Σ.τ.Ε. 536/2001Πρόεδρος: Φ. ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ

Εισηγητής: Κ. ΒΙΟΛΑΡΗΣ

Δικηγόροι: ΣΤ. ΜΠΕΛΤΑΟΣ,

Κ. ΤΣΟΥΜΑΣ

3. Επειδή, στην παρ. 1 του άρθρου 16 του Ν. 1116/1981 (Φ. Α 8) ορίζεται ότι “Βιομηχανικές, βιοτεχνικές και μεταλλευτικές επιχειρήσεις εγκατεστημένες μέχρι τη δημοσίευση αυτού του νόμου στην περιοχή Α της παραγράφου 1 του άρθρου 4 αυτού του νόμου, που θα πραγματοποιήσουν από την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1985 νέες παραγωγικές επενδύσεις για την επέκταση ή τον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεών τους, μέσα στον εργοστασιακό τους χώρο, δικαιούνται να εκπέσουν από τα καθαρά κέρδη τους ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) της αξίας των δαπανών, που πραγματοποιούνται για τις επενδύσεις αυτές …..”, στην ανωτέρω δε περιοχή Α της παρ. 1 του άρθρου 4 περιλαμβάνεται και ο Νομός Αττικής. Στην παρ. 1 του άρθρου 3 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι “Για την εφαρμογή των διατάξεων αυτού του νόμου, ως παραγωγική επένδυση θεωρείται η ανέγερση ή η αγορά καινούργιων κτιριακών, αποθηκευτικών ή ψυκτικών χώρων ή η δημιουργία άλλων εγκαταστάσεων, ως και η αγορά καινούργιων μηχανημάτων και οργάνων για την παραγωγή και την έρευνα και μεταφορικών μέσων ή άλλων καινούργιων πάγιων περιουσιακών στοιχείων, τα οποία εξυπηρετούν τις ανάγκες της επιχειρήσεως”. Εξάλλου, με το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν. 1262/1982 (φ. Α 70), του οποίου νόμου η ισχύς άρχισε από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 16.6. 1982 (άρθρο 31 του ίδιου νόμου), παρασχέθηκε η δυνατότητα εκπτώσεως από τα υποκείμενα σε φόρο εισοδήματος καθαρά κέρδη επιχειρήσεων εγκατεστημένων σε διάφορες περιοχές της επικράτειας, στις οποίες δεν περιλαμβάνεται ο νομός Αττικής, “εφόσον πραγματοποιήσουν νέες παραγωγικές επενδύσεις σύμφωνα με το άρθρο 1 του παρόντος (Ν. 1262/1982), από την έναρξη ισχύος του νόμου μέχρι τις 31.12.1992”. Τέλος, στο άρθρο 30 του εν λόγω νόμου 1262/1982 ορίζεται ότι “διατάξεις που αντίκεινται στον παρόντα νόμο καταργούνται”. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι η προβλεπόμενη από τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 16 του Ν. 1116/ 1981 έκπτωση από τα καθαρά κέρδη λόγω αγοράς καινούργιων μηχανημάτων και μεταφορικών μέσων, που θεωρείται παραγωγική επένδυση κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 3 του ιδίου νόμου, προκειμένου για επιχειρήσεις εγκατεστημένες στο Νομό Αττικής, είναι δυνατή υπό την προϋπόθεση ότι η αγορά των εν λόγω ειδών έγινε πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 1262/1982 (16.6.11982), δηλαδή ότι η σύμβαση αγοράς των είχε συναφθεί πριν από την ημερομηνία αυτή.

4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, τα οικονομικά αποτελέσματα της αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρείας, που έχει έδρα την Παλλήνη Αττικής, κατά την κρινόμενη διαχειριστική περίοδο 1-1 έως 31.12. 1982, προσδιορίστηκαν λογιστικώς με την προσθήκη ορισμένων κονδυλίων ως λογιστικών διαφορών. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται και δύο κονδύλια δραχμών 1.395.000 και 165.000 που εφέροντο από την αναιρεσείουσα εταιρεία ως αφορολόγητες εκπτώσεις, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις του Ν. 1116/1981, από τα ποσά που αυτή διέθεσε για την αγορά ενός μονόχρωμου πιεστηρίου και ενός μικρού λεωφορείου. Ειδικότερα, το ποσό των δραχμών 1.395.000 αφορούσε την αγορά ενός μονόχρωμου πιεστηρίου συνολικής αξίας δραχμών 6.979.650, το δε ποσό των δραχμών 165.000 την αγορά ενός μικρού λεωφορείου συνολικής αξίας δραχμών 825.000 Η φορολογική αρχή δεν αναγνώρισε τις εκπτώσεις αυτές γιατί θεώρησε ως χρόνο κτήσεως των ανωτέρω ειδών τη χρονολογία εκδόσεως των σχετικών τιμολογίων πωλήσεως (30.7.1982 και 29.7.1982) και τελωνισμού που ήταν μετά τις 16.6.1982 και όχι το χρόνο καταρτίσεως των συμβάσεων πωλήσεως (ιδιωτικών συμφωνητικών) που ήταν πριν τη χρονολογία αυτή, όπως είχε υποστηρίξει η αναιρεσείουσα εταιρεία. Με την πρωτόδικη ανωτέρω απόφαση κρίθηκε ότι εφόσον οι συμβάσεις αγοράς των ανωτέρω ειδών (πιεστηρίου και λεωφορείου) είχαν καταρτισθεί πριν από τις 16.6.1982 (στις 30.4.1982, 25.5.1982 και 21.6.1982), δηλαδή πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 1262/1982, η αναιρεσείουσα είχε δικαίωμα να ενεργήσει αφορολόγητες εκπτώσεις ύψους δραχμών 1.419.060. Το διοικητικό εφετείο, αντιθέτως, με την προσβαλλόμενη απόφασή του με την σκέψη ότι δεν αρκεί το γεγονός ότι οι σχετικές συμφωνίες για την αγορά των ενδίκων ειδών (πιεστηρίου και λεωφορείου) υπογράφηκαν κατά το χρόνο ισχύος των ευεργετικών διατάξεων του Ν. 1116/1981 αλλά έπρεπε, προκειμένου να έχει η αναιρεσείουσα δικαίωμα για τις υπό κρίση εκπτώσεις, μέσα στο χρόνο αυτό να είχε πραγματοποιηθεί οπωσδήποτε η επένδυση με την έκδοση των οικείων τιμολογίων πωλήσεως και την παραλαβή από την αναιρεσείουσα των ανωτέρω ενδίκων “περιουσιακών στοιχείων”, γεγονότα που, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, έλαβαν χώραν μετά τις 16.6.1982, δέχθηκε σχετικό λόγο έφεσης του Δημοσίου, μεταρρύθμισε, όπως αναφέρθηκε στην δεύτερη σκέψη την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε την προσφυγή της αναιρεσειούσης εταιρείας. Η κρίση όμως αυτή του διοικητικού εφετείου δεν είναι νόμιμη γιατί, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, κρίσιμος εν προκειμένω χρόνος είναι ο χρόνος συνάψεως των συμβάσεων αγοράς των σχετικών μηχανημάτων και μεταφορικών μέσων. Για το λόγο, συνεπώς, αυτό, βασίμως προβαλλόμενο με την κρινόμενη αίτηση, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, η δε υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.