Αρείου Πάγου 865/2003 (Τμ. Β )Εισηγητής Ι. ΣΑΒΙΛΛΑΣ

Δικηγόροι: Ευστ. Μήτσου –

ερήμην αναιρεσιβλήτου

Διατάξεις περί προστασίας της εγκύου και της τεκούσης, κατά της απολύσεως. Εννοια σπουδαίου λόγου καταγγελίας. Συνιστά και η μη συμμόρφωση προς τις οδηγίες του εργοδότη, η αμελής εκτέλεση και η επανειλημμένη εγκατάλειψη της εργασίας της μισθωτού. Υποχρέωση αιτιολογήσεως γραπτώς της καταγγελίας και κοινοποιήσεως του εγγράφου στην Επιθεώρηση Εργασίας. η κατ εξαίρεσιν έκτακτη, χωρίς αποζημίωση κ.λ.π. καταγγελία της συμβάσεως αορίστου χρόνου, εκτός από την περίπτωση που προβλέπει το άρθρο 5 παρ. 1 Ν. 2112/ 20 (μήνυση κ.λ.π.), είναι επιτρεπτή και στην περίπτωση δολίας αντισυμβατικής συμπεριφοράς του μισθωτού, σκοπούντος τον εξαναγκασμό του εργοδότου να καταγγείλει τη σύμβαση ώστε εκείνος ή να εισπράξει την αποζημίωση ή εν μη καταβολή αποζημιώσεως να προβάλει την ακυρότητα της καταγγελίας και να ζητήσει μισθούς υπερημερίας. Οι αξιώσεις αυτές αποκρούονται με την ένσταση της καταχρήσεως του δικαιώματος. Περίπτωση βοηθού λογιστού, η οποία, με την υπαίτια πλημμελή εκ μέρους της εκτέλεση της εργασίας, τις παραλείψεις της, για τις οποίες στην επιχείρηση επεβλήθησαν πρόστιμα, και την αξιόποινη συμπεριφορά της (πλαστογραφία κ.λ.π.), εξηνάγκασε τον εργοδότη να την απολύσει κατά το διάστημα προστασίας της λόγω του τοκετού.

Τα περιστατικά συνιστούν σπουδαίο λόγο καταγγελίας λόγω μη αιτιολογήσεως και μη κοινοποιήσεως στην Επιθεώρηση Εργασίας. Η εκ μέρους της μισθωτού άσκηση του δικαιώματος προς αναγνώρισιν της ακυρότητας της καταγγελίας και καταβολήν των αποδοχών υπερημερίας και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης είναι καταχρηστική.

(….) Κατά την έννοια του άρθρου 15 Ν. 1483/84, η καταγγελία της εργασιακής συμβάσεως εργαζομένης γυναίκας από τον εργοδότη της, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, όσο και για το χρονικό διάστημα ενός έτους μετά τον τοκετό, απαγορεύεται και αν γίνει είναι άκυρη, χωρίς να έχει σημασία, για την ακυρότητα αυτή, η γνώση της εγκυμοσύνης από τον εργοδότη, εκτός αν συντρέχει σπουδαίος λόγος. Σπουδαίο λόγο στην περίπτωση αυτή, για την καταγγελία της σύμβαση εργασίας, αποτελεί και η μη συμμόρφωσή της στις οδηγίες του εργοδότη, η από μέρους αυτής αμελής εκτέλεση της εργασίας και και η επανειλημμένη εγκατάλειψη της εργασίας της. Σε καμμιά όμως περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως σπουδαίος λόγος η ενδεχόμενη μείωση της αποδόσεως της εγκύου που οφείλεται στην εγκυμοσύνη. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 10 παρ. 2 του ΠΔ 176/97 σε περίπτωση καταγγελίας της σχέσης εργασίας εφ όσον υπάρχει σπουδαίος λόγος, σύμφωνα με το άρθρο 15 του Ν. 1483/84, ο εργοδότης οφείλει να αιτιολογήσει δεόντως την καταγγελία γραπτώς και να προβεί σε σχετική κοινοποίηση και προς τις αρμόδιες Υπηρεσίες Επιθεώρησης Εργασίας των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων. Με την ως άνω ρύθμιση προβλέπεται, ειδικά, και για την αορίστου χρόνου σύμβαση εργασίας, δεδομένου ότι επ αυτής η λεγομένη “έκτακτη” καταγγελία, προβλεπομένη μόνο για τον εργοδότη, χωρεί σε μία μόνο περίπτωση, εκείνη δηλαδή του άρθρου 5 παρ. 1 του Ν. 2112/20, του άρθρου 7 του Ν. 3198/55 και του άρθρου 6 παρ. 1 του ΝΔ της 16/18.7. 20, η καταγγελία αυτής και για σπουδαίο λόγο (άρθρο 15 Ν. 1483/84). Η έκτακτη καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου επιτρέπεται εκ του νόμου, κατ εξαίρεση όπως ειπώθηκε, χωρίς τήρηση όλων ή ορισμένων όρων της τακτικής καταγγελίας, για ορισμένους λόγους. Ενας από αυτούς είναι και η καταγγελία ένεκα δόλιας αντισυμβατικής συμπεριφοράς του μισθωτού, η οποία περί-πτωση συντρέχει όταν ο μισθωτός επιδεικνύει συμπεριφορά η οποία συνιστά υπαίτια αθέτηση των συμβατικών υποχρεώσεων και συνεπάγεται ακαταλληλότητά του για την εργασία για την οποία προσελήφθη, συμπεριφέρεται δε έτσι επίτηδες για να εξαναγκάσει τον εργοδότη να καταγγείλει την αορίστου χρόνου σύμβαση εργασίας και να του καταβάλει τη σχετική αποζημίωση ή, αν δεν την καταβάλει, να αξιώσει ακυρότητα της καταγγελίας και συνακόλουθα μισθούς υπερημερίας. Τότε η όποια αξίωση από αυτές, αν και πηγάζει από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, αποκρούεται με την ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ. Η διάταξη του άρθρου αυτού έχει και αυτή έντονο το χαρακτήρα κανόνα δημόσιας τάξης, διότι αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και καοήθειας στις συναλλαγές, αφού η αξίωση αυτή αντίκειται προφανώς στην καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, ο οποίος είναι η λήψη μέτρων πρόνοιας για τον αιφνιδίως περιερχόμενο σε ανεργία μισθωτό και όχι για τον μη αιφνιδιαζόμενο από την καταγγελία, την οποία ο ίδιος από ιδιοτέλεια προ-μελέτησε και προκάλεσε.

Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως από αυτή προκύπτει, δέχθηκε, ανελέγκτως, τα εξής: Η ήδη αναιρεσείουσα ενάγουσα προσλήφθηκε, την 1.4.97, από την ήδη αναιρεσίβλητη εναγομένη, που διατηρεί επι-χείρηση εισαγωγών – εξαγωγών φρούτων, με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ως βοηθός λογιστή και συμφωνήθηκε να αμείβεται με το ποσό των 150.000 δραχμών μηνιαίως και να απασχολείται επί πενθήμερο εβδομαδιαίως. Σε εκτέλεση της συμβάσεως άρχισε να προσφέρει τις συμφωνηθείσες υπηρεσίες της στο λογιστήριο της αναιρεσίβλητης, ήτοι καταχώρηση των παραστατικών στα οικεία βιβλία και εκτέλεση άλλων συναφών εργασιών. Μέχρι και το μήνα Φεβρουάριο του 1998 η απόδοσή της στην εργασία αυτή ήταν ικανοποιητική. Εκτοτε όμως άρχισε να αδιαφορεί για την εργασία της, να εμφανίζει μειωμένη αποδοτικότητα και πολλές φορές προσέρχονταν στην εργασία της με καθυστέρηση και άλλοτε αποχωρούσε από αυτήν πριν από τη λήξη του ωραρίου της, επικαλούμενη κάποια “αδιαθεσία”, (….). ΣΕξ αιτίας της συμπεριφοράς της αυτής επανελημμένα δεχόταν τις συστάσεις και τις παρατηρήσεις του προϊσταμένου του λογιστηρίου της αναιρεσίβλητης Ε.Σ. και του νομίμου εκπροσώπου της τελευταίας, πλην όμως εκείνη όχι μόνο δεν μετέβαλλε τη συμπεριφορά της, αλλά αντίθετα εξακολουθούσε να εκτελεί πλημμελώς τα καθήκοντά της. Με αποτέλεσμα την επιβολή στην αναιρεσίβλητη: 1) με την απόφαση της ΔΟΥ Νάουσας προστίμου του ΚΦΣ δραχμών 1.200.000, λόγω του ότι από τον έλεγχο της ΣΔΟΕ διαπιστώθηκε ότι δεν εκτύπωσε τα δεδομένα (….) και 2) με την απόφαση της ίδιας ΔΟΥ προστίμου του ΚΒΣ δραχμών 1.500.000, διότι, από σχετικό έλεγχο που έγινε στην ίδια επιχείρηση από τους ανωτέρω υπαλλήλους, διαπιστώθηκε ότι: (…) Η εργασία της (παραλειφθείσης) εκτυπώσεως των άνω δεδομένων και βιβλίων (ημερολογίων), ως και της συντάξεως των άνω δελτίων αποστολής, η παράλειψη της οποίας συνεπάγεται παράβαση των άρθρων 2 παρ. 1, 22 παρ. 1, 24 παρ. 1 του ΠΔ 186/92 (ΚΒΣ), που τιμωρείται με τις αναφερόμενες σ αυτά ποινές προστίμου, περιλαμβάνονταν στα καθήκοντα της αναιρεσείουσας και όχι του προϊσταμένου του λογιστηρίου της αναιρεσίβλητης. Η τελευταία, μετά την επίδοση σ αυτή της πρώτης ως άνω απόφασης, επιβολής προστίμου δραχμών 1.200. 000, αποφάσισε, δια του νομίμου εκπροσώπου της, τον Αύγουστο του 1998 να καταγγείλει την ένδικη σύμβαση εργασίας, πλην όμως τελικά δεν την κατήγγειλε, λόγω του ότι η αναιρεσείουσα δήλωσε στον νόμιμο εκπρόσωπό της, και μάλιστα ψευδώς κατά το χρόνο εκείνο, όπως εκ των υστέρων αποδείχθηκε, ότι ήταν έγκυος και πρόδηλα ο τελευταίος δεν ήθελε να διακινδυνεύσει ενδεχόμενη ακύρωση της καταγγελίας εξ αιτίας της εγκυμοσύνης της. δια τον ίδιο λόγο η αναιρεσίβλητη δεν κατήγγειλε την ένδικη σύμβαση εργασίας και τον Φεβρουάριο 1999, όταν πληροφορήθηκε την επιβολή σ αυτήν του δεύτερου ως άνω προστίμου δραχμών 1.500.000, εξ αιτίας της πλημμελούς υπό της αναιρεσείουσας εκπληρώσεως των καθηκόντων της. Στις 25.5.99 η αναιρεσείουσα έλαβε άδεια κυήσεως και διέκοψε την εργασία της, λόγω προχωρημένης εγκυμοσύνης, και στις 26.6.99 έτεκε το πρώτο της παιδί.

Στη συνέχεια, μετά το τέλος της άδειας λοχείας και της ετήσιας άδειας (αναψυχής) που έλαβε, επέστρεψε στην εργασία της. Στις 4.11.99, κατά τον έλεγχο του ΙΚΑ Νάουσας, διαπιστώθηκε ότι η αναιρεσείουσα προέβη, προφανώς κατόπιν συνεννοήσεως με το σύζυγό της, στις 15.7.98 στις εξής ενέργειες: α) Αλλοίωσε το ειδικό βιβλίο καταχώρησης του νεοπροσλαμβανομένου προσωπικού της αναιρεσί-βλητης διά της αναγραφής, στη σελίδα των στοιχείων του συζύγου της, τον οποίο έτσι εμφάνισε ως εργαζόμενο στην αναιρεσίβλητη με σκοπό να παραπλανήσει κάθε τρίτο για το γεγονός αυτό. Και κάτω από την ένδειξη “υπογραφή εργοδότη” έθεσε, δι απομιμήσεως, την υπογραφή του Προέδρου του ΔΣ της αναιρεσείουσας Ν.Γ. και β) νόθευσε, κατά την ίδια ως άνω ημερομηνία (15.7.98) και την σελίδα ένα (1) της κατάστασης ασφαλίσεως προσωπικού της αναιρεσίβλητης που αφορούσε το μήνα Ιούλιο του 1998 με σκοπό να παραπλανήσει την αναιρεσίβλητη και τους αρμοδίους υπαλλήλους του ΙΚΑ για να προβούν στην ασφάλιση του συζύγου της. Επίσης, η ίδια ανήγγειλε τόσσο την πρόσληψη, όσο και την, μετά παρέλευση έντεκα ημερών γενόμενη από την ίδια, απόλυση του συζύγου της και στον ΟΑΕΔ. Αποτέλεσμα των ενεργειών της αυτών ήταν, πλην άλλων, και η υπό της αναιρεσίβλητης καταβολή του ποσού των 37.400 δραχμών για αγορά ενσήμων υπέρ του συζύγου της. Ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας, περί του ότι προέβη στις αμέσως πιο πάνω πράξεις, εμφάνισης του συζύγου της ως υπαλλήλου της αναιρεσίβλητης, για να τακτοποιηθεί ασφαλιστικά, και να συμψηφίσει το ποσό των 150.000 δραχμών που της όφειλε, ως υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών, με τα ποσά που θα κατέβαλλε για την αγορά ενσήμων, είναι απορριπτέος ως παντελώς αναπόδεικτος. Στις 5.11.99, δηλα-δή την επομένη της τέλεσης των ως άνω πράξεων ημέρα, η αναιρεσίβλητη διά του νομίμου εκπροσώπου της, κατήγγειλε εγγράφως την ένδειξη σύμβαση εργασίας και συγχρόνως της επέδωσε το σχετικό έγγραφο της καταγγελίας, πλην όμως δεν της κατέβαλε τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης “λόγω του ότι η ίδια με τις προμνη-σθείσες πράξεις της την εξανάγκασε σε απόλυσή της”. Η αναιρεσείουσα κατά την αποχώρησή της, κατά την εν λόγω ημέρα (5.11.99), από την εργασία της, αφαίρεσε από το αρχείο της αναιρεσίβλητης τα πιο πάνω έγγραφα της “πρόσληψης και της απόλυσης του συζύγου της” με σκοπό να συγκαλύψει τις λοιπές ως άνω πράξεις της. Η αναιρεσίβλητη, έτσι, οδηγήθηκε στην απόλυση της αναιρεσείουσας εξ αιτίας των πιο πάνω πράξεών της, από τις οποίες η τελευταία πριν την απόλυσή της συνιστά και την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας, που τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος. Μάλιστα, κατόπιν σχετικής (από 17.5. 2000) μηνύσεως της αναιρεσίβλητης, ασκήθηκε ποινική δίωξη κατ αυτής για πλαστογραφία και υπεξαγωγή εγγράφων και κατά του συζύγου της για ηθική αυτουργία στις πράξεις αυτής και ήδη έχουν παραπεφθεί γι αυτές ενώπιον του Τριμελούς Πλημ/κείου Βεροίας.

Συνακόλουθα, το Εφετείο, έκρινε ότι τα παραπάνω περιστατικά, που οδήγησαν την αναιρεσίβλητη στην καταγγελία της ένδικης σύμβασης εργασίας πριν παρέλθει έτος από τη γέννηση του πρώτου παιδιού της, καθιστούν, αντικειμενικά κρινόμενα, κατά την καλή πίστη, λαμβανομένων υπ όψη και των συναλλακτικών ηθών, μη ανεκτή για την αναιρεσίβλητη την παραπέρα συνέχιση της σύμβασής των και συνιστούν παράλληλα σπουδαίο λόγο (ΑΚ 672, 288), για την εκ μέρους της ως άνω καταγγελία αυτής (σύμβασης). Η καταγγελία αυτή, επειδή δεν περιελήφθη ο παραπάνω (σπουδαίος) λόγος στο έγγραφό της και δεν επιδόθηκε αντίγραφο αυτού στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας (άρθρο 10 του ΠΔ 175/97), είναι άκυρη. Επομένως, οι από τους αριθ. 1 πρώτος (α σκέλος), δεύτερος και τρίτος και από τον αριθ. 19 (β σκέλος) του άρθρου 559 Κ ΠολΔ, λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι, με το να μην κρίνει άκυρη την από την αναιρεσίβλητη καταγγελία της ένδικης συμβάσεως εργασίας, παραβίασε, δια της μη εφαρμογής, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων α) 15 παρ. 1 του Ν. 1483/94, β) 10 παρ. 2 ΠΔ 176/ 97 και γ) παρ. 3 Ν. 3198/55, στηρίζονται επί ανακριβούς προϋποθέσεως, αφού το Εφετείο κατ εφαρμογή των (δύο πρώτων) διατάξεων αυτών έκρινε άκυρη την καταγγελία, και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Περαιτέρω, το Εφετείο δέχθηκε, ανελέγκτως, ότι, εν όψει των ως άνω παραδοχών, η εκ μέρους της αναιρεσείουσας άσκηση του δικαιώματός της προς αναγνώριση της ακυρότητας της άνω καταγγελίας και προς καταβολή των αξιουμένων με την αγωγή αποδοχών υπερημερίας και χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης της από αυτήν, υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (ΑΚ 281). Και, μετά παραδοχή στην ουσία των παραδεκτά προβληθέντων, αντιστοίχων, αυτοτελών ισχυρισμών της αναιρεσίβλητης, περί α) υπαίτιας πλημμελούς εκπλήρωσης από μέρους της αναιρεσείουσας των καθηκόντων της ως εργαζομένης, που συνιστά σπουδαίο λόγο καταγγελίας της συμβάσεως και β) της καταχρηστικής άσκησης της αγωγής όσον αφορά το αίτημα της κήρυξης της ακυρότητας της απόλυσης, και εν μέρει της έφεσης, εξαφάνισε στο σύνολό της (για την ενότητα της εκτέλεσης) την πρωτόδικη απόφαση, που είχε δεχθεί τα αντίθετα καθ όσον αφορά το κύρος της απόλυσης, και δικάζοντος την αγωγή δέχθηκε αυτή εν μέρει μόνο, κατά το κεφάλαιο των διαφορών αποδοχών. Ετσι που έκρινε το Εφετείο, διέλαβε στην απόφασή του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες.

Οπως προκύπτει από τα άρθρα 335, 338, 339, 340, 341 και 346 ΚΠολΔ, το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπ όψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Πάντως καμμιά διάταξη νόμου δεν επιβάλλει την ειδική αναφορά και την χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά. Η επιταγή του άρθρου 340 εδ. β ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία στην απόφαση πρέπει να αναφέρονται οι λόγοι που οδήγησαν το δικαστή να σχηματίσει την πεποίθησή του, δεν σημαίνει ότι αυτός υποχρεούται να επιβαλαμβάνεται ιδιαιτέρως και να αναλύει διεξοδικά τα αποδεικτικά μέσα που έχουν προσαχθεί από τους διαδίκους ή τα επιχειρήματα που έχουν προβάλει αυτοί. Εν προκειμένω, με τον πέμπτο, από τον αριθ. 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγο αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ή αιτίαση, ότι δεν έλαβεε υπ όψη αποδεικτικά μέσα (έγγραφα), τα οποία η αναιρεσείουσα επικαλέστηκε και νομίμως προσεκόμισε, προς απόδειξη του ουσιώδους αγωγικού ισχυρισμού της, ότι αυτή με συνέπεια εκπλήρωνε τα καθήκοντά της ως υπάλληλος και ουδείς σπουδαίος λόγος καταγγελίας της σύμβασης συνέτρεξε στην περίπτωσή της. (….). Ο εξεταζόμενος λόγος πρέπει ν απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, από την ρητή διαβεβαίωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία αναφέρεται ότι για να καταλήξει στο αποδεικτικό της πόρισμα συνεκτίμησε και “όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τα διάδικα μέρη έγγραφα”, σε συνδυασμό προς όλες τις υπόλοιπες αιτιολογίες της, κατά τις οποίες ο ειδικώς εκτιθέμενος τρόπος πλημμελούς εκπλήρωσης των καθηκόντων της ως υπαλλήλου και της εν γένει συμπεριφοράς της αναιρεσείουσας προς την εργοδότριά της, περί την έναρξη της εγκυμοσύνης της και την ασφάλιση του συζύγου της κ.λ.π., εκβιαστικής με την ψευδή, αρχικά, επίκληση εγκυμοσύνης της, προκειμέ-νου να επιτύχει την απόλυση και την λήψη της αποζημίωσης, την οποία ζήτησε με την ένδικη αγωγή αλλά μετά περιορισμό του αιτήματός της επέλεξε το αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας και διεκδίκησης μισθών υπερημερίας, γεγονότα τα οποία έκρινε σκόπιμο, εν όψει προσπάθειας συμβιβασμού κυρίως καθ όσον αφορά τις διεκδικούμενους διαφορές αποδοχών, να μην εκθέσει κατά την ως άνω συνάντησή τους στην Επιθεώρηση Εργασίας ο εκπρόσωπος της αναιρεσίβλητης, ο οποίος πάντως ρητώς επιφυλάχθηκε με τη δήλωση ότι “…. και η επιχείρηση έχει κάποια στοιχεία εις βάρος της”, προκύπτει αναμφίβολα ότι το Εφετείο έλαβε υπ όψη του και τα ανωτέρω έγγραφα.