Οδηγίες σε θέματα επιβολής προστίμων για συγκεντρωτικές καταστάσεις άρθ. 20 Κ.Β.Σ. και διενέργειας ελέγχων βάσει αποτελεσμάτων διασταυρώσεων στις συγκεντρωτικές καταστάσεις έτους 2003.Με αφορμή την επεξεργασία και διασταύρωση των συγκεντρωτικών καταστάσεων άρθ. 20 Κ.Β.Σ. έτους 2003 από τη Γ.Γ.Π.Σ. και την υποβολή ερωτημάτων από τις Δ.Ο.Υ. σε θέματα επιβολής σχετικών προστίμων, ιδίως στις περιπτώσεις που οι καταστάσεις αυτές αφορούν ήδη ελεγχθείσες ή περαιωθείσες χρήσεις, και για τον καλύτερο συντονισμό των περαιτέρω απαραίτητων ελέγχων με βάση τα αποτελέσματα της παραπάνω διασταύρωσης, παρέχουμε τις παρακάτω οδηγίες και διευκρινίσεις.
1. Ισχύουσες διατάξεις
α. Σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης ζ΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 5 του ν.2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α), σε περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής στοιχείων του άρθρου 20 μετά το τέλος του έτους που έληξε η προθεσμία υποβολής τους, καθώς και στις περιπτώσεις παράλειψης καταχώρησης αντισυμβαλλομένων ή ανακριβούς καταχώρησης της αξίας, εφόσον οι ανωτέρω παραλείψεις και ανακρίβειες αφορούν μεγέθη συνολικής αξίας πάνω από 14.673 ευρώ, επιβάλλεται πρόστιμο με συντελεστή βαρύτητας τρία (3). Ο ίδιος συντελεστής ισχύει και σε περίπτωση μη υποβολής στοιχείων, εκτός αν ο υπόχρεος μέχρι τη λήξη της προθεσμίας εξώδικης επίλυσης της διαφοράς ή άσκησης εμπρόθεσμης προσφυγής υποβάλλει εκπρόθεσμα τα στοιχεία και προκύπτει ότι τα συνολικά μεγέθη είναι μέχρι του ορίου του προηγούμενου εδαφίου, οπότε εφαρμόζεται Σ.Β. ίσος με τη μονάδα. Ο συντελεστής βαρύτητας του πρώτου εδαφίου ισχύει και σε περίπτωση μη υποβολής ισοζυγίων ή εκπρόθεσμης υποβολής τους, μετά την παρέλευση εξαμήνου από την προθεσμία υποβολής.
β. Περαιτέρω, με τις διατάξεις της περίπτωσης η΄ της παραγράφου 5 του ιδίου άρθρου και νόμου, ορίζεται ότι, κατ’ εξαίρεση δεν επιβάλλεται πρόστιμο όταν πρόκειται για υποθέσεις που έχουν ήδη ελεγχθεί με τακτικό φορολογικό έλεγχο και έχουν εκδοθεί οριστικά φύλλα ελέγχου ή πράξεις προσδιορισμού του φόρου στη φορολογία εισοδήματος και στο Φ.Π.Α. ή για υποθέσεις που έχουν περαιωθεί ως προς τις φορολογίες αυτές με οποιονδήποτε τρόπο, με εξαίρεση τις περιπτώσεις για τις οποίες συντρέχουν οι προϋποθέσεις των διατάξεων των άρθρων 68 παρ. 2 του ν. 2238/1994 και 39 παρ. 3 του ν. 1642/1986.
γ. Επίσης, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 9 του ίδιου νόμου, σε διοικητική επίλυση της διαφοράς ή δικαστικό συμβιβασμό τα πρόστιμα των άρθρων 4, 5 και 6 περιορίζονται στο ένα τρίτο (1/3) αυτών, στρογγυλοποιούμενα στην πλησιέστερη προς τα κάτω μονάδα ευρώ. Σε περίπτωση αποδεδειγμένης ολικής ή μερικής ανυπαρξίας της παράβασης, τα πρόστιμα διαγράφονται ολικά ή μερικά. Η πράξη διαγραφής πρέπει να περιέχει πλήρη και ειδική αιτιολογία για την ανυπαρξία της παράβασης.
2. Επιβολή ή μη προστίμου στις περιπτώσεις υποθέσεων που αφορούν ήδη ελεγχθείσες ή περαιωθείσες χρήσεις
Με βάση τις αναφερόμενες διατάξεις στην παράγραφο 1.β της παρούσας (διατ. περ. η’, παρ. 5, άρθ. 5, ν.2535/97), στις περιπτώσεις υποθέσεων που έχουν ήδη ελεγχθεί με τακτικό φορολογικό έλεγχο και έχουν εκδοθεί οριστικά φύλλα ελέγχου ή πράξεις στις φορολογίες εισοδήματος και ΦΠΑ, είτε με βάση τις γενικές διατάξεις είτε με βάση τις αποφάσεις ΠΟΛ.1144/98, ΠΟΛ.1168/01 και ΠΟΛ.1037/05, καθώς και στις περιπτώσεις υποθέσεων που έχουν ήδη περαιωθεί με βάση τις αποφάσεις ΠΟΛ.1155/02 και ΠΟΛ.1085/03 ή με βάση τα άρθρα 1-11 του ν.3259/04, δεν επιβάλλονται πρόστιμα για παραβάσεις σε σχέση με τις συγκεντρωτικές καταστάσεις του άρθρου 20 Κ.Β.Σ. που αφορούν τις ελεγχθείσες ή περαιωθείσες χρήσεις, εκτός αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των διατάξεων των άρθρων 68, παρ. 2 του ν.2238/94 και 39, παρ. 3 του ν.1642/86 (άρθ. 49, παρ. 3 ν. 2859/00), περί έκδοσης συμπληρωματικών φύλλων ελέγχου ή πράξεων στις ανωτέρω φορολογίες, οπότε τα προαναφερόμενα πρόστιμα επιβάλλονται.
Ειδικά όμως σε ότι αφορά υποθέσεις που περαιώθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 13-17 του ν.3296/04, επιβάλλονται τα παραπάνω πρόστιμα ανεξαρτήτως της περαίωσης, καθόσον αυτή αφορά μόνο τα δηλούμενα εισοδήματα και ποσά ΦΠΑ από την άσκηση της εκμετάλλευσης (σχετ. εγκ. ΠΟΛ.1027/05), ενώ το συγκεκριμένο φορολογικό αντικείμενο της υποβολής των ως άνω συγκεντρωτικών καταστάσεων άπτεται αυτοτελούς υποχρέωσης βάσει ειδικών διατάξεων του Κ.Β.Σ. περί υποβολής στοιχείων για διασταύρωση και συνεπώς, το εν λόγω αντικείμενο, ως μη σχετιζόμενο με την άσκηση της εκμετάλλευσης, συνεχίζει να παραμένει σε εκκρεμότητα, υποκείμενο σε έλεγχο κατά τις κείμενες διατάξεις.
3. Λοιπές επισημάνσεις σε θέματα προστίμων
Με βάση τα αναφερόμενα στις παραγράφους 1.α και 1.γ της παρούσας, για τις περιπτώσεις μη υποβολής ή εκπρόθεσμης υποβολής καθώς και για την ανακριβή υποβολή των συγκεντρωτικών καταστάσεων επιβάλλονται τα κατά περίπτωση πρόστιμα, με την επιφύλαξη των προαναφερόμενων στην προηγούμενη παράγραφο 2, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του ποινολογίου (ν. 2523/97) και κατά συνέπεια σε κάθε περίπτωση τα πρόστιμα που επιβάλλονται μειώνονται στο 1/3 εφόσον επιτευχθεί η διοικητική επίλυση της διαφοράς, ανεξάρτητα από το χρόνο διαπίστωσης των σχετικών παραβάσεων.
Στις τυχόν περιπτώσεις του πρώτου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου 2 που έχουν ήδη επιβληθεί πρόστιμα που κατά τα αναφερόμενα στο εδάφιο αυτό δεν έπρεπε να επιβληθούν, τα επιβληθέντα πρόστιμα, εφόσον αυτά δεν έχουν ήδη καταστεί οριστικά καθ’ οιονδήποτε τρόπο (π.χ. λόγω συμβιβασμού, κλπ), θα διαγράφονται στο πλαίσιο σχετικού διοικητικού ή δικαστικού συμβιβασμού, ανάλογα με την περίπτωση, κατά τις κείμενες διατάξεις.
Υπενθυμίζεται ότι επί δικαστικού συμβιβασμού πρέπει να ενημερώνεται οπωσδήποτε το αρμόδιο δικαστήριο με την αποστολή του οικείου πρακτικού συμβιβασμού (αρθ. 71, ν. 2238/94).
4. Θέματα ελεγκτικών διασταυρώσεων και διαδικασιών
Στα πλαίσια των διασταυρώσεων της Γ.Γ.Π.Σ. στις συμπληρωματικές καταστάσεις άρθ. 20 Κ.Β.Σ. για το έτος 2003, εντοπίσθηκαν μεταξύ άλλων φορολογούμενοι που εμφανίζονται ως προμηθευτές χωρίς να έχουν υποβάλλει σχετικές συγκεντρωτικές καταστάσεις, για τους οποίους υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες από τις Δ.Ο.Υ. αρμοδιότητάς τους ότι είναι εκδότες εικονικών φορολογικών στοιχείων.
Ειδικότερα, διαπιστώθηκε ότι σε πολλές περιπτώσεις οι ανωτέρω φορολογούμενοι είναι ανύπαρκτοι φορολογικώς ή δεν ανευρίσκονται στις φερόμενες φορολογικές διευθύνσεις, με αποτέλεσμα την αδυναμία ολοκλήρωσης των σχετικών ελέγχων, για την τεκμηρίωση των οποίων απαιτείται έλεγχος και στους λήπτες καθώς και κατάσχεση των εκδοθέντων στοιχείων που αυτοί κατέχουν.
Κατόπιν αυτών και επειδή από τις διατάξεις της περ. ε΄, παράγρ. 1, άρθ. 66, ν. 2238/94 δεν παρέχεται η ευχέρεια κατάσχεσης των παραπάνω στοιχείων που κατέχουν οι λήπτες από τη Δ.Ο.Υ. του εκδότη, εφόσον αυτή δεν έχει αρμοδιότητα και για το λήπτη, παρακαλούμε όπως σε συναφείς περιπτώσεις αποστολής αιτημάτων από Δ.Ο.Υ. των φερόμενων ως άνω εκδοτών προς τις Δ.Ο.Υ. των ληπτών για τη διενέργεια εκ μέρους τους σχετικών ελέγχων στους λήπτες για την επιβεβαίωση ή μη της εικονικότητας και την κατάσχεση των στοιχείων, να υπάρχει άμεσα ή έστω το ταχύτερο δυνατόν η απαιτούμενη ανταπόκριση από τις Δ.Ο.Υ. των ληπτών.
Στις περιπτώσεις βεβαίως αυτές, εφόσον επιβεβαιωθεί η εικονικότητα, ευνόητο είναι ότι θα επιβάλλονται οι δέουσες κυρώσεις τόσο στους εκδότες όσο και στους λήπτες των εικονικών στοιχείων.