Σ.τ.Ε. 1538/2001Πρόεδρος: Φ. ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ

Εισηγήτρια: Ε. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Δικηγόροι: Γ. ΒΑΜΒΑΚΙΔΗΣ, Χ. ΖΗΣΙΜΑΤΟΣ

Στο άρθρο 40 του νόμου 1642/1986 ορίζονται τα εξής: “1. Αν από τα βιβλία και στοιχεία του υπόχρεου στο φόρο προκύπτει ότι παρέλειψε να δηλώσει ή δήλωσε ανακριβώς τη φορολογητέα αξία που προκύπτει απ αυτά ή υπολόγισε εσφαλμένα τα ποσοστά ή τις εκπτώσεις, ο οικονομικός έφορος μπορεί να εκδώσει προσωρινή πράξη προσδιορισμού του φόρου για μία ή περισσότερες φορολογικές περιόδους ή και για ολόκληρη διαχειριστική περίοδο.

2. Η προσωρινή πράξη περιέχει τη φορολογητέα αξία που προκύπτει από τα βιβλία και στοιχεία του υπόχρεου, το φόρο που αναλογεί, τις εκπτώσεις του φόρου, καθώς και τον πρόσθετο φόρο.

3. Κατά της προσωρινής πράξης επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής, η οποία δεν αναστέλλει τη βεβαίωση και είσπραξη του φόρου. Οι δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται στις περιπτώσεις αυτές αποτελούν προσωρινό δεδικασμένο και δεν επηρεάζουν τα αποτελέσματα του τακτικού ελέγχου και την ενδεχόμενη κύρια δίκη.

4. Από το φόρο που βεβαιώνεται οριστικά αφαιρείται ο φόρος της προσωρινής πράξης”.

Επειδή, η έκδοση προσωρινής πράξεως προσδιορισμού του φόρου προστιθέμενης αξίας επιτρέπεται με βάση τις παρατιθέμενες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 40 του ν. 1642/1986, εφόσον η παράλειψη δηλώσεως της φορολογητέας αξίας ή η ανακρίβεια της δηλωθείσης αξίας ή ο εσφαλμένος υπολογισμός των ποσοστών ή εκπτώσεων προκύπτει από τα βιβλία ή τα στοιχεία του υπόχρεου στο φόρο, αποκλείεται δε η επέκταση του φορολογικού ελέγχου σε στοιχεία εκτός των βιβλίων και στοιχείων του υπόχρεου και η ως εκ τούτου, προσθήκη φορολογητέας αξίας που δεν προκύπτει από τα βιβλία και στοιχεία αυτού. Στα πλαίσια του ανωτέρω ελέγχου των δεδομένων των βιβλίων και στοιχείων δεν αποκλείεται ο έλεγχος της γνησιότητας και του αληθούς εν γένει της συναλλαγής (εν όλων ή εν μέρει), για την οποία φέρονται ότι εκδόθηκαν τα τιμολόγια ή άλλων στοιχεία, με βάση τα οποία η ελεγχόμενη επιχείρηση προέβη σε έκπτωση φόρου εισροών, όταν μάλιστα με βάση αυτά έτυχε επιστροφής φόρου, αν είτε λόγω του εμφανούς της μη γνησιότητας ή του μη αληθούς της συναλλαγής είτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο, όπως οι πληροφορίες του ελέγχου ή τα πορίσματα ελέγχου σε τρίτη επιχείρηση, ο έλεγχος αχθεί αιτιολογημένα στο συμπέρασμα ότι τα στοιχεία αυτά δεν ανταποκρίνοντα σε συναλλαγές (εν όλω ή εν μέρει), γιατί και στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για φορολογικό έλεγχο προς εξακρίβωση φορολογητέας αξίας πέραν αυτής που προκύπτει από τα βιβλία και στοιχεία του υπόχρεου στο φόρο, αλλά για έλεγχο προς εξακρίβωση της γνησιότητας και εν γένει της ακρίβειας της δηλώσεως που έχει υποβληθεί στη φορολογική αρχή ως προς τις εισροές και τα στοιχεία που τις δικαιολογούν, δηλαδή τα τιμολόγια ή άλλα στοιχεία που ο υπόχρεος έχει λάβει από τρίτες επιχειρήσεις, όπως αυτά έχουν καταχωριθεί στα βιβλία της επιχειρήσεώς του.

Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως εκτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, από τον προσωρινό έλεγχο που έγινε στην αναιρεσίβλητη εταιρεία, η οποία εδρεύει στο Μαυροβούνι Σκύδας του Νομού Πέλλας και έχει ως αντικείμενο εργασιών την κονσερβοποίηση και εμπορία αγροτικών προϊόντων, διαπιστώθηκε ότι αυτή έλαβε και καταχώρισε στα βιβλία της το υπ αριθ. 22/2.11.987 τιμολόγιο πωλήσεως – δελτίο αποστολής που είχε εκδώσει ο Κωνσταντίνος Σιδερίδης (έμπορος παλαιών σιδήρων και μετάλλων – Μονόλοφος Θεσσαλονίκης) για την πώληση σ αυτήν εμπορευμάτων αξίας 4.904. 000 δραχμών, πλέον Φ.Π.Α. 882.720 δραχμών, ότι η εν λόγω συναλλαγή ήταν εικονική και η αναιρεσίβλητη αύξησε εικονικά τις εισροές του Φ.Π.Α. κατά το παραπάνω ποσό των 4.904. 000 δραχμών και ότι η ίδια, υποβάλλοντας στη συνέχεια ανακριβή φορολογική δήλωση για την αντίστοιχη φορολογική περίοδο (1.1 – 31.12.1987), πέτυχε να της επιστραφεί ως πιστωτικό υπόλοιπο το 90% του πιο πάνω ποσού (δηλαδή 882.720 επί 90% ίσον 794.448 δραχμές), κατ εφαρμογήν της προαναφερθείσης υπ αριθ. Π. 5514/3610/14.8.1987 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών. Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές η επιπλέον διαφορά καταλογίστηκε στην αναιρεσίβλητη εταιρεία στο πενταπλάσιο με την ένδικη προσωρινή πράξη, κατ εφαρμογήν της ίδιας υπουργικής αποφάσεως. Το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι εφόσον η εικονικότητα του τιμολογίου πωλήσεως – δελτίο αποστολής δεν διαπιστώθηκε ύστερα από έλεγχο στα βιβλία και στοιχεία της αναιρεσίβλητης εταιρείας, αλλά ύστερα από έλεγχο που διενήργησαν όργανα του Παραρτήματος ΥΠΕΔΑ Θεσσαλονίκης και τη διαπίστωση των οργάνων αυτών ότι ο φερόμενος ως εκδότης του εν λόγω τιμολογίου πωλήσεως – δελτίου αποστολής είχε αποβιώσει στις 31.7.1987, δηλαδή πριν από την έκδοση του στοιχείου αυτού, η ένδικη προσωρινή πράξη καταλογισμού φόρου προστιθέμενης αξίας ήταν νομικώς πλημμελής διότι η αποδιδόμενη εικονικότητα του τιμολογίου πωλήσεως – δελτίου αποστολής δεν προέκυπτε αποκλειστικά και μόνον από τα δεδομένα των βιβλίων και στοιχείων της αναιρεσίβλητης εταιρείας, αλλά ύστερα από έλεγχο που διενήργησε άλλη οικονομική υπηρεσία στην επιχείρηση τρίτου. Η κρίση αυτή δεν είναι νόμιμη διότι, κατά τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη, δεν πρόκειται στην κρινόμενη περίπτωση για φορολογικό έλεγχο προς εξακρίβωση φορολογητέας αξίας πέραν αυτής που προέκυπτε από τα βιβλία και στοιχεία της αναιρεσίβλητης εταιρείας, αλλά για έλεγχο προς εξακρίβωση της γνησιότητας και εν γένει της ακρίβειας της δηλώσεως που έχει υποβληθεί στη φορολογική αρχή, δηλαδή ως προς το αν το εν λόγω τιμολόγιο πωλήσεως – δελτίο αποστολής που η αναιρεσίβλητη εταιρεία φέρεται ότι είχε λάβει από τον Κωνσταντίνου Σιδερίδη, το οποίο είχε καταχωρισθεί στα βιβλία της και με βάση το οποίο αυτή αύξησε τις εισροές του φόρου προστιθέμενης αξίας, αντιπροσώπευε αληθή συναλλαγή και ήταν γνήσιο. Για το λόγο αυτό βασίμως προβαλόμενο με την κρινόμενη αίτηση, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, η δε υπόθεση που χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.