ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΑΥΘΑΙΡΕΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ

“ Σχετικά με ένδικα μέσα κατά πρωτοκόλλων αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης”

(Α.Υ.Ο. 1082222/7519/Α0010/ΠΟΛ. 1238/10.10.2002)Σας κοινοποιούμε την αρ. 21/2002 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (Τακτική Ολομέλεια) αναφορικά με την περαιτέρω άσκηση ένδικων μέσων κατά πρωτοκόλλων αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης για να λάβετε γνώση.

Αριθμός: 21/2002

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α΄ Σύνθεσης: Στέφανο Ματθία, Πρόεδρο, Θεόδωρο Τόλια, Ευάγγελο Περλίγκα, Αντώνιο Παπαθεοδώρου, Γεώργιο Κάπο, Αντιπροέδρους, Αριστείδη Κρομμύδα Εισηγητή Αρχοντή Ντόβα, Στυλιανό Μοσχολέα, Δημήτριο Σουλτανιά, Δημήτριο Λινό, Αχιλλέα Ζήση, Ιωάννη Βερέτσο, Σπυρίδωνα Μπαρμπαστάθη, Νικόλαο Κασσαβέτη, Θεόδωρο Τζέμο, χρήστο Μαυρογένη. Αναστάσιο Πράσσο και Δημήτριο Γυφτάκη, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης).

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο. Kατάστημά του στις 18 Απριλίου 2002, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Aρείου Πάγου Διονυσίου Κατσιρέα, και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ:

Του καλούντος – αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό των Οικονομικών που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και τον Προϊστάμενο της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιώς, κάτοικο Πειραιώς, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Σωτήριο Παπαγεωργακόπουλο, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους.

Της καθής η κλήση – αναιρεσείουσας: Χρυσούλας Χέλμη συζ. Νικολάου Χατζόγλου, κατοίκου Γλυφάδας Αττικής, η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κυριάκο Παραβάντη.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18.2.1995 ανακοπή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομε-λές Πρωτοδικείου Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3756/1997 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3725/1999 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 6.3.2000 αίτησή της καθώς και τους από 7.8.2000 πρόσθετους λόγους αυτής.

Στη συνέχεια εκδόθηκε η 113/2001, απόφαση του Ζ΄ Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, προκειμένου να αποφανθεί περί του επιτρεπτού ή μη της ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατά των αποφάσεων που εκδίδονται επί των κατ’ άρθρο 115 του από 11/12 Νοεμβρίου 1929 Διατάγματος, ανακοπών κατά πρωτοκόλλου με το οποίο καθορίζεται αποζημίωση για κάρπωση ή χρήση δημοσίου κτήματος, χωρίς συμβατική σχέση, Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 10-10-2001 κλήση του αναιρεσιβλήτου η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω, οι πληρεξούσιοί τους ανέπτυξαν και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, που ανέφεραν και στις προτάσεις του και ζήτησαν οι μεν της αναιρεσείουσας να αποφανθεί η Ολομέλεια ότι παραδεκτώς ασκήθηκε η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, ο δε του αναιρεσιβλήτου το αντίθετο και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

Ο Εισαγγελέας πρότεινε ότι παραδεκτώς ασκήθηκε η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και την αναπομπή της υπόθεσης στο Ζ΄ Τμήμα προς έρευνα των λόγων αναίρεσης.

Κατόπιν αυτών ο πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά που προηγούμενα είχαν αναπτύξει.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Με την από 10 Οκτωβρίου 2001 κλήση του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα φέρεται για εκδίκαση, σύμφωνα με το άρθρο 563 παρ. 2β ΚΠολΔικ., η κρινόμενη υπόθεση μετά την 113/2001 απόφαση του Ζ΄ Τμήματος του Αρείου Πάγου, το οποίο παρέπεμψε στην Ταχτική Ολομέλεια του Αρείου πάγου για την ενότητα της νομολογίας και ως γενικότερου ενδιαφέροντος το ζήτημα αν είναι παραδεκτή η άσκηση αναίρεσης κατά της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η οποία εκδόθηκε επί ανακοπής κατά πρωτοκόλλου με το οποίο καθορίσθηκε αποζημίωση για χρήση δημόσιου κτήματος χωρίς συμβατική σχέση.

2. Κατά τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 115 του από 11/12.11.1929 Δ/τος “περί διοικήσεως δημοσίων κτημάτων”, το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 2 του ν. 4266/1929 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 5895/33 όπως περαιτέρω τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τα άρθρα 20 αν.ν. 1540/36, 19 αν. ν. 1919/39, 2 αν.ν. 1925/51 και 5 παρ. 4 του αν.ν. 263/1968, σε βάρος εκείνων, που χωρίς συμβατική σχέση καρπώνονται ή κάνουν χρήση δημόσιων κτημάτων, βεβαιώνεται αποζημίωση για το χρονικό διάστημα που έκαναν χρήση (παρ. 1). Η αποζημίωση ορίζεται με πρωτόκολλο, το οποίο κοινοποιείται σε αυτόν που καρπώνεται ή χρησιμοποιεί το ακίνητο. Εντός μηνός δικαιούται αυτός να ασκήσει ανακοπή ενώπιον του Ειρηνοδίκου ή του Προέδρου Πρωτοδικών, αναλόγως του ποσού της αποζημίωσης, οι οποίοι κρίνοντες εκ των ενόντων ακυρώνουν ή επικυρώνουν το πρωτόκολλο ή περιορίζουν την αποζημίωση”. Κατά της αποφάσεως αυτής ουδέν ένδικο μέσο επιτρέπεται, Αν όμως αμφισβητείται με την ανακοπή το δικαίωμα του Δημοσίου, η απόφαση του Ειρηνοδίκου ή του Προέδρου ουδεμία ασκεί επιρροή στη δίκη για το δικαίωμα, η οποία ήθελε κινηθεί ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου. Το πρωτόκολλο αποζημίωσης εφόσον δεν ανακοπή εμπροθέσμως ή εφόσον επικυpωθεί ή τροποποιηθεί, αποτελεί τίτλο διοικητικής εκτέλεσης κατά το νόμο περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων κατά της οποίας ουδεμία ανακοπή χωρεί από τις διατάξεις του νόμου αυτού (παρ. 2). Εξάλλου κατά το άρθρο 3 παρ. 1 και 2 του ΕισΝΚΠολΔικ στις περιπτώσεις που ειδικοί νόμοι παραπέμπουν σε διατάξεις οι οποίες καταργούνται με το νόμο αυτό, από την. εισαγωγή του ΚΠολΔικομίας εφαρμόζονται οι αντίστοιχες διατάξεις του, ενώ στις περιπτώσεις που διατάξεις του αστικού Κώδικα ή άλλου νόμου παραπέμπουν στην αρμοδιότητα και στην επ’ αναφορά διαδικασία γενικό του Προέδρου Πρωτοδικών, από την εισαγωγή του ΚΠολΔικονομίας είναι αρμόδιο το Μονομελές Πρωτοδικείο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. Κ.Πολ.Δικ., εκτός αν ορίζεται διαφορετικά. Τέλος κατά το άρθρο 699 ΚΠολΔ αποφάσεις που δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων ή αιτήσεις για ανάκληση ή για μεταρρύθμιση των μέτρων αυτών, δεν προσβάλλονται με κανένα ένδικο μέσο, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά. Από τις ως άνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 1 εδ. ε΄και στ΄ και 4 του Εισ ΝΚΠολΔικ, κατά τις οποίες καταργούνται όλες οι διατάξεις που αφορούν θέματα που ρυθμίζει ο ΚΠολΔ-κονομίας, εφόσον δεν συμβιβάζονται με τις διατάξεις αυτού, ή καθιερώνουν ειδικές διαδικασίες ή ειδικούς κανόνες για ορισμένες κατηγορίες υποθέσεων, προκύπτει ότι από την εισαγωγή του ΚΠΟλΔικονομίας αρμόδιο καθ’ ύλην δικαστήριο για την εκδίκαση των ως άνω διαφορών από τη βεβαίωση με πρωτόκολλο της αποζημίωσης που οφείλει στο Δημόσιο εκείνος ο οποίος καρπώνεται ή κάνει χρήση αυθαίρετα δημόσιου κτήματος, είναι το Μονομε-λές Πρωτοδικείο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η προβλεπόμενη από τη διάταξη της ως άνω παρ. 2 του άρθρου 115 του Δ/τος της 11/12.11.1929 απαγόρευση άσκησης ένδικων μέσων κατά της αντίστοιχης απόφασης του Ειρηνοδίκου ή του Προέδρου Πρωτοδικών καταργήθηκε κατά το μέρος αυτό, αφού έτσι καθιερωνόταν ειδικός κανόνας για την ορισμένη αυτή υπόθεση, η οποία υπάγεται στα πολιτικά Δικαστήρια, και ρυθμιζόταν θέμα, το οποίο δεν συμβιβάζεται με τις διατάξεις του ΚΠολΔικονομίας. Περαιτέρω, οι ως άνω διαφορές δεν αποτελούν ασφαλιστικά μέτρα με την έννοια του άρθρου 682 ΚΠολΔ, όπως είναι τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 704 – 738, ούτε ρυθμιστικά κατάστασης, εξομοιούμενα με αυτά, όπως είναι τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 632 παρ. 2, 644 παρ. 22, 912 παρ. 2, 918 παρ. 5, 929 παρ. 3, 938 παρ. 3, 994, 1019 παρ. 1 ΚΠολΔ. Απλώς στις διαφορές αυτές το Μονομελές Πρωτοδικείο για την ταχύτερη εκδίκασή τους δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και, χωρίς να διατάσσει με την απόφασή του τέτοια μέτρα, τέμνει οριστικώς τις διαφορές αυτές, αφού με την οριστική του κρίση επί της σχετικής ανακοπής καθορίζει οριστικά την υποχρέωση ή μη προς αποζημίωση καθώς και το ποσό αυτής από εκείνον που καρπώθηκε ή έκανε χρήση αυθαίρετα δημόσιου κτήματος. Κατά συνέπεια η παραπομπή για την εκδίκαση των διαφορών αυτών στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δεν νοείται και σε εκείνες τις διατάξεις που προσιδιάζουν αποκλειστικώς στα ως άνω ασφαλιστικά μέτρα, όπως είναι και η διάταξη του άρθρου 699 ΚΠολΔικ, η οποία δεν αφορά τη διαδικασία, ήτοι την πορεία της δίκης μέχρι την έκδοση της απόφασης, αλλά και τα κατά της τελευταίας ένδικα μέσα. Το μη επιτρεπτό των ένδικων μέσων που καθιερώνεται με την τελευταία αυτή διάταξη καταλαμβάνει μόνο τις αποφάσεις που δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις για ασφαλιστικά μέτρα ή αιτήσεις για ανάκληση ή μεταρρύθμιση αποφάσεων περί αυτών, δηλαδή τις περιπτώσεις που η απόφαση έχει πράγματι χαρακτήρα προσωρινού, εξασφαλιστικού ή ρυθμιστικού μέτρου με προσωρινή ισχύ και δεν επηρεάζει την κύρια υπόθεση (άρθρο 695 ΚΠολΔικ), οπότε μπορεί να ανακληθεί ή να μεταρρυθμιστεί κατά τα άρθρα 695 και 697 ΚΠολΔικ. Δεν καταλαμβάνει όμως η απαγόρευση αυτή και τις αποφάσεις οι οποίες εκδίδονται μεν κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, χάριν του ανωτέρω σκοπού, πλην όμως με αυτές τέμνεται οριστικώς η διαφορά. Ως εκ τούτου για τις αποφάσεις, που εκδίδονται επί ανακοπών κατά πρωτοκόλλου καθορισμού αποζημίωσης για κάρπωση ή χρήση δημόσιου κτήματος χωρίς συμβατική σχέση δεν ισχύει η απαγόρευση από το άρθρο 699 ΚΠολΔικ της άσκησης ένδικων μέσων, αλλ’ υπόκεινται αυτές στα προβλεπόμενα από τον ΚΠολΔ ένδικα μέσα της έφεσης (άρθρο 511) και αναίρεσης (άρθρο 552). Συνακόλουθα η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης κατά της 3725/1999 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε επί εφέσεως της αναιρεσείουσας κατά της 3756/1997 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πρωτοδικείου Αθηνών, που δίκασε, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ανακοπή της αναιρεσείουσας κατά πρωτοκόλλου καθορισμού αποζημίωσης για αυθαίρετη χρήση δημόσιου κτήματος είναι παραδεκτή και πρέπει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 580 παρ. 5 ΚΠολΔικ. μετά τη λύση του ζητήματος που παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, να αναπεμφθεί η υπόθεση στο Ζ΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου προκειμένου να εξετασθούν οι λόγοι αναίρεσης για τους οποίους το Τμήμα αυτό είχε επιφυλαχθεί ν’ αποφανθεί.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αποφαίνεται ότι η 3725/1999 απόφαση του Εφετείου Αθηνών υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναίρεσης. Και Αναπέμπει την κρινόμενη υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Ζ΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 6 Ιουνίου 2002.