Σ.τ.Ε. 4425/2001Πρόεδρος: Φ. ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ
Εισηγητής: Ν. ΣΚΛΙΑΣ
Δικηγόροι: ΑΘ. ΤΣΙΟΚΑΝΗΣ,
ΚΩΝ. ΚΑΡΛΗΣ
2. Επειδή, στην παράγραφο 1 του άρθρου 65 του Κώδικα των νόμων περί τελών χαρτοσήμου π.δ. 28.7.1931 (Α 239), ορίζεται ότι “επί των εις το τέλος του χαρτοσήμου αναγομένων παραβάσεων …. αποφαίνεται πάντοτε ο οικονομικός έφορος καταλογίζων διά πράξεως του εις βάρος του παραβάτου το νόμιμον τέλος και το πρόστιμον”.
Περαιτέρω, στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 6 του άρθρου 20 του ν. 1473/1984 (Α 127), ορίζεται ότι “στην πράξη της παραγράφου 1, η οποία μπορεί να εκδίδεται και για περισσότερα από ένα (1) έτη αναγράφονται τα ποσά του κύριου τέλους και του προστίμου ….”. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι ο νόμος παρέχει στη φορολογική αρχή τη δυνατότητα να εκδίδει μία πράξη καταλογισμού τελών χαρτοσήμου για περισσότερα από ένα έτη, όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση του ν. 1473/1984, η ρύθμιση επιβάλλεται “λόγω ύπαρξης αντιφατικών αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων ως προς το θέμα του τρόπου έκδοσης των πράξεων καταλογισμού τελών χαρτοσήμου. Επομένως όταν εκδίδεται μία μόνο πράξη της φορολογικής αρχής με την οποία καταλογίζεται τέλος χαρτοσήμου για περισσότερα από ένα έτη, πρόκειται για μία μόνο και ενιαία πράξη επιβολής τελών χαρτοσήμου, μη αναλυόμενη σε τόσες πράξεις όσα και τα έτη που περιέχει, ώστε να τίθεται θέμα συνάφειάς τους, κατά το άρθρο 28 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας, ασκείται δε κατ αυτής παραδεκτώς μία μόνο προσφυγή και όχι τόσες προσφυγές όσα τα έτη που περιέχει.
3. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν τα εξής: Με την ένδικη πράξη του Προϊσταμένου της ΔΟΥ ΦΑΒΕ Αθηνών επιβλήθηκε σε βάρος της αναιρεσίβλητης εταιρείας τέλος χαρτοσήμου επί εγγυοδοσιών συσκευασίας για τα έτη (χρήσεις) 1982 μέχρι και 1986. Το διοικητικό πρωτοδικείο, αφού έκρινε τυπικά δεκτή την προσφυγή της αναιρεσίβλητης κατά της παραπάνω πράξεως μόνο ως προς το προτασσόμενο έτος (διαχειριστική περίοδο) 1982, την απέρριψε ως απαράδεκτη κατά το μέρος που αφορούσε τα υπόλοιπα έτη (1983 – 1986), με την αιτιολογία ότι δεν υπάρχει συνάφεια ως προς αυτά. Ακολούθως, δέχθηκε και κατ ουσίαν την προσφυγή ως προς το πρώτο έτος και ακύρωσε την πράξη αυτή ως προς το έτος αυτό.
Το διοικητικό εφετείο, επί εφέσει της αναιρεσίβλητης, έκρινε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ότι όχι νόμιμα απορρίφθηκε “ως τυπικά απαράδεκτη η προσφυγή της εκκαλούσας εταιρείας κατά το μέρος που αφορούσε τις υπόλοιπες πλην της πρώτης διαχειριστικής περιόδου για τις οποίες καταλογίζονταν τέλη χαρτοσήμου στην εταιρεία με την πράξη αυτή, ενώ έγινε τυπικά δεκτή η προσφυγή αυτή μόνο ως προς την πρώτη περίοδο, αφού …. η πράξη αυτή ήταν ενιαία και μπορούσε να προσβληθεί με μία προσφυγή στο σύνολό της”. Κατόπιν αυτού το διοικητικό εφετείο, δεχόμενο την έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση (8463/1985) κατά το μέρος που είχε απορρίψει ως απαράδεκτη – ελλείψει συναφείας – την προσφυγή της αναιρεσίβλητης και δικάζοντος περαιτέρω την υπόθεση δέχθηκε την προσφυγή ως βάσιμη και ακύρωσε στο σύνολό της την πιο πάνω ένδικη πράξη της φορολογικής αρχής υπ αριθ. 196/1991. Η κρίση αυτή του διοικητικού εφετείου είναι, κατά τα προεκτεθέντα, νόμιμη ο δε λόγος αναίρεσης του Δημοσίου που υποστηρίζει το αντίθετο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
4. Επειδή, εν όψει της σπουδαιότητας του ζητήματος αυτού και της αντίθετης νομολογίας του τμήματος (Σ.τ.Ε. 1951, 2/1999, το Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει κατ άρθρο 14 παρ. 5 εδ. β του π. δ/τος 18/1989 (Α 8) να παραπεμφθεί στο ίδιο τμήμα με επταμελή σύνθεση προς επίλυση του ζητήματος αυτού και περαιτέρω εκδίκαση της υποθέσεως, να οριστεί δε Εισηγητής ο Σύμβουλος Ν. Σκλίας.