ΤΟΚΟΙ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ ΑΠΟ REPOS ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
Οι τόκοι που αποκτούν από καταθέσεις και από πράξεις REPOS τα γραφεία αλλοδαπών επιχειρήσεων που εγκαθίστανται στην Ελλάδα βάσει των διατάξεων του άρθρου 25 του ν. 27/1975 ή του α.ν. 89/1967, απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος.

(Α.Υ.Ο. 1033499/10474/Β0012/ΠΟΛ. 1085/10.8.2004)Αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

1. Με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 12 του ν. 2238/1994 προβλέπεται παρακράτηση φόρου με συντελεστή 15% στους τόκους οι οποίοι προκύπτουν από οποιαδήποτε μορφή κατάθεσης σε τράπεζα ή ταμιευτήριο που είναι στην Ελλάδα και αποκτώνται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ενώσεις προσώπων ή ομάδες περιουσίας, χωρίς να εξετάζεται η ιθαγένεια και ο τόπος που διαμένουν ή κατοικούν ή έχουν την έδρα τους.

2. Περαιτέρω, με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 2 της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου “Αρμοδιότητα των δικαστηρίων σε υποθέσεις αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, φορολογικές και τελωνειακές ρυθμίσεις” (ΦΕΚ 288 Α΄/21.12.2001), η οποία κυρώθηκε με το ν. 2990/2002 (ΦΕΚ 30 Α’/21.2.2002), προστέθηκαν δύο νέα εδάφια στο τέλος της πιο πάνω παραγράφου 1 του άρθρου 12 του ν. 2238/ 1994.

Με τις νέες αυτές διατάξεις προβλέπεται, ότι τα εισοδήματα που προκύπτουν από τις πράξεις που αναφέρονται στις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 15 του ν. 3632/1928, δηλαδή από την εξωχρηματιστηριακή πώληση ή αγορά τίτλων του Δημοσίου με ειδική συμφωνία (πράξεις REPOS και REVERSE REPOS, αντίστοιχα), θεωρούνται τόκοι καταθέσεων (παρ.7) και φορολογούνται με συντελεστή 7% (παρ. 8).

3. Επίσης, με τις διατάξεις της περ. α’ της παρ. 7 του άρθρου 12 του ν. 2238/1994 ορίζεται, ότι εξαιρούνται από τη φορολογία που επιβάλλεται με το άρθρο αυτό οι τόκοι που προκύπτουν από οποιαδήποτε μορφή κατάθεσης μη. μονίμων κατοίκων Ελλάδας σε τράπεζες που είναι στην Ελλάδα ή το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, εφόσον το ποσό αυτών είναι σε ξένο νόμισμα.

4. Με την 1071124/1267/Α0012/ΠΟΛ. 1195/1997 εγκύκλιό μας είχε γίνει δεκτό, ότι οι τόκοι καταθέσεων σε συνάλλαγμα των εγκατεστημένων στην Ελλάδα γραφείων ή υποκαταστημάτων αλλοδαπών επιχειρήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 27/1975, α.ν. 89/1967 και α.ν. 378/1968, εξαιρούνται της αυτοτελούς φορολόγησης με συντελεστή 15%, λόγω της αναγκαστικής εισαγωγής συναλλάγματος, που προορίζεται αποκλειστικά για την κάλυψη των δαπανών που πραγματοποιούν στην Ελλάδα.

5. Εξάλλου, με τις διατάξεις της περ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 2 του α.ν. 89/1967 ορίζεται, ότι οι αλλοδαπές εμποροβιομηχανικές εταιρίες, οι οποίες εγκαθίστανται στην Ελλάδα βάσει των διατάξεων του άρθρου 1 του νόμου αυτού, απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος και γενικά από κάθε τέλος, φόρο, εισφορά ή κράτηση υπέρ του Δημοσίου ή οποιουδήποτε τρίτου υφιστάμενου ή επιβληθησόμενου στο μέλλον για το εισόδημα που αποκτούν από εργασίες, το αντικείμενο των οποίων βρίσκεται εκτός των ορίων της Ελληνικής επικράτειας.

6. Επίσης, με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 1 του α.ν. 378/1968 ορίζεται, ότι αλλοδαπές ναυτιλιακές επιχειρήσεις κάθε τύπου και μορφής δύνανται να εγκαθίστανται στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του α.ν. 89/ 1967 και να απολαμβάνουν όλων των πλεονεκτημάτων του νόμου αυτού αλλά και του α.ν.378/1968.

7. Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 2 του α.ν. 378/1968 ορίζεται, ότι η αληθής έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 εδάφ. (δ) περίοδος πρώτη του α.ν. 89/1967 είναι ότι οι υπαχθείσες ή εφεξής υπαγόμενες στις διατάξεις του α.ν. 89/1967 εμποροβιομηχανικές ή ναυτιλιακές επιχειρήσεις απαλλάσσονται του φόρου εισοδήματος ως και παντός τέλους εισφοράς ή κρατήσεως υπέρ του Δημοσίου ή τρίτου, υφιστάμενου ή επιβληθησόμενου στο μέλλον, για το εισόδημα το κτώμενο από όλες τις δραστηριότητες αυτών, των εγκρινόμενων μέσω της παρεχούσης την άδεια εγκατάστασης ή μέσω της υπαγούσης αυτές στις διατάξεις του α.ν. 89/1967 υπουργικής απόφασης.

8. Η Ολομέλεια του Ν.Σ.Κ. με την αριθ. 124/2004 γνωμοδότησή της, η γνώμη της πλειοψηφίας της οποίας (ψήφοι 19 έναντι 15 της μειοψηφίας) έγινε αποδεκτή από τον κ. Υφυπουργό, γνωμοδότησε ότι η γενικότητα της διατύπωσης της πιο πάνω απαλλακτικής ρήτρας του α.ν. 378/1968 δεν καταλείπει καμία αμφιβολία ότι η πρόθεση του νομοθέτη είναι να μην υφίσταται καμία φορολογική ή άλλη επιβάρυνση στο κτώμενο στην ημεδαπή εισόδημα των επιχειρήσεων του α.ν. 89/1967 (εμποροβιομηχανικών) και του άρθρου 25 του ν. 27/1975 (ναυτιλιακών) που εγκαθιστούν γραφεία στην Ελλάδα, ούτε αμέσως αλλά ούτε και εμμέσως. Η ειδική αυτή μεταχείριση των πιο πάνω επιχειρήσεων καθιερώθηκε λόγω της ωφέλειας που εκτιμάται ότι θα έχει η εθνική οικονομία από τη λειτουργία των γραφείων αυτών στην Ελλάδα (εισαγωγή συναλλάγματος, δημιουργία θέσεων εργασίας, κλπ.).

Με δεδομένη λοιπόν τη σαφή βούληση του νομοθέτη για τη μη φορολόγηση, καθοιονδήποτε τρόπο, του εισοδήματος που αποκτούν οι επιχειρήσεις αυτές από τη νόμιμη δραστηριότητά τους στην Ελλάδα, στην οποία περιλαμβάνεται και η δια μέσου των τραπεζικών ιδρυμάτων διαχείριση και διακίνηση των χρηματικών διαθεσίμων τους, συνάγεται ότι οι καταθέσεις των εγκατεστημένων στην Ελλάδα βάσει των πιο πάνω νόμων επιχειρήσεων και οι τοποθετήσεις σε πράξεις REPOS των εσόδων τους από την επιτρεπόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις δραστηριότητά τους, ανεξάρτητα αν αυτές είναι σε ξένο νόμισμα ή σε νόμισμα της ευρωζώνης, καθώς και των εισαγόμενων ποσών συναλλάγματος, απαλλάσσονται από τη φορολογία εισοδήματος.

9. Για πληρέστερη ενημέρωσή σας, σας επισυνάπτουμε την αριθ. 124/2004 γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Ν.Σ.Κ.

ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

ΟΛΟΜΕΛΙΑ

Συνεδρίαση της 19.3.2004

Αριθμός Γνωμοδοτήσεως 124/2004

Αριθ. Ερωτ.: 1095413/11034/ Β0012/23.10.2003 της Δ/νσεως Φορολογίας Εισοδήματος (Δ12) του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών,

Περίληψη: 1) Φορολογική μεταχείριση των τόκων που αποκτούν τα Γραφεία αλλοδαπών επιχειρήσεων που εγκαθίστανται στην Ελλάδα βάσει του ν. 27/1975 ή του α.ν. 89/1967 από καταθέσεις σε συνάλλαγμα.

2) Φορολογική μεταχείριση του εισοδήματος των ανωτέρω επιχειρήσεων από εξωχρηματιστηριακή πώληση ή αγορά τίτλων του Δημοσίου με ειδικές συμφωνίες (πράξεις REPOS).

Επί των ως άνω τεθέντων ερωτημάτων η Ολομέλεια του Νομικού Συμβουλίου του κράτους γνωμοδότησε ως εξής:

Ι. 1. Στη παρ. 7 του άρθρου 15 του Ν. 2632,11928 “Περί χρηματιστηρίων αξιών”, προστεθείσα με το άρθρο 74 του Ν.1969/1991 και αντικατασταθείσα ως κάτωθι, με την παρ.1 του άρθρου 19 του N. 2651/1998 (ΦΕΚ Α΄/248/3.11. 1998), ορίζονται τα εξής: “α) Επιτρέπεται η εξωχρηματιστηριακή πώληση. εντόκων γραμματίων ή ομολόγων του Δημοσίου εισηγμένων στο χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (Χ.Α.Α.) τόσο τοις μετρητοίς όσο και με ειδικές συμφωνίες, εφόσον ο αγοραστής ή ο πωλητής ή και οι δύο είναι Τράπεζες. β) μέχρι την έναρξη διαπραγμάτευσης στην Αγορά Αξιών Σταθερού Εισοδήματος (Α.Α.Σ.Ε.) άϋλων τίτλων του Δημοσίου μέσω του συστήματος άϋλων τίτλων του Χ.Α.Α. είναι επίσης έγκυρη η εξωχρηματιστηριακή πώληση άϋλων τίτλων εντόκων γραμματίων και ομολόγων του Δημοσίου, εισηγμένων στο Χρηματιστήριο. Αξιών Αθηνών (Χ.Α.Α.), τόσο τοις μετρητοίς, όσο και με ειδικές συμφωνίες, εφόσον ο αγοραστής ή ο πωλητής ή και οι δύο είναι μέλη του Χρηματιστηρίου”.

2. Στο άρθρο 12 του ν. 2238/1994 “Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος” (ΦΕΚ 151 α) ορίζονται τα εξής: παρ. 1 “Επιβάλλεται φόρος εισοδήματος στους τόκους οι οποίοι αποκτώνται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ενώσεις προσώπων ή ομάδες περιουσίας, χωρίς να εξετάζεται η ιθαγένεια και ο τόπος που διαμένουν ή κατοικούν ή έχουν την έδρα τους και προκύπτουν στην Ελλάδα από: α) Οποιαδήποτε μορφή κατάθεσης, περιλαμβανομένων και των πιστοποιητικών καταθέσεων, σε τράπεζα ή ταμιευτήριο που είναι στην Ελλάδα. β) δ)… Για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας παραγράφου θεωρούνται τόκοι καταθέσεων και τα εισοδήματα που προκύπτουν από πράξεις, όπως αυτές ορίζονται στις διατάξεις της παρ.7 του άρθρου 15 τρυ N. 3632/1928, (ΦΕΚ 137 Α΄), που προστέθηκαν με το άρθρο 74 του N.1969/1991 (ΦΕΚ 167 Α΄) και ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με την παράγραφο 1 του άρθρου 19 του N. 2651/1998 (ΦΕΚ 248 α΄), τα οποία λαμβάνουν οι δικαιούχοι φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται η διαδικασία και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του προηγουμένου εδαφίου”. Σημειώνεται ότι τα δύο τελευταία εδάφια προστέθηκαν με την παρ. 7 του άρθρου 2 της από 21122001 Πράξεως Νομοθετικού περιεχομένου, ΦΕΚ A. 288/21122001, η οποία κυρώθηκε με το N. 2990/2002. Παρ. 2 Παρ.7 “Εξαιρούνται από τη φορολογία που επιβάλλεται με το άρθρο αυτό οι τόκοι που προκύπτουν από: α) οποιαδήποτε μορφή κατάθεσης μη μονίμων κατοίκων Ελλάδας σε τράπεζες που είναι στην Ελλάδα ή το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, εφόσον το ποσό αυτών είναι σε ξένο νόμισμα. β) Εκούσιες καταθέσεις όψεως ταμιευτηρίου μη μονίμων κατοίκων Ελλάδος στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, εφόσον το ποσό αυτών είναι σε ξένο νόμισμα”. Η τελευταία αυτή παράγραφος (7) ισχύει ως άνω μετά την αντικατάσταση της με τη διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 10 του N. 2459/1997, ΦΕΚ Α’ 17 και ισχύει για τα εισοδήματα που αποκτώνται από 1 Ιανουαρίου 1997.

3. Στο άρθρο 1 του α.ν. 89/1967 “Περί εγκαταστάσεως εν Ελλάδι Αλλοδαπών Εμποροβιομηχανικών Εταιρειών” (Α΄ 132) ορίζεται ότι: “1. Αλλοδαπαί Εμποροβιομηχανικαί Εταιρείαι υπό οιονδήποτε τύπον η μορφήν λειτουργούσαι νομίμως εν τη έδρα των, ασχολούμεναι δε αποκλειστικώς εις εκτέλεσιν εμπορικών εργασιών ων το αντικείμενο ευρίσκεται εντός κατόπιν ειδικής της Ελλάδος, δύνανται να εγκαθίστανται εν Ελλάδι αδείας παρεχομένης δι’ αποφάσεως του Υπουργού και στο άρθρο 2 ότι “1. Aλλoδαπαί Εμποροβιομηχανικαί Εταιρεία, τυγχάνουσαι της εν τω προηγουμένω άρθρω αδείας εγκαταστάσεως, απολαμβάνουν άνευ ετέρας διατυπώσεως των δασμολογικών, φορολογικών και λοιπών διευκολύνσεων, υπό την προϋπόθεσιν ότι ασχολούνται αποκλειστικώς εις εκτέλεσιν εμπορικών εργασιών το αντικείμενον των οποίων ευρίσκεται εκτός Ελλάδος: α) ….. δ) Απαλλάσσονται από του φόρου εισοδήματος ως και παντός εν γένει τέλους, φόρου, εισφοράς ή κρατήσεως υπέρ του Δημοσίου ή οιουδήποτε τρίτου υφισταμένου ή επιβληθησομένου εις το μέλλον δια το εισόδημα αυτών το κτώμενον εξ εργασιών, ων το αντικείμενον ευρίσκεται εκτός των ορίων της Ελληνικής επικρατείας…”.

Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 παρ.1 του α.ν. 378/1968 (Α 82) “Αλλοδαπαί ναυτιλιακαί επιχειρήσεις παντός τύπου και μορφής δύνανται να εγκαθίστανται εν Ελλάδι κατά τας διατάξεις του Α.Ν. 89/1967 και να απολαύουσιν απάντων των πλεονεκτημάτων του νόμου τούτου και του παρόντος δια πάσας τας δραστηριότητας αυτών, αίτινες ήθελον ρητώς εγκριθή δια της χορηγούσης την άδειαν εγκαταστάσεως αποφάσεως…” και κατά το άρθρο 2 παρ.1 του ίδιου αυτού νόμου “Η αληθής έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 εδαφ. (δ) περίοδος πρώτη του α.ν. 89/1967 είναι ότι οι υπαχθείσαι η εφεξής υπαγόμεναι εις τας διατάξεις του Α.Ν. 89/ 1967 εμποροβιομηχανικαί εταιρείαι ή ναυτιλιακαί επιχειρήσεις απαλλάσσονται του φόρου εισοδήματος ως και παντός τέλους εισφοράς ή κρατήσεως υπέρ του Δημoσίoυ ή τρίτου, υφισταμένου ή επιβληθησομένου εις το μέλλον, δια το εισόδημα το κτώμενον εξ όλων των δραστηριοτήτων αυτών, των εγκρινομένων δια της παρεχούσης την άδειαν εγκαταστάσεως ή δια της υπαγούσης αυτάς εις τας διατάξεις του α.ν. 89/1967 υπoυργικής αποφάσεως”.

4. Περαιτέρω, στο άρθρο 25 του Ν. 27/1975 (ΦΕΚ Α’ 77) “Περί φορολογίας πλοίων επιβολής εισφοράς προς ανάπτυξιν της Εμπορικής Ναυτιλίας, εγκαταστάσεως αλλοδαπών ναυτιλιακών επιχειρήσεων και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων”, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 28 του N. 814/1978, τροποποιήθηκε με το άρθρο 77 παρ. 5 του Ν.1892/1990 και, τέλος, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του N. 2234/ 1994, ορίζονται τα εξής: 1. Γραφεία η υποκαταστήματα αλλοδαπών επιχειρήσεων οιουδήποτε τύπου η μορφής, ασχολούμενα αποκλειστικά με τη διαχείριση, εκμετάλλευση, ναύλωση, ασφάλιση, διακανονισμό αβαριών, μεσιτεία αγοραπωλησιών η ναυπηγήσεων ή ναυλώσεων η ασφαλίσεων πλοίων με ελληνική η ξένη σημαία πάνω από πεντακόσιους (500) κόρους ολικής χωρητικότητας, εξαιρουμένων των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων και των εμπορικών πλοίων που εκτελούν εσωτερικούς πλόες, καθώς και με την αντιπροσώπευση πλοιοκτητριών εταιρειών, ως και επιχειρήσεων που έχουν σαν αντικείμενο εργασιών τις ίδιες με τις παραπάνω αναφερόμενες δραστηριότητες, δύνανται, υποβάλλοντας σχετική αίτηση στο Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, να εγκαθίστανται στην Ελλάδα κατόπιν άδειας που χορηγείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας και η οποία δημοσιεύεται στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Τα παραπάνω γραφεία ή υποκαταστήματα απολαμβάνουν των αναφερομένων σrην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου διευκολύνσεων και απαλλαγών, εφόσον καλύπτουν με εισαγωγή συναλλάγματος μη υποχρεωτικά εκχωρητέου: α) τις ετήσιες δαπάνες λειτουργίας τους στην Ελλάδα με ισόποσο τουλάχιστον πενήντα χιλιάδων (50.000) δολαρίων ΗΠΑ και β) όλες γενικά τις πληρωμές στην Ελλάδα για λογαριασμό τους ή για λογαριασμό τρίτων 2. …. 3. Οι απαλλαγές και διευκολύνσεις που αναφέρονται στη παράγραφο 1 του άρθρου αυτού είναι: α) Απαλλαγή από παντός φόρου, τέλους εισφοράς ή κρατήσεως υπέρ του Δημοσίου ή οιουδήποτε τρίτου για το εισόδημα αυτών που αποκτάται από εργασίες ή παροχή υπηρεσιών, περί ων η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού. Επίσης, παρέχεται απαλλαγή από τον ειδικό φόρο τραπεζικών εργασιών Φ.Κ.Ε. και από κάθε τέλος χαρτοσήμου αντικειμενικώς ή οιασδήποτε κράτησης η τέλους υπέρ τρίτου, πλην των ανταποδοτικών, των συμβάσεων, των εισπράξεων και πληρωμών και γενικώς οποιωνδήποτε πράξεων που διενεργούνται από τα ως άνω γραφεία η υποκαταστήματα ή για λογαριασμό των αντιπροσωπευομένων από αυτά επιχειρήσεων για τις οποίες η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού. Για τη καταβολή φόρου προστιθέμενης αξίας εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του ν. 1642/1986. β. …”

Τέλος, στο άρθρο 29 παρ.2 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι “Αι διατάξεις των Α.Ν. 89/1967 και Α.Ν. 378/1968 εξακολουθούν ισχύουσαι, εκτός εκείνων αίτινες ρητώς καταργούνται δια των εδαφίων β’ και δ’ της πρoηγoυμένης παραγράφου του, παρόντος άρθρου και εκείνων, αίτινες αντίκεινται εις τας διατάξεις του παρόντος νόμου”.

ΙΙ. Α. Κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, που απαρτίσθηκε από τον πρόεδρο του Ν.Σ.Κ. Ευστράτιο Βολάνη, τους Αντ/δρους Κων/νο Βολτή, Χρήστο Κισσούδη, Ευάγγελο Τριτά, Θεόδωρο Ηλιάκη, Νικηφόρο Κανιούρα, Bασίλειo Σουλιώτη, Ιωάννη Σακελαρίου, Χρήστο Παπαδόπουλο, Βασίλειο Χασαπογιάννη, Χριστόδουλο Μπότσιο, Ανδρέα Φυτράκη, Ιωάννη Τρίαντο, Μιχαήλ Τριανταφυλλίδη και Ηλία Δροσογιάννη (ψήφοι 19):

1. Ο φόρος εισοδήματος στους τόκους καταθέσεων επιβάλλεται χωρίς καμμία διάκριση εις βάρος φυσικών ή νομικών προσώπων, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια, τον τόπο που διαμένουν ή κατοικούν ή εδρεύουν. Αρκεί οι τόκοι να προκύπτουν από κατάθεση σε τράπεζα ή ταμιευτήριο στην Ελλάδα.

2. Τα ίδια ακριβώς ισχύουν, κατά ρητή νομική διάταξη, και για τα εισοδήματα που προκύπτουν από εξωχρηματιστηριακή πώληση ή αγορά τίτλων του Δημοσίου με ειδικές συμφωνίες (πράξεις REPOS), τα οποία ο νόμος εξομοιώνει με τους τόκους των καταθέσεων.

3. Οι επιχειρήσεις του Α.Ν. 89/1967 (εμποροβιομηχανικές) και του άρθρου 25 του Ν. 27/1975 (ναυτιλιακές) που εγκαθιστούν στην Ελλάδα Γραφεία και σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στις διατάξεις του νόμου αυτού απαλλάσσονται, ρητά, από κάθε φόρο, τέλος, εισφορά ή κράτηση υπέρ του Δημοσίου ή τρίτου για το εισόδημα που αποκτούν από εργασίες ή παροχές υπηρεσιών και αφορούν βέβαια τις κατά τις αυτές διατάξεις επιτρεπτές δραστηριότητες τους στην Ελλάδα. Η γενικότητα της διατύπωσης της απαλλακτικής αυτής ρήτρας δεν καταλείπει καμία αμφιβολία ότι η πρόθεση του νομοθέτη είναι να μην υφίσταται καμιά φορολογική ή άλλη επιβάρυνση στο κτώμενο στην ημεδαπή εισόδημα των επιχειρήσεων αυτών, ούτε αμέσως αλλά ούτε και εμμέσως. Η ειδική αυτή μεταχείριση των πιο πάνω επιχειρήσεων αποτελεί συνειδητή επιλογή του νομοθέτη ο οποίος έκρινε ότι τα έσοδα εκ της φορολογικής επιβαρύνσεως των εισοδημάτων αυτών είναι ήσσονος σημασίας έναντι της ωφελείας της εθνικής οικονομίας εκ της εισαγωγής συναλλάγματος, δημιουργίας θέσεων εργασίας, δαπανών για την εκμίσθωση και λειτουργία των γραφείων των και εν γένει ωφελημάτων από την εκμίσθωση και λειτουργία των γραφείων των και εν γένει ωφελημάτων από την εγκατάσταση των γραφείων αυτών στην Ελλάδα, στα οποία σαφώς περιλαμβάνονται και η κατάθεση και παραμονή σε ελληνικά τραπεζικά ιδρύματα των εκ των εσόδων των χρηματικών ποσών. Με δεδομένη, λοιπόν, την σαφή βούληση του νομοθέτη για την μη φορολόγηση, καθοιονδήποτε τρόπο, του εισοδήματος που αποκτούν οι επιχειρήσεις αυτές, από την νόμιμη δραστηριότητά τους στην Ελλάδα, δεν είναι επιτρεπτή και η φορολόγησή του, εμμέσως, σε περίπτωση καταθέσεώς του σε τραπεζικό ίδρυμα ή τοποθετήσεώς του σε REPOS και μάλιστα με φόρο εισοδήματος για τον οποίο υπάρχει ρητή απαλλαγή από τις πιο πάνω διατάξεις. ΄Αλλωστε η δια μέσου των τραπεζικών ιδρυμάτων διαχείριση και διακίνηση των χρηματικών διαθεσίμων των επιχειρήσεων αποτελεί κοινή πρακτική για την εκτέλεση των εργασιών κάθε επιχείρησης και ασφαλώς και των ειδικών πιο πάνω επιχειρήσεων και συνεπώς μέσα στα πλαίσια της επιτρεπτής δραστηριότητάς τους στην Ελλάδα, δηλαδή στο “αντικείμενο των εργασιών τους”, περιλαμβάνονται και οι όποιες δοσοληψίες τους με τραπεζικά ιδρύματα, για τις οποίες και απαλλάσσονται και από το τυχόν φόρο εισοδήματος, αλλά και από τον ειδικό φόρο τραπεζικών εργασιών.

4. Περαιτέρω και ειδικώς, η εισαγωγή συναλλάγματος από τις πιο πάνω αλλοδαπές επιχειρήσεις, σε εκπλήρωση ή όχι του σχετικού όρου για την εγκατάσταση γραφείων στην Ελλάδα και η κατάθεσή του σε τραπεζικά ιδρύματα ή η διάθεσή του σε πράξεις REPOS δεν υπόκειται σε φορολόγηση κατά της ρητώς οριζόμενα στην προαναφερθείσα διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 12 του Ν. 2235/1994 εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές δεν είναι “μόνιμοι κάτοικοι Ελλάδος”, αφού η έδρα τους είναι στο εξωτερικό και οι σχετικές καταθέσεις είναι σε συνάλλαγμα.

Β. Κατά τη γνώμη της μειοψηφίας που αποκτήθηκε από τον Αντ/δρο Ιωάννη Πράσινο και τους Νομικούς Συμβούλους Δημήτριο Λάκκα, Αλέξανδρο Τζεφεράκο, Νικόλαο Κατσίμπα, Ιωάννη Πετρόπουλο, Γεώργιο Κατράνη, Νικόλαο Μαυρίκα, Δημήτριο Παπαγεωργόπουλο, Σπυρίδωνα Δελλαπόρτα, Σωτήριο Παπαγεωργακόπουλο, Βασίλειο Κοντόλαιομο, Κων/νο Καποτά, Δημήτριο Παπαδόπουλο, Παναγιώτη Κιούση και Ηλία Ψώνη (ψήφοι 15):

1. Οι διατάξεις του Α.Ν. 378/1968, άρθρο 2 παρ. 1 και του Ν. 27/1975, άρθρο 25 παρ. 3 περ. α΄, απαλλάσσουν τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις, όπως από την αδιάστικτη διατύπωσή τους σαφώς προκύπτει, από κάθε φόρο για το εισόδημά τους που αποκτάται από την δραστηριότητα (εργασίες ή παροχή υπηρεσιών) που ασκούν σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις και την άδεια εγκαταστάσεώς τους (πρβλ. και Γνμ ΝΣΚ 797/1991 Ολομ., ΣτΕ 2989/1997). Επομένως, αν πράγματι ο νομοθέτης ήθελε να μην επιβαρύνει φορολογικώς τα εισοδήματα από τις καταθέσεις και τις πράξεις REPOS, ήταν ανάγκη να αναφερθεί ρητώς σ’ αυτά, καθώς συνιστούν διαφορετική πηγή εισοδήματος.

2. Περαιτέρω, ενόψει του ότι οι διατάξεις που εισάγουν φορολογικές απαλλαγές ερμηνεύονται συσταλτικώς, πρέπει να αποκλειστεί η επέκταση της εφαρμογής των ανωτέρω φοροαπαλλακτικών διατάξεων του Α.Ν. 89/1967 και του Ν. 27/1975 και στο (από διαφορετική πηγή προφανώς) εισόδημα από δραστηριότητες παραπόμενες της κυρίας.

3. Με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 περίπτ. α΄ του άρθρου 25 του Ν. 27/1975 παρέχεται απαλλαγή στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 από ορισμένους φόρους (Ε.Φ.Τ.Ε., Φ.Κ.Ε. κ.λ.π.). Οι πράξεις και οι δραστηριότητες που αφορούν οι φόροι αυτοί συνιστούν εκφάνσεις της κύριας και βασικής δραστηριότητας των συγκεκριμένων επιχειρήσεων, βρίσκονται εντός τους πλαισίου που διαγράφει αυτή, σκοπούν δε οι σχετικές φοροαπαλλαγές να κατοχυρώσουν τη πλήρη απαλλαγή του εισοδήματος, που, κατά τα προλεχθέντα, εισάγει το πρώτο εδάφιο της περίπτ. α΄ της παραγράφου 3. Με την έννοια αυτή, εκτός του ως άνω πλαισίου πρέπει να τοποθετούνται οι καταθέσεις των επιχειρήσεων για τις οποίες γίνεται λόγος, έστω και αν αυτές αφορούν χρηματικά ποσά από το απαλλασσόμενο εισόδημα. Και ναι μεν θα μπορούσε βασίμως να υποστηριχθεί ότι το σύστημα των εισπράξεων και πληρωμών των επιχειρήσεων λειτουργεί μέσω λογαριασμών που πρέπει να διατηρούν αυτές σε πιστωτικά ιδρύματα της χώρας, αλλά, ακριβώς για το λόγο αυτό, ο νομοθέτης, θεσπίζει με τη συγκεκριμένη διάταξη (άρθρο 25 παρ. 3, περ. α΄, εδ. Β΄, του Ν. 27/1975) τη φορολογική απαλλαγή των σχετικών (τραπεζικών) εργασιών, όχι, όμως, και τα (αναγκαίως έστω) προκύπτοντα από τη συγκεκριμένη αυτή λειτουργία εισοδήματα (τόκους), καθώς, πλέον, το στάδιο αυτό βρίσκεται σαφώς εκτός του πλαισίου που περιχαρακώνει την προστασία και τη διασφάλιση του εισοδήματος που θέλησε ο νομοθέτης να απαλλάξει από τη φορολογία. ΄Ετσι, παρότι ο φόρος επί των τόκων των καταθέσεων δεν υφίστατο κατά τη δημοσίευση του α.ν. 89/1967 και Ν. 27/1975, ορθώς επιβλήθηκε και επί των επιχειρήσεων που προστατεύει ο νόμος αυτός.

Γ. Κατόπιν των ανωτέρω, κατά την πλειοψηφήσασα γνώμη της Ολομέλειας του Ν.Σ.Κ., οι καταθέσεις των εγκατεστημένων στην Ελλάδα κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 του α.ν. 89/1967 και του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 27/ 1975 επιχειρήσεων και οι τοποθετήσεις σε πράξεις REPOS των εσόδων τους από την επιτρεπόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις δραστηριότητάς τους και μόνον αυτών, καθώς και των εισαγομένων ποσών συναλλάγματος, απαλλάσσονται από τη φορολογία, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 2 και του άρθρου 25 παρ. 3 αντιστοίχως των ως άνω νομοθετημάτων και της παρ. 7 του άρθρου 12 του Ν. 2238/1994.