ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΑ ΕΣΟΔΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Υποχρέωση των επιχειρήσεων για παρακολούθηση των ακαθάριστων εσόδων τους, για τη φορολογία του εισοδήματος, ανά τριετία σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του ν. 2753/1999.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Οι προθεσμίες της δήλωσης των ακαθαρίστων εσόδων τριετίας αναγράφονται στο άρθρο 8 της παρούσας.

(Α.Υ.Ο. 1028679/558/Α0012/ΠΟΛ. 1109/26.3.2002)ΑΠΟΦΑΣΗ

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 6 του ν. 2753/1999 (ΦΕΚ 249 Α’ ) όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με την παράγραφο 10 του άρθρου 15 του νόμου 2992/20-3-2002 (ΦΕΚ 54 Α’ ).

2. Τις 1097441/5278/7668/0014/ ΠΟΛ.1242/19-10-2001 και 1013666/ 891/198/0014/ΠΟΛ.1060/13-2-2002 Αποφάσεις του Υφυπουργού Οικονομικών.

3. Την 1100383/1330/Α006/31-10-2001 (ΦΕΚ 1485 Β) κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομικών με την οποία αναθέτονται αρμοδιότητες του Υπουργού Οικονομικών στους Υφυπουργούς Οικονομικών.

4. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της απόφασης αυτής δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού.

Αποφασίζουμε

Ορίζουμε τις προϋποθέσεις, τους όρους και τις διαδικασίες για την εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του ν. 2753/1999 για τη φορολογία του εισοδήματος, και τις προθεσμίες υποβολής των ειδικών σημειωμάτων υπολογισμού του Φ.Π.Α. ως ακολούθως:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

Ρυθμίσεις στην Φορολογία Εισοδήματος

‘ Άρθρο 1

Οι επιχειρήσεις εμπορίας και παραγωγής αγαθών που τηρούν βιβλία Β’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., καθώς και οι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών που τηρούν βιβλία Β’ η προαιρετικά Γ’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ., για κάθε τριετία λειτουργίας τους, με έτος αφετηρίας τη χρήση 1999, συγκρίνουν τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα που πραγματοποίησαν με το άθροισμα τεσσάρων προσδιοριστικών παραγόντων.

Ως τριετία λειτουργίας των επιχειρήσεων νοούνται τρεις συνεχόμενες διαχειριστικές περίοδοι, ανεξάρτητα εάν πρόκειται για μικρότερο ή μεγαλύτερο του έτους χρονικό διάστημα.

Στην περίπτωση διενέργειας τακτικού ελέγχου, πριν από την παρέλευση τριετίας, από την επομένη του οριστικού ελέγχου διαχειριστική περίοδο αρχίζει νέα τριετία.

Εφόσον τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα της τριετίας είναι μικρότερα από το άθροισμα των προσδιοριστικών αυτών παραγόντων, αυτά τα μεγαλύτερα ακαθάριστα έσοδα λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό των καθαρών κερδών και την επιβολή του φόρου εισοδήματος χωρίς την επιβολή πρόσθετων φόρων και προστίμων.

‘ Άρθρο 2

Οι διατάξεις αυτής της απόφασης δεν έχουν εφαρμογή:

α) Στις τεχνικές επιχειρήσεις για τα ακαθάριστα έσοδα που πραγματοποιούν από την εκτέλεση Δημόσιων έργων, καθώς επίσης και στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 34 του ν. 2238/1994.

β) Στις επιχειρήσεις που μέσα στην τριετία τηρούν εκτός από βιβλία Β’ ή προκειμένου για επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών προαιρετικά Γ’ κατηγορίας και βιβλία Α’ κατηγορίας.

γ) Στους αμιγώς ελεύθερους επαγγελματίες του άρθρου 48 του ν. 2238/1994

δ) Στην περίπτωση οριστικής παύσης εργασιών της επιχείρησης πριν την έναρξη της τρίτης διαχειριστικής περιόδου.

ε) Στις επιχειρήσεις που είναι σε αδράνεια καθ’ όλη την τριετία

στ) Στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών οι οποίες έστω και για μία διαχειριστική περίοδο μέσα στην τριετία πραγματοποίησαν ακαθάριστα έσοδα πάνω από 20.000.000 δρχ. Επίσης, σης μικτές επιχειρήσεις οι οποίες από τον κλάδο παροχής υπηρεσιών πραγματοποίησαν ακαθάριστα έσοδα πάνω από 20.000.000 δρχ. έστω και για μία διαχειριστική περίοδο μέσα στην τριετία.

‘ Άρθρο 3

Οι προσδιοριστικοί παράγοντες ορίζονται ως κάτωθι:

α) Οι αγορές που πωλήθηκαν ή αναλώθηκαν μέσα στη χρήση. Ως τέτοιες αγορές θεωρούνται, οι αγορές της χρήσης συν τις αγορές της απογραφής έναρξης μείον τις αγορές της απογραφής λήξης.

Αν δεν υπάρχει απογραφή, ως απογραφή έναρξης θεωρείται -ποσοστό 10% επί των αγορών της προηγούμενης χρήσης, ενώ ως απογραφή λήξης ποσοστό 10% επί των αγορών της τρέχουσας χρήσης.

Προκειμένου για τις επιχειρήσεις παραγωγής αγαθών, στην απογραφή θα λαμβάνεται υπόψη και το κόστος των ετοίμων, ημιετοίμων ή ημικατεργασμένων αγαθών, σύμφωνα με όσα ορίζονται σπω τις διατάξεις του Π.Δ. 186/ 1992 (Κ.Β.Σ.), περί απογραφής.

Στον προσδιοριστικό αυτόν παράγοντα μειωτικό στοιχείο αποτελεί η αξία των καταστραφέντων ή απολεσθέντων εμπορεύσιμων αγαθών, πρώτων και βοηθητικών υλών, υλικών συσκευασίας, εφόσον η αξία αυτή αποδεικνύεται ή δικαιολογείται με νόμιμα παραστατικά.

β) Οι πραγματικές δαπάνες με τις οποίες επιβαρύνθηκε η επιχείρηση κατά χρήση, όπως, μισθώματα, μισθοί, εργοδοτικές εισφορές, λογαριασμοί ρεύματος, νερού, σταθερής και κινητής τηλεφωνίας, γενικά έξοδα διοίκησης, καθώς και άλλες επαγγελματικές δαπάνες.

γ) Οι αποσβέσεις πάγιων στοιχείων που αναλογούν σε κάθε χρήση, σύμφωνα με όσα ορίζονται από τις διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος.

Αντί των αποσβέσεων αυτών παρέχεται η δυνατότητα να λαμβάνεται υπόψη το 1% του αθροίσματος των ανωτέρω α’ και β’ προσδιοριστικών παραγόντων, προκειμένου για εμπορικές επιχειρήσεις και το 3% προκειμένου για μεταποιητικές.

Εάν η επιχείρηση έχει και τους δυο κλάδους προκειμένου να υπολογισθούν οι αποσβέσεις με το συντελεστή 1% ή 3% θα λαμβάνεται υπόψη ο κλάδος της κύριας δραστηριότητας.

Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση κατά την οποία δεν έχουν διενεργηθεί και καταχωρηθεί στα τηρούμενα βιβλία οι αναλογούσες αποσβέσεις.

Ο προσδιοριστικός αυτός παράγοντας δεν έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις που αποδειγμένα δεν υπάρχει αναπόσβεστη αξία πάγιων στοιχείων.

δ) Τα καθαρά κέρδη που αναλογούν στο άθροισμα των τριών προηγούμενων προσδιοριστικών παραγόντων α’ , β’ και γ’ , με την εφαρμογή του Μοναδικού Συντελεστή Καθαρού Κέρδους (Μ.Σ.Κ,Κ.).

Προκειμένου για επιχειρήσεις που εφαρμόζουν περισσότερους του ενός Μ.Σ.Κ.Κ., ως μοναδικός συντελεστής θα λαμβάνεται, ο μέσος σταθμικός συντελεστής που προκύπτει από τη διαίρεση των συνολικών καθαρών κερδών που προκύπτουν με την εφαρμογή των Μ.Σ.Κ.Κ. κατά κατηγορία εσόδου δια των συνολικά δηλωθέντων ακαθάριστων εσόδων της κάθε χρήσης, ανεξάρτητα αν πρόκειται για αμιγώς εμπορικές επιχειρήσεις ή μεικτές.

‘ Άρθρο 4

1. Η τυχόν διαφορά που προκύπτει από τη σύγκριση του αθροίσματος των τεσσάρων ανωτέρω προσδιοριστικών παραγόντων με τα δηλωθέντα ακαθάριστα, έσοδα της τριετίας, κατανέμεται ισομερώς κατά χρήση και λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό των καθαρών κερδών κάθε χρήσης σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 32 του ν. 2238/ 1994.

2. Τα καθαρά κέρδη των υπόχρεων της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του ν. 2238/1994, όπως αυτά προσδιορίστηκαν σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο φορολογούνται στο όνομα αυτών, χωρίς την εφαρμογή της διάταξης του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του ν. 2238/1994.

3. Προκειμένου περί μεικτών επιχειρήσεων η προκύπτουσα σε κάθε διαχειριστική περίοδο διαφορά μερίζεται μεταξύ των κλάδων με βάση τα δηλωθέντα ακαθάριστα έσοδα αυτών.

‘ Άρθρο 5

Εφόσον προκύπτει διαφορά ακαθάριστων εσόδων κατά τα ανωτέρω, υποβάλλονται προαιρετικά στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία συμπληρωματικές δηλώσεις των φυσικών προσώπων, των υπόχρεων της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του ν. 2238/ 1994, των δημόσιων, δημοτικών, κοινοτικών επιχειρήσεων, καθώς και των συνεταιρισμών, με συνημμένο “Ειδικό σημείωμα υπολογισμού Φ.Ε.. με βάση το άρθρο 6 του ν.2753/1999”, όπως το συνημμένο στην παρούσα υπόδειγμα.

Η καταβολή του φόρου γίνεται χωρίς την επιβολή πρόσθετων φόρων και προστίμων.

Στις δηλώσεις αυτές δεν υπολογίζεται προκαταβολή φόρου.

Σε περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής των συμπληρωματικών δηλώσεων, η ημερομηνία έναρξης του εκπροθέσμου αρχίζει από την επόμενη ημέρα της προθεσμίας που ορίζεται στο άρθρο 8 της παρούσης.

‘ Άρθρο 6

Το οφειλόμενο ποσό καταβάλλεται σε έξι (6) μηνιαίες δόσεις με τον περιορισμό ότι κάθε δόση δεν μπορεί να είναι μικρότερη των τριακοσίων (300) ΕΥΡΩ, εκτός από την τελευταία.

Η πρώτη δόση καταβάλλεται:

α) Για τα φυσικά πρόσωπα μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίές, ημέρα του επόμενου μήνα από τη βεβαίωση του φόρου και η καθεμία από τις πέντε επόμενες την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα των επομένων μηνών από τη καταβολή της πρώτης δόσης.

β) Για τα μη φυσικά πρόσωπα, με την υποβολής της δήλωσης και η καθεμία από τις πέντε επόμενες την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα των επομένων μηνών από την εκκαθάριση της δήλωσης.

‘ Άρθρο 7

Τα οφειλόμενα ποσά εγγράφονται στον ειδικό κωδικό εσόδων 0642 για τα φυσικά πρόσωπα και 0643 για τα μη φυσικά πρόσωπα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β

Ρυθμίσεις στην Φορολογία Εισοδήματος και στο ΦΠΑ

‘ Άρθρο 8

1. Η υποβολή των ειδικών σημειωμάτων υπολογισμού του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας ανάλογα με το τελευταίο ψηφίο του Αριθμού Φορολογικού Μητρώου καθορίζεται ως ακολούθως:

α) Μέχρι τις 22 Απριλίου οι υπόχρεοι που ο ΑΦΜ τους λήγει στο 1 και 2

β) Μέχρι τις 23 Απριλίου οι υπόχρεοι που ο ΑΦΜ τους λήγει στο 3 και 4

γ) Μέχρι τις 24 Απριλίου οι υπόχρεοι που ο ΑΦΜ τους λήγει στο 5 και 6

δ) Μέχρι τις 25 Απριλίου οι υπόχρεοι που ο ΑΦΜ τους λήγει στο 7 και 8

ε) Μέχρι τις 26 Απριλίου οι υπόχρεοι που ο ΑΦΜ τους λήγει στο 9

στ) Μέχρι τις 29 Απριλίου οι υπόχρεοι που ο ΑΦΜ τους λήγει στο, 0-50 και 60-00

2. Η υποβολή των συμπληρωματικών δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος με συνημμένο σ’ αυτές το ειδικό σημείωμα υπολογισμού των ακαθαρίστων εσόδων για τη φορολογία εισοδήματος, ανάλογα με το τελευταίο ψηφίο του Αριθμού Φορολογικού Μητρώου καθορίζεται ως ακολούθως:

Α) Όταν από τις διατάξεις των άρθρων 62 και 64 του ν. 2238/1994, πρέπει να υποβληθούν οι αρχικές δηλώσεις οικονομικού έτους 2002 μέχρι και 19 Απριλίου 2002, στις ίδιες προθεσμίες της παραγράφου 1 αυτού του άρθρου.

Β) Όταν από τις διατάξεις των άρθρων 62 και 107 του ν. 2238/1994, οι αρχικές δηλώσεις οικονομικού έτους 2002 πρέπει να υποβληθούν από τις 22 Απριλίου 2002 και μετά, οι συμπληρωματικές δηλώσεις των φυσικών προσώπων και των δημόσιων, δημοτικών, κοινοτικών επιχειρήσεων, καθώς και των συνεταιρισμών θα συνυποβληθούν μαζί με τις αρχικές δηλώσεις τους, μέσα στην προβλεπόμενη προθεσμία υποβολής τους.

Άρθρο 9

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.