Αθηνών και μεταξύ άλλων οι σκοποί του αναφέρονται σε ζητήματα «… τεχνολογίας, ενίσχυσης της ποιότητας, της ανταγωνιστικότητας, της οργάνωσης, και κοινωνικότητας των επιχειρήσεων του κλάδου, με την βελτίωση της καθόλα αποδοτικότητας των συνθηκών λειτουργίας τους…» (άρθρο 2 παρ. 2.1) αλλά περιέλαβε ρητή διάταξη (άρθρο 2, παρ. 2.2) ότι «… δεν είναι πλέον συνδικαλιστικό – συντεχνιακό των μελών του ειδικά και του χώρου της ως άνω δραστηριότητας των μελών του γενικά σε οποιοδήποτε επίπεδο ή περιοχή ή κλάδο ή αντικείμενο κλπ».
β) Το γεγονός ότι η 11-7-2008 γνωμοδότηση του καθηγητή κ. Λεβέντη, την οποία προσκόμισε ο ΣΕΒΕΣ με το αρ. 1901/11-7-2008 Υπόμνημά του κατά την διαδικασία διαιτησίας, που οδήγησε στην ΔΑ 30/2008 καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι σκοποί και τα μέσα του Συνδέσμου αποκλείουν την δυνατότητα να θεωρηθεί ως συνδικαλιστική εργοδοτική οργάνωση ο ΣΕΒΕΣ. Η γνωμοδότηση αυτή περιέχει επισκόπηση της εθνικής νομοθεσίας για τις εργοδοτικές οργανώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 1 του Σ σε συνδυασμό με την ΔΣΕ 87/1948 και ΔΣΕ 98/1948 και τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη και εξετάζει την έκταση της εξουσίας της διοίκησης νομικού προσώπου κατά τα αρ. 68 και 70 ΑΚ σε συνδυασμό με τους όρους του καταστατικού του, τη φύση και τον σκοπό του σωματείου. Αναφέρει δε για τον ΣΕΒΕΣ ότι «… Ο σκοπός του δεν συνιστά διαφύλαξη και προώθηση των συμφερόντων των μελών του ως εργοδοτών, ούτε διαφύλαξη των επαγγελματικών/επιχειρηματικών συμφερόντων των μελών. Αντιθέτως οι σκοποί είναι καθαρά ιδανικοί (και όχι επαγγελματικοί ούτε συνδικαλιστικοί) σκοποί. Ρητά άλλωστε διευκρινίζεται με την παρ. 1.2 του άρθρου 1 του καταστατικού… και σαφέστερα αποσαφηνίζεται στην παρ. 2.2. …». Στη συνέχεια επί του επιτρεπτού έκδοσης διαιτητικής απόφασης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, η σκοπούμενη συλλογική ρύθμιση «… δεν είναι σύμφωνη με το γράμμα και τον σκοπό του Ν.1876/1990,… ακόμη και αν ο Σύνδεσμος … ήταν εργοδοτική συνδικαλιστική οργάνωση» επειδή αυτή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ομοιοεπαγγελματική, αφού δεν ορίζει τους όρους εργασίας ορισμένου επαγγέλματος ανεξαρτήτως του είδους των επιχειρήσεων, στις οποίες αυτοί απασχολούνται, ούτε κλαδική αφού δεν ρυθμίζει όλες τις ειδικότητες των εργαζομένων ομοειδών επιχειρήσεων.
γ) Το γεγονός ότι ο Διαιτητής κ. Ι. Τουτζιαράκης στην ΔΑ 30/2008 έπειτα από την μελέτη των όρων του καταστατικού του ΣΕΒΕΣ και των ισχυρισμών, που προέβαλε για την στήριξη του αιτήματός του, ότι δεν μπορεί να εκδοθεί διαιτητική απόφαση έκρινε ότι, «… παρά την επικαλούμενη διάταξη του καταστατικού ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών Έτοιμου Σκυροδέματος αποτελεί συνδικαλιστική εργοδοτική οργάνωση, διότι παρουσιάζει όλα τα αναγκαία αντικειμενικά γνωρίσματα, δηλαδή διαθέτει 1) συγκροτημένη οργανωτική οντότητα, 2) τα μέλη του συμμετέχόυν ελεύθερα και όχι καταναγκαστικά, 3) αποτελείται από φυσικά και νομικά πρόσωπα που ασκούν εργοδοτική λειτουργία και 4) αντικειμενικά προωθεί τα ευρύτερα επαγγελματικά συμφέροντα των μελών, ένα μέρος αδιαχώριστο και αναπόσπαστο των οποίων αποτελούν τα συμφέροντά τους ως εργοδοτών. Έχει αρμοδιότητα σύναψης συλλογικών συμβάσεων στον αντίστοιχο χώρο και έχει δικαίωμα αλλά και υποχρέωση να διαπραγματευθεί τους όρους εργασίας των εργαζομένων στον κλάδο που δραστηριοποιείται ο Σύνδεσμος…». Ως προς την νομιμότητα έκδοσης διαιτητικής απόφασης ο διαιτητής έκρινε ότι η επιδιωκόμενη συλλογική ρύθμιση είναι τοπική ομοιοεπαγγελματική και προβλέπεται στο άρθρο 3 παρ. 7 του Ν. 1876/1990, αφού υπογράφεται από ομοιοεπαγγελματικές συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων, όπως οι προσφεύγουσες, ενώ ο ΣΕΒΕΣ είναι εργοδοτική οργάνωση και έχει την δυνατότητα να συνάπτει τοπικές αντιεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις, αφού κατά την διατύπωση του νόμου αρ. 3 παρ. 7 του Ν. 1876/1990 «οι τοπικές ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις συνάπτονται από ομοιοεπαγγελματικές συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων πρωτοβάθμιες ή δευτεροβάθμιες τοπικού χαρακτήρα και από εργοδοτικές οργανώσεις» χωρίς διάκριση για το είδος των εργοδοτικών οργανώσεων, όπως συμβαίνει για τις οργανώσεις των εργαζομένων.
δ) Το γεγονός ότι ο Μεσολαβητής κ. Ευστράτιος Μαυραγάνης με την αρ. πρωτ. 546/2009 Έκθεση Άρνησης Μεσολάβησης, έπειτα από την μελέτη των όρων του καταστατικού του ΣΕΒΕΣ έκρινε ότι, οι σκοποί του ΣΕΒΕΣ έρχονται «… σε ευθεία αντίθεση με την πανηγυρική διακήρυξη ότι ο Σ.Ε.Β.Ε.Σ. δεν αποτελεί εργοδοτική οργάνωση…» και προσθέτει ότι ο «… Σ.Ε.Β.Ε.Σ. διατήρησε και μετά την τροποποίηση του καταστατικού του τη σωματειακή του μορφή, καθώς και όλα τα όργανα διοίκησης που είχε και πριν την εν λόγω τροποποίηση. Κατά τον τρόπο αυτό, διατήρησε την ιστορικότητα που είχε ως λειτουργούσα εργοδοτική οργάνωση, που επί πολλά έτη αποδεχόταν τον χαρακτήρα του ως εργοδοτική οργάνωση και κατήρτιζε σ.σ.ε. με τις εργατικές συνδικαλιστικές οργανώσεις» και επομένως «Με γνώμονα τις ανωτέρω διαπιστώσεις και σκέψεις καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ο Σ.Ε.Β.Ε.Σ, παρά τη ρητή άρνησή του αποτελεί εργοδοτική συνδικαλιστική οργάνωση, με υποχρέωση διαπραγμάτευσης και πλήρη ικανότητα για σύναψη σ.σ.ε., οπότε η άρνησή του να διαπραγματευτεί με τις αιτούσες εργατικές οργανώσεις στο στάδιο της μεσολάβησης, αποτελεί ουσιαστικά άρνηση μεσολάβησης».
ε) Το γεγονός ότι το ισχύον καταστατικό του ΣΕΒΕΣ, ως σωματείο του Αστικού Κώδικα, αναφέρει ρητά τον μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα του και την διατήρηση της νομικής του ταυτότητας σε σχέση με το προϊσχύον καταστατικό ως εξής:
στο άρθρο 1 ΕΠΩΝΥΜΙΑ-ΕΔΡΑ μεταξύ άλλων ορίζεται ότι:
«… δίχως να αλλάζει το βασικό τεχνικό-κοινωνικό στοιχείο του και ο μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας του … κωδικοποιείται το καταστατικό ως πανελλήνιο σωματείο μη κερδοσκοπικό μη επαγγελματικό τεχνικοκοινωνικού σκοπού».
στο άρθρο 2 ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ – ΣΚΟΠΟΙ μεταξύ άλλων αναφέρονται και οι εξής:
i) (αρ. 2.1) «… η ενίσχυση της ποιότητας, της θεμιτής ανταγωνιστικότητας, της οργάνωσης και της κοινωνικότητας στις επιχειρήσεις του κλάδου, με βελτίωση της καθόλα αποδοτικότητας των συνθηκών λειτουργίας τους, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό τους περιβάλλον».
ii) (αρ. 2.2.6) «… η ενίσχυση και υλοποίηση του έργου του ελέγχου και της σύννομης προστασίας του κλάδου γενικά, κατά εκδηλώσεων αθέμιτου ανταγωνισμού, η ενίσχυση της κοινωνικοοικονομικής παρουσίας και κάθε σχετική ενέργεια».
iii) (αρ. 2.2.12) «…η μεσολαβητική παρέμβαση προς φιλική επίλυση διαφορών μεταξύ των μελών ή μεταξύ αυτών και τρίτων καθώς και η δημιουργία υποδομής για διαιτητική διαδικασία επίλυσης σχετικών διενέξεων και διαφορών …».
iv)  (αρ. 2.2.7.1) «Η προς κάθε κατεύθυνση δραστηριοποίηση και συμμετοχή για τη μελέτη, τον καθορισμό, την εφαρμογή κανόνων για νομικές ρυθμίσεις στον χώρο του κλάδου για χάρη του θεμιτού ανταγωνισμού, της διαφάνειας, της συνέπειας, της παραγωγικότητας και της καθόλα ποιότητας».
στο άρθρο 3 ΜΕΣΑ μεταξύ άλλων αναφέρονται και τα εξής:
i) (αρ. 3.2) Να συντονίζει δραστηριότητες με διαρκή επαφή… με επιστημονικούς, πολιτικούς, κοινωνικοπολιτικούς φορείς…
ii) (αρ. 3.5) «…Να προλαμβάνει, να καταγγέλει, να παρακολουθεί και να ενεργεί με οποιονδήποτε τρόπο … για την προστασία του κλάδου του ή των μελών του, της ποιότητας, του περιβάλλοντος, της ασφάλειας, του ανταγωνισμού, της νομιμότητας, της επιχειρηματικότητας, των ορθών σχέσεων με τους λοιπούς κοινωνικούς εταίρους και τη Πολιτεία, των χρηστών συναλλακτικών ηθών και της καλής πίστης».
iii) (αρ. 3.8) «…να προσφεύγει, να παρίσταται, να παρακολουθεί παρίσταται σε κάθε είδους νομοθετικά ή δικαιοδοτικά όργανα (π.χ. Πανεπιστήμια, Ινστιτούτα, εκπαιδευτικούς φορείς, και μονάδες, επαγγελματικές ενώσεις, πολιτικούς φορείς, Βουλή, Δικαστήρια κλπ.) στο εσωτερικό και το εξωτερικό προκειμένου να επιτευχθούν οι σκοποί του σωματείου».
στο άρθρο 4 ΜΕΛΗ μεταξύ άλλων αναφέρονται και τα εξής:
Ι) (αρ. 4.2.) «Τακτικό μέλος μπορεί να εγγραφεί κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δραστηριοποιείται στον άνω χώρο παραγωγής ετοίμου, εφόσον επιθυμεί να συμβάλλει στους σκοπούς του ανιδιοτελώς…».
ΙΙ) (αρ. 4.2.4.3.) α) «….. τα νομικά πρόσωπα να απασχολούνται με το αντικείμενο επί ένα έτος τουλάχιστον….» και β) «τα φυσικά πρόσωπα…. θα πρέπει να διατηρούν ατομική επιχείρηση η οποία ασχολείται τουλάχιστον τον ίδιο άνω χρόνο περί το αντικείμενο….».
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο ΣΕΒΕΣ είναι εργοδοτική οργάνωση για τους εξής λόγους:
1ον. Ο ΣΕΒΕΣ είναι μη κερδοσκοπικό σωματείο του Αστικού Κώδικα και επομένως έχει «ιδανικό σκοπό» όπως όλα τα μη κερδοσκοπικά σωματεία αλλά και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις του Ν. 1264/1982. Ο ιδανικός σκοπός δεν σημαίνει τίποτε περισσότερο από επισήμανση του μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα του σωματείου, ο δε χαρακτήρας του ως εργοδοτικής οργάνωσης μπορεί να προκύψει μόνον από τις ιδιότητες των μελών του σε συνδυασμό με τους σκοπούς και τα μέσα για την πραγματοποίησή τους.
2ον Ως μέλη του ΣΕΒΕΣ εγγράφονται φυσικά ή νομικά πρόσωπα, που δραστηριοποιούνται ως επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στο χώρο παραγωγής έτοιμου σκυροδέματος και μεταξύ των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τους συγκαταλέγεται η οργάνωση, διοίκηση, προβολή των επιχειρήσεών τους, περιλαμβανομένης της στελέχωσής τους με ανθρώπινο δυναμικό. Επομένως ως επιχειρηματίες μπορεί να είναι εργοδότες που από κοινού προάγουν τα επιχειρηματικά τους συμφέροντα.
3ον Οι σκοποί του σωματείου και τα μέσα για την πραγματοποίηση τους κατατείνουν στην γενική επιδίωξη για προώθηση ευρύτατων επαγγελματικών και οικονομικών συμφερόντων των μελών του κλάδου, μέσω της δημιουργίας συνθηκών νομιμότητας, θεμιτού ανταγωνισμού, σύγχρονης παραγωγικότητας, καθώς και της προώθησης νομοθετικών ρυθμίσεων και της συνεργασίας με τους κοινωνικούς εταίρους για την δημιουργία και παρακολούθηση της εφαρμογής καταλλήλων κανόνων. Αυτή η γενική επιδίωξη, που δεν απαγγέλλεται πανηγυρικά αλλά προκύπτει ευθέως από τους καταστατικούς σκοπούς και τα μέσα πραγματοποίησής τους, που παραθέσαμε ανωτέρων, συμπίπτει με τους στόχους εργοδοτικών οργανώσεων και συμπλέει με τους λοιπούς αναλυτικά διατυπωμένους τεχνικοοικονομικούς σκοπούς του σωματείου, που είναι στο σύνολό τους μη κερδοσκοπικοί. Επομένως, η εμφατική «ερμηνευτική» άρνηση του συνδικαλιστικού-συντεχνιακού σκοπού στην παρ. 2.2. βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την συστηματική και τελολογική ερμηνεία των λοιπών παραγράφων του άρθρου 2 και ολοκλήρου του άρθρου 3 του καταστατικού. Εξάλλου η πανηγυρική αποκήρυξη του συνδικαλιστικού-συντεχνιακού χαρακτήρα στην παρ. 2.2. δεν συνιστά παράγοντα αποχαρακτηρισμού του σωματείου ως εργοδοτικής οργάνωσης, αφού η προώθηση όλων των λοιπών σκοπών ανάγονται σε επαγγελματικά επιχειρηματικά συμφέροντα των μελών του ΣΕΒΕΣ, που είναι επιχειρηματίες φυσικά ή νομικά πρόσωπα και επομένως και εργοδότες, που διοικούν τις επιχειρήσεις τους.
Όπως παγίως δέχεται η νομική θεωρεία, ο χαρακτηρισμός μίας οργάνωσης ως εργοδοτικής προκύπτει ερμηνευτικά από τους καταστατικούς σκοπούς, του σωματείου, εφόσον η μορφή της οργάνωσης είναι σωματείο του Αστικού Κώδικα, όπως στην εξεταζόμενη περίπτωση. Δηλαδή η ιδιότητα μίας οργάνωσης ως εργοδοτικής δεν προσδιορίζεται με αναφορά σε συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση, επειδή δεν υπάρχει γενική νομοθετική ρύθμιση για τις εργοδοτικές οργανώσεις, όπως ισχύει για τις οργανώσεις των εργαζομένων με τον Ν. 1264/1982, αλλά προκύπτει από τις ιδιότητες των μελών της και το είδος των σκοπών τους ανεξάρτητα από την νομική μορφή, που δίδουν στην οργάνωσή τους, αρκεί αυτή να μην έχει κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Γενικά εργοδοτικές οργανώσεις είναι όλες εκείνες οι ενώσεις, που ιδρύουν οι εργοδότες ανεξάρτητα από την ονομασία, την οποία προσδίδουν σ’ αυτές οι ίδιοι ή ο νομοθέτης π.χ. επαγγελματικές οργανώσεις, σύνδεσμοι, σύλλογοι κ.λπ.
Ο όρος «εργοδοτική οργάνωση» είναι αόριστη νομική έννοια και η υπαγωγή σ’ αυτήν γίνεται με κριτήριο τους καταστατικούς σκοπούς της οργάνωσης και από αυτούς αντλούμε τα στοιχεία για τον χαρακτηρισμό της, όπως άλλωστε ορίζει το άρθρο 10 της Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας 87/1948, που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 4204/1961. Το στοιχείο που διακρίνει τις «εργοδοτικές οργανώσεις» ή «συνδικαλιστικές οργανώσεις εργοδοτών» από τις «συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων» είναι η συσπείρωση των εργοδοτών με την ιδιότητα του επιχειρηματία ή επαγγελματία και όχι αναγκαία «εργοδότη» και των εργαζομένων με βάση την ιδιότητα του «εργαζόμενου» φυσικού προσώπου. Η ιδιότητα του «εργοδότη» είναι παρακολουθηματική της ιδιότητας του επιχειρηματία ή επαγγελματία και τούτο  μπορεί να χαρακτηρίζει τόσο ένα φυσικό όσο και ένα νομικό πρόσωπο ανεξάρτητα αν πράγματι απασχολεί εργαζόμενους με εξαρτημένη σχέση εργασίας. Κατά κανόνα τα μέλη των εργοδοτικών οργανώσεων που είναι νομικά πρόσωπα (π.χ. Α.Ε., Ε.Π.Ε., συνεταιρισμοί κλπ) απασχολούν προσωπικό και προωθούν τα κοινά και συλλογικά συμφέροντα, ως επιχειρηματίες ή επαγγελματίες με τις οργανώσεις τους. Τα κοινά, συλλογικά συμφέροντα των επιχειρηματικών – επαγγελματιών μεταξύ άλλων δημιουργούνται και από την αντιπαράθεσή τους με τα συμφέροντα των εργαζομένων, π.χ. το συμφέρον των επιχειρηματιών/επαγγελματιών για μείωση του κόστους εργασίας τους φέρνει σε αντιπαράθεση με τα συμφέροντα των εργαζομένων για διατήρηση/αύξηση μισθών και με τον τρόπο αυτό το «επιχειρηματικό/επαγγελματικό» συμφέρον καθίσταται «εργοδοτικό» συμφέρον και αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Το είδος της επαγγελματικής δράσης των επιχειρηματικών είναι ευρύτατο και τούτο επιτρέπει την ένταξη στους σκοπούς των οργανώσεών τους οποιουδήποτε συμφέροντος συνδέεται με την συγκεκριμένη επαγγελματική τάξη με αποτέλεσμα σπανίως να ορίζονται ως σκοποί η προστασία αμιγώς εργοδοτικών συμφερόντων.
Οι σκοποί των εργοδοτικών οργανώσεων μπορεί να είναι όσοι και όποιοι κρίνονται σκόπιμοι για την προάσπιση και προαγωγή των κοινών συμφερόντων, που έχουν τα μέλη τους ως επιχειρηματίες/επαγγελματίες και εργοδότες, όπως π.χ. η προαγωγή του κλάδου της οικονομίας στην οποία ανήκουν τα μέλη της, η προαγωγή όλης της οικονομίας, η μελέτη των προβλημάτων, που αντιμετωπίζει ο κλάδος ή η οικονομία, η μελέτη και προσπάθεια επίλυσης τέτοιων σε συνεργασία με το κράτος ή διαφόρους φορείς εντός και εκτός της χώρας, η διασφάλιση και εκπροσώπηση των συμφερόντων, ενδιαφερόντων και δικαιωμάτων των μελών τους, η τεχνολογική πρόοδος των παραγωγικών μεθόδων των επιχειρήσεων και των υλικών που χρησιμοποιούν. Επομένως το μόνο στοιχείο που έχει σημασία για τον χαρακτηρισμό μιας οργάνωσης ως εργοδοτικής είναι οι καταστατικοί σκοποί της, ήτοι εάν αυτοί συνίστανται στην προάσπιση των συμφερόντων των μελών της ως επιχειρηματιών ή επαγγελματιών και εξ αυτού συνάγεται και ως εργοδοτών. Όταν μια οργάνωση έχει τέτοιους σκοπούς δεν έχει καμία σημασία, αν οι όροι του καταστατικού περιέχουν δήλωση ότι «είναι εργοδοτική οργάνωση» ή «δεν είναι εργοδοτική οργάνωση» ή ότι στα μέσα για την εκπλήρωση των σκοπών της περιλαμβάνεται ή όχι «η υπογραφή συλλογικών συμβάσεων εργασίας» ή ότι «απέχει από συνδικαλιστικές – συντεχνιακές δραστηριότητες». Τέτοιοι όροι και δηλώσεις, είτε υπάρχουν, είτε όχι δεν επηρεάζουν τον ορθό χαρακτηρισμό της, που γίνεται με βάση τους σκοπούς, που ορίζονται στο καταστατικό της, και οι οποίοι δηλώνουν την κοινότητα επιχειρηματικών συμφερόντων, που αποτέλεσε τον παράγοντα συσπείρωσης των μελών της οργάνωσης. Επομένως ο αυτοχαρακτηρισμός ή αποχαρακτηρισμός μιας οργάνωσης ως εργοδοτικής δεν αποτελεί περιεχόμενο της εσωτερικής αυτονομίας της, ούτε καθορίζεται από τη δικκαιοπρακτική βούληση των μελών της, όπως εκφράσθηκε κατά τη διαμόρφωση του καταστατικού της. Η εσωτερική αυτονομία της οργάνωσης και η δικαιοπρακτική βούληση των μελών της εξαντλείται στον καθορισμό των σκοπών της οργάνωσης, ο δε χαρακτηρισμός της ως εργοδοτικής ή μη θα προκύψει από τον νομικό χαρακτηρισμό που της προσδίδουν οι σκοποί της. Η αντίθετη άποψη θα είχε ως συνεπεία τον καθαρισμό της ικανότητας και αρμοδιότητας μιας οργάνωσης για κατάρτιση σ.σ.ε., με την βούληση των μελών της. Αυτή η άποψη θα είχε ως συνεπεία την με ιδιωτική βούληση υπαγωγή στο νομικό καθεστώς της λειτουργίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των εργοδοτικών οργανώσεων, περιλαμβανομένου του δικαιώματος και της υποχρέωσης προς διαπραγμάτευση του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 1876/1990. Σημειώνεται όμως ότι «σκοπός» μιας εργοδοτικής οργάνωσης αιτία της δημιουργίας δεν αποτελεί η κατάρτιση σ.σ.ε., αλλά μέσο για την επίτευξη των εργοδοτικών σκοπών της και τούτο αξιοποιείται κατά την διαδικασία της συλλογικής διαπραγμάτευσης, με τους κανόνες του Ν. 1876/1990.
Ως προς το είδος της επιδιωκόμενης συλλογικής ρύθμισης
Οι δεσμευόμενες συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων, που καλύπτουν συγκεκριμένες ειδικότητες (οδηγούς φορτηγών αυτοκινήτων, οδηγούς αυτοκινήτων επί των οποίων λειτουργεί μαλακτήρας σκυροδέματος «μπετονιέρα», οδηγούς – χειριστές αντλιών ετοίμου σκυροδέματος και τους βοηθούς τους καθώς και τους εργάτες ετοίμου σκυροδέματος), που εργάζονται σε επιχειρήσεις παραγωγής, εμπορίας και αντλήσεως σκυροδέματος που εδρεύουν στον Νομό Αττικής και ο ΣΕΒΕΣ, που είναι εργοδοτική οργάνωση ευρύτερης εκπροσώπησης και έχει ως μέλη τις επιχειρήσεις, που δραστηριοποιούνται στο χώρο παραγωγής ετοίμου σκυροδέματος, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η επιδιωκόμενη συλλογική ρύθμιση είναι τοπική συλλογική ρύθμιση, που καλύπτει πλήθος ειδικοτήτων εργαζομένων, που απασχολούνται στον κλάδο του σκυροδέματος στην Αττική. Η σύμβαση αυτή δεν καλύπτει όλες τις ειδικότητες των εργαζομένων αλλά μία ευρύτατη ομάδα ειδικοτήτων, που απασχολείται στις επιχειρήσεις μέλη του ΣΕΒΕΣ, οι οποίες δραστηριοποιούνται στον οικονομικό κλάδο του σκυροδέματος και επομένως αυτή η σύμβαση είναι «μικτή» ως ομοιοεπαγγελματική κλάδου ή απλώς ομοιοεπαγγελματική, αφού από την φύση τους οι συγκεκριμένες επαγγελματικές ειδικότητες, με εξαίρεση τους οδηγούς φορτηγών αυτοκινήτων, που μπορεί να απασχοληθούν σε κάθε είδους επιχειρήσεις, οι λοιπές ειδικότητες απασχολούνται σε επιχειρήσεις, που δραστηριοποιούνται στο σκυρόδεμα και ο ΣΕΒΕΣ είναι εργοδοτική οργάνωση «ευρύτερης εκπροσώπησης» λόγω της ποικιλίας νομικών μορφών, του μεγέθους και του επιχειρησιακού αντικειμένου τους στο «χώρο του σκυροδέματος», που σημαίνει παραγωγή, εμπορία, διακίνηση, προβολή, εφαρμογές – χρήσεις σκυροδέματος κλπ.
Γενικά οι ομοιοεπαγγελματικές σ.σ.ε. καταρτίζονται αφενός εκ μέρους των εργαζομένων από ομοιοεπαγγελματικές δευτεροβάθμιες ή πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων και από εργοδοτικές οργανώσεις ευρύτερης εκπροσώπησης. Στη νομική θεωρία έχει διατυπωθεί η άποψη, ότι η ευρύτερη εκπροσώπηση εργοδοτικών οργανώσεων σημαίνει «επιχειρήσεις – εκμεταλλεύσεις διαφόρων ειδών, ώστε η σ.σ.ε. να δεσμεύει όλους τους εργαζόμενους του επαγγέλματος ανεξάρτητα από το είδος της επιχείρησης» και δεν είναι ομοιοεπαγγελματικές οι σ.σ.ε. εκείνες, που ρυθμίζουν τους όρους εργασίας μίας κατηγορίας προσωπικού, που απασχολείται σε ομοειδείς επιχειρήσεις. Η άποψη αυτή δεν υιοθετείται από την νομολογία, η οποία δεν εστίασε μεν στην ερμηνεία του όρου «εργοδοτικές οργανώσεις ευρύτερης εκπροσώπησης» αλλά με αφορμή την ερμηνεία του άρθρου 11 παρ. 2 του Ν. 1876/1990, που δεν δέχεται την επέκταση ομοιοεπαγγελματικών σ.σ.ε. και για τις επιχειρήσεις, που δεν είναι μέλη των δεσμευομένων εργοδοτικών οργανώσεων οδηγεί εμμέσως στην ερμηνεία του άρθρου 3 παρ. 7 του Ν. 1876/1990, ότι δηλαδή οι ομοιοεπαγγελματικές σ.σ.ε. δεν μπορεί να επεκταθούν σε κάθε επιχείρηση ανεξαρτήτως κλάδου, αλλά μόνον για τις επιχειρήσεις, που ανήκουν στις ήδη δεσμευόμενες από την επεκτεινόμενη σ.σ.ε./δ.α. εργοδοτικές οργανώσεις και δεν επεκτείνονται σε όλους τους κλάδους της οικονομίας. Εξάλλου, εάν ο νόμος ήθελε οι ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις να αφορούν εργαζόμενους ανεξαρτήτως του κλάδου, στον οποίο ανήκουν οι επιχειρήσεις και να αποκλείονται οι ομοιοεπαγγελματικές σ.σ.ε./δ.α. ορισμένου κλάδου, θα το είχε αναφέρει ρητά τόσο στο άρθρο 3 παρ. 7 αλλά θα το εξειδίκευε και στο άρθρο 11 παρ. 2 του Ν. 1876/1990. Κύριο χαρακτηριστικό των ομοιοεπαγγελματικών σ.σ.ε./δ.α. είναι το επάγγελμα των εργαζομένων και όχι αναγκαία η γενική ισχύ τους σε όλους ή έστω σε πολλούς από τους κλάδους της οικονομίας, όταν μάλιστα κάποια επαγγέλματα συγκεντρώνονται σε συγκεκριμένους οικονομικούς κλάδους, όπως π.χ. οι καθηγητές ξένων γλωσσών απασχολούνται στα φροντιστήρια ξένων γλωσσών, και οι οδηγοί τουριστικών λεωφορείων που απασχολούνται στις τουριστικές επιχειρήσεις, οι ξεναγοί που απασχολούνται σε τουριστικά γραφεία, οι οδοντοτεχνίτες Αθηνών Πειραιώς και Περιχώρων που απασχολούνται σε εργαστήρια οδοντοτεχνιτών και στην περίπτωσή μας, όπου οι συγκεκριμένες επαγγελματικές ειδικότητες απασχολούνται σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο σκυρόδεμα. Επομένως οι ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές ρυθμίσεις είναι δυνατόν από τη φύση τους να αφορούν συγκεκριμένο οικονομικό κλάδο, ή να εντοπίζονται σε συγκεκριμένο οικονομικό κλάδο λόγω του εύρους εκπροσώπησης των συμβαλλομένων εργοδοτικών οργανώσεων. Η επιδιωκόμενη συλλογική ρύθμιση έχει κριθεί από την νομολογία ότι είναι τοπική κλαδική, ενώ θα ήταν δυνατόν να χαρακτηρισθεί και ως τοπική ομοιοεπαγγελματική. Με τις σκέψεις αυτές ο ΣΕΒΕΣ είναι εργοδοτική οργάνωση ευρύτερης εκπροσώπησης κατά την έννοια του αρ. 3 παρ. 7 του Ν. 1876/1990, σύμφωνα με το άρθρο 4 του καταστατικού του και έχει αρμοδιότητα να συνάψει την επιδιωκόμενη συλλογική ρύθμιση και δεν κωλύεται η έκδοση διαιτητικής απόφασης ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού της ως κλαδικής ή ομοιοεπαγγελματικής, που σε κάθε περίπτωση είναι νομικό ζήτημα.
10. Την Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας Ελλάδος την 13-2-2009 για την νομισματική πολιτική 2008-2009, που εκτιμά ότι για το έτος 2009 ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει στο 1,8% ή και χαμηλότερα έναντι 4,2% το 2008 ο δε πυρήνας του προβλέπεται να υποχωρήσει στο 3,0-3,1% (από 3,4% το 2008). Το γεγονός αυτό οδηγεί στη σκέψη ότι οι αποδοχές των εργαζομένων κατά το έτος 2008 έχουν υποστεί την μείωση του πληθωρισμού του έτους αυτού και θα συνεχίζουν να επηρεάζονται αρνητικά και από τον αναμενόμενο πληθωρισμό για το έτος 2009 και είναι εύλογη η αποκατάσταση της απώλειας εισοδήματός τους με την απόφαση αυτή.
11. Το ποσοστό αύξησης των αποδοχών των εργαζομένων για το έτος 2009 σύμφωνα με την από 2-4-2008 ΕΓΣΣΕ, που είναι 5,5% από 1-5-2009 επί των μισθών και ημερομισθίων και αντιστοιχεί σε μέση ετήσια αύξηση ποσοστού 3,53%.
12. Το γεγονός ότι η παρούσα οικονομική κρίση έχει δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα στην ανταγωνιστικότητα αλλά και την επιβίωση των επιχειρήσεων, ενώ ταυτοχρόνως εντείνεται η αύξηση της ανεργίας και αυτή η οικονομική κρίση έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία της ανέγερσης κατοικιών, όχι όμως και στην εκτέλεση δημοσίων έργων, όπου συνεχίζεται η ανάπτυξη. Σε ότι αφορά την εισοδηματική πολιτική  στον ιδιωτικό τομέα στην παρούσα οικονομική κρίση σημειώνεται ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για την Ελλάδα σημείωσε ότι η ελληνική οικονομία αντιστέκεται ακόμη λόγω της σημαντικής αύξησης μισθών που προσβλέπει η προ διετίας συμφωνηθείσα ΕΓΣΣΕ (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 26-4-2009 σελ. 2 Οικονομικά). Επομένως είναι εύλογη η αναπροσαρμογή των αποδοχών των εργαζομένων σε ποσοστό 5,5% από την 1-5-2009 αντί 6,2% από 1-1-2009 καθώς και η αντίστοιχη αύξηση του ποσού της έκτακτης παροχής, που με την ΣΣΕ της 29-3-2005 ήταν 580 ΕΥΡΩ, με την Σ.Σ.Ε.  της 3-4-2007 ορίσθηκε σε 650 ΕΥΡΩ με την απόφαση αυτή ορίζεται σε 690 ΕΥΡΩ αντί των 750 ΕΥΡΩ, που προτείνει η εργατική πλευρά.
13. Το γεγονός ότι οι όροι της ΔΑ 30/2008 περιέχουν τους σημαντικότερους οικονομικούς όρους των προϊσχυουσών συλλογικών ρυθμίσεων είναι χρήσιμο να επαναληφθούν στην απόφαση αυτή με τις κατάλληλες προσαρμογές σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο σημείο 11 ανωτέρω, με προσθήκη του όρου για την έκτακτη παροχή για τους οδηγούς – χειριστές και βοηθούς χειριστών αντλίας σκυροδέματος.
14. Την διαπιστωμένη αδυναμία των μερών να καταλήξουν σε συμφωνία γεγονός που δικαιολογεί την έκδοση της παρούσας διαιτητικής απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 1 β του Ν. 1876/1990
Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΜΟΥ ΕΧΕΙ ΩΣ ΕΞΗΣ:
Άρθρο 1
Πεδίο εφαρμογής
α. Στην παρούσα ρύθμιση υπάγονται οι οδηγοί φορτηγών αυτοκινήτων, οι οδηγοί αυτοκινήτων επί των οποίων λειτουργεί μαλακτήρας σκυροδέματος (μπετονιέρα), οι οδηγοί – χειριστές αντλιών ετοίμου σκυροδέματος και οι βοηθοί τους, οι εργάτες παραγωγής σκυροδέματος, οι οποίοι απασχολούνται με σχέση εξαρτημένης εργασίας σε επιχειρήσεις παραγωγής, εμπορίας και αντλήσεως σκυροδέματος, που εδρεύουν και λειτουργούν, ή μόνο λειτουργούν στην περιοχή του Νομού Αττικής και είναι μέλη του Σωματείου Οδηγών και Βοηθών Φορτηγών Αυτοκινήτων Αττικής ή του Συνδέσμου Χειριστών Αντλιών Ετοίμου Σκυροδέματος και απασχολούνται στις επιχειρήσεις μέλη του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Ετοίμου Σκυροδέματος (ΣΕΒΕΣ).
β. Η ιδιότητα του μέλους αποδεικνύεται με βεβαίωση που χορηγείται στον ενδιαφερόμενο μισθωτό από τις παραπάνω συνδικαλιστικές οργανώσεις.
Άρθρο 2
Αποδοχές
α) Ο βασικός μισθός, το βασικό ημερομίσθιο, ο πλασματικός μισθός και το πλασματικό ημερομίσθιο όλων των ειδικοτήτων της ρύθμισης αυτής, με εξαίρεση των εργαζομένων με την ειδικότητα του υπεύθυνου λειτουργίας των μηχανημάτων παραγωγής σκυροδέματος, όπως είχαν διαμορφωθεί την 31-12-2008 με βάση την ΔΑ 30/2008, αυξάνονται από 1-5-2009 σε ποσοστό 5,5%.
β) Με το ίδιο ως άνω ποσοστό και από την ίδια ημερομηνία αυξάνονται και τα διορθωτικά ποσά που προβλέπονται από τις όμοιες ρυθμίσεις των προηγουμένων ετών.
Άρθρο 3
Επιδόματα
Στους μισθωτούς που υπάγονται στην παρούσα ρύθμιση, χορηγούνται τα παρακάτω επιδόματα υπό τις διακρίσεις και προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο αυτό.
1. Επίδομα Τριετούς Υπηρεσίας ή Προϋπηρεσίας σε ποσοστό 5% για κάθε τριετία και μέχρι έντεκα (11) τριετίες υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας για τους οδηγούς φορτηγών αυτοκινήτων, οδηγούς αυτοκινήτων επί των οποίων λειτουργεί μαλακτήρας σκυροδέματος (μπετονιέρα) και τους οδηγούς – χειριστές.
Το παραπάνω επίδομα σε ποσοστό 5% και μέχρι έξι (6) τριετίες υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας χορηγείται στους βοηθούς χειριστές αντλιών σκυροδέματος και στους εργάτες παραγωγής σκυροδέματος.
2. Επίδομα σε ποσοστό 6% χορηγούμενο μόνο στους οδηγούς φορτηγών αυτοκινήτων, οδηγούς μπετονιέρας και στους οδηγούς – χειριστές, εφόσον έχουν συμπληρώσει ένα (1) έτος υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας σε οποιοδήποτε εργοδότη ως οδηγοί ή οδηγοί – χειριστές.
3. Επίδομα σε ποσοστό 10%, ομοίως μόνο στους ίδιους παραπάνω μισθωτούς εφόσον έχουν συμπληρώσει δύο (2) έτη υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη.
Διευκρινίζεται ότι, τα επιδόματα των εδαφίων (2) και (3) του άρθρου τούτου καταβάλλονται στους ως άνω δικαιούχους πέρα και επιπλέον του επιδόματος τριετιών, περί του οποίου το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου.
4. Επίδομα Γάμου σε ποσοστό 10% χορηγούμενο σε όλους τους έγγαμους μισθωτούς της παρούσας. Το επίδομα αυτό χορηγείται και σ’ αυτούς που ορίζονται στο άρθρο 20 του Ν. 1849/89.
5. Επίδομα Τέκνων προκειμένου μόνο περί των οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων, οδηγών μπετονιέρας και οδηγών – χειριστών αντλίας σε ποσοστό 5%, για κάθε τέκνο ανεξαρτήτως αριθμού τέκνων και μέχρι τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους. Σε περίπτωση που τα τέκνα συνεχίζουν τις σπουδές τους μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους, το επίδομα καταβάλλεται μέχρι τη συμπλήρωση του 25ου έτους της ηλικίας τους. Σε κάθε περίπτωση το επίδομα αυτό δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερο από εκείνο που παρέχεται από τον ΟΑΕΔ – ΔΛΟΕΜ για την ίδια αιτία και για τον ίδιο αριθμό τέκνων, ανεξάρτητα αν ο μισθωτός δικαιούται ή όχι σχετικό επίδομα ΟΑΕΔ – ΔΛΟΕΜ από άλλη αιτία.
Το παραπάνω επίδομα τέκνων προκειμένου για ανάπηρα τέκνα των οποίων η αναπηρία βεβαιώνεται με γνωμάτευση της αρμόδιας επιτροπής του ΙΚΑ και η οποία τα καθιστά απόλυτα ανίκανα για οποιαδήποτε εργασία, εφόσον η εν γένει συντήρησή τους βαρύνει τον εργαζόμενο, καταβάλλεται από τον εργοδότη εφ΄ όρου ζωής του αναπήρου τέκνου.
6. Επίδομα Ανθυγιεινής εργασίας σε ποσοστό 10% χορηγούμενο μόνο στους οδηγούς φορτηγών αυτοκινήτων, οδηγούς μπετονιέρας και οδηγούς χειριστές αντλιών.
7. Επίδομα Ειδικών συνθηκών, για τους οδηγούς φορτηγών αυτοκινήτων, οδηγούς μπετονιέρας και οδηγούς – χειριστές ρυμουλκών μετά ρυμουλκουμένων σε ποσοστό 20%.
Ειδικά το επίδομα αυτό για τους εργάτες παραγωγής σκυροδέματος καθορίζεται σε ποσοστό 9%.
8. Επίδομα επικινδύνου εργασίας σε ποσοστό 8% στους οδηγούς – χειριστές αντλιών και τους βοηθούς χειριστές αντλιών.
9. Επίδομα εξοικειώσεως σε ποσοστό 5% μόνο στους εργάτες παραγωγής σκυροδέματος εφόσον έχουν συμπληρώσει τρία (3) έτη εργασίας στον ίδιο εργοδότη.
10. Έκτακτη παροχή οδηγών – χειριστών και βοηθών χειριστών αντλίας σκυροδέματος. Στους οδηγούς – χειριστές και βοηθούς χειριστές αντλίας σκυροδέματος χορηγείται ετησίως έκτακτη παροχή  ποσού 690 ΕΥΡΩ μέχρι τέλος Ιουλίου και μόνον εφόσον είναι μέλη των παραπάνω αναφερομένων εργοδοτικών οργανώσεων. Απαραίτητη προϋπόθεση για την καταβολή αυτής της έκτακτης παροχής είναι οι εργαζόμενοι μέλη να είναι εφοδιασμένοι με σχετική βεβαίωση από τις παραπάνω συνδικαλιστικές οργανώσεις.
Άρθρο 4
Παροχές σε είδος
Στο σύνολο των υπαγομένων στην παρούσα ρύθμιση μισθωτών χορηγούνται οι κάτωθι σε είδος παροχές: α) ρουχισμός ανάλογα με την εποχή του έτους β) ένα (1) ζεύγος υποδημάτων ανά εξάμηνο γ) ένα (1) προστατευτικό κράνος και δ) ένα (1) τζάκετ κάθε δεύτερο έτος, είδη τα οποία θα ανήκουν στην κυριότητα του εργοδότη.
Άρθρο 5
Λοιποί όροι Εργασίας
για όλους τους εργαζόμενους
Οι παραπάνω βασικοί μισθοί και βασικά ημερομίσθια, καθώς και τα κατά περίπτωση επιδόματα, καταβάλλονται στους δικαιούχους για απασχόληση 40 ωρών κάθε εβδομάδα, κατανεμημένων σε πέντε (5) εργάσιμες ημέρες.
Άρθρο 6
Αρχή ευνοϊκότερης ρύθμισης
Αποδοχές ανώτερες απ’ αυτές που καθορίζονται με την παρούσα ρύθμιση ή ευνοϊκότεροι γενικώς όροι εργασίας που προβλέπονται από Νόμους, Διατάγματα, Υπουργικές Αποφάσεις, ΣΣΕ ή Διαιτητικές Αποφάσεις, Έθιμα, Ατομικές Συμβάσεις Εργασίας κ.λπ., δεν θίγονται και εξακολουθούν να ισχύουν.
Τυχόν στο σύνολό τους ανώτερες καταβαλλόμενες αποδοχές ή ισχύοντες όροι εργασίας ευνοϊκότεροι από αυτούς που ορίζονται παραπάνω, δεν μειώνονται, δεν συμψηφίζονται και δεν τροποποιούνται με την παρούσα.
Άρθρο 7
Διατήρηση ισχύος
προηγουμένων ρυθμίσεων
Κατά τα λοιπά εξακολουθούν να ισχύουν όλοι οι μη αντίθετοι στην παρούσα ρύθμιση όροι των προηγουμένων Συλλογικών Ρυθμίσεων που αφορούν τους μισθωτούς που υπάγονται στην ρύθμιση αυτή.
Άρθρο 8
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς της παρούσας ρύθμισης με τις πιο πάνω διακρίσεις αρχίζει από 1-1-2009.