Σ.τ.Ε. 3984/2000 (7μελούς)Πρόεδρος: Φ. ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ

Εισηγητής: Σ. ΜΑΡΚΑΤΗΣ

Δικηγόροι: Α. ΚΟΥΤΣΟΛΑΜΠΡΟΣ,

ΣΤ. ΔΕΤΣΗΣ

4. Επειδή, κατά την περίπτωση ε του άρθρου 4 του Ν.Δ. 3843/1958 (Α 148), αντικείμενο του φόρου εισοδήματος είναι “επί ημεδαπών, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρος, νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, το προκύπτον εν τη ημεδαπή ή εν τη αλλοδαπή καθαρόν εισόδημα μόνον εκ της εκμισθώσεως οικοδομών ή γαιών ως και εκ κινητών αξιών. Δεν αποτελούν αντικείμενον φορολογίας τα λοιπά εισοδήματα των ανωτέρω νομικών προσώπων, ως και τα πάσης φύσεως έτερα έσοδα τούτων τα πραγματοποιούμενα εν τη επιδιώξει της εκπληρώσεως του σκοπού αυτών, κατά δε το άρθρο 25 παρ. 1 του ΝΔ 3323/1955 (Α 214). “εισόδημα εκ αξιών είναι το καθ έκαστον οικονομικόν έτος κτώμενον τοιούτον υπό παντός δικαιούχου αυτών, το προκύπτον: α) …. β)…. γ) εκ τόκων παντός τίτλου εντόκου της μετρητοίς καταθέσεως ή εγγυήσεως, ως και παντός τίτλου χρεωστικού επί υποθήκη, ενεχύρω ή ου, εκ των μη περιλαμβανομένων εις τας προηγούμενας περιπτώσεως α και β ”. Εξάλλου, κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 7 της αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης 4215/1951 “Περί εγκρίσεως του Οργανισμού του Ταμείου Ασφαλίσεως Συμβολαιογράφων” (Β 132), εκδοθείσης κατ εξουσιοδότηση του άρθρου 8 παρ. 1 του Α.Ν. 879/1937 “Περί ιδρύσεως Ταμείου Ασφαλίσεως Συμβολαιογράφων”, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 της κοινής αποφάσεως των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών 24278/ 12657/23.3.1954 (Β 105), “δια πάσαν παράλειψιν ή καθυστέρησιν πέραν του μηνός καταβολής των εν γένει πόρων του Ταμείου υπό των ασφαλισμένων, υπολογίζεται και νόμιμος τόκος”. Τέλος, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 3 του Ν.Δ. 3762/1957 (Α 194), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 21 παρ. 3 του Ν. 1902/1990 (Α 138), οι υπέρ των οργανισμών κοινωνικών ασφαλίσεων, αρμοδιότητος Υπουργείου (τότε) Εργασίας, ασφαλιστικές εισφορές, οι αναγόμενες σε χρόνο από 1.4.1957 και εφεξής, “επιβαρύνονται εν περιπτώσει καθυστερήσεως των πέραν της λήξεως της υπό των οικείων διατάξεων εκάστου Ορ-γανισμού προβλεπομένης εκάστοτε προθεσμίας καταβολής των διά τέλους 1% δι έκαστον 10ήμερον καθυστερήσεως, υπολογιζόμενον από της πρώτης ημέρας εκάστου δεκαημέρου. Εν ουδεμία πάντως περιπτώσει το σύνολον της επιβαρύνσεως εκ του ανωτέρω προσθέτου τέλους δύναται να υπερβή τα 50% του ποσού της κυρίας εκ καθυστερουμένων εισφορών οφειλής. Τα παραπάνω ποσοστά πρόσθετου τέλους αναπροσαρμόζονται σε 5% για το πρώτο δεκαήμερο καθυστέρησης και στη συνέχεια, για περαιτέρω καθυστέρηση, 1% επιπλέον για κάθε 11η και 21η ημέρα του πρώτου μήνα και για κάθε 1η, 11η και 21η ημέρα των επόμενων μηνών και μέχρι 120% κατ ανώτατο όριο συνολικά. Στη ρύθμιση αυτήν υπάγονται όλες οι οφειλόμενες εισφορές, ανεξάρτητα από τις μισθολογικές περιόδους στις οποίες αναφέρονται.

Στις οφειλές αυτές συμπεριλαμβάνονται και όσες έχουν επιβαρυνθεί ήδη με το προϊσχύον ανώτατο όριο πρόσθετου τέλους 75%.

5. Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 25 παρ. 1 περ. γ του Ν.Δ. 3323/ 1955 οι τόκοι αποτελούν εισόδημα εκ κινητών αξιών από οποιαδήποτε αιτία και αν απορρέουν και, επομένως, υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος, όχι μόνον οι τόκοι που προκύπτουν από δανειακές συμβάσεις, αλλά και οι τόκοι υπερημερίας. Εξάλλου, οι ασφαλιστικές εισφορές ασφαλισμένων και εργοδοτών, επιβαλλόμενες από τον νόμο χάριν των σκοπών της κοινωνικής ασφαλίσεως και μη υποκείμενες, κατά το άρθρο 4 περ. ε του Ν.Δ. 3843/ 1958, σε φόρο εισοδήματος αποτελούν κοινωνικούς πόρους των ασφαλιστικών οργανισμών. Την ίδια, δε, φύση έχουν και οι επίσης από τον νόμο επιβαλλόμενες προσαυξήσεις των ασφαλιστικών εισφορών στις περιπτώσεις της μη εμπροθέσμου εξοφλήσεως των τελευταίων, είτε το ύψος των προσαυξήσεων αυτών καθορίζεται αυτοτελώς στον νόμο, είτε δια παραπομπής στον εκάστοτε ισχύοντα νόμιμο τόκο. Εν όψει δε της φύσεως και των κριτηρίων επιβολής τους οι προσαυξήσεις των ασφαλιστικών εισφορών, αδιαφόρως του τρόπου καθορισμού του ύψους τους, δεν αποτελούν τόκους και δεν υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος εκ κινητών αξιών κατά το άρθρο 4 περ. ε του Ν.Δ. 3843/1958.

6. Επειδή, στην προκειμέβνη περίπτωση, κατά τα εκτιθέμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση, το αναιρεσείον Ταμείο, στην υποβληθείσα στην Δ.Ο.Υ. Α Αθηνών στις 4.3.1991 δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 1991, περιέλαβε, μεταξύ άλλων εισοδημάτων, ποσό 21.618.132 δραχμών εκ τόκων υπερημερίας από την εκπρόθεσμη καταβολή των εισφορών των ασφαλισμένων σ αυτό συμβολαιογράφων υπό την επιφύλαξη ότι τέτοιοι “τόκοι” δεν υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος. Εν συνεχεία, με την υπ αριθ. 5464/30.4.1991 αίτηση του προς την ίδια Δημόσια Οικονομική Υπηρε-σία, συνυποβληθείσα με την υπό την ίδια ημερομηνία τροποποιητική ως προς το κεφάλαιο των τόκων δήλωση, εζήτησε την επιστροφή του αναλογούντος στο ποσό αυτό φόρου ύψους 5.750.422 δραχμών ως αχρεωστήτως καταβληθέντος. Τόσο η επιφύλαξη, όσο και η μεταγενέστερη ως άνω, αίτηση απερρίφθησαν με την υπ αριθ. 9007/4.7.1991 αρνητική απάντηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Α Αθηνών, η απόρριψη δε αυτή της επιφυλάξεως και του αιτήματος περί επιστροφής φόρου του αναιρεσείοντος Ταμείου κρίθηκε νόμιμη από το διοικητικό εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση και με την αιτιολογία ότι οι τόκοι υπερημερίας που εισπράττουν οι ασφαλιστικοί οργανισμοί λόγω εκπροθέσμου εξοφλήσεως των προς αυτούς ασφαλιστικών εισφορών, άρα και οι τόκοι τους οποίους εισπράττει το αναιρεσείον Ταμείο βάσει του άρθρου 7 παρ. 4 του Οργανισμού του, δεν αποτελούν, όπως τα κατ άρθρο 3 παρ. 1 Ν.Δ. 3762/1957 πρόσθετα τέλη, κοινωνικούς πόρους των ασφαλιστικών οργανισμών λόγω της διαφοράς της φύσεως και των κριτηρίων επιβολής τους, αλλ εισόδημα εκ κινητών αξιών υποκείμενο σε φόρο. Η κρίση αυτή του διοικητικού εφετείου δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη διότι, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, και οι επί τη βάσει του άρθρου 7 παρ. 4 του Οργανισμού του αναιρεσείοντος Ταμείου εισπραττόμενοι τόκοι αποτελούν προσαυξήσεις των ασφαλιστικών εισφορών της ίδιας με αυτές φύσεως και, επομένως, ως κοινωνικοί πόροι δεν υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος εκ κινητών αξιών. Συνεπώς, για τον λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, περιττής δε καθισταμένης της εξετάσεως άλλου λόγου αναιρέσεως, η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.