ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΗ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΗΣ ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΙΑΣ
Καταδικαστική, απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, εφ’ όσον έχει καταστεί αμετάκλητη, δεσμεύει το διοικητικό δικαστήριο ως προς την ενοχή για το αδίκημα της λαθρεμπορίας, λόγω του δεδικασμένου που απορρέει από την απόφαση αυτή, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 120 παρ. 3 του Κώδικος Φορολογικής Δικονομίας, το οποίο έχει εφαρμογή και επί υποθέσεων οι οποίες αφορούν την τελωνειακή παράβαση της λαθρεμπορίας (ΣτΕ 2487/2001 επταμ.). Η δέσμευση δε αυτή του διοικητικού δικαστηρίου δεν αντίκειται στο κατ’ άρθρο 20 παρ. Ι του Συντάγματος δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας, το οποίο δεν αποκλείει δικονομικής φύσης ρυθμίσεις, όπως η ρύθμιση αυτή.
(Σ.Τ.Ε. 1659/2004)Πρόεδρος: Φ. Στεργιόπουλος
(Αντιπρόεδρος ΣτΕ)
Εισηγητής: Σ. Μαρκάκης
(Πάρεδρος ΣτΕ)
Δικαστικοί πληρεξούσιοι:
Γ. Παναγιωτόπουλος (Δικηγόρος)
Π. Παναγιωτουνάκος (Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.)
Επειδή, στην παράγραφο 8 του άρθρου 97 του Τελωνειακού Κώδικος (ν. 1165/1918, ΦΕΚ 73), η οποία προσετέθη με το άρθρο 4 του αν.ν. 1514/ 1950 (ΦΕΚ 240), ορίζεται ότι “ουδεμίαν επιρροήν εξασκεί επί των αποφάσεων των Δικαστηρίων η αθωωτική ή καταλογιστική απόφασις των Διοικητικών Δικαστηρίων και Επιτροπών ουδέ τ’ ανάπαλιν”. Εξ άλλου, στην παράγραφο 2 του άρθρου 89 του ίδιου Κώδικα, η οποία προσετέθη με το άρθρο 3 παρ. 2 του αν.ν. 1514/1950, ορίζεται ότι τελωνειακές παραβάσεις που συνιστούν λαθρεμπορία επισύρουν κατά των υπευθύνων πολλαπλό τέλος “… και αν έτι ή8ελεν κριθή αρμοδίως ότι δεν συντρέχουσι τα στοιχεία αξιοποίνου λαθρεμπορίας”.
Τέλος, κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 120 του Κώδικος Φορολογικής Δικονομίας (π.δ. 331/1985, φ.Α΄ 116), “δεδικασμένο αποτελούν και οι αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, ως προς την ενοχή και τις ποινές που επιβλή8ηκαν”.
Επειδή, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι η διαδικασία διοικητικής βεβαιώσεως της τελωνειακής παραβάσεως, η οποία κατατείνει στην επιβολή του πολλαπλού τέλους, είναι αυτοτελής και διακεκριμένη έναντι της αντίστοιχης ποινικής διαδικασίας. Εξ αυτού έπεται ότι το διοικητικό δικαστήριο, όταν κρίνει επί της διοικητικής παραβάσεως, δεν δεσμεύεται μεν από τυχόν προηγηθείσα αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, υποχρεούται, όμως, να λάβει υπ’ όψιν και να εκτιμήσει την απόφαση αυτή προς μόρφωση της κρίσεώς του. καταδικαστική, όμως, απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, εφ’ όσον έχει καταστεί αμετάκλητη, δεσμεύει το διοικητικό δικαστήριο ως προς την ενοχή για το αδίκημα της λαθρεμπορίας, λόγω του δεδικασμένου που απορρέει από την απόφαση αυτή, κατά τα οριζόμενα στο ως άνω άρθρο 120 παρ. 3 του Κώδικος Φορολογικής Δικονομίας, το οποίο έχει εφαρμογή και επί υποθέσεων οι οποίες αφορούν την τελωνειακή παράβαση της λαθρεμπορίας (ΣτΕ 2487/2001 επταμ.). Η δέσμευση δε αυτή του διοικητικού δικαστηρίου δεν αντίκειται στο κατ’ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας, το oποίο δεν αποκλείει δικονομικής φύσης ρυθμίσεις, όπως η ρύθμιση αυτή.
Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα εκτιθέμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση, με την ένδικη πράξη του Διευθυντού της Ειδικής Υπηρεσίας Τελωνειακών Ερευνών ο αναιρεσείων χαρακτηρίσθηκε ως υπαίτιος λαθρεμπορίας με την αιτιολογία ότι είχε θέσει σε κυκλοφορία, με παραποιημένα στοιχεία ταυτότητος και σε αντικατάσταση του αρχικώς ταξινομηθέντος νομίμου αυτοκινήτου του, ένα αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσεως επιβατηγό, προφανώς λαθραίο, μάρκας FORD TAUNUS, το οποίο κυκλοφορούσε με τον αριθμό κυκλοφορίας τον οποίο είχε το νόμιμο αυτοκίνητό του.
Με την εκδοθείσα επί της προσφυγής του αναιρεσείοντος κατά της πράξεως αυτής απόφαση, το διοικητικό πρωτοδικείο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι με την απόφαση … του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία είχε καταστεί αμετάκλητη (λόγω παρόδου της προθεσμίας για την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως αυτής συνεπεία της ασκήσεως εφέσεως κατ’ αυτής η οποία, στρεφόμενη κατ’ ανεκκλήτου αποφάσεως, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με την απόφαση… του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών), ο αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος της αποδοθείσης σε αυτόν λαθρεμπορίας, έκρινε ότι, λόγω του δεδικασμένου εξ αυτής της αποφάσεως, εστερείτο της εξουσίας να εξετάσει εκ νέου της συνδρομή ή μη των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως της αποδοθείσας στον αναιρεσείοντα λαθρεμπορίας και, θεωρώντας τα στοιχεία αυτά ως συντρέχοντα, δέχθηκε την προσφυγή μόνο ως προς το ύψος του επιβλητέου πολλαπλού τέλους το οποίο περιόρισε στο ποσό των 7.000. 000 δραχμών.
Με όμοια, δε, κρίση το διοικητικό εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση, απέρριψε ως αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος με την οποία προεβλήθη ότι το διοικητικό πρωτοδικείο είχε την εξουσία και έπρεπε να εξετάσει τα πραγματικά περισταστικά της υποθέσεως και τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία, διατάσσοντας περαιτέρω την εξέταση μαρτύρων και πραγματογνωμοσύνη, από τα οποία θα προέκυπτε η μη συμμετοχή του αναιρεσείοντος στο αδίκημα της λαθρεμπορίας. Η κρίση αυτή του διοικητικού εφετείου είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη διότι, η αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου εδέσμευε εν προκειμένω την κρίση των διοικητικών δικαστηρίων ως προς την συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως της αποδοθείσας στον αναιρεσείοντα λαθρεμπορίας, τα δε προβαλλόμενα περί του αντιθέτου και περί της αντιθέσεως του άρθρου 120 παρ. 3 του Κώδικος Φορολογικής Δικονομίας στο Σύνταγμα είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
Περαιτέρω, ο λόγος κατά τον οποίο η ως άνω απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κατέστη αμετάκλητη συνεπεία σφάλματος του ποινικού δικαστού και άνευ υπαιτιότητος του αναιρεσείοντος είναι απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος προς αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο δε λόγος αναιρέσεως κατά τον οποίο το διοικητικό εφετείο παρέλειψε να εξετάσει τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος και να λάβει υπ’ όψιν τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα σχετικώς προς τη μη τέλεση από αυτόν της λαθρεμπορίας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος διότι το δεδικασμένο από την αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση εμπόδιζε το διοικητικό εφετείο, όπως και το διοικητικό πρωτοδικείο, να εξετάσει τέτοιους ισχυρισμούς.