ΠΟΛ 1221/2000

Κοινοποίηση των διατάξεων των άρθρων 15 και 17 του Ν. 2836/24-7-2000 (ΦΕΚ 168 Α).

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
Δ/ΝΣΗ 14 η Φ.Π.Α.
Αθήνα 4 Αυγούστου 2000
Αρ.Πρωτ.: 1069991/3422/478/0014
ΠΟΛ. 1221
ΘΕΜΑ:
Κοινοποίηση των διατάξεων των άρθρων 15 και 17 του Ν. 2836/24-7-2000 (ΦΕΚ 168 Α).
Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις των άρθρων 15 και 17 του Ν. 2836/24-7-2000 και ειδικότερα παρέχουμε, οδηγίες για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογής τους.

Άρθρο 15

Α. Μη διενέργεια διακανονισμού για καταστροφή απώλεια ή κλοπή αγαθών (`Αρθρο 15 παρ. 1-3).

Με τις παραγράφους 1 έως και 3 του άρθρου 15 του κοινοποιούμενου νόμου, αντικαθίστανται το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του Ν. 1642/86 καθώς και η υποπερίπτωση ββ΄ της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 3 του ιδίου άρθρου και νόμου.

Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, δεν ενεργείται διακανονισμός εκπτώσεων στις περιπτώσεις καταστροφής, απώλειας ή κλοπής που αποδεικνύονται ή δικαιολογούνται με νόμιμα παραστατικά (π.χ. πρωτόκολλο καταστροφής, πρωτόκολλο διαπίστωσης της κλοπής κ.λ.π-, έγγραφα δημοσίων υπηρεσιών -πυροσβεστικής, αστυνομίας, κ.λ.π.), ακόμα και στην περίπτωση που η επιχείρηση εισπράττει αποζημίωση προς αναπλήρωση της αξίας των καταστραφέντων, απολεσθέντων ή κλαπέντων αγαθών της (εμπορευσίμων ή επενδυτικών).

Οι διατάξεις αυτές ισχύουν για αποζημιώσεις του λαμβάνονται από 1-1-2000 ανεξάρτητα πότε συντελέστηκε η καταστροφή, απώλεια ή κλοπή των αγαθών.

Αντίθετα για αποζημιώσεις που έχουν ληφθεί με το καθεστώς των προϊσχυουσών διατάξεων, μέχρι και την 31-12-1999, και οι οποίες είχαν καταβληθεί για αναπλήρωση της αξίας καταστραφέντων απωλεσθέντων ή κλαπέντων αγαθών, έπρεπε να έχει γίνει διακανονισμός (καταβολή) του φόρου με την αντίστοιχη εκκαθαριστική δήλωση.

Τέλος, τονίζεται ότι το ποσό που θα λάβει ο υποκείμενος στο φόρο ως αποζημίωση μετά την 1-1-2000, θεωρείται εκροή χωρίς φόρο και χωρίς δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών. Κατά συνέπεια το ποσό αυτό θα συμπεριληφθεί στους Κωδικούς 316 και 616 της περιοδικής και εκκαθαριστικής δήλωσης αντίστοιχα, δηλαδή δημιουργείται υποχρέωση προσδιορισμού του εκπιπτόμενου φόρου των κοινών εισροών.

Β. Δήλωση επιχείρησης σε αδράνεια ή αναστολή εργασιών (`Αρθρο 15 τταρ. 4).

1. Με την παράγραφο 4 του άρθρου 15 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαταστάθηκε το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Ν. 1642/86 (Φ.Π.Α.)

Με την αντικατάσταση της διάταξης αυτής, που ισχύει από την δημοσίευση του παρόντος νόμου (24/7/2000), οι επιχειρήσεις που δηλώνουν ότι βρίσκονται σε αδράνεια ή αναστολή εργασιών, εφόσον υποβάλλουν την προβλεπόμενη δήλωση μεταβολών του άρθρου 29 Ν. 1642/86 (Φ.Π.Α) και ταυτόχρονα ακυρώσουν όλα τα φορολογικά στοιχεία, δεν υποχρεούνται πλέον να υποβάλλουν περιοδική δήλωση από την επόμενη φορολογική περίοδο, εκείνης κατά την οποία υποβλήθηκε η σχετική δήλωση μεταβολών και δηλώθηκε η θέση της επιχείρησης σε αδράνεια ή αναστολή εργασιών. Σε περίπτωση που τα φορολογικά στοιχεία ακυρωθούν μεταγενέστερα της δήλωσης μεταβολών, τότε το δικαίωμα μη υποβολής περιοδικών δηλώσεων ΦΠΑ, αρχίζει από την επόμενη φορολογική περίοδο εκείνης που ακυρώθηκαν τα φορολογικά στοιχεία.

2. Η ρύθμιση αυτή κρίθηκε αναγκαία για την αποφυγή παρερμηνειών που δημιουργούσε η προηγούμενη διάταξη, η οποία προέβλεπε τη δυνατότητα της μη υποβολής περιοδικών δηλώσεων μετά την παρέλευση έτους από τη θέση της επιχείρησης σε αδράνεια ή αναστολή εργασιών.

Για το λόγο αυτό, σημειώνεται ότι σε περίπτωση κατά την οποία στο παρελθόν έχουν υποβληθεί δηλώσεις μεταβολών, με τις οποίες δηλώθηκε θέση επιχείρησης σε αδράνεια ή αναστολή εργασιών και συγχρόνως με την ακύρωση των φορολογικών στοιχείων, ο υπόχρεος σταμάτησε την υποβολή των περιοδικών δηλώσεων, γίνεται δεκτό, δεδομένων και των νέων διατάξεων, ότι γι αυτές τις περιπτώσεις δεν θα καταλογίζεται πρόστιμο μη υποβολής μηδενικών δηλώσεων, χωρίς να απαιτείται υποβολή των περιοδικών αυτών δηλώσεων κατά τις διατάξεις του άρθρου 17 του κοινοποιούμενου νόμου.

3. Τονίζεται όμως γενικότερα, ότι οι επιχειρήσεις που τίθενται σε αδράνεια απαλλάσσονται της υποχρέωσης υποβολής περιοδικών δηλώσεων όχι όμως και εκκαθαριστικών δηλώσεων Φ.Π.Α.. τις οποίες πρέπει να υποβάλλουν κανονικά.

Εφόσον κατά το παρελθόν δεν έχουν υποβληθεί τέτοιες δηλώσεις αυτονόητο είναι ότι οι υπόχρεοι έχουν δικαίωμα υποβολής τους, χωρίς πρόστιμο, μέχρι 24/10/2000, σύμφωνα με το άρθρο 17 του «οινοποιού μενού νόμου.

4. Όταν μία επιχείρηση έχει τεθεί, σύμφωνα με τα παραπάνω, σε αδράνεια ή αναστολή εργασιών και θέλει να πουλήσει πάγια στοιχεία αυτής, μπορεί να θεωρήσει τα απαραίτητα και μόνο φορολογικά στοιχεία για την πώληση των παγίων και να καταβάλει το Φ.Π.Α, της συναλλαγής αυτής με έκτακτη δήλωση.

Γ. Νομικό πλαίσιο για δυνατότητα θέσπισης ειδικών καθεστώτων κατ΄ αποκοπή καταβολής Φ.Π.Α. (`Αρθρο 15 παρ. 5).

Με την παράγραφο 5, του άρθρου 15 προστίθεται νέο άρθρο 32α στο Ν. 1642/86. Το νέο αυτό άρθρο αποτελεί το νομικό πλαίσιο για τη δυνατότητα υιοθέτησης ειδικών καθεστώτων κατ΄ αποκοπή καταβολής του Φ.Π.Α., σε μικρές επιχειρήσεις συγκεκριμένων οικονομικών δραστηριοτήτων, οι οποίες λόγω του τρόπου άσκησης της δραστηριότητας τους, αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις που προβλέπονται από τις γενικές διατάξεις του Ν. 1642/86.

Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού καλύπτονται πλέον και τα ειδικά καθεστώτα κατ΄ αποκοπή καταβολής Φ.Π.Α, που ισχύουν ήδη για τους εκμεταλλευτές ΤΑΧΙ και τους εκμεταλλευτές μικρών σκαφών παράκτιας αλιείας και σκαφών σπογγαλιείας, τα οποία έχουν υιοθετηθεί με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών.

Σκοπός της δυνατότητας καθιέρωσης ειδικών καθεστώτων κατ΄ αποκοπή καταβολής του φόρου είναι η ελάφρυνση των μικρών επιχειρήσεων από τις διοικητικές εργασίες που συνεπάγεται η τήρηση των γενικών υποχρεώσεων που προβλέπονται από το Ν. 1642/86, με διασφάλιση παράλληλα ότι ο κατ΄ αποκοπή προσδιοριζόμενος φόρος δεν θα είναι μικρότερος από αυτόν που θα οφειλόταν αν τηρούνταν οι γενικές διατάξεις του νόμου αυτού.

Καθώς όπως τονίστηκε η παρούσα διάταξη αποτελεί το νομικό πλαίσιο για την υιοθέτηση ειδικών καθεστώτων, είναι σαφές η εφαρμογή ειδικού καθεστώτος προϋποθέτει την έκδοση σχετικής Υπουργικής Απόφασης, για συγκεκριμένη κατηγορία επιχειρήσεων και εφόσον υφίστανται οι προϋποθέσεις που ορίζονται από την παρούσα διάταξη.

1. Προϋποθέσεις υιοθέτησης ειδικού καθεστώτος.

Ειδικό καθεστώς κατ΄ αποκοπή καταβολής του φόρου είναι δυνατόν να υιοθετηθεί εφόσον ισχύουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις :

• Να πρόκειται για μικρές επιχειρήσεις, των οποίων η οργάνωση, καθώς και ο τρόπος άσκησης της δραστηριότητας, συνεπάγεται δυσανάλογα υψηλό κόστος για την εφαρμογή των γενικών διατάξεων του Ν. 1642/86.

• Να είναι δυνατός ο προσδιορισμός της κατ΄ αποκοπή καταβολής, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων.

• Να υπάρχει η σύμφωνη γνώμη των εκπροσώπων των συγκεκριμένων κλάδων οικονομικής δραστηριότητας.

• Να έχει γίνει αποδεκτό από τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με βάση αίτημα διαβούλευσης που θα καταθέσει η χώρα μας.

2. Γενικά χαρακτηριστικά ειδικού καθεστώτος.

Το οποιοδήποτε ειδικό καθεστώς ενδεχομένως υιοθετηθεί, με βάση το παρόν άρθρο θα έχει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά.

• Θα προσδιορίζεται ένα ετήσιο κατ” αποκοπή ποσό Φ. Π.Α. για καταβολή από τις επιχειρήσεις που θα εντάσσονται στο καθεστώς αυτό, με το οποίο εξαντλείται η υποχρέωση τους για καταβολή Φ.Π.Α.

• Για τον προσδιορισμό του ανωτέρω ποσού θα λαμβάνονται υπόψη :

• Οι εισροές που πραγματοποιεί ο συγκεκριμένος κλάδος, για την άσκηση της δραστηριότητας, καθώς και ο συντελεστής στον οποίο υπάγονται αυτές.

• Οι εκροές που πραγματοποιεί ο συγκεκριμένος κλάδος, καθώς και ο συντελεστής στον οποίο υπάγονται αυτές.

• Το ποσοστό επί τοις εκατό (%) των λιανικών πωλήσεων ή παροχής υπηρεσιών προς τελικούς καταναλωτές.

Για την εκτίμηση των ανωτέρω ποσών θα λαμβάνονται υπόψη μακροοικονομικά ή στατιστικά στοιχεία που υπάρχουν για τη συγκεκριμένη δραστηριότητα. Η εκτίμηση των ποσών αυτών θα γίνεται σε συνεργασία του Υπουργείου Οικονομικών με συναρμόδιες υπηρεσίες άλλων Υπουργείων, καθώς και των επαγγελματικών τάξεων.

• Οι επιχειρήσεις που θα εντάσσονται στο ειδικό καθεστώς δεν θα έχουν υποχρέωση υποβολής περιοδικών και εκκαθαριστικών δηλώσεων για την καταβολή Φ.Π.Α., ούτε δικαίωμα έκπτωσης του φόρου που έχει επιβαρύνει τις εισροές τους. Η μόνη τους υποχρέωση θα είναι η καταβολή του ετήσιου κατ΄ αποκοπή ποσού Φ.Π.Α.

• Η ένταξη στο ειδικό καθεστώς δεν θα είναι υποχρεωτική για τις επιχειρήσεις, δηλαδή οι επιχειρήσεις συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας, για την οποία ενδεχομένως καθιερωθεί ειδικό καθεστώς, μπορούν να συνεχίζουν να υπάγονται στο κανονικό καθεστώς του φόρου, εφόσον το επιθυμούν.

• Στο ειδικό καθεστώς δεν μπορούν να ενταχθούν επιχειρήσεις που ασκούν την οικονομική τους δραστηριότητα με τη μορφή εταιρίας, οποιουδήποτε τύπου, καθόσον οι επιχειρήσεις αυτές κατά κανόνα διαθέτουν την απαραίτητη οργάνωση για την ανταπόκριση στις υποχρεώσεις που προβλέπονται από το Ν. 1642/86.

3. Διαδικασία υιοθέτησης ειδικού καθεστώτος.

Ειδικό καθεστώς κατ΄ αποκοπή καταβολής Φ.Π.Α, μπορεί να υιοθετηθεί, εφόσον κριθεί αναγκαίο, είτε μετά από πρόταση εκπροσώπων επαγγελματικών τάξεων συγκεκριμένων κλάδων οικονομικής δραστηριότητας, είτε μετά από πρόταση του Υπουργείου Οικονομικών.

Εφόσον μετά τη συζήτηση των δύο μερών συμφωνηθούν οι λεπτομέρειες εφαρμογής του ειδικού καθεστώτος, η χώρα μας θα πρέπει να υποβάλει σχετικό αίτημα διαβούλευσης στα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την αποδοχή του ειδικού αυτού καθεστώτος.

Μετά την έγκριση των κοινοτικών οργάνων θα -τρέπει να εκδοθεί Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών με την οποία θα καθιερωθεί το ειδικό καθεστώς. Με την απόφαση αυτή θα καθορίζεται το ύψος του ετήσιου κατ΄ αποκοπή ποσού Φ.Π.Α., ο τρόπος καταβολής του, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του καθεστώτος.

Άρθρο 17

Εκπρόθεσμη υποβολή πιστωτικών ή μηδενικών δηλώσεων Φ.Π.Α., χωρίς πρόστιμο.

1. Η υποβολή των πιστωτικών ή μηδενικών περιοδικών και εκκαθαριστικών δηλώσεων Φ.Π.Α, θεωρείται απαραίτητη για την ορθή λειτουργία των μηχανογραφικών προγραμμάτων του ΤΑΧΙS και του ΤΑΧΙS ΝΕΤ, για την παρακολούθηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων των υποκειμένων και την εξαγωγή συμπερασμάτων όσον αφορά την επιλογή των προς έλεγχο επιχειρήσεων κατά προτεραιότητα.

2. Είναι γεγονός όμως ότι πολλοί υπόχρεοι στο Φ.Π.Α, δεν υπέβαλαν πιστωτικές ή μηδενικές δηλώσεις Φ.Π.Α., είτε από αμέλεια ή παραδρομή, είτε από κακή πληροφόρηση, θεωρώντας ότι δεν ήταν απαραίτητη ή υποβολή τους, στην περίπτωση που δεν υπήρχε ποσό για καταβολή, με συνέπεια λόγω των πολλών δηλώσεων που δεν είχαν υποβληθεί να πρέπει να επιβληθούν σε πάρα πολλές περιπτώσεις υψηλά πρόστιμα, κατά κανόνα σε μικροεπιτηδευματίες.

3. Στα πλαίσια αφενός της χρηστής διοίκησης και αφετέρου της ολοκλήρωσης της εφαρμογής του συστήματος ΤΑΧΙS και ΤΑΧΙS ΝΕΤ, παρέχεται η δυνατότητα, με τις διατάξεις του άρθρου 17 του κοινοποιούμενου νόμου στους υπόχρεους στο Φ.Π.Α., οι οποίοι δεν έχουν υποβάλλει πιστωτικές ή μηδενικές περιοδικές ή εκκαθαριστικές δηλώσεις για διαχειριστικές ή φορολογικές περιόδους που έληξαν μέχρι 30 Ιουνίου 2000 να υποβάλλουν τις δηλώσεις αυτές, μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από τη δημοσίευση του κοινοποιούμενου νόμου (24/7/2000), χωρίς την επιβολή προστίμου, δηλαδή μέχρι και 24 Οκτωβρίου 2000.

4. Η δυνατότητα υποβολής των παραπάνω δηλώσεων χωρίς πρόστιμο, παρέχεται με την προϋπόθεση ότι θα υποβληθούν όλες οι δηλώσεις που τυχόν δεν έχουν υποβληθεί για κάθε μία διαχειριστική περίοδο (περιοδικές και εκκαθαριστική). Σε περίπτωση που εκτός από τις πιστωτικές ή μηδενικές δηλώσεις υπάρχουν και χρεωστικές που δεν έχουν υποβληθεί θα πρέπει να υποβληθούν και αυτές με την επιβολή του αναλογούντος πρόσθετου φόρου περί εκπροθέσμου υποβολής, προκειμένου να τύχουν οι υπόχρεοι της ανωτέρω ευνοϊκής ρύθμισης.

Υπενθυμίζουμε ότι για το διάστημα από 1/1/1993 μέχρι και 31/12/1995 δεν υπήρχε υποχρέωση υποβολής πιστωτικών ή μηδενικών περιοδικών (προσωρινών) δηλώσεων, εκτός των υπόχρεων που ήταν εγγεγραμμένοι στο σύστημα V.Ι.Ε.S. για την πραγματοποίηση ενδοκοινοτικών συναλλαγών. Αντίθετα υπήρχε η υποχρέωση υποβολής εκκαθαριστικής δήλωσης για τα έτη αυτά σε κάθε περίπτωση (π.χ. ακόμη και στην περίπτωση εκείνη που όλες οι φορολογικές περίοδοι ενός έτους ήταν πιστωτικές).

Σημειώνεται ότι η υποχρέωση υποβολής όλων των δηλώσεων αφορά την κάθε διαχειριστική περίοδο, άρα είναι δυνατόν να μην υποβληθούν δηλώσεις για κάποια συγκεκριμένη διαχειριστική περίοδο χωρίς αυτό να αποτελεί κώλυμα παραλαβής των υποβαλλομένων δηλώσεων για άλλες διαχειριστικές περιόδους. Για τις περιπτώσεις αυτές δεν παραλείπουμε να τονίσουμε το δικαίωμα του προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. μετά την πάροδο της προθεσμίας υποβολής (24/10/2000), για διενέργεια προσωρινού ελέγχου.

5. Πράξεις επιβολής προστίμων που έχουν επιβληθεί για εκπρόθεσμη υποβολή ή μη υποβολή δηλώσεων πιστωτικών ή μηδενικών περιοδικών ή εκκαθαριστικών, εφόσον δεν έχουν καταστεί με οποιοδήποτε τρόπο οριστικές μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου παύουν να ισχύουν.

Τονίζεται ότι στις περιπτώσεις που εκκρεμούν πράξεις επιβολής προστίμων από προληπτικό έλεγχο για μη υποβολή μηδενικών ή πιστωτικών δηλώσεων, για να πάψει να ισχύει το πρόστιμο πρέπει να υποβληθούν οι αντίστοιχες δηλώσεις, εκτός εάν το πρόστιμο αυτό εκκρεμεί από τακτικό ή προσωρινό έλεγχο και έχουν εκδοθεί οι πράξεις προσδιορισμού του φόρου, οπότε δεν απαιτείται πλέον η υποβολή των δηλώσεων αυτών.

Ποσά που τυχόν βεβαιώθηκαν λόγω άσκησης ενδίκων μέσων με βάση πράξεις επιβολής προστίμων, για μη υποβολή ή εκπρόθεσμη υποβολή δηλώσεων, καταβληθέντα ή όχι, διαγράφονται ή επιστρέφονται κατά περίπτωση, εφόσον η αντίστοιχη πράξη επιβολής προστίμου ως μη καταστείσα οριστική παύει να ισχύει.

Διευκρινίζεται ότι σε καμία περίπτωση δεν επιστρέφονται ποσά προστίμων για υποθέσεις που έχουν οριστικοποιηθεί με οποιονδήποτε τρόπο.

6. Η εκπρόθεσμη υποβολή πιστωτικών και μηδενικών δηλώσεων Φ.Π.Α., χωρίς πρόστιμο, μέχρι 24/10/2000, κατά τα προαναφερόμενα, επιτρέπεται και στην περίπτωση που διενεργείται προσωρινός ή τακτικός έλεγχος σε οποιοδήποτε στάδιο και εάν βρίσκεται ο έλεγχος.

7. Επισημαίνεται ότι δεν συμπεριλαμβάνονται στην παραπάνω ρύθμιση οι τριμηνιαίοι ανακεφαλαιωτικοί πίνακες ενδοκοινοτικών αποκτήσεων ή παραδόσεων καθώς και οι δηλώσεις άφιξης και αποστολής, κατά συνέπεια η μη υποβολή ή η εκπρόθεσμη υποβολή τους, επισύρει το προβλεπόμενο πρόστιμο των διατάξεων του άρθρου 4 του N. 2523/97.

8. Με την ευκαιρία της κοινοποιούμενης ρύθμισης, θεωρούμε σκόπιμο να τονίσουμε και πάλι τη διαρκή χρησιμότητα της υποβολής των μηδενικών και πιστωτικών δηλώσεων Φ.Π.Α., γιατί συμβάλλουν στην ορθή λειτουργία των μηχανογραφικών προγραμμάτων του ΤΑΧIS, στην εξαγωγή συμπερασμάτων για την εκπλήρωση ή όχι των υποχρεώσεων των υποκειμένων, καθώς και για την επιλογή των προς έλεγχο επιχειρήσεων (π.χ. μεγάλα πιστωτικά υπόλοιπα, μη υποβολή δηλώσεων, μεγάλες διαφοροποιήσεις από τις αντίστοιχες παρελθούσες περιόδους, κ.λ.π.).

Οι Δ.Ο.Υ. δηλαδή, αξιοποιώντας και τα υπό επικείμενη ποιοτική αναβάθμιση εργαλεία που θα παρέχει σ΄ αυτές το σύστημα ΤΑΧΙ8 (όπως κατάλογοι μη υποβολής κ.λ.π.) πρέπει να προβαίνουν σε συχνούς ελέγχους, εντοπισμού των περιπτώσεων μη υποβολής δηλώσεων. Η όλη προσπάθεια πρέπει να έχει ως στόχο να βοηθήσει τόσο την υπηρεσία όσο και το φορολογούμενο που από αμέλεια ή ολιγωρία δεν υποβάλλει πιστωτικές ή μηδενικές δηλώσεις με αποτέλεσμα την επανάληψη των παραβάσεων και την συρροή προστίμων.

9. Είναι γνωστό, ότι η μη υποβολή μηδενικών ή πιστωτικών περιοδικών ή εκκαθαριστικών δηλώσεων Φ.Π.Α, επισύρει τις κυρώσεις του άρθρου 4 του N. 2523/97, δηλαδή πρόστιμο για κάθε περίπτωση μη υποβολής 40.000 – 400.000 δρχ.

Το συγκεκριμένο ποσό προστίμου που θα επιβληθεί σε κάθε περίπτωση είναι θέμα κρίσης του αρμοδίου προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. Η κρίση όμως αυτή πρέπει να βασίζεται σε συγκεκριμένα και σαφώς καθορισμένα κριτήρια υπολογισμού του ύψους του προστίμου.

Στα κριτήρια πρέπει να συμπεριλαμβάνονται:

α) Η προηγούμενη φορολογική συμπεριφορά του παραβάτη.

β) Η σημαντικότητα ή μη της κάθε περίπτωσης σε σχέση με τα οικονομικά μεγέθη της επιχείρησης, όπως αυτά προκύπτουν από τα βιβλία και στοιχεία καθώς και τις δηλώσεις αυτής.

γ) Η πραγματική οικονομική κατάσταση του υπόχρεου.

Σημειώνουμε ότι περιπτώσεις όπως μη υποβολής ή εκπρόθεσμης υποβολής μηδενικών ή πιστωτικών δηλώσεων για μικρό χρονικό διάστημα, ή μη υποβολής τέτοιων δηλώσεων για πρώτη φορά ή μη υποβολής οφειλομένης σε έκτακτα γεγονότα που επικαλείται και αποδεικνύει ο υπόχρεος ή μη υποβολής από μικροεπιτηδευματίες, θεωρούνται χαρακτηριστικές περιπτώσεις για τις οποίες σωστό είναι να επιβάλλεται το κατώτερο πρόστιμο.

Τονίζουμε όμως ότι για να μην συσσωρεύονται επαναλαμβανόμενες περιπτώσεις μη υποβολής δηλώσεων, επιβάλλεται διαρκής έλεγχος των υπόχρεων ιδιαιτέρως μέσω των δυνατοτήτων που προσφέρονται από το ΤΑΧIS.

10. Σε κάθε Δ.Ο.Υ. να αναρτηθεί, σε εμφανές σημείο ανακοίνωση με την προθεσμία της εκπρόθεσμης υποβολής των μηδενικών ή πιστωτικών περιοδικών ή εκκαθαριστικών δηλώσεων Φ.Π.Α., χωρίς πρόστιμο. Προς διευκόλυνσή σας, επισυνάπτουμε σχέδιο ανακοίνωσης.

 

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ Δ/ΝΣΗ

ΒΑΣΩ ΤΑΤΣΗ