ΕΥΘΥΝΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΕΓΓΥΗΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΧΡΕΟΥΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΦΕΙΛΕΤΗ

Περί της ευθύνης κληρονόμων και εγγυητών για την καταβολή χρέους μετά τον θάνατο του πρωτοφειλέτη, προερχομένου από επιβληθείσα σε βάρος του ποινή σε χρήμα.

(Α.Υ.Ο. 1005315/297/23/0016/ΠΟΛ. 1125/15.4.2002)Σχετικά με το πιο πάνω θέμα, σας κοινοποιούμε την 15/2002 γνωμοδότησης του Β΄ Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, η οποία έγινε δεκτή από τον Υφυπουργό Οικονομικών, για να λάβετε γνώση και να ενεργείτε σύμφωνα με αυτή.

Με τη γνωμοδότηση αυτή γίνονται δεκτά τα ακόλουθα:

Στο άρθρο 58 του Ποινικού Κώδικα ορίζεται:

“Με το θάνατο του καταδικασμένου διαγράφονται οι χρηματικές ποινές και τα πρόστιμα, σε καμμία περίπτωση δεν εκτελούνται εναντίον των κληρονόμων του”.

Στη διάταξη του άρθρου 58 του Ποινικού Κώδικα εμπίπτουν μόνο οι από τα Δικαστήρια επιβαλλόμενες αμιγείς ποινές σε χρήμα, οι οποίες έχουν καθαρά ποινικό χαρακτήρα και προβλέπονται από τα άρθρα 18 και 57 του Ποινικού Κώδικα.

Επιβάλλεται να γίνεται διάκριση από άλλες χρηματικές ποινές και πρόστιμα, οι οποίες είτε έχουν καθαρά αστικό χαρακτήρα είτε μικτό, ποινής δηλαδή και αποζημίωσης ή επανόρθωσης της προσγενομένης ζημίας είτε στο Δημόσιο είτε στον Ιδιώτη.

Για να κριθεί αν μια χρηματική ποινή είναι αμιγής πρέπει να αποβλέψουμε στη φύση του γεγονότος, για το οποίο επιβλήθηκε.

Αν τούτο είναι εγκληματικό, τότε πρόκειται περί ποινής.

Επειδή όμως αυτό δεν είναι πάντοτε ευδιάκριτο τα ασφαλέστερα κριτήρια είναι η δικαιοδοσία, η οποία επιβάλλει την ποινή, αλλά και ο σκοπός αυτής.

Έτσι αν τη χρηματική ποινή μπορεί να επιβάλει η Διοίκηση ή αν η επιβαλλόμενη από τα Δικαστήρια έχει σκοπό την ανόρθωση μόνο αστικών συνεπειών ή και την ανόρθωση αστικών συνεπειών, τότε δεν πρόκειται περί αμιγούς ποινής αλλά ποινής αστικής ή μικτής φύσεως.

Η ποινή αυτή (αστικής ή μικτής φύσεως) εκτελείται κατά των κληρονόμων, ανεξαρτήτως του χρόνου βεβαίωσης αυτής, αφού φέρει χαρακτήρα αποζημίωσης και ο κληρονόμος διαδέχεται τον κληρονομούμενο ως προς τα δικαιώματα αλλά και τις υποχρεώσεις αυτού (ΑΚ 1710).

Επίσης εκτελούνται και κατά των κληρονόμων οι καταδίκες στα έξοδα της δίκης, εφόσον κατέστησαν οριστικές.

Ο εγγυητής οφειλής που προέρχεται από επιβληθείσα σε βάρος πρωτοφειλέτη αμιγή ποινή σε χρήμα με απόφασή ποινικού Δικαστηρίου, ευθύνεται για την καταβολή του υπολοίπου χρέους του θανόντος πρωτοφειλέτη, μπορεί δε να ζητήσει την επιστροφή κάθε ποσού που κατέβαλε μετά τον θάνατό του ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, εφόσον δεν έχει υποπέσει σε παραγραφή.

ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Β΄ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός Γνωμοδοτήσεως 15/2002

Αριθμός Πρωτοκόλλου 4418/2001

Συνεδρίαση 3ης Ιανουαρίου 2002

Αριθμ. Eρωτήματος: 1014829/ 960/ 75/Ν-00 16/21.5.2001 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών, Γεν. Δ/νσης Φορολογίας, Δ/νσης 16ης Εισπρ. Εσόδων, Τμ. Β΄

Περίληψη ερωτήματος: Εάν εξακολουθεί να ευθύνεται η εγγυήτρια για την καταβολή υπολοίπου χρέους. το οποίο προέρχεται από χρηματική ποινή, μετά τον θάνατο πρωτοφειλέτη και αν δικαιούται επιστροφής των καταβληθέντων μετά τον θάνατό του.

Επί του ανωτέρω ερωτήματος το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους εγνωμοδότησε ως εξής

Ι. Με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 1014829/ 960175/N-0016/21.5.2001 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών, Γεν. Δ/νσης Φορολογίας, Δ/νση η 16η Εισπρ. Δημ. Εσόδων, Τμ. Β΄, δίδονται τα εξής στοιχεία:

“Στη Δ.Ο.Υ. το τριπλότυπο βεβαίωσης 1004/30.7.92 βεβαιώθηκε χρέος ύψους 8.877.000 δραχμών το οποίο αφορά χρηματική ποινή προερχόμενο από την 71598/92 συγχωνευτική απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών .

Στις 30.7.92 εγγυήθηκε για την καταβολή του ποσού αυτού σύμφωνα με τον νόμο περί Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων, παραιτούμενη του ευεργετήματος της ενστάσεως της διζήσεως και από το οποίο έχει καταβάλει μέρος αυτού με τμηματικές καταβολές.

Ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. για διασφάλιση της οφειλής έχει επιβάλει την αρ. κατάσχεση επί ακινήτου της εγγυήτριας, το οποίο βρίσκεται στο Δήμο Αθηναίων επί της οδού.

Σύμφωνα δε με την αρ. 658/Β/27.2.01 βεβαίωση της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, Τμήματος εκτελέσεων η ποινή της υπ’ αρ. συγχωνευτικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών είναι προσωποπαγής.

Κατόπιν τούτων, ερωτάται αν εξακολουθεί να ευθύνεται η εγγυήτρια για την καταβολή του υπολοίπου χρέους μετά τον θάνατο του πρωτοφειλέτη και, σε αρνητική περίπτωση , αν δικαιούνται επιστροφής των καταβληθέντων μετά τον θάνατό του ποσών”.

ΙΙ. Α. Στον ΑΝ 690 της 4/5 Δεκεμβρίου 1945 (ΦΕΚ Α 292 “περί συμπληρώσεως και τροποποιήσεως του α.ν. 28/44 “περί εξουσιοδοτήσεως των Υπουργών Εργασίας και Οικονομικών, όπως προβαίνουν εις καθορισμόν μισθών και ημερομισθίων”, ορίζεται: “Άρθρον μόνον (όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 άρθρ. 8 Ν . 2336/ 1995 – ΦΕΚ Α 189) «1. Κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολουμένους σε αυτόν της οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας είτε από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας είτε από αποφάσεις διαιτησίας είτε από το νόμο ή έθιμο είτε σύμφωνα με το άρθρ. 10 του Νομ. 3198/1955, συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας, τιμωρείται κατόπιν μηνύσεως των ενδιαφερομένων ή των οργάνων του Υπουργείου Εργασίας ή των οργάνων της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης που είναι εντεταλμένα για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας ή της οικείας Αστυνομικής Αρχής ή της οικείας επαγγελματικής οργάνωσης των εργαζομένων με φυλάκιση μέχρι έξι (6) μήνες και χρηματική ποινή, της οποίας το ποσό δεν μπορεί να ορίζεται κάτω του 25% ούτε πάνω του 50% του καθυστερουμένου χρηματικού ποσού, για την εξεύρεση όποίου οι τυχόν σε είδος οφειλόμενες αποδοχές, πρέπει να αποτιμώνται, με την σχετική απόφαση, σε χρήμα. Η εκδίκαση των παραπάνω υποθέσεων γίνεται με τη διαδικασία του αυτοφώρου, όπως προβλέπεται από τα άρθρ. 417 επ. του Κ.Π.Δ. 2. Η εκδίκασης περί των ανωτέρω μηνύσεων, ενεργείται κατά τας διατάξεις του Ν. Δ/τος της 23ης Νοεμ. 1923” “περί αμέσου εκδικάσεως πλημμελημάτων τινών επ αυτοφώρω”, ως αύται ετροποποιήθησαν και συνεπληρώθησαν μεταγενεστέρως. 3.. Η άσκησης εφέσεως, εις περίπτωσιν καταδίκης, δεν αναστέλλει την εκτέλεσιν της ποινής.

[Η παρ- 3 δέον να θεωρηθεί καταργηθείσα δια του άρθρ.. 4 73 παρ. 1 εδ- β΄ του Ποιν. Κώδικος (τομ. 8 σελ- 78)] 4. Αι κατά τας διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος χρηματικαί ποιναί διατίθενται συμφώνως προς το άρθρο 2 του Β.Δ. της 24 lουλ. 1920 περί πληρωμής. ημερομισθίων”. 5. Η ισχύς του παρόντος Νόμου άρχεται από της δημοσιεύσεώς της εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως”.

Εξ άλλου, στο άρθρο 2 του από 24 Ιουλίου/21 Αυγούστου 1920 Β. Δ/γματος κωδικοποιήσεως εις εν ενιαίον κείμενον των νόμων περί πληρωμής των ημερομισθίων των εργατών και περί των μισθών των υπηρετών και υπαλλήλων” ορίζεται: “Η πληρωμή των ημερoμισθίων ….. Τα κατά τας διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου επιβαλλόμενα πρόστιμα κατατίθενται παρά τη Εθνική Τραπέζη της Ελλάδος, εις έντοκον λογαριασμόν υπό τον τίτλον “Ταμείον Προνοίας υπέρ των Εργατών” Δι’ ειδικού νόμου θέλουσι κανονισθή τα της διαθέσεως του κεφαλαίου τούτου…”.

Τέλος, στο άρθρο 58 του Ποιν. Κώδικα ορίζεται: “Με το θάνατο του καταδικασμένου διαγράφονται οι χρηματικές ποινές και τα πρόστιμα σε καμμία περίπτωση δεν εκτελούντάι εναντίον των κληρονόμων του”

ΙΙΙ. Έχει γίνει δεκτό (βλ. Γνωμ. ΝΣΚ 435/1994, 490/1985, ΑΠ 1714/1989 ΝοΒ σελ. 1065, 682/1952) ότι το άρθρο 58 Π.Κ. ως χρηματική ποινή ή πρόστιμο εννοεί τις ποινές εις χρήμα περί των οποίων προβλέπουν τα άρθρα 18 και 57 του Π.Κ., ήτοι τις αμιγείς ποινές εις χρήμα, οι οποίες έχουν καθαρά ποινικό χαρακτήρα. Επιβάλλεται να γίνει η ειδίκευση αυτή για να γίνει διάκριση από άλλες χρηματικές ποινές και πρόστιμα οι οποίες είτε έχουν καθαρά αστικό χαρακτήρα είτε μικτό, ποινής δηλαδή και αποζημιώσεως ή επανορθώσεως της προσγενομένης ζημίας είτε στο Δημόσιο είτε στον ιδιώτη (βλ. αγόρευση Κ. Κόλλια, Ποιν. Χρον. 1951 σελ. 185, ΑΠ 85/1951 Ποιν. Χρον. 1951 σελ. 184).

Για να κριθεί αν μια χρηματική ποινή είναι αμιγής χρηματική ποινή πρέπει να αποβλέψομε στη φύση του γεγονότος, για το οποίό απειλείται. Αν τούτο είναι εγκληματικό, τότε πρόκειται περί ποινής. Τούτο όμως, δεν είναι πάντοτε ευδιάκριτο. Η δικαιοδοσία η οποία επιβάλλει ή δύναται να επιβάλλει την ποινή, αλλά και ο σκοπός αυτής, είναι ασφαλέστερα κριτήρια. Έτσι, αν την χρηματική ποινή μπορεί να επιβάλλει και η Διοίκηση ή αν η επιβαλλόμενη από τα Δικαστήρια έχει σκοπό την ανόρθωση μόνο αστικών συνεπειών ή και την ανόρθωση αστικών συνεπειών τότε δεν πρόκειται περί αμιγούς ποινής.

Επομένως, με βάση τα ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτό ότι στην διάταξη του άρθρου 58 Π.Κ. εμπίπτουν μόνο οι από τα Δικαστήρια επιβαλλόμενες αμιγείς ποινές εις χρήμα.

Εάν όμως, πρόκειται περί χρηματικών ποινών αστικής ή μικτής φύσεως υπό την εκτεθείσαν έννοιαν, αυτές εκτελούνται κατά των κληρονόμων, ανεξαρτήτως χρόνου βεβαιώσεώς των, αφού φέρουν χαρακτήρα αποζημιώσεως και ο κληρονόμος διαδέχεται τον κληρονομούμενον, ως προς τα δικαιώματα, αλλά και τις υποχρεώσεις (βλ. ΑΚ 1710).

Επίσης, εκτελούνται και κατά των κληρονόμων οι καταδίκες στα έξοδα της δίκης, εφόσον κατέστησαν οριστικές (βλ. Βαβαρέτο – Κονταξή: Ποιν. Δικ., Στ΄ έκδοση, σελ. 1456 Ζησιάδης Ποινική Δικονομία, έκδοση 3η, Γ΄ τόμος, σελ. 443).

IV. Εν προκειμένω, η κατά τον Αν 690/1945 επιβαλλόμενη από το ποινικό δικαστήριο Χρηματική ποινή, η οποία προβλέπεται σωρευτικά με στερητική της ελευθερίας ποινή φυλακίσεως, έχει αμιγώς ποινικό χαρακτήρα, διότι αποβλέπει στην επιβολή κύρωσης για ορισμένο ποινικώς ενδιαφέρον αποτέλεσμα και όχι στην επανόρθωση συγκεκριμένης ζημίας (βλ. Ν.Σ.Κ. Γν. 435/1994).

Αντίθετη άποψη, εκ του άρθρου 2 του Β.Δ/τος της 24 Ιούλ./21 Αύγ. 1920, στό οποίο παραπέμπει ο ΑΝ 690/1945 ως προς τη “διάθεση” των χρηματικών ποινών και κατά το οποίο αυτές “κατατίθενται παρά τη Εθνική Τραπέζη της Ελλάδος, εις έντοκον λογαριασμόν υπό τον τίτλον Ταμείον Προνοίας υπέρ των Eργατών….” δεν δύναται να υποστηριχθεί βασίμως, κατά τα κατωτέρώ:

1. Από την έρευνα που έγινε στην αρμόδια Δ/νση του Υπουργείου Εργασίας, δεν κατέστη δυνατή η ανεύρεση του “ειδικού νόμου”, με τον οποίο (κατά την διατύπωση του B. Δ/τος) ήθελαν κανονισθεί τα της διαθέσεως. του κεφαλαίου τούτου/ Συνεπώς, φαίνεται να μην εξεδόθη ο νόμος αυτός, ενώ, εξάλλου, το Υπουργείο Εργασίας δεν έχει στοιχεία περί .υπάρξεως και ενεργοποιήσεως οποτεδήποτε του παραπάνω εντόκου λογαριασμού.

2. Ομοίως, από έρευνα που εγένετο στο Κεντρικό Κατάστημα της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη οποτεδήποτε λογαριασμού με τίτλο “Ταμείο Προνοίας υπέρ των Εργατών”

3. Από τον “Κώδικα Κατάταξης Εσόδων και Εξόδων του Κρατικού Προϋπολογισμού”, κάθε οικονομικού έτους, προκύπτει η ύπαρξη Γενικού Κωδικού Αριθμού Εσόδων 3720, με τίτλο: “Πρόστιμα και χρηματικές ποινές επιβαλλόμενες από τα ποινικά δικαστήρια” και ειδικότερου Κωδικού αριθμού 3721 , με τίτλο : «Πρόστιμα και χρηματικές ποινές επιβαλλόμενες από τα ποινικά δικαστήρια και μετατροπές ποινών σε χρηματικές”. Ομοίως, υφίσταται και έτερος Γενικός Κωδικός Αριθμός Εσόδων 3730, με τίτλο : “Λοιπά πρόστιμα και χρηματικές ποινές”, και ειδικός κωδικός αριθμός 3739, με τίτλο: “Λοιπά πρόστιμα και χρηματικές ποινές επιβαλλόμενες από δικαστήρια και δημόσιες γενικά αρχές”.

Στους παραπάνω κωδικούς αριθμούς εσόδων καταχωρούνται ανέκαθεν οι βεβαιούμενες και εισπραττόμενες εκάστοτε από τις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. χρηματικές ποινές, που επιβάλλονται από τα Δικαστήρια, βάσει διαφόρων νόμων. εισαγόμενες ως έσοδα του Κρατικού Προϋπολογισμού Στην περίπτωση του ερωτήματος οι βεβαιωθείσες χρηματικές ποινές, εισήχθησαν στον Κρατικό Προϋπολογισμό έτους 1992, υπό τον Κ.Α.Ε. 3721 (βλ σχετικά τριπλ. βεβαίωσης Δ.Ο.Υ. Παλλήνης 01004/30.7.1992 και 00018/10.1.1999).

Κατόπιν τούτων, είναι φανερό ότι και οι χρηματικές ποινές που επιβάλλονται από τα Δικαστήρια κατά τον ΑΝ 690/1945, βεβαιώνονται στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. και εισάγονται ως δημόσια έσοδα στον Κρατικό Προϋπολογισμό, δεδομένου ότι ουδέποτε φαίνεται να λειτούργησε ο έντοκος λογαριασμό με τίτλο “Ταμείο Προνοίας υπέρ των Eργατών”, η εν πάση περιπτώσει από μακροτάτου χρόνου φαίνεται να ατόνησε.

Κατά συνέπεια, η επιβαλλόμενη κατά τον Α.Ν. 690/2945 χρηματική . ποινή έχει αμιγώς ποινικό χαρακτήρα, αφού δεν λειτουργεί ως επανόρθωση επελθούσης ζημίας σε συγκεκριμένο πρόσωπο. (Βλέπετε και σύμφωνη άποψη Εισαγγελέως εκτελέσεων στο υπ’ αριθμ. 658Β/27.2.2001 έγγραφό της προς Δ.Ο.Υ. Παλλήνης).

Αλλά, και εν πάση περιπτώσει, σε περίπτωση ύπαρξης και λειτουργίας του ειδικού εντόκου λογαριασμού με τον τίτλο “Ταμείον Προνοίας υπέρ των Εργατών”, στον οποίο θα έπρεπε να κατατίθενται οι επιβαλλόμενες, κατά τον ΑΝ 690/1945, χρηματικές ποινές, δεν διαφοροποιείται η φύση των ποινών ως αμιγώς ποινικών αφού είναι προφανές ότι η κατάθεση των ποσών αυτών στον παραπάνω λογαριασμό δεν φέρει τον χαρακτήρα αποζημίωσης του βλαβέντος συγκεκριμένου προσώπου, αλλά λειτουργεί, ενδεχομένως, ως κοινοτικός πόρος υπέρ γενικώς των εργατών.

Συνεπώς, η εις βάρος του επιβληθείσα με αριθμ. 71598/1992 συγχωνευτική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών χρηματική ποινή για παράβαση του ΑΝ 690/1945 δεν εκτελείται κατά των κληρονόμων του.

V. Περαιτέρω, ο Α.Κ. ορίζει στο άρθρ. 847 “Με τη σύμβαση της εγγύησης ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στο δανειστή την ευθύνη ότι θα καταβληθεί η οφειλή”, στο αρθρ. 850 “Η εγγύηση προϋποθέτει έγκυρη κύρια οφειλή…”, στο αρθρ. 851 “Ο εγγυητής ευθύνεται για την έκταση που έχει κάθε φορά η κύρια οφειλή”, στο αρθρ. 853 “Ο εγγυητής μπορεί να προτείνει εναντίον του δανειστή τις μη προσωποπαγείς ενστάσεις του πρωτοφειλέτη, και αν ακόμη αυτός παραιτηθεί απ’ αυτές μετά τη συνομολόγηση της εγγύησης”, στο αρθρ. 857. “Ο εγγυητής δεν έχει την ένσταση δίζησης 1) Αν παραιτήθηκε απ’ αυτήν, και ιδίως αν εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης”, στο αρθρ. 864. ΑΚ “Όταν η κύρια οφειλή αποσβεσθεί, ο εγγυητής ελευθερώνεται, εκτός αν η απόσβεση επήλθε από δικό του πταίσμα», στο δε αρθρ. 272 «Συμπληρωθείσης της παραγραφής ο υπόχρεος δικαιούται να αρνηθεί την παροχήν…”.

Εξάλλου, η εγγύηση είναι ενοχή βοηθητική ή παρεπόμενη προϋποθέτουσα κύρια ενοχή όχι μόνο κατά τη γέννησή της αλλά και κατά την περαιτέρω ύπαρξη και εξέλιξη αυτής. Ο δε παρεπόμενος χαρακτήρας αυτής εκδηλώνεται πολλαπλώς, τόσο κατά τη σύσταση της συμβάσεώς εγγυήσεως (άρθρ. 850 παρ. 1) όπου επικρατεί ο κανόνας ότι η εγγύηση “ίσταται και πίπτει” κατά το κύρος και την τύχη της κύριας οφειλής”, όσο και κατά τη λειτουργία της συμβάσεως εγγυήσεως (άρθρ. 851 , 853, 855-857) και κατά απόσβεση αυτής (αρθρ. 864), παραίτηση δε από τον παρεπόμενο χαρακτήρα της εγγυήσεως δεν νοείται, διότι άλλως η εγγύηση παύει να είναι εγγύηση (Μπαλής Ενοχ. παρ. 172/6, Ζέπος Ερμ. ΑΚ 84 7 -870 Εισαγωγικές παρατηρήσεις παρ. 11, 14 ).

Αντικείμενο της εγγυήσεως είναι το περιεχόμενο της κύριας οφειλής πρωτοφειλέτη που πρέπει να είναι έγκυρη και δη κατά την εκάστοτε έκταση αυτής οπότε εν ανυπαρξία κύριας οφειλής δεν υφίσταται ενοχή εξ εγγυήσεως (Ζέπος ο.π. παρ. 16, ΑΠ 778/87 ΝοΒ 36, 1427, ΕΑ 3798/79 ΝoB 28. 294). Η δε κύρια οφειλή δύναται να είναι και μη αγώγιμη, δηλαδή ατελής ή φυσική ενοχή, γι’ αυτό και η εκ παραγεγραμμένης οφειλής απομένουσα ατελής ενοχή εγκύρως δύναται ν’ αποτελέσει αντικείμενο εγγυήσεως, οπότε όμως ατελής καταλήγει και η ευθύνη του εγγυητή (Ερμ. ΑΚ Ζέπος αρ. 850 παρ. 4, Ενοχ. Ζέπου: παρ. 4 ΙΙΙ 3α σελ. 107).

Και στη μορφή εγγυήσεως του αρθρ. 857, κατά την, οποία ο εγγυητής παραιτούμενος της ενστάσεως της διζήσεως εγγυάται ως αυτοφειλέτης, ο εγγυητής δεν καθίσταται οφειλέτης εις ολόκληρον με τον πρωτοφειλέτη, αλλά ευθύνεται παρεπομένως εν σχέσει προς τον τελευταίο και επομένως και μετά την τοιαύτη παραίτηση εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις των άρθρ. 851 (ως προς την έκταση ευθύνης) και 853 (ως προς την προβολή των μη προσωποπαγών ενστάσεων). (ΑΠ 601/85 Eλ.Δνn 27.77, Εφ. Πατρ. 130/83 ΝοΒ 31.846 Πρ.Αθ. 16327/61, Ενοχ. Ζέπου, Β’ τόμος σελ. 565, Ενοχ. Kαυκά εκδ. 304.853 παρ. 1 αρ. 857).

Με το αρθρ. 86 παρ. 1 ΚΕΔΕ δεν καθιερώνεται ενοχή εις ολόκληρον ούτε άλλη ουσιαστική αυτοτέλεια του εγγυητή έναντι του πρωτοφειλέτη, εκτός από την κατάργηση του ευεργετήματος της διζήσεως και επομένως η ενοχή του εγγυητή εξακολουθεί να έχει τον παρακολουθηματικό της χαρακτήρα με μοναδική εξαίρεση την απώλεια του ευεργετήματος της διζήσεως κι ο εγγυητήs, αμυνόμενος κατά της βεβαιώσεως χρέους σε βάρος του ή κατά την εναντίον του επισπευδομένη εκτέλεση, μπορεί να προτείνει τις μη προσωποπαγείς ενστάσεις του πρωτοφειλέτη (Μπρίνια, Διοικητική Εκτέλεση, Κεφάλαιο Γ’ [αρ. 27 σελ. 75,76).

Κατά συνέπεια, η απόσβεση της κύριας οφειλής άγει σε κατάλυση και της εκ της εγγυήσεως απορρέουσας ενοχικής σχέσεως και σε ελευθέρωση του εγγυητή.

VI. Α. Επειδή στην προκειμένή περίπτωση, με βάση όσα εξετέθησαν στο στοιχείο IV του παρόντος, η σε βάρος του επιβληθείσα με την υπ’ αριθμ. 71598/1998 απόφαση του Μον. Πρωτοδικείου Αθηνών χρηματική ποινή, για παράβαση του ΑΝ 690/1945, κατ’ άρθρο 58 του Ποιν. Κώδικα διαγράφεται και “σε καμμία περίπτωση δε εκτελείται εναντίον των κληρονόμων του”, είναι φανερό ότι η κατά τα άνω απόσβεση της κυρίας οφειλής, άγει σε κατάλυση της εκ της εγγυήσεως απορρέουσας ενοχικής σχέσεως και συνεπώς σε απελευθέρωση του εγγυητή.

Τυχόν δε προσπάθεια του Δημοσίου προς είσπραξη της βεβαιωμένης οφειλής από τον εγγυητή, ευκόλως θα αποκρουσθεί δια προβολής υπ’ αυτού, κατ’ άρθρο 853 Α.Κ., της μη προσωποπαγούς (προσώπου) ενστάσεως της διαγραφής της χρηματικής ποινής.

Άλλωστε, μη υπάρχουσας κατ’ άρθρο 58 Ποιν. Κ. δυνατότητας εκτελέσεως της χρηματικής ποινής εναντίον των κληρονόμων του θανόντος καταδικασμένου, παραλύει το εναγώγιμο της αξιώσεως που απορρέει εκ της κυρίας οφειλής, η οποία δεν αποσβέννυται, αλλά παραμένει ως φυσική ενοχή. Κατ’ ακολουθίαν, ούτε η εκ της εγγυήσεως υποχρέωση αποσβέννυται, παρέχεται όμως στον εγγυητή η δυνατότητα να προτείνει τη συναφή ένσταση κατά του Δημοσίου (άρθρο 853 Α.Κ.), οπότε η εγγύηση ως καλύπτουσα πλέον ατελή ενοχή δημιουργεί και ατελή ευθύνη του εγγυητή (βλ. Ερμ. ΑΚ Ζέπος αριθμ. 864 Β1 παρ. 9, ιδίου: Ενοχικό Δίκαιο, σελ. 565,579)

Β. Κατά συνέπεια, το Δημόσιο δεν δύναται να απαιτήσει από τον εγγυητή την καταβολή της εκ της εγγυήσεως απορρέουσας απαιτήσεως είτε γίνει δεκτή η άποψη ότι η εγγύηση έχει αποσβεστεί δια της διαγραφής της κυρίας οφειλής λόγω του θανάτου του καταδικασμένου πρωτοφειλέτου είτε γίνει δεκτή η άποψη ότι η εγγύηση, ως καλύπτουσα πλέον φυσική ατελή ενοχή, δημιουργεί και ατελή ευθύνη του εγγυητή, ο οποίος έτσι δεν υποχρεούται νομικά προς παροχή.

VII. Επομένως, με βάση όλα τα προλεχθέντα, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους έχει τη γνώμη ότι στο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι η εγγυήτρια δεν ευθύνεται για την καταβολή του υπολοίπου χρέους του θανόντος πρωτοφειλέτου προερχομένου από επιβληθείσα σε βάρος του χρηματική ποινή, με απόφαση ποινικού Δικαστηρίου, δύναται δε να ζητήσει την επιστροφή κάθε ποσού που τυχόν κατέβαλε μετά τον θάνατό του (15.11. 2000), ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, εφόσον δεν έχει υποπέσει σε παραγραφή.