Π.Δ. 48/2022
ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 48

Διακλαδικός Κανονισμός Πειθαρχίας Ενόπλων Δυνάμεων.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ

ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Έχοντας υπόψη: 1. Το άρθρο 53 του ν. 3883/2010 «Υπηρεσιακή εξέλιξη και ιεραρχία των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων-Θέματα διοίκησης των Ενόπλων Δυνάμεων, Στρατολογίας και συναφείς διατάξεις» (Α΄ 167).

2. To άρθρο 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα (άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005, Α΄ 98), το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με την παρ. 22 του άρθρου 119 του ν. 4622/2019 (Α΄ 133).

3. Το π.δ. 83/2019 «Διορισμός του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α΄ 121).

4. Την υπ’ αρ. 83/2022 εισηγητική έκθεση του προϊσταμένου των οικονομικών υπηρεσιών του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, από την οποία προκύπτει ότι από τις διατάξεις του παρόντος δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού.

5. Την υπ’ αρ. 155/2021 γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με πρόταση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, αποφασίζουμε:

Κεφάλαιο Α΄
Γενικές διατάξεις

Άρθρο 1
Πεδίο εφαρμογής Ορισμοί

1. Ο παρών Κανονισμός εφαρμόζεται στο σύνολο του στρατιωτικού προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων (ΕΔ) ανεξάρτητα από τον Κλάδο που ανήκει, πλην των σπουδαστών των παραγωγικών σχολών αξιωματικών και υπαξιωματικών, το πειθαρχικό δίκαιο των οποίων διέπεται από τους Οργανισμούς των αντίστοιχων σχολών.

2. Για την εφαρμογή του παρόντος ισχύουν οι παρακάτω ορισμοί:

α. Στρατιωτικός είναι κάθε εν ενεργεία ή εν εφεδρεία αξιωματικός, δόκιμος ή επίκουρος έφεδρος αξιωματικός, ανθυπασπιστής, υπαξιωματικός και οπλίτης που ανήκει στους Κλάδους ή στα Κοινά Σώματα των ΕΔ, καθώς και οι αξιωματικοί πολεμικής διαθεσιμότητας.

β. Οπλίτες θητείας είναι όσοι έχουν καταταγεί και υπηρετούν στις τάξεις των ΕΔ για εκπλήρωση της στρατιωτικής τους υποχρέωσης.

γ. Κλάδοι των ΕΔ είναι ο Στρατός Ξηράς (ΣΞ), το Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ) και η Πολεμική Αεροπορία (ΠΑ). Όπου στις διατάξεις του παρόντος γίνεται λόγος για στρατιωτικούς οποιουδήποτε Κλάδου, νοούνται και οι στρατιωτικοί που ανήκουν στα Κοινά Σώματα των ΕΔ.

δ. Πειθαρχικός έλεγχος είναι η διαδικασία διερεύνησης τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος και η ενδεχόμενη επιβολή πειθαρχικής ποινής.

ε. Πειθαρχική αρμοδιότητα είναι το δικαίωμα άσκησης πειθαρχικού ελέγχου από τα διάφορα επίπεδα Διοίκησης των ΕΔ.

στ. Πειθαρχικό παράπτωμα είναι κάθε υπαίτια και καταλογιστή πράξη που προβλέπεται στο άρθρο 8. Ως πράξη νοείται και η παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας.

ζ. Πειθαρχικές ποινές είναι οι διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλονται στους στρατιωτικούς με σκοπό τη διατήρηση της τάξης και της πειθαρχίας και τη διαφύλαξη της εύρυθμης λειτουργίας της Υπηρεσίας. Αυτές διακρίνονται σε συνήθεις και καταστατικές.

η. Συνήθεις πειθαρχικές ποινές είναι οι διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, οι οποίες δεν επιφέρουν στέρηση της προσωπικής ελευθερίας των στρατιωτικών, επηρεάζουν όμως την εξέλιξή τους ανάλογα με τη σοβαρότητα και τη συχνότητα επιβολής τους. Για τους οπλίτες θητείας, πέραν των συνεπειών του άρθρου 24, καθώς και για τους δόκιμους ή επίκουρους έφεδρους αξιωματικούς και τους έφεδρους εν ενεργεία αξιωματικούς, συνεπάγεται υποχρέωση εκπλήρωσης πρόσθετου χρόνου στρατιωτικής υποχρέωσης σύμφωνα με τα καθοριζόμενα στον νόμο για τη στρατολογία των Ελλήνων.

θ. Καταστατικές πειθαρχικές ποινές είναι οι διοικητικές κυρώσεις που μεταβάλλουν την υπηρεσιακή κατάσταση του παραβάτη στρατιωτικού. Η επιβολή των καταστατικών ποινών γίνεται κατόπιν γνωμοδότησης πειθαρχικού συμβουλίου.

3. Για τις καταστατικές ποινές των εφέδρων εν ενεργεία, των μονίμων εξ εφεδρείας, των εφέδρων εξ απονομής, των εφέδρων εξ εφεδρείας, των μονίμων και των εφέδρων εν εφεδρεία αξιωματικών, τυγχάνουν εφαρμογής οι ειδικές διατάξεις του παρόντος. Για τις καταστατικές ποινές των δοκίμων ή επίκουρων εφέδρων αξιωματικών ισχύουν τα καθοριζόμενα στο άρθρο 18.

4. Στους Επαγγελματίες Οπλίτες που δεν φέρουν βαθμό υπαξιωματικού δεν επιβάλλονται καταστατικές ποινές. Σε αυτούς επιβάλλονται οι συνήθεις ποινές που προβλέπονται για τους υπαξιωματικούς. Για τις καταστατικές ποινές των Επαγγελματιών Οπλιτών που φέρουν βαθμό υπαξιωματικού ισχύουν τα καθοριζόμενα στα άρθρα 17 και 18.

5. Στους Οπλίτες Βραχείας Ανακατάταξης (ΟΒΑ) επιβάλλονται οι συνήθεις και οι καταστατικές ποινές που προβλέπονται για τους οπλίτες θητείας κατά τα οριζόμενα στο Κεφάλαιο Ε΄.

Άρθρο 2
Γενικές αρχές

1. Η δυνατότητα άσκησης πειθαρχικού ελέγχου εις βάρος στρατιωτικού αρχίζει με την κατάταξη στις ΕΔ ή την ανάκληση στην ενέργεια και λήγει με την καθ’ οιονδήποτε τρόπο έξοδο του στρατιωτικού από αυτές, με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων που αφορούν στην επιβολή καταστατικών ποινών.

2. Καμία πειθαρχική ποινή δεν επιβάλλεται αν δεν κληθεί προηγουμένως ο πειθαρχικά διωκόμενος σε απολογία. Η εξέταση του διωκόμενου κατά το στάδιο της απλής ή της ένορκης διοικητικής εξέτασης δεν υποκαθιστά την κλήση σε απολογία.

3. Ατομικά παραπτώματα δεν είναι δυνατό να αποτελέσουν αιτία επιβολής ομαδικής ποινής.

4. Ο στρατιωτικός δεν μπορεί να διωχθεί δεύτερη φορά για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα, με την επιφύλαξη της παρ. 3 του άρθρου 3 και της παρ. 4 του άρθρου 4 του παρόντος, καθώς και της παρ. 7 του άρθρου 43 του ν. 3883/2010.

5. Για το ίδιο παράπτωμα δεν μπορούν να επιβληθούν ταυτόχρονα ή διαδοχικά περισσότερες από μία πειθαρχικές ποινές, με την επιφύλαξη της παρ. 3 του άρθρου 3 και της παρ. 4 του άρθρου 4. Σε περίπτωση τέλεσης στον ίδιο τόπο και χρόνο δύο ή περισσότερων διαφορετικών μεταξύ τους πειθαρχικών παραπτωμάτων που προβλέπονται από διαφορετική διάταξη του παρόντος, επιβάλλεται μία συνολική ποινή κατά την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνεται υπόψη η βαρύτητα και ο αριθμός όλων των επιμέρους πειθαρχικών παραπτωμάτων.

6. Αν από την τέλεση του πειθαρχικού παραπτώματος μέχρι το πέρας της πειθαρχικής δίωξης ίσχυσαν περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιλαμβάνει τις ευμενέστερες για τον διωκόμενο ουσιαστικές διατάξεις.

7. Κατά την πειθαρχική διαδικασία εφαρμόζονται οι αρχές και οι κανόνες του ποινικού και του στρατιωτικού ποινικού δικαίου που αφορούν:

α. Το τεκμήριο της αθωότητας και της λειτουργίας των αμφιβολιών υπέρ του πειθαρχικά διωκόμενου.

β. Το δικαίωμα σιγής του πειθαρχικά διωκόμενου. γ. Τη συνεκτίμηση των ελαφρυντικών ή επιβαρυντικών

περιστάσεων κατά τον καθορισμό και την επιμέτρηση της ποινής.

8. Τα πειθαρχικά παραπτώματα τιμωρούνται ακόμη κι αν τελέστηκαν εκτός της ελληνικής επικράτειας.

Άρθρο 3
Σχέση πειθαρχικής και ποινικής διαδικασίας

1. Η πειθαρχική διαδικασία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από τις ανακριτικές πράξεις ή την ποινική δίωξη που ενδεχομένως ασκείται παράλληλα ή έχει ασκηθεί επί της υπόθεσης. Αντίστοιχα, η πειθαρχική ποινή είναι ανεξάρτητη της ποινής που επιβάλλεται με απόφαση ποινικού δικαστηρίου και μπορεί να επιβληθεί είτε πριν είτε μετά την εκδίκαση της υπόθεσης.

2. Η ποινική καταδίκη δεν έχει ως απαραίτητη συνέπεια την επιβολή πειθαρχικής ποινής. Ομοίως, η αθώωση ή η απαλλαγή από το ποινικό δικαστήριο δεν εμποδίζει την επιβολή πειθαρχικής ποινής. Το πειθαρχικό όργανο όμως, δεσμεύεται από την κρίση που περιέχεται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή σε αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα ως προς την ύπαρξη ή την ανυπαρξία των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος.

3. Αν μετά την επιβολή της πειθαρχικής ποινής εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση, αθωωτική ή καταδικαστική ή αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα, η πειθαρχική διαδικασία είναι δυνατόν να επαναληφθεί, εφόσον το παράπτωμα δεν έχει παραγραφεί, είτε αυτεπάγγελτα, είτε μετά από αίτηση του ενδιαφερόμενου που υποβάλλεται εντός διμήνου από την ημερομηνία κατά την οποία η ποινή ή το βούλευμα κατέστησαν αμετάκλητα. Στην περίπτωση αυτή, η πειθαρχική διαδικασία ολοκληρώνεται υποχρεωτικά εντός προθεσμίας δύο μηνών από την υποβολή της σχετικής αίτησης του ενδιαφερόμενου ή από την κοινοποίηση στη Διοίκηση της αμετάκλητης δικαστικής απόφασης ή του βουλεύματος, κατά περίπτωση.

4. Οι Εισαγγελείς των στρατιωτικών δικαστηρίων έχουν υποχρέωση να ανακοινώνουν αμέσως στην αρμόδια Διεύθυνση του οικείου Γενικού Επιτελείου κάθε ποινική δίωξη που ασκείται κατά στρατιωτικού και να κοινοποιούν αμέσως στην ίδια Διεύθυνση τα παραπεμπτικά ή αμετάκλητα απαλλακτικά βουλεύματα καθώς και τις αμετάκλητες, καταδικαστικές ή αθωωτικές, αποφάσεις. Την ίδια υποχρέωση έχουν και οι Εισαγγελείς της τακτικής ποινικής δικαιοσύνης για υποθέσεις στρατιωτικών που ανήκουν στην καθ’ ύλη αρμοδιότητά τους.

5. Σε περίπτωση απονομής χάριτος ή άρσης με οποιονδήποτε άλλο τρόπο του κολασίμου ή μεταβολής των συνεπειών της ποινικής καταδίκης, το πειθαρχικά κολάσιμο της πράξης δεν αίρεται.

Άρθρο 4
Επιβολή ποινής Γενικές διατάξεις

1. Ο πειθαρχικός έλεγχος αποτελεί καθήκον του ανωτέρου, συνιστά όμως το έσχατο μέτρο διατήρησης της πειθαρχίας. Κάθε ανώτερος πρέπει να επιδιώκει με κάθε μέσο να προλαμβάνει τα παραπτώματα.

2. Οι ποινές επιβάλλονται κατόπιν δίκαιης και αμερόληπτης κρίσης και αφού προηγουμένως συνεκτιμηθεί κάθε βάσιμο ελαφρυντικό στοιχείο.

3. Η πράξη επιβολής της πειθαρχικής ποινής πρέπει να αιτιολογείται επαρκώς, ειδικότερα δε να περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν το πειθαρχικό παράπτωμα κατά τόπο και χρόνο.

4. Σε περίπτωση ακύρωσης πράξης επιβολής πειθαρχικής ποινής για οποιαδήποτε νομική πλημμέλεια από διοικητικό δικαστήριο, η διοίκηση συμμορφώνεται με το διατακτικό μέρος της δικαστικής απόφασης, εκδίδοντας σχετική πράξη. Επανάληψη της πειθαρχικής δίωξης με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά, είναι δυνατή, εφόσον το πειθαρχικό παράπτωμα δεν έχει παραγραφεί. Στην περίπτωση αυτή ενδεχόμενη νέα πειθαρχική ποινή επιβάλλεται εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα κοινοποίησης της απόφασης του δικαστηρίου στην Υπηρεσία.

5. Οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α΄ 96) που αφορούν στα αποδεικτικά μέσα, την κλήτευση, τον όρκο, την εξέταση και τις συνέπειες της μη εμφάνισης των μαρτύρων, τον τρόπο εξέτασης του εγκαλουμένου καθώς και τον τύπο των εκθέσεων, εφαρμόζονται συμπληρωματικά. Στη σύνταξη των εκθέσεων συμπράττει στρατιωτικός οποιουδήποτε βαθμού.

Άρθρο 5
Πειθαρχική δίωξη

1. Η πειθαρχική δίωξη ασκείται αμελλητί. Αρχίζει με την έκδοση της κλήσης σε απολογία ή την πράξη παραπομπής στο Πειθαρχικό Συμβούλιο και περατώνεται με τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο ή την έκδοση ανέκκλητης ενώπιον της διοίκησης απόφασης πειθαρχικού οργάνου.

2. Το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο, εφόσον διαπιστώσει ενδείξεις τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος, συγκεντρώνει το σύνολο των σχετικών αποδεικτικών μέσων για τη διερεύνηση της υπόθεσης και αναλόγως των στοιχείων που προκύπτουν, προβαίνει σε μία από τις παρακάτω ενέργειες:

α. Εκδίδει κλήση σε απολογία, η οποία υποβάλλεται από τον εγκαλούμενο εντός ρητής εύλογης προθεσμίας που δεν μπορεί να είναι μικρότερη των τριών ημερών, μη περιλαμβανομένης της ημέρας κοινοποίησης της κλήσης. Η προθεσμία αυτή δύναται να παραταθεί κατόπιν έγγραφης αιτιολογημένης αίτησης του εγκαλουμένου για συλλογή στοιχείων υπεράσπισής του.

β. Παραπέμπει τον εγκαλούμενο ενώπιον του αρμοδίου Πειθαρχικού Συμβουλίου.

γ. Θέτει την υπόθεση στο αρχείο.

3. Η διενέργεια Ένορκης ή Απλής Διοικητικής Εξέτασης για τη συγκέντρωση του απαιτούμενου αποδεικτικού υλικού εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του πειθαρχικού οργάνου.

4. Η κλήση σε απολογία είναι έγγραφη για το σύνολο του στρατιωτικού προσωπικού πλην των οπλιτών θητείας, η κλήση των οποίων γίνεται προφορικά και καταχωρείται σε ειδικό βιβλίο επί του οποίου λαμβάνει ενυπόγραφα γνώση ο εγκαλούμενος. Η έγγραφη κλήση περιλαμβάνει τα πλήρη στοιχεία του διωκόμενου, ακριβή στοιχεία των πράξεων που στοιχειοθετούν το παράπτωμα και τις ειδικές συνθήκες κάτω από τις οποίες τελέστηκε, τον τόπο και τον χρόνο τέλεσής του, την προθεσμία υποβολής της απολογίας, υπόμνηση του δικαιώματος του εγκαλουμένου να λάβει γνώση των στοιχείων της υπόθεσης και τέλος, τον τόπο και την ημερομηνία σύνταξης της κλήσης, την υπογραφή του ασκούντος την πειθαρχική δίωξη, το ονοματεπώνυμο και τον βαθμό του καθώς και τη σφραγίδα της Υπηρεσίας.

5. Σε περίπτωση άρνησης παραλαβής της κλήσης, το όργανο που διενεργεί την επίδοση συντάσσει σχετική πράξη που υπογράφεται από το ίδιο και έναν μάρτυρα, χωρίς να κωλύεται η συνέχιση της πειθαρχικής διαδικασίας, εφαρμοζόμενων κατά τα λοιπά των προβλεπομένων στο άρθρο 7.

6. Η απολογία είναι έγγραφη, με εξαίρεση τους οπλίτες θητείας, οι οποίοι απολογούνται προφορικά, η δε απολογία καταχωρείται στο ειδικό βιβλίο της παρ. 4 επί του οποίου λαμβάνει ενυπόγραφα γνώση ο απολογούμενος. Πειθαρχικές παραβάσεις που τελούνται δια της απολογίας του εγκαλουμένου, δεν αξιολογούνται προ του ανέκκλητου ενώπιον της διοίκησης πέρατος της αρχικής πειθαρχικής δίωξης. Σε περίπτωση μη υποβολής απολογίας, το πειθαρχικό όργανο εξετάζει τους λόγους μη υποβολής της και εφόσον διαπιστώσει νόμιμη επίδοση της κλήσης, συνεχίζει κανονικά τη διαδικασία του πειθαρχικού ελέγχου.

7. Ο εγκαλούμενος έχει δικαίωμα κατόπιν γραπτής αίτησής του να λάβει γνώση του συνόλου των εγγράφων της υπόθεσης που τον αφορά, σύμφωνα με τα καθοριζόμενα στο άρθρο 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α΄ 45).

8. Η πειθαρχική δίωξη των αξιωματικών του Σώματος Στρατιωτικών Ιερέων για εκκλησιαστικά παραπτώματα, των οποίων δεν είναι επιτρεπτός ο κολασμός από τον Διευθυντή της Διεύθυνσης Στρατιωτικών Ιερέων του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας (ΓΕΕΘΑ), ασκείται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 6 του ν.δ. 90/1973 (Α΄ 168).

Άρθρο 6
Καθορισμός και επιμέτρηση πειθαρχικής ποινής
Για τον καθορισμό και την επιμέτρηση της πειθαρχικής ποινής, λαμβάνονται υπόψη η βαρύτητα του παραπτώματος και οι συνθήκες τέλεσής του, τα στοιχεία του ατομικού φακέλου του παραβάτη και οι συντρέχουσες επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις που προβλέπονται στην παρ. 3 του άρθρου 40 του ν. 3883/2010.

Άρθρο 7
Επιδόσεις εγγράφων Εκθέσεις

1. Όταν απαιτείται η επίδοση στον εγκαλούμενο κάθε εγγράφου σχετικού με την πειθαρχική διαδικασία, εάν αυτός διατελεί σε παράνομη απουσία ή λιποταξία, η επίδοση γίνεται στον προϊστάμενο της Υπηρεσίας στην οποία υπηρετούσε.

2. Εάν κατά την αναζήτησή του ο εγκαλούμενος δεν ανευρεθεί, η επίδοση γίνεται στους συνοικούντες συγγενείς ή συνοίκους της τελευταίας γνωστής κατοικίας του. Σε περίπτωση άρνησης παραλαβής από τον εγκαλούμενο ή από τα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου, τα εν λόγω έγγραφα θυροκολλούνται.

3. Εάν ο εγκαλούμενος είναι αγνώστου διαμονής, η επίδοση γίνεται στην αστυνομική αρχή της τελευταίας γνωστής διαμονής του.

4. Για την επίδοση ή θυροκόλληση που ενεργείται κατά τα ανωτέρω, συντάσσεται αποδεικτικό επίδοσης ή έκθεση θυροκόλλησης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Κεφάλαιο Β΄
Πειθαρχικά παραπτώματα

Άρθρο 8
Απαρίθμηση πειθαρχικών παραπτωμάτων

1. Πειθαρχικά παραπτώματα θεωρούνται κατά κατηγορία τα ακόλουθα:

α. Από ανώτερο προς τους κατωτέρους του:

(1) Η χαλαρότητα, η αδράνεια και η αδιαφορία σχετικά με τη διοίκηση.

(2) Η κατάχρηση εξουσίας.

(3) Η βάναυση ή υβριστική συμπεριφορά.

(4) Η αδικία κατά την επιβολή ποινών.

(5) Η μεροληπτική αντιμετώπιση και η έλλειψη αντικειμενικότητας στη μεταχείριση των κατωτέρων.

(6) Η αποδοχή δώρων, πλην εθιμοτυπικών περιπτώσεων, και η λήψη δανείων από τους κατώτερους.

(7) Η αδιαφορία για την τήρηση των γενικών κανόνων πειθαρχίας και συμπεριφοράς από τους κατώτερους.

(8) Η στενή οικειότητα με τους κατώτερους κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας.

(9) Η αποσιώπηση και απόκρυψη οποιουδήποτε θέματος που σχετίζεται με παράπονα των υφισταμένων.

(10) Κάθε πράξη που είναι δυνατό να μειώσει το κύρος ή την εξουσία του.

β. Από τον κατώτερο προς τους ανωτέρους του:

(1) Η αυθάδεια.

2) Η απροθυμία, η αδιαφορία, η δυστροπία και η καθυστέρηση στην εκτέλεση διαταγής.

(3) Η επίκριση και ο σχολιασμός διαταγών ή ενεργειών των ανωτέρων.

(4) Η κολακεία και η προσφορά δώρων, πλην εθιμοτυπικών περιπτώσεων.

(5) Η μη απονομή του χαιρετισμού και η αδιαφορία για την τήρηση των τύπων εκδήλωσης σεβασμού στους ανωτέρους.

(6) Η υπέρβαση της ιεραρχίας και η χρησιμοποίηση πλαγίων μέσων.

(7) Η έλλειψη σεβασμού και υπακοής.

γ. Από κάθε στρατιωτικό:

(1) Η παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος, όπως προσδιορίζεται βάσει των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις κείμενες διατάξεις, τους κανονισμούς και τις διαταγές της Υπηρεσίας.

(2) Η απόκτηση οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος προς όφελος του ιδίου ή τρίτου προσώπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του και εξ αφορμής αυτών.

(3) Η χρησιμοποίηση τρίτων προσώπων για την απόκτηση υπηρεσιακής εύνοιας ή την πρόκληση ή ματαίωση διαταγής της Υπηρεσίας.

(4) Η αδικαιολόγητη απουσία από τα προσκλητήρια, την εκπαίδευση ή οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία.

(5) Η αμέλεια και η αδιαφορία στην εργασία ή την εκπαίδευση και γενικά η κακή θέληση κατά την εκτέλεση των καθηκόντων.

(6) Η άσκηση επιχειρηματικής ή οποιασδήποτε κερδοσκοπικής δραστηριότητας μέσω συμμετοχής σε επιστημονικές, αθλητικές ή επαγγελματικές ενώσεις, συνδέσμους ή ιδρύματα.

(7) Η δήλωση ή δημοσίευση άποψης, η οποία στρέφεται κατά της μορφής του πολιτεύματος, του θεσμού των ΕΔ και των πολιτειακών αρχών ή βλάπτει την ασφάλεια της χώρας και θέτει σε κίνδυνο την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της.

(8) Η εξάσκηση οποιουδήποτε αμειβόμενου επαγγέλματος ή η ενασχόληση με οποιαδήποτε αμειβόμενη εργασία εκτός υπηρεσίας, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που καθορίζονται στην κείμενη νομοθεσία.

(9) Η αναξιοπρεπής εμφάνιση και το αντικανονικό της στολής.

(10) Η ανάρμοστη ενέργεια ή συμπεριφορά.

(11) Η ελλιπής συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις συντήρησης, χρήσης και διαχείρισης των κάθε είδους στρατιωτικών υλικών και εγκαταστάσεων.

(12) Η μη απονομή του οφειλόμενου χαιρετισμού προς τη σημαία, τα θρησκευτικά σύμβολα, τις πολιτειακές αρχές και την πολιτική ηγεσία των ΕΔ.

(13) Η άσκηση κομματικής δραστηριότητας και οποιασδήποτε μορφής εκδηλώσεις υπέρ ή κατά πολιτικού κόμματος.

(14) Η μέθη κατά την υπηρεσία, η αναξιοπρεπής διαβίωση εν γένει, η ανειλικρίνεια και κάθε πράξη αντίθετη προς την εντιμότητα, την ευθύτητα, την αξιοπρέπεια και τα χρηστά ήθη.

(15) Η παραβίαση του καθήκοντος της υπηρεσιακής εχεμύθειας και της υποχρέωσης διαφύλαξης του απορρήτου.

(16) Η παράβαση των κανόνων πτήσης.

(17) O κακός χειρισμός πλοίου με υπαιτιότητα του Κυβερνήτη, συνεπεία του οποίου τέθηκε σε κίνδυνο η ασφάλεια του προσωπικού ή του υλικού.

(18) H ενέργεια που αποσκοπεί άμεσα ή έμμεσα στην ανατροπή του συνταγματικά κατοχυρωμένου πολιτεύματος ή την άμβλυνση του εθνικού φρονήματος των Ελλήνων ή κάθε ενέργεια που αντίκειται στα εθνικά συμφέροντα.

(19) Η παράβαση της νομοθεσίας που αφορά στη διακίνηση, κατοχή ή χρήση ναρκωτικών ουσιών.

(20) Η λιποταξία καθώς και η αιχμαλωσία, εφόσον ο στρατιωτικός δεν έπραξε, πριν από την τελευταία, οτιδήποτε επέβαλλε το καθήκον και η στρατιωτική τιμή.

(21) Κάθε πράξη που συνιστά αδίκημα κατά τον Ποινικό Κώδικα (ν. 4619/2019, Α΄ 95), τον Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα (ν. 2287/1995, Α΄ 20) και τις διατάξεις ειδικών ποινικών νόμων.

(22) Κάθε πράξη που προσβάλλει την πειθαρχία και την υπηρεσιακή τάξη στις ΕΔ, όπως αυτές ορίζονται από το Σύνταγμα, τους νόμους, τους κανονισμούς και τις διαταγές.

2. Τα ως άνω παραπτώματα θεωρούνται: α. Ελαφρά, όσα έχουν σχέση με την εκτέλεση των καθηκόντων, τη συμπεριφορά, την εμφάνιση και την παράσταση γενικά του στρατιωτικού και δεν κλονίζουν σε ιδιαίτερα μεγάλο βαθμό την τάξη και την πειθαρχία των ΕΔ.

β. Βαριά, όσα έχουν σχέση με τη στρατιωτική τιμή, την ατομική αξιοπρέπεια, το γόητρο των ΕΔ και όσα έχουν ως συνέπεια τη διασάλευση της τάξης ή θέτουν σε κίνδυνο την ανθρώπινη ζωή.

γ. Βαρύτερα, όταν επαναλαμβάνονται με μεγάλη συχνότητα, είτε μεμονωμένα, είτε σε συνδυασμό με άλλες παραβάσεις, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας ή παρουσία κατωτέρων ή πολιτών ή σε ξένη χώρα.

Άρθρο 9
Παραγραφή πειθαρχικών παραπτωμάτων
Τα πειθαρχικά παραπτώματα παραγράφονται μετά από πέντε έτη από την ημέρα που διαπράχθηκαν, εκτός αν ορίζονται μεγαλύτερες προθεσμίες για την παραγραφή τους ως ποινικών αδικημάτων από τον Ποινικό και τον Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα. Η κλήση σε απολογία, η παραπομπή σε πειθαρχικό συμβούλιο, η έκδοση απόφασης σε πρώτο βαθμό που επιβάλλει πειθαρχική ποινή, καθώς και οι πράξεις της ποινικής διαδικασίας ή της διαδικασίας ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, αναστέλλουν την παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος.

Κεφάλαιο Γ΄
Διαδικασίες Διοικητικής Εξέτασης

Άρθρο 10
Ένορκη Διοικητική Εξέταση

1. Στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας, Ένορκη Διοικητική Εξέταση (ΕΔΕ) διενεργείται κάθε φορά που υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες ή σαφείς ενδείξεις για την τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος. Η εξέταση αυτή αποσκοπεί στη συλλογή στοιχείων για τη διαπίστωση της τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος και τον προσδιορισμό των προσώπων που τυχόν ευθύνονται, καθώς και στη διερεύνηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες αυτό έχει τελεστεί. Η διαταγή για τη διενέργεια ΕΔΕ δεν συνιστά έναρξη πειθαρχικής δίωξης.

2. ΕΔΕ διατάσσεται εγγράφως από τους Διοικητές κάθε επιπέδου υπηρεσιακών δομών των ΕΔ με διοικητική αυτοτέλεια. Εντός του ίδιου Κλάδου δεν μπορεί να διαταχθεί η διενέργεια ΕΔΕ από δύο ή περισσότερους Διοικητές για το ίδιο συμβάν. Η διαταγή διενέργειας ΕΔΕ κοινοποιείται στο αμέσως προϊστάμενο κλιμάκιο αυτού που την διέταξε. Σε περίπτωση που η ΕΔΕ διατάσσεται από Γενικό Επιτελείο, η διαταγή διενέργειας ΕΔΕ κοινοποιείται στο προϊστάμενο κλιμάκιο, μόνον εφόσον ζητηθεί από αυτό. Με τη διαταγή διενέργειας της ΕΔΕ ορίζεται και ο αξιωματικός/ανθυπασπιστής που θα την διενεργήσει. Κατ’ εξαίρεση, όταν η ΕΔΕ διατάσσεται από κλιμάκιο ανώτερο της Μονάδας, ο ορισμός του αξιωματικού/ανθυπασπιστή που θα διενεργήσει την ΕΔΕ μπορεί να ανατεθεί στον προϊστάμενο της Μονάδας ή Υπηρεσίας στην οποία απευθύνεται η σχετική διαταγή.

3. Για τη διενέργεια της ΕΔΕ ορίζεται γραμματέας. Ο γραμματέας ορίζεται από τον διενεργούντα την ΕΔΕ και η παρουσία του είναι υποχρεωτική σε όλες τις πράξεις της εξέτασης. Ως γραμματέας ορίζεται στρατιωτικός οποιουδήποτε βαθμού και ειδικότητας ή υπάλληλος του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας.

4. Όταν υφίστανται εξαρχής ενδείξεις ή υπόνοιες τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος μόνο από πολιτικό προσωπικό, η ΕΔΕ διενεργείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α΄ 26).

5. Η ΕΔΕ είναι έγγραφη και μυστική. Ο διενεργών αυτή οφείλει να διερευνήσει όλες τις πτυχές της υπό έρευνα υπόθεσης, προβαίνοντας σε ενέργειες και συλλογή στοιχείων που θα τον οδηγήσουν σε ασφαλή συμπεράσματα.

6. Εάν κατά τη διενέργεια της ΕΔΕ προκύψουν επιβαρυντικά στοιχεία σε βάρος στελέχους ανώτερου ή αρχαιότερου από τον διενεργούντα την ΕΔΕ, η ΕΔΕ διακόπτεται. Ο διενεργών την ΕΔΕ συντάσσει αναφορά, στην οποία αιτιολογεί πλήρως τους λόγους της διακοπής και υποβάλλει τον σχετικό φάκελο με όσα στοιχεία έχει συγκεντρώσει στην αρχή που την διέταξε. Εφόσον η εν λόγω αρχή συμφωνεί με την αναφορά, αναθέτει τη συνέχιση της ΕΔΕ σε άλλο στέλεχος, ανώτερο ή αρχαιότερο εκείνου για το οποίο προέκυψαν επιβαρυντικά στοιχεία, χωρίς να επηρεάζεται η νομιμότητα της μέχρι το σημείο εκείνο διαδικασίας. Σε αντίθετη περίπτωση, ο φάκελος επιστρέφεται στον διενεργούντα την ΕΔΕ για την ολοκλήρωσή της.

7. Σε περίπτωση μετάθεσης, απόσπασης ή διάθεσης του διενεργούντος την ΕΔΕ εκτός φρουράς, αυτός που την διέταξε δύναται να την αναθέσει σε άλλο αξιωματικό ή ανθυπασπιστή.

8. Αν, βάσει του πορίσματος της ΕΔΕ, διαπιστώνεται η τέλεση συγκεκριμένου πειθαρχικού παραπτώματος από συγκεκριμένο στρατιωτικό, εφαρμόζονται τα καθοριζόμενα στο άρθρο 5.

9. Η ΕΔΕ περατώνεται εντός της προθεσμίας που έχει οριστεί από αυτόν που την διέταξε, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες. Η προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να παραταθεί σε εξαιρετικές περιπτώσεις, κατόπιν αιτιολογημένης αναφοράς του διενεργούντος την ΕΔΕ και απόφασης αυτού που την διέταξε.

Άρθρο 11
Κωλύματα για τη διενέργεια Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης

1. ΕΔΕ δεν μπορεί να διενεργηθεί από αξιωματικό ή ανθυπασπιστή ο οποίος:

α. Είναι συγγενής προσώπου που εμπλέκεται στην υπόθεση εξ αίματος ή αγχιστείας μέχρι τον τέταρτο βαθμό ή σύζυγος, ακόμα και μετά τη λύση του γάμου.

β. Έχει άμεσο συμφέρον από την έκβαση της υπόθεσης.

γ. Κατήγγειλε την εξεταζόμενη πράξη, εξαιρουμένου του αδικήματος της λιποταξίας.

δ. Έχει με εμπλεκόμενο στην υπόθεση πρόσωπο ιδιαίτερη φιλία ή οικειότητα ή έριδα ή έχθρα ή συντρέχουν στο πρόσωπό του γεγονότα ικανά να δικαιολογήσουν εύλογη δυσπιστία για την αμεροληψία του.

ε. Φέρεται, βάσει ενδείξεων, ότι έχει ευθύνη για την πράξη που αποτελεί αντικείμενο της εξέτασης.

στ. Παραστάθηκε ως παθών ή ενεπλάκη σε ποινική υπόθεση κατά εμπλεκομένου στην υπόθεση προσώπου μέσα στα προηγούμενα πέντε έτη.

ζ. Κατέθεσε ως μάρτυρας ή γνωμοδότησε ως πραγματογνώμονας στην εξεταζόμενη υπόθεση.

2. Ο αξιωματικός ή ανθυπασπιστής, στο πρόσωπο του οποίου συντρέχει το κώλυμα, υποχρεούται με τη λήψη της διαταγής ανάθεσης της διενέργειας ΕΔΕ να γνωστοποιήσει αμέσως το κώλυμα σε αυτόν που τον όρισε, με αναφορά του, στην οποία εκθέτει λεπτομερώς τους λόγους του κωλύματός του, επισυνάπτοντας τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία. Η ίδια υποχρέωση υπάρχει και όταν το κώλυμα προκύπτει κατά τη διενέργεια της ΕΔΕ

3. Η σκόπιμη αποσιώπηση κωλύματος ή η αναληθής επίκληση αυτού με σκοπό την αποφυγή της διενέργειας της εξέτασης συνιστούν πειθαρχικά παραπτώματα, μη αποκλειομένης της εφαρμογής του άρθρου 254 του Ποινικού Κώδικα.

4. Σε περίπτωση που η ΕΔΕ στρέφεται κατά συγκεκριμένου στρατιωτικού, αυτός δικαιούται να ζητήσει αμέσως με γραπτή αναφορά του την εξαίρεση του αξιωματικού ή του ανθυπασπιστή στον οποίο ανατέθηκε η διενέργεια της ΕΔΕ για κάποιο από τα κωλύματα που αναφέρονται στην παρ. 1, επισυνάπτοντας τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία. Αν ο λόγος εξαίρεσης προκύψει κατά τη διάρκεια της εξέτασης, η αίτηση εξαίρεσης υποβάλλεται μέχρι και την υποβολή του πορίσματος. Η σκόπιμη επίκληση αναληθούς λόγου εξαίρεσης συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα.

5. Αν η ΕΔΕ στρέφεται σε βάρος περισσότερων στρατιωτικών, το κώλυμα που ενδεχομένως συντρέχει στο πρόσωπο του διενεργούντος αυτήν για έναν από αυτούς, λογίζεται ως κώλυμα και για τους λοιπούς εμπλεκόμενους.

6. Αρμόδιος να αποφασίσει επί του αιτήματος εξαίρεσης είναι εκείνος που με διαταγή του ορίστηκε ο διενεργών την ΕΔΕ. Η δήλωση κωλύματος και η αίτηση εξαίρεσης αναστέλλουν τη διενέργεια της διοικητικής εξέτασης, μέχρι να εκδοθεί σχετική απόφαση. Σε περίπτωση που απορριφθούν, συνεχίζεται η ΕΔΕ από το ίδιο πρόσωπο, διαφορετικά ορίζεται άλλος αξιωματικός ή ανθυπασπιστής για τη διενέργειά της. Οι πράξεις που έχουν διενεργηθεί μέχρι την έκδοση της απόφασης, θεωρούνται έγκυρες.

Άρθρο 12
Εξέταση μαρτύρων

1. Ο διενεργών την ΕΔΕ πρέπει να συμπεριφέρεται με ηρεμία και αμεροληψία και να ερευνά κάθε στοιχείο απαραίτητο για την αποκάλυψη της αλήθειας.

2. Ο διενεργών την ΕΔΕ καλεί τους μάρτυρες, προφορικά ή εγγράφως, να παρουσιαστούν σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Η προφορική κλήση καταχωρείται σε ειδικό βιβλίο. Για τον προσδιορισμό του τόπου και του χρόνου της εξέτασης είναι δυνατή η συνεννόηση με τους μάρτυρες. Η μαρτυρία είναι υποχρεωτική. Για τους μάρτυρες που κλήθηκαν εγγράφως, συντάχθηκε αποδεικτικό επίδοσης κλήσης και αρνήθηκαν να εμφανισθούν για να καταθέσουν ή εμφανίσθηκαν αλλά αρνήθηκαν να καταθέσουν, ο διενεργών την ΕΔΕ συντάσσει σχετική αναφορά, η οποία διαβιβάζεται από αυτόν που διέταξε την ΕΔΕ στον αρμόδιο Εισαγγελέα για ποινική αξιολόγηση, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις εξαιρέσεις που ορίζονται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

3. Σε περίπτωση που κάποιος μάρτυρας διαμένει εκτός της έδρας της Μονάδας του διενεργούντος την ΕΔΕ, είναι δυνατή η εξέτασή του με «κατά παραγγελία εξέταση». Σε αυτήν την περίπτωση, ο διενεργών την ΕΔΕ υποβάλλει αναφορά στην Υπηρεσία του με τα απαραίτητα ερωτήματα, ζητώντας να αποσταλεί στην πλησιέστερη στον τόπο διαμονής του μάρτυρα Μονάδα. Η τελευταία ορίζει κατάλληλο αξιωματικό ή ανθυπασπιστή προκειμένου να συντάξει την «κατά παραγγελία» έκθεση εξέτασης, σύμφωνα με τα ερωτήματα που έχει διατυπώσει ο διενεργών την ΕΔΕ. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει πλησιέστερη Μονάδα, για τη διεκπεραίωση της παραπάνω διαδικασίας είναι δυνατόν να ζητείται η συνδρομή της Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛ.ΑΣ.) ή του Λιμενικού Σώματος Ελληνικής Ακτοφυλακής (Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ.). Σε περίπτωση που ο μάρτυρας βρίσκεται στο εξωτερικό, η διεκπεραίωση της παραπάνω διαδικασίας γίνεται με τη συνδρομή των αρχών του Υπουργείου Εξωτερικών στην αλλοδαπή.

4. Απαγορεύεται στον διενεργούντα την ΕΔΕ να εξετάζει ως μάρτυρες πρόσωπα τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 212 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

5. Στην αρχή της εξέτασης λαμβάνονται τα στοιχεία του μάρτυρα και κατόπιν εξετάζεται ενόρκως, σύμφωνα με τα καθοριζόμενα στο άρθρο 219 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Έγγραφα που προσκομίζονται από τον μάρτυρα καταγράφονται στην έκθεση εξέτασης. Εάν κατά την έναρξη της ΕΔΕ ή κατά τη διάρκεια αυτής, προκύψουν ενδείξεις διάπραξης πειθαρχικών παραπτωμάτων από συγκεκριμένα πρόσωπα, αυτά εξετάζονται ανωμοτί.

6. Κατά την εξέταση του μάρτυρα ο διενεργών την ΕΔΕ δεν τον διακόπτει, εκτός εάν αυτός ξεφεύγει από το θέμα. Η κατάθεση του μάρτυρα μπορεί να είναι συνεχής, ως απάντηση γενικής αρχικής ερώτησης, ή διακεκομμένη, ως απαντήσεις επί περισσότερων ερωτήσεων. Όταν ο μάρτυρας αποφεύγει να αναφερθεί σε σημαντικά γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης, ο διενεργών την ΕΔΕ τού απευθύνει κατηγορηματικές ερωτήσεις.

7. Είναι δυνατή η λήψη συμπληρωματικών καταθέσεων από τους μάρτυρες, εφόσον αυτό κρίνεται σκόπιμο.

8. Οι εκθέσεις, χειρόγραφες ή δακτυλογραφημένες, πρέπει να είναι ευανάγνωστες, να μονογράφονται στο κάτω μέρος κάθε σελίδας και να υπογράφονται στο τέλος από όλους τους συμπράττοντες (διενεργούντα την εξέταση, γραμματέα, μάρτυρα). Παραπομπές ή προσθήκες στις εκθέσεις γίνονται στο δεξιό περιθώριο του κειμένου και μονογράφονται από τους συμπράττοντες. Οι αποξέσεις, αποσβέσεις και η χρήση διορθωτικού κατά τη σύνταξη των εκθέσεων απαγορεύονται.

Άρθρο 13
Πόρισμα Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης

1. Η ΕΔΕ ολοκληρώνεται με την έκδοση σχετικού πορίσματος, όταν από το σύνολο των στοιχείων που συγκεντρώθηκαν ως αποδεικτικό υλικό, ο διενεργών αυτήν κρίνει ότι:

α. Προκύπτουν κατά το δυνατό σαφώς τα αίτια και οι συνθήκες της διερευνώμενης υπόθεσης, η τέλεση ή μη πειθαρχικών παραπτωμάτων και τα πρόσωπα του τυχόν ευθύνονται ή

β. Η συνέχισή της δεν συνεισφέρει περαιτέρω στη διαλεύκανση της διερευνούμενης υπόθεσης.

2. Τα αναγραφόμενα στο πόρισμα πρέπει να στηρίζονται και να τεκμηριώνονται από τα αποδεικτικά στοιχεία του φακέλου.

3. Στο πόρισμα περιλαμβάνονται τα παρακάτω: α. Το ιστορικό, στο οποίο αναφέρονται κατά λογική και χρονολογική σειρά οι συνθήκες κάτω από τις οποίες συνέβησαν τα γεγονότα, τα αποδεικτικά περί αυτών στοιχεία, ο ακριβής τόπος και χρόνος καθώς και τα πρόσωπα που ενεπλάκησαν.

β. Το αιτιολογικό, στο οποίο καταγράφονται τα περιστατικά, τα οποία συνδυαζόμενα μεταξύ τους οδηγούν στη διαλεύκανση της υπό εξέταση υπόθεσης. Τα περιστατικά αυτά συνδέονται παράλληλα με τις κατά περίπτωση ισχύουσες διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας. Περαιτέρω, αναφέρεται η γνώμη του διενεργούντα την ΕΔΕ για τη μορφή και τον χαρακτήρα της πράξης, όπως διαμορφώνεται μετά από πλήρως αντικειμενική και αμερόληπτη κρίση και με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία.

γ. Το συμπέρασμα, στο οποίο καταλήγει ο διενεργών την ΕΔΕ συνεκτιμώντας το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων. Σε περίπτωση που προκύπτει πειθαρχικά ελεγκτέα πράξη, αναγράφονται με σαφήνεια και ακρίβεια τα στοιχεία των πειθαρχικών παραπτωμάτων, οι διατάξεις που τα προβλέπουν και τα στοιχεία των παραβατών. Αν έχουν προκληθεί ζημιές σε εγκαταστάσεις ή άλλα υλικά, ο διενεργών την εξέταση αποφαίνεται και για τον καταλογισμό ή μη της αξίας τους.

4. Απόψεις του διενεργούντα την ΕΔΕ ή συμπεράσματα στα οποία αυτός κατέληξε με βάση γεγονότα και πληροφορίες που περιήλθαν σε γνώση του κατά τη διενέργεια της εξέτασης, αλλά δεν περιλαμβάνονται στον φάκελο ως αποδεικτικά στοιχεία, δεν αποτυπώνονται στο πόρισμα.

5. Το πόρισμα πρέπει να είναι αιτιολογημένο και να περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία της υπόθεσης και σχετικό συμπέρασμα.

6. Το πόρισμα μονογράφεται στο κάτω μέρος κάθε σελίδας του από τον διενεργήσαντα την ΕΔΕ και υπογράφεται στο τέλος του από αυτόν.

Άρθρο 14
Υποβολή Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης

1. Για κάθε ΕΔΕ συντάσσεται φάκελος, όπως καθορίζεται στις ισχύουσες διαταγές, ο οποίος υποβάλλεται ιεραρχικά με αναφορά του διενεργούντα την ΕΔΕ στην αρχή που την διέταξε. Εάν αυτός που διέταξε την ΕΔΕ ή προϊστάμενός του κρίνει ότι η ΕΔΕ είναι ατελής και χρήζει συμπλήρωσης, διατάσσει τη συνέχισή της είτε από τον ίδιο στρατιωτικό που την διενήργησε είτε από άλλο αξιωματικό ή ανθυπασπιστή, προσδιορίζοντας επακριβώς τα σημεία που δεν διερευνήθηκαν πλήρως.

2. Φωτοαντίγραφο του φακέλου της ΕΔΕ υποβάλλεται σε προϊστάμενη αρχή όταν ζητείται από αυτή ή απαιτείται για την άσκηση πειθαρχικού ελέγχου ή για την απάντηση επί ενδικοφανούς προσφυγής, κατά τα οριζόμενα στο Κεφάλαιο Θ΄.

3. Επικυρωμένο φωτοαντίγραφο του φακέλου της ΕΔΕ διαβιβάζεται στον Εισαγγελέα του αρμόδιου Στρατιωτικού Δικαστηρίου, για ποινική αξιολόγηση.

4. Ο πρωτότυπος φάκελος της ΕΔΕ τηρείται από την αρχή που την διέταξε για χρονικό διάστημα είκοσι ετών. Όταν απαιτείται η διαβίβαση του φακέλου της ΕΔΕ, αποστέλλεται φωτοαντίγραφο αυτού.

5. Οι ΕΔΕ και το πόρισμα αυτών καταχωρούνται σε ειδικό βιβλίο που τηρείται από την αρχή που τις διέταξε.

Άρθρο 15
Πρόσβαση στα έγγραφα της Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης

1. Κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της έκδοσης διαταγής διενέργειας της ΕΔΕ μέχρι την ενδεχόμενη άσκηση πειθαρχικής δίωξης ή τη θέση της υπόθεσης στο αρχείο, πρόσβαση στα στοιχεία της ΕΔΕ δεν παρέχεται ούτε στον φερόμενο ως υπαίτιο ούτε σε οιονδήποτε τρίτο.

2. Σε περίπτωση που κατ’ ακολουθία της διενεργηθείσας ΕΔΕ ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο αυτής έχει μόνο ο διωκόμενος στρατιωτικός, υπό την προϋπόθεση ότι η ΕΔΕ έχει ολοκληρωθεί και ότι αυτός έχει κληθεί σε απολογία.

3. Σε περίπτωση που το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο κρίνει ότι δεν πρέπει να ασκηθεί πειθαρχική δίωξη κατά των εμπλεκόμενων στρατιωτικών και ο οικείος φάκελος τεθεί στο αρχείο, πρόσβαση στα στοιχεία της ΕΔΕ μπορεί να αποκτήσει ο ενδιαφερόμενος υπό τις προϋποθέσεις και τους περιορισμούς που προβλέπει το άρθρο 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.

Άρθρο 16
Απλή Διοικητική Εξέταση

1. Απλή Διοικητική Εξέταση (ΑΔΕ) διενεργείται όταν πρόκειται για γεγονότα μικρής σημασίας για τα οποία δεν κρίνεται απαραίτητη η διενέργεια ΕΔΕ. Η ΑΔΕ διενεργείται από αξιωματικό ή ανθυπασπιστή.

2. Ο διενεργών την ΑΔΕ ακολουθεί τις βασικές αρχές διενέργειας και υποβολής της ΕΔΕ, πλην όμως δεν λαμβάνονται έγγραφες ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις.

3. Η ΑΔΕ ολοκληρώνεται με τη λήψη έγγραφων ανωμοτί καταθέσεων των προσώπων που εμπλέκονται στην υπό διερεύνηση υπόθεση, τη συγκέντρωση κάθε εγγράφου σχετικού με την υπόθεση και τη σύνταξη του πορίσματος.

4. Εάν από το πόρισμα της ΑΔΕ προκύπτει ότι η υπόθεση χρήζει περαιτέρω διερεύνησης, τότε με ευθύνη αυτού που την διέταξε δύναται να μετατρέπεται σε ΕΔΕ. Στην περίπτωση αυτή, το αντικείμενο διερεύνησης της ΕΔΕ περιλαμβάνει και τα στοιχεία που προέκυψαν από το πόρισμα της ΑΔΕ.

5. Η ΑΔΕ ολοκληρώνεται το αργότερο εντός μηνός από τη λήψη της διαταγής διενέργειάς της. Παράταση της προθεσμίας ολοκλήρωσης της ΑΔΕ χορηγείται σε εξαιρετικές περιπτώσεις από την αρχή που την διέταξε ύστερα από αιτιολογημένη αναφορά του διενεργούντα αυτήν.

6. Οι ΑΔΕ και το πόρισμα αυτών καταχωρούνται σε ειδικό βιβλίο από την αρχή που τις διέταξε.

Κεφάλαιο Δ΄
Πειθαρχικές ποινές αξιωματικών, ανθυπασπιστών, δοκίμων ή επίκουρων εφέδρων αξιωματικών και υπαξιωματικών

Άρθρο 17
Συνήθεις ποινές

1. Οι συνήθεις ποινές που επιβάλλονται στους αξιωματικούς, στους ανθυπασπιστές, στους δοκίμους ή επίκουρους εφέδρους αξιωματικούς και στους υπαξιωματικούς των ΕΔ είναι κατά σειρά βαρύτητας η επίπληξη, ο περιορισμός, η κράτηση και η φυλάκιση.

2. Η επίπληξη επιβάλλεται για ελαφρά πειθαρχικά παραπτώματα που τελούνται από αμέλεια για πρώτη φορά και έχει σκοπό την προειδοποίηση για συμμόρφωση και τον σωφρονισμό του παραβάτη.

3. Ο περιορισμός επιβάλλεται για ελαφρά πειθαρχικά παραπτώματα για τα οποία δεν κρίνεται επαρκής η ποινή της επίπληξης.

4. Η κράτηση επιβάλλεται για βαριά πειθαρχικά παραπτώματα ή για ελαφρά τα οποία επαναλαμβάνονται συχνά.

5. Η φυλάκιση επιβάλλεται για βαρύτερα πειθαρχικά παραπτώματα, για τα οποία δεν κρίνονται επαρκείς ή αποτελεσματικές οι ελαφρύτερες πειθαρχικές ποινές. Οι εν ενεργεία έφεδροι αξιωματικοί που υποπίπτουν στα παραπτώματα της παρ. 1 του άρθρου 19 τιμωρούνται με την ποινή της φυλάκισης.

6. Οι ποινές των παρ. 3 έως 5 επιβάλλονται σε ημέρες.

Άρθρο 18
Καταστατικές ποινές

1. Οι καταστατικές ποινές που επιβάλλονται στους αξιωματικούς, στους ανθυπασπιστές και στους υπαξιωματικούς των ΕΔ είναι η πρόσκαιρη παύση, η προσωρινή απόλυση, η απόταξη και η αποβολή, για τα παραπτώματα που καθορίζονται αντίστοιχα στα άρθρα 19, 20, 22 και 23.

2. Στους δοκίμους ή επίκουρους εφέδρους αξιωματικούς επιβάλλεται η καταστατική ποινή της διαγραφής από την κατηγορία των δοκίμων ή επίκουρων εφέδρων αξιωματικών.

3. Οι καταστατικές ποινές της πρόσκαιρης παύσης και της προσωρινής απόλυσης δεν επιβάλλονται στους μόνιμους εν ενεργεία αξιωματικούς του Σώματος Στρατιωτικών Ιερέων. Σε περίπτωση διάπραξης πειθαρχικού παραπτώματος που επισύρει τις ανωτέρω ποινές, αυτοί τίθενται σε αυτεπάγγελτη αποστρατεία.

Άρθρο 19
Πρόσκαιρη Παύση

1. Η πρόσκαιρη παύση επιβάλλεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας για τα εξής προβλεπόμενα στην περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 8 πειθαρχικά παραπτώματα:

α. Για το παράπτωμα της υποπερ. (5), εάν τελείται κατ΄ επανάληψη.

β. Για το παράπτωμα της υποπερ. (15), εάν αφορά στη διαφύλαξη του απορρήτου.

γ. Για το παράπτωμα της υποπερ. (16).

δ. Για κάθε παράπτωμα της παρ. 1 του άρθρου 8, για το οποίο δεν κρίνονται επαρκείς ή αποτελεσματικές οι συνήθεις ποινές.

2. Η πρόσκαιρη παύση διαρκεί από δύο έως έξι μήνες. Κατά τη διάρκεια της πρόσκαιρης παύσης, ο στρατιωτικός:

α. Δεν εκτελεί υπηρεσία.

β. Δεν διαγράφεται από τη Μονάδα του, στην οποία επανέρχεται μετά τη λήξη της ποινής.

γ. Δεν απομακρύνεται από την έδρα της Μονάδας του,χωρίς την έγκριση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας. δ. Λαμβάνει το 80% των αποδοχών του.

3. Ο χρόνος της πρόσκαιρης παύσης λογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για τη λήψη σύνταξης, ενώ για την υπηρεσιακή εξέλιξη εφαρμόζονται οι διατάξεις των νόμων περί ιεραρχίας και εξέλιξης.

4. Στους αξιωματικούς πολεμικής διαθεσιμότητας που υποπίπτουν στο παράπτωμα της υποπερ. (10) της περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 8, επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης παύσης.

Άρθρο 20
Προσωρινή Απόλυση

1. Η προσωρινή απόλυση επιβάλλεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας για τα εξής προβλεπόμενα στην περ. γ΄ της παρ.1 του άρθρου 8 πειθαρχικά παραπτώματα:

α. Για το παράπτωμα της υποπερ. (10), εάν τελείται κατ’ επανάληψη.

β. Για το παράπτωμα της υποπερ. (11), εάν διαπιστώνεται απώλεια οπλισμού ή πυρομαχικών.

γ. Για το παράπτωμα της υποπερ. (15), εάν αφορά στη διαφύλαξη του απορρήτου και επιφέρει βλάβη της Υπηρεσίας.

δ. Για το παράπτωμα της υποπερ. (16), εάν προκαλείται κίνδυνος για την ασφάλεια του προσωπικού ή του υλικού.

ε. Για το παράπτωμα της υποπερ. (17). στ. Για κάθε παράπτωμα της παρ. 1 του άρθρου 8, για

το οποίο δεν κρίνεται επαρκής ή αποτελεσματική η ποινή της πρόσκαιρης παύσης.

2. Η προσωρινή απόλυση διαρκεί από τέσσερις έως δώδεκα μήνες. Κατά τη διάρκεια της προσωρινής απόλυσης, ο στρατιωτικός:

α. Δεν εκτελεί υπηρεσία.

β. Διαγράφεται από τη δύναμη της Μονάδας και εγγράφεται στη δύναμη της αρμόδιας Διεύθυνσης του οικείου Γενικού Επιτελείου, στην οποία παρουσιάζεται μετά τη λήξη της ποινής.

γ. Δύναται να εκτίσει την ποινή σε τόπο της επιλογής του, ύστερα από έγκριση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας και δεν δικαιούται οδοιπορικά έξοδα.

δ. Δεν μπορεί να φέρει στρατιωτική στολή, χωρίς άδεια του Αρχηγού ΓΕΕΘΑ.

ε. Λαμβάνει το 70% των αποδοχών του.

3. Ο χρόνος της προσωρινής απόλυσης δεν λογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για τη λήψη σύνταξης, ενώ για την υπηρεσιακή εξέλιξη εφαρμόζονται οι διατάξεις των νόμων περί ιεραρχίας και εξέλιξης.

4. Οι στρατιωτικοί στους οποίους επιβάλλεται η ποινή της προσωρινής απόλυσης, υποβιβάζονται από τη σειρά αρχαιότητάς τους κατά 1% για κάθε μήνα της ποινής, επί του αριθμού των κατά την ημερομηνία επιβολής της ποινής υπηρετούντων ομοιόβαθμών τους, ως εξής:

α. Για τα στελέχη των Όπλων του ΣΞ, επί του συνολικού αριθμού των ομοιόβαθμών τους, όλων των Όπλων.

β. Για τους Μαχίμους του ΠΝ και τους Ιπτάμενους της ΠΑ, επί του αριθμού των ομοιόβαθμών τους Μαχίμων ή Ιπταμένων, αντίστοιχα.

γ. Για τα στελέχη των Σωμάτων, επί του αριθμού των ομοιόβαθμων του ίδιου Σώματος ή Γενικής Ειδικότητας Σώματος.

δ. Εάν το αποτέλεσμα του ως άνω υπολογισμού δεν είναι ακέραιος αριθμός, για την απώλεια αρχαιότητας λαμβάνεται υπόψη ο αμέσως νεότερος ακέραιος.

ε. Εάν ο αριθμός των νεότερων ομοιόβαθμων δεν επαρκεί προς συμπλήρωση του ως άνω υπολογισθέντος ποσού απώλειας αρχαιότητας, αυτό συμπληρώνεται με αξιωματικούς κατώτερου βαθμού.

5. Η παρ. 4 δεν τυγχάνει εφαρμογής, εάν δεν υπηρετεί άλλος ομοιόβαθμος.

6. Στους αξιωματικούς πολεμικής διαθεσιμότητας που υποπίπτουν στο παράπτωμα της περ. α΄ της παρ. 1, επιβάλλεται η ποινή της προσωρινής απόλυσης.

Άρθρο 21
Ειδικές διατάξεις για τις ποινές της πρόσκαιρης παύσης και της προσωρινής απόλυσης

1. Οι ποινές της πρόσκαιρης παύσης και της προσωρινής απόλυσης είναι ανεπίδεκτες άρσης ή μετατροπής.

2. Στρατιωτικός στον οποίο επιβλήθηκε η ποινή της πρόσκαιρης παύσης ή της προσωρινής απόλυσης και υποπίπτει κατά τη διάρκεια έκτισης της ποινής σε νέο παράπτωμα, για το οποίο προβλέπεται η επιβολή των ανωτέρω ποινών, εκτίει τη νέα ποινή μετά από τη λήξη της αρχικά επιβληθείσας.

3. Σε καιρό επιστράτευσης ή πολέμου, είναι δυνατή, με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, η απαλλαγή όσων εκτίουν ποινή πρόσκαιρης παύσης ή προσωρινής απόλυσης από την έκτιση του υπολοίπου των ποινών αυτών. Σε αυτήν την περίπτωση, αίρονται όλες οι συνέπειες που επιφέρει η επιβολή τους, εκτός από αυτές που προβλέπονται στις παρ. 3 και 4 του άρθρου 20.

Άρθρο 22
Απόταξη

1. Η απόταξη επιβάλλεται με προεδρικό διάταγμα για τα εξής προβλεπόμενα στην περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 8 πειθαρχικά παραπτώματα:

α. Για το παράπτωμα της υποπερ. (10), εάν συνιστά βαριά απρέπεια, έστω κι αν τελέστηκε μία φορά.

β. Για τα παραπτώματα των υποπερ. (18), (19), (20). γ. Για κάθε παράπτωμα της παρ. 1 του άρθρου 8 με το οποίο πλήττεται βαριά η στρατιωτική τιμή και η πειθαρχία και για το οποίο δεν κρίνονται επαρκείς ή αποτελεσματικές οι ποινές της πρόσκαιρης παύσης και της προσωρινής απόλυσης.

2. Η απόταξη επιφέρει τη στέρηση του βαθμού του στρατιωτικού, ο οποίος από την επόμενη της δημοσίευσης του σχετικού προεδρικού διατάγματος, διαγράφεται από τη Μονάδα του.

3. Για τη λήψη σύνταξης των αποτασσόμενων εφαρμόζονται οι οικείες διατάξεις.

Άρθρο 23
Αποβολή

1. Η αποβολή επιβάλλεται με προεδρικό διάταγμα: α. Στους μόνιμους εξ εφεδρείας αξιωματικούς, που υποπίπτουν σε παράπτωμα που επιφέρει την ποινή της απόταξης.

β. Στους έφεδρους εν ενεργεία ή εξ εφεδρείας ή εξ απονομής αξιωματικούς, που υποπίπτουν σε παράπτωμα που επιφέρει την ποινή της προσωρινής απόλυσης ή της απόταξης.

γ. Στους εν εφεδρεία αξιωματικούς, που υποπίπτουν στο παράπτωμα της υποπερ. (18) της περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 8.

2. Οι εν εφεδρεία αξιωματικοί διαγράφονται από την εφεδρεία από την ημερομηνία δημοσίευσης του σχετικού προεδρικού διατάγματος.

3. Η αποβολή επιφέρει την έκπτωση του βαθμού. Οι εν ενεργεία έφεδροι αξιωματικοί μεταφέρονται στον βαθμό του Στρατιώτη, Ναύτη ή Σμηνίτη και υπηρετούν το υπόλοιπο της θητείας τους.

Κεφάλαιο Ε΄
Πειθαρχική διαδικασία και ποινές οπλιτών θητείας ΟΒΑ

Άρθρο 24
Συνήθεις ποινές

1. Οι συνήθεις ποινές που επιβάλλονται στους οπλίτες θητείας ΟΒΑ είναι κατά σειρά βαρύτητας η στέρηση εξόδου, η κράτηση και η φυλάκιση. Οι ποινές αυτές επιβάλλονται σε ημέρες.

2. Οι οπλίτες θητείας ΟΒΑ στους οποίους επιβάλλεται συνήθης ποινή, δεν λαμβάνουν έξοδο κατά τη διάρκεια ισχύος της ποινής.

3. Η στέρηση εξόδου επιβάλλεται για το πειθαρχικό παράπτωμα της υποπερ. (9) της περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 8 . Η ποινή της στέρησης εξόδου εκτίεται με την παραμονή του τιμωρούμενου εντός της Υπηρεσίας κατά την ημέρα ή τις ημέρες εξόδου.

4. Η κράτηση επιβάλλεται για βαριά πειθαρχικά παραπτώματα ή για ελαφρά τα οποία επαναλαμβάνονται συχνά.

5. Η φυλάκιση επιβάλλεται για βαρύτερα πειθαρχικά παραπτώματα, για τα οποία δεν κρίνονται επαρκείς ή αποτελεσματικές οι ηπιότερες πειθαρχικές ποινές. Ιδίως επιβάλλεται για την τιμωρία βαρέων παραπτωμάτων κατά της πειθαρχίας ή ελαφρών, που όμως τελούνται σε κατάσταση μέθης ή επανειλημμένα ή κατά τη διάρκεια ένοπλης υπηρεσίας.

Άρθρο 25
Έναρξη και λήξη ποινών

1. Οι ποινές του άρθρου 24 αρχίζουν από την επιβολή τους και λήγουν με την έκτιση του συνόλου των ημερών της ποινής. Όταν οι ποινές επιβάλλονται από προϊστάμενα της Μονάδας του οπλίτη κλιμάκια, αρχίζουν από την κοινοποίησή τους στον οπλίτη και λήγουν την ημέρα που συμπληρώνεται ο αριθμός των ημερών της ποινής.

2. Κάθε νέα ποινή, ίδιας ή μικρότερης βαρύτητας από αυτήν που εκτίεται, προστίθεται σε αυτήν και εκτίεται αμέσως μετά την έκτιση της ποινής που εκτίεται.

Κάθε νέα ποινή, βαρύτερη από αυτήν που εκτίεται, αρχίζει από την επιβολή της και λήγει όταν συμπληρωθεί ο αριθμός των ημερών της, οπότε συνεχίζεται αυτή που διακόπηκε.

Άρθρο 26
Διακοπή έκτισης ποινής

1. Διακοπή έκτισης ποινής δεν επιτρέπεται, εκτός εάν συντρέχουν λόγοι υγείας ή άλλοι σοβαροί λόγοι που πιστοποιούνται με επίσημα έγγραφα.

2. Στην περίπτωση που συντρέχουν λόγοι υγείας, που πιστοποιούνται με σχετική ιατρική γνωμάτευση, δικαίωμα διακοπής έκτισης της ποινής έχει ο Διοικητής της Μονάδας του τιμωρημένου. Για τους λοιπούς σοβαρούς λόγους, δικαίωμα διακοπής έκτισης της ποινής έχει ο Διοικητής της Μονάδας του τιμωρημένου, εφόσον η ποινή επιβλήθηκε από αυτόν ή από υφιστάμενο σε αυτόν επίπεδο Διοίκησης. Εάν η ποινή έχει επιβληθεί από προϊστάμενο επίπεδο Διοίκησης, τα σχετικά δικαιολογητικά υποβάλλονται στον Διοικητή της προϊστάμενης αρχής, προκειμένου να λάβει τη σχετική απόφαση.

3. Ο χρόνος νοσηλείας των οπλιτών θητείας και των ΟΒΑ που εκτίουν ποινή δεν υπολογίζεται ως χρόνος έκτισης της ποινής.

4. Το υπόλοιπο της ποινής που διακόπτεται, εκτίεται αμέσως μόλις εκλείψουν οι λόγοι που επέβαλαν τη διακοπή.

Άρθρο 27
Επιβολή πειθαρχικής ποινής εκτός της έδρας της Μονάδας
Για τους οπλίτες θητείας ΟΒΑ που ευρίσκονται μακριά από την έδρα της Μονάδας τους λόγω άδειας ή εκτέλεσης υπηρεσίας και οι οποίοι τιμωρούνται από τους κατά τόπους Ανώτερους Διοικητές Φρουράς ή Φρούραρχους, εφαρμόζονται τα παρακάτω:

α. Όσοι τιμωρούνται με στέρηση εξόδου ή κράτηση, εκτίουν την ποινή τους μετά την επιστροφή στη Μονάδα τους.

β. Όσοι τιμωρούνται με φυλάκιση ενώ τελούν σε κανονική άδεια, εκτίουν την ποινή τους μετά την επιστροφή στη Μονάδα τους. Εάν το παράπτωμα είναι πολύ σοβαρό, είναι δυνατόν, κατόπιν διαταγής του Ανώτερου Διοικητή Φρουράς ή του Φρουράρχου, να διακοπεί η άδειά τους και να επιστρέψουν στη Μονάδα τους για έκτιση της ποινής.

γ. Σε αυτούς που επιστρέφουν στη Μονάδα τους σύμφωνα με την περ. β΄, ο Ανώτερος Διοικητής Φρουράς ή ο Φρούραρχος σημειώνει στο φύλλο της άδειας ή στο φύλλο πορείας την απόφαση επιβολής ποινής. Αυτοί οφείλουν να αναχωρήσουν αμελλητί και να παρουσιαστούν μέσα σε δύο ημέρες στη Μονάδα τους.

δ. Όσοι τιμωρούνται με φυλάκιση ενώ τελούν σε αναρρωτική άδεια ή ευρίσκονται προσωρινά στη Φρουρά για εκτέλεση υπηρεσίας, εκτίουν την ποινή τους μετά την επιστροφή στη Μονάδα τους.

ε. Όσοι τιμωρούνται με φυλάκιση ενώ τελούν σε αναρρωτική άδεια, είναι δυνατόν, αν το παράπτωμα είναι πολύ σοβαρό και απαιτείται άμεσος περιορισμός του παραβάτη, να εισαχθούν με διαταγή του Ανώτερου Διοικητή Φρουράς ή του Φρουράρχου, στο πλησιέστερο στρατιωτικό νοσοκομείο για έκτιση της ποινής.

Άρθρο 28
Καταστατικές ποινές

1. Οι καταστατικές ποινές που επιβάλλονται στους οπλίτες θητείας ΟΒΑ είναι ο υποβιβασμός και η έκπτωση.

2. Υποβιβασμός στον αμέσως κατώτερο βαθμό επιβάλλεται μετά από γνωμοδότηση του οικείου Πειθαρχικού Συμβουλίου στους οπλίτες θητείας ΟΒΑ που φέρουν βαθμό υπαξιωματικού για τους παρακάτω λόγους :

α. Για βαρύτερα πειθαρχικά παραπτώματα ή για επανειλημμένα βαριά παραπτώματα.

β. Για κάθε πειθαρχικό παράπτωμα, για το οποίο δεν κρίνονται επαρκείς ή αποτελεσματικές οι συνήθεις ποινές.

3. Έκπτωση είναι η στέρηση του βαθμού του υπαξιωματικού που φέρει οπλίτης θητείας ΟΒΑ και η μεταφορά του στην τάξη του Στρατιώτη, Ναύτη ή Σμηνίτη, κατά περίπτωση. Η έκπτωση επιβάλλεται μετά από γνωμοδότηση του οικείου Πειθαρχικού Συμβουλίου για τους παρακάτω λόγους:

α. Για επαναλαμβανόμενα βαρύτερα πειθαρχικά παραπτώματα.

β. Για το παράπτωμα της υποπερ. (7) της περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 8.

γ. Για τo παράπτωμα της υποπερ. (10) της περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 8, εάν κλονίζεται η πειθαρχία και το γόητρο των ΕΔ.

δ. Για τα παραπτώματα των υποπερ. (18) και (19) της περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 8.

ε. Για κάθε πειθαρχικό παράπτωμα, για το οποίο δεν κρίνεται επαρκής ή αποτελεσματική η ποινή του υποβιβασμού.

4. Στους ΟΒΑ επιβάλλεται η καταστατική ποινή της απόλυσης για τα παραπτώματα της προηγούμενης παραγράφου, κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στα επόμενα άρθρα.

Άρθρο 29
Πειθαρχικά Συμβούλια

1. Στα Γενικά Επιτελεία των Κλάδων των ΕΔ, στις Μεγάλες Διοικήσεις, στους Σχηματισμούς, στο Αρχηγείο Τακτικής Αεροπορίας και στις Αεροπορικές Διοικήσεις, συγκροτούνται κατά τον μήνα Μάιο εκάστου έτους Πρωτοβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια οπλιτών θητείας ΟΒΑ και Δευτεροβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια οπλιτών θητείας ΟΒΑ, αποτελούμενα από τρεις εν ενεργεία αξιωματικούς, από τους οποίους οι δύο τουλάχιστον πρέπει να είναι ανώτεροι.

2. Τα Πειθαρχικά Συμβούλια οπλιτών θητείας ΟΒΑ είναι αρμόδια για τη διατύπωση γνώμης σχετικά με την επιβολή καταστατικών ποινών.

3. Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζεται ο αρχαιότερος αξιωματικός εκ των μελών του. Σε περίπτωση απουσίας ή νόμιμου κωλύματός του, χρέη Προέδρου εκτελεί ο αναπληρωτής του ή ο αρχαιότερος αξιωματικός εκ των υπολοίπων μελών. Αντικατάσταση του Προέδρου ή των μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου από τον ασκούντα την πειθαρχική δίωξη γίνεται μόνο αιτιολογημένα και στην περίπτωση που επιβάλλεται για λόγο αναγόμενο στην άσκηση των καθηκόντων του. Ως εισηγητής με δικαίωμα ψήφου ορίζεται το νεότερο μέλος, το οποίο ασκεί παράλληλα και τα καθήκοντα του γραμματέα.

4. Για την αναπλήρωση των τακτικών μελών σε περίπτωση απουσίας ή νόμιμου κωλύματος, ορίζονται ισάριθμα αναπληρωματικά μέλη.

5. Για τη συμμετοχή των μελών στα Πειθαρχικά Συμβούλια οπλιτών θητείας ΟΒΑ εφαρμόζονται αναλόγως τα οριζόμενα στο άρθρο 42 του ν. 3883/2010.

Άρθρο 30
Διαδικασία παραπομπής

1. Κάθε στρατιωτικός προϊστάμενος, ο οποίος θεωρεί ότι οπλίτης θητείας ή ΟΒΑ που υπηρετεί υπό τις διαταγές του, διέπραξε παράπτωμα το οποίο μπορεί να επιφέρει την επιβολή καταστατικής ποινής, υποβάλλει στη Μονάδα του σχετική έκθεση, στην οποία αναφέρει με λεπτομέρειες τους λόγους που συνηγορούν για αυτήν την πρόταση, επισυνάπτοντας Αντίγραφο Φύλλου Μητρώου του οπλίτη καθώς και οποιοδήποτε άλλο υποστηρικτικό στοιχείο (δικογραφίες, έγγραφα αρχών ασφαλείας, αναφορές Υπομονάδας κλπ).

2. Με τη λήψη της έκθεσης και των συνοδευτικών της εγγράφων, ο Διοικητής της Μονάδας και ο προϊστάμενος κάθε ενδιάμεσου κλιμακίου διατυπώνει γνώμη επί της πρότασης και υποβάλλει ιεραρχικά το σύνολο των σχετικών εγγράφων στο προϊστάμενο κλιμάκιο της παρ. 1 του άρθρου 29. Ο Διοικητής του κλιμακίου αυτού, εάν κρίνει ότι τα περιστατικά δεν δικαιολογούν την επιβολή καταστατικής ποινής, επιστρέφει τη σχετική αλληλογραφία και τιμωρεί τον οπλίτη θητείας και τον ΟΒΑ με συνήθη ποινή, ενώ αν κρίνει τα περιστατικά επαρκή, διατάσσει την παραπομπή του στο Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο οπλιτών θητείας ΟΒΑ. Στην περίπτωση αυτή, εφαρμόζονται αναλόγως τα οριζόμενα στην παρ. 4 του άρθρου 43 του ν. 3883/2010.

3. Η διαταγή παραπομπής σε Πειθαρχικό Συμβούλιο ανακαλείται μόνον εφόσον προέκυψαν εν τω μεταξύ σοβαρές ενδείξεις απαλλαγής του εγκαλουμένου ή εξάλειψης των λόγων επιβολής καταστατικής ποινής.

4. Παραπομπή σε Πειθαρχικό Συμβούλιο είναι δυνατή και σε περίπτωση που έχει ήδη επιβληθεί συνήθης ποινή και κλιμάκιο Διοίκησης, οποιουδήποτε ανώτερου βαθμού, κρίνει αναγκαία την παραπομπή στο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Στην περίπτωση αυτή, προηγείται άρση της επιβληθείσας ποινής με ρητή επιφύλαξη επανεπιβολής της σε περίπτωση μη επιβολής καταστατικής ποινής.

Άρθρο 31
Προσφυγή

1. Προσφυγή κατά της γνωμοδότησης του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου οπλιτών θητείας ΟΒΑ μπορούν να ασκήσουν ο εγκαλούμενος με ιεραρχική αναφορά του και ο ασκών την πειθαρχική δίωξη απευθείας προς τον Πρόεδρο του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου οπλιτών θητείας ΟΒΑ. Στην περίπτωση αυτή, εφαρμόζονται αναλόγως τα οριζόμενα στο άρθρο 51 του ν. 3883/2010.

2. Με την άσκηση της προσφυγής, η υπόθεση παραπέμπεται στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο οπλιτών θητείας ΟΒΑ, το οποίο ενεργεί κατά τη διαδικασία του Πρωτοβάθμιου Συμβουλίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 44 έως 50 του ν. 3883/2010, τα οποία εφαρμόζονται αναλόγως.

Άρθρο 32
Σύγκληση συνεδρίαση λειτουργία γνωμοδότηση Πειθαρχικών Συμβουλίων
Για τη σύγκληση, τη συνεδρίαση, τις αιτήσεις εξαίρεσης, τη διεξαγωγή των συνεδριάσεων και τις επιμέρους διαδικασίες ενώπιον των Πειθαρχικών Συμβουλίων οπλιτών θητείας ΟΒΑ, εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 44 έως 50 του ν. 3883/2010.

Κεφάλαιο ΣΤ΄
Πειθαρχική αρμοδιότητα

Άρθρο 33
Πειθαρχική αρμοδιότητα Υπουργού Εθνικής Άμυνας
Αρμόδιος κατ’ αρχήν για την επιβολή, επαύξηση, μείωση και άρση πειθαρχικών ποινών είναι, σύμφωνα με την παρ. 13 του άρθρου 40 του ν. 3883/2010, ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας. Η πειθαρχική αρμοδιότητα του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να μεταβιβάζεται σε υφιστάμενα κλιμάκια Διοίκησης.

Άρθρο 34
Πειθαρχική αρμοδιότητα Αρχηγού Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας
Ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ έχει πειθαρχική αρμοδιότητα Αρχηγού Κλάδου για όλο το στρατιωτικό προσωπικό των ΕΔ.

Άρθρο 35
Πειθαρχική αρμοδιότητα Ανώτερου Διοικητή Φρουράς Φρουράρχου

1. Οι Ανώτεροι Διοικητές Φρουράς και οι Φρούραρχοι, εάν έχουν ανατεθεί στους τελευταίους καθήκοντα τάξης και πειθαρχίας, έχουν πειθαρχική αρμοδιότητα σε όλους τους κατωτέρους τους που υπηρετούν στη Φρουρά ή διέρχονται από αυτή, σε οποιονδήποτε Κλάδο κι αν ανήκουν. Η αρμοδιότητα αυτή εκτείνεται σε όλα τα ζητήματα που έχουν σχέση με την πειθαρχία, την τάξη, την εμφάνιση και τη συμπεριφορά, οι δε επιβαλλόμενες ποινές κοινοποιούνται τόσο στους Διοικητές των παραβατών, όσο και στα προϊστάμενα αυτών κλιμάκια.

2. Η πειθαρχική αρμοδιότητα των Ανώτερων Διοικητών Φρουράς και των Φρουράρχων καθορίζεται ως εξής:

α. Εάν φέρουν βαθμό ανώτατου αξιωματικού, οι μεν Αντιστράτηγοι και αντίστοιχοι των άλλων Κλάδων των ΕΔ έχουν πειθαρχική αρμοδιότητα ίση με αυτή του Διοικητή Σώματος Στρατού για τον ΣΞ, Μεγάλης Διοίκησης για το ΠΝ και Αεροπορικής Διοίκησης για την ΠΑ, oι δε Υποστράτηγοι και Ταξίαρχοι και αντίστοιχοι των άλλων Κλάδων, ίση με αυτή του Διοικητή Μεραρχίας-Ταξιαρχίας για τον ΣΞ ή Διοίκησης Ομάδος Πλοίων Ναυτικής Διοίκησης για το ΠΝ ή Πτέρυγας για την ΠΑ.

β. Εάν φέρουν βαθμό ανώτερου ή κατώτερου αξιωματικού, έχουν πειθαρχική αρμοδιότητα ίση με αυτή του Διοικητή Μονάδας (ανώτερος αξιωματικός) για τον ΣΞ ή Κυβερνήτη Πλοίου Διοικητή Ναυτικού Σταθμού (ανώτερος αξιωματικός) για το ΠΝ ή Διοικητή αυτοτελούς Μοίρας για την ΠΑ.

Άρθρο 36
Πειθαρχική αρμοδιότητα Στρατοπεδαρχών

1. Όταν στο ίδιο στρατόπεδο εδρεύουν περισσότερες από μία ανεξάρτητες Μονάδες Υπηρεσίες, ο Στρατοπεδάρχης έχει πειθαρχική αρμοδιότητα επί του συνόλου του στρατιωτικού προσωπικού των Μονάδων Υπηρεσιών σε οποιονδήποτε Κλάδο αυτό ανήκει, μόνο για ζητήματα που σχετίζονται με την τάξη, την ασφάλεια και τη γενική λειτουργία του στρατοπέδου και όχι για θέματα που σχετίζονται με την εσωτερική λειτουργία των Μονάδων Υπηρεσιών.

2. Η παρ. 2 του άρθρου 35 εφαρμόζεται αναλόγως.

Άρθρο 37
Πειθαρχική αρμοδιότητα Διοικητών

1. Για παραπτώματα που τελούνται κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών του καθηκόντων, κάθε στρατιωτικός τιμωρείται κατ’ αρχήν μόνο από τον προϊστάμενό του Διοικητή.

2. Η πειθαρχική αρμοδιότητα που έχουν οι Διοικητές επί των υφισταμένων τους στρατιωτικών είναι ανάλογη του κλιμακίου στο οποίο ασκούν διοίκηση, σύμφωνα με τα άρθρα 42 και 43. Στρατιωτικός που είναι αποσπασμένος ή διατεθειμένος σε άλλη Μονάδα από αυτή που ανήκει οργανικά, υπάγεται στην πειθαρχική αρμοδιότητα του Διοικητή της Μονάδας στην οποία έχει αποσπασθεί ή διατεθεί.

3. Εάν ο Διοικητής κρίνει ότι η πειθαρχική του αρμοδιότητα δεν είναι αρκετή για την τιμωρία του πειθαρχικού παραπτώματος στο οποίο υπέπεσε υφιστάμενός του, αναφέρει το παράπτωμα στο άμεσα προϊστάμενό του κλιμάκιο Διοίκησης και ζητά την τιμωρία του παραβάτη, χωρίς να προβεί στον πειθαρχικό του έλεγχο.

Άρθρο 38
Πειθαρχική αρμοδιότητα Υποδιοικητών Υπάρχων

1. Η πειθαρχική αρμοδιότητα που παρέχεται στους Υποδιοικητές κλιμακίων Διοίκησης του ΣΞ, ασκείται σε όλους τους κατωτέρους τους στρατιωτικούς που ανήκουν στη δύναμη του κλιμακίου, του οποίου είναι Υποδιοικητές. Η πειθαρχική τους αρμοδιότητα καθορίζεται ως εξής:

α. Οι Υποδιοικητές Στρατιάς, Σώματος Στρατού, Μεραρχιών και Ταξιαρχιών έχουν πειθαρχική αρμοδιότητα ίση με αυτή του Διοικητή Συγκροτήματος Τακτικής Διοίκησης Ανεξάρτητης Νήσου.

β. Οι Υποδιοικητές Συγκροτημάτων, Τακτικών Διοικήσεων και Ανεξάρτητων Νήσων έχουν πειθαρχική αρμοδιότητα ίση με αυτή του Διοικητή Μονάδας (ανώτερος αξιωματικός), όταν είναι ανώτεροι αξιωματικοί.

γ. Οι Υποδιοικητές Μονάδων έχουν πειθαρχική αρμοδιότητα ίση με αυτή του Διοικητή Υπομονάδας.

δ. Οι Υποδιοικητές Υπομονάδων έχουν πειθαρχική αρμοδιότητα ίση με αυτή του Διοικητή Διμοιρίας.

2. Οι Ύπαρχοι Πολεμικών Πλοίων έχουν πειθαρχική αρμοδιότητα μικρότερη ή ίση με αυτή του Κυβερνήτη, εφόσον τους έχει παραχωρηθεί εγγράφως τέτοιο δικαίωμα από αυτόν.

3. Η πειθαρχική αρμοδιότητα που παρέχεται στους Υποδιοικητές κλιμακίων Διοίκησης της ΠΑ, ασκείται σε όλους τους κατωτέρους τους στρατιωτικούς που υπηρετούν στα οργανικά τμήματα που υπάγονται απευθείας σε αυτούς. Η πειθαρχική αρμοδιότητα είναι ίση με αυτή του Διοικητή του αμέσως κατώτερου επιπέδου διοίκησης, σύμφωνα με τα άρθρα 42 και 43.

Άρθρο 39
Πειθαρχική αρμοδιότητα Διοικητών Αποσπασμάτων Κλιμακίων και Τακτικών Συγκροτημάτων
Οι Διοικητές αποσπασμάτων κλιμακίων ή τακτικών συγκροτημάτων που επιχειρούν εκτός της έδρας τους, προΐστανται των υφισταμένων τους στρατιωτικών σε οποιονδήποτε Κλάδο κι αν ανήκουν και έχουν πειθαρχική αρμοδιότητα ίση με αυτή του Διοικητή Μονάδας ή Συγκροτήματος Τακτικής Διοίκησης Ανεξάρτητης Νήσου του ΣΞ και αντιστοίχων των άλλων Κλάδων των ΕΔ.

Άρθρο 40
Πειθαρχική αρμοδιότητα Οργάνων Υπηρεσίας
Σε περίπτωση τέλεσης παραπτώματος από στρατιωτικό κατά τις μη εργάσιμες ημέρες και ώρες, αυτό καταγράφεται από τα Όργανα Υπηρεσίας στην αναφορά που συμπληρώνουν με το πέρας της υπηρεσίας τους, προκειμένου ο Διοικητής ή ο Στρατοπεδάρχης να κινήσει τη διαδικασία πειθαρχικού ελέγχου του παραβάτη. Κατ’ εξαίρεση, ο Επόπτης Ασφαλείας Στρατοπέδου μπορεί να επιβάλει στέρηση εξόδου σε οπλίτη θητείας, εάν κατά την επιθεώρηση εξόδου διαπιστώσει αντικανονικότητα σχετικά με την εμφάνιση. Η ποινή αναγράφεται στην προβλεπόμενη αναφορά που συντάσσει με το πέρας της υπηρεσίας του.

Άρθρο 41
Πειθαρχική αρμοδιότητα σε διακλαδικές υπηρεσιακές δομές
Στις διακλαδικές υπηρεσιακές δομές η πειθαρχική αρμοδιότητα ασκείται από τους έχοντες αυτήν επί του υφιστάμενου στρατιωτικού προσωπικού σε οποιονδήποτε Κλάδο και αν ανήκει.

Άρθρο 42
Πειθαρχική αρμοδιότητα επί αξιωματικών, ανθυπασπιστών, δοκίμων ή επίκουρων εφέδρων αξιωματικών και υπαξιωματικών
1. Η επίπληξη επιβάλλεται από όλους όσοι έχουν πειθαρχική αρμοδιότητα βάσει του παρόντος.

2. Η πειθαρχική αρμοδιότητα των Διοικητών των διαφόρων επιπέδων Διοίκησης προς τους υφισταμένους τους αξιωματικούς, ανθυπασπιστές, δοκίμους ή επίκουρους εφέδρους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς, καθορίζεται ως ακολούθως:

α/α Κλιμάκιο Διοίκησης Περιορισμός Κράτηση Φυλάκιση 1 Υπουργός Εθνικής Άμυνας 60 60 2 Α/ΓΕΕΘΑ 60 50 3 Α/ΓΕΣ Α/ΓΕΝ Α/ΓΕΑ 60 50 4 Διοικητής Στρατιάς Αρχηγός Στόλου Αρχηγός ΑΤΑ 60 50 40 5 Διοικητής Σώματος Στρατού Διοικητής Μεγάλης

Διοίκησης Διοικητής

Αεροπορικής Διοίκησης 50 40 30

6 Διοικητής Μεραρχίας ή Ταξιαρχίας

Διοικητής Διοίκησης Ομάδος Πλοίων

ή Ναυτικής Διοίκησης

Διοικητής Πτέρυγας 40 30 20

7 Διοικητής Συγκροτήματος, Τακτικής Διοίκησης, Ανεξάρτητης Νήσου

Διοικητής Μοίρας Πλοίων

Διοικητής Σμηναρχίας 30 20 10

8 Διοικητής Μονάδας (ανώτερος αξιωματικός)

Κυβερνήτης ΠλοίουΔιοικητής Ναυτικού Σταθμού (ανώτερος

αξιωματικός)

Διοικητής αυτοτελούς Μοίρας

25 15 8

9 Διοικητής Μονάδας (κατώτερος αξιωματικός)

Διοικητής Ναυτικού Σταθμού (κατώτερος

αξιωματικός)

Διοικητής εντεταγμένης Μοίρας

20 10 4

10 Διοικητής Ανεξάρτητης Υπομονάδας

(ανώτερος αξιωματικός)

10 5 4

11 Διοικητής Ανεξάρτητης Υπομονάδας

(κατώτερος αξιωματικός)

8 4 2

12 Διοικητής Υπομονάδας Διοικητής Ναυτικού Παρατηρητηρίου

Διοικητής Σμήνους 6 4 13 Διοικητής Διμοιρίας Ουλαμού

4 3. Την ως άνω αρμοδιότητα έχουν και οι Διοικητές ισότιμων με τα αναφερόμενα στην παρ. 2 κλιμακίων Διοίκησης. Η ισοτιμία καθορίζεται από τις ιδρυτικές διατάξεις, τους ισχύοντες Πίνακες Οργάνωσης και Υλικού, τις διαταγές συγκρότησης ή τους Κανονισμούς Οργάνωσης και Λειτουργίας.

4. Οι αξιωματικοί που υπηρετούν σε Γενικά Επιτελεία και Επιτελεία Αρχηγείων, Μεγάλων Διοικήσεων, Σχηματισμών, Διοικήσεων Ομάδων Πλοίων, Αεροπορικών Διοικήσεων και Συγκροτημάτων έχουν πειθαρχική αρμοδιότητα ως εξής:

α. Οι Αντιστράτηγοι και αντίστοιχοι των άλλων Κλάδων, ίση με αυτή του Διοικητή Σώματος Στρατού, Μεγάλης Διοίκησης και Αεροπορικής Διοίκησης αντίστοιχα, εκτός του Υπαρχηγού ΓΕΕΘΑ, ο οποίος έχει πειθαρχική αρμοδιότητα ίση με αυτή του Διοικητή Στρατιάς, Αρχηγού Στόλου και Αρχηγού ΑΤΑ, αντίστοιχα.

β. Οι Υποστράτηγοι και αντίστοιχοι των άλλων Κλάδων, ίση με αυτή του Διοικητή Μεραρχίας-Ταξιαρχίας, Διοίκησης Ομάδος Πλοίων Ναυτικής Διοίκησης και Πτέρυγας, αντίστοιχα, εκτός των Υπαρχηγών Γενικών Επιτελείων των Κλάδων, οι οποίοι έχουν πειθαρχική αρμοδιότητα ίση με αυτή του Διοικητή Σώματος Στρατού, Μεγάλης Διοίκησης και Αεροπορικής Διοίκησης, αντίστοιχα.

γ. Οι Ταξίαρχοι και αντίστοιχοι των άλλων Κλάδων, ίση με αυτή του Διοικητή Συγκροτήματος Τακτικής Διοίκησης Ανεξάρτητης Νήσου, Μοίρας Πλοίων και Σμηναρχίας, αντίστοιχα.

δ. Οι ανώτεροι αξιωματικοί βαθμού Συνταγματάρχη και αντιστοίχων των άλλων Κλάδων, εάν έχουν δικαίωμα αξιολόγησης προσωπικού, για το υφιστάμενο σε αυτούς προσωπικό ίση με αυτή του Διοικητή Μονάδας (ανώτερος αξιωματικός), Κυβερνήτη Πλοίου (ανώτερος αξιωματικός) Διοικητή Ναυτικού Σταθμού (ανώτερος αξιωματικός) και Διοικητή αυτοτελούς Μοίρας, αντίστοιχα.

ε. Οι ανώτεροι αξιωματικοί πλην Συνταγματαρχών και αντιστοίχων των άλλων Κλάδων, εάν έχουν δικαίωμα αξιολόγησης προσωπικού, για το υφιστάμενο σε αυτούς προσωπικό ίση με αυτή του Διοικητή Μονάδας (κατώτερος αξιωματικός), Κυβερνήτη Πλοίου (κατώτερος αξιωματικός) Διοικητή Ναυτικού Σταθμού (κατώτερος αξιωματικός) και Διοικητή εντεταγμένης Μοίρας, αντίστοιχα.

5. Η πειθαρχική αρμοδιότητα ασκείται από τους έχοντες αυτή σε όλους τους υφισταμένους τους αξιωματικούς, ανθυπασπιστές, δοκίμους ή επίκουρους εφέδρους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς.

Άρθρο 43
Πειθαρχική αρμοδιότητα επί οπλιτών θητείας ΟΒΑ
1. Η πειθαρχική αρμοδιότητα των Διοικητών των διαφόρων επιπέδων διοίκησης προς τους υφισταμένους τους οπλίτες θητείας και ΟΒΑ καθορίζεται ως ακολούθως:

α/α Κλιμάκιο Διοίκησης Στέρηση εξόδου Κράτηση Φυλάκιση

1 Υπουργός Εθνικής Άμυνας 60 60 2 Α/ΓΕΕΘΑ 60 50 3 Α/ΓΕΣ Α/ΓΕΝ Α/ΓΕΑ 60 50 4 Διοικητής Στρατιάς Αρχηγός Στόλου Αρχηγός ΑΤΑ 50 40

5 Διοικητής Σώματος Στρατού Διοικητής Μεγάλης

Διοίκησης Διοικητής Αεροπορικής Διοίκησης 50 40

6 Διοικητής Μεραρχίας Ταξιαρχίας

Διοικητής Διοίκησης Ομάδος Πλοίων ή

Ναυτικής Διοίκησης Διοικητής Πτέρυγας 40 30

7 Διοικητής Συγκροτήματος,

Τακτικής Διοίκησης, Ανεξάρτητης Νήσου

Διοικητής Μοίρας Πλοίων Διοικητής Σμηναρχίας 30 20

8 Διοικητής Μονάδας (ανώτερος αξιωματικός)

Κυβερνήτης ΠλοίουΔιοικητής Ναυτικού

Σταθμού (ανώτερος αξιωματικός)

Διοικητής αυτοτελούς Μοίρας 5 20 15

9 Διοικητής Μονάδας (κατώτερος αξιωματικός)

Διοικητής Ναυτικού Σταθμού

(κατώτερος αξιωματικός)

Διοικητής εντεταγμένης Μοίρας 5 15 10

10 Διοικητής

Ανεξάρτητης Υπομονάδας (ανώτερος αξιωματικός)

4 12 8

11 Διοικητής

Ανεξάρτητης Υπομονάδας (κατώτερος αξιωματικός)

4 10 6

12 Διοικητής Υπομονάδας Διοικητής Ναυτικού Παρατηρητηρίου Διοικητής Σμήνους 4 8 4

13 Διοικητής Διμοιρίας Ουλαμού 2 2. Την ως άνω πειθαρχική αρμοδιότητα έχουν και οι Διοικητές ισότιμων με τα αναφερόμενα στην παρ. 1 κλιμακίων Διοίκησης. Η ισοτιμία καθορίζεται από τις ιδρυτικές διατάξεις, τους ισχύοντες Πίνακες Οργάνωσης και Υλικού, τις διαταγές συγκρότησης ή τους Κανονισμούς Οργάνωσης και Λειτουργίας.

3. Η παρ. 4 του άρθρου 42 ισχύει αναλόγως. Το εύρος της πειθαρχικής αρμοδιότητας των αξιωματικών του προηγούμενου εδαφίου καθορίζεται στον πίνακα της παρ. 1.

4. Η πειθαρχική αρμοδιότητα ασκείται από τους έχοντες αυτή σε όλους τους υφισταμένους τους οπλίτες θητείας ΟΒΑ.

5. Αρμοδιότητα επιβολής καταστατικής ποινής σε οπλίτες θητείας που φέρουν βαθμό υπαξιωματικού έχουν οι Διοικητές κάθε κλιμακίου Διοίκησης ανώτερου του Συγκροτήματος Τακτικής Διοίκησης Ανεξάρτητης Νήσου ή Μοίρας Πλοίων ή Σμηναρχίας για τις υπαγόμενες σε αυτά Μονάδες.

Άρθρο 44
Ειδικές διατάξεις για την πειθαρχική αρμοδιότητα

1. Η πειθαρχική αρμοδιότητα ασκείται σε οποιονδήποτε τόπο και χρόνο με την επιφύλαξη των οριζομένων στις διατάξεις περί παραγραφής.

2. Όταν ο παραβάτης στρατιωτικός μετακινείται λόγω μετάθεσης ή λήξης της απόσπασης ή της διάθεσης πριν από την επιβολή της πειθαρχικής ποινής, τιμωρείται από τον Διοικητή της Μονάδας στην οποία υπάγεται οργανικά. Ο τελευταίος, για την εξέταση επιβολής πειθαρχικής ποινής, ζητά τις έγγραφες απόψεις και τυχόν στοιχεία από τον Διοικητή στον οποίο υπαγόταν ο υπαίτιος κατά τον χρόνο τέλεσης του παραπτώματος.

3. Για το στρατιωτικό προσωπικό που υπηρετεί σε οργανισμό, νομικό πρόσωπο ή Υπηρεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας στην οποία προΐσταται πολιτικό προσωπικό, πειθαρχική αρμοδιότητα έχει ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου στο οποίο ανήκει ο στρατιωτικός. Εάν δεν υφίσταται διοικητική εξάρτηση της Υπηρεσίας με το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, πειθαρχική αρμοδιότητα έχει ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας.

Άρθρο 45
Μέριμνα για την τήρηση των κανόνων πειθαρχίας

1. Κάθε βαθμοφόρος έχει καθήκον να φροντίζει σε κάθε τόπο και χρόνο για την τήρηση των γενικών κανόνων πειθαρχίας και συμπεριφοράς από όλους τους κατωτέρους του, σε οποιαδήποτε Μονάδα ή Κλάδο των ΕΔ και αν ανήκουν.

2. Αξιωματικός, ανθυπασπιστής ή υπαξιωματικός που αντιλαμβάνεται οποιοδήποτε παράπτωμα το οποίο διαπράττεται από κατώτερό του, παρεμβαίνει με σκοπό να επαναφέρει τον παραβάτη στην τάξη, την πειθαρχία και την κοσμιότητα.

3. Εάν το παράπτωμα δεν συνιστά ταυτόχρονα και ποινικό αδίκημα, ο ανώτερος που το αντιλήφθηκε κάνει συστάσεις στον παραβάτη και λαμβάνει τα στοιχεία της ταυτότητάς του. Εν συνεχεία μπορεί να υποβάλει στη Μονάδα του αναφορά με την οποία εκθέτει τα περιστατικά και τις συνθήκες υπό τις οποίες τελέστηκε το παράπτωμα. Η Μονάδα διαβιβάζει την αναφορά στη Μονάδα που ανήκει ο παραβάτης. Ο Διοικητής της Μονάδας εξετάζει τον παραβάτη, προκειμένου να διαπιστώσει την ακρίβεια των γεγονότων, λαμβάνει μέτρα σε βάρος του εφόσον κρίνεται σκόπιμο και ενημερώνει σχετικά με έγγραφο εντός δεκαπέντε ημερών την ενδιαφερόμενη Μονάδα.

4. Εάν το παράπτωμα συνιστά ταυτόχρονα και ποινικό αδίκημα, ο ανώτερος ενημερώνει το Φρουραρχείο, ώστε να προβεί σε περαιτέρω ενέργειες για τη σύλληψη του παραβάτη, ενώ μπορεί να ζητήσει την παρέμβαση και των οργάνων της δημόσιας τάξης.

5. Ο βαθμοφόρος που φέρει πολιτική περιβολή, πριν την οποιαδήποτε παρέμβαση, κάνει γνωστή την ιδιότητά του επιδεικνύοντας το δελτίο ταυτότητάς του.

Κεφάλαιο Ζ΄
Κοινοποίηση καταχώριση συνήθων ποινών

Άρθρο 46
Κοινοποίηση και καταχώριση ποινών αξιωματικών, ανθυπασπιστών, δοκίμων ή επίκουρων εφέδρων αξιωματικών και υπαξιωματικών

1. Οι Διοικητές Υπομονάδων του ΣΞ και οι Διοικητές εντεταγμένων Μοιρών και Σμηνών της ΠΑ κοινοποιούν τις ποινές που επιβάλλουν στους υφισταμένους τους με υπηρεσιακό σημείωμα, στο οποίο υπογράφουν οι τιμωρούμενοι. Στη συνέχεια, υποβάλλουν το υπηρεσιακό σημείωμα ιεραρχικά στον Διοικητή της Μονάδας τους με αναφορά, στην οποία εκθέτουν τα περιστατικά που στοιχειοθετούν το πειθαρχικό παράπτωμα. Ο Διοικητής της Μονάδας, αφού εγκρίνει την ποινή, διατάσσει την καταχώρισή της στην Ημερήσια Διαταγή.

2. Οι Διοικητές Μονάδων κοινοποιούν τις ποινές που επιβάλλονται από αυτούς ή τους προϊστάμενους Διοικητές στους υφισταμένους τους με την Ημερήσια Διαταγή. Οι τελευταίοι λαμβάνουν ενυπόγραφα γνώση της επιβληθείσας ποινής.

3. Οι Διοικητές Συγκροτημάτων, Διοικήσεων, Αρχηγείων και Επιτελείων κοινοποιούν τις ποινές που επιβάλλουν στους υφισταμένους που υπηρετούν στο επιτελείο τους με την Ημερήσια Διαταγή, στους δε υπόλοιπους με εμπιστευτική διαταγή προς τη Μονάδα που υπηρετούν.

4. Οι αξιωματικοί που έχουν πειθαρχική αρμοδιότητα σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 42, κοινοποιούν τις ποινές που επιβάλλονται στους υφισταμένους τους με υπηρεσιακό σημείωμα, στο οποίο υπογράφουν οι τιμωρούμενοι. Στη συνέχεια υποβάλλουν το υπηρεσιακό σημείωμα με αναφορά στον Διοικητή τους για καταχώριση της ποινής στην Ημερήσια Διαταγή και κοινοποίηση αυτής, όπου απαιτείται.

5. Οι Φρούραρχοι και οι Στρατοπεδάρχες κοινοποιούν τις ποινές που επιβάλλουν στους τιμωρούμενους με τις Ημερήσιες Διαταγές Φρουραρχείου και Στρατοπέδου, αντίστοιχα. Οι τελευταίοι λαμβάνουν ενυπόγραφα γνώση της επιβληθείσας ποινής.

6. Εκτός από την Ημερήσια Διαταγή, οι ποινές που επιβάλλονται καταχωρίζονται από τον Διοικητή που τηρεί τα ατομικά έγγραφα στο Βιβλιάριο Μητρώου κάθε τιμωρούμενου. Οι ποινές καταχωρίζονται και στον φάκελο κάθε τιμωρούμενου, που τηρείται στην αντίστοιχη Διεύθυνση του οικείου Γενικού Επιτελείου. Στο Βιβλιάριο Μητρώου και στον φάκελο του τιμωρούμενου καταχωρίζεται το είδος της ποινής, η διάρκειά της και η πλήρης αιτιολογία.

7. Ειδικά για τις Μονάδες και Υπηρεσίες του ΠΝ, οι ποινές που επιβάλλονται στους αξιωματικούς, ανθυπασπιστές και επίκουρους εφέδρους αξιωματικούς, κοινοποιούνται σε αυτούς με την επίδοση της εμπιστευτικής διαταγής επιβολής της ποινής, ενώ οι ποινές που επιβάλλονται στους υπαξιωματικούς, κοινοποιούνται σε αυτούς με το Ποινολόγιο. Στην περίπτωση αυτή, εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2. Οι επιβαλλόμενες ποινές υποβάλλονται ιεραρχικά στο Γενικό Επιτελείο Ναυτικού, όπου και καταχωρίζονται στον ατομικό φάκελο κάθε τιμωρούμενου.

8. Όσοι τιμωρούνται με συνήθη ποινή, ενημερώνονται σχετικά με το δικαίωμά τους να ασκήσουν ενδικοφανή προσφυγή, σύμφωνα με τα καθοριζόμενα στα άρθρα 50 και 51.

Άρθρο 47
Κοινοποίηση και καταχώριση ποινών οπλιτών θητείας ΟΒΑ

1. Οι Διοικητές Υπομονάδων του ΣΞ και οι Διοικητές εντεταγμένων Μοιρών και Σμηνών της ΠΑ ενημερώνουν προφορικά τους οπλίτες θητείας ΟΒΑ για τις πειθαρχικές ποινές που τους επιβάλλουν. Η σχετική ενημέρωση καταχωρείται σε ειδικό βιβλίο. Στη συνέχεια αναφέρουν τις ποινές που επέβαλαν με την Ημερήσια Αναφορά στον Διοικητή της Μονάδας για καταχώριση στην Ημερήσια Διαταγή. Ο Διοικητής της Μονάδας, αφού εγκρίνει τις ποινές που επιβλήθηκαν, διατάσσει την καταχώρισή τους στην Ημερήσια Διαταγή της Μονάδας, μαζί με τις ποινές που επιβλήθηκαν τόσο από τον ίδιο όσο και από προϊστάμενα κλιμάκια.

2. Οι Φρούραρχοι και οι Στρατοπεδάρχες κοινοποιούν τις ποινές που επιβάλλουν στους τιμωρούμενους με τις Ημερήσιες Διαταγές Φρουραρχείου και Στρατοπέδου, αντίστοιχα. Οι τελευταίοι λαμβάνουν ενυπόγραφα γνώση της επιβληθείσας ποινής.

3. Τα προϊστάμενα κλιμάκια Διοίκησης μιας Μονάδας, κοινοποιούν τις ποινές που επιβάλλονται από αυτά, με διαταγή προς τη Μονάδα του τιμωρημένου.

4. Οι ποινές των οπλιτών του ΣΞ και της ΠΑ καταχωρίζονται στην Ημερήσια Διαταγή της Μονάδας και οι ποινές των οπλιτών του ΠΝ στο Ποινολόγιο. Εκτός από την Ημερήσια Διαταγή ή το Ποινολόγιο, οι ποινές που επιβάλλονται καταχωρίζονται και στον Ατομικό Φάκελο Οπλίτη. Σε αυτόν καταχωρίζεται το είδος της ποινής, η διάρκειά της, αυτός που την επέβαλε και η πλήρης αιτιολογία.

Κεφάλαιο Η΄
Μετατροπή άρση συνήθων ποινών

Άρθρο 48
Επαύξηση, μείωση ή άρση ποινής

1. Κάθε κλιμάκιο Διοίκησης ανώτερο αυτού που επέβαλε μια ποινή, μπορεί να την επαυξήσει, εάν κρίνει ότι η φύση του παραπτώματος, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες τελέστηκε, η προηγούμενη διαγωγή του τιμωρημένου ή η ανάγκη καταστολής συχνών παρόμοιων παραπτωμάτων, επιβάλλουν βαρύτερη ποινή. Με τον όρο επαύξηση εννοείται και η μετατροπή της ποινής σε αυστηρότερη.

2. Αυτός που επιβάλλει μια ποινή μπορεί να την μειώσει ή να την άρει, εάν από νεότερη εξέταση διαπιστωθεί ότι η αρχική απόφαση στηρίχτηκε σε λανθασμένες ή ελλιπείς

πληροφορίες. Η άρση ή μείωση της ποινής γίνεται εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία που επιβλήθηκε. Μετά την παρέλευση του ως άνω διαστήματος, δικαίωμα άρσης ή μείωσης της ποινής έχει μόνο ο προϊστάμενος αυτού που την επέβαλε, μετά από αναφορά του τελευταίου. Με τον όρο μείωση εννοείται και η μετατροπή της ποινής σε ελαφρότερη.

3. Κάθε επίπεδο Διοίκησης ανώτερο αυτού που επέβαλε μια ποινή, όταν κρίνει από το αιτιολογικό της πράξης επιβολής της ποινής ότι είναι δυσανάλογα αυστηρή, διατάσσει να υποβληθούν περισσότερα στοιχεία. Εάν από αυτά κριθεί ότι η επιβληθείσα ποινή είναι αυστηρή ή αβάσιμη, ο προϊστάμενος Διοικητής μειώνει ή αίρει ο ίδιος την ποινή.

4. Όταν πρόκειται για επαύξηση ποινής που έχει ήδη επιβληθεί, λαμβάνονται υπόψη και αφαιρούνται ως προς την έκτισή της, οι ημέρες που ήδη εκτίθηκαν από την αρχική ποινή, ανεξάρτητα από το είδος της.

Άρθρο 49
Απαλλαγή από την έκτιση συνήθων ποινών
Απαλλαγή από την έκτιση του συνόλου ή του υπόλοιπου των συνήθων ποινών διατάσσεται μόνο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με την ευκαιρία εθνικών εορτών ή ευτυχών εθνικών γεγονότων.

Κεφάλαιο Θ΄
Ενδικοφανείς προσφυγές

Άρθρο 50
Γενικές διατάξεις περί προσφυγών

1. Σε περίπτωση επιβολής συνήθους ποινής, ο στρατιωτικός που τιμωρήθηκε έχει δικαίωμα να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή κατά της σχετικής ατομικής διοικητικής πράξης. Η άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής δεν αναστέλλει την έκτιση της επιβληθείσας ποινής. Εάν η ποινή επαυξηθεί ή μειωθεί σύμφωνα με τα καθοριζόμενα στο άρθρο 48, αυτός που τιμωρήθηκε έχει το δικαίωμα άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής κατά της νέας ποινής. Στην περίπτωση αυτή, η προσφυγή που ασκήθηκε επί της αρχικής ποινής θεωρείται ως μηδέποτε υποβληθείσα και παύει η εξέτασή της.

2. Η ενδικοφανής προσφυγή υποβάλλεται ιεραρχικά, με έγγραφη αναφορά από τους αξιωματικούς, δόκιμους ή επίκουρους έφεδρους αξιωματικούς, ανθυπασπιστές και υπαξιωματικούς και προφορικά από τους οπλίτες θητείας ΟΒΑ. Η προσφυγή οπλίτη θητείας ΟΒΑ και η απάντηση της Διοίκησης επί αυτής καταχωρίζεται σε ειδικό βιβλίο, επί του οποίου λαμβάνει ενυπόγραφα γνώση ο προσφεύγων.

3. Η ενδικοφανής προσφυγή ασκείται εντός αποκλειστικής προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από την ημέρα που ο στρατιωτικός έλαβε γνώση της επιβληθείσας ποινής. Σε περίπτωση άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής σε δεύτερο ή τρίτο βαθμό, σύμφωνα με τα καθοριζόμενα στις παρ. 4 και 5 του άρθρου 51, αυτή ασκείται εντός αποκλειστικής προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από τη γνώση της απορριπτικής απάντησης. Η Διοίκηση υποχρεούται να ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο ως προς τη δυνατότητα άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής και για τις συνέπειες της μη άσκησής της.

Άρθρο 51
Υποβολή και εξέταση προσφυγών

1. Κατά την υποβολή ενδικοφανούς προσφυγής ο στρατιωτικός εκφράζεται με τον σεβασμό που αρμόζει και εκθέτει μόνο τα περιστατικά που στηρίζουν τους ισχυρισμούς του, αποφεύγοντας χαρακτηρισμούς και κρίσεις για ανωτέρους του.

2. Εάν ο στρατιωτικός με την προσφυγή του δείχνει έλλειψη σεβασμού, η προσφυγή εξετάζεται και εν συνεχεία ασκείται πειθαρχικός έλεγχος σε αυτόν για έλλειψη σεβασμού ή για άλλες παραβάσεις που έγιναν με την προσφυγή. Η διαδικασία άσκησης του πειθαρχικού ελέγχου αρχίζει μετά την ανέκκλητη απάντηση της διοίκησης επί της προσφυγής.

3. Η ενδικοφανής προσφυγή εξετάζεται σε πρώτο βαθμό από αυτόν που επέβαλε την ποινή, ο οποίος μπορεί να την μειώσει, να την άρει ή να την αφήσει αμετάβλητη. Επαύξηση της ποινής απαγορεύεται. Η απάντηση επί της προσφυγής είναι έγγραφη.

4. Εάν ο στρατιωτικός δεν ικανοποιείται από την απάντηση επί της προσφυγής, μπορεί να υποβάλει ιεραρχικά ενδικοφανή προσφυγή σε δεύτερο βαθμό. Η προσφυγή εξετάζεται από τον αμέσως προϊστάμενο αυτού που επέβαλε την ποινή. Στην περίπτωση αυτή, εκείνος που επέβαλε την πειθαρχική ποινή υποβάλλει την αναφορά στον ιεραρχικά προϊστάμενό του, επισυνάπτοντας τις παρατηρήσεις του.

5. Εάν ο στρατιωτικός δεν ικανοποιείται από την απάντηση επί της προσφυγής σε δεύτερο βαθμό, μπορεί να ζητήσει με νέα προσφυγή του την εξέταση της υπόθεσης από τον αμέσως προϊστάμενο αυτού που την εξέτασε σε δεύτερο βαθμό.

6. Κατά την εξέταση προσφυγής σε δεύτερο και τρίτο βαθμό εφαρμόζονται τα καθοριζόμενα στην παρ. 3.

7. Η απάντηση επί των προσφυγών σε πρώτο βαθμό δίνεται εντός δέκα ημερών και στον δεύτερο και τρίτο βαθμό εντός είκοσι ημερών από την ημερομηνία που θα περιέλθει η προσφυγή στο αρμόδιο όργανο. Οι ως άνω προθεσμίες μπορούν να παραταθούν, εφόσον κρίνεται απαραίτητο για τη συγκέντρωση στοιχείων σχετικά με την υπόθεση, ενέργεια για την οποία ενημερώνεται εγγράφως ο προσφεύγων το αργότερο πέντε ημέρες πριν από τη λήξη της προθεσμίας. Σε κάθε περίπτωση, η εξέταση της προσφυγής και η απάντηση επί αυτής δεν μπορεί να υπερβαίνει τις πενήντα ημέρες.

8. Η υποβολή των προσφυγών ακολουθεί την ιεραρχική οδό. Σε περίπτωση που λόγω μετάθεσης, απόσπασης ή διάθεσης ο προσφεύγων δεν τελεί υπό τις διαταγές αυτού που του επέβαλε την ποινή, η προσφυγή προωθείται ιεραρχικά μέχρι τον προϊστάμενο Διοικητή που είναι άμεσος ή έμμεσος προϊστάμενος και των δύο. Ο τελευταίος, αφού ζητήσει και λάβει την άποψη εκείνου που επέβαλε την ποινή, εξετάζει την προσφυγή και αποφασίζει σχετικά.

9. Σε περίπτωση υπέρβασης ιεραρχίας κατά την υποβολή προσφυγής, ο προϊστάμενος στον οποίο απευθύνεται η προσφυγή την διαβιβάζει, χωρίς να την εξετάσει, στο αρμόδιο όργανο, δυνάμενος να διατάξει παράλληλα την πειθαρχική δίωξη του παραβάτη μετά την ανέκκλητη απάντηση της διοίκησης επί της προσφυγής.

10. Υπέρβαση της ιεραρχίας επιτρέπεται μόνο όταν ο προσφεύγων δεν λαμβάνει απάντηση επί της προσφυγής του μετά την πάροδο πενήντα ημερών. Στην περίπτωση αυτή, ο προσφεύγων μπορεί να απευθυνθεί στον αμέσως προϊστάμενο εκείνου που δεν του απάντησε, κοινοποιώντας την ενέργειά του αυτή στον τελευταίο, ο οποίος εξετάζει την προσφυγή στον αντίστοιχο βαθμό.

Κεφάλαιο Ι΄
Μεταβατικές τροποποιούμενες καταργούμενες διατάξεις Έναρξη ισχύος

Άρθρο 52
Μεταβατικές διατάξεις

1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα που τελέστηκαν πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος, εξετάζονται με τη διαδικασία και από τα όργανα που καθορίζονται στις διατάξεις του παρόντος, με την επιφύλαξη των διατάξεων των επόμενων παραγράφων.

2. Τα πειθαρχικά παραπτώματα που τελέστηκαν πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος για τα οποία έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, εξετάζονται σύμφωνα με τις προϊσχύσασες διατάξεις, εκτός αν έχει επιβληθεί συνήθης ποινή και κλιμάκιο Διοίκησης οποιουδήποτε ανώτερου βαθμού κρίνει αναγκαία την παραπομπή του στρατιωτικού στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, οπότε εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος.

3. ΕΔΕ και ΑΔΕ που εκκρεμούν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, διενεργούνται σύμφωνα με τις προϊσχύσασες διατάξεις.

4. Συνήθεις ποινές που έχουν επιβληθεί κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος και δεν έχουν καταστεί ανέκκλητες ενώπιον της διοίκησης, εξακολουθούν να διέπονται από τις προϊσχύσασες διατάξεις.

Άρθρο 53
Τροποποιήσεις του π.δ. 84/2009 (Α΄ 108)

1. Η περ. γ΄ της παρ. 3 του άρθρου 4 του π.δ. 84/2009 (Α΄ 108) αντικαθίσταται ως εξής:

«γ. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 16 του παρόντος Κανονισμού, τιμωρεί τα πειθαρχικά παραπτώματα των στρατιωτικών που υπηρετούν στη Φρουρά, σε οποιονδήποτε Κλάδο κι αν ανήκουν, καθώς και αυτών που διέρχονται από αυτήν, για τα οποία επιλαμβάνεται απευθείας, γνωστοποιώντας συγχρόνως τις ποινές που επιβάλλει στους Διοικητές τους και στα προϊστάμενα αυτών κλιμάκια.».

2. Η παρ. 7 του άρθρου 4 του π.δ. 84/2009 αντικαθίσταται ως εξής:

«7. Οι αρμοδιότητες και ευθύνες του ΑΔΦ δεν μεταβιβάζονται ούτε εκχωρούνται. Εξαίρεση επιτρέπεται για όσες αναφέρονται στην πειθαρχία και τάξη (άρθρο 16 του Κανονισμού αυτού) που είναι δυνατόν να εκχωρηθούν στον Φρούραρχο με διαταγή του ΑΔΦ μερικά ή συνολικά. Στην περίπτωση αυτή, ο Φρούραρχος περιβάλλεται την ειδική πειθαρχική αρμοδιότητα ελέγχου

των παραβάσεων των στρατιωτικών των ΕΔ, όπως καθορίζεται στον Διακλαδικό Κανονισμό Πειθαρχίας των Ενόπλων Δυνάμεων και ενισχύεται με μέσα και προσωπικό.».

3. Η περ. α΄ της παρ. 8 του άρθρου 11 του π.δ. 84/2009 αντικαθίσταται ως εξής:

«α. Ο Στρατοπεδάρχης για τα θέματα αρμοδιότητάς του, έχει πειθαρχική αρμοδιότητα επί του συνόλου του στρατιωτικού προσωπικού των Μονάδων Υπηρεσιών του Στρατοπέδου, σε οποιονδήποτε Κλάδο και αν ανήκουν. Η πειθαρχική αρμοδιότητα του Στρατοπεδάρχη καθορίζεται στον Διακλαδικό Κανονισμό Πειθαρχίας των Ενόπλων Δυνάμεων.».

4. Οι παρ. 20 και 21 του άρθρου 16 του π.δ. 84/2009 αντικαθίστανται ως εξής:

«20. Για παραπτώματα που τελούνται κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών του καθηκόντων, κάθε στρατιωτικός των ΕΔ τιμωρείται σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στον Διακλαδικό Κανονισμό Πειθαρχίας των Ενόπλων Δυνάμεων.

21. Η πειθαρχική αρμοδιότητα των αξιωματικών, ανθυπασπιστών και υπαξιωματικών των ΕΔ προς τους υφισταμένους τους καθορίζεται στον Διακλαδικό Κανονισμό Πειθαρχίας των Ενόπλων Δυνάμεων.».

5. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος, όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά σε διατάξεις πειθαρχικού δικαίου των κανονισμών εσωτερικής υπηρεσίας ή των κανονισμών εσωτερικής πειθαρχίας των οικείων Κλάδων, εφεξής νοούνται οι αντίστοιχες διατάξεις του Διακλαδικού Κανονισμού Πειθαρχίας των Ενόπλων Δυνάμεων.

Άρθρο 54
Καταργούμενες διατάξεις
Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη που είναι αντίθετη ή ρυθμίζει διαφορετικά τα ρυθμιζόμενα με τις διατάξεις του παρόντος θέματα και ιδίως:

α. Το από 27 Ιουλίου/2 Αυγούστου 1930 π.δ. «Περί ποινών ανθυπασπιστών» (Α΄ 267).

β. Τα άρθρα 12 και 27 έως 29 του α.ν. 1101 της 21/26 Φεβρουαρίου 1938 «Περί καταστάσεως υπαξιωματικών του Βασιλικού Ναυτικού» (Α΄ 73).

γ. Τα άρθρα 14, 17 και 43 του ν. 2342 της 26/28 Μαρτίου 1953 «Περί ιεραρχίας, προαγωγών και καταστάσεων των μονίμων υπαξιωματικών της Βασιλικής Αεροπορίας» (Α΄ 74).

δ. Τα άρθρα 37 και 49 του ν.δ. 4105 της 16/23 Σεπτεμβρίου 1960 «Περί μονίμων και εθελοντών οπλιτών και ανθυπασπιστών του Στρατού Ξηράς» (Α΄ 151).

ε. Τα άρθρα 31, 32, 33, 39 και 40 του ν.δ. 1400 της 22/28 Μαΐου 1973 «Περί Καταστάσεων των Αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων» (Α΄ 114).

στ. Τα άρθρα 62 έως 76, καθώς και τα άρθρα 77 και 78 μόνο κατά το μέρος που αφορούν την υποβολή παραπόνων για την επιβολή πειθαρχικής ποινής, του Γενικού Κανονισμού Υπηρεσίας στο Στρατό (ΣΚ 20-1), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 130/1984 (Α΄ 42).

ζ. Τα άρθρα 1701 έως 1721, καθώς και τα άρθρα 1722 και 1801 έως 1804 μόνο κατά το μέρος που αφορούν την υποβολή παραπόνων για την επιβολή πειθαρχικής ποινής, του Γενικού Κανονισμού του Πολεμικού Ναυτικού με τίτλο «Διατάξεις Πολεμικού Ναυτικού», που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του π.δ. 210/1993 (Α΄ 89).

η. Τα άρθρα 11 έως 23, καθώς και τα άρθρα 24 και 25 μόνο κατά το μέρος που αφορούν την υποβολή παραπόνων για την επιβολή πειθαρχικής ποινής, του Κανονισμού Πολεμικής Αεροπορίας Β-17/2009, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του π.δ. 60/2009 (Α΄ 83).

Άρθρο 55
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του παρόντος αρχίζει δύο μήνες από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Στον Υπουργό Εθνικής Άμυνας αναθέτουμε τη δημοσίευση και εκτέλεση του παρόντος.

Αθήνα, 14 Ιουνίου 2022

Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

O Υπουργός Εθνικής Άμυνας

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ