Σ.τ.Ε. 1672/2000Πρόεδρος: Φ. ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ

Εισηγητής: Σ. ΜΑΡΚΑΤΗΣ

3. Επειδή, κατά το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. δ/τος 3323/1955, “εισόδημα εκ μισθωτών υπηρεσιών είναι το καθ έκαστον οικονομικόν έτος προκύπτον τοιούτον εκ μισθών, ημερομισθίων….. και εν γένει εκ πάσης παροχής περιοδικώς καταβαλλομένης …. το κτώμενον υπό μισθωτών εν γένει …”, ενώ, κατά το άρθρο 43 παρ. 1 του ίδιου ν. δ/τος, “ο φόρος επί του εισοδήματος, εκ μισθωτών υπηρεσιών παρακρατείται υπό παντός απασχολούντος κατά σύστημα έμμισθον ή ημερομίσθιον προσωπικόν….”, κατά δε το άρθρο 44 παρ. 1 του ως άνω ν. δ/τος, όπως ίσχυε κατά την κρινομένη χρήση, μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 24 παρ. 1 του ν. 257/1976, “οι κατά το προηγούμενον άρθρον ενεργούντες παρακράτησιν φόρου υποχρεούνται όπως αποδίδωσιν τούτον εις το Δημόσιον Ταμείον ….. διά προσωρινής δηλώσεως περιλαμβανούσης τας …. ακαθάριστους αμοιβάς των μισθωτών και τον παρακρατηθέντα φόρον …”.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών και των διατάξεων των άρθρων 50 περί της εξελεγκτικής εξουσίας του Οικονομικού Εφόρου και 51 περί εκδόσεως φύλλων ελέγχου του Ν.Δ. 3323/ 1955 προκύπτει ότι επί υποβολής δηλώσεως αποδόσεως παρακρατούμενου φόρου εισοδήματος εκ μισθωτών υπηρεσιών, η φορολογική αρχή, οφείλουσα να επιβάλει τον φόρο επί των πραγματικών αποδοχών του απασχοληθέντος προσωπικού, δύναται κατά τον έλεγχο της δηλώσεως να κρίνει ανακριβή τα μισθοδοτικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται η δήλωση και να προσδιορίσει, εκδίδοντας φύλλο ελέγχου, με κάθε νόμιμο τρόπο τις αποδοχές, υποχρεούμενη όμως να στηρίξει την κρίση της σε συγκεκριμένα στοιχεία των οποίων η εκτίμηση, σε περίπτωση ασκήσεως προσφυγής, ανήκει στο διοικητικό δικαστήριο της ουσίας.

4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα εκτιθέμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρεσίβλητη ναυτιλιακή εταιρεία εδρεύουσα στην Κύπρο, κατά τη διαχειριστική περίοδο 1.1 – 31.12.1981 ήταν εγκαταστημένη στην Ελλάδα με γραφείο το οποίο ασχολήθηκε με τη διαχείριση πλοίων που εκτελούσαν πλόες εξωτερικού, με την εκπροσώπηση και διαχείριση υποθέσεων αλλοδαπών ναυτιλιακών εταιρειών και με την εκπροσώπηση συμφερόντων πολωνικών ναυπηγείων. Κατά την περίοδο αυτή απασχόλησε στο γραφείο της προσωπικό 10 ατόμων και με την εκκαθαριστική δήλωση αποδόσεως φόρου εισοδήματος εκ μισθωτών υπηρεσιών εδήλωσε καταβληθείσες ακαθάριστες αποδοχές 2.257. 721 δραχμών και φορολογητέες 968. 721 δραχμών. Κατά τον διενεργηθέντα, στις 12.10.1984, φορολογικό έλεγχο στο γραφείο της αναιρεσιβλήτου εταιρείας ανευρέθηκαν και κατεσχέθησαν ανεπίσημες μισθοδοτικές καταστάσεις και πρόχειρο βιβλίο εσόδων – εξόδων από τις οποίες προέκυπτε ότι κατά τις χρήσεις 1983 και 1984 είχαν καταβληθεί σε ορισμένους μισθωτούς ποσά μεγαλύτερα εκείνων τα οποία εδηλώθησαν κατά τις ίδιες χρήσεις για την απόδοση στο Δημόσιο του ενδίκου φόρου. Εν όψει δε της μεγάλης διαφοράς μεταξύ των αποδοχών, οι οποίες εφέροντο, βάσει των κατασχεθέντων στοιχείων, ως καταβληθείσες στους Ν. ….. Ι. ……… και Ν. ……. κατά τη χρήση 1983 (3.093.975 δραχμές, 1.464.141 δραχμές και 858. 077 δραχμές αντιστοίχως), και των αποδοχών των ίδιων μισθωτών οι οποίες εδηλώθησαν κατά την ένδικη χρήση (203.200 δραχμές, 307.455 δραχμές και 203.000 δραχμές αντιστοίχως), η φορολογική αρχή προσδιόρισε τις συνολικές ακαθάριστες αποδοχές σε 5.345.789 δραχμές, τις δε φορολογητέες σε 3.950.415 δραχμές, αφενός υπολογίζοντας τις αποδοχές των προσώπων αυτών με βάση τις αποδοχές του Ιανουαρίου 1983, όπως προέκυπταν από τα αντίστοιχα στοιχεία, μειούμενες διαδοχικώς καθόσον αφορά τους δύο τελευταίους και παραμένουσες στο ίδιο ποσό καθ όσον αφορά τον πρώτο, και αφετέρου, δεχόμενη ως ακριβή τα δηλωθέντα ποσά καθ όσον αφορά τους λοιπούς μισθωτούς. Προσφυγή της αναιρεσιβλήτου εταιρείας κατά του ενδίκου φύλλου ελέγχου με το οποίο καταλογίσθηκαν η διαφορά του φόρου και των τελών χαρτοσήμου και οι λοιπές επιβαρύνσεις έγινε δεκτή από το διοικητικό προωτοδικείο μόνο κατά το μέρος που αφορούσε τα τέλη χαρτοσήμου. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, το διοικητικό εφετείο, κατ αποδοχή εφέσεως της εταιρείας, έκρινε ότι η καταλογιστική πράξη ήταν ακυρωτέα και κατά το μέρος που αφορούσε τον ένδικο φόρο με τη σκέψη ότι η φορολογική αρχή προσδιόρισε το ύψος των καταβληθεισών στους ως άνω τρεις μισθωτούς αποδοχών κατά την ένδικη χρήση στο ίδιο σχεδόν ύψος των αποδοχών οι οποίες είχαν καταβληθεί σ αυτούς κατά τις χρήσεις 1983 και 1984 κατ επίκληση μόνο της μεγάλης διαφοράς που παρουσιάζουν οι αποδοχές των κατά τις χρήσεις αυτές και όχι ειδικών και συγκεκριμένων στοιχείων τα οποία να πείθουν ότι η αναιρεσίβλητη κατέβαλε υψηλότερες αποδοχές από εκείνες που εδήλωσε. Η κρίση αυτή του διοικητικού εφετείου είναι νομίμως αιτιολογημένη διότι η καταβολή από την αναιρεσίβλητη εταιρεία ιδιαιτέρως αυξημένων αποδοχών σε μεταγενέστερο του κρισίμου χρόνου δεν οδηγεί, αυτή και μόνη, αναγκαίως σε συμπέρασμα για το ύψος των αποδοχών σε προγενέστερο χρόνο. Δοθέντος δε ότι δεν προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ότι είχε προβληθεί κάποιος ειδικός ισχυρισμός σε σχέση με το θέμα αυτό, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καταρχήν επαρκώς αιτιολογημένη, οι δε περί του αντιθέτου λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Τέλος, καθόσον με την αίτηση αυτή πλήττεται ευθέως η κρίση του διοικητικού εφετείου ως προς τα αποδεικνυόμενα με τα προσκομιζόμενα από τον αναιρεσείοντα Προϊστάμενο αποδεικτικά στοιχεία, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.