ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΑΙΩΣΗ ΑΝΕΛΕΓΚΤΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

Οδηγίες για την εφαρμογή της απόφασης 1044171/1369/ΠΟΛ 1155/ 22.5.02 “Περαίωση ανέλεγκτων φορολογικών υποθέσεων επιτηδευματιών με βιβλία Α´ ή Β´ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. ή χωρίς υποχρέωση τήρησης βιβλίων, χρήσεων 1998 και παλαιότερων”.

(Α.Υ.Ο. 1049957/1418/ΔΕ-Α´/ΠΟΛ. 1177/11.6.2002)Σχετικά με την εφαρμογή της πιο πάνω απόφασης (ΦΕΚ Β´ 657/27.5.02), παρέχουμε τις ακόλουθες οδηγίες και διευκρινίσεις για ομοιόμορφη εφαρμογή :

‘Άρθρο 1

ΥΠΑΓΟΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΕΞΑΙΡΟΥΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕIΣ

1. Σύμφωνα με την παράγραφο. 1 του άρθρου αυτού, στη ρύθμιση που προβλέπεται με την πιο πάνω απόφαση υπάγονται, κατά τις διακρίσεις που ορίζονται στην ίδια παράγραφο, οι ανέλεγκτες υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος και ΦΠΑ επιτηδευματιών με βιβλία Α´ ή Β´ κατηγορίας του ΚΒΣ καθώς και υποθέσεις για τις οποίες εκ του νόμου δεν υπήρχε υποχρέωση τήρησης βιβλίων ΚΒΣ και οι οποίες αφορούν χρήσεις 1993 έως και 1998.

Συνεπώς, δεν υπάγονται στη ρύθμιση ανέλεγκτες υποθέσεις επιτηδευματιών που κατά τις πιο πάνω χρήσεις τήρησαν βιβλία Γ´ κατηγορίας, ακόμη και προαιρετικώς, ή δεν τήρησαν βιβλία ενώ με βάση του ΚΒΣ είχαν σχετική υποχρέωση, ανεξαρτήτως του ύψους των δηλωθέντων ακαθαρίστων εσόδων.

2. Ανέλεγκτες θεωρούνται οι υποθέσεις που δεν έχουν ελεγχθεί με τακτικό έλεγχο ή έχει αρχίσει ο έλεγχος αλλά δεν έχει ολοκληρωθεί κατά την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (27.5.02). Θεωρείται ότι ο έλεγχος δεν έχει ολοκληρωθεί, αν κατά την ανωτέρω ημερομηνία δεν έχουν εκδοθεί και καταχωρηθεί φύλλα ελέγχου ή καταλογιστικές πράξεις στα τηρούμενα βιβλία των ελεγκτικών αρχών. Υπαγόμενες είναι και οι υποθέσεις επιτηδευματιών που ελέγχθηκαν στο πλαίσιο εφαρμογής των αποφάσεων ΠΟΛ 1144/1998 ή ΠΟΛ 1168/2001, για τις οποίες εκδόθηκαν και κοινοποιήθηκαν τα προβλεπόμενα από τις αποφάσεις αυτές ειδικά σημειώματα ελέγχου, χωρίς όμως να έχει πραγματοποιηθεί διοικητικός συμβιβασμός μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία.

3. Κριτήριο υπαγωγής στη ρύθμιση προκειμένου περί υποθέσεων επιτηδευματιών με βιβλία Β´ κατηγορίας του ΚΒΣ, αποτελεί ο μέσος όρος των συνολικών δηλωθέντων ακαθαρίστων εσόδων ή αμοιβών χρήσεων 1993 έως και 1998, ανάλογα με το είδος της ασκούμενης δραστηριότητας.

Ο μέσος όρος, σε κάθε περίπτωση, προκύπτει από τη διαίρεση του συνόλου των δηλωθέντων ακαθαρίστων, εσόδων ή αμοιβών όλων των υπαγόμενων στη ρύθμιση χρήσεων, με τον αριθμό των χρήσεων αυτών, ακόμη και αν για μερικές χρήσεις η επιχείρηση ήταν σε αδράνεια ή λειτούργησε για λιγότερο του δωδεκαμήνου χρονικό διάστημα.

Ως ακαθάριστα έσοδα, προκειμένου να προσδιορισθεί ο κατά τα ανωτέρω μέσος όρος, λαμβάνονται αυτά που λαμβάνονται υπόψη και για την εφαρμογή του άρθρου 2, σύμφωνα και με τις διευκρινίσεις που παρέχονται επί του άρθρου αυτού,

4. Το όριο των 25.000.000 δραχμών από τη δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών επί μικτών επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων αμιγώς παροχής υπηρεσιών, προσαυξάνεται κατά 5.000.000 δραχμές για κάθε υπάλληλο που αποδεδειγμένα απασχολήθηκε με σχέση εξαρτημένης εργασίας κατά την τελευταία ανέλεγκτη χρήση που υπάγεται στη ρύθμιση, ανεξαρτήτως χρόνου απασχόλησης κατά τη χρήση αυτή και αντικειμένου απασχόλησης. Για το σκοπό αυτό, συνυποβάλλονται με το σημείωμα του άρθρου 7 της απόφασης, σε φωτοτυπίες, οι μισθολογικές καταστάσεις ΙΚΑ που αφορούν τη συγκεκριμένη χρήση. Τυχόν απασχόληση υπαλλήλων σε προηγούμενες ανέλεγκτες χρήσεις δεν λαμβάνεται υπόψη.

Το παραπάνω όριο δεν μπορεί να είναι ανώτερο από τα 37.500.000 δραχμές.

Ευνόητο είναι ότι, ανεξάρτητα από την προσαύξηση του ορίου των ακαθαρίστων εσόδων από παροχή υπηρεσιών εκ του ανωτέρω λόγου, το όριο των συνολικών ακαθαρίστων εσόδων επί μικτών επιχειρήσεων, δηλαδή του συνόλου των ακαθαρίστων εσόδων και από τις δύο δραστηριότητες, παραμένει 75.000.000 δραχμές.

5. Οι τεχνικές επιχειρήσεις άρθρου 34 του ν. 2238/1994, αντιμετωπίζονται ως μεταποιητικές επιχειρήσεις και συνεπώς υπάγονται στη ρύθμιση εφόσον ο μέσος όρος των συνολικών δηλωθέντων ακαθαρίστων εσόδων είναι μέχρι 75.000.000 δραχμές ανά χρήση.

6. Στις περιπτώσεις που ελεύθερος επαγγελματίας ασκεί συγχρόνως σε μία ή περισσότερες από τις υπαγόμενες στη ρύθμιση χρήσεις και εμπορική δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών, τότε ισχύον όριο μέσου όρου για την υπαγωγή ή μη στη ρύθμιση είναι τα 25.000.000 δραχμές ανά χρήση, λαμβανομένων υπόψη συνολικά και των δύο δραστηριοτήτων.

Αντίθετα, αν σε μία ή περισσότερες από τις υπαγόμενες στη ρύθμιση χρήσεις ασκήθηκε συγχρόνως και εμπορική δραστηριότητα πώλησης αγαθών, τότε η υπόθεση υπάγεται στη ρύθμιση, εφόσον ο μέσος όρος των συνολικών ακαθαρίστων εσόδων και αμοιβών για όλες τις υπαγόμενες χρήσεις και από τις δύο δραστηριότητες είναι μέχρι 75.000.000 δραχμές και συγχρόνως ο μέσος όρος των ακαθαρίστων αμοιβών από το ελευθέριο επάγγελμα είναι μέχρι 25.000.000 δραχμές ανά χρήση.

7. Υποθέσεις επιτηδευματιών που αφορούν χρήσεις για τις οποίες τηρήθηκαν βιβλία Α´ κατηγορίας του ΚΒΣ ή δεν τηρήθηκαν βιβλία γιατί δεν υπήρχε σχετική υποχρέωση (απαλλασσόμενοι), υπάγονται στη ρύθμιση ανεξάρτητα από το ύψος των δηλωθεισώνv αγορών ή των ακαθαρίστων εσόδων, κατά περίπτωση.

Για την υπαγωγή των απαλλασσόμενων από την τήρηση βιβλίων στη ρύθμιση, αρκεί κατ’ αρχήν η διαπίστωση της μη υποχρέωσης τήρησης βιβλίων να προκύπτει από τα υποβληθέντα οικεία συμπληρωματικά στοιχεία (Ε3). Στις περιπτώσεις όμως που από υφιστάμενες παραβάσεις προκύπτει υποχρέωση τήρησης βιβλίων εκ μέρους του επιτηδευματία, τότε η χρήση για την οποία προκύπτει η σχετική υποχρέωση, καθώς και οι επόμενες αυτής, εξαιρούνται της ρύθμισης.

8. Επιτηδευματίες οι οποίοι για μία ή περισσότερες υπαγόμενες στη ρύθμιση χρήσεις τήρησαν παράλληλα βιβλία Α´ και Β´ κατηγορίας του ΚΒΣ (π.χ. πρατήριο καυσίμων με πώληση λιπαντικών κλπ), εφόσον για τα βιβλία Β´ κατηγορίας υπερέβησαν το προβλεπόμενο για τα βιβλία αυτά όριο του μέσου όρου ακαθαρίστων εσόδων, υπάγονται στη διαδικασία περαίωσης μόνο για τη δραστηριότητα για την ο ποία τηρήθηκαν βιβλία Α´ κατηγορίας (μερική περαίωση).

9. Επιτηδευματίες με τηρηθέντα βιβλία Α´ κατηγορίας του ΚΒΣ για τις πρώτες υπαγόμενες στη ρύθμιση χρήσεις και βιβλία Β´ κατηγορίας για τις επόμενες αυτών, αν για τις χρήσεις με βιβλία Β´ κατηγορίας υπερέβησαν το προβλεπόμενο για τα βιβλία αυτά όριο του μέσου όρου ακαθαρίστων εσόδων υπάγονται στη ρύθμιση μόνο για τις χρήσεις που τηρήθηκαν βιβλία Α´ κατηγορίας, ενώ αν ο μέσος όρος των ακαθαρίστων εσόδων στις χρήσεις που τηρήθηκαν βιβλία Β´ κατηγορίας δεν υπερβαίνει το κατά τα ανωτέρω όριο, υπάγονται στη ρύθμιση για το σύνολο των χρήσεων. Στην περίπτωση που προηγούνται οι χρήσεις με βιβλία Β´ κατηγορίας, με μέσο όρο ακαθαρίστων εσόδων μεγαλύτερο από το προβλεπόμενο όριο, ο επιτηδευματίας εξαιρείται από τη ρύθμιση για το σύνολο των ανέλεγκτων χρήσεων.

10. Ουσιαστικές παραβάσεις του ΚΒΣ που προκύπτουν από τα υφιστάμενα κατασχεθέντα ανεπίσημα βιβλία ή στοιχεία, προκειμένου να κριθεί αν η υπόθεση εξαιρείται από τη ρύθμιση κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 1, θεωρούνται αυτές που επακριβώς προσδιορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 2.

Στις περιπτώσεις εξάλλου που δηλώθηκε ή διαπιστώθηκε απώλεια βιβλίων ή στοιχείων, λαμβάνονται υπόψη, σε ότι αφορά τα βιβλία, προκειμένου να κριθεί αν η υπόθεση εξαιρείται από τη ρύθμιση, το βιβλίο Αγορών η Εσόδων – Εξόδων, τα πρόσθετα βιβλία της παραγράφου 5 του άρθρου 10 του ΚΒΣ, καθώς και το βιβλίο της παραγράφου 11 του άρθρου 64 του ν. 2065/1992, είτε αυτά αφορούν το κεντρικό είτε το υποκατάστημα.

Σε ότι αφορά την απώλεια στοιχείων, λαμβάνονται υπόψη τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις του ΚΒΣ πάσης φύσεως φορολογικά στοιχεία διακίνησης ή αξίας που εκδίδονται από τον επιτηδευματία, εκτός των αποδείξεων λιανικής πώλησης του άρθρου 13 του ΚΒΣ. Η δήλωση ή η διαπίστωση απώλειας φορολογικής ταμειακής μηχανής αποτελεί λόγο εξαίρεσης από τη ρύθμιση.

Ειδικά αν η απώλεια των βιβλίων ή στοιχείων οφείλεται σε πυρκαγιά, σεισμό, πλημμύρα ή θεομηνία, τότε δεν αποτελεί λόγο εξαίρεσης, πρέπει όμως να αποδεικνύεται με στοιχεία τα οποία συνυποβάλλονται με το ειδικό σημείωμα του άρθρου 7.

11. Επιτηδευματίες οι οποίοι δεν έχουν υποβάλλει αρχικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος ή εκκαθαριστικές δηλώσεις Φ.Π.Α. για μία ή περισσότερες από τις υπαγόμενες στη ρύθμιση χρήσεις, προκειμένου να υπαχθούν σ’ αυτήν, πρέπει να υποβάλλουν μέχρι την ημέρα υποβολής του ειδικού σημειώματος του άρθρου 7 τις δηλώσεις αυτές για τις ανωτέρω φορολογίες, κατά τις ισχύουσες διατάξεις. Σε διαφορετική περίπτωση, εξαιρείται η χρήση για την οποία δεν υποβλήθηκε δήλωση, καθώς και οι επόμενες αυτής.

Ειδικά οι κατά τα ανωτέρω εκπρόθεσμα υποβαλλόμενες δηλώσεις, υπόκεινται σε έλεγχο και εφόσον διαπιστωθεί η ανακριβής μεταφορά των δεδομένων των βιβλίων και στοιχείων η περαίωση ανατρέπεται για τη συγκεκριμένη χρήση.

12. Αν σε μια από τις υπαγόμενες στη ρύθμιση χρήσεις (1993 έως 1998) τηρήθηκαν βιβλία Γ´ κατηγορίας, έστω και προαιρετικώς, ή δεν τηρήθηκαν βιβλία αν και υπήρχε σχετική υποχρέωση, τότε, εξαιρούνται της ρύθμισης τόσο η συγκεκριμένη χρήση, εκ του ανωτέρω λόγου, όσο και οι επόμενες αυτής μέχρι και 1998, ανεξαρτήτως κατηγορίας τηρηθέντων βιβλίων (παράγρ. 2. δ´ άρθρου 1).

13. Επιχειρήσεις οι οποίες εκτός από τη δραστηριότητα της εκμετάλλευσης πλοίου ασκούν και λοιπές δραστηριότητες μη υπαγόμενες στο ειδικό καθεστώς φορολογίας πλοίων, υπάγονται στη ρύθμιση μόνο ως προς τις λοιπές αυτές δραστηριότητες, τόσο ως προς τη φορολογία εισοδήματος όσο και ως προς το Φ.Π.Α. (μερική περαίωση).

‘Άρθρο 2

ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΩΝ ΕΣΟΔΩΝ

1. Επί επιτηδευματιών με βιβλία Β´ κατηγορίας του ΚΒΣ, ως ακαθάριστα έσοδα με βάση τις υποβληθείσες δηλώσεις και τα οικεία συμπληρωματικά στοιχεία (Ε3), προκειμένου να γίνει η σύγκριση με το άθροισμα των οικονομικών μεγεθών της παραγράφου 2 του άρθρου 2 (αγορές, έξοδα – δαπάνες, αποσβέσεις, καθαρά κέρδη) για να διαπιστωθεί αν υφίσταται ή όχι συνάφεια, λαμβάνονται αποκλειστικά τα έσοδα που σχετίζονται με την επαγγελματική δραστηριότητα του επιτηδευματία κύρια ή δευτερεύουσα, δηλαδή έσοδα από πωλήσεις εμπορευμάτων ή προϊόντων ή και υποπροϊόντων, πρώτων και βοηθητικών υλών, υλικών συσκευασίας και αναλώσιμων, καθώς και έσοδα ή αμοιβές από παροχή υπηρεσιών ή από επιδοτήσεις για ενίσχυση του εισοδήματος που θεωρούνται έσοδα της εκμετάλλευσης. Στις περιπτώσεις πωλήσεων για λογαριασμό τρίτων, ως ακαθάριστα έσοδα λαμβάνονται οι σχετικές προμήθειες και όχι οι πωλήσεις για λογαριασμό των τρίτων.

Δεν λαμβάνονται υπόψη λοιπά έσοδα που δεν σχετίζονται με την επαγγελματική δραστηριότητα του επιτηδευματία, όπως από πωλήσεις παγίων, ενοίκια, τόκους καταθέσεων, κλπ .

2. Επί βιβλίων Α´ κατηγορίας (Αγορών), ως αγορές λαμβάνονται υπόψη αυτές που αφορούν αποκλειστικά αγορές εμπορευμάτων ή πρώτων και βοηθητικών υλών, καθώς και αγορές υλικών συσκευασίας και αναλώσιμων που συνιστούν στοιχείο κόστους παραγωγής. Η κατά χρήση αναγωγή των ως άνω δηλωθεισών αγορών σε πωλήσεις, προκειμένου να γίνει η σύγκριση του αθροίσματος των εξ αναγωγής ποσών των επιμέρους χρήσεων με το άθροισμα των οικονομικών μεγεθών της παραγράφου 2 του άρθρου 2 για να διαπιστωθεί αν υφίσταται ή όχι συνάφεια, γίνεται με τη χρήση του κλάσματος των μοναδικών συντελεστών καθαρού κέρδους επί αγορών και ακαθαρίστων εσόδων που προβλέπονται για το οικείο επάγγελμα. Στην περίπτωση όμως που στην εκκαθαριστική δήλωση ΦΠΑ δηλώθηκαν εκροές μεγαλύτερες από το ποσό που προκύπτει με βάση το ανωτέρω κλάσμα, τότε ως πωλήσεις λαμβάνονται οι δηλωθείσες εκροές.

3. Ειδικότερα ως προς τα αθροιζόμενα οικονομικά μεγέθη, κατά τα προβλεπόμενα από την παράγραφο 2 του άρθρου 2, ισχύουν τα εξής:

α. Το προσδιοριζόμενο κόστος πωληθέντών που προκύπτει μετά και την αφαίρεση της απογραφής λήξης της τελευταίας υπαγόμενης στη ρύθμιση χρήσης ή του ποσοστού 10% των αγορών της χρήσης αυτής, κατά περίπτωση, όπως επακριβώς ορίζεται στην περίπτωση α´ της ανωτέρω παραγράφου του άρθρου 2, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να είναι μικρότερο του μηδενός.

β. Επί επιχειρήσεων εμπορίας υγρών καυσίμων (πρατήρια-βιβλία Αγορών), στις αγορές οι οποίες λαμβάνονται υπόψη δεν συνυπολογίζονται οι αναγραφόμενες επί των τιμολογίων πώλησης καυσίμων των προμηθευτών τους υποχρεωτικές εισφορές προς το ταμείο βενζινοπωλών.

3. γ. Ως προς τα έξοδα και τις δαπάνες (Περίπτ. β´ παραγράφου 2), λαμβάνονται υπόψη τα προκύπτοντα από τα συμπληρωματικά στοιχεία (έντυπο Ε3) ποσά εξόδων και δαπανών του επιτηδευματία, όπως μισθοί, εργοδοτικές εισφορές, ενοίκια και λοιπές επαγγελματικές δαπάνες, ανεξάρτητα από την εξόφλησή τους ή μη (δεδουλευμένες δαπάνες), μη συμπεριλαμβανομένων των τυχόν τεκμαρτών ποσών (π.χ. ιδιόχρηση). Ειδικά στις περιπτώσεις επιδοτήσεων που συνιστούν μειωτικό στοιχείο των δαπανών, λαμβάνεται υπόψη η πραγματική δαπάνη, δηλαδή το τελικό ποσό μετά τη σχετική μείωση (π.χ. επιδοτήσεις για νέες θέσεις εργασίας).

3. Τα έξοδα και δαπάνες κατά τα ανωτέρω, λαμβάνονται υπόψη και όταν αφορούν χρήσεις κατά τις οποίες η επιχείρηση τελούσε σε αδράνεια, συναθροιζόμενα με τα έξοδα και τις δαπάνες των λοιπών υπαγόμενων στη ρύθμιση χρήσεων.

3. δ. Τα οριζόμενα στην περίπτωση γ´ της παραγράφου 2 του άρθρου 2 ποσοστά αποσβέσεων 0,7% και 1%, κατά περίπτωση, υπολογίζονται σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από τις τυχόν καταχωρηθείσες στα βιβλία του επιτηδευματία και δηλωθείσες αποσβέσεις.

3. ε. Προκειμένου να προσδιοριστούν τα καθαρά κέρδη, που αναλογούν στο άθροισμα των μεγεθών α´, β´ και γ´, κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση δ´ της παραγράφου 2 του άρθρου 2, εφαρμόζεται πάντα επί του αθροίσματος αυτού ο οικείος Μ.Σ.Κ.Κ. που ισχύει επί εσόδων ή ο μέσος σταθμικός συντελεστής με βάση τους Μ.Σ.Κ.Κ. επί εσόδων των επί μέρους κλάδων ή δραστηριοτήτων, ανεξαρτήτως κατηγορίας βιβλίων. Σε περίπτωση που προκύπτει δεκαδικός αριθμός μέσου σταθμικού συντελεστή με περισσότερα από ένα δεκαδικά ψηφία, το δεκαδικό τμήμα αυτού στρογγυλοποιείται στο πλησιέστερο δέκατο (π.χ. 12, 149=12.1, 12,15=12,2, 12,151 =12,2).

3. στ. Σε περίπτωση που για ένα επάγγελμα δεν προβλέπεται Μ.Σ.Κ.Κ., τότε για τον προσδιορισμό των αναλογούντων καθαρών κερδών λαμβάνεται ο μέσος όρος του οικείου πίνακα επαγγελμάτων στον οποίο εντάσσεται το συγκεκριμένο επάγγελμα. Επί ελευθέρων επαγγελματιών που δεν προβλέπεται μοναδικός συντελεστής καθαρών αμοιβών, λαμβάνεται ο μέσος όρος των μοναδικών συντελεστών του οικείου πίνακα (47,75%), ο οποίος και εφαρμόζεται επί των δηλωθεισών συνολικά σε όλες τις χρήσεις ακαθαρίστων αμοιβών.

3. ζ. Μέσος σταθμικός συντελεστής εφαρμόζεται και επί μεταβολής ενδιάμεσα των υπαγόμενων στη ρύθμιση χρήσεων του Μ.Σ.Κ.Κ. (π.χ. αύξηση ή μείωση του συντελεστή, εφαρμογή σε ορισμένες περιπτώσεις μειωμένων συντελεστών λόγω σεισμού για συγκεκριμένες χρήσεις κλπ).

3. η. Επί ελευθέρων επαγγελματιών με παράλληλη άσκηση εμπορικής δραστηριότητας, εφόσον το σύνολο των ακαθαρίστων αμοιβών που δηλώθηκαν για όλες τις υπαγόμενες στη ρύθμιση χρήσεις από την άσκηση του ελευθέριου επαγγέλματος αποτελεί τουλάχιστον το 50% του συνόλου των ακαθάριστων αμοιβών και εσόδων και από τις δύο δραστηριότητες για τις ίδιες χρήσεις, τότε τα αναλογούντα καθαρά κέρδη για τη διαπίστωση έλλειψης ή μη συνάφειας, προσδιορίζονται με εφαρμογή του μέσου σταθμικού συντελεστή επί του εν λόγω συνόλου ακαθαρίστων αμοιβών και εσόδων. Σε αντίθετη περίπτωση τα αναλογούντα καθαρά κέρδη προσδιορίζονται με την εφαρμογή του μέσου σταθμικού συντελεστή επί του αθροίσματος των οικονομικών μεγεθών α´, β´ και γ´.

3. θ. Ειδικά επί επιχειρήσεων εκμετάλλευσης εστιατορίων, οινεστιατορίων ή οινομαγειρείων, καφετεριών και ψητοπωλείων – σουβλάκια, για τον προσδιορισμό των αναλογούντων καθαρών κερδών, κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση δ´ της παραγράφου 2, εφαρμόζονται, σε κάθε περίπτωση γενικά, οι χαμηλότεροι για τις επιχειρήσεις αυτές συντελεστές που ίσχυαν πριν την έκδοση της Α.Δ. 16/1992, με την οποία απελευθερώθηκαν οι τιμές (σχετ. και η εγκύκλιος ΠΟΛ. 1291/2000, παράγρ. Β.5), ανεξαρτήτως των κατά δήλωση εφαρμοσθέντων συντελεστών και της ύπαρξης τυχόν διαπιστωμένων ουσιαστικών παραβάσεων του ΚΒΣ.

3. Επίσης, επί επιχειρήσεων εκμετάλλευσης ουζερί και ταβερνών χωρίς ζωντανή μουσική για τον προσδιορισμό των αναλογούντων καθαρών κερδών εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση γενικά οι εφαρμοσθέντες κατά δήλωση συντελεστές καθαρών κερδών, που δεν μπορεί όμως να είναι κατώτεροι από το συντελεστή 14% (σχετ. και η εγκύκλιος ΠΟΛ 1245/2001, παράγρ. Β.4, 5).

3. 4. Επί επιχειρήσεων εμπορίας υγρών καυσίμων (πρατήρια) με παράλληλη εμπορία λιπαντικών ή και λοιπών ειδών ή και παροχή υπηρεσιών και με βιβλία Α´ κατηγορίας για τα καύσιμα και Β´ κατηγορίας για τους λοιπούς Κλάδους ή δραστηριότητες, για τη διαπίστωση περί ύπαρξης ή μη συνάφειας εφαρμόζονται ανάλογα οι διευκρινήσεις της παραγράφου Β,14 της εγκυκλίου ΠΟΛ 1245/2001, δηλαδή:

3. α. Ο υπολογισμός της συνάφειας διενεργείται χωριστά για κάθε κατηγορία βιβλίων.

3. β. Ως καθαρά κέρδη για τον υπολογισμό της συνάφειας σε ότι αφορά το βιβλίο Αγορών, λαμβάνονται τα καθαρά κέρδη που προκύπτουν από την εφαρμογή επί του συνόλου των δηλωθεισών αγορών καυσίμων όλων των χρήσεων του οικείου συντελεστή καθαρών κερδών επί αγορών (Κ:Α. 44214: 1,2%).

3. γ. Έξοδα και δαπάνες που αφορούν αποδειγμένα και ης δύο κατηγορίες βιβλίων (κοινές δαπάνες), επιμερίζονται ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής των καθαρών κερδών των οικείων κλάδων ή δραστηριοτήτων κάθε κατηγορίας βιβλίων, επί του συνόλου των καθαρών κερδών των κλάδων αυτών ή δραστηριοτήτων με βάση τα βιβλία και των δύο κατηγοριών. Εφόσον ασκείται ταυτόχρονα και δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών (π.χ. πλυντήριο αυτοκινήτων), τότε το ποσοστό συμμετοχής των κοινών δαπανών στους κλάδους ή δραστηριότητες του βιβλίου Εσόδων – Εξόδων δεν μπορεί να είναι κατώτερο από 50%.

3. δ. Σε περίπτωση που προκύπτει αρνητική διαφορά ακαθαρίστων εσόδων (έλλειψη συνάφειας) μόνο για τη μία κατηγορία βιβλίων και θετική για την άλλη, τότε τα δύο επιμέρους ποσά διαφορών συμψηφίζονται και εφόσον το τελικό αποτέλεσμα είναι αρνητικό τότε μόνο υφίσταται έλλειψη συνάφειας. Στην περίπτωση αυτή η τελική αρνητική διαφορά βαρύνει αποκλειστικά την κατηγορία βιβλίων από την οποία προέρχεται.

3. 5. Επί επιτηδευματιών οι οποίοι για άλλες από τις υπαγόμενες στη ρύθμιση χρήσεις τήρησαν βιβλία Α´ κατηγορίας του ΚΒΣ και για άλλες βιβλία Β´ κατηγορίας, ο υπολογισμός της συνάφειας διενεργείται χωριστά για κάθε κατηγορία βιβλίων, χωρίς συμψηφισμό των αποτελεσμάτων.

3. 6. Επί επιχειρήσεων πώλησης εμπορευμάτων ή μεταποίησης ή επιχειρήσεων και με τους δύο αυτούς κλάδους, εφόσον για μία ή περισσότερες από τις υπαγόμενες στη ρύθμιση χρήσεις τελούσαν σε αδράνεια, η τυχόν προκύπτουσα αρνητική διαφορά ακαθαρίστων εσόδων ή αγορών, κατά περίπτωση λόγω έλλειψης συνάφειας, κατανέμεται, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 3 μόνο στις λοιπές χρήσεις για τις οποίες δεν υφίσταται αδράνεια, Σε αδράνεια θεωρείται ότι ευρίσκετο η επιχείρηση αν κατά τη διαχειριστική περίοδο δεν πραγματοποίησε αγορές, ούτε πωλήσεις εμπορεύσιμων αγαθών. Δεν θεωρείται ότι υφίστατο αδράνεια εφόσον υπάρχουν μόνο αγορές εμπορεύσιμων αγαθών και όχι πωλήσεις ή μόνο πωλήσεις έστω και αν αυτές προέρχονται από αποθέματα προηγούμενων χρήσεων, Αν σε κάποια χρήση η επιχείρηση πραγματοποίησε μόνο πωλήσεις παγίων στοιχείων, τότε θεωρείται ότι ευρίσκετο σε αδράνεια κατά τη χρήση αυτή.

3. Προκειμένου να κριθεί αν μια επιχείρηση ευρίσκετο σε αδράνεια σε μια ή περισσότερες χρήσεις, κατά τα ανωτέρω, λαμβάνονται υπόψη αποκλειστικά τα δεδομένα που προκύπτουν από τις υποβληθείσες δηλώσεις για τα οικεία συμπληρωματικά στοιχεία (Ε3), χωρίς να ερευνώνται άλλες προϋποθέσεις.

3. Επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ή ελεύθεροι επαγγελματίες δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί ότι ευρίσκοντο σε αδράνεια.

3. 7. Εξαιρετικά. η προκύπτουσα αρνητική διαφορά λόγω έλλειψης συνάφειας, μειώνεται κατά 10% πριν την ισομερή κατανομή της σε όλες στις υπαγόμενες στη ρύθμιση χρήσεις κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 2, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

3. α. Αν η επιχείρηση τελούσε σε αδράνεια για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από μία διαχειριστική περίοδο. Η δυνατότητα μείωσης δεν ισχύει για επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών και ελεύθερους επαγγελματίες.

3. β. Αν από γεγονότα ανωτέρας βίας επηρεάστηκε αρνητικά η λειτουργία της επιχείρησης. Ως τέτοια εν προκειμένω θεωρούνται οι περιπτώσεις σεισμών, πυρκαγιών, πλημμύρων και γενικά τα φυσικά φαινόμενα που επιφέρουν απώλειες ή καταστροφές.

3. γ. Αν ειδικοί λόγοι ή ιδιαίτερες συνθήκες επηρέασαν αρνητικά τη λειτουργία της επιχείρησης για πάνω από μία χρήσεις, όπως περιπτώσεις επιχειρήσεων που βρίσκονται σε περιοχές που εκτελέστηκαν έργα ΜΕΤΡΟ ή άλλα δημόσια έργα μεγάλης διάρκειας.

3. δ. Αν πρόκειται για:

3. – Επιχειρήσεις του κλάδου γουνοποιίας.

3. – Βιβλιοπωλεία, εφόσον τα ακαθάριστα έσοδα από πωλήσεις βιβλίων, συνολικά για όλες τις υπαγόμενες στη ρύθμιση χρήσεις, αποτελούν τουλάχιστον το 70% του συνόλου των ακαθάριστων εσόδων των ίδιων χρήσεων.

3. – Ιατρούς συνεργαζόμενους με εταιρίες ιατρικών υπηρεσιών – Διαγνωστικά κέντρα που αναφέρονται στην περίπτωση δ´ της παραγράφου 2 του άρθρου 2.

3. Σημειώνεται ότι ειδικά στις πιο- πάνω περιπτώσεις β´ και γ´, τα γεγονότα ανωτέρας βίας ή οι ειδικοί λόγοι ή οι ιδιαίτερες συνθήκες πρέπει να έλαβαν χώρα ή να υφίστατο κατά τις υπαγόμενες στη ρύθμιση χρήσεις και να αποδεικνύονται από κάθε νόμιμο και πρόσφορο επισυναπτόμενο στο σημείωμα του άρθρου 7 στοιχείο.

3. 8. Σε περιπτώσεις επιχειρήσεων με δραστηριότητα τόσο πώλησης εμπορευμάτων ή μεταποίησης όσο και παροχής υπηρεσιών (μικτές επιχειρήσεις), εφόσον υφίστανται διαπιστωμένες ουσιαστικές παραβάσεις του ΚΒΣ. κατά την έννοια των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 2, που αφορούν αποκλειστικά μόνο τη μία δραστηριότητα (εμπορίας, μεταποίησης ή παροχής υπηρεσιών), προσαυξάνονται τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα κατά 5% ή 10%, ανάλογα με την περίπτωση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου, μόνο της δραστηριότητας που σχετίζεται με την παράβαση, εφαρμοζόμενων ανάλογα και όσων επί πλέον ορίζονται στην περίπτωση γ´ της παραγράφου 3 του άρθρου 2 της απόφασης ΠΟΛ 1231/2000 καθώς και στη σχετική εγκύκλιο ΠΟΛ 1291/2000.

3. Επίσης, επί παράλληλης τήρησης στην ίδια χρήση βιβλίων διαφορετικής κατηγορίας (π.χ. πρατήριο καυσίμων με βιβλία Α´ κατηγορίας με παράλληλη εμπορία λιπαντικών κλπ με βιβλία Β´ κατηγορίας). εφόσον υφίστανται διαπιστωμένες ουσιαστικές παραβάσεις του ΚΒΣ που αφορούν αποκλειστικά τους κλάδους ή δραστηριότητες του ενός μόνο βιβλίου, τότε προσαυξάνονται κατά 5% ή 10% τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα ή αγορές των κλάδων ή δραστηριοτήτων τού συγκεκριμένου και όχι και του άλλου βιβλίου.

3. 9. Σχετικά με την έννοια των ουσιαστικών παραβάσεων κατά την παράγραφο 5 του άρθρου 2 και ειδικότερα σε ότι αφορά τη μη εμπρόθεσμη ενημέρωση των πρόσθετων βιβλίων της παραγράφου 5 του άρθρου 10 του ΚΒΣ και του βιβλίου της παραγράφου 11 του άρθρου 64 του ν. 2065/1992, διευκρινίζεται ότι η παράβαση αυτή θεωρείται ουσιαστική ακόμη και αν εκδόθηκε το οικείο στοιχείο αξίας μετά τη διενέργεια του ελέγχου. Σε περίπτωση όμως που το στοιχείο αυτό αποδεδειγμένα είχε ήδη εκδοθεί πριν από τη διενέργεια του ελέγχου, τότε η μη εμπρόθεσμη ενημέρωση των ανωτέρω βιβλίων δεν συνιστά ουσιαστική παράβαση.

3. ‘Άρθρο 3

3. ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΘΑΡΩΝ ΚΕΡΔΩΝ

3. 1. Για την εφαρμογή των διατάξεωνv. του άρθρου 3 σε περιπτώσεις επιχειρήσεων ή ελευθέρων επαγγελματιών που δεν προβλέπεται μοναδικός συντελεστής καθαρών κερδών ή αμοιβών, ισχύουν οι αντίστοιχες διευκρινίσεις που αναφέρονται παραπάνω για την εφαρμογή του άρθρου 2 περί συνάφειας (μέσος όρος κατηγορίας ή ο συντελεστής 47,75%, αντίστοιχα).

3. Ομοίως, οι διευκρινίσεις επί της εφαρμογής του άρθρου 2 περί συνάφειας, ισχύουν ανάλογα και ως προς τον εφαρμοστέο συντελεστή επί εστιατορίων, οινεστιατορίων, οινομαγειρείων, καφετεριών, ψητοπωλείων-σουβλάκια, ουζερί και ταβερνών χωρίς ζωντανή μουσική.

3. Ειδικά σε ότι αφορά το μέσο σταθμικό συντελεστή για την εφαρμογή του άρθρου 3, διευκρινίζεται ότι αυτός προκύπτει από τη διαίρεση των συνολικών καθαρών κερδών ή αμοιβών του επιτηδευματία που προκύπτουν σε κάθε χρήση με την εφαρμογή των προβλεπόμενων Μ.Σ.Κ.Κ. των επιμέρους κλάδων ή δραστηριοτήτων, δια των συνολικών δηλωθέντων ακαθαρίστων εσόδων ή αμοιβών της χρήσης. Για την τυχόν στρογγυλοποίηση, εφαρμόζονται όσα αναφέρονται ανωτέρω στο άρθρο 2.

3. 2. Για την εφαρμογή της υποπερίπτωσης δδ´ της παραγράφου 1.α´ του άρθρου 3, διευκρινίζεται ότι τα καθαρά κέρδη των τεχνικών επιχειρήσεων προσδιορίζονται. όπως στην υποπερίπτωση αα. της ίδιας παραγράφου (ακαθάριστα έσοδα Χ Μ.Σ.Κ.Κ. ή μέσο σταθμικό συντελεστή), ανεξάρτητα από τη χρησιμοποίηση ή μη ιδίων υλικών.

3. Με τον ίδιο τρόπο υπολογίζονται τα καθαρά κέρδη και στις περιπτώσεις που οι επιχειρήσεις αυτές διαθέτουν παράλληλα και εμπορικό κλάδο εμπορίας ή μεταποίησης που δεν εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 34 του ν. 2238/1994. Σε περιπτώσεις όμως που παράλληλα υφίσταται και εμπορικός κλάδος παροχής υπηρεσιών που δεν εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 34 του ν. 2238/1994. τότε ειδικά ως προς τον κλάδο αυτό εφαρμόζονται τα οριζόμενα στην υποπερίπτωση ββ´ της παραγράφου 1.α´ του άρθρου 3. Δη-λαδή, στις περιπτώσεις αυτές, επιμερίζεται κατ. αρχήν η τυχόν προσδιοριζόμενη στη χρήση διαφορά ακαθαρίστων εσόδων, κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 2, με βάση την αναλογία των δηλωθέντων στην ίδια χρήση ακαθαρίστων εσόδων από τεχνικά έργα και από την εμπορική δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών στα συνολικά ακαθάριστα έσοδα της χρήσης και η διαφορά που αφορά τα τεχνικά έργα προστίθεται στα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα της δραστηριότητας αυτής. Περαιτέρω, προσδιορίζονται χωριστά τα καθαρά κέρδη από τεχνικά έργα και από την εμπορική δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών, κατά τα οριζόμενα στις υποπεριπτώσεις αα´ και ββ´ της παραγράφου 1.α´ του άρθρου 3, αντίστοιχα. Το προκύπτον άθροισμα των επί μέρους ποσών καθαρών κερδών, αποτελεί το τελικό ποσό καθαρών κερδών κατά την υποπερίπτωση δδ´ της παραγράφου 1.α´ του άρθρου 3.

3. 3 Ειδικά επί αρχιτεκτόνων και μηχανικών διευκρινίζεται ότι επειδή οι καθαρές αμοιβές τους υπολογίζονται τεκμαρτώς με χρήση συντελεστή επί των ακαθαρίστων αμοιβών τους, δεν εφαρμόζονται γι’ αυτούς τα οριζόμενα στην υποπερίπτωση ββ´ της παραγράφου 1.α´ του άρθρου 3, αλλά εφαρμόζονται ανάλογα τα οριζόμενα στην υποπερίπτωση αα της ίδιας παραγράφου (ακαθάριστες αμοιβές Χ συντελεστής καθαρών αμοιβών).

3. Τα παραπάνω ισχύουν και σε περίπτωση παράλληλης άσκησης εμπορικής δραστηριότητας πώλησης αγαθών ή μεταποίησης (σύνολο ακαθαρίστων αμοιβών και εσόδων Χ μέσος σταθμικός συντελεστής).

3. Αντίθετα, σε περίπτωση παράλληλης άσκησης εμπορικής δραστηριότητας παροχής υπηρεσιών, ισχύουν ανάλογα οι πιο πάνω διευκρινίσεις για τις τεχνικές επιχειρήσεις για τις οποίες υφίσταται και εμπορικός κλάδος παροχής υπηρεσιών.

3. 4. Επί παράλληλης τήρησης στην ίδια χρήση βιβλίων διαφορετικής κατηγορίας (π.χ. πρατήριο καυσίμων με εμπορία λιπαντικών κλπ ), εφόσον υφίστανται διαπιστωμένες ουσιαστικές παραβάσεις του ΚΒΣ που αφορούν αποκλειστικά κλάδο ή κλάδους ή δραστηριότητες του ενός μόνο βιβλίου, τότε για τον προσδιορισμό των καθαρών κερδών, κατά την παράγραφο 1.β´ του άρθρου 3, προσαυξάνεται ο μέσος σταθμικός συντελεστής των κλάδων ή δραστηριοτήτων του συγκεκριμένου βιβλίου ή ο ΜΣΚΚ αν υφίσταται μόνο ένας κλάδος ή μία δραστηριότητα και όχι και των κλάδων ή δραστηριοτήτων του άλλου βιβλίου.

3. 5. Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1.α´ του άρθρου 3 (μη ύπαρξη διαπιστωμένων ουσιαστικών παραβάσεων των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 2), προσδιορίζονται διαφορές καθαρών κερδών ή αμοιβών κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου 3, ανεξάρτητα αν η επιχείρηση ή ο ελεύθερος επαγγελματίας φορολογήθηκε με βάση τις διατάξεις των άρθρων 33 και 51 του ν. 2238/1994, περί αντικειμενικών κριτηρίων, όπως αυτά ίσχυαν. Περαιτέρω όμως, ειδικά στις περιπτώσεις αυτές που η επιχείρηση ή ο ελεύθερος επαγγελματίας φορολογήθήκε βάσει των ανωτέρω διατάξεων του ν. 2238/1994, ισχύουν τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 της απόφασης.

3. ‘Άρθρο 4

3. ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ

3. 1. Επί των διατάξεων του άρθρου αυτού διευκρινίζεται ότι επί επιχειρήσεων ή ελευθέρων επαγγελματιών που για τις υπαγόμενες στη ρύθμιση χρήσεις 1994 έως και 1998 έχουν υπαχθεί στις διατάξεις των άρθρων 33 και 51 του ν. 2238/1994, όπως αυτές ίσχυαν για τις χρήσεις αυτές (αντικειμενικά κριτήρια), και έχουν φορολογηθεί με βάση τις συγκεκριμένες διατάξεις, εφόσον κατά το προηγούμενο άρθρο 3 της απόφασης προέκυψαν διαφορές καθαρών κερδών ή αμοιβών, υπολογίζονται επ’ αυτών διαφορές φόρου εισοδήματος μόνο αν υφίστανται διαπιστωμένες ουσιαστικές παραβάσεις ΚΒΣ των παραγράφων 5 και 6″ του άρθρου 2. Δηλαδή, για τις παραπάνω επιχειρήσεις ή ελεύθερους επαγγελματίες, προσδιορίζονται διαφορές φόρου εισοδήματος κατά το άρθρο 4, μόνο στις περιπτώσεις της παραγράφου 1.β´ του άρθρου 3.

3. 2. Στις διαφορές καθαρών κερδών ή αμοιβών που προκύπτουν σε κάθε χρήση κατά το άρθρο 3, με εξαίρεση τις συγκεκριμένες χρήσεις από 1994 έως και 1998 για τις οποίες η επιχείρηση ή ο ελεύθερος επαγγελματίας φορολογήθηκε σύμφωνα με τα αντικειμενικά κριτήρια και για τις οποίες συγχρόνως δεν υφίσταται διαπιστωμένη ουσιαστική παράβαση, προσδιορίζονται διαφορές φόρου εισοδήματος με την εφαρμογή, επί των διαφορών καθαρών κερδών ή αμοιβών, συντελεστή φορολόγησης, ο οποίος ορίζεται σε 25% για όλες γενικά τις ατομικές επιχειρήσεις καθώς και τους ελεύθερους επαγγελματίες και σε 35% για τους λοιπούς υπόχρεους (Ο.Ε., Ε.Ε., κοινωνίες κ.λπ.)

3. 3. Για τις κατά τα ανωτέρω προσδιοριζόμενες διαφορές φόρων δεν υπολογίζονται προσαυξήσεις, ούτε επιβάλλονται πρόστιμα και γενικά κάθε είδους κυρώσεις.

3. ‘Άρθρο 5

3. ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΦΠΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΤΟΥ ΦΟΡΟΥ

3. 1. Για τον προσδιορισμό των διαφορών στο ΦΠΑ, αφαιρούνται κατ’ αρχήν από τα ακαθάριστα έσοδα που προσδιορίζονται σε κάθε χρήση, κατά το άρθρο 2, οι δηλωθείσες συνολικά για την ίδια χρήση εκροές με βάση την υποβληθείσα εκκαθαριστική δήλωση, με εξαίρεση τις τυχόν ενδοκοινοτικές αποκτήσεις και πωλήσεις παγίων.

3. Στη συνέχεια, η κατά τα ανωτέρω προσδιοριζόμενη διαφορά ακαθαρίστων εσόδων κατανέμεται αποκλειστικά σε εκροές φορολογητέες κατά συντελεστή ΦΠΑ και απαλλασσόμενες χωρίς δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών, βάσει της αναλογίας των αντίστοιχων κατά δήλωση εκροών, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη για την κατανομή οι τυχόν δηλωθείσες απαλλασσόμενες εκροές με δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών.

3. Περαιτέρω, στις προκύπτουσες βάσει της ανωτέρω κατανομής διαφορές φορολογητέων εκροών, προσδιορίζονται οι διαφορές φόρων που αναλογούν, με την εφαρμογή του οικείου κατά περίπτωση συντελεστή ΦΠΑ.

3. 2. Οι κατά τα ανωτέρω προσδιοριοριζόμενες διαφορές ΦΠΑ δεν συμψηφίζονται με τα τυχόν βάσει δήλωσης υφιστάμενα πιστωτικά υπόλοιπα των χρήσεων που αφορούν, αλλά βεβαιώνονται ως έχουν συνολικά με τα λοιπά προκύπτοντα ποσά φόρων για όλες τις υπαγόμενες στη ρύθμιση χρήσεις, κατά το άρθρο 9.

3. Τυχόν πιστωτικό υπόλοιπο ΦΠΑ κατά την τελευταία περαιούμενη χρήση που έχει μεταφερθεί στην επόμενη χρήση προς συμψηφισμό δεν θίγεται.

3. 3. ´Όπως και στη φορολογία εισοδήματος, και στις παραπάνω διαφορές ΦΠΑ δεν υπολογίζονται προσαυξήσεις, ούτε επιβάλλονται πρόστιμα και γενικά κάθε είδους κυρώσεις.

3. ‘Άρθρο 6

3. ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΕΛΑΧΙΣΤΟΥ ΠΟΣΟΥ ΒΕΒΑΙΩΤΕΟΥ ΦΟΡΟΥ

3. 1. Με βάση τις διατάξεις του άρθρου αυτού, ανάλογα με το μέσο όρο των δηλωθέντων ακαθαρίστων εσόδων ή αμοιβών όλων των υπαγόμενων στη ρύθμιση χρήσεων. προβλέπονται ελάχιστα ποσά φόρου για κάθε χρήση. εφόσον δεν προέκυψαν διαφορές φόρων κατά τα άρθρα 4 και 5 ή το άθροισμα διαφορών φόρων που προκύπτουν στη χρήση κατά τα άρθρα αυτά υπολείπεται των προβλεπόμενων αυτών ελάχιστων ποσών φόρου.

3. Εξαιρούνται από τον προσδιορισμό ελάχιστου ποσού φόρου μόνο οι χρήσεις για τις οποίες η επιχείρηση τελούσε σε αδράνεια, σύμφωνα με τις σχετικές διευκρινίσεις που παρατίθενται επί του άρθρου 2.

3. 2. Επί επιτηδευματιών με παράλληλη τήρηση βιβλίων Α´ και Β´ κατηγορίας του ΚΒΣ στην ίδια χρήση (π.χ. πρατήριο καυσίμων με πώληση λιπαντικών κλπ) ή με αλλαγή κατηγορίας βιβλίων ενδιάμεσα των υπαγόμενων στη ρύθμιση χρήσεων (από Α´ σε Β´ ή αντίστροφα). Οι δηλωθείσες αγορές βάσει του βιβλίου Αγορών ανάγονται σε ακαθάριστα έσοδα (παράγρ. 4, άρθρου 6), τα οποία και συναθροίζονται με τα δηλωθέντα βάσει του βιβλίου Εσόδων-Εξόδων ακαθάριστα έσοδα, και περαιτέρω το ελάχιστο ποσό φόρου προσδιορίζεται με βάση το μέσο όρο των συνολικών ακαθαρίστων εσόδων όλων των χρήσεων. Εφόσον υφίσταται και κλάδος παροχής υπηρεσιών, εφαρμόζεται ειδικότερα η παράγραφος 3 του άρθρου 6

3. ‘Άρθρο 7

3. ΥΠΟΒΟΛΗ ΕΙΔΙΚΩΝ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΦΟΡΩΝ

3. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΕΡΑΙΩΣΗΣ

3. 1 Το προβλεπόμενο από την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού ειδικό σημείωμα υπολογισμού των διαφορών φόρων υποβάλλεται από τους ενδιαφερόμενους επιτηδευματίες συνολικά για όλες τις υπαγόμενες στη ρύθμιση χρήσεις, δηλαδή σε κάθε περίπτωση υποβάλλεται ένα έντυπο ειδικού σημειώματος από κάθε επιτηδευματία για όλες τις υπαγόμενες στη ρύθμιση ανέλέγκτες χρήσεις του, ακόμη και αν μεσολάβησε αλλαγή κατηγορίας βιβλίων. Ειδικά στην περίπτωση αυτή, της αλλαγής κατηγορίας βιβλίων . ή στην περίπτωση της παράλληλης τήρησης βιβλίων Α´ και Β´ κατηγορίας του ΚΒΣ στην ίδια χρήση (π.χ. πρατήρια υγρών καυσίμων με λιπαντικά κλπ), γίνονται ιδιαίτεροι υπολογισμοί, σε χωριστούς πίνακες, για τη σύγκριση των αριθμητικών δεδομένων (συνάφεια) και για τον προσδιορισμό των καθαρών κερδών, ανά κατηγορία βιβλίων.

3. Το παραπάνω σημείωμα υποβάλλεται, σε δύο (2) αντίτυπα, πάντα στη Δ.Ο.Υ που είναι αρμόδια στη φορολογία εισοδήματος για την τελευταία υπαγόμενη στη ρύθμιση χρήση κάθε επιτηδευματία, ανεξαρτήτως αν εμπλέκονται και άλλες Δ.Ο.Υ. λόγω αλλαγής έδρας ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο, το ένα αντίτυπο, αφού υπογραφεί αρμοδίως επιστρέφεται στο φορολογούμενο.

3. Επί εγγάμων γυναικών επιτηδευματιών, το ειδικό σημείωμα υποβάλλεται στη Δ.Ο.Υ. που υποβλήθηκε η κοινή δήλωση φορολογίας εισοδήματος για την τελευταία υπαγόμενη στη ρύθμιση χρήση.

3. Υπόδειγμα του πιο πάνω ειδικού σημειώματος, μαζί με οδηγίες συμπλήρωσής επισυνάπτεται στην παρούσα για ενιαία χρήση από τους ενδιαφερόμενους επιτηδευματίες και ομοιόμορφη εφαρμογή της απόφασης.

3. 2. Από τις παραγράφους 2 και 4 του άρθρου 7 προκύπτει ότι η υποβολή του ειδικού σημειώματος συνεπάγεται την περαίωση των οικείων χρήσεων ως προς τις φορολογίες εισοδήματος και ΦΠΑ, εφ όσοv:

3. Καταβληθεί, ταυτόχρονα με την υποβολή του, το 1/10 του προκύπτοντος συνολικά ποσού φόρων για όλες τις χρήσεις, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 9.

3. Μεταφέρθηκαν ορθά σ’ αυτό τα δεδομένα των αντίστοιχων δηλώσεων και των οικείων συμπληρωματικών στοιχείων (Ε3).

3. Υπολογίστηκαν ορθά τα ακαθάριστα έσοδα και καθαρά κέρδη ή αμοιβές και γενικά εξήχθησαν και υπολογίστηκαν ορθά τα αποτελέσματα και οι προκύπτουσες διαφορές φόρων, υπό το βάρος των τυχόν ήδη διαπιστωμένων ουσιαστικών παραβάσεων του επιτηδευματία που αφορούν τις υπαγόμενες στη ρύθμιση χρήσεις και σύμφωνα με τα εν γένει προβλεπόμενα από την απόφαση.

3. Αφορά όλες τις υπαγόμενες στη ρύθμιση ανέλεγκτες χρήσεις του επιτηδευματία. Επιλεκτική επιλογή χρήσεων δεν είναι δυνατή.

3. Πριν από την υποβολή του, επιλυθούν με διοικητικό ή δικαστικό συμβιβασμό κατά περίπτωση, οι τυχόν εκκρεμείς φορολογικές διαφορές που αφορούν τις υπαγόμενες στη ρύθμιση χρήσεις του επιτηδευματία, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 8.

3. 3. Κατ’ εξαίρεση. οι τυχόν διαφορές ΦΠΑ που σχετίζονται με την εφαρμογή των διατάξεων περί διακανονισμού της έκπτωσης του φόρου που αφορά αγαθά επένδυσης (άρθ. 26 παράγρ. 2, 3 και 4 ν. 1642/1986), δεν αποτελούν αντικείμενο περαίωσης βάσει της υπόψη ρύθμισης.

3. Ειδικά το ανωτέρω επί μέρους φορολογικό αντικείμενο, υπόκειται σε έλεγχο κατά τις ισχύουσες γενικές διατάξεις, με εφαρμογή ως προς την επίλυση και βεβαίωση των τυχόν σχετικών διαφορών των διατάξεων της απόφασης ΠΟΛ 1144/1998 (άρθρο 12, παράγρ. 1 Α.Υ.Ο. 1144/98).

3. ‘Άρθρο 8

3. ΕΠΙΛΥΣΗ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΩΝ ΕΚΚΡΕΜΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΙΣ ΥΠΑΓΟΜΕΝΕΣ ΣΤΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΧΡΗΣΕΙΣ

3. 1. Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, προϋπόθεση περαίωσης των υπαγόμενων στη ρύθμιση ανέλεγκτων χρήσεων του επιτηδευματία είναι η επίλυση με διοικητικό ή δικαστικό συμβιβασμό, κατά περίπτωση, πριν από την υποβολή του ειδικού σημειώματος του άρθρου 7, των φορολογικών διαφορών από οποιεσδήποτε γενικά καταλογιστικές πράξεις φορολογίας εισοδήματος ή Φ.Π.Α. ή ΚΒΣ που εκκρεμούν στη Δ.Ο.Υ. (επίλυση με διοικητικό συμβιβασμό) ή σε πρώτο βαθμό ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου (επίλυση με δικαστικό συμβιβασμό), με εξαίρεση τα πρόστιμα της περίπτωσης β´ της παραγράφου 2 του άρθρου 48 του ν. 1642/1986. Ειδικά αν πρόκειται για προσωρινά φύλλά ελέγχου ή πράξεις εισοδήματος ή Φ.Π.Α.. προϋπόθεση περαίωσης αποτελεί η προηγούμενη επίλυση των σχετικών φορολογικών διαφορών (με δικαστικό συμβιβασμό), ακόμη και αν τα φύλλα ή οι πράξεις εκκρεμούν και πέραν του Πρωτοδικείου, σε οποιοδήποτε δικαστήριο γενικά (Εφετείο ή και στο Σ.τ.Ε.).

3. 2. Η κατά τα ανωτέρω επίλυση διενεργείται σύμφωνα με όσα επακριβώς ορίζονται στις λοιπές παραγράφους του ίδιου άρθρου 8.

3. 3. Πριν επίσης από την υποβολή του ειδικού σημειώματος του άρθρου 7, ο επιτηδευματίας μπορεί, εφόσον το επιθυμεί, να επιλύσει και τις διαφορές από τις συγκεκριμένες λοιπές εκκρεμείς πράξεις που ορίζονται στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου για τις οποίες προβλέπεται προαιρετική περαίωση, κατά τον τρόπο που ορίζεται στην ίδια παράγραφο, σε συνδυασμό και με τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου αυτού.

3. 4. Σε περιπτώσεις που οι προαναφερόμενες εκκρεμείς καταλογιστικές πράξεις έχουν εκδοθεί από φορολογική αρχή διαφορετική από τη Δ.Ο.Υ. στην οποία υποβάλλεται το ειδικό σημείωμα κατά το άρθρο 7, η επίλυση των οικείων διαφορών με διοικητικό ή δικαστικό συμβιβασμό, πριν από την υποβολή του ανωτέρω σημειώματος, κατά τα ανωτέρω, γίνεται πάντα από τov προϊστάμενο της φορολογικής αρχής που εξέδωσε την πράξη. Στις περιπτώσεις αυτές αντίγραφο της πράξης μετά του σχετικού πρακτικού συμβιβασμού επισυνάπτεται από τον επιτηδευματία στο υποβαλλόμενο ειδικό σημείωμα του άρθρου 7.

3. 5. Επί προσωρινών φύλλων ελέγχου στη φορολογία εισοδήματος, οι τελικές βάσει του κατά τα ανωτέρω διοικητικού ή δικαστικού συμβιβασμού καταλογισθείσες διαφορές καθαρών κερδών ή αμοιβών προστίθενται στα δηλωθέντα ή τα φορολογηθέντα με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια καθαρά κέρδη ή αμοιβές. Τα ανωτέρω δεν ισχύουν επί προσωρινών φύλλων ελέγχου που σχετίζονται με την εφαρμογή αναπτυξιακών νόμων, καθόσον στην περίπτωση αυτή η διαφορά βάσει του προσωρινού ελέγχου προέρχεται από μη αναγvώριση της μείωσης των δηλωθέντων βάσει βιβλίων καθαρών κερδών.

3. Επίσης, επί προσωρινών πράξεων στο ΦΠΑ, οι τελικές βάσει του κατά τα ανωτέρω διοικητικού ή δικαστικού συμβιβασμού καταλογισθείσες διαφορές φορολογητέων εκροών προστίθενται στις δηλωθείσες από τον ίδιο τον υπόχρεο φορολογητέες εκροές, όπως αυτές προκύπτουν από τις υποβληθείσες εκκαθαριστικές δηλώσεις ΦΠΑ, προκειμένου να εφαρμοστούν οι διατάξεις του άρθρου 5.

3. ‘Άρθρο 9

3. ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΦΟΡΩΝ

3. 1. Ο αριθμός των δόσεων καταβολής κατά την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού (12, 18 ή 24 δόσεις), εξαρτάται από το ύψος του συνολικού ποσού φόρου που προκύπτει για όλες τις περαιούμενες χρήσεις, συμπεριλαμβανομένου και του 1/10 αυτού που καταβάλλεται άμεσα, ανεξαρτήτως κατηγορίας βιβλίων και με δεδομένο ότι το ελάχιστο ποσό κάθε δόσης είναι 300 ευρώ, εκτός της τελευταίας. Επί σεισμοπαθών (άρθρο 1 απόφασης ΠΟΛ. 1239/1999), οι κατά τα ανωτέρω δόσεις διπλασιάζονται, ανερχόμενες το ανώτερο μέχρι 24.

3. 2. Σε περίπτωση που η Δ.Ο.Υ. στην οποία υποβάλλεται το ειδικό σημείωμα κατά το άρθρο 7 δεν συνεχίζει να είναι αρμόδια στη φορολογία εισοδήματος λόγω αλλαγής έδρας ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο, βεβαιώνεται απ’ αυτήν το προκύπτον βάσει της ρύθμισης ποσό, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 9, εισπράττεται το 1/10 αυτού κατά την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού και περαιτέρω αποστέλλεται ο οικείος χρηματικός κατάλογος στην τελευταία αρμόδια στη φορολογία εισοδήματος Δ.Ο.Υ. για είσπραξη του υπολοίπου ποσού.

3. 3. Ειδικά για τους επιτηδευματίες που υπέβαλαν ειδικά σημειώματα συνάφειας της τριετίας 1999 – 2001 στο ΦΠΑ, η πρώτη δόση καταβάλλεται στο τέλος του επόμενου μήνα από αυτόν που είναι καταβλητέα η τελευταία από τις δόσεις ΦΠΑ κατά τα ορισθέντα από τις οικείες αποφάσεις περί της συνάφειας τριετίας. Για παράδειγμα, αν το ποσό ΦΠΑ είναι καταβλητέο σε έξι (6) δόσεις μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου 2002, η πρώτη δόση του προκύπτοντος βάσει της ρύθμισης ποσού θα καταβληθεί μέχρι το τέλος Οκτωβρίου του ίδιου έτους.

3. 4. Τα βεβαιούμενα στο πλαίσιο της ρύθμισης ποσά που αφορούν διαφορές ΦΠΑ (άρθρο 5 απόφασης) εγγράφονται στον ειδικό κωδικό εσόδων 1643 και τα λοιπά ποσά στον ειδικό κωδικό εσόδων 0644 (εισόδημα). Για παράδειγμα, αν σε μία από τους περαιούμενες χρήσεις επιτηδευματία προέκυψαν διαφορές από ΦΠΑ (άρθρο 5 απόφασης) 70.000 δραχμές και από φόρο εισοδήματος (άρθρο 4 απόφασης) 100.000 δραχμές και αν το ελάχιστο ποσό βεβαιωτέου φόρου ανά χρήση για τον συγκεκριμένο επιτηδευματία (άρθρο 6 απόφασης) είναι 200. 000 δραχμές, τότε το τελικό ποσό που βαρύνει τη χρήση αυτή είναι 200.000 δραχμές. Εξ’ αυτών 70.000 δραχμές αφορούν των κωδικό 1643 (ΦΠΑ) και 130.000 δραχμές, ήτοι 100.000 + (200.000 -170.000)=130.000, αφορούν τον κωδικό 0644 (εισόδημα). Τα ποσά αυτά μετατρέπονται σε ευρώ και περαιτέρω ακολουθεί η βεβαίωσή τους κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 9.

3. 5. Η προβλεπόμενη από την παράγραφο 4 του άρθρου 9 έκπτωση κατά 5% στις περιπτώσεις άμεσης καταβολής του συνόλου του βεβαιούμενου στο πλαίσιο της ρύθμισης ποσού, καταλαμβάνει και το 1/10 αυτού, δεν παρέχεται όμως επί των ποσών που προκύπτουν από διαφορές ΦΠΑ. Η παραπάνω δηλαδή έκπτωση παρέχεται μόνο επί των ποσών που εγγράφονται στον κωδικό 0644.

3. ‘Άρθρο 10

3. ΤΕΛΙΚΕΣ – ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

3. 1. Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, επί ανέλεγκτων υποθέσεων επιτηδευματιών χωρίς υποχρέωση κατά τον ΚΒΣ τήρησης βιβλίων (απαλλασσόμενοι), δεν εφαρμόζονται οι διαδικασίες και δεν γίνονται οι υπολογισμοί κατά τα άρθρα 2. 3, 4 και 5 της απόφασης, αλλά σε κάθε περίπτωση υπολογίζονται, βεβαιώνονται και καταβάλλονται. κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 9, μόνο τα ελάχιστα ποσά φόρων των πρώτων κατά περίπτωση κλιμακίων του άρθρου 6. Συνεπώς, για όλους τους παραπάνω επιτηδευματίες, ανεξαρτήτως αντικειμένου εργασιών, προκύπτει πάντα προς βεβαίωση ποσό 60.000 δραχμές ανά χρήση (176 ευρώ), το οποίο αποτελεί σε κάθε περίπτωση την τελική ανά χρήση επιβάρυνση, χωρίς άλλη διαδικασία, ακόμα και σε περίπτωση ύπαρξης διαπιστωμένων ουσιαστικών παραβάσεων.

3. Τα παραπάνω ισχύουν επί επιτηδευματιών που δεν τήρησαν βιβλία για καμιά από τις υπαγόμενες στη ρύθμιση ανέλεγκτες χρήσεις τους. Εφόσον, όμως, έστω και για μία από τις υπαγόμενες στη ρύθμιση χρήσεις του ίδιου επιτηδευματία, τηρήθηκαν βιβλία Α´ ή Β´ κατηγορίας, ακόμη και προαιρετικώς, τότε οι χρήσεις για τις οποίες νόμιμα δεν τηρήθηκαν βιβλία αντιμετωπίζονται όπως επί βιβλίων Α´ κατηγορίας, δηλαδή για τις χρήσεις αυτές εφαρμόζονται όλες οι διαδικασίες και γίνονται όλοι οι υπολογισμοί που γίνονται επί βιβλίων Αγορών (συνάφεια, επιπτώσεις τυχόν διαπιστωμένων ουσιαστικών παραβάσεων, προσδιορισμός διαφορών φόρων εισοδήματος κλπ), εκτός του προσδιορισμού διαφορών ΦΠΑ κατά το άρθρο 5 της απόφασης.

3. 2. Με την παράγραφο 2 του άρθρου 10 αντιμετωπίζονται οι υπαγόμενες κατ’ αρχήν στη ρύθμιση υποθέσεις. για τις οποίες όμως υφίστανται επιβαρυντικά Δελτία Πληροφοριών ή άλλα στοιχεία ή έχουν κατασχεθεί ανεπίσημα βιβλία ή στοιχεία που δεν έχουν ακόμη επεξεργασθεί. Στις περιπτώσεις αυτές, επειδή εκκρεμεί ο σχετικός έλεγχος, ο επιτηδευματίας υποβάλλει μεν ειδικό σημείωμα στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. κατά το άρθρο 7, συμπληρωμένα με όλα τα λοιπά δεδομένα, δηλώνοντας έτσι την επιθυμία του υπαγωγής στη ρύθμιση, χωρίς όμως να λαμβάνονται υπόψη τα παραπάνω στοιχεία και χωρίς να βεβαιώνονται και καταβάλλονται ποσά και γενικά να περαιώνεται η υπόθεση στο στάδιο αυτό, για οποιαδήποτε χρήση.

3. Η περαίωση στις παραπάνω περιπτώσεις γίνεται το αργότερο μέχρι 30/9/ 02, κατόπιν σχετικής έγκαιρης πρόσκλησης του επιτηδευματία από την αρμόδια προς τούτο Δ.Ο.Υ. και αφού προηγηθεί ο έλεγχος και η επεξεργασία των προαναφερόμενων στοιχείων, υπό το βάρος των ελεγκτικών αποτελεσμάτων και εφόσον βεβαίως ο επιτηδευματίας τελικά το επιθυμεί και δεν προκύψουν λόγοι εξαίρεσης από τον διενεργηθέντα έλεγχο κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 1 (π.χ. έκδοση πλαστών ή εικονικών στοιχείων ή λήψη εικονικών κλπ).

3. Ύστερα από τα παραπάνω είναι φανερό ότι Δελτία Πληροφοριών ή οποιαδήποτε άλλα στοιχεία ή κατασχεθέντα ανεπίσημα βιβλία ή στοιχεία, που εκκρεμούν στις Δ.Ο.Υ. ή στις λοιπές ελεγκτικές υπηρεσίες και αφορούν ανέλεγκτες χρήσεις 1993 έως 1998 υπαγόμενων στη ρύθμιση επιτηδευματιών που θα υποβάλλουν σχετικό ειδικό σημείωμα κατά το άρθρο 7, πρέπει να ελεγχθούν και επεξεργαστούν έγκαιρα και κατά απόλυτη προτεραιότητα, προκειμένου να εφαρμοστούν τα προαναφερόμενα.

3. Στις περιπτώσεις που αρμόδια υπηρεσία για τον έλεγχο των παραπάνω στοιχείων δεν είναι η Δ.Ο.Υ. που είναι αρμόδια για την παραλαβή του ειδικού σημειώματος του άρθρου 7, ο έλεγχος των στοιχείων αυτών θα γίνεται από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. ή την υπηρεσία που κατέχει τα εν λόγω στοιχεία και έχει τη σχετική αρμοδιότητα, με ενημέρωση, ως προς τα αποτελέσματα, της Δ.Ο.Υ. που είναι αρμόδια για την παραλαβή του ανωτέρω ειδικού σημειώματος.

3. Για τις τυχόν παραβάσεις ΚΒΣ που θα προκύψουν από τους Κατά τα ανωτέρω ελέγχους θα εκδοθούν αρμοδίως οι σχετικές Α.Ε.Π., οι οποίες, εφόσον συνεχίζουν να είναι εκκρεμείς κατά το χρόνο της οριστικής περαίωσης των ανέλεγκτων χρήσεων βάσει της ρύθμισης, θα αντιμετωπισθούν κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 8.

3. 3. Τα φορολογικά στοιχεία και τα λοιπά δικαιολογητικά εγγραφών που αφορούν περαιούμενες στο πλαίσιο της ρύθμισης χρήσεις, μπορούν, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 10, να καταστραφούν από τον επιτηδευματία, χωρίς έγκριση, μετά από ένα έτος από τις περαίωσης και με την προϋπόθεση ότι έχει εξοφληθεί το σύνολο του βεβαιωθέντος κατά το άρθρο 9 ποσού.

3. Επειδή όμως με την εν λόγω ρύθμιση περαιώνονται μόνο οι φορολογίες εισοδήματος και ΦΠΑ, για το λόγο αυτό προβλέπεται περαιτέρω από την ίδια παράγραφο 5 και επισημαίνεται ιδιαίτερα ότι τα φορολογικά στοιχεία και λοιπά δικαιολογητικά εγγραφών δεν καταστρέφονται για τις χρήσεις που περαιώνονται, εφόσον σχετίζονται με οποιαδήποτε λοιπά φορολογικά αντικείμενα που παραμένουν εκκρεμή προς έλεγχο. Σημειώνεται περαιτέρω ότι ειδικά επί χρήσεων που σχετίζονται με την εφαρμογή των διατάξεων περί διακανονισμού ΦΠΑ αγαθών επένδυσης, καθώς και επί χρήσεων για τις οποίες παραμένουν σε εκκρεμότητα καταλογιστικές πράξεις γενικά οποιουδήποτε φορολογικού αντικειμένου, δεν καταστρέφεται το σύνολο των φορολογικών στοιχείων και των λοιπών δικαιολογητικών εγγραφών που αφορούν τη χρήση. Σε κάθε περίπτωση, τα βιβλία διατηρούνται κατά τις διατάξεις του ΚΒΣ.

3. 4. Βάσει των οριζομένων στην παράγραφο 6, επί διαπίστωσης ανακριβούς μεταφοράς των δεδομένων των δηλώσεων και των οικείων συμπληρωματικών στοιχείων (Ε3), καθώς και των διαπιστωμένων ουσιαστικών παραβάσεων, στο ειδικό σημείωμα του άρθρου 7, ανατρέπεται η περαίωση όλων των χρήσεων που υπήχθησαν στη ρύθμιση, οι οποίες και ελέγχονται άμεσα κατά τις γενικές διατάξεις, χωρίς δυνατότητα εφαρμογής, σε κανένα στάδιο της διαδικασίας, των διατάξεων των αποφάσεων ΠΟΛ 1144/1998 και 1168/2001.

3. 5. Σύμφωνα με τις παραγράφους 8 και 9, οι τυχόν χρήσεις 1992 και προγενέστερες επιτηδευματιών που περαιώνουν τις επόμενες χρήσεις τους 1993 έως και 1998 στο πλαίσιο της ρύθμισης, περαιώνονται βάσει της απόφασης ΠΟΛ. 1099/1994, το αργότερο εντός μηνός από την υποβολή του ειδικού σημειώματος του άρθρου 7 της απόφασης.

3. Προς τούτο, ο επιτηδευματίας πρέπει να προσέλθει στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. εισοδήματος χρήσης 1992, προσκομίζοvτας αντίγραφο του ως άνω υποβληθέντος ειδικού σημειώματος προκειμένου να αποδεχθεί την κατά τα ανωτέρω περαίωση της χρήσης αυτής καθώς και των προηγούμενων που δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή. κατά τα οριζόμενα στην απόφαση ΠΟΛ. 1099/1994. εντός της συγκεκριμένης ως άνω προθεσμίας. Σε διαφορετική περίπτωση ή σε περίπτωση εξαίρεσης των χρήσεων 1992 και προγενέστερων από την απόφαση ΠΟΛ. 1099/1994, οι χρήσεις αυτές ελέγχονται κατά τις ισχύουσες διατάξεις.

3. 6. Με την παράγραφο 10 παρέχεται η ευχέρεια στους επιτηδευματίες που ελέγχθηκαν βάσει των αποφάσεων ΠΟΛ 1144/1998. 1231/2000 και 1168/ 2001 αλλά δεν περαίωσαν τις υποθέσεις τους στο πλαίσιο σχετικού συμβιβασμού, να τις περαιώσουν κατά τα προβλεπόμενα από τις ανωτέρω αποφάσεις και με βάση τα αποτελέσματα του ήδη διενεργηθέντος ελέγχου, εφόσον μέχρι 27.5.02, ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης ΠΟΛ . 1155/ 2002 στο οικείο ΦΕΚ, δεν έχουν ήδη εκδοθεί σημειώματα της παραγράφου 5 του άρθρου 30 του ΚΒΣ ή οποιεσδήποτε καταλογιστικές πράξεις γενικά λόγω επέκτασης του ελέγχου σύμφωνα με όσα ορίζονται από τις παραπάνω αποφάσεις ή λόγω προσωρινού ελέγχου. Η παραπάνω δυνατότητα παρέχεται σε όσους δεν εμπίπτουν στη ρύθμιση που προβλέπεται με την απόφαση ΠΟΛ. 1155/2002.

3. Η περαίωση, κατά τα ανωτέρω, μπορεί να γίνει το αργότερο μέχρι 30/6/02 ή εντός ανατρεπτικής προθεσμίας πέντε (5) ημερών από την επίδοση σχετικής πρόσκλησης από την αρμόδια ελεγκτική υπηρεσία. Προς τούτο, οι προϊστάμενοι των Δ.Ο.Υ. ή των Ελεγκτικών Κέντρων πρέπει να μεριμνήσουν για την επίδοση των ανωτέρω προσκλήσεων πριν από την παραπάνω ημερομηνία

3. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ – ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ

3. 1. Επί αποκλειστικά πλανόδιων λιανοπωλητών και λιανοπωλητών σε κινητές λαϊκές αγορές που για τις χρήσεις 1994 έως και 1998 φορολογήθηκαν κατά τις διατάξεις των παραγράφων 14 και 15 του άρθρου 33 του ν. 2238/ 1994, όπως αυτές ίσχυαν, με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης στη φορολογία εισοδήματος, δεν προσδιορίζονται διαφορές φόρου εισοδήματος για τις εν λόγω χρήσεις κατά το άρθρο 4 της απόφασης, ακόμη και αν υφίστανται διαπιστωμένες ουσιαστικές παραβάσεις του ΚΒΣ.

3. Σε κάθε περίπτωση, όμως, και για τους παραπάνω επιτηδευματίες, προσδιορίζονται οι τυχόν διαφορές ΦΠΑ, κατά το άρθρο 5 της απόφασης, ενώ έχει βέβαια συγχρόνως εφαρμογή και το άρθρο 6 αυτής περί ελάχιστου ποσού βεβαιωτέου φόρου ανά χρήση.

3. Οι προαναφερόμενοι επιτηδευματίες επισυνάπτουν στο υποβαλλόμενο ειδικό σημείωμα του άρθρου 7, αντίγραφα των αποδεικτικών καταβολής του φόρου που προεβλέπετο από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 33 του ν. 2238/1994.

3. 2. Επί πρακτόρων κρατικών λαχείων και παιγνίων (ΠΡΟ-ΠΟ, ΛΟΤΤΟ και συναφή) και εφημεριδοπωλών (υποπράκτορες εφημερίδων και περιοδικών), βεβαιώνονται και καταβάλλονται για όλες τις χρήσεις 1993 έως και 1998 τα ελάχιστα ποσά φόρου του άρθρου 6 της απόφασης (60.000 δραχμές ανά χρήση), ενόψει της απαλλαγής τους κατά τον Κ.Β.Σ από την τήρηση βιβλίων, ανεξάρτητα αν για τη χρήση 1995 ή και για άλλες χρήσεις τηρήθηκαν βιβλία. Η τυχόν μη τήρηση βιβλίων για τη χρήση 1995 αν και ειδικά για τη χρήση αυτή υπήρχε σχετική υποχρέωση, δεν αποτελεί λόγο μη υπαγωγής στη ρύθμιση κατά το άρθρο 1 της απόφασης.

3. Σε περίπτωση που οι παραπάνω επιτηδευματίες άσκησαν και άλλη δραστηριότητα και πληρούν τις σχετικές προϋποθέσεις υπαγωγής στη ρύθμιση, εφαρμόζονται πλήρως για τη δραστηριότητα αυτή τα οριζόμενα στα άρθρα 2, 3, 4 και 5. Σε ότι αφορά τον προσδιορισμό των ελάχιστων ποσών φόρου, κατά το άρθρο 6 της απόφασης, προστίθενται τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα από την απαλλασσόμενη εκ της τήρησης βιβλίων δραστηριότητα στα ακαθάριστα έσοδα της άλλης δραστηριότητας και περαιτέρω προσδιορίζεται το κατά χρήση ελάχιστο ποσό φόρου, με βάση το σύνολο των ακαθαρίστων εσόδων, κατ’ εφαρμογή του ανωτέρω άρθρου 6 της απόφασης.

3. 3. Ομοίως, επί εκμεταλλευτών επιβατικών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης (ΤΑΞΙ), βεβαιώνονται και καταβάλλονται, σε κάθε περίπτωση, για όλες τις χρήσεις 1993 έως και 1998, τα ελάχιστα ποσά φόρου του άρθρου 6 της απόφασης (60.000 δραχμές ανά χρήση), εφόσον για τις χρήσεις αυτές καταβλήθηκαν τα προβλεπόμενα τεκμαρτά ποσά ΦΠΑ.

3. Προς τούτο επισυνάπτονται στο υποβαλλόμενο ειδικό σημείωμα του άρθρου 7 αντίγραφα των σχετικών αποδεικτικών καταβολής.

3. 4. Ανέλεγκτες υποθέσεις μελών κοινωνιών αστικού δικαίου και λοιπών προσώπων της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του ν. 2238/1994, που εκμεταλλεύονται μέχρι και δύο ή ένα μόνο φορτηγό ή επιβατικό αυτοκίνητο Δ.Χ., αντίστοιχα, καθώς και φαρμακοποιών μελών εταιριών συστεγαζόμενων φαρμακείων, για τις οποίες ισχύουν οι διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 64 του ν. 2238/1994, υπάγονται στην απόφαση ως προς τη φορολογία εισοδήματος, εφόσον η κοινωνία αστικού δικαίου ή το πρόσωπο της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του ν. 2238/1994 ή η εταιρία συστεγαζόμενων φαρμακείων στην οποία συμμετέχουν, υπάγονται στην απόφαση με βάση το μέσο όρο των δηλωθέντων ακαθαρίστων εσόδων τους και γενικά κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1 της απόφασης.

3. Κατά την περαίωση, στις ανωτέρω περιπτώσεις, για τις κοινωνίες αστικού δικαίου ή τα λοιπά πρόσωπα της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του ν. 2238/1994, καθώς και τις εταιρίες συστεγαζόμενων φαρμακείων, προσδιορίζονται ακαθάριστα έσοδα κατά το άρθρο 2 και ποσά φόρων κατά τα άρθρα 5 και 6 της απόφασης, ενώ για τα μέλη προσδιορίζονται μόνο τα ποσά φόρου εισοδήματος κατά το άρθρο 4 αυτής (διαφορές φόρου εισοδήματος επί των διαφορών καθαρών κερδών που αναλογούν στο μέλος κατά το ποσοστό συμμετοχής του).

3. 5. Επί αρχιτεκτόνων και μηχανικών, εφόσον για τις περαιούμενες χρήσεις 1993 έως και 1998. μειώθηκαν κατά δήλωση οι νόμιμες ακαθάριστες αμοιβές ή οι συμβατικές αμοιβές ειδικά επί έργων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. κ.λπ. κατά το ποσό τυχόν εκπτώσεων με πιστωτικά τιμολόγια κ.λπ., τότε ως δηλωθείσες ακαθάριστες αμοιβές για την εφαρμογή των άρθρων 1, 2, 3 και 6 και τον προσδιορισμό των διαφορών φόρου εισοδήματος κατά το άρθρο 4 της απόφασης, λαμβάνονται τα ποσά ακαθαρίστων αμοιβών πριν από την κατά τα ανωτέρω μείωσή τους, δεδομένου ότι οι παραπάνω εκπτώσεις, δεν αναγνωρίζονται για έκπτωση από τις ακαθάριστες αμοιβές για τον προσδιορισμό των καθαρών αμοιβών (σχετ. και η εγκ. ΠΟΛ 1291/2000, παράγρ. Β.3).

3. Τα ανωτέρω ισχύουν ανάλογα και για τον προσδιορισμό των διαφορών ΦΠΑ κατά το άρθρο 5 της απόφασης, αλλά μόνο για τις χρήσεις 1996 έως και 1998.

3. 6. Για τις τυχόν εκκρεμείς αποφάσεις επιβολής προστίμων ΚΒΣ σε βάρος συμβολαιογράφων και δικηγόρων, οι οποίες περαιώνονται πριν από την υποβολή των ειδικών σημειωμάτων του άρθρου 7 της απόφασης, κατά το άρθρο 8 αυτής, ισχύουν ανάλογα οι διευκρινίσεις που έχουν, παρασχεθεί με τις εγκυκλίους ΠΟΛ.1291/2000, παράγρ. Β. 7 και ΠΟΛ.1220/2001, παράγρ. 9, αντίστοιχα.

3. 7. Για τους δικηγόρους με πάγια αντιμισθία, στις ακαθάριστες αμοιβές για την εφαρμογή των άρθρων 1, 2 και 6 της απόφασης, δεν συμπεριλαμβάνονται τα ποσά της πάγιας αντιμισθίας για όλες τις περαιούμενες χρήσεις.

3. Στις περιπτώσεις αυτές, για τις χρήσεις που τα ποσά της αντιμισθίας είναι μεγαλύτερα από τις λοιπές αμοιβές των ίδιων χρήσεων, για τον υπολογισμό της συνάφειας λαμβάνεται υπόψη το 50% των συνολικών δαπανών της χρήσης.

3. Προκειμένου για τη χρήση 1993, συνυποβάλλονται υποχρεωτικά με το ειδικό σημείωμα του άρθρου 7 και τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία ως προς τα έσοδα από αντιμισθία και επί πλέον πρέπει η χρήση αυτή να μη βαρύνεται με παραβάσεις της παραγράφου 5 του άρθρου 2.

3. 8. Σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 2 της απόφασης, μεταξύ άλλων, θεωρούνται διαπιστωμένες και οι παραβάσεις της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου, για τις οποίες κατά την υποβολή του ειδικού σημειώματος του άρθρου 7 έχουν ήδη εκδοθεί και επιδοθεί Υπηρεσιακά Σημειώματα Ελέγχου (Υ.Σ.Ε.) από τις υπηρεσίες του ΣΔΟΕ ή Ειδικά Σημειώματα Ελέγχου βάσει των αποφάσεων ΠΟΛ 1144/1998 ή 1168/2001.

3. Για τις συγκεκριμένες παραβάσεις σημειώνεται ότι σε κάθε περίπτωση πρέπει οι οικείες αποφάσεις επιβολής προστίμων να έχουν εκδοθεί πριν από την υποβολή του πιο πάνω ειδικού σημειώματος του άρθρου 7 από τις αρμόδιες προς τούτο υπηρεσίες (αρμόδιες Δ.Ο.Υ. ή και Ελεγκτικά Κέντρα επί παραβάσεων βάσει Ειδικών Σημειωμάτων Ελέγχου αποφάσεων ΠΟΛ 1144/ 1998 ή 1168/2001), ούτως ώστε εφόσον οι αποφάσεις αυτές δεν έχουν ήδη οριστικοποιηθεί (π.χ. με συμβιβασμό), να αντιμετωπισθούν κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 8 της απόφασης.

ΠΡΟΣ: Δ.Ο.Υ. …………. › Αναγράφεται η Δ.Ο.Υ. που υπάγεται η τελ. περαιούμενη χρήση

Δ.Ο.Υ. που υποβλήθηκε η δήλωση φορ. εισ/τος οικ. έτους 2002 …….. ΚΩΔ. ›

ΕΙΔΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΠΕΡΑΙΩΣΗΣ

(΄Αρθρου 28 ν. 3016/2002 και Α.Υ.Ο. ΠΟΛ. 1155/2002

Αριθ. ……… /2002

Ημερ/νία ………………./2002

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

Επώνυμο ή επωνυμία ……………………………………. ΄Όνομα ……………………………….

Όνομα ποτ. ή συζ. ……………………. Νομ. Μορφή ……………….. Α.Φ.Μ. ……………..

Αντικείμενο εργασιών ………………………………………………………………………………….

Δ/νση ……………………………………….. Νομ. εκπρόσωπος ………………………………….

Περαιούμενα Οικ. έτη: 1994 › 1995 › 1996 › 1997 › 1998 › 1999› *

Κατ. Βιβλίων Κ.Β.Σ. : 1994 › 1995 › 1996 › 1997 › 1998 › 1999› **

* Σημειώνεται Χ στο αντίστοιχο τετραγωνίδιο

** Συμπληρώνεται με τα γράμματα Α΄ ή Β΄ ανάλογα με τα τηρηθέντα βιβλία και για τους νόμιμα μη τηρούντες με το ψηφίο Ο

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Συνολικά ακαθ. έσοδα και αριθμός περαιούμενων χρήσεων

Από εμπορία ή μεταποίηση …….. Δρχ. αριθ. χρήσεων……… Μ.Ο./χρήση …. Δρχ.

Από παροχή υπηρεσιών …………. Δρχ. αριθ. χρήσεων……… Μ.Ο./χρήση …. Δρχ.

Από ελευθέριο επάγγελμα ……… Δρχ. αριθ. χρήσεων……… Μ.Ο./χρήση …. Δρχ.

Σύνολο ακαθ. εσόδων ……. Δρχ. αριθ. χρήσεων……Συνολ. Μ.Ο./χρήση …. Δρχ.

Αριθμός απασχολουμένων με εξαρτημένη εργασία κατά την τελευταία περαιούμενη χρήση: …………………………………………………………………………………………….

Διαπιστωμένες Ουσιαστικές παραβάσεις (παρ. 5 και 6α άρθρου 2 ΠΟΛ. 1155/2002)

Είδος παράβασης Αριθ. ΥΣΕ ή Α.Ε.Π. και Χρήση Ποσό

΄Ετος έκδοσης που αφορά απόκρυψης

1) ………………………………………………………………………………………………………………

2) ………………………………………………………………………………………………………………

Παραβάσεις παρ. 6β άρθρου 2 (συμπληρώνεται από την υπηρεσία κατά την παραλαβή)

1) ………………………………………………………………………………………………………………

ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΠΕΡΑΙΩΣΗΣ

Οικ. έτη/χρήσεις 1994/93 1995/94 1996/95 1997/96 1998/97 1999/98 ΤΕΛΙΚΟ ΠΟΣΟ

ΓΙΑ ΒΕΒΑΙΩΣΗ

Φόρος εισ/τος

ΦΠΑ

ΣΥΝΟΛΟ

Ποσά ΄Αρθρου 6

Ποσά για βεβαίωση:

Κωδ. Εσόδων 0644

Κωδ. Εσόδων 1643

Μετατροπή σε ευρώ

Κωδ. εσόδων 0644

Κωδ. Εσόδων 1643

ΣΥΝΟΛΟ σε ευρώ

Καταβλήθηκε 1/110 Χ ……….. ευρώ …………….. Αριθ. Διπλοτύπου …………………

Το υπόλοιπο ποσό, ήτοι ευρώ …………………… βεβαιώνεται σε ……………. μηνιαίες δόσεις, εκ των οποίων η πρώτη λήγει την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μήνα…………. και οι επόμενες την τελευταία εργάσιμη ημέρα των μηνών που ακολουθούν.

Ο ΥΠΟΧΡΕΟΣ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ Δ.Ο.Υ.

ΟΔΗΓΙΕΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗΣ ΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΣΗΜΕIΩΜΑΤΟΣ ΠΕΡΑΙΩΣΗΣ

1. ΓΕΝΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Τα σκιασμένα πλαίσια δεν συμπληρώνονται.

2. ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΠΡΩΤΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ: Η συμπλήρωση της σελίδας αυτής είναι απλή. Επισημαίνονται μόνο τα εξής:

– Στον Πίνακα “ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΠΕΡΑΙΩΣΗΣ”: Στις σειρές “φόρος εισ/τος” και

“ΦΠΑ” μεταφέρονται τα αντίστοιχα ποσά της τελευταίας σειράς

του ΠΙΝΑΚΑ ΙΙΙ και της τελευταίας στήλης των σειρών “ΣΥΝΟΛΟ”

του Πίνακα IV.

– Στη σειρά “Ποσά άρθρου 6” αναγράφεται σε κάθε χρήση το ποσό που

αντιστοιχεί με βάση τους Πίνακες του άρθρου 6.

– Στη σειρά “Ποσά για βεβαίωση – Κωδ. Εσόδων 1643” μεταφέρονται τα

ποσά της σειράς “ΦΠΑ”

– Στη σειρά “Ποσά για βεβαίωση – Κωδ. Εσόδων 0644” μεταφέρονται τα

ποσά της σειράς “Φόρος εισοδήματος” εφόσον το ανά χρήση σύνολο του

φόρου εισοδήματος και του ΦΠΑ είναι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ποσό

της σειράς “Ποσά άρθρου 6”, αν όμως το παραπάνω ανά χρήση σύνολο είναι

μηδενικό ή μικρότερο από το αντίστοιχο ποσό της σειράς “Ποσά άρθρου 6”,

τότε στη σειρά αυτή (Κωδ. 0644) μεταφέρεται το ανά χρήση ποσό της σειράς

“Ποσά άρθρου 6” σε περίπτωση μηδενικού συνόλου φορ. εισοδήματος και

ΦΠΑ ή η θετική διαφορά που προκύπτει από την αφαίρεση “Ποσά άρθρου 6”

Μείον Σύνολο φόρου εισοδήματος και ΦΠΑ.

– Στην περίπτωση αδράνειας στη συγκεκριμένη χρήση δεν μεταφέρεται

κανένα ποσό.

– Στις άλλες σειρές του Πίνακα “ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΠΕΡΑΙΩΣΗΣ” συμπληρώνεται μόνο σε ευρώ η τελευταία στήλη “ΤΕΛΙΚΟ ΠΟΣΟ ΓΙΑ ΒΕΒΑΙΩΣΗ”.

3. ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΠΙΝΑΚΩΝ Ι – ΙΙ – ΙΙΙ – IV

ΠΙΝΑΚΑΣ 1 – ΣΥΝΟΛΙΚΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

– Στον Πίνακα αυτόν μεταφέρονται από το Ε3 τα συνολικά οικονομικά στοιχεία

αθροιστικά για όλες τις περαιούμενες χρήσεις.

– Τα έσοδα από τεχνικές επιχειρήσεις (άρθρου 34 ν. 2238/94) και από γεωργικές εκμεταλλεύσεις καταχωρούνται στις σειρές 5γ ή δ, κατά περίπτωση.

– Στη σειρά 5ζ “Λοιπά έσοδα” δεν καταχωρούνται έσοδα από ενοίκια, τόκους

καταθέσεων, πώληση παγίων ή από ωφέλεια του άρθρου 13 του ν. 2238/94,

επιδοτήσεις για απασχόληση προσωπικού που οδηγούν σε μείωση του

κόστους εργασίας, επιδοτήσεις για αγορά παγίων ή επιδοτήσεις επιτοκίου,

ενώ αντίθετα καταχωρούνται οι επιδοτήσεις για ενίσχυση του εισοδήματος

που θεωρούνται έσοδα της εκμετάλλευσης. Το ίδιο ισχύει και για τα λοιπά

έσοδα της σειράς 7ε.

– Στη σειρά 6 προσδιορίζεται η σχέση των εσόδων από Παροχή Υπηρεσιών

(Π.Υ.) προς τα συνολικά ακαθάριστα έσοδα, δηλαδή έσοδα Π.Υ./Συν. ακαθ.

έσοδα Χ 100 = ………… %. Αν το ποσοστό αυτό είναι < 50% τότε για τον

προσδιορισμό των καθαρών κερδών συμπληρώνεται η σειρά (9) του

πίνακα ΙΙΙ. Αντίθετα αν το ποσοστό αυτό, είναι > 50% και η επιχείρηση δεν

έχει παραβάσεις της παρ. 5 άρθρου 2 σε όλες ή κάποιες από τις περαιούμενες χρήσεις, τότε για τις χρήσεις αυτές συμπληρώνεται η σειρά (10) του

πίνακα ΙΙΙ, εφόσον βέβαια υπάρχει έλλειψη συνάφειας. Σημειώνεται ακόμα ότι

για τις τεχνικές επιχειρήσεις που έχουν και κ