ΧΡΟΝΟΣ ΠΑΥΣΕΩΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΑΥΞΗΣΕΩΝ ΕΚΠΡΟΘΕΣΜΗΣ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ

Χρόνος παύσεως των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, επί απαιτήσεων του Δημοσίου που εισπράττονται από πλειστηρίασμα, σε εκτέλεση πίνακα κατάταξης δανειστών. Εκτελεστότητα του πίνακα κατάταξης στην αναγκαστική και τη διοικητική εκτέλεση υπό το πρίσμα των διατάξεων του ν.δ. 356/74 (ΚΕΔΕ), του Κ. Πολ. Δ., καθώς και του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν.2717/99).

(Α.Υ.Ο. 1053653/3181/Α/0016/ΠΟΛ. 1382/18.12.2001)Σχετικά με το πιο πάνω θέμα, σας κοινοποιούμε την 354/2001 γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Ν.Σ.Κ., της οποίας έγινε αποδεκτή από τον Υφυπουργό Οικονομικών η άποψη της πλειοψηφίας, για να λάβετε γνώση.

Με τη γνωμοδότηση αυτή έγιναν δεκτά τα εξής:

Οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, επί απαιτήσεων του Δημοσίου που εισπράττονται από πλειστηρίασμα σε εκτέλεση πίνακα κατάταξης δανειστών, συνταγέντος είτε στα πλαίσια της αναγκαστικής είτε στα πλαίσια της διοικητικής εκτέλεσης, παύουν με την τελεσιδικία (εκτελεστότητα) αυτού.

Ως προς την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης δανειστών, επισημαίνονται τα παρακάτω

Α. Στις περιπτώσεις που συντάσσονται πίνακες κατάταξης στα πλαίσια:

1) της αναγκαστικής εκτέλεσης, ενεργούμενης επισπεύσει ιδιώτη ή ν.π. ι.δ. βάσει τίτλου με υποκείμενη σχέση ιδιωτικού δικαίου.

2) της διοικητικής εκτέλεσης, ενεργούμενης επισπεύσει του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ:

α)βάσει τίτλου του άρθρου 2 παρ.2 του ΚΕΔΕ με υποκείμενη σχέση ιδιωτικού δικαίου ή

β)βάσει τίτλου που στηρίζεται σε υποκείμενες ετεροειδείς σχέσεις (δηλ. σε σχέσεις δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου) με ποσοστικώς υπερτερούσες στο εν λόγω τίτλο απαιτήσεις προερχόμενες από έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου, ισχύουν τα εξής:

Οι διαφορές από την εκτέλεση, συμπεριλαμβανομένων και των διαφορών από τον πίνακα κατάταξης που αφορούν την κατάταξη του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. ως αναγγελθέντων δανειστών , ανεξαρτήτως της φύσεως της αναγγελθείσας απαίτησής τους (ιδιωτικού ή δημοσίου χαρακτήρα), υπάγονται στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων.

Η τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης, υπό την έννοια της εκτελεστότητας αυτού, επέρχεται είτε με την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας για άσκηση ανακοπής κατ’ αυτού (αρθρ.979 παρ.2 Κ. Πολ. Δ., άρθρ.58 παρ.2-3 και 89 ΚΕΔΕ) είτε, εφόσον ασκηθεί ανακοπή, με την τελεσίδικη κατά τις διατάξεις του Κ.Πολ.Δ. απόρριψη αυτής.

Επί ασκηθείσας ανακοπής, η εκτέλεση του πίνακα αναστέλλεται μόνο ως προς τις απαιτήσεις των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη και μόνο ως προς το αμφισβητούμενο μέρος των απαιτήσεων αυτών, το οποίο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβεί εκείνο στο οποίο ο ανακόπτων επιδιώκει τη δική του κατάταξη.

Τυχόν ασκηθείσα κατά του πίνακα κατάταξης ανακοπή του καθού η εκτέλεση οφειλέτη, δεν αναστέλλει την εκτέλεση του πίνακα, η οποία μπορεί να επιτευχθεί μόνο κατόπιν αιτήσεως αναστολής κατ’ άρθρο 938 Κ. Πολ.Δ.

Β. Στις περιπτώσεις που συντάσσονται πίνακες κατάταξης στα πλαίσια της διοικητικής εκτέλεσης, ενεργούμενης επισπεύσει του Δημοσίου ή ν.π. δ.δ. κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ:

α) βάσει τίτλου του άρθρου 2 παρ.2 του ΚΕΔΕ με υποκείμενη σχέση δημοσίου δικαίου ή

β) βάσει τίτλου που στηρίζεται σε υποκείμενες ετεροειδείς σχέσεις, με ποσοτικώς υπερτερούσες στον τίτλο απαιτήσεις προερχόμενες από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, ισχύουν τα εξής:

Οι διαφορές από την εκτέλεση, συμπεριλαμβανομένων και των διαφορών από τον πίνακα κατάταξης που αφορούν την κατάταξη οποιουδήποτε ως αναγγελθέντος δανειστή, ασχέτως της φύσεως της αναγγελθείσας απαίτησής του, υπάγονται στην αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων.

Η προθεσμία για την άσκηση ανακοπής και η άσκηση αυτής δεν αναστέλλουν την εκτέλεση (άρθρο 228 παρ.1 Κ.Δ.Δ.) και ως εκ τούτου ο πίνακας είναι άμεσα εκτελεστός.

Εν προκειμένω, μπορεί να χορηγηθεί αναστολή εκτέλεσης του πίνακα, η οποία επιτυγχάνεται με την άσκηση αίτησης αναστολής αυτού (αναστολή χορηγούμενη με προσωρινή διαταγή αναστολής ή και με την εκδιδομένη δικαστική απόφαση κατ’ άρθρα 204 παρ.3 – όπως αντικαταστάθηκε και ισχύει από 29-5-2001 με το άρθρο 29 παρ.2 του ν.2915/2001-205 και 228 Κ.Δ.Δ.), η οποία όμως δεν απαλλάσσει το χρέος από τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής που αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα που διήρκησε (σχετ. η 426/2000 γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Ν.Σ.Κ. που κοινοποιήθηκε με το 1065136/4186-11/ 0016/14-5-2001-ΠΟΛ.1140/2001). Η έκταση της χορηγούμενης κατά τα ανωτέρω αναστολής εκτέλεσης του πίνακα (ολικής ή μερικής), προσδιορίζεται από την κατά περίπτωση πράξη ή απόφαση του δικαστηρίου.

Γ. Σε περίπτωση κατά την οποία η ανακοπή κατά του πίνακα ασκηθεί σε δικαστήριο που στερείται δικαιοδοσίας, η εκτελεστότητα του πίνακα θα κριθεί με βάση τις διατάξεις που διέπουν την άσκηση και εκδίκαση της ανακοπής και την τελεσιδικία του πίνακα, από το δικαστήριο ενώπιον του οποίου έχει ασκηθεί, έστω και εσφαλμένως και όχι εκείνο, ενώπιον του οποίου έπρεπε να ασκηθεί.

Επιπροσθέτως το Δημόσιο, είτε ως επισπεύδων τον πλειστηριασμό δανειστής, είτε ως αναγγελλόμενος σ’ αυτόν, ενδέχεται να κάνει χρήση της δυνατότητας που του παρέχει η διάταξη του άρθρου 58 παρ.3 εδ.β του ΚΕΔΕ και να ζητήσει ανά πάσα στιγμή, από το δικαστήριο την καταβολή του ποσού στο οποίο κατατάχθηκε. Στην περίπτωση αυτή οι προσαυξήσεις παύουν από και δια της εκδόσεως της σχετικής δικαστικής απόφασης.

Η άρνηση ή καθυστέρησή του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου να εκδώσει εξοφλητική απόδειξη και σχετική εντολή πληρωμής προς το Τ.Π. & Δανείων, ενδεχομένως να στοιχειοθετεί αστική, ποινική ή και πειθαρχική ευθύνη αυτού, δεν αποτελεί όμως λόγο επιβολής προσαυξήσεων για το μεταγενέστερο της εκτελεστότητας του πίνακα χρόνο, προς τον οποίο και μόνο συναρτάται η παύση των προσαυξήσεων .

Μετά την τελεσιδικία του πίνακα, το χρόνο της οποίας δύναται και οφείλει να λάβει γνώση ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ., οφείλει να μεριμνήσει για την είσπραξη του ποσού για το οποίο κατετάγη το Δημόσιο, οχλώντας τον υπάλληλο του πλειστηριασμού για την έκδοση της εξοφλητικής απόδειξης και της εντολής πληρωμής.

Επισυνάπτεται το κείμενο της 354/ 2001 γνωμοδότησης της ολομέλειας του Ν.Σ.Κ.

ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Αριθμός Γνωμοδοτήσεως 354/2001

Συνεδρίαση της 18ης Μαΐου 2001

Αριθμός Ερωτήματος: 1016439/ 944/0016/14 Μαρτίου 2001 Υπουργεί-ου Οικονομικών (Γενική Δν/ση Φορολογίας/Δνση 16η (Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων) Τμήματα Β΄-Α΄).

Περίληψη Ερωτήματος: Χρόνος παύσεως προσαυξήσεων εκπροθέσμου καταβολής επί απαιτήσεων του Δημοσίου εισπραττομένων εκ του πλειστηριάσματος και σε εκτέλεση πίνακα κατατάξεως δανειστών, συνταγέντος είτε στα πλαίσια διοικητικής, είτε στα πλαίσια αναγκαστικής εκτελέσεως. Εκτελεστότητα του πίνακα κατατάξεως δανειστών στη διοικητική και την αναγκαστική εκτέλεση, υπό το πρίσμα των διατάξεων του ν.δ. 356/1974 (ΚΕΔΕ), του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999).

Επί των ανωτέρω ερωτημάτων η Ολομέλεια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους εγνωμοδότησε ως εξής :

1.1. Κατά το άρθρο 1§1 του ν.δ. 356/ 1974 (ΚΕΔΕ) – ΦΕΚ Α΄ 90), η είσπραξη των εκ πάσης αιτίας δημοσίων εσόδων ενεργείται κατά τις διατάξεις του εν λόγω ν. δ/τος. Στο άρθρο 5 του ίδιου ν.δ/τος, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50§1 του ν. 1591/1986 (ΦΕΚ Α΄ 50), προσδιορίζεται επακριβώς, για κάθε επιμέρους κατηγορία εσόδων, ο χρόνος κατά τον οποίο καθίστανται ληξιπρόθεσμα τα υπό στενή έννοια (“ταμειακώς”) βεβαιωμένα πάσης φύσεως χρέη προς το Δημόσιο και στο άρθρο 6 αυτού προβλέπονται προσαυξήσεις σε βάρος του οφειλέτη για την περίπτωση της υπ’ αυτού εκπρόθεσμης εξοφλήσεως οιασδήποτε φύσεως βεβαιουμένου χρέους του προς το Δημόσιο και προσδιορίζεται επακριβώς το χρονικό σημείο από το οποίο αρχίζουν να τρέχουν οι προσαυξήσεις, που εναρμονίζεται πλήρως με το ληξιπρόθεσμο των χρεών κατά το προηγούμενο άρθρο 5. Ειδικότερα, το άρθρο 6 ορίζει στην παράγραφο 1 εδ. α΄, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 28§1 του ν. 1882/1990 (ΦΕΚ Α΄ 43), ότι «Από την πρώτη εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του μήνα που ακολουθεί μετά τη λήξη της προθεσμίας κατά την οποία, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, γίνονται ληξιπρόθεσμα τα χρέη προς το Δημόσιο, επιβάλλονται σ’ αυτά προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής και στην παράγραφο 2 ότι «Κατά την εκάστοτε είσπραξιν των δημοσίων εσόδων εισπράττεται υποχρεωτικώς και η επί του καταβαλλομένου ποσού της οφειλής αναλογούσα προσαύξησης λόγω εκπροθέσμου καταβολής. Το ίδιο ως άνω άρθρο 6 ορίζει επίσης, στην παράγραφο 1 αυτού, το ποσοστό της προσαυξήσεως κατά κατηγορία εσόδων και το χρονικό διάστημα στο οποίο αυτό αναφέρεται, το ανώτατο ποσοστό στο οποίο μπορεί να ανέλθει η προσαύξηση κατά περίπτωση και στην παράγραφο 4 (πρώην § 6, η οποία αναριθμήθηκε σε § 4 με το άρθρο 22 § 2 του ν. 2523/1997), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με τα άρθρα 23 του ν. 2648/1998 (ΦΕΚ Α΄ 238) και 17§§ 4 και 5 του ν. 2753/1999 (ΦΕΚ Α΄ 248), προβλέπει την ολική ή μερική απαλλαγή του οφειλέτη από τις προσαυξήσεις «….. εφόσον η μη καταβολή οφείλεται σε μη αποστολή της ειδοποίησης της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος”, εκτός εάν « . . .ο υπόχρεος έχει λάβει γνώση ενυπόγραφα για τον τρόπο καταβολής της οφειλής….”, οπότε “η αίτησή του είναι απαράδεκτη”. Τέλος κατά την παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου 6 του ΚΕΔΕ (πρώην § 8, η οποία αναριθμήθηκε σε § 6 με το άρθρο 22§2 του ν. 2523/ 1997), «Αναστολαί καταβολής χρεών προς το Δημόσιον και των μετά τούτων συνεισπραττομένων, αναστολαί λήψεως αναγκαστικών μέτρων, ως και διευκολύνσεις τμηματικής καταβολής παρεχόμεναι υπό των αρμοδίων κατά νόμον οργάνων ή δικαστηρίων, δεν απαλλάσσουν τα χρέη εκ προσαυξήσεων εκπροθέσμου καταβολής καθ’ ων χρόνον διαρκεί η παρασχεθείσα αναστολή ή η διευκόλυνσης».

2. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, ανεξαρτήτως της αιτίας της κυρίας οφειλής, η, κατ’ άρθρον 6§1 του ν.δ. 356/197 4 προσαύξηση δεν συνιστά καταλογισμό φορολογικού βάρους, αλλά αποτελεί κύρωση επιβαλλόμενη σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης εξοφλήσεως οποιασδήποτε φύσεως βεβαιωμένου χρέους προς το Δημόσιο, μη συναρτώ μέλη με υπαιτιότητα του οφειλέτη και συνεισπραττόμενη με την κύρια οφειλή (ΣτΕ 706/2000 ΔΔ 12.1130, 1194/1996 ΔΦΝ 1996, σελ. 1288, 1579/1996, 2925/ 1995 ΔΔ 1996, σελ. 1281, 2734/ 1993, 473/ 1989 (Ολ) ΔΔ 1989, σελ. 900, 953/ 1989 ΔΦΝ 1989, σελ. 248), άνευ ανάγκης αυτοτελούς βεβαιώσεως (ΑΠ 802/1978 ΑρχΝ 27.268).

Υπό τα δεδομένα ταύτα, οι προσαυξήσεις εκπροθέσμου καταβολής παύουν από και δια της συνδρομής κάποιου νομίμου λόγου αποσβέσεως της απαιτήσεως του Δημοσίου (βασικής οφειλής), τον οποία, πλην άλλων, μη εν προκειμένω ενδιαφερόντων, συνιστά η καταβολή της βασικής οφειλής (416 ΑΚ) και η δημόσια κατάθεση (431, 432 ΑΚ). Προκειμένου, όμως, περί πλειστηριάσματος διανεμητέου επί τη βάσει συνταχθέντος πίνακα κατατάξεως δανειστών, μόνη η κατάταξη των δανειστών δεν επιφέρει απόσβεση της απαιτήσεως, δεδομένου ότι η κατάταξη δεν συνιστά καταβολή. Επομένως, ερευνητέον είναι το ζήτημα εάν και από ποίου χρονικού σημείου η επιβαλλομένη εκ της διατάξεως του άρθρου 965 § 3 του ΚΠολΔ δημόσια κατάθεση του πλειστηριάσματος υπέρ των δανειστών στο ΤΠ&Δ, επιφέρει απόσβεση της απαιτήσεως. Το ζήτημα τούτο ερευνάται κατωτέρω και αποτελεί συνάρτηση του χρονικού σημείου από του οποίου οι κείμενες διατάξεις επιτρέπουν στην καταταγέντα δανειστή να απαιτήσει το ποσό για το οποίο κατετάγη, από την Αρχή στην οποία έγινε η κατάθεση του πλειστηριάσματος.

ΙΙ. 1. Η διαδικασία της διοικητικής εκτελέσεως προς τον σκοπό εισπράξεως των εκ πάσης αιτίας δημοσίων εσόδων διέπεται από τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 (ΚΕΔΕ), η δε διαδικασία της εκτελέσεως προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων ιδιωτών ή ν. π.ι.δ. διέπεται από τις περί αναγκαστικής εκτελέσεως διατάξεις του ΚΠολΔ (904 επ.). Στο άρθρο 57 του ν.δ. 356/ 1974 (ΚΕΔΕ) ρυθμίζεται, δια παραπομπής στις οικείες διατάξεις του ΚΠο-λΔ, λαμβανομένων υπόψη και των οριζομένων στο άρθρο 61 του ίδιου ν. δ/τος ως προς την κατάταξη του Δημοσίου, ο τρόπος και η έκταση ικανοποιήσεως των δανειστών στον κατά την διοικητική εκτέλεση, συμφώνως προς τις διατάξεις του αυτού ν.δ/τος, διενεργούμενο πλειστηριασμό, στο δε άρθρο 58 του ν.δ/τος τούτου προβλέπεται και ρυθμίζεται ειδικότερα η άσκηση ανακοπής κατά του πίνακα κατατάξεως των δανειστών, του συντασσομένου κατά τον εν λόγω πλειστηριασμό. Τέλος, στα άρθρα 974-978, 979, 980, 933 επ. και 1006 § 3 του ΚΠολΔ ρυθμίζονται ο τρόπος και η έκταση ικανοποιήσεως των δανειστών και η άσκηση ανακοπής κατά του πίνακα κατατάξεως, του συντασσομένου σε πλειστηριασμό διενεργούμενο κατά την διαδικασία της συμφώνως προς τις διατάξεις του εν λόγω Κώδικα πραγματοποιούμενης αναγκαστικής εκτελέσεως.

Ειδικότερα : Κατ’ άρθρο 58 του ΚΕΔΕ «1. Ασκούμενης ανακοπής κατά του πίνακος κατατάξεως αρμόδιον Δικαστήριον προς εκδίκασιν ταύτης εις πάσαν περίπτωσιν είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο του τόπου της εκτελέσεως. 2. Εάν δεν ησκήθη ανακοπή κατά του πίνακος κατατάξεως, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος προβαίνει αμέσως εις την διανομή του πλειστηριάσματος. 3. Εάν ησκήθη ανακοπή παρά τινος των δανειστών, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος δεν δύναται να προβή εις καταβολή προς τους δανειστάς των οποίων η κατάταξις προσβάλλεται δια της ανακοπής. Το δικάζον την ανακοπήν δικαστήριον δύναται κατά πάσαν στάσιν της δίκης τη αιτήσει του Δημοσίου να διάταξη την καταβολήν αυτώ του ποσού δι’ ό κατετάγη. 4. Η προθεσμία δια την άσκησιν ανακοπής υπό του Δημοσίου είναι τριάκοντα ημερών από της επιδόσεως της εγγράφου προσκλήσεως του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου προς τους δανειστάς ίνα λάβωσι γνώσιν του πίνακος κατατάξεως». Εξ άλλου, κατ’ άρθρο 979 του ΚΠολΔ «1. Μέσα σε τρεις ημέρες αφότου συνταχθεί ο πίνακας, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού καλεί με έγγραφο εκείνον υπέρ του οποίου έγινε και εκείνον κατά του οποίου είχε στραφεί η εκτέλεση και τους δανειστές που αναγγέλθηκαν, για να λάβουν γνώση του πίνακα της κατάταξης. 2.

Μέσα σε δώδεκα εργάσιμες ημέρες αφότου επιδοθεί η πρόσκληση της παραγράφου 1 οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ανακόψει τον πίνακα της κατάταξης, οπότε εφαρμόζονται τα άρθρα 933 επ. Αντίγραφο της ανακοπής επιδίδεται, μέσα στην ίδια προθεσμία, και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Η ανακοπή στρέφεται κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη». Τέλος, στο άρθρο 980 ορίζεται ότι «1. Αν δεν ασκήθηκε ανακοπή κατά του πίνακα της κατάταξης, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού διανέμει αμέσως το πλειστηρίασμα. 2. Αν κάποιος από τους δανειστές άσκησε ανακοπή, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δεν μπορεί να πληρώσει τους δανειστές των οποίων η κατάταξη προσβάλλεται με την ανακοπή. Το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή μπορεί, σε κάθε στάση της δίκης, αν το ζητήσει εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η ανακοπή, να διατάξει να γίνει η πληρωμή με εγγυοδοσία».

2. α. Με τον ν. 2717/1999 «Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας» (ΦΕΚ Α΄ 97/ 17-5-1999), ο οποίος, κατά το άρθρο δεύτερο αυτού, άρχισε να ισχύει από 17-7-1999, θεσπίσθηκε σύστημα δικονομικών διατάξεων διεπουσών την εκδίκαση όλων των διοικητικών διαφορών ουσίας ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων (άρθρα : 1-215), για ορισμένες δε κατηγορίες υποθέσεων καθιερώθηκαν ειδικές διαδικασίες και ορίσθηκαν οι αποκλίσεις που επιβάλλονται ως εκ του είδους και των ιδιαιτεροτήτων των δικαζομένων με κάθε μία εξ αυτών υποθέσεων, ως επί παραδείγματι για τις εν προκειμένω ενδιαφέρουσες διαφορές που αναφύονται κατά την είσπραξη των δημοσίων εσόδων, οι οποίες δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 216-229, αναλόγως εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των γενικών διατάξεων των άρθρων 1-215 (άρθρο 230). Δια του εν λόγω Κώδικα εισήχθη για πρώτη φορά στη διοικητική δίκη και πλήρες πλέγμα δικονομικών διατάξεων που αναφέρονται γενικώς στην προσωρινή δικαστική προστασία (άρθρα : 200215) και ρυθμίζουν, πλην άλλων – που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω, τηv προσωρινή δικαστική προστασία επί των υπαγομένων στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υποθέσεων του ν. δ. 356/197 4 (ΚΕΔΕ) και δη την αναστολή εκτελέσεως πράξεων εκδιδομένων στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτελέσεως (άρθρο 228).

Ειδικότερα: Κατ’ άρθρο 216 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας «Στις, υπό τον ΠΡΩΤΟ ΤΙΤΛΟ ρυθμίσεις του ΤΜΗΜΑΤΟΣ τούτου (σημ: άρθρα 216 έως και 230) υπάγονται οι διαφορές που αναφύονται κατά τη σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 (Κ.Ε.-Δ.Ε.), είσπραξη δημοσίων εσόδων, εκτός αν τα έσοδα αυτά αναφέρονται σε απαιτήσεις ιδιωτικού δικαίου». Εξ άλλου, κατ’ άρθρο 217§1 περ. ε΄ «Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: …..ε) του πίνακα κατάταξης.. …….». Η ανακοπή κατά του πίνακα κατατάξεως ασκείται εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών, αρχομένης από της επιδόσεως της εγγράφου προσκλήσεως του αρμοδίου επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, προς τους δανειστές, για να λάβουν γνώση του πίνακα κατατάξεως (άρθρο 220§1 Περ. β΄). Η ανακοπή ασκείται από τον καθού η εκτέλεση ή τον θιγόμενο ενυπόθηκο δανειστή, στρέφεται κατά του επισπεύδοντος την εκτέλεση Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπείται από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ή του τελωνείου που επισπεύδει την εκτέλεση και κοινοποιείται στον αρμόδιο για τον πλειστηριασμό υπάλληλο και στους δανειστές που έχουν καταταγεί (219 § 1 περ΄α και §2 περ. β), οι οποίοι μπορούν να ασκήσουν πρόσθετη παρέμβαση προς υποστήριξη του διαδίκου υπέρ του οποίου έχουν έννομο συμφέρον να αποβεί η δίκη (223).

Η προθεσμία για την άσκηση της ανακοπής και η άσκηση αυτής δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλομένης πράξεως της διοικητικής εκτελέσεως (228§1), πλην όμως, στις ρητώς και περιοριστικώς προβλεπόμενες περιπτώσεις προσβολής πράξεως της διοικητικής εκτελέσεως (217§1 περ. α΄, β΄, δ΄ και ε΄), στις οποίες περιλαμβάνεται και η προσβολή του πίνακα κατατάξεως, μπορεί να χορηγηθεί αναστολή εκτελέσεως των εν λόγω πράξεων από το κατ’ άρθρο 218 αρμόδιο καθύλην και κατά τόπο δικαστήριο, εφόσον σε αυτό εκκρεμεί η ανακοπή, κατόπιν αιτήσεως του ανακόπτοντος, ασκουμένης ενόσω εκκρεμεί η ανακοπή και εκδικαζομένης κατά τις αναφερόμενες στην γενικώς θεσπιζομένη αναστολή εκτελέσεως των διοικητικών πράξεων διατάξεις των άρθρων 200 έως και 209, οι οποίες, εφαρμόζονται αναλόγως (228).

β. Από τις προεκτεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι, προκειμένου περί διαφορών που ανακύπτουν εκ του συντασσομένου στα πλαίσια της διοικητικής εκτελέσεως πίνακα κατατάξεως δανειστών, στο μέτρο που αυτές συνιστούν διοικητικές διαφορές ουσίας, σύμφωνα με το κριτήριο της υποκείμενης αιτίας, το οποίο κρατεί σήμερα (βλ. ΑΕΔ 5,8,10/1989, 18/1993 και 23/1 999), η άσκηση της ανακοπής και των ενδίκων μέσων που ασκούνται κατά των εκδιδομένων επ’ αυτής αποφάσεων, ως και η άσκηση της αιτήσεως αναστολής κατά του πίνακα κατατάξεως δανειστών, ρυθμίζεται πλέον αποκλειστικώς και κατά τρόπον λεπτομερή και εξαντλητικό από τον ΚΔΔ. Επομένως, ενόψει και της διατάξεως του άρθρου 285§ 1 του εν λόγω Κώδικα, σύμφωνα με την οποία «από την έναρξη της ισχύος του Κώδικα καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη η οποία αναφέρεται σε θέμα ρυθμιζόμενο από αυτόν», οι διατάξεις του άρθρου 58 του ΚΕΔΕ, ως προς μεν τα έσοδα που αναφέρονται σε απαιτήσεις δημοσίου δικαίου καταργήθηκαν από και δια της ενάρξεως ισχύος του ΚΔΔ, ως προς δε τα έσοδα που αναφέρονται σε απαιτήσεις ιδιωτικού δικαίου εξακολουθούν να ισχύουν και μετά τον ΚΔΔ.

ΙΙΙ. 1. Περαιτέρω, από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις, σε συνδυασμό και προς αυτές του άρθρου 94 §§ 1 και 3 του Σ/1975, όπως όλες ερμηνεύθηκαν και εφαρμόσθηκαν νομολογιακά από το ΑΕΔ, το ΣτΕ και τον ΄Αρειο πάγο, προκύπτει ότι η διαδικασία της κατατάξεως επί πλειστηριασμού κινητών και ακινήτων αποτελεί τμήμα τόσο της διαδικασίας της διοικητικής όσο και της τοιαύτης της αναγκαστικής (κοινής) εκτελέσεως (ΑΕΔ 23/1999, ΣτΕ 3212/1994 ΔΔ 7.663), οι δε γεννώμενες διαφορές, περιλαμβανομένων και εκείνων εκ του πίνακα κατατάξεως, υπάγονται στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, εφόσον η υποκείμενη σχέση επί της οποίας εδράζεται ο αποτελών το θεμέλιο της εκτελέσεως τίτλος είναι δημοσίου δικαίου. ΄Άλλως, εφόσον δηλαδή η εν λόγω υποκείμενη σχέση είναι ιδιωτικού δικαίου, ανεξαρτήτως αν πρόκειται περί διοικητικής εκτελέσεως (ν.δ. 356/74), επισπευδομένης υπό του Δημοσίου κ.λ.π. ή περί αναγκαστικής εκτελέσεως Κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ επισπευδομένης υπό ιδιώτου ή ν.π.ι.δ., οι εκ της ενεργουμένης εκτελέσεως διαφορές, περιλαμβανομένων και των αναφυομένων εκ του πίνακα κατατάξεως, υπάγονται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, ασχέτως της ειδικότερης φύσεως της απαιτήσεως η οποία αναγγέλλεται προς κατάταξη στα πλαίσια της ανωτέρω εκτελέσεως, δηλαδή ανεξαρτήτως αν η εν λόγω απαίτηση, καθεαυτή, προέρχεται από σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου.

2. Επομένως: (α) επί αναγκαστικής (κοινής) εκτελέσεως ενεργουμένης επισπεύσει ιδιώτου ή ν. π.ι.δ. βάσει τίτλου με υποκειμένη σχέση ιδιωτικού δικαίου, οι εκ της εκτελέσεως ταύτης γεννώμενες διαφορές υπάγονται στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, περιλαμβανομένων και των διαφορών εκ του πίνακα κατατάξεως των αφορωσών την κατάταξη του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. ως αναγγελθέντων δανειστών, και όταν η αναγγελθείσα απαίτηση, καθεαυτή, απορρέει εκ σχέσεως δημοσίου δικαίου. (β) Επί διοικητικής εκτελέσεως ενεργουμένης επισπεύσει του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. , κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ, αλλά βάσει τίτλου του άρθρου 2§2 του ΚΕΔΕ με υποκειμένη σχέση ιδιωτικού δικαίου, οι εκ της εκτελέσεως ταύτης γεννώμενες διαφορές υπάγονται στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, περιλαμβανομένων και των διαφορών εκ του πίνακα κατατάξεως των αφορωσών την κατάταξη του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. ως αναγγελθέντων δανειστών, και όταν η αναγγελθείσα απαίτηση, καθεαυτή, απορρέει εκ σχέσεως δημοσίου δικαίου. (γ) Αντιθέτως, επί διοικητικής εκτελέσεως ενεργουμένης επισπεύσει του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ., κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ, βάσει τίτλου του άρθρου 2 § 2 του ΚΕΔΕ με υποκειμένη σχέση δημοσίου δικαίου, οι εκ της εκτελέσεως ταύτης γεννώμενες διαφορές υπάγονται στην αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων, περιλαμβανομένων και των διαφορών εκ του πίνακα κατατάξεως των αφορωσών την κατάταξη οποιουδήποτε ως αναγγελθέντος δανειστή, ασχέτως της φύσεως της αναγγελθείσης απαιτήσεώς του. (δ) Τέλος, όταν η διοικητική εκτέλεση επισπεύδεται με βάση τίτλο, ο οποίος στηρίζεται σε υποκείμενες ετεροειδείς σχέσεις, δηλαδή σε σχέσεις δημοσίου αφενός και ιδιωτικού δικαίου αφετέρου, θα πρέπει να αναζητηθεί η προέχουσα απαίτηση στον εν λόγω τίτλο, δηλαδή εκείνη που υπερτερεί ποσοτικώς και με βάση αυτή θα καθορισθεί τελικώς το δικαστήριο στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγεται η διαφορά, δηλαδή το διοικητικό δικαστήριο όταν η απαίτηση αυτή (ποσοτικώς υπερτερούσα) προέρχεται από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου και το πολιτικό όταν η μεγαλύτερη αυτή απαίτηση προέρχεται από έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου (περί πάντων τούτων βλ. ΑΕΔ 23/1999, 18/1993, ΣτΕ 3956/1996, 60, 1080, 1986, 1987 / 1995, 14/1994, 3212/1994, ΑΠ 210/ 1996, 679/1996, 104/1997).

ΙV. Ενόψει πάντων των προεκτεθέντων, εν σχέσει προς το ζήτημα της τελεσιδικίας του πίνακα κατατάξεως, υπό την έννοια της εκτελεστότητος αυτού, πρέπει να γίνουν δεκτά τα εξής:

1. Επί ανακοπής ασκηθείσης ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου κατά πίνακος κατατάξεως συνταγέντος είτε στα πλαίσια αναγκαστικής εκτελέσεως κατά τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας είτε στα πλαίσια διοικητικής εκτελέσεως κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ, η τελεσιδικία του πίνακα κατατάξεως, υπό την έννοια της εκτελεστότητος αυτού, επέρχεται είτε με την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας για άσκηση ανακοπής κατ’ αυτού (979 § 2 ΚΠολΔ, 58§§ 2-3 και 89 ΚΕΔΕ), είτε με την τελεσίδικη, κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ, απόρριψη της ασκηθείσης ανακοπής (ΑΠ 458/1998, 1447/1997, 1380/1994, 530/1995, 1100/1996). Οίκοθεν νοείται ότι, σε περίπτωση ασκήσεως ανακοπής, η εκτέλεση του πίνακα αναστέλλεται μόνον ως προς τις απαιτήσεις των δανειστών των ο ποίων προσβάλλεται η κατάταξη και μόνον ως προς το αμφισβητούμενο μέρος των απαιτήσεων αυτών, το οποίο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβεί εκείνο στο οποίο ο ανακόπτων επιδιώκει τη δική του κατάταξη (πρβλ ΑΠ 1/2000 Δ/νη 41.390). Τυχόν ασκηθείσα κατά του πίνακα κατατάξεως ανακοπή του καθού η εκτέλεση οφειλέτη δεν αναστέλλει την εκτέλεση του πίνακα, η οποία μπορεί να επιτευχθεί μόνον κατόπιν αιτήσεως αναστολής κατ’ άρθρο 938 ΚΠολΔ (βλ. Πελαγία Γέσιου – Φαλτσή: Αναγκαστική Εκτέλεση 11, Ειδικό Μέρος, 1983, § 63, σελ. 320, όπου και παραπομπές στη νομολογία και τους συγγραφείς).

2. Επί ανακοπής ασκηθείσης ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου κατά πίνακας κατατάξεως συνταγέντος στα πλαίσια της διοικητικής εκτελέσεως κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ, βάσει τίτλου με υποκειμένη σχέση δημοσίου δικαίου ή με βάση τίτλο, ο οποίος στηρίζεται σε υποκείμενες ετεροειδείς σχέσεις, δηλαδή σε σχέσεις δημοσίου αφενός και ιδιωτικού δικαίου αφετέρου, αλλά με ποσοτικώς υπερτερούσα την απαίτηση που προέρχεται από έννομη σχέση του δημοσίου δικαίου, ως ήδη ελέχθη, η προθεσμία για την άσκηση της ανακοπής και η άσκηση αυτής δεν αναστέλλουν την εκτέλεση (228 § 1) και ως εκ τούτου, ο πίνακας είναι άμεσα εκτελεστός. Στις περιπτώσεις αυτές η αναστολή εκτελέσεως του πίνακα μπορεί να επιτευχθεί με την άσκηση αιτήσεως αναστολής αυτοδίκαιη ή και χορηγούμενη με την εκδιδομένη δικαστική απόφαση 204§3, 205, 228 ΚΔΔ), ως προς το ανασταλτικό αποτέλεσμα της οποίας και την επίδραση τούτου επί των προσαυξήσεων ισχύουν όσα έγιναν δεκτά με την υπ’ αριθμ. 426 /2000 (κατ’ εσφαλμένη αρίθμηση 427/ 2000) γνωμοδότηση της Ολομέλειας του ΝΣΚ.

IV. Συνακολούθως προς τα προεκτεθέντα, σε περίπτωση κατατάξεως του Δημοσίου ως δανειστή σε πίνακα κατατάξεως, οι προσαυξήσεις εκπροθέσμου καταβολής παύουν από τότε και κατά το μέρος που η κατάταξή του έγινε τελικώς απρόσβλητη, υπό την προεκτεθείσα έννοια της εκτελεστότητος του πίνακα, δεδομένου ότι, ενόψει και του γεγονότος ότι το πλειστηρίασμα έχει ήδη κατατεθεί δημοσίως υπέρ των δανειστών (965§3 ΚΠολΔ), από τότε επέρχεται απόσβεση της σχετικής απαιτήσεώς του, σύμφωνα με τα άρθρα 431 , 432 του ΑΚ (βλ. και ΑΠ 458/1998). Και είναι μεν αληθές ότι πρακτικώς η διανομή του πλειστηριάσματος προϋποθέτει σύνταξη και υπογραφή εξοφλητικής πράξεως ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού και σχετική εντολή πληρωμής του τελευταίου τούτου προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, συνοδευομένη από αντίγραφα της εξοφλητικής πράξεως και του πίνακα (βλ. και ΑΠ 1447/1997, Πελαγία Γέσιου – Φαλτσή: Αναγκαστική Εκτέλεση 11, Ειδικό Μέρος, 1983, § 63, σελ. 320, όπου και παραπομπές στη νομολογία και τους συγγραφείς), πλην όμως η εν σχέσει προς τις προαπαιτούμενες αυτές ενέργειες άρνηση ή καθυστέρηση του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου ενδεχομένως να στοιχειοθετεί αστική, ποινική ή και πειθαρχική ευθύνη αυτού, δεν αποτελεί όμως λόγο επιβολής προσαυξήσεων και για μεταγενέστερο της εκτελεστότητος του πίνακα χρόνο, προς τον οποίο και μόνον συναρτάται η παύση των προσαυξήσεων . Δεν πρέπει να παραβλέπεται άλλωστε ότι μετά την τελεσιδικία του πίνακα, τον χρόνο της οποίας δύναται και οφείλει να λάβει γνώση ο Προϊστάμενος της Δ.Ο. Υ., στον οποίο είναι επίσης γνωστή, ως εκ του νόμου επιβαλλομένη η παρακατάθεση του πλειστηριάσματος, ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. οφείλει να μεριμνήσει για την είσπραξη του ποσού για το οποίο κατετάγη το Δημόσιο, οχλώντας τον υπάλληλο του πλειστηριασμού για την έκδοση της εξοφλητικής αποδείξεως και της εντολής πληρωμής.

Επιπροσθέτως των ανωτέρω, το Δημόσιο, είτε ως επισπεύδων τον πλειστηριασμό δανειστής, είτε ως αναγγελλόμενος σ’ αυτόν, ενδέχεται να κάνει χρήση της δυνατότητας που του παρέχει η διάταξη του άρ εδ. β΄ του ΚΕΔΕ και να ζητήσει ανά πάσα στιγμή από το δικαστήριο την καταβολή του ποσού στο οποίο κατατάχθηκε, χωρίς καμμία απολύτως εγγυοδοσία, προφανώς λόγω της τεκμαιρομένης φερεγγυότητάς του, κατ’ απόκλιση του κανόνα του άρθρο 980 § 2 ΚΠολΔ, που ισχύει για κάθε άλλο δανειστή. Στην περίπτωση αυτή, είναι προφανές ότι οι προσαυξήσεις παύουν από και δια της εκδόσεως της σχετικής αποφάσεως του δικαστηρίου.

Εννοείται ότι σε περίπτωση κατά την οποία η ανακοπή κατά του πίνακα ασκηθεί σε δικαστήριο το οποίο στερείται δικαιοδοσίας, ως ενδέχεται να συμβεί, η εκτελεστότητα του πίνακα θα κριθεί με βάση τις διατάξεις που διέπουν την άσκηση και εκδίκαση της ανακοπής και την τελεσιδικία του πίνακα από το δικαστήριο ενώπιον του οποίου έχει ασκηθεί, έστω και εσφαλμένως και όχι εκείνου ενώπιον του οποίου έπρεπε να ασκηθεί.

Πάντως, εν σχέσει προς την ασκουμένη ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου, κατά τις διατάξεις του ΚΔΔ, ανακοπή κατά του πίνακα κατατάξεως, η Ολομέλεια κρίνει σκόπιμο να παρατηρήσει και τα εξής: Οι ρυθμίσεις του ΚΔΔ ενέχουν ουσιώδεις αποκλίσεις από τις διατάξεις του ΚΠολΔ και του ΚΕΔΕ και ως φαίνεται θα δημιουργήσουν πλείστα όσα εύκολα αντιληπτά προβλήματα, απτόμενα ακόμα και της συνταγματικότητάς τους, τόσο εξ απόψεως ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως προς άσκηση της ανακοπής, όσο και των ορίων ελέγχου του πίνακα, διότι ως έχουν καταστρωθεί οι εν λόγω διατάξεις άγουν σε αποστέρηση του δικαιώματος παροχής εννόμου προστασίας και σε αδυναμία επιλύσεως των προβλημάτων που μπορεί να ανακύψουν στα πλαίσια της κατατάξεως των δανειστών. Ειδικότερα, επισημαίνονται τα εξής: Το Δημόσιο φέρεται νομιμοποιούμενο στη σχετική δίκη μόνον παθητικώς και όχι ενεργητικώς, ενώ ενδέχεται να μην καταταγεί στον πίνακα και, ως βλαπτόμενο, να έχει έννομο συμφέρον προς άσκηση ανακοπής. Ενεργητικώς νομιμοποιούμενοι φέρονται μόνον ο καθού η εκτέλεση οφειλέτης και ο θιγόμενος ενυπόθηκος δανειστής, κατ’ αποκλεισμό των αναγγελθέντων και καταταγέντων ή μη άλλων δανειστών (γενικώς προνομιούχων, εγχειρογράφων), ενώ ενδέχεται να βλάπτονται εκ της κατατάξεως και οι τελευταίοι. Παρέχεται στους καταταγέντες δανειστές δικαίωμα προσθέτου παρεμβάσεως προς υποστήριξη του διαδίκου υπέρ του οποίου έχουν έννομο συμφέρον να αποβεί η δίκη, ενώ τούτο είναι παντελώς ασυμβίβαστο προς το δίκαιο της κατατάξεως και της εκτάσεως αυτής. Υπό τα δεδομένα ταύτα και μέχρις ότου παγιωθεί νομολογιακώς η έννοια και η εφαρμογή των σχετικών διατάξεων, πρέπει να γίνει δεκτόν ότι η μεν κατ’ άρθρο 204 § 3 του (βλ. και 228) ΚΔΔ αυτοδίκαιη αναστολή εκτελέσεως του πίνακα είναι ολική, η δε χορηγούμενη με την εκδιδομένη επί της σχετικής αιτήσεως δικαστική απόφαση (205, 228 ΚΔΔ) νοείται όπως η έκτασή της προσδιορίζεται από την δικαστική απόφαση.

Κατά την γνώμη όμως του Νομικού Συμβούλου Στυλιανού Βασαλάκη, σε περίπτωση συντάξεως πίνακα κατατάξεως, κατά του οποίου δεν ασκήθηκε ανακοπή ή ασκήθηκε ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, η εκτελεστότητα του πίνακα κατατάξεως και η συνακόλουθη παύση προσαυξήσεων εκπροθέσμου καταβολής αρχίζει πάντοτε από της επομένης ημέρας της κοινοποιήσεως από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού στο Δημόσιο, ως επισπεύδοντα ή αναγγελθέντα δανειστή, του πίνακα κατατάξεως ή της κατ’ άρθρο 979 § 1 του ΚΠολΔ προσκλήσεως για να λάβει γνώση του πίνακα, οπότε και μόνο μπορεί να νοηθεί υπερημερία του Δημοσίου ως δανειστή περί την καταβολή και απόσβεση της ενοχής του οφειλέτη του, αφού το συμπράττον στην περίπτωση αυτή πρόσωπο, ως εκπρόσωπος και του οφειλέτη, εμποδίζει υπαιτίως την άσκηση των δικαιωμάτων του δανειστή (πρβλ και a contrario άρθρ. 351 ΑΚ για υπερημερία του δανειστή). ΄Άλλωστε και επί κοινής (προσηκούσης και νομίμου) δημοσίας καταθέσεως, η απόσβεση της οφειλής δεν επέρχεται πριν από τη γνωστοποίηση αυτής στο δανειστή (430 ΑΚ). Το επιχείρημα της άμεσης παύσεως των προσαυξήσεων από της τελεσιδικίας του πίνακα κατατάξεως στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων δεν ανατρέπει την παραπάνω άποψη, αφού στην τελευταία περίπτωση η γνώση του δανειστή από τη συμμετοχή του στην εκτελεστική διαδικασία με την άσκηση από αυτόν ή εναντίον του ανακοπής είναι προφανής. Και είναι μεν αληθές ότι, σε περίπτωση υπαιτίου σοβαρής καθυστερήσεως του υπαλλήλου του πλειστηριασμού να προβεί στις σχετικές κοινοποιήσεις, ο δανειστής έχει τη δυνατότητα να ενημερωθεί για τη σύνταξη του πίνακα κατατάξεως, ωστόσο δεν πρέπει να παραβλέπεται α) η αστάθεια του χρονικού κριτηρίου γνώσεως ή υπαιτίου αγνοίας, β) ότι την ευθύνη για την προώθηση της εκτελεστικής διαδικασίας μετά τις αναγγελίες των δανειστών έχει ο υπάλληλος του πλειστηριασμού (Νίκα-Κεραμέα-Κονδύλη, υπ’ άρθρο 874 ΚΠολΔ, σελ. 1880 και υπ’ άρθρο 980, σελ. 1908), ως και γ) ότι δεν τάσσεται αποσβεστική προθεσμία για τη σύνταξη του πίνακα κατατάξεως, ειμή μόνον 10ήμερη ενδεικτική, με πειθαρχική ευθύνη του υπαλλήλου του πλειστηριασμού (άρθρο 974 του ΚΠ-ολΔ, προφανώς έχοντος εφαρμογή ελλείψει αντιθέτου ειδικής διατάξεως του ΚΔΔ – βλ. και Νίκα-Κεραμέα, ό.π.).

Για τον ίδιο λόγο και σε περίπτωση καθυστερήσεως συντάξεως του πίνακα κατατάξεως από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, καίτοι κάθε αναγγελθείς δανειστής έχει δικαίωμα να ζητήσει αντικατάστασή του (άρθρο 980 ΚΠολΔ, ό.π.), οι προσαυξήσεις εκπροθέσμου καταβολής συνεχίζουν ακόμη και επί μη αντικαταστάσεως ή καθυστερήσεως αντικαταστάσεως του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου. Ως προς την υποχρέωση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού να προβεί στην ανωτέρω κοινοποίηση στον αναγγελθέντα δανειστή, έστω και αν ο τελευταίος, κατά το άρθρο 219 του ΚΔΔ, δεν έχει πάντοτε δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής, παρατηρητέον ότι αφενός μεν ο δανειστής μπορεί να είναι και ενεχυρούχος και συνεπώς, κατά διασταλτική ερμηνεία, ενεργητικώς νομιμοποιείται και ο ενεχυρούχος ή εγχειρόγραφος δανειστής, αφετέρου δε, ενόψει των διατάξεων του Σ/1975 (άρθρο 20 § 1), δεν μπορεί να περιοριστεί το δικαίωμα αυτό (όπως και της ανάστροφης όψης του της παθητικής νομιμοποιήσεως). Τούτο συμπορεύεται και με την πάγια άποψη ότι η ανακοπή κατά του πίνακα κατατάξεως δεν δημιουργεί αναγκαστική αλλά απλή ομοδικία και, επομένως, ο πίνακας κρίνεται μεν ενιαία αλλά όχι και αδιαίρετα.

V. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, στα τιθέμενα ερωτήματα αρμόζει, κατά πλειοψηφία, η ως άνω αναλυτικώς διδομένη απάντηση.