ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΤΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ

Κοινοποίηση ορισμένων διατάξεων των ν. 2873/2000 και 2954/2001

(A.Y.O. 1019975/1125/ΔΕ-Α΄/ΠΟΛ. 1074/28.2.2002)Σας κοινοποιούμε ορισμένες διατάξεις των άρθρων 4 (παράγραφοι 20, 21, 22, 23, 24) και 8 (παράγραφοι 15, 16) του ν. 2873/2000 (ΦΕΚ 285 Α΄/ 28.12.2000), καθώς και των άρθρων 1 (παράγραφοι 12, 13, 15, 24, 26), 2 (παράγραφοι 4, 5, 7, 8, 9, 10) και 11 (παράγραφοι 8, 16) του ν. 2954/2001 (ΦΕΚ 255 Α΄/2.11.2001) που σχετίζονται με το φορολογικό έλεγχο και παρέχουμε τις ακόλουθες διευκρινίσεις και οδηγίες για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή τους:

1. Με τις διατάξεις των παραγράφων 20, 21 και 22 του άρθρου 4 του ν. 2873/2000, σε συνδυασμό με αυτές των παραγράφων 12, 13 και 15 του άρθρου 1 του ν. 2954/2001, επήλθαν ορισμένες μεταβολές ως προς τον εξωλογιστικό ή τεκμαρτό, κατά περίπτωση, προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος εμπορικών και γεωργικών επιχειρήσεων καθώς και ελευθέριων επαγγελμάτων, κατά τα άρθρα 32, 41 και 50 αντίστοιχα του ν. 2238/ 1994.

Οι διατάξεις αυτές ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτούν οι υπόχρεοι από 1ης Ιανουαρίου 2000 και μετά, δηλαδή για διαχειριστικές περιόδους που λήγουν από την ημερομηνία αυτή και μετά, με εξαίρεση τις διατάξεις της παραγράφου 20 του άρθρου 4 του ν. 2873/2000 που αντικατέστησαν την παράγραφο 3 του άρθρου 32 του ν. 2238/1994, οι οποίες εφαρμόζονται και για προηγούμενες διαχειριστικές περιόδους, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 2 του ν. 2954/2001.

Σημειώνεται ότι με τις πιο πάνω νέες διατάξεις προβλέπεται μεταξύ άλλων ότι κατά τον εξωλογιστικό ή τεκμαρτό προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος σε περιπτώσεις μη τήρησης των προβλεπόμενων από τον K.B.Σ. βιβλίων στα οποία καταχωρούνται πρωτογενώς οι συναλλαγές, ο μοναδικός συντελεστής καθαρών κερδών ή αμοιβών, κατά περίπτωση, προσαυξάνεται κατά 50%.

Ειδικά ως προς το θέμα αυτό, διευκρινίζεται ότι ως βιβλία στα οποία καταχωρούνται πρωτογενώς οι συναλλαγές, νοούνται αυτά στα οποία διενεργούνται πρωτογενώς εγγραφές βάσει των εκδοθέντων ή ληφθέντων δικαιολογητικών, οι οποίες απεικονίζουν συναλλαγές της επιχείρησης. Τέτοια βιβλία επί παραδείγματι είναι το βιβλίο Αγορών, Εσόδων – Εξόδων, τα βοηθητικά ή αναλυτικά ημερολόγια επί τήρησης βιβλίων κατά το κλασσικό ή συγκεντρωτικό σύστημα, αντίστοιχα, το γενικό ημερολόγιο, κατά το κλασσικό σύστημα, όταν δεν τηρούνται βοηθητικά ημερολόγια κ.λ.π.

Αντίθετα, βιβλία όπως το βιβλίο απογραφών – ισολογισμών, το βιβλίο αποθήκης, παραγωγής – κοστολογίου, το γενικό ημερολόγιο (όταν τηρούνται και βοηθητικά ημερολόγια) επί τήρησης βιβλίων κατά το κλασσικό σύστημα, το συγκεντρωτικό ημερολόγιο επί τήρησης βιβλίων κατά το συγκεντρωτικό σύστημα, το γενικό και τα αναλυτικά καθολικά κ.λ.π. δεν εμπίπτουν στην έννοια των παραπάνω βιβλίων.

2. Με τις διατάξεις της παραγράφου 23 του άρθρου 4 του ν. 2873/2000 επήλθαν μεταβολές ως προς τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 21 του ν. 2443/1996, όπως αυτές ίσχυαν, ώστε να καλυφθούν και οι τυχόν περιπτώσεις που υποβλήθηκαν αρχικές ή συμπληρωματικές δηλώσεις κατά τις διατάξεις αυτές για μέρος και όχι για το σύνολο της φορολογητέας ύλης που έπρεπε να δηλωθεί.

3. Με τις διατάξεις της παραγράφου 24 του άρθρου 4 του ν. 2873/2000, αντιμετωπίζονται οι περιπτώσεις φορολογικών στοιχείων τα οποία ενώ εκδόθηκαν ή λήφθηκαν από κοινωνία κληρονόμων ή κληρονόμο ή σύζυγο ή τέκνο αποβιώσαντος ή συνταξιοδοτηθέντος συζύγου ή γονέα, φέρονται ότι εκδόθηκαν ή λήφθηκαν από τον αποβιώσαντα ή συνταξιοδοτηθέντα επιτηδευματία.

Οι διατάξεις αυτές ισχύουν από της δημοσίευσης του ανωτέρω νόμου, δηλαδή από 28.12.2000, εφαρμόζονται, όμως και για παραβάσεις που έχουν ήδη διαπραχθεί μέχρι την ημερομηνία αυτή, κατά τα οριζόμενα και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις ίδιες διατάξεις.

4. Οι διατάξεις της παραγράφου 16 του άρθρου 8 του ν. 2873/2000 αναφέρονται στη μη επιβολή προστίμου κατά το άρθρο 4 του ν. 2523/97, στις οριζόμενες από τις ίδιες διατάξεις περιπτώσεις ανακριβών δηλώσεων. Οι διατάξεις αυτές ισχύουν από της δημοσίευσης του ν. 2873/2000 (28.12.2000).

5. Με την παράγραφο 26 του άρθρου 1 του ν. 2954/2001 επήλθαν μεταβολές ως προς την προθεσμία άσκησης της προσφυγής στις περιπτώσεις που υποβάλλεται αίτημα για διοικητική επίλυση της διαφοράς με ιδιαίτερη αίτηση και ματαιώνεται η επίλυση της διαφοράς ή επιτυγχάνεται μερική μόνο επίλυση αυτής (άρθ. 70, παρ. 6 ν. 2238/ 94).

Συγκεκριμένα, με βάση τις νέες διατάξεις, εφεξής η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής στις παραπάνω περιπτώσεις αναστέλλεται με την υποβολή της αίτησης για διοικητική επίλυση της διαφοράς, μη υπολογιζόμενης της ημέρας υποβολής αυτής και συνεχίζει από την επόμενη εργάσιμη για της δημόσιες υπηρεσίες ημέρα της ημέρας υπογραφής της πράξης ματαίωσης ή μερικής επίλυσης της διαφοράς.

Έτσι, επί παραδείγματι, αν η αίτηση για διοικητική επίλυση της διαφοράς υποβληθεί την 50η ημέρα της οικείας προθεσμίας των εξήντα ημερών, τότε η προσφυγή πρέπει να ασκηθεί το αργότερο εντός έντεκα (11) ημερών από την επόμενη εργάσιμη για τις υπηρεσίας ημέρα της ημέρας υπογραφής της πράξης ματαίωσης ή μερικής επίλυσης της διαφοράς.

Οι παραπάνω νέες διατάξεις ισχύουν από 2/11/2001, ημέρα δημοσίευσης του ν. 2954/2001. Συνεπώς, οι εν λόγω διατάξεις καταλαμβάνουν τις υποθέσεις εκείνες για τις οποίες υποβάλλεται ιδιαίτερη αίτηση διοικητικής επίλυσης της διαφοράς από την παραπάνω ημερομηνία και μετά.

6. Με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του ν. 2954/2001 αναπροσαρμόζεται το ελάχιστο ύψος της αξίας των τεχνικών έργων που προβλέπεται από το άρθρο 19 του ν. 820/ 1978, άνω του οποίου υπάρχει, για τον αναθέτοντα το έργο, υποχρέωση γνωστοποίησης της ανάθεσης αυτού στην αρμόδια για τη φορολογία του Δ.Ο.Υ. ή κατάθεσης αντιγράφου του καταρτισθέντος συμφωνητικού.

7. Με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 2 του ν. 2954/2001, καταργούνται συγκεκριμένα εδάφια της παραγράφου 9 του άρθρου 13 του ν. 2523/1997, ώστε να εναρμονιστούν οι διατάξεις της παραγράφου αυτής με τις διατάξεις του ν. 2717/1999, περί Κωδικός Διοικητικής Δικονομίας.

Ύστερα από τις μεταβολές αυτές, οι αποφάσεις που εκδίδονται με βάση το άρθρο 13 του ν. 2523/1997, είναι πλέον άμεσα εκτελεστές διοικητικές πράξεις, ανεξαρτήτως της τυχόν άσκησης προσφυγής, εκτός αν εκδοθεί, κατόπιν σχετικής αίτησης του προσφεύγοντος, προσωρινή διαταγή αναστολής εκτέλεσής τους, κατά τα άρθρα 200 – 205 του ν.2717/1999 και29, παράγραφος 2 του ν. 2915/2001.

8. Με τις διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 2 του ν. 2954/2001, αντιμετωπίζεται το θέμα του χρόνου παραγραφής των αδικημάτων του άρθρου 19 του ν. 2523/1997 (έκδοση πλαστών ή εικονικών ή λήψη εικονικών ή νόθευση φορολογικών στοιχείων) και ορίζεται ότι ειδικά για τα αδικήματα αυτά η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσής τους και όχι από το χρόνο διάπραξής τους.

Περαιτέρω, με τις διατάξεις της παραγράφου 9 του ίδιου άρθρου 2 του ν. 2954/2001, ορίζεται ότι τα παραπάνω ισχύουν ανάλογα και για τα αδικήματα των περιπτώσεων ζ´ και η´ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του ν. 1591/ 1986, για τα οποία κατά την 2/11/2001, ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 2954/ 2001, δεν έχει επέλθει παραγραφή κατά τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα. δηλαδή γι’ αυτά που διαπράχθηκαν από 2/11/1996 μέχρι και 31/12/1997. Αντίθετα, για τα αδικήματα αυτά που διαπράχθηκαν πριν από την 2/11/1996, έχει επέλθει ήδη η παραγραφή τους πριν από την ημερομηνία δημοσίευσης (2/11 /2001) των κοινοποιούμενων ανωτέρω διατάξεων.

9. Με τις διατάξεις της παραγράφου 10 του άρθρου 2 του ν. 2954/2001 αντιμετωπίζονται και από φορολογικής πλευράς, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 7 του άρθρου 28 του ν .2682/99 ( σχετ. εγκ. ΠΟΛ. 1068/99), περιπτώσεις που πετρέλαιο εσωτερικής καύσης προοριζόμενο για θέρμανση δεν χρησιμοποιήθηκε για το σκοπό αυτό, πλην όμως καταβλήθηκαν εντός της προθεσμίας που ορίστηκε από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 22 του ν. 2836/2000, δηλαδή μέχρι 31/12/2000, οι οικείες διαφορές φόρων μεταξύ των φορολογιών πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης που ίσχυαν κατά το χρόνο παραλαβής του.

Τα παραπάνω αφορούν επιχειρήσεις ή επαγγελματίες με παραβάσεις νόθευσης, διάθεσης, μεταφοράς ή χρησιμοποίησης πετρελαίου θέρμανσης για άλλες εκτός από τη θέρμανση χρήσεις, που διαπράχθηκαν μέχρι τη δημοσίευση του ν. 2648/98 (22/10/ 98).

10. Με τις διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 11 του ν. 2954/ 2001, μεταβλήθηκε το καθεστώς διενέργειας δικαστικού συμβιβασμού και συγκεκριμένα προβλέπεται πλέον η δυνατότητα διενέργειας αυτού σε οποιοδήποτε δικαστήριο και σε κάθε στάση της δίκης. Οι εν λόγω διατάξεις ισχύουν από της δημοσίευσης του ν. 2954/2001, δηλαδή από 2/11/2001.

Σχετικά με το ίδιο θέμα, είχαν προηγηθεί οι διατάξεις της παραγράφου 15 του άρθρου 8 του ν. 2873/2000.