Παροχή οδηγιών για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1 – 11 του ν.3259/2004 σχετικά με την περαίωση εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων, όπως αυτές ισχύουν ύστερα από το ν. 3697/2008.Αθήνα, 2 Οκτωβρίου 2008

Αρ.Πρωτ: 1098594 / 4811 /ΔΕ-Β

ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΛΕΓΧΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΛΕΓΧΟΥ
ΤΜΗΜΑΤΑ Β’, Α’
Ταχ. Δ/νση :Κ. Σερβίας 10
Ταχ. Κωδ. :101 84 ΑΘΗΝΑ
Τηλ. :210 3375204
FAX :210 3375416

ΠΟΛ : 1130

ΘΕΜΑ: Παροχή οδηγιών για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1 – 11 του ν.3259/2004 σχετικά με την περαίωση εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων, όπως αυτές ισχύουν ύστερα από το ν. 3697/2008.

Α. ΓΕΝΙΚΑ

Με τις διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 3697/2008 «Ενίσχυση της διαφάνειας του Κρατικού Προϋπολογισμού, έλεγχος των δημόσιων δαπανών, μέτρα φορολογικής δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. 194 Α’/25.9.2008) επήλθαν μεταβολές στις διατάξεις των άρθρων 1-11 του ν. 3259/2004 «Περαίωση εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων, ρύθμιση ληξιπρόθεσμων χρεών και άλλες διατάξεις» .

Οι παραπάνω μεταβολές καθώς και η περαίωση των υποθέσεων κατά τα άρθρα 1 έως 11 του ν. 3259/2004 με βάση τις μεταβολές αυτές, ισχύουν από τη δημοσίευση του ν.3697/2008 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 25/9/2008.

Κατόπιν αυτών σας κοινοποιούμε τις παραπάνω διατάξεις του άρθρου 28 του ν.3697/2008 και σας παρέχουμε κατωτέρω αναλυτικές οδηγίες περαίωσης των εκκρεμών υποθέσεων, για περαιτέρω δε διευκόλυνση επισυνάπτουμε στην παρούσα και άτυπη κωδικοποίηση του ν. 3259/2004, επισημαίνοντας ιδιαιτέρως την αναγκαιότητα για την όσο το δυνατόν συντομότερη διεκπεραίωση των εργασιών που απαιτούνται για την εφαρμογή της σχετικής ρύθμισης.

Β. ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΕΡΑΙΩΣΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

Για την ομοιόμορφη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1 – 11 του ν. 3259/2004, όπως αυτές πλέον ισχύουν ύστερα από τις διατάξεις του άρθρου 28 του ν.3697/2008, ακολουθούν κατ’ άρθρο οι οδηγίες που είχαν δοθεί με σχετικές εγκυκλίους διαταγές μας καθώς και αναγκαίες διευκρινήσεις, όπου απαιτείται, μετά και τις μεταβολές που επήλθαν με τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 28 του ν.3697/2008.

Αρθρο 1
Εισαγωγή
Με το άρθρο 1 καθορίζεται ότι ο ειδικός τρόπος επίλυσης των φορολογικών διαφορών που προκύπτουν από τις εκκρεμείς φορολογικές υποθέσεις, είναι προαιρετικός και έχει ως σκοπό την περαίωση αυτών.

Αρθρο 2
Βασικές Έννοιες
Για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1 – 11 του ν.3259/2004 οι παρακάτω όροι νοούνται ως εξής:

1. Μοναδικός Σ.Κ.Κ.
Με την παράγραφο 1 του άρθρου 2 ως Μοναδικός Συντελεστής Καθαρού Κέρδους λαμβάνεται ο μοναδικός συντελεστής καθαρού κέρδους που προβλέπεται από τους πίνακες συντελεστών καθαρού κέρδους που ισχύουν, χωρίς να υπολογίζεται οποιαδήποτε μείωση αυτών. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει συγκεκριμένος μοναδικός συντελεστής για το ασκούμενο επάγγελμα, λαμβάνεται ο μέσος όρος των συντελεστών της κατηγορίας του πίνακα, στην οποία κατηγορία ανήκει το επάγγελμα αυτό. Στην περίπτωση κατά την οποία υπάρχουν ακαθάριστα έσοδα με περισσότερους του ενός μοναδικούς συντελεστές καθαρού κέρδους, τότε ως μοναδικός συντελεστής λαμβάνεται ο μεσοσταθμικός συντελεστής καθαρού κέρδους ο οποίος προκύπτει από τη σχέση των συνολικών καθαρών κερδών των επί μέρους υπολογισμών (ακαθάριστα έσοδα επί μοναδικό συντελεστή καθαρού κέρδους) δια του συνολικού ποσού των ακαθάριστων εσόδων, επί εκατό (100).

Παράδειγμα :
Ακαθάριστα έσοδα Α’ δραστηριότητας 50.000 επί Μ.Σ.Κ.Κ. 10,00% 5.000 Καθαρά Κέρδη
Ακαθάριστα έσοδα Β’ δραστηριότητας 30.000 επί Μ.Σ.Κ.Κ. 8,00% 2.400 Καθαρά Κέρδη
Ακαθάριστα έσοδα Γ’ δραστηριότητας 10.000 επί Μ.Σ.Κ.Κ. 11,00% 1.100 Καθαρά Κέρδη
Ακαθάριστα έσοδα Δ’ δραστηριότητας 20.000 επί Μ.Σ.Κ.Κ. 35,00% 7.000 Καθαρά Κέρδη

Σύνολα 110.000 Ακαθ. έσοδα 15.500 Καθαρά Κέρδη

Μέσος Σταθμικός Συντελεστής Καθαρού Κέρδους:(15.500:110.000) Χ 100 = 14,09%

Ο διαχωρισμός των ακαθάριστων εσόδων ανά μοναδικό συντελεστή καθαρού κέρδους, θα ληφθεί όπως αυτός προκύπτει από το υποβληθέν έντυπο Ε3. Σε περίπτωση κατά την οποία δεν έχει γίνει διαχωρισμός των ακαθάριστων εσόδων στο έντυπο Ε3, αλλά προκύπτει ο διαχωρισμός αυτός σαφέστατα και χωρίς αμφισβήτηση από τα στοιχεία του φακέλου που υπάρχουν στη Δ.Ο.Υ., τότε θα ληφθεί από τα στοιχεία αυτά. Σε διαφορετική περίπτωση, δηλαδή όταν δεν προκύπτει σαφώς ο διαχωρισμός των ακαθάριστων εσόδων, τότε ως μοναδικός συντελεστής θα λαμβάνεται ο μοναδικός συντελεστής καθαρού κέρδους του κυρίως ασκούμενου επαγγέλματος των πινάκων και όχι αυτός που τυχόν είχε εφαρμοσθεί.

Παράδειγμα :
Επιχείρηση πώλησης ψευδοκοσμημάτων με παράλληλη πώληση γυναικείων υποδημάτων και ετοίμων γυναικείων ενδυμάτων.
Γυναικεία ενδύματα
(ΚΩΔ 6312) 50.000 επί Μ.Σ.Κ.Κ. 14,00% Καθαρά κέρδη 7.000
Γυναικεία υποδήματα
(ΚΩΔ 6332) 30.000 επί Μ.Σ.Κ.Κ. 12,00% Καθαρά Κέρδη 3.600
Κοσμήματα
(ΚΩΔ 6339) 10.000 επί Μ.Σ.Κ.Κ. 22,00% Καθαρά Κέρδη 2.200
Σύνολα 90.000 12.800

Μέσος Σταθμικός Συντελεστής Καθαρού Κέρδους:(12.800:90.000) Χ 100 = 14,22%

Στο παραπάνω παράδειγμα, εφόσον υπάρχει σαφής διαχωρισμός ο συντελεστής θα είναι 14,22%, δηλαδή ο μεσοσταθμικός.

Σε περίπτωση όμως που δεν υπάρχει ο πιο πάνω διαχωρισμός και η επιχείρηση έχει καταχωρηθεί π.χ. ως επιχείρηση εμπορίας ψευδοκοσμημάτων, ο μοναδικός συντελεστής θα είναι 22,00%.

Σημειώνεται ότι αν υπάρχουν πολλές δραστηριότητες και για κάποια από αυτές δεν ορίζεται Μ.Σ.Κ.Κ. θα χρησιμοποιείται για τη δραστηριότητα αυτή ο μέσος όρος των συντελεστών της κατηγορίας του πίνακα στην οποία ανήκει η δραστηριότητα αυτή και στη συνέχεια θα υπολογίζεται ο μεσοσταθμικός συντελεστής καθαρού κέρδους.
Επί μικτών επιχειρήσεων για τον υπολογισμό του μέσου σταθμικού συντελεστή ως καθαρά κέρδη του κλάδου παροχής υπηρεσιών λαμβάνονται αυτά που προκύπτουν από τον πολλαπλασιασμό των ακαθάριστων εσόδων-αμοιβών της παροχής υπηρεσιών επί τον αντίστοιχο Μ. Σ. Κ. Κ. αυτών και όχι τα δηλούμενα καθαρά κέρδη που προέκυψαν λογιστικά.
Σε περιπτώσεις επιχειρήσεων με Γ’ κατηγορίας βιβλία που από τον φάκελο δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί μεσοσταθμικός συντελεστής θα λαμβάνεται ο συντελεστής του κυρίως ασκούμενου επαγγέλματος για όλα τα έσοδα και όχι αυτός που τυχόν έχει αναγραφεί.

Για τον προσδιορισμό του μέσου σταθμικού συντελεστή μπορείτε να χρησιμοποιείτε την εφαρμογή που υπάρχει στην ιστοσελίδα της Διεύθυνσης Ελέγχου: http://10.16.59.100

Αν για ένα επάγγελμα προβλέπεται μεν συντελεστής όχι όμως για όλες τις ανέλεγκτες χρήσεις (π.χ. λόγω καθιέρωσής του για πρώτη φορά), τότε εφαρμόζεται ο συντελεστής που καθιερώθηκε για όλες τις ανέλεγκτες χρήσεις, ανεξαρτήτως του χρόνου καθιέρωσής του.

Ακόμη σημειώνεται ότι σε περίπτωση διαφοροποίησης του Μ.Σ.Κ.Κ. ανά χρήση εφαρμόζεται ο συντελεστής που ισχύει σε κάθε χρήση.

Στις περιπτώσεις αρχιτεκτόνων και μηχανικών κάθε ειδικότητας καθώς και τεχνικών επιχειρήσεων του άρθρου 34 ν.2238/1994, που δήλωσαν προσαυξημένο συντελεστή καθαρού κέρδους λόγω προφανούς δυσαναλογίας δαπανών θα λαμβάνεται ο προσαυξημένος συντελεστής που οι ίδιοι δήλωσαν.

Ακόμα, στις περιπτώσεις αρχιτεκτόνων και μηχανικών κάθε ειδικότητας που έχουν συστήσει εταιρείες Ε.Π.Ε. ή Α.Ε. και έχουν ως αντικείμενο εργασιών σύνταξη μελετών κλπ., ως Μ.Σ.Κ.Κ. λαμβάνεται ο συντελεστής του αντίστοιχου επαγγέλματος (άρθρο 48 ν.2238/1994).

2. Δηλούμενα ακαθάριστα έσοδα
Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 2 καθορίζεται η έννοια των ακαθάριστων εσόδων. Ως δηλούμενα ακαθάριστα έσοδα θεωρούνται αυτά που προκύπτουν από το έντυπο Ε3 της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος αρχικής εμπρόθεσμης, εκπρόθεσμης και τυχόν συμπληρωματικής, που υποβλήθηκε μέχρι 31/12/2007, μετά την αφαίρεση:
α) Εσόδων από συμμετοχές σε άλλες επιχειρήσεις
β) Εσόδων από μισθώματα ακινήτων.
Στα ακαθάριστα έσοδα συνυπολογίζονται τα πάσης φύσεως έσοδα, χωρίς να εξετάζεται η προέλευσή τους. Έτσι, λαμβάνονται υπόψη και συνυπολογίζονται αμοιβές, προμήθειες, επιδοτήσεις, επιχορηγήσεις, πωλήσεις παγίων, ιδιοπαραγωγή παγίων, πωλήσεις μετοχών και οποιαδήποτε άλλα έσοδα.
Σε καμιά περίπτωση δεν εξετάζεται η φορολογική μεταχείριση των ακαθάριστων εσόδων ή αμοιβών και των πάσης φύσεως εσόδων.
Επίσης, στις υποθέσεις φορολογίας πλοίων καθώς και λοιπών φορολογιών που σχετίζονται με τις υποθέσεις αυτές ως ακαθάριστα έσοδα εννοούνται τα έσοδα των λοιπών κατηγοριών σύμφωνα και με τους παραπάνω περιορισμούς.
Για τις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου ως δηλούμενα ακαθάριστα έσοδα θεωρούνται αυτά που έχουν προσδιορισθεί με την πρωτόδικη απόφαση.
Στις περιπτώσεις όπου μετά από τακτικό έλεγχο έγινε προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια, συζητήθηκε η υπόθεση αλλά δεν έχει εκδοθεί ακόμα η απόφαση, ως ακαθάριστα έσοδα θα ληφθούν αυτά που θα προσδιορισθούν με την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης.
Διευκρινίζεται ακόμα ότι στα ακαθάριστα έσοδα δεν υπολογίζονται τα ακαθάριστα έσοδα από πωλήσεις για λογαριασμό τρίτων, αλλά μόνο η προμήθεια που λαμβάνει η επιχείρηση από τη δραστηριότητα αυτή.
Επίσης, στις περιπτώσεις που ο ανάδοχος του έργου εισφέρει το έργο σε εταιρεία – κοινοπραξία που συμμετέχει (άρθρο 34 ν.2238/1994), τα ακαθάριστα έσοδα της εισφοράς δεν θα λαμβάνονται υπόψη ως έσοδο του αναδόχου, εφόσον έχει γίνει διαχωρισμός αυτών στους οικείους πίνακες του Ε3 της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος ή στις σημειώσεις του φορολογούμενου της δήλωσης αυτής.
Στις περιπτώσεις επιχειρήσεων με πολλές δραστηριότητες από τις οποίες κάποιες υπάγονται στην περαίωση και κάποιες δεν υπάγονται, ως δηλούμενα ακαθάριστα έσοδα θα λαμβάνονται τα έσοδα από τις δραστηριότητες που υπάγονται στην περαίωση.
Σημειώνεται ακόμα ότι για τις υποθέσεις της περίπτωσης δ΄ του άρθρου 3 του ν.3259/2004, δηλούμενα ακαθάριστα έσοδα θεωρούνται αυτά που έχουν προσδιορισθεί με την οριστική περαίωση.
Ακόμα, ως ακαθάριστα έσοδα στις περιπτώσεις επιχειρήσεων του κλάδου ελληνικής ποτοποιίας θεωρούνται αυτά που δηλώνονται στο Ε3 και όχι τα αντίστοιχα της εκκαθαριστικής δήλωσης Φ.Π.Α. στην οποία εμπεριέχεται ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης.

3. Αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη
Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 2, αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη αποτελεί:
α) Η διαφορά που προκύπτει μεταξύ των δηλωθέντων ακαθάριστων εσόδων και των ακαθάριστων εσόδων που έχουν προσδιορισθεί είτε με την έκθεση ελέγχου είτε με το ειδικό σημείωμα ελέγχου της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1144/1998, εφόσον φυσικά έχουν κοινοποιηθεί στην επιχείρηση μέχρι και την 25/9/2008 και δεν έχει επιτευχθεί διοικητική επίλυση της διαφοράς, έστω και αν η διαφορά των ακαθάριστων εσόδων οφείλεται στη μη ύπαρξη συνάφειας.
Εφόσον έχει διενεργηθεί έλεγχος και έχει κοινοποιηθεί έκθεση ελέγχου αλλά εκ μέρους της επιχείρησης δεν έχει υποβληθεί δήλωση για κάποια εκ των διαχειριστικών χρήσεων, τότε το σύνολο των ακαθάριστων εσόδων βάσει ελέγχου θεωρείται αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη.

β) Όταν δεν έχει κοινοποιηθεί στην επιχείρηση έκθεση ελέγχου φόρου εισοδήματος ή ειδικό σημείωμα ελέγχου της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1144/20.5.1998, αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη αποτελεί το ποσό που προκύπτει από τη συνταχθείσα έκθεση ελέγχου ή ειδικό σημείωμα ελέγχου της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1144/20.5.1998 που έχουν καταχωρηθεί στα βιβλία της ελεγκτικής αρχής μέχρι την 25/9/2008 ή από απόφαση επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. ή από δελτίο πληροφοριών της αρμόδιας ή άλλης Δ.Ο.Υ. ή του Σ.Δ.Ο.Ε. ή της ΥΠ.Ε.Ε. ή άλλης αρχής και αφορά:

αα) την απόκρυψη ποσού εσόδων ή αγορών (εμπορεύσιμων ή πάγιων περιουσιακών στοιχείων), από παράλειψη έκδοσης ή λήψης φορολογικού στοιχείου,
ββ) την απόκρυψη ποσού εσόδων ή αγορών από έκδοση ή λήψη ανακριβούς ως προς την αξία φορολογικού στοιχείου ,
γγ) την ανακριβή καταχώρηση εσόδων ή αγορών ή δαπανών στο έντυπο Ε3 της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος.

Αν για κάποια από τις παραπάνω περιπτώσεις διενεργήθηκε προσωρινός έλεγχος Φ.Π.Α., εκδόθηκε πράξη προσδιορισμού Φ.Π.Α. και επήλθε διοικητική επίλυση της διαφοράς, τότε για τις ανάγκες του παρόντος κεφαλαίου η περίπτωση αυτή θεωρείται μόνο ως παράβαση Κ.Β.Σ. σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση 5 του παρόντος άρθρου.

4. Δηλούμενα καθαρά κέρδη
Σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 2, δηλούμενα καθαρά κέρδη είναι αυτά που έχουν δηλωθεί στο έντυπο Ε1 ή Ε5 της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος για τις επιχειρήσεις που τήρησαν βιβλία Α’ και Β’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., για δε τους τηρήσαντες βιβλία Γ’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., τα καθαρά κέρδη του ισολογισμού όπως αυτά διαμορφώθηκαν μετά την προσθήκη ή αφαίρεση λογιστικών διαφορών στη δήλωση φόρου εισοδήματος.
Επίσης διευκρινίζεται ότι:
α) Στην περίπτωση που τα δηλωθέντα κέρδη είναι μικρότερα από το ελάχιστο ποσό καθαρού εισοδήματος (αντικειμενικά κριτήρια), τότε ως δηλωθέντα κέρδη εννοείται το ελάχιστο ποσό καθαρού εισοδήματος (αντικειμενικά κριτήρια) εφόσον έχει φορολογηθεί.
β) Εφόσον έχει διενεργηθεί προσωρινός έλεγχος και τα δηλωθέντα καθαρά κέρδη έχουν διαφοροποιηθεί με την προσθήκη λογιστικών διαφορών και τα κέρδη αυτά έχουν φορολογηθεί, τα διαμορφωθέντα αυτά κέρδη αποτελούν και δηλούμενα καθαρά κέρδη.
γ) Για τις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου θεωρούνται αυτά που έχουν προσδιορισθεί με την πρωτόδικη απόφαση.
Σημειώνεται ακόμα ότι για τις υποθέσεις της περίπτωσης δ΄ του άρθρου 3 του ν. 3259/2004 δηλούμενα καθαρά κέρδη θεωρούνται αυτά που έχουν προσδιορισθεί με την οριστική περαίωση.

5. Παραβάσεις Κ.Β.Σ. που επαυξάνουν το συντελεστή φόρου
Με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 2 καθορίζονται οι παραβάσεις Κ.Β.Σ. που επαυξάνουν το συντελεστή φόρου (και όχι τα ακαθάριστα έσοδα). Οι παραβάσεις αυτές είναι:
α) Μη τήρηση ή μη διαφύλαξη οιουδήποτε θεωρημένου βιβλίου Κ.Β.Σ. είτε βασικού είτε πρόσθετου.
β) Μη επίδειξη των θεωρημένων Βιβλίων στον Τακτικό ή Προληπτικό Έλεγχο.
γ) Ανακριβής τήρηση Βιβλίων ως προς τα έσοδα ή μη καταχώρηση εσόδων.
δ) Ανακριβής τήρηση Βιβλίων ως προς τις Αγορές ή μη καταχώρηση αγορών.
ε) Ανακριβής τήρηση Πρόσθετων Βιβλίων ή μη καταχώρηση δεδομένων που επηρεάζουν τα έσοδα ή τις αγορές.
στ) Τήρηση Βιβλίων κατώτερης της προβλεπόμενης από τον Κ.Β.Σ. Κατηγορίας.
ζ) Ανακρίβεια Απογραφής ως προς την ποσότητα ή την αξία.
η) Μη έκδοση ή ανακριβής έκδοση στοιχείου του Κ.Β.Σ. ή υπουργικών
αποφάσεων.
θ) Έκδοση αθεώρητου στοιχείου Κ.Β.Σ. μη καταχωρημένου στα Βιβλία.
ι) Μη διαφύλαξη εκδοθέντος ή ληφθέντος φορολογικού στοιχείου.
ια)Λήψη εικονικού φορολογικού στοιχείου ως προς το πρόσωπο του αντισυμβαλλόμενου.
ιβ) Καταχώρηση στα Βιβλία ανύπαρκτων αγορών ή εξόδων.
ιγ) Έκδοση ή σήμανση στοιχείου από μη νόμιμο φορολογικό μηχανισμό μη καταχωρημένου στα Βιβλία .
ιδ) Μη αναγραφή του είδους των αγαθών.
ιε) Μη σύνταξη Απογραφής ή Ισολογισμού.
Οι παραβάσεις μη διαφύλαξης των βιβλίων και στοιχείων ή μη επίδειξης αυτών αν και ανάγονται στο χρόνο που διαπιστώνονται ή πιστοποιούνται επαυξάνουν το συντελεστή φόρου για τα έτη στα οποία αναμφισβήτητα αναφέρονται και αφορούν τα βιβλία και στοιχεία.
Για την εφαρμογή των υπόψη διατάξεων της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του ν.3259/2004 δεν προβλέπεται από καμιά διάταξη του νόμου οποιαδήποτε συσχέτιση με τις διατάξεις του άρθρου 30 του Π.Δ.186/1992 (Κ.Β.Σ.) που αναφέρονται στο κύρος και την αποδεικτική δύναμη των βιβλίων και στοιχείων.
Σημειώνεται ότι παράβαση για έλλειμμα ή πλεόνασμα ταμείου εντάσσεται στις περιπτώσεις (γ, δ) της παρούσας παραγράφου και αποτελεί αποκρυβείσα αξία.
Επίσης, στις περιπτώσεις παράβασης της μη σύνταξης απογραφής ο συντελεστής φόρου επαυξάνεται τόσο για τη χρήση που αφορά την απογραφή λήξης όσο και για τη χρήση που αφορά την απογραφή έναρξης.

Αρθρο 3
Υπαγόμενες Υποθέσεις

Στη ρύθμιση και όπως αυτή καθορίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 1 έως και 11 του νόμου, όπως αυτές πλέον ισχύουν, υπάγονται οι εκκρεμείς υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος και λοιπών φορολογικών αντικειμένων επιτηδευματιών οι οποίες αφορούν διαχειριστικές περιόδους που έκλεισαν μέχρι και τις 31 Δεκεμβρίου του έτους 2006.
Με τον όρο εκκρεμής υπόθεση φορολογίας εισοδήματος εννοείται κάθε μία δήλωση φορολογίας εισοδήματος ή δήλωση αποτελεσμάτων. Το ίδιο ισχύει ανάλογα και για τον όρο εκκρεμείς υποθέσεις λοιπών φορολογικών αντικειμένων.
Με τον όρο εκκρεμείς υποθέσεις για την υπαγωγή στη ρύθμιση νοούνται εκείνες που μέχρι την 25η/9/2008, ημερομηνία δημοσίευσης του ν.3697/2008 :
α) Δεν είχε αρχίσει ο έλεγχος ή είχε αρχίσει και δεν είχε περατωθεί.
β) Είχε εκδοθεί φύλλο ελέγχου ή πράξη αποτελεσμάτων, αλλά δεν είχε οριστικοποιηθεί.
γ) Εκκρεμούν στα διοικητικά δικαστήρια Α’ και Β’ βαθμού δικαιοδοσίας και δεν έχουν συζητηθεί στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.
Υπάγονται στη ρύθμιση και οι υποθέσεις που έχουν συζητηθεί στο Διοικητικό Πρωτοδικείο και δεν έχει εκδοθεί η απόφαση του Πρωτοδικείου ή αυτές για τις οποίες έχει εκδοθεί η απόφαση του Πρωτοδικείου και δεν έχει ασκηθεί έφεση επειδή δεν έχει παρέλθει ακόμα η σχετική προθεσμία.
δ) Ακόμα θεωρούνται εκκρεμείς και υπάγονται στη ρύθμιση και οι υποθέσεις που έχουν περαιωθεί οριστικά για τις οποίες μέχρι την 31-12-2007:
αα) Έχει διενεργηθεί έλεγχος και έχουν εκδοθεί συμπληρωματικά φύλλα ελέγχου ή πράξεις προσδιορισμού αποτελεσμάτων ή Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.), τα οποία είτε δεν έχουν οριστικοποιηθεί είτε εκκρεμούν ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου ή Διοικητικού Εφετείου και δεν έχουν συζητηθεί στο ακροατήριο του Εφετείου.
ββ) Υπάρχουν γι’ αυτές στις Δ.Ο.Υ. δελτία πληροφοριών ή αποφάσεις επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. για συμπληρωματικά στοιχεία με βάση τα οποία δεν έχει διενεργηθεί ακόμα έλεγχος.
Σημειώνεται ότι στη ρύθμιση υπάγονται και οι επιχειρήσεις των οποίων ο έλεγχος έχει ανατεθεί σε άλλη ελεγκτική υπηρεσία ή σε ειδικό συνεργείο ελέγχου, εφόσον συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις των άρθρων 1 – 11 του ν.3259/2004, όπως πλέον ισχύουν.

Επισημαίνεται ότι για να περαιωθούν εκκρεμείς υποθέσεις λοιπών φορολογικών αντικειμένων απαραίτητη προϋπόθεση είναι να υπάγεται στη ρύθμιση αντίστοιχα η υπόθεση φορολογίας εισοδήματος.
Επίσης, στη ρύθμιση υπάγονται και οι επιχειρήσεις που βρίσκονται σε αδράνεια ή δεν δηλώνουν έσοδα (όχι όμως και οι επιχειρήσεις που δεν έχουν ακόμη τεθεί σε πραγματική λειτουργία, όπως π.χ. ξενοδοχειακή μονάδα υπό κατασκευή κ.λπ.) ή Νομικά Πρόσωπα που τελούν υπό εκκαθάριση μέχρι την ημερομηνία της εκκαθάρισης.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 28 του ν. 3697/2008, οι εκκρεμείς υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος και Φ.Π.Α. οι οποίες υπάγονται στις διατάξεις των άρθρων 1 – 11 του ν. 3259/2004, όπως ισχύουν, και συγχρόνως υπάγονται και στις διατάξεις των άρθρων 13 – 17 του ν. 3296/2004, αλλά δεν έγινε εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων του ν. 3296/2004 μέχρι τη δημοσίευση του νέου νόμου (25/9/2008), δηλαδή είτε δεν έγινε καθόλου εφαρμογή των διατάξεων αυτών είτε έγινε μεν κατ’ αρχήν εφαρμογή τους αλλά δεν έχει επέλθει τελικά περαίωση των εν λόγω υποθέσεων και παραμένουν εκκρεμείς (π.χ. περαίωση μόνο μιας φορολογίας, εισοδήματος ή Φ.Π.Α., κ.λπ.,σχετ. εγκ. ΠΟΛ.1082/24.5.2005 , ΠΟΛ.1130/6.11.2007 ), μπορούν να περαιωθούν σύμφωνα με τη ρύθμιση του ν. 3259/2004, χωρίς να υπάρχει πλέον δυνατότητα περαίωσής τους σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις του ν. 3296/2004.

Σημειώνεται ότι στη ρύθμιση του ν. 3259/2004 υπάγονται και οι δηλώσεις που έχουν υποβληθεί σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 13-17 του ν.3296/2004 και έχουν επιλεγεί ως δείγμα για έλεγχο σύμφωνα με την Α.Υ.Ο.Ο. ΠΟΛ.1130/6.11.2007 (σχετ.εγκ. ΠΟΛ.1049/6.3.2008 ), καθόσον οι δηλώσεις αυτές εκ του νόμου(παρ.7,8,9 άρθ.13 ν.3522/2006) υπόκεινται σε έλεγχο. Συνεπώς και για τις υποθέσεις αυτές υπάρχει δυνατότητα υπαγωγής τους και οριστικής περαίωσης με βάση τη νέα ρύθμιση του ν.3259/2004, πάντα βεβαίως εφόσον οι ίδιοι οι φορολογούμενοι το επιθυμούν, διαφορετικά συνεχίζει να έχει εφαρμογή η ανωτέρω Α.Υ.Ο.Ο. ΠΟΛ.1130/6.11.2007.

Στην περίπτωση που οι υπαγόμενες σύμφωνα με όλα τα παραπάνω υποθέσεις στη νέα ρύθμιση υπαχθούν στη ρύθμιση αυτή , ο τυχόν επιπλέον φόρος που έχει βεβαιωθεί συνεπεία της εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 13 – 17 του ν. 3296/2004 δεν εκπίπτεται από το φόρο που προκύπτει με βάση τη νέα ρύθμιση ούτε συμψηφίζεται ούτε επιστρέφεται, καθόσον σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 5 του ν. 3259/2004, ο ενδιαφερόμενος αποδέχεται τη βεβαίωση και καταβολή της συνολικής οφειλής φόρου που προκύπτει από το ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ του άρθρου 9 αυτού του νόμου, χωρίς να συμψηφίζεται ή να εκπίπτεται ο φόρος που βεβαιώθηκε με βάση τις οικείες δηλώσεις που υποβλήθηκαν.

Επισημαίνεται ιδιαιτέρως ότι οι εκκρεμείς υποθέσεις επιτηδευματιών οι οποίες υπάγονταν μεν στις διατάξεις των άρθρων 13 – 17 του ν. 3296/2004, αλλά δεν έγινε καθόλου εφαρμογή των διατάξεων αυτών ή έγινε κατ’ αρχήν εφαρμογή τους αλλά δεν έχει επέλθει τελικά περαίωσή τους με αποτέλεσμα να παραμένουν εκκρεμείς, μπορούν πλέον να υπαχθούν μόνο στη νέα ρύθμιση του ν. 3259/2004, αποκλειομένης εφεξής της δυνατότητας περαίωσής τους σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 13 – 17 του ν. 3296/2004.

Αρθρο 4
Εξαιρούμενες Υποθέσεις

Από τις υποθέσεις του προηγούμενου άρθρου 3 εξαιρούνται και δεν υπάγονται στη ρύθμιση:
α) Οι υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει υποβληθεί μέχρι και τις 31 Δεκεμβρίου του έτους 2007 εμπρόθεσμη ή εκπρόθεσμη αρχική δήλωση φόρου εισοδήματος ή εκκαθαριστική δήλωση Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, για κάποια από τις ανέλεγκτες χρήσεις.

Διευκρινίζεται ότι σε περίπτωση μη υποβολής δήλωσης φόρου εισοδήματος ή εκκαθαριστικής δήλωσης Φ.Π.Α. σε ενδιάμεση χρήση, της ρύθμισης εξαιρείται η συγκεκριμένη χρήση και οι επόμενες αυτής. Οι προηγούμενες της χρήσης αυτής διαχειριστικές περίοδοι (εφόσον υπάρχουν σε εκκρεμότητα) μπορούν να υπαχθούν στη ρύθμιση και να περαιωθούν.

Δεν εξαιρείται από την περαίωση υπόθεση για την οποία σε μία ή περισσότερες χρήσεις δεν έχουν υποβληθεί εκκαθαριστικές δηλώσεις Φ.Π.Α., αλλά έχουν υποβληθεί μέχρι και 31-12-2007 όλες οι περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α. των χρήσεων αυτών. Στις περιπτώσεις αυτές τα αθροιστικά δεδομένα των ετήσιων περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. υποκαθιστούν τα δεδομένα της αντίστοιχης εκκαθαριστικής δήλωσης.

Διευκρινίζεται ότι σε περίπτωση κατά την οποία δεν έχει υποβληθεί αρχική δήλωση φόρου εισοδήματος ή εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α. αλλά έχει διενεργηθεί έλεγχος και τα φύλλα ελέγχου έχουν κοινοποιηθεί μέχρι την 25/9/2008, η υπόθεση αυτή δεν εξαιρείται και μπορεί να υπαχθεί στη παρούσα ρύθμιση.

Επίσης δεν υπάγονται στη ρύθμιση και οι υποθέσεις διαχειριστικών περιόδων που έκλεισαν έως την 31-12-2006 για τις οποίες έχουν υποβληθεί δηλώσεις φόρου εισοδήματος και Φ.Π.Α. και για τις οποίες δεν έχει παραγραφεί το δικαίωμα του δημοσίου για την κοινοποίηση φύλλων ελέγχου, εάν για κάποια χρήση πριν από αυτές δεν είχε υποβληθεί δήλωση φόρου εισοδήματος ή εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α. και δεν έχει παραγραφεί το δικαίωμα του δημοσίου για την επιβολή φόρου στη χρήση αυτή.

β) Οι υποθέσεις επιτηδευματιών φυσικών προσώπων με εισοδήματα από γεωργικές επιχειρήσεις για τις οποίες είτε δεν έχουν τηρηθεί βιβλία είτε έχουν τηρηθεί βιβλία του Κ.Β.Σ. αλλά κατηγορίας κατώτερης της τρίτης και μόνον όσον αφορά τα συγκεκριμένα εισοδήματα.

γ) Οι υποθέσεις για τις οποίες έχει υποβληθεί συμπληρωματική δήλωση σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του ν.2753/1999 (δήλωση συνάφειας), με εξαίρεση τις ανέλεγκτες χρήσεις που προηγούνται ή έπονται των χρήσεων αυτών καθώς και τις χρήσεις εκείνες για τις οποίες έγιναν δηλώσεις συνάφειας αλλά έχουν ελεγχθεί ή υπάρχουν παραβάσεις του Κ.Β.Σ ή δελτία πληροφοριών όπως ορίζονται στα δύο τελευταία εδάφια της παραγράφου 4 του άρθρου 6 του ν.3259/2004 (οι οποίες υπάγονται στη ρύθμιση).
Διευκρινίζεται ότι αν υποβλήθηκε δήλωση συνάφειας για το εισόδημα και δεν προέκυπτε φόρος για καταβολή στο Φ.Π.Α. με αποτέλεσμα να μην υποβληθεί δήλωση για το Φ.Π.Α., οι υποθέσεις αυτές εξαιρούνται και δεν υπάγονται στη ρύθμιση.

δ) Από κάθε υπόθεση η ανέλεγκτη χρήση στην οποία τα δηλούμενα ακαθάριστα έσοδα είναι μεγαλύτερα του ποσού των τριών δισεκατομμυρίων εξήντα έξι εκατομμυρίων επτακοσίων πενήντα χιλιάδων(3.066.750.000) δρχ. ή εννέα εκατομμυρίων (9.000.000) ευρώ και όλες οι επόμενες αυτής χρήσεις.
Διευκρινίζεται ότι ως ακαθάριστα έσοδα προσδιοριστικά των 3.066.750.000 δρχ. ή των 9.000.000 ευρώ είναι τα πάσης φύσεως ακαθάριστα έσοδα χωρίς να εξετάζεται η προέλευσή τους όπως αναφέρεται και στην παράγραφο 2 του άρθρου 2 της παρούσας εγκυκλίου.
Σε περίπτωση υπερδωδεκάμηνης διαχειριστικής περιόδου , ως ακαθάριστα έσοδα για την υπαγωγή μιας υπόθεσης στην περαίωση λαμβάνονται τα ακαθάριστα έσοδα που προκύπτουν με την αναγωγή των συνολικών ακαθάριστων εσόδων σε δωδεκάμηνη βάση δηλ.

Συνολικά ακαθάριστα έσοδα x 12
Αριθμός Μηνών Υπερδ/νης περιόδου

ε) Οι ανέλεγκτες υποθέσεις για τις οποίες υπάρχουν κατασχεμένα ανεπίσημα βιβλία ή στοιχεία, εκτός αν αυτά έχουν επεξεργαστεί και έχουν εκδοθεί πράξεις επιβολής προστίμου του Κ.Β.Σ. οι οποίες έχουν κοινοποιηθεί μέχρι την 25/9/2008.

Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 36 του Π.Δ.186/1992 επιτρέπεται η κατάσχεση των βιβλίων και στοιχείων που τηρούνται με βάση τις διατάξεις του Κ.Β.Σ. στις περιπτώσεις παράλληλης κατάσχεσης και ανεπίσημων βιβλίων, εγγράφων και λοιπών στοιχείων που σχετίζονται με τον έλεγχο από τα οποία είναι ενδεχόμενο να προκύπτει απόκρυψη φορολογητέας ύλης. Στις περιπτώσεις αυτές η υπόθεση εξαιρείται της ρύθμισης των άρθρων 1 – 11 του ν.3259/2004. Σε κάθε άλλη περίπτωση κατάσχεσης μόνο επίσημων βιβλίων – στοιχείων η υπόθεση δεν εξαιρείται της ρύθμισης, εκτός αν συντρέχει άλλος λόγος εξαίρεσης.

στ) Οι υποθέσεις φορολογίας πλοίων, ακίνητης περιουσίας, μεγάλης ακίνητης περιουσίας, μεταβίβασης ακινήτων και κληρονομιών – δωρεών – προικών – γονικών παροχών.

ζ) Υποθέσεις που αφορούν επιχειρήσεις που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών.

η) Από κάθε υπόθεση, η ανέλεγκτη χρήση για την οποία προκύπτει αναμφισβήτητα από έκθεση ελέγχου ή δελτίο πληροφοριών ή άλλο έγγραφο στοιχείο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ή άλλης Δ.Ο.Υ. ή του Σ.Δ.Ο.Ε. ή της ΥΠ.Ε.Ε. ή άλλης αρχής η έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή η λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων ως προς τη συναλλαγή ή η νόθευση τέτοιων στοιχείων και οι επόμενες αυτής χρήσης.

θ) Ακόμα δεν υπάγεται στη ρύθμιση υπόθεση φορολογίας εισοδήματος με αντικείμενο εργασιών εκμετάλλευση περιπτέρου από ανάπηρο.

Τέλος, στη ρύθμιση δεν εμπίπτουν οι ανέλεγκτες υποθέσεις επιτηδευματιών των παραγράφων 5, 6, 7 και 8 του άρθρου 33 του ν.2238/1994 (επιβατικά αυτοκίνητα Δ.Χ., φορτηγά αυτοκίνητα Δ.Χ., επιχειρήσεις εκμετάλλευσης ενοικιαζόμενων δωματίων, επιχειρήσεις εκμετάλλευσης κάμπινγκ, επιχειρήσεις αποκλειστικά πλανόδιων λιανοπωλητών και επιχειρήσεις αποκλειστικά λιανοπωλητών σε κινητές λαϊκές αγορές).
Αντίθετα υπάγονται στη ρύθμιση οι υποθέσεις των ανωτέρω επιτηδευματιών για τις οποίες είχε εκδοθεί φύλλο ελέγχου ή πράξη αποτελεσμάτων, αλλά δεν είχε οριστικοποιηθεί και εκκρεμεί είτε στη Δ.Ο.Υ. είτε στα διοικητικά δικαστήρια Α’ και Β’ βαθμού δικαιοδοσίας και δεν έχει συζητηθεί στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου ή υπάρχουν δελτία πληροφοριών ή παραβάσεις Κ.Β.Σ.

Αρθρο 5
Προϋποθέσεις και αποτελέσματα περαίωσης

Η με τις παρούσες διατάξεις περαίωση των εκκρεμών υποθέσεων φορολογίας εισοδήματος και λοιπών φορολογικών αντικειμένων, μπορεί να γίνει εφόσον συντρέχουν οι πιο κάτω προϋποθέσεις και όροι:

1. Περαιώνεται υποχρεωτικά η πρώτη κατά σειρά ανέλεγκτη χρήση και οι επόμενες συνεχόμενες με αυτή, εφόσον δεν υπάρχει λόγος εξαίρεσης μίας εκ των επομένων χρήσεων. Σε περίπτωση κατά την οποία για μία εκ των εκκρεμών χρήσεων υπάρχει λόγος εξαίρεσης από την περαίωση, εξαιρείται τόσο η χρήση για την οποία υπάρχει λόγος εξαίρεσης όσο και οι επόμενες αυτής χρήσεις.
2. Με την επιφύλαξη των αναφερόμενων στην προηγούμενη παράγραφο, επιτρέπεται η περαίωση ορισμένων εκ των εκκρεμών χρήσεων επιλεκτικά, αρχομένης της περαίωσης από την πρώτη ανέλεγκτη χρήση και με την προϋπόθεση ότι οι περαιούμενες χρήσεις είναι συνεχόμενες.

Παράδειγμα:
Eστω ότι η επιχείρηση ΚΑΠΑ Ε.Ε. έχει περαιώσει τις διαχειριστικές της περιόδους έως και 2002 με τις διατάξεις του ν. 3259/2004 ως ίσχυε. Η χρήση 2003 είναι ανέλεγκτη, για τις χρήσεις 2004 και 2005 οι δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και Φ.Π.Α. έχουν περαιωθεί με τις διατάξεις των άρθρων 13 έως 17 του ν. 3296/2004 και οι χρήσεις 2006 και 2007 είναι ανέλεγκτες. Στις διατάξεις του ν. 3259/2004, όπως πλέον ισχύουν, υπάγονται οι διαχειριστικές περίοδοι 2003 και 2006 οι οποίες θεωρούνται συνεχόμενες, καθώς οι χρήσεις 2004 και 2005 δεν θεωρούνται εκκρεμείς αφού έχουν υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 3296/2004. Η επιχείρηση δύναται να περαιώσει είτε μόνο τη χρήση 2003 είτε και τις δύο εκκρεμείς χρήσεις 2003 και 2006.

3. Μαζί με την περαίωση των εκκρεμών υποθέσεων φόρου εισοδήματος και λοιπών φορολογιών, ο επιτηδευματίας πρέπει να αποδεχθεί και την περαίωση των εκκρεμών πράξεων επιβολής προστίμου του Κ.Β.Σ. που αφορούν τις υποθέσεις αυτές σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 8.

4. Ο ενδιαφερόμενος αποδέχεται τη βεβαίωση και καταβολή της συνολικής οφειλής φόρου που προκύπτει από το ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ, χωρίς να συμψηφίζεται ή να εκπίπτεται ο φόρος που βεβαιώθηκε με βάση τις οικείες δηλώσεις που υποβλήθηκαν ή τα ποσά κύριου, πρόσθετου φόρου που βεβαιώθηκαν με βάση απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου.

Αντίθετα, συμψηφίζεται το ποσό της κατά χρήση και φορολογικό αντικείμενο προβεβαίωσης λόγω άσκησης προσφυγής, με το ποσό του Εκκαθαριστικού Σημειώματος της ίδιας χρήσης και του ίδιου φορολογικού αντικειμένου, εφόσον δεν υπάρχει αναστολή εκτέλεσης του ποσού της προβεβαίωσης
Αν το ποσό της προβεβαίωσης λόγω προσφυγής είναι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ποσό του Εκκαθαριστικού Σημειώματος, τότε η επιπλέον διαφορά δεν επιστρέφεται.

Τα ποσά της προβεβαίωσης καταβάλλονται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις (φορολογίας εισοδήματος, Φ.Π.Α.), ενώ το υπόλοιπο, μετά το συμψηφισμό, ποσό καταβάλλεται σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 9 και 11 του ν.3259/2004, όπως ισχύουν.

Τέλος, σε περίπτωση αναστολής είσπραξης του ποσού της προβεβαίωσης μετά από απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου το ποσό αυτό της προβεβαίωσης δεν συμψηφίζεται με το αντίστοιχο ποσό φόρου που προκύπτει από το Εκκαθαριστικό Σημείωμα, αλλά μετά την περαίωση της υπόθεσης και το έγγραφο του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. προς το οικείο δικαστήριο για την κατάργηση της δίκης θα συντάσσεται ΑΦΕΚ για το ποσό του οποίου έχει ανασταλεί η είσπραξη από την αρμόδια υπηρεσία η οποία έχει βεβαιώσει το ποσό αυτό.

5. Με την υπογραφή της προβλεπόμενης από την παράγραφο 4 του άρθρου 9 πράξης, καταβάλλεται υποχρεωτικά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) της συνολικής οφειλής φόρου εισοδήματος, Φ.Π Α. και προστίμων Κ.Β.Σ. που περαιώνονται με τις παρούσες διατάξεις.

6. Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται στο δημόσιο κατ΄ εφαρμογή του νόμου αυτού δεν αναζητούνται ούτε συμψηφίζονται πλην της περίπτωσης εφαρμογής της παραγράφου 2 του άρθρου 68 του ν. 2238/1994.

Αρθρο 6
Περαίωση υποθέσεων φορολογίας εισοδήματος

1. Η περαίωση κάθε μιας εκκρεμούς υπόθεσης φορολογίας εισοδήματος πραγματοποιείται με την αποδοχή από τον ενδιαφερόμενο της βεβαίωσης του επί πλέον φόρου που προκύπτει σύμφωνα με τον τρόπο υπολογισμού του ν.3259/2004,όπως ισχύει, πέραν του φόρου που τυχόν έχει βεβαιωθεί με βάση τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος ή με φύλλο ελέγχου ή πράξη προσδιορισμού αποτελεσμάτων ή απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου. Δυνατότητα συμψηφισμού βεβαιωτέου και ήδη βεβαιωθέντος φόρου παρέχεται μόνο για την προβεβαίωση, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 5 του ν. 3259/2004.

2. Προκειμένου για επιτηδευματία που δεν τήρησε βιβλία ή τήρησε βιβλία πρώτης ή δεύτερης κατηγορίας του Κ.Β.Σ. το ποσό του επί πλέον αυτού βεβαιωτέου φόρου υπολογίζεται ως εξής:
Τα συνολικά ακαθάριστα έσοδα πολλαπλασιάζονται με συντελεστή λογιστικών διαφορών δύο τοις εκατό (2%) για όλα τα επαγγέλματα, με εξαίρεση τα παρακάτω για τα οποία τα δηλούμενα ακαθάριστα έσοδα πολλαπλασιάζονται με συντελεστή λογιστικών διαφορών μηδέν κόμμα επτά τοις εκατό (0,7%) :

Κ.Α. 4214: Έμπορος (πρατήριο) βενζίνης και πετρελαίου
Κ.Α. 5402: Πρατήριο χονδρικής πωλήσεως προϊόντων καπνοβιομηχανίας.

Ο συντελεστής 0,7% υπολογίζεται επί του συνόλου των ακαθάριστων εσόδων των ως άνω επιχειρήσεων ανεξαρτήτως της δραστηριότητας από την οποία προέρχονται τα έσοδα αυτά (π.χ. πρατήριο βενζίνης και πλυντήριο αυτοκινήτων).

Το ποσό αυτό των λογιστικών διαφορών προσαυξάνεται με τη θετική διαφορά που προκύπτει μεταξύ των προσδιοριζόμενων εξωλογιστικά καθαρών κερδών με τη χρήση του μοναδικού συντελεστή καθαρού κέρδους και των δηλούμενων καθαρών κερδών. Αν τα δηλούμενα καθαρά κέρδη είναι μεγαλύτερα των εξωλογιστικών καθαρών κερδών, η διαφορά αυτών μειώνει το ποσό των λογιστικών διαφορών. Στο τελικό ποσό που προκύπτει από τους ως άνω υπολογισμούς επιβάλλεται φόρος με συντελεστή δέκα πέντε τοις εκατό (15%).

Εάν από τους παραπάνω υπολογισμούς δεν προκύπτει φόρος ή προκύπτει:
α) Ποσό μικρότερο από διακόσια (200) ευρώ για επιτηδευματία που δεν τήρησε βιβλία ή τήρησε βιβλία πρώτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ., το ποσό του βεβαιωτέου φόρου ορίζεται στα διακόσια (200) ευρώ.
β) Ποσό μικρότερο από πεντακόσια (500) ευρώ για κάθε επιτηδευματία που τήρησε βιβλία δεύτερης κατηγορίας του Κ.Β.Σ., το ποσό του βεβαιωτέου φόρου ορίζεται στα πεντακόσια (500) ευρώ.
Διευκρινίζεται ότι τα ανωτέρω ελάχιστα ποσά βεβαιωτέου φόρου επιβάλλονται ανά χρήση και στην περίπτωση που η επιχείρηση βρίσκεται σε αδράνεια.

Ακόμα, εάν ο επιτηδευματίας τηρεί βιβλία Α’ και Β’ κατηγορίας Κ.Β.Σ. παράλληλα, το ελάχιστο ποσό βεβαιωτέου φόρου ανά χρήση είναι αυτό που αντιστοιχεί στη μεγαλύτερη κατηγορία βιβλίων.

3. Προκειμένου για επιτηδευματία που τήρησε βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ. το ποσό του βεβαιωτέου φόρου υπολογίζεται ως εξής:

Τα δηλούμενα ακαθάριστα έσοδα πολλαπλασιάζονται με συντελεστή λογιστικών διαφορών δύο τοις εκατό (2%). Το ποσό αυτό των λογιστικών διαφορών προσαυξάνεται με τη θετική διαφορά που προκύπτει μεταξύ των προσδιοριζόμενων εξωλογιστικά καθαρών κερδών με τη χρήση του μοναδικού συντελεστή καθαρού κέρδους μειωμένου κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) και των δηλούμενων καθαρών κερδών. Αν τα δηλούμενα καθαρά κέρδη είναι μεγαλύτερα των εξωλογιστικών καθαρών κερδών, η διαφορά αυτών μειώνει το ποσό των λογιστικών διαφορών.

Στο τελικό ποσό που προκύπτει από τους ως άνω υπολογισμούς επιβάλλεται φόρος με συντελεστή δέκα πέντε τοις εκατό (15%), για όλες τις περιπτώσεις, εκτός Α.Ε. και Ε.Π.Ε. στις οποίες επιβάλλεται φόρος με συντελεστή είκοσι τοις εκατό( 20%).

Το ποσό του φόρου που προκύπτει από τους παραπάνω υπολογισμούς δεν μπορεί να είναι μικρότερο από δύο τοις χιλίοις (2‰) του ποσού των ακαθάριστων εσόδων συνολικά (δηλωθέντων και τυχόν αποκρυβέντων). Σε κάθε περίπτωση το παραπάνω ποσό φόρου δεν μπορεί να είναι μικρότερο των εξακοσίων(600) ευρώ.

4. Για τον υπολογισμό του ποσού του βεβαιωτέου φόρου στην περίπτωση που υπάρχει απόφαση επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. ή έκθεση ελέγχου Κ.Β.Σ. από την οποία προκύπτει απόκρυψη ακαθάριστων εσόδων συγκεκριμένου ύψους ή δελτίο πληροφοριών της υποπερίπτωσης γγ΄ της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 2 , με συγκεκριμένα ποσά απόκρυψης, καθώς και σε οποιαδήποτε γενικά περίπτωση ύπαρξης αποκρυβείσας φορολογητέας ύλης κατά την έννοια της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του ν. 3259/2004, όπως ισχύει , τα ποσά της απόκρυψης προσαυξάνουν τα δηλούμενα ακαθάριστα έσοδα του οικονομικού έτους που αφορούν και ο συντελεστής υπολογισμού του φόρου γίνεται:

α) Τριάντα τοις εκατό (30%) όταν πρόκειται για Α.Ε. και Ε.Π.Ε. και είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν τα αποκρυβέντα ακαθάριστα έσοδα είναι μέχρι πέντε τοις εκατό (5%) των δηλούμενων ακαθάριστων εσόδων.

β) Τριάντα επτά τοις εκατό (37%) όταν πρόκειται για Α.Ε. και Ε.Π.Ε και τριάντα δύο τοις εκατό (32%) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν τα αποκρυβέντα ακαθάριστα έσοδα είναι πάνω από το πέντε τοις εκατό (5%) και μέχρι το δέκα τοις εκατό (10%) των δηλούμενων ακαθάριστων εσόδων.

γ) Σαράντα επτά τοις εκατό (47%) όταν πρόκειται για Α.Ε. και Ε.Π.Ε. και σαράντα δύο τοις εκατό (42%) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν τα αποκρυβέντα ακαθάριστα έσοδα είναι πάνω από το δέκα τοις εκατό (10%) και μέχρι το δεκαπέντε τοις εκατό (15%) των δηλούμενων ακαθάριστων εσόδων.

δ) Πενήντα τέσσερα τοις εκατό (54%) όταν πρόκειται για Α.Ε. και Ε.Π.Ε. και σαράντα εννέα τοις εκατό (49%) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν τα αποκρυβέντα ακαθάριστα έσοδα είναι πάνω από το δεκαπέντε τοις εκατό (15%) και μέχρι το είκοσι τοις εκατό (20%) των δηλούμενων ακαθάριστων εσόδων.

ε) Εξήντα δύο τοις εκατό (62%) όταν πρόκειται για Α.Ε. και Ε.Π.Ε. και πενήντα επτά τοις εκατό (57%) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν τα αποκρυβέντα ακαθάριστα έσοδα είναι πάνω από το είκοσι τοις εκατό (20%) των δηλούμενων ακαθάριστων εσόδων.

στ) Τριάντα τοις εκατό (30%) όταν πρόκειται για Α.Ε. και Ε.Π.Ε. και είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις που υπάρχει κάποια από τις παραβάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 2 πλην όμως δεν προσδιορίζεται το ύψος της αποκρυβείσας φορολογητέας ύλης.
Για την εφαρμογή των προηγούμενων περιπτώσεων λαμβάνονται υπόψη οι παραβάσεις του Κ.Β.Σ. οι οποίες:

α) έχουν οριστικοποιηθεί,

β) εκκρεμούν για διοικητική επίλυση της διαφοράς στη Δ.Ο.Υ. ή στα διοικητικά δικαστήρια Α’ και Β’ βαθμού δικαιοδοσίας και δεν έχουν συζητηθεί στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου,

γ) προκύπτουν από έκθεση ελέγχου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ.ή άλλης Δ.Ο.Υ. ή του Σ.Δ.Ο.Ε. ή της ΥΠ.Ε.Ε. και δεν έχει εκδοθεί ή έχει εκδοθεί και δεν έχει κοινοποιηθεί η σχετική απόφαση επιβολής προστίμου,

δ) προκύπτουν αναμφισβήτητα από δελτίο πληροφοριών ή άλλο έγγραφο στοιχείο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ή άλλης Δ.Ο.Υ. ή του Σ.Δ.Ο.Ε. ή της ΥΠ.Ε.Ε. ή άλλης αρχής ή από την αντιπαραβολή των δεδομένων έγγραφων στοιχείων της Γ.Γ.Π.Σ. με τα αντίστοιχα δεδομένα της οικείας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος ή των εντύπων που τη συνοδεύουν, αλλά δεν έχει ακόμη συνταχθεί η σχετική έκθεση ελέγχου. Για τις ως άνω περιπτώσεις που δεν έχει εκδοθεί απόφαση επιβολής προστίμου, πριν από την περαίωση της υπόθεσης θα εκδίδεται η σχετική απόφαση, ώστε να περαιώνεται αυτή ταυτόχρονα με την υπόθεση σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 8.

5. Το ποσό του οφειλόμενου φόρου στην περίπτωση που δεν υπάρχει παράβαση Κ.Β.Σ. ή αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη, δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) των ακαθάριστων εσόδων, τηρουμένων σε κάθε περίπτωση των κατώτατων προβλεπόμενων ορίων ανά κατηγορία τηρούμενων βιβλίων. Το ελάχιστο ποσό που προκύπτει ανά χρήση με το Εκκαθαριστικό Σημείωμα καταβάλλεται ανεξάρτητα της χρονικής διάρκειας της διαχειριστικής περιόδου( ακόμη και αν η περίοδος είναι μικρότερη των 12 μηνών).Διευκρινίζεται ότι το ελάχιστο ποσό φόρου του άρθρου 6 του ν. 3259/2004 αφορά τη φορολογία εισοδήματος. Αν από το Εκκαθαριστικό Σημείωμα προκύπτει και ποσό Φ.Π.Α. ο φόρος που θα βεβαιωθεί είναι το άθροισμα του ελάχιστου ποσού της φορολογίας εισοδήματος και του Φ.Π.Α.

6. Η ζημιά της χρήσης που τυχόν περιλαμβάνεται σε κάθε περαιούμενη ανέλεγκτη υπόθεση φορολογίας εισοδήματος συμψηφίζεται με το ποσό των λογιστικών διαφορών που υπολογίζεται κατά τα οριζόμενα στις προηγούμενες παραγράφους του παρόντος και το τυχόν ακάλυπτο ποσό αυτής μεταφέρεται για συμψηφισμό με τα θετικά εισοδήματα των επόμενων ετών σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, εκτός εάν η οικεία χρήση βαρύνεται με αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη.

Τυχόν ζημιά που προκύπτει από τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος της τελευταίας περαιούμενης χρήσης δεν μεταφέρεται για συμψηφισμό με τα θετικά εισοδήματα των επόμενων ετών σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, εφόσον η χρήση από την οποία προέρχεται ή έστω μία από τις επόμενες αυτής περαιούμενες χρήσεις, βαρύνεται με αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη.

Ως αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη που δεν επιτρέπει τη μεταφορά της ακάλυπτης ζημιάς για συμψηφισμό με τα θετικά εισοδήματα των επόμενων ετών καθώς και για συμψηφισμό στην πρώτη ανέλεγκτη χρήση εφόσον η χρήση από την οποία προέρχεται ή κάποια από τις επόμενες περαιούμενες χρήσεις βαρύνονται με αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη θεωρούνται και οι παραβάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 2, οι οποίες σύμφωνα με την περίπτωση στ) της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου προσαυξάνουν τον συντελεστή του φόρου.

Στις ζημιογόνες χρήσεις επιβάλλεται το ελάχιστο ποσό βεβαιωτέου φόρου σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου αυτού.

Αν το ποσό της μεταφερόμενης ζημιάς προς συμψηφισμό στην πρώτη ανέλεγκτη χρήση, μετά την περαίωση, είναι μικρότερο από αυτό που έχει μεταφερθεί στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος της πρώτης αυτής ανέλεγκτης χρήσης, τότε υποβάλλεται από τον επιτηδευματία συμπληρωματική- τροποποιητική δήλωση με την ανάλογη προσαρμογή του υπολοίπου της μεταφερόμενης ζημιάς, κατά τις κείμενες διατάξεις. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν υποβληθεί τροποποιητική –συμπληρωματική δήλωση, η υπόθεση ως προς το θέμα αυτό υπόκειται σε έλεγχο.

Σημειώνεται ότι με τις διατάξεις των άρθρων 1-11 του ν. 3259/2004, όπως ίσχυαν, για την περαίωση των χρήσεων μέχρι και το 2002, δεν ήταν δυνατή η μεταφορά ζημιάς για συμψηφισμό με τα θετικά εισοδήματα των επόμενων ετών σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Με την αριθμ. πρωτ. 1068824/5195/ΔΕ-Β/ ΠΟΛ.1093/1.9.2004 εγκύκλιο δόθηκαν οδηγίες σχετικά με την υποβολή συμπληρωματικών – τροποποιητικών δηλώσεων για τη διαγραφή των συμψηφισθεισών ζημιών των παρελθουσών χρήσεων. Εφόσον ο επιτηδευματίας δεν υπέβαλε την ως άνω δήλωση ( ή δηλώσεις) μέχρι σήμερα , θα υπαχθεί στις διατάξεις της περαίωσης του ν. 3259/2004 όπως πλέον ισχύουν για τις επόμενες υπαγόμενες χρήσεις, εφόσον υποβάλει κατά τις κείμενες διατάξεις την ανωτέρω σχετική συμπληρωματική –τροποποιητική δήλωση συμψηφισθεισών ζημιών μέχρι την ημερομηνία της περαίωσης. Τα ίδια ως άνω ισχύουν ανάλογα και στην περίπτωση τροποποίησης της ακάλυπτης ζημιάς παρελθουσών χρήσεων από διενεργηθέντα έλεγχο.

7. Στις περιπτώσεις που από τυχόν υφιστάμενα δελτία πληροφοριών δεν προκύπτει αναμφισβήτητα απόκρυψη φορολογητέας ύλης ή άλλη παράβαση, τα δελτία αυτά δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τη σύνταξη του Απογραφικού Δελτίου, θα ληφθούν όμως υπόψη εφόσον μελλοντικά περιέλθουν συμπληρωματικά κατά τις διατάξεις του άρθρου 68 παράγρ.2 του ν.2238/1994 στοιχεία από τα οποία προκύπτουν πρόσθετες πληροφορίες που τεκμηριώνουν την απόκρυψη φορολογητέας ύλης ή την παράβαση, οπότε το σύνολο των στοιχείων αποτελεί λόγο έκδοσης συμπληρωματικών φύλλων ή πράξεων κατά τις ανωτέρω διατάξεις.

8. Πριν από την περαίωση κάθε μιας εκκρεμούς υπόθεσης πρέπει να ερευνάται αν υπάρχουν αρχικές ή και συμπληρωματικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος για τις υπαγόμενες χρήσεις οι οποίες δεν έχουν εκκαθαριστεί.
Στις περιπτώσεις αυτές θα προηγείται η εκκαθάριση των ως άνω δηλώσεων καθώς και η βεβαίωση των οικείων ποσών και μετά θα ακολουθεί η περαίωση.

Επίσης, επειδή όταν πρόκειται για μετασχηματισμό επιχειρήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.2166/1993, το δικαίωμα μεταφοράς της ζημίας της μετασχηματιζόμενης επιχείρησης για κάποιες χρήσεις το έχει η νέα εταιρεία, τα κέρδη που θα ληφθούν υπόψη κατά τη σύνταξη του Απογραφικού Δελτίου της μετασχηματιζόμενης επιχείρησης θα είναι μηδέν και όχι οι ζημιές που δηλώθηκαν.

Σημειώνεται ακόμα ότι ως αποκρυβέντα ακαθάριστα έσοδα θεωρούνται και τα ποσά που αφορούν ενδοκοινοτικές συναλλαγές και εισαγωγές οι οποίες δεν έχουν καταχωρηθεί στα βιβλία. Επί των αποκρυβέντων ακαθάριστων εσόδων υπολογίζεται Φ.Π.Α. σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 7.

Οι παραβάσεις της μη καταχώρησης των ενδοκοινοτικών συναλλαγών και εισαγωγών θα λαμβάνονται υπόψη και για τις χρήσεις που υποβλήθηκαν δηλώσεις συνάφειας.

Για την πληρέστερη κατανόηση όλων των προαναφερόμενων στο παρόν άρθρο παρατίθενται τα ακόλουθα παραδείγματα:

Παραδείγματα υπολογισμού του φόρου:

Α) Παράδειγμα ομόρρυθμης εταιρείας με βιβλία Β’ κατηγορίας :

Δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα 150.000
Πλέον αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη 5.000
Σύνολο εσόδων 155.000
Δηλωθέντα καθαρά κέρδη 18.000
Λογιστικές διαφορές (155.000×2%) 3.100
Μοναδικός Συντελεστής Καθαρού Κέρδους 12.00%
Εξωλογιστικά Καθ. Κέρδη(155.000×12%) 18.600
Θετική διαφορά εξωλογιστικών και δηλωθέντων καθαρών κερδών (18.600 – 18.000) 600
Προσαύξηση λογιστικών διαφορών ( 3.100 + 600) 3.700
Οφειλόμενος φόρος εισοδήματος (3.700x 25%) 925 925

Σε περίπτωση κατά την οποία τα δηλωθέντα καθαρά κέρδη του προηγούμενου παραδείγματος ήταν μεγαλύτερα από τα κέρδη που προκύπτουν από τον εξωλογιστικό προσδιορισμό, θα είχαμε:

Δηλωθέντα καθαρά κέρδη 19.000
Λογιστικές διαφορές (155.000x 2%) 3.100
Μοναδικός Συντελεστής Καθαρού Κέρδους 12.00%
Eξωλογιστικά Καθ. Κέρδη (155.000×12%) 18.600
Αρνητική διαφορά εξωλογιστικών και δηλωθέντων καθαρών κερδών (18.600 – 19.000) -400
Μείωση λογιστικών διαφορών (3.100 – 400) 2.700
Οφειλόμενος φόρος εισοδήματος ( 2.700 x 25%) 675

Β) Παράδειγμα ατομικής επιχείρησης με βιβλία Γ’ κατηγορίας :

Περαιούμενες χρήσεις 2003 2004 2005 2006
Ακαθάριστα έσοδα 1.000.000 200.000 100.000 100.000
Παραβάσεις Κ.Β.Σ. – – – Α.Ε.Π. 4/06
Λογιστικά Κέρδη 130.000 26.000 1.000 1.000
Μ.Σ.Κ.Κ. 10% 10% 10% 10%
Εξωλογιστικά Κέρδη 100.000 20.000 10.000 10.000
Λογιστικές διαφορές 20.000 4.000 2.000 2.000
Βάση Υπολογισμού του φόρου -10.000 -2.000 11.000 11.000
Ποσό φόρου 2.000 6.00 1.000 2.750
(1) (2) (3) (4)

Επεξήγηση του προαναφερόμενου παραδείγματος :

(1). Υπάρχει αρνητική βάση υπολογισμού του φόρου και επομένως ο φόρος προσδιορίζεται στο μεγαλύτερο ποσό μεταξύ του 2‰ και των 600 ευρώ( 2000>600).
(2). Υπάρχει αρνητική βάση υπολογισμού του φόρου και επομένως ο φόρος προσδιορίζεται στο μεγαλύτερο ποσό μεταξύ του 2‰ και των 600 ευρώ(400<600).

(3). Υπάρχει θετική βάση υπολογισμού του φόρου και το προκύπτον ποσό που είναι 1650 ευρώ περιορίζεται στα 1000 ευρώ γιατί το ποσό του φόρου δεν μπορεί να υπερβεί το (1%) των εσόδων όταν δεν υπάρχει παράβαση του Κ. Β. Σ. ή αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη.
(4).Υπάρχει θετική βάση υπολογισμού του φόρου και το προκύπτον ποσό που είναι 2750 ευρώ δεν περιορίζεται στο (1%) των εσόδων επειδή υπάρχει παράβαση του Κ.Β.Σ.

Παραδείγματα υπολογισμού του φόρου και της μεταφερόμενης ζημιάς προς συμψηφισμό:

Α) Παράδειγμα ατομικής επιχείρησης με βιβλία Γ’κατηγορίας με ζημιογόνες περαιούμενες χρήσεις:

Περαιούμενες Χρήσεις 2003 2004 2005 2006
Ακαθάριστα Έσοδα 100.000 100.000 100.000 100.000
Λογιστικά Κέρδη-Ζημίες χρήσης -5.000 -7.000 -6.000 -4.000
Εξωλογιστικά Κέρδη 10.000 10.000 10.000 10.000
Λογιστικές διαφορές 2.000 2.000 2.000 2.000
Βάση υπολογισμού του φόρου -3.000 -5.000 -4.000 -2.000
Ποσό φόρου 600 600 600 600
Μεταφερόμενη ακάλυπτη ζημία -3.000 -8.000 -12.000 -14.000

Επεξήγηση του προαναφερόμενου παραδείγματος:
Τα εξωλογιστικά καθαρά κέρδη προκύπτουν από τον πολλαπλασιασμό των ακαθάριστων εσόδων με το Μ.Σ.Κ.Κ. μειωμένο κατά 30%.
Οι λογιστικές διαφορές προκύπτουν από τον πολλαπλασιασμό των ακαθάριστων εσόδων επί δύο τοις εκατό(2%).
Η βάση υπολογισμού του φόρου προκύπτει μετά τον συμψηφισμό των ζημιών της κάθε χρήσης με τις λογιστικές διαφορές της χρήσης αυτής.
Το ποσό του φόρου σε κάθε χρήση είναι το ελάχιστο ποσό που προβλέπεται για τις επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία Γ΄ κατηγορίας.
Το ποσό της μεταφερόμενης ακάλυπτης ζημίας κατ΄ έτος προκύπτει από την άθροιση του ακάλυπτου υπολοίπου των ζημιών που προκύπτουν σε κάθε χρήση, μετά τον συμψηφισμό τους με τις λογιστικές διαφορές της χρήσης αυτής, με το ακάλυπτο ποσό των ζημιών εκ της προηγούμενης χρήσης που προκύπτει κατά τον ίδιο προαναφερόμενο τρόπο. Π. χ. για τη χρήση 2005 : (6000-2000)+(8000) άρα μεταφερόμενη ζημιά 12000.

Β) Παράδειγμα ατομικής επιχείρησης με βιβλία Γ’ κατηγορίας με ζημιογόνες και κερδοφόρες περαιούμενες χρήσεις:

Περαιούμενες Χρήσεις 2003 2004 2005 2006
Ακαθάριστα Έσοδα 100.000 100.000 100.000 100.000
Λογιστικά Κέρδη-Ζημίες χρήσης -5.000 -7. 000 7.000 11.000
Εξωλογιστικά Κέρδη 10.000 10.000 10.000 10.000
Λογιστικές διαφορές 2.000 2.000 2.000 2.000
Βάση υπολογισμού του φόρου -3.000 -5.000 5.000 1.000
Ποσό φόρου 600 600 750 600
Μεταφερόμενη ακάλυπτη ζημία -3.000 -8.000 -1.000 0

Επεξήγηση του προαναφερόμενου παραδείγματος:

Τα εξωλογιστικά καθαρά κέρδη προκύπτουν από τον πολλαπλασιασμό των ακαθάριστων εσόδων με το Μ.Σ.Κ.Κ. μειωμένο κατά 30%.

Οι λογιστικές διαφορές προκύπτουν από τον πολλαπλασιασμό των ακαθάριστων εσόδων επί δύο τοις εκατό(2%).
Η βάση υπολογισμού του φόρου για τις ζημιογόνες χρήσεις προκύπτει μετά τον συμψηφισμό των ζημιών της κάθε χρήσης με τις λογιστικές διαφορές της χρήσης αυτής.
Για δε τις κερδοφόρες χρήσεις η βάση υπολογισμού του φόρου προκύπτει από τις λογιστικές διαφορές της χρήσης αυτής προσαυξημένες με τη θετική ή μειωμένες με την αρνητική διαφορά μεταξύ των εξωλογιστικών και των λογιστικών κερδών.

Το ποσό του φόρου για όλες τις χρήσεις είναι το ελάχιστο ποσό που προβλέπεται για τις επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία Γ’ κατηγορίας, εκτός από τη χρήση 2005 όπου με την εφαρμογή του αναλογούντος συντελεστή στη βάση υπολογισμού του φόρου προκύπτει μεγαλύτερο από το ελάχιστο ποσό προς καταβολή.
Το ποσό της μεταφερόμενης ακάλυπτης ζημίας κατ΄ έτος, για τις ζημιογόνες χρήσεις , προκύπτει από την άθροιση του ακάλυπτου υπολοίπου των ζημιών που προκύπτουν σε κάθε χρήση, μετά τον συμψηφισμό τους με τις λογιστικές διαφορές της χρήσης αυτής, με το ακάλυπτο ποσό των ζημιών εκ της προηγούμενης χρήσης που προκύπτει κατά τον ίδιο προαναφερόμενο τρόπο. Π. χ. για τη χρήση 2004 :(7000-2000)+(3000) άρα μεταφερόμενη ζημία 8000.
Για δε την κερδοφόρα χρήση 2005 το ποσό της μεταφερόμενης ακάλυπτης ζημίας προκύπτει από τον συμψηφισμό των δηλωθέντων καθαρών κερδών με την μεταφερόμενη ζημία που δεν καλύφθηκε τη χρήση 2004.

Γ) Παράδειγμα ατομικής επιχείρησης με βιβλία Γ’ κατηγορίας όπου περαιούμενη χρήση βαρύνεται με αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη:

Περαιούμενες Χρήσεις 2003 2004 2005 2006
Ακαθάριστα Έσοδα 100.000 100.000 100.000 100.000
Αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη 1.000
Λογιστικά Κέρδη-Ζημίες -5.000 -17.000 7.000 10.000
Εξωλογιστικά Κέρδη 10.000 10.000 10.100 10.000
Λογιστικές διαφορές 2.000 2.000 2.020 2.000
Βάση υπολογισμού του φόρου -3.000 -15.000 5.120 2.000
Ποσό φόρου 600 600 1.280 600
Μεταφερόμενη ακάλυπτη ζημία -3.000 -18.000 0 0

Στο προαναφερόμενο παράδειγμα από τη χρήση 2005 δεν μεταφέρεται για συμψηφισμό με τα θετικά εισοδήματα(δηλωθέντα κέρδη) της χρήσης 2006 κανένα ποσό ζημιάς, καθόσον η χρήση αυτή(2005) βαρύνεται με αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη.

Αρθρο 7
Περαίωση υποθέσεων λοιπών φορολογικών αντικειμένων

Σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 7, όπως πλέον ισχύουν, η περαίωση καθεμίας ανέλεγκτης υπόθεσης φορολογίας εισοδήματος συνεπάγεται αυτοδίκαια και την περαίωση ως ειλικρινών των ανέλεγκτων υποθέσεων των λοιπών φορολογικών αντικειμένων, με την επιφύλαξη όσων αναφέρονται παρακάτω:

1. Για την περαίωση κάθε μιας εκκρεμούς υπόθεσης φόρου προστιθέμενης αξίας, εξετάζεται:
α) Αν σε κάποια από τις ανέλεγκτες χρήσεις υφίσταται περίπτωση επαύξησης των δηλούμενων ακαθάριστων εσόδων κατά τα οριζόμενα στη παράγραφο 4 του άρθρου 6 ή τα δεδομένα των υποβληθεισών σχετικών δηλώσεων εμφανίζουν διαφορές σε σχέση με τα αντίστοιχα δεδομένα της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος και των εντύπων που τη συνοδεύουν, επί των επιπλέον ακαθάριστων εσόδων υπολογίζεται Φ.Π.Α. με την εφαρμογή ως συντελεστή του μέσου σταθμικού που προκύπτει από τη σχέση: συνολικός φόρος εκροών της εκκαθαριστικής δήλωσης της συγκεκριμένης χρήσης (κωδικός 637) προς σύνολο φορολογητέων εκροών (κωδικός 607), επί 100, προσαυξημένου κατά 30%.

Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί ο μέσος σταθμικός συντελεστής κατά τα ανωτέρω οριζόμενα ή αυτός που προσδιορίζεται είναι μηδενικός, τότε χρησιμοποιείται ο συντελεστής που ορίζεται στη παράγραφο 1 του άρθρου 21 του ν.2859/2000 περί Φ.Π.Α., με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου.

β) Εάν το πιστωτικό υπόλοιπο Φ.Π.Α έχει επαναπροσδιοριστεί είτε στην τελευταία κλεισμένη χρήση μετά από οριστικό έλεγχο είτε σε κάποια από τις ανέλεγκτες μετά από προσωρινό έλεγχο χωρίς να έχει γίνει αντίστοιχη αναπροσαρμογή στις επόμενες περιοδικές ή την εκκαθαριστική δήλωση, η διαφορά πιστωτικού υπολοίπου προσαυξάνει την οφειλή του Φ.Π.Α. της χρήσης αυτής.

γ) Σε περιπτώσεις εκκρεμών αιτημάτων επιστροφής πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α., η διαδικασία επιστροφής κατά τις κείμενες διατάξεις (σχετ. Α.Υ.Ο.Ο. ΠΟΛ.1073/2004) προηγείται της περαίωσης της υπόθεσης. Το τυχόν πιστωτικό υπόλοιπο που προκύπτει από την εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α. της τελευταίας περαιούμενης χρήσης προσαυξάνει το ποσό της οφειλής βάσει της περαίωσης της χρήσης αυτής, εφόσον η χρήση από την οποία προέρχεται ή έστω μία από τις επόμενες αυτής περαιούμενες χρήσεις βαρύνεται με αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη.
Θεωρείται ότι υφίσταται αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη για την εφαρμογή των ανωτέρω εφόσον συντρέχουν τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 2 του ν.3259/2004, όπως ισχύει, σε συνδυασμό με τις οδηγίες της παραγράφου 6 του άρθρου 6 της παρούσας εγκυκλίου.

2. Εάν δεν έχει αποδοθεί ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας με έκτακτη δήλωση από επιτηδευματίες φυσικά ή νομικά πρόσωπα που είναι απαλλασσόμενα ή εκτός πεδίου εφαρμογής Φ.Π.Α., ο οποίος προκύπτει από δελτίο πληροφοριών ή άλλο έγγραφο ημεδαπής ή αλλοδαπής αρχής, τότε ο φόρος αυτός αποτελεί οφειλή της χρήσης στην οποία ανάγεται και συμπληρώνεται στην ένδειξη (8) του Απογραφικού Δελτίου.
Επίσης, εάν από τα στοιχεία του φακέλου και μόνο (π.χ. υποβληθείσες δηλώσεις, υφιστάμενη έκθεση ελέγχου κλπ.) προκύπτει μη απόδοση Φ.Π.Α. σε κάποια χρήση, τότε ο μη αποδοθείς Φ.Π.Α. θα αναγράφεται στην ένδειξη (8) του Απογραφικού Δελτίου και θα προσαυξάνει την οφειλή Φ.Π.Α. της χρήσης αυτής. Στην ίδια ένδειξη θα αναγράφεται και το ποσό Φ.Π.Α. που εξέπεσε ο επιτηδευματίας λόγω λήψης εικονικών φορολογικών στοιχείων ως προς το πρόσωπο του αντισυμβαλλόμενου.
Εάν σε κάποια χρήση έχουν δηλωθεί έσοδα που υπάγονται σε Φ.Π.Α. καθώς και έσοδα που δεν υπάγονται σε Φ.Π.Α. και γίνεται επαύξηση των δηλούμενων ακαθάριστων εσόδων κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 6, ολόκληρη η αποκρυβείσα αξία θεωρείται υπαγόμενη σε Φ.Π.Α.

3. Σε περίπτωση που έχει διενεργηθεί προσωρινός έλεγχος Φ.Π.Α. και έχουν καταχωρηθεί πράξεις προσδιορισμού του φόρου ή έχει συνταχθεί και καταχωρηθεί έκθεση ελέγχου έως την 25/9/2008, η υπόθεση περαιώνεται με την αποδοχή από τον επιτηδευματία του οφειλόμενου βάσει ελέγχου φόρου, χωρίς προσαυξήσεις και πρόστιμα.

4. Για τα λοιπά φορολογικά αντικείμενα (εκτός από τη φορολογία εισοδήματος και το Φ.Π.Α., εφόσον διαπιστώνεται η μη υποβολή των σχετικών δηλώσεων ή υπάρχουν κάθε είδους επιβαρυντικά στοιχεία, τότε για τα συγκεκριμένα αντικείμενα και τις συγκεκριμένες δηλώσεις διενεργείται έλεγχος σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις ( π.χ. υποβληθείσα καταγγελία στη Δ.Ο.Υ. για μη απόδοση του αναλογούντος και οφειλόμενου φόρου μισθωτών υπηρεσιών η οποία εκκρεμεί προς έλεγχο για τη διερεύνηση των καταγγελομένων ). Οι κείμενες διατάξεις έχουν εφαρμογή και επί εκκρεμών σε οποιαδήποτε στάδιο καταλογιστικών πράξεων βάσει ήδη διενεργηθέντων ελέγχων που αφορούν τα ίδια αντικείμενα.

Αρθρο 8
Περαίωση παραβάσεων του Κ.Β.Σ.

Οι διατάξεις του άρθρου 8 του ν.3259/2004 καθορίζουν τον τρόπο περαίωσης των παραβάσεων Κ.Β.Σ. Ειδικότερα:

1. Απαραίτητη προϋπόθεση για την περαίωση κάθε υπόθεσης είναι η ταυτόχρονη περαίωση και των πράξεων επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. που αφορούν την υπόθεση αυτή και εκκρεμούν στη Δ.Ο.Υ. ή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων Α’ ή Β’ βαθμού δικαιοδοσίας και δεν έχουν συζητηθεί στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.

2. Οι ανωτέρω εκκρεμείς πράξεις περαιώνονται με περιορισμό στο ¼ οποιουδήποτε επιβληθέντος προστίμου,
Ο πιο πάνω περιορισμός καταλαμβάνει και τις περιπτώσεις πράξεων επιβολής προστίμου οι οποίες έχουν συζητηθεί ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου και έχουν εκδοθεί αποφάσεις ή αναμένονται να εκδοθούν αποφάσεις ή έχουν εκδοθεί αποφάσεις και δεν έχει ασκηθεί έφεση επειδή δεν έχει παρέλθει ακόμα η σχετική προθεσμία ή εκκρεμούν ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις εκτελείται η πρωτόδικη απόφαση, όπως προκύπτει και από την παράγρ.4 του άρθρου 5, πριν από τη διαδικασία της περαίωσης και περαιτέρω, σε κάθε περίπτωση, το αρχικά επιβληθέν πρόστιμο περιορίζεται στο ¼ .(ένα τέταρτο)
Στις περιπτώσεις αυτές με βάση την κατά τα ανωτέρω περαίωση, ο προϊστάμενος της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ενεργεί συμπληρωματική βεβαίωση του επιπλέον προστίμου που τυχόν οφείλεται ή έκπτωση του επιπλέον προστίμου που βεβαιώθηκε. Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 5 της παρούσας περί προβεβαίωσης, ισχύουν ανάλογα και εν προκειμένω.
Ανεξάρτητα από το ύψος του προστίμου που προσδιορίσθηκε με απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου, ως αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη λαμβάνεται η αξία που αναγράφεται στην απόφαση επιβολής προστίμου.

3. Με την κατά το παρόν άρθρο περαίωση συντάσσεται επί της απόφασης επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. σχετική πράξη διοικητικής επίλυσης της διαφοράς υπογραφόμενη από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. και τον επιτηδευματία. Η υπογραφή της πράξης αυτής επιφέρει κατάργηση της τυχόν εκκρεμούς φορολογικής δίκης, για την επέλευση δε του αποτελέσματος αυτού αρκεί η προσαγωγή στο διοικητικό δικαστήριο προ ή κατά τη δικάσιμο, απλού αντιγράφου της παραπάνω απόφασης με την πράξη διοικητικής επίλυσης της διαφοράς από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ή επικυρωμένου αντιγράφου από τον επιτηδευματία.
4. Διευκρινίζεται ότι αν μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας ανέλεγκτης χρήσης παρεμβάλλονται περισσότερες από μία Δ.Ο.Υ., η πράξη διοικητικής επίλυσης της διαφοράς επί της απόφασης επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. υπογράφεται από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. που είναι αρμόδιος για την έκδοση του Εκκαθαριστικού Σημειώματος.

Αρθρο 9
Διαδικασία περαίωσης

1. Για την υλοποίηση της περαίωσης των εκκρεμών υποθέσεων ο προϊστάμενος της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου, συντάσσει Απογραφικό Δελτίο στο οποίο περιέρχονται όλα τα κατά περίπτωση αναγκαία δεδομένα για την εφαρμογή του παρόντος νόμου. Στη συνέχεια με βάση τα δεδομένα αυτού του σημειώματος εκδίδεται εις διπλούν Μηχανογραφημένο Εκκαθαριστικό Σημείωμα, το οποίο περιέχει για κάθε μία υπόθεση και τα ακόλουθα στοιχεία:
α) Την αρμόδια Δ.Ο.Υ. και τον κωδικό της Δ.Ο.Υ. στην οποία υποβλήθηκε η δήλωση της τελευταίας ανέλεγκτης χρήσης.
β) Τα οικονομικά έτη που εκκρεμούν.
γ) Τη νομική μορφή της επιχείρησης και την κατηγορία βιβλίων.
δ) Τα δηλούμενα ακαθάριστα έσοδα.
ε) Την αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη ή άλλη παράβαση Κ.Β.Σ. από τις αναφερόμενες στην περίπτωση 5 του άρθρου 2.
στ) Τα δηλούμενα καθαρά κέρδη.
ζ) Τον προβλεπόμενο μοναδικό Σ.Κ.Κ.
η) Το μέσο σταθμικό συντελεστή Φ.Π.Α.
θ) Τη βάση υπολογισμού του φόρου.
ι) Τον συντελεστή του φόρου περαίωσης.
ια) Το ποσό του φόρου περαίωσης.
ιβ) Τη διαφορά του Φ.Π.Α. με βάση των αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη.
ιγ) Τη διαφορά του Φ.Π.Α. από τυχόν επαναπροσδιορισμό του πιστωτικού
υπολοίπου ή τον μη αποδοθέντα Φ.Π.Α .(παράγραφος 3 άρθρου 7).
ιδ) Το σύνολο του φόρου περαίωσης κατά χρήση και το σύνολο της οφειλής.
ιε) Το ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) της συνολικής οφειλής που πρέπει να καταβληθεί με την υπογραφή της πράξης περαίωσης.

2. Εάν μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας ανέλεγκτης χρήσης παρεμβάλλονται περισσότερες από μία Δ.Ο.Υ., το ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ εκδίδεται από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ που είναι αρμόδιος για την τελευταία ανέλεγκτη χρήση. Σε αυτήν αποστέλλεται από τις άλλες Δ.Ο.Υ. που είναι αρμόδιες για τις προηγούμενες χρήσεις σχετικό ΑΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ μαζί με αντίγραφο τυχόν εκκρεμούς πράξης επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. που αφορά τη χρήση αυτή.

Αρμόδιος για τη συμπλήρωση του Απογραφικού Δελτίου και την έκδοση του Εκκαθαριστικού Σημειώματος, προκειμένου περί ατομικών επιχειρήσεων συζύγων ή ατομικής επιχείρησης του ενός συζύγου, είναι ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. που είναι αρμόδιος για την παραλαβή και τον έλεγχο της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος της τελευταίας ανέλεγκτης χρήσης .

Διευκρινίζεται ακόμα ότι η συμπλήρωση του Απογραφικού Δελτίου περαίωσης υποθέσεων γίνεται σύμφωνα με τις επεξηγήσεις που αναγράφονται επί αυτού, σε συνδυασμό με τις οδηγίες και διευκρινίσεις που δίδονται στα προηγούμενα άρθρα της παρούσας όσον άφορά τις έννοιες της αποκρυβείσας φορολογητέας ύλης, του Μ.Σ.Κ.Κ. και του μέσου σταθμικού συντελεστή εισοδήματος και Φ.Π.Α. καθώς και των δηλούμενων ακαθάριστων εσόδων και καθαρών κερδών, μεταφερόμενων ζημιών κλπ.

3. Το ένα αντίτυπο του Μηχανογραφημένου Εκκαθαριστικού Σημειώματος κοινοποιείται επί αποδείξει στον επιτηδευματία και το άλλο παραμένει στην αρμόδια για την τελευταία ανέλεγκτη χρήση Δ.Ο.Υ. που αναγράφεται σε αυτό. Προκειμένου για επιτηδευματία φυσικό πρόσωπο ή επιτηδευματία μη φυσικό πρόσωπο που μέχρι και το έτος 2006 είχε διακόψει τις εργασίες του ή είχε λυθεί κατά περίπτωση το εκκαθαριστικό σημείωμα κοινοποιείται κατά τις κείμενες διατάξεις και αν αυτό δεν είναι εφικτό παραμένουν στη Δ.Ο.Υ. και τα δύο αντίτυπα.

4. Ο επιτηδευματίας, εφόσον επιθυμεί να περαιώσει τις ανέλεγκτες υποθέσεις του, προσέρχεται στον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. που αναγράφεται στο Μηχανογραφημένο Εκκαθαριστικό Σημείωμα, συμπληρώνει τις οικείες ενδείξεις και επί του Σημειώματος αυτού συντάσσεται σχετική πράξη, η οποία υπογράφεται από τον ίδιο και τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Κατά την υπογραφή της πράξης καταβάλλεται υποχρεωτικώς το είκοσι τοις εκατό (20%) του οφειλόμενου φόρου εισοδήματος, Φ.Π.Α. και τυχόν προστίμου Κ.Β.Σ. Η υπογραφή από τον επιτηδευματία αυτής της πράξης συνεπάγεται την ανεπιφύλακτη και αμετάκλητη αποδοχή του περιεχομένου του Μηχανογραφημένου Εκκαθαριστικού Σημειώματος, καθώς και όλων όσων ορίζονται με τον παρόντα νόμο σχετικά με την περαίωση των παραπάνω υποθέσεών του. Η κατά τα παραπάνω προθεσμία προσέλευσης και υπογραφής δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από χρονικό διάστημα δέκα ημερών (10) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης του Μηχανογραφημένου Εκκαθαριστικού Σημειώματος. Κατά την κοινοποίηση των Εκκαθαριστικών Σημειωμάτων εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν.2717/1999).

5. Η αποδοχή από τον επιτηδευματία του Εκκαθαριστικού Σημειώματος συνεπάγεται την αυτόματη περαίωση όλων των δηλώσεων εισοδήματος και λοιπών φόρων, κατά το άρθρο 7, που αφορούν τις χρήσεις αυτές και επιφέρει όλα τα αποτελέσματα της διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, τα δε καταβληθέντα στο δημόσιο χρηματικά ποσά κατ’ εφαρμογή της ρύθμισης αυτής δεν αναζητούνται.

Κατ’ εξαίρεση των αναφερομένων στο προηγούμενο εδάφιο, σε περίπτωση που μετά την υπογραφή από τον επιτηδευματία της πράξης αποδοχής του Εκκαθαριστικού Σημειώματος περιέλθουν σε γνώση του προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. νέα στοιχεία σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 68 του ν.2238/1994, εκδίδεται σύμφωνα με αυτά συμπληρωματικό φύλλο ελέγχου και συμψηφίζεται ο καταβληθείς φόρος εισοδήματος και Φ.Π.Α.
Σημειώνεται ότι εφόσον κατά τις περαιούμενες κατά τα ανωτέρω χρήσεις έχουν σχηματισθεί αφορολόγητα αποθεματικά και κρατήσεις και από τυχόν έλεγχο που θα γίνει σε επόμενες ανέλεγκτες χρήσεις προκύψει ότι έχει γίνει καταστρατήγηση των διατάξεων των αναπτυξιακών νόμων βάσει των οποίων σχηματίσθηκαν, τα στοιχεία αυτά θεωρούνται συμπληρωματικά στοιχεία που δικαιολογούν την έκδοση συμπληρωματικού φύλλου ελέγχου σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 68 του ν. 2238/1994, με συμψηφισμό του καταβληθέντος φόρου εισοδήματος στο πλαίσιο της περαίωσης.

6. Ο επιτηδευματίας του οποίου υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και δεν έχει συζητηθεί στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, εάν επιθυμεί την περαίωσή της μαζί με τις επόμενες ανέλεγκτες χρήσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, θα πρέπει να υποβάλλει το αργότερο μέσα σε διάστημα δύο (2) μηνών από τη δημοσίευση του ν. 3697/2008 αίτηση στον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. που είναι αρμόδια για την υπόθεση που εκκρεμεί στο δικαστήριο, με την οποία θα ζητεί την έκδοση σχετικού ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΙΚΟΥ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΟΣ, προσκομίζοντας ταυτόχρονα βεβαίωση από το αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο ότι η υπόθεσή του δεν έχει ακόμη συζητηθεί στο ακροατήριο.

Εάν η αρμόδια Δ.Ο.Υ. για την έκδοση του ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΙΚΟΥ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΟΣ είναι διαφορετική από εκείνη στην οποία υποβλήθηκε η αίτηση, η τελευταία διαβιβάζει την αίτηση μαζί με τη βεβαίωση του δικαστηρίου και το σχετικό Απογραφικό Δελτίο στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. για την έκδοση του ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΙΚΟΥ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΟΣ. Επίσης διαβιβάζεται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ταυτόχρονα και αντίγραφο τυχόν εκκρεμών πράξεων επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. Για την υπογραφή της σχετικής πράξης αποδοχής ισχύει το αναφερόμενο στην παράγραφο 4 χρονικό διάστημα.
Αν ο επιτηδευματίας του οποίου η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και δεν έχει συζητηθεί στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, επιθυμεί την περαίωσή της μαζί με επόμενες ανέλεγκτες χρήσεις και έχει υποβάλλει τη σχετική αίτηση και τη βεβαίωση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου, εκδίδεται ενιαίο Εκκαθαριστικό για όλες τις χρήσεις (ελεγμένες ή ανέλεγκτες). Αν δεν επιθυμεί η επιχείρηση την περαίωση των ελεγμένων χρήσεων, έχει τη δυνατότητα περαίωσης μόνο των ανέλεγκτων χρήσεων.

Επί υπαγόμενων στον ν.3259/2004 υποθέσεων αν εκκρεμεί στο δικαστήριο μόνο απόφαση επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. που αφορά υπαγόμενη χρήση, θα εκδίδεται το Εκκαθαριστικό Σημείωμα έστω και αν δεν έχουν υποβληθεί από τον επιτηδευματία η ως άνω σχετική αίτηση και βεβαίωση, οι οποίες και θα προσκομίζονται από τον επιτηδευματία κατά την υπογραφή της πράξης αποδοχής του Εκκαθαριστικού Σημειώματος.
Σε περίπτωση που γίνει αποδεκτό το Εκκαθαριστικό Σημείωμα, με έγγραφο του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. προς το αντίστοιχο πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο δικαστήριο, γνωστοποιείται η περαίωση των φύλλων ελέγχου ή των πράξεων για τις οποίες ασκήθηκε προσφυγή και ζητείται η κατάργηση της δίκης.

7. Ο επιτηδευματίας φυσικό πρόσωπο του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου (περιπτώσεις διακοπής – λύσης) που επιθυμεί να περαιώσει τις ανέλεγκτες υποθέσεις του προσέρχεται το αργότερο μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του ν. 3697/2008 στον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. που βρίσκεται το Μηχανογραφημένο Εκκαθαριστικό Σημείωμα που τον αφορά ή εντός δέκα (10) ημερών από την κοινοποίησή του σε αυτόν και ακολουθείται η διαδικασία της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού. Προκειμένου για επιτηδευματία μη φυσικό πρόσωπο του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, η περαίωση των ανέλεγκτων υποθέσεών του μπορεί να ζητηθεί από οποιοδήποτε μέλος ή εταίρο ή διευθύνοντα ή εντεταλμένο σύμβουλο ή μέλος του διοικητικού συμβουλίου του, κατά περίπτωση, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου. Σε αυτή την περίπτωση το μέλος ή ο εταίρος ή ο διευθύνων ή ο εντεταλμένος σύμβουλος ή το μέλος του διοικητικού συμβουλίου αναλαμβάνει και όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την κατά τον παρόντα νόμο περαίωση των υποθέσεων, χωρίς αυτό να συνεπάγεται την εξάλειψη των συναφών υποχρεώσεων των άλλων συνυποχρέων.

8. Το Μηχανογραφημένο Εκκαθαριστικό Σημείωμα αμέσως μετά τη σύνταξη επ’ αυτού της σχετικής πράξης και την υπογραφή της καταχωρείται σε ειδικό βιβλίο, στο οποίο αναγράφονται ο αύξων αριθμός, το ονοματεπώνυμο ή η επωνυμία του επιτηδευματία, ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.), το επάγγελμα, η διεύθυνσή του, τα περαιούμενα οικονομικά έτη καθώς και τα ποσά των φόρων ανά Κωδικό Αριθμό.
Σχετικές οδηγίες θα παρασχεθούν από τη Γενική Γραμματεία Πληροφορικών Συστημάτων.

9. Για τη συντομότερη υλοποίηση της περαίωσης των φορολογικών υποθέσεων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1-11 του ν.3259/2004, λόγω του πλήθους των υπαγόμενων στην περαίωση υποθέσεων και για την υποβοήθηση του έργου των Δ.Ο.Υ., το Απογραφικό Δελτίο του άρθρου 9 του ν.3259/2004, καθώς και το Μηχανογραφημένο Εκκαθαριστικό Σημείωμα του ίδιου άρθρου, ενσωματωμένο ή μη, δύνανται να συντάσσονται και από τις ίδιες τις επιχειρήσεις.
Το εν λόγω Απογραφικό Δελτίο – Μηχανογραφημένο Εκκαθαριστικό Σημείωμα θα συντάσσεται εις διπλούν, θα φέρει την ένδειξη ότι έγινε ορθή μεταφορά των απαραίτητων δεδομένων και θα υπογράφεται από τον υπόχρεο και τον λογιστή, εφόσον συνέπραξε λογιστής για τη συμπλήρωσή του. Μέσω εφαρμογής που βρίσκεται στην ηλεκτρονική διεύθυνση www.gsis.gr της Γενικής Γραμματείας Πληροφορικών Συστημάτων, οι υπόχρεοι (πιστοποιημένοι χρήστες) θα έχουν τη δυνατότητα να εκτυπώσουν το σχετικό Απογραφικό Δελτίο – Μηχανογραφημένο Εκκαθαριστικό Σημείωμα, το οποίο και θα προσκομίζουν περαιτέρω στην αρμόδια Δ.Ο.Υ.

Αναλυτικές οδηγίες για τη συμπλήρωση του Απογραφικού Δελτίου – Μηχανογραφημένου Εκκαθαριστικού Σημειώματος θα παρέχονται για κάθε γενικά ενδιαφερόμενο στην προαναφερόμενη ηλεκτρονική διεύθυνση.

Για τις παραπάνω περιπτώσεις, ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. θα διερευνά άμεσα, αν υπάρχουν αποφάσεις επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ., δελτία πληροφοριών ή κατασχεμένα ανεπίσημα βιβλία και στοιχεία καθώς και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο που αναφέρεται στη παράγραφο 4 του άρθρου 6, τα οποία και θα αναγράφονται επί του Απογραφικού Δελτίου – Μηχανογραφημένου Εκκαθαριστικού Σημειώματος, με προσυπογραφή του υπαλλήλου που διενεργεί το σχετικό έλεγχο και του αρμόδιου επόπτη. Επίσης θα ερευνάται αν συντρέχει περίπτωση υποβολής συμπληρωματικής – τροποποιητικής δήλωσης (ή δηλώσεων) σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 6 του άρθρου 6 της παρούσας (περί μεταφοράς ακάλυπτης ζημιάς), καθώς και αν η δήλωση αυτή υποβλήθηκε εφόσον διαπιστωθεί ότι συντρέχει τέτοια περίπτωση. Στις όλως εξαιρετικές περιπτώσεις που είναι αδύνατη η άμεση κατά τα ανωτέρω διερεύνηση, αυτή θα γίνεται τις αμέσως επόμενες ημέρες και εφόσον η υπόθεση υπάγεται στις διατάξεις των άρθρων 1 – 11 του ν.3259/2004, θα καλείται ο φορολογούμενος για την αποδοχή του Εκκαθαριστικού Σημειώματος.

Σε περίπτωση μη ύπαρξης αποφάσεων επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ., δελτίων πληροφοριών ή κατασχεμένων ανεπίσημων βιβλίων και στοιχείων καθώς και οποιωνδήποτε άλλων στοιχείων που αναφέρονται στη παράγραφο 4 του άρθρου 6, επί του σώματος του Απογραφικού Δελτίου, εφόσον αυτό αποτελεί και Μηχανογραφημένο Εκκαθαριστικό Σημείωμα ή επί του Μηχανογραφημένου Εκκαθαριστικού Σημειώματος, αν αποτελούν διαφορετικά έντυπα, συντάσσεται σχετική πράξη περαίωσης η οποία υπογράφεται από τον υπόχρεο και τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ.

Σε περίπτωση που απαιτείται η έκδοση Α.Ε.Π. του Κ.Β.Σ. θα εκδίδεται πρώτα η σχετική απόφαση και η περαίωση θα γίνεται υπό το βάρος της Α.Ε.Π. και σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 1-11 του παρόντος νόμου.
Με την υπογραφή της σχετικής πράξης περαίωσης ο φορολογούμενος καταβάλλει το είκοσι τοις εκατό (20%) του οφειλόμενου φόρου εισοδήματος, Φ.Π.Α., τυχόν προστίμου Κ.Β.Σ. και κάθε άλλης υποχρέωσης, σύμφωνα με το παρόν άρθρο 9, και το υπόλοιπο ποσό βεβαιώνεται σύμφωνα με τα άρθρα 9, 10 και 11.

Εκ των δύο (2) Απογραφικών Δελτίων – Μηχανογραφημένων Εκκαθαριστικών Σημειωμάτων, το ένα παραλαμβάνει ο υπόχρεος και το δεύτερο παραμένει στο σχετικό φάκελο.

Σε περίπτωση ανακριβούς μεταφοράς των απαραίτητων δεδομένων που προβλέπονται από τα άρθρα 1 – 11 του παρόντος στο Απογραφικό Δελτίο και στο Μηχανογραφημένο Εκκαθαριστικό Σημείωμα, ασχέτως του χρόνου σύνταξης και υποβολής τους από τις ίδιες επιχειρήσεις, η υπόθεση θεωρείται ως μη περαιωθείσα στο σύνολό της και όλες οι υπαχθείσες στη ρύθμιση χρήσεις θεωρούνται ανέλεγκτες. Φόρος που τυχόν έχει καταβληθεί, συμψηφίζεται με το φόρο που προκύπτει με τις οικείες καταλογιστικές πράξεις που θα εκδοθούν ύστερα από οριστικό φορολογικό έλεγχο.

10. Σημειώνεται ότι Εκκαθαριστικό Σημείωμα εκδίδεται και στις περιπτώσεις που δηλώνονται ακαθάριστα έσοδα μόνο από ακίνητα ή συμμετοχές καθώς και για τις δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις και τα νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα.
Σε περίπτωση αποδοχής του εκκαθαριστικού σημειώματος από Α.Ε. και Ε.Π.Ε. περαιώνονται και τα εισοδήματα από ακίνητα και από συμμετοχές παρόλο που εξαιρούνται από τα ακαθάριστα έσοδα που λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό του αναλογούντος φόρου περαίωσης.
Οι αμοιβές του Διοικητικού Συμβουλίου αποτελούν εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις και εφόσον η υπόθεση υπάγεται στη ρύθμιση προσδιορίζεται ο οφειλόμενος με την περαίωση φόρος.

11. Τέλος, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 28 του ν.3697/2008, η έκδοση των Εκκαθαριστικών Σημειωμάτων του άρθρου 9 του ν.3259/2004 καθώς και η υποβολή των Σημειωμάτων αυτών από τους ίδιους τους επιτηδευματίες, κατά τα ανωτέρω, λήγει στις 31/12/2008.

Αρθρο 10
Βεβαίωση των φόρων

1. Ο φόρος εισοδήματος, τα πρόστιμα του Κ.Β.Σ. και οι λοιποί φόροι, τέλη και γενικά όλες οι φορολογικές υποχρεώσεις που προκύπτουν με βάση τις διατάξεις του παρόντος νόμου βεβαιώνονται στο όνομα του υπόχρεου.
2. Η βεβαίωση ενεργείται από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. που έχει εκδώσει το ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ, τόσο για το σύνολο της οφειλής που προκύπτει από αυτό, όσο και για τα πρόστιμα του Κ.Β.Σ. από τυχόν εκκρεμείς πράξεις που περαιώθηκαν μαζί με αυτό, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο.
3. Για τη βεβαίωση των οφειλόμενων ποσών ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. συντάσσει χρηματικό κατάλογο σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
4. Παράλληλα, ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. που ενήργησε τη βεβαίωση, αποστέλλει στις άλλες Δ.Ο.Υ. που τυχόν είναι αρμόδιες για κάποια από τις χρήσεις που περαιώθηκαν :
α) Επικυρωμένο φωτοαντίγραφο του ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΙΚΟΥ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΟΣ μετά της επ’ αυτού πράξης αποδοχής από τον επιτηδευματία.
β) Επικυρωμένο φωτοαντίγραφο της πράξης επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. μετά της επ’ αυτής διοικητικής επίλυσης της διαφοράς που περαιώθηκε με τον παρόντα νόμο και έχει εκδοθεί από άλλη Δ.Ο.Υ.
5. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι κείμενες διατάξεις.

Αρθρο 11
Τρόπος καταβολής των φόρων

1. Τα υπόλοιπα ποσά του φόρου εισοδήματος και του φόρου προστιθέμενης αξίας που περιλαμβάνονται στο Μηχανογραφημένο Εκκαθαριστικό Σημείωμα, όπως και των τυχόν προστίμων Κ.Β.Σ. που αφορούν τις περαιούμενες ανέλεγκτες υποθέσεις του επιτηδευματία καταβάλλονται ως ακολούθως:
α)Όταν το ποσό της αρχικής συνολικής οφειλής αυτών είναι μέχρι είκοσι πέντε χιλιάδες (25.000) ευρώ, σε έξι (6), κατ΄ ανώτατο όριο, ίσες μηνιαίες δόσεις, χωρίς όμως το ποσό της κάθε δόσης να υπολείπεται των πεντακοσίων (500) ευρώ.
β)Όταν το ποσό της αρχικής συνολικής οφειλής αυτών είναι πάνω από είκοσι πέντε (25.000) χιλιάδες και μέχρι εξήντα χιλιάδες (60.000) ευρώ, σε οκτώ (8) ίσες μηνιαίες δόσεις.
γ)Όταν το ποσό της αρχικής συνολικής οφειλής αυτών είναι πάνω από εξήντα χιλιάδες (60.000) ευρώ , σε δώδεκα (12) ίσες μηνιαίες δόσεις.

2. Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από εκείνον εντός του οποίου υπογράφηκε η σχετική πράξη επί του Μηχανογραφημένου Εκκαθαριστικού Σημειώματος και οι υπόλοιπες μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα των αντίστοιχων επόμενων μηνών, χωρίς να απαιτείται σχετική ειδοποίηση του υπόχρεου.
Σε περίπτωση που ολόκληρο το οφειλόμενο κατά την παράγραφο 1 ποσό καταβληθεί μέσα στην προθεσμία καταβολής της πρώτης δόσης, παρέχεται έκπτωση ποσοστού 5%.
Σε ότι αφορά την έκπτωση 5% στις περιπτώσεις εφάπαξ καταβολής του οφειλόμενου ποσού διευκρινίζεται ότι η έκπτωση αυτή υπολογίζεται επί του ποσού της αρχικής συνολικής οφειλής όταν ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό καταβληθεί με την υπογραφή του Εκκαθαριστικού Σημειώματος ή επί του υπολοίπου (μετά την αφαίρεση του 20%), όταν ολόκληρο το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό καταβληθεί μέσα στην προθεσμία καταβολής της πρώτης δόσης.

Γ. ΛΟΙΠΑ ΘΕΜΑΤΑ

1. Σχετικά με το ελεγκτικό έργο των υπηρεσιών διευκρινίζονται τα εξής:
α) Για θέματα αρμοδιότητας διενέργειας φορολογικών ελέγχων, εφαρμογή έχει η αριθ.

1085068/4794/ΔΕ-Β/5.9.2007 ( Φ.Ε.Κ.1843 Β’ / 12-9-2007) Α.Υ.Ο.Ο. περί ανακαθορισμού της καθ’ ύλην αρμοδιότητας μεταξύ ελεγκτικών υπηρεσιών σε θέματα φορολογικού ελέγχου.

β) Για τις εντολές διενέργειας φορολογικού ελέγχου που θα εκδίδονται στο εξής διευκρινίζουμε ότι :
– Θα συνεχιστεί η έκδοση εντολών ελέγχου για τις υποθέσεις που δεν υπάγονται στις διατάξεις του ν.3259/2004 για περαίωση και εντάσσονται στα πλαίσια του επιχειρησιακού ελεγκτικού προγράμματος της κάθε υπηρεσίας.
– Επίσης, θα εκδίδονται άμεσα εντολές ελέγχου για υποθέσεις που υπάγονται στις διατάξεις του ν.3259/2004 και έχει παρέλθει η προθεσμία των 10 ημερών από την κοινοποίηση του οικείου Εκκαθαριστικού Σημειώματος χωρίς να έχει προσέλθει ο επιτηδευματίας . Ευνόητο είναι ότι οι Δ.Ο.Υ. κατά την έκδοση των Εκκαθαριστικών Σημειωμάτων θα προβαίνουν σε ιεράρχιση των υπαγόμενων υποθέσεων, προτάσσοντας για παράδειγμα τις υποθέσεις με παλαιές εκκρεμείς χρήσεις (π.χ. χρήσεις 2000, 2001, 2002, 2003 κλπ.).

Ο ελεγκτικές αρχές μετά την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας θα διενεργούν έλεγχο σύμφωνα με την 1021681/1120/ΠΟΛ.1037/1.3.2005 Α.Υ.Ο.Ο.
Τα ανωτέρω αναφερόμενα ισχύουν και για τις υποθέσεις αρμοδιότητας των Ελεγκτικών Κέντρων που υπάγονται στις διατάξεις του ν.3259/2004. Στις περιπτώσεις αυτές τα οικεία Απογραφικά Δελτία συντάσσονται με μέριμνα των προϊσταμένων των Ελεγκτικών Κέντρων, εφόσον πρόκειται για υποθέσεις για τις οποίες οι φάκελοι βρίσκονται ήδη στις υπηρεσίες αυτές ή για υποθέσεις για τις οποίες οι φάκελοι βρίσκονται σε Δ.Ο.Υ. του ίδιου νομού.

2. Στις περιπτώσεις που υπάρχουν στις Δ.Ο.Υ. δελτία από V.I.E.S. που πρέπει να ελεγχθούν και να απαντηθούν ή εισαγγελικές παραγγελίες, καταγγελίες κλπ., θα εξετάζεται κατ’ αρχήν αν οι υποθέσεις που αφορούν τα ανωτέρω υπάγονται στις διατάξεις του ν.3259/2004, όπως ισχύουν, και αν αυτά μπορούν να αξιοποιηθούν και να απαντηθούν σύμφωνα με όσα ορίζουν οι διατάξεις του νόμου αυτού.

Αν η υπόθεση υπάγεται στις διατάξεις του ν.3259/2004 θα εκδίδεται το προβλεπόμενο Εκκαθαριστικό Σημείωμα, λαμβανομένων υπόψη, εάν είναι δυνατόν, των ανωτέρω δελτίων από V.I.E.S., εισαγγελικών παραγγελιών, καταγγελιών κλπ.

Αν ο φορολογούμενος δεν προσέλθει στις προβλεπόμενες προθεσμίες του ν.3259/2004, τότε θα εκδίδεται εντολή διενέργειας τακτικού (οριστικού) φορολογικού ελέγχου σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και τα ειδικότερον οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο 1 και στο πλαίσιο αυτού θα αξιοποιούνται και θα απαντώνται τα δελτία από V.I.E.S., εισαγγελικές παραγγελίες, καταγγελίες κλπ.

Ανεξαρτήτως των ανωτέρω ενεργειών, μπορεί να διεξάγονται προληπτικοί, προσωρινοί έλεγχοι προκειμένου να απαντηθούν δελτία από V.I.E.S., εισαγγελικές παραγγελίες, καταγγελίες κλπ. εφόσον είναι αναγκαίο λόγω προθεσμιών ή άλλων λόγων, τα αποτελέσματα των οποίων δεν θα ληφθούν υπόψη κατά τη διαδικασία περαίωσης σε υπαγόμενη υπόθεση. Αντίθετα, τα αποτελέσματα των προσωρινών και προληπτικών ελέγχων θα λαμβάνονται υπόψη σε περιπτώσεις μη περαίωσης της υπόθεσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3259/2004.

Ακριβές Αντίγραφο
Η Προϊσταμένη της Γραμματείας

Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΜΠΕΖΑΣ