Π.Δ. 226/10.7.1992

Άρθρο 1
Σύσταση

1. Συνιστάται Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών (Σ.Ο.Ε.), αποτελούμενο από ανεξάρτητους επαγγελματίες Ελεγκτές που εγγράφονται σε ειδικό Μητρώο και ασκούν το επάγγελμα του Ορκωτού Ελεγκτή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος και της σχετικής προς το επιτελούμενο έργο νομοθεσίας.

2. Το Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών εδρεύει στην Αθήνα διοικείται και εκπροσωπείται κατά τα κατωτέρω οριζόμενα. Το Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών μπορεί, με απόφαση του Εποπτικού Συμβουλίου αυτού, να ιδρύει γραφεία σε άλλες πόλεις της Ελλάδος.

Η φράση αποτελεί Ν.Π.Δ.Δ. αφαιρείται με το άρθρο 2 παρ.1 του Π.Δ. 121/1993 (Α 53).

3. Το οικονομικό έτος του Σ.Ο.Ε. αρχίζει την 1η Ιανουαρίου εκάστου έτους και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του ιδίου έτους.Η παράγραφος 3 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παράγραφο 1 άρθρου 1 του υπ΄αριθμ.341/97 Π.Δ. (ΦΕΚ Β΄232).

Άρθρο 2
Σκοπός

1. Η σύσταση και η λειτουργία του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών αποβλέπει στην άσκηση του ελέγχου της οικονομικής διαχειρίσεως των πάσης φύσεως δημοσίων και ιδιωτικών οργανισμών και επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων, ανεξαρτήτως της νομικής τους μορφής (ιδρύματος, εταιρείας ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου), από πρόσωπα με αυξημένα επαγγελματικά προσόντα, που ασκούν το έργο τους με διαφάνεια και υπευθυνότητα, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η εγκυρότητα και αξιοπιστία των πορισμάτων των διενεργουμένων ελέγχων, σύμφωνα με τα διεθνώς ανεγνωρισμένα Ελεγκτικά πρότυπα και τους όρους που τίθενται από την εσωτερική και την κοινοτική νομοθεσία.

2. Για την πραγματοποίηση του παραπάνω σκοπού οι Ορκωτοί Ελεγκτές απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, υποκείμενοι πάντως στις υποχρεώσεις και τις ευθύνες που προσδιορίζονται από τις διατάξεις του παρόντος.

3. Στους σκοπούς του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών περιλαμβάνεται και η προαγωγή της Λογιστικής και Ελεγκτικής επιστήμης.

Άρθρο 3
Υποχρεωτική χρησιμοποίηση

1. Οι Ορκωτοί Ελεγκτές είναι αποκλειστικώς αρμόδιοι για την άσκηση του τακτικού ελέγχου της οικονομικής διαχειρίσεως και των οικονομικών καταστάσεων:

α) Των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, πλην των δήμων και κοινοτήτων.

β) Των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου που εξυπηρετούν δημόσιο ή κοινωφελή σκοπό και επιχορηγούνται από το κράτος ή απολαύουν ιδιαιτέρων προνομίων, βάσει ειδικής διατάξεως νόμου ή κατ΄ εξουσιοδότηση τούτου.

γ) Των τραπεζών, των ασφαλιστικών εταιρειών, των εταιρειών επενδύσεων – χαρτοφυλακίου, των εταιρειών διαχειρίσεως αμοιβαίων κεφαλαίων, των εταιρειών χρηματοδοτικών μισθώσεων και των ενώσεων συνεταιριστικών οργανώσεων.

δ) Των ανωνύμων εταιρειών, εταιρειών περιορισμένης ευθύνης, των ετερρορύθμων κατά μετοχές εταιρειών, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 42α του Κ.Ν. 2190/1920, και των κοινοπραξιών αυτών.

ε) Των ενοποιημένων λογαριασμών (οικονομικών καταστάσεων) του άρθρου 100 παρ. 1 του Κ.Ν. 2190/1920 των συνδεδεμένων επιχειρήσεων.

στ) Των ανωνύμων εταιρειών, των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο καθώς και των ανωνύμων εταιρειών των οποίων το μετοχικό κεφάλαιο εν όλω ή εν μέρει έχει αναληφθεί με δημόσια εγγραφή.

ζ) Των εταιρειών ή οργανισμών ή και δραστηριοτήτων γενικά που με βάση διατάξεις νόμου υπάγονται στον υποχρεωτικό έλεγχο ορκωτών ελεγκτών.

2. Οι Ορκωτοί Ελεγκτές είναι επίσης αποκλειστικώς αρμόδιοι για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, πάνω σε θέματα οικονομικής διαχειρίσεως ή καταστάσεως οιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, κοινοπραξίας, ειδικού λογαριασμού ή ομάδας περιουσίας, που απαιτεί λογιστικές γνώσεις. Η πραγματογνωμοσύνη αυτή διατάσσεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας περί πραγματογνωμοσύνης, είτε δικαστική πράξη κατά τη διάρκεια δίκης, κατόπιν αιτήσεως διαδίκου που έχει έννομο συμφέρον, είτε με δικαστική απόφαση, σύμφωνα με τις διατάξεις περί εκουσίας δικαιοδοσίας, μετά από αίτηση οποιασδήποτε διοικητικής αρχής ή υπηρεσίας του κράτους που έχει αρμοδιότητα προς τούτο και εφόσον επικαλείται και αποδεικνύει ότι συντρέχει προς τούτο λόγος δημοσίου συμφέροντος.

Στις περιπτώσεις αυτές η αμοιβή του Ορκωτού Ελεγκτή καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος και καταβάλλεται από τον αιτούντα τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης.

3. Όπου κατά τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας τα εμπορικά βιβλία συνιστούν μέσα αποδείξεως, το Δικαστήριο, αντί της εμφανίσεως των βιβλίων, μπορεί να διατάξει, είτε κατ΄ αίτηση τινός των διαδίκων, είτε αυτεπαγγέλτως, έλεγχο και θεώρηση των βιβλίων από Ορκωτό Ελεγκτή.

Η νομοτύπως συντασσομένη έκθεση του τελευταίου συνιστά πλήρη απόδειξη για το αντικείμενο για το οποίο διετάχθη. Η αμοιβή του Ορκωτού Ελεγκτή καθορίζεται από το Δικαστήριο και στην μεν πρώτη περίπτωση καταβάλλεται από τον αιτούντα διάδικο, ενώ στη δεύτερη περίπτωση που διατάσσεται αυτεπαγγέλτως καταβάλλεται κατ΄ ισομοιρία από τους διαδίκους.

Άρθρο 4
Άρνηση παροχής υπηρεσιών – εξαίρεση – αντικατάσταση
Ο τίτλος παρόντος άρθρου αντικαταστάθηκε ως άνω με την παράγραφο 2 άρθρου 1 του υπ΄αριθμ. 341/97 Π.Δ. (ΦΕΚ Β΄232).

1. Ο Ορκωτός Ελεγκτής μπορεί να αρνηθεί την ανατιθεμένη σ΄ αυτόν διενέργεια ελέγχου, ή να ζητήσει τη διακοπή του αρξαμένου από αυτόν ελέγχου εφ΄ όσον επικαλείται συγκεκριμένους λόγους, τους οποίους γνωστοποιεί στον ελεγχόμενο και αναφέρει στο Εποπτικό Συμβούλιο. Το τελευταίο εξετάζει τους προβαλλόμενους λόγους και εφόσον διαπιστώσει τη σοβαρότητα αυτών αποφαίνεται περί της απαλλαγής του ορισθέντος ελεγκτή. Η γνωστοποίηση της διακοπής του Ελέγχου δεν απαλλάσσει τον Ορκωτό Ελεγκτή από τις υποχρεώσεις του προς τον ελεγχόμενο για αποζημίωση σε περίπτωση αδικαιολόγητης διακοπής του ελέγχου.

2. Ο ελεγχόμενος δια του νομίμου εκπροσώπου του μπορεί να ζητήσει την εξαίρεση ορισθέντος Ορκωτού Ελεγκτή για τους λόγους που ορίζει ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας για την εξαίρεση πραγματογνώμονος. Επί της αιτήσεως εξαιρέσεως, πλην των περιπτώσεων ορισμού του Ορκωτού Ελεγκτού από Δικαστήριο κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3 παρ. 2 και 3 του παρόντος, αποφαίνεται το Εποπτικό Συμβούλιο του Σώματος.

3. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται αναλόγως και σε περίπτωση που η εκλεγμένη εταιρία ή κοινοπραξία ελεγκτών αποποιείται την ανάληψη ήτη συνέχιση του τακτικού ελέγχου μιας οικονομικής μονάδας ή ο ελεγχόμενος ανακαλεί την εκλογή συγκεκριμένης εταιρίας η κοινοπραξίας ελεγκτών.

4. Κάθε εταιρία ή κοινοπραξία ελεγκτών μπορεί να ζητήσει από το Εποπτικό Συμβούλιο την έγκριση αντικατάστασης του απ΄ αυτή διορισμένου ελεγκτή μιας οικονομικής μονάδας. Το Εποπτικό Συμβούλιο εγκρίνει την αντικατάσταση αν κρίνει, από τα τιθέμενα υπόψη του στοιχεία, ότι ο ελεγκτής έπαυσε να πληρεί τις προϋποθέσεις του παρόντος ΠΔ ή ότι η παραμονή του στην ελεγχόμενη μονάδα αποβαίνει επιζήμια γι΄ αυτή η για την εταιρία ή κοινοπραξία που τον διόρισε ή για τον ελεγκτικό θεσμό γενικότερα.

Οι παράγραφοι 3 και 4 προστέθηκαν με την παράγραφο 2 άρθρου 1 του υπ΄αριθμ.341/97 Π.Δ. (ΦΕΚ Β΄232).

Άρθρο 5
Σύνθεση του Σώματος

1. Το Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών αποτελείται από τους Ορκωτούς Ελεγκτές, τους Επίκουρους Ορκωτούς Ελεγκτές, τους Δόκιμους Ορκωτούς Ελεγκτές και τους Ασκούμενους Ορκωτούς Ελεγκτές.

2. Οι Ορκωτοί Ελεγκτές έχουν πλήρη τα δικαιώματα και τις αντίστοιχες υποχρεώσεις του μέλους του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών και ασκούν ελευθέρως και υπό ιδία ευθύνη τις εργασίες που αναφέρονται στο άρθρο 3 του παρόντος. Η ανάληψη και εκτέλεση των ελέγχων της παραγράφου 1 του ιδίου άρθρου γίνεται πάντοτε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18.

Η παράγραφος 2 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παράγραφο 3 άρθρου 1 του υπ΄ αριθμ.341/97 Π.Δ. (ΦΕΚ Β΄ 232).

3. Οι Επίκουροι, Δόκιμοι και Ασκούμενοι Ορκωτοί Ελεγκτές βοηθούν τους Ορκωτούς Ελεγκτές στην εκτέλεση του έργου τους, ενεργούντες πάντοτε επ΄ ονόματι, για λογαριασμό και υπ΄ ευθύνη του Ορκωτού Ελεγκτή.

Άρθρο 6
Όργανα του Σώματος

1. Τα όργανα του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών είναι:

α) Το Εποπτικό Συμβούλιο

β) Η Γενική Συνέλευση

γ) Η Εκτελεστική Γραμματεία

δ) Το Πειθαρχικό Συμβούλιο και

ε) Το Επιστημονικό Συμβούλιο.

2. Το Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών εκπροσωπείται ενώπιον πάσης Αρχής από τον Πρόεδρο του Εποπτικού Συμβουλίου. Η εκπροσώπηση του Σώματος στους Διεθνείς επαγγελματικούς οργανισμούς ενεργείται από τον Πρόεδρο ή άλλο μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου ή στέλεχος του Σώματος οριζόμενο με απόφαση του Εποπτικού Συμβουλίου γενικώς ή κατά περίπτωση.

3. Για τη γραμματειακή και διοικητική εξυπηρέτηση του Σώματος, συνιστάται σ΄ αυτό Εκτελεστική Γραμματεία με τις ακόλουθες υπηρεσίες:

α) Υπηρεσία Μητρώου

β) Γραμματεία Εποπτικού Συμβουλίου

γ) Διοικητική Υπηρεσία

δ) Οικονομική Υπηρεσία

Ο προϊστάμενος της Εκτελεστικής Γραμματείας διορίζεται από το Εποπτικό Συμβούλιο. Για τη στελέχωση των ανωτέρω υπηρεσιών συνιστώνται μέχρι 30 (τριάντα) θέσεις υπαλλήλων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Η πλήρωση των ως άνω θέσεων γίνεται με διαγωνισμό διεξαγόμενο από το Εποπτικό Συμβούλιο.

4. Το Επιστημονικό Συμβούλιο αποτελείται από τέσσερα μέλη και τον Πρόεδρο που εκλέγονται μεταξύ των εν ενεργεία ή πρώην Ορκωτών Ελεγκτών ή και καθηγητών Α.Ε.Ι. στα γνωστικά αντικείμενα της λογιστικής ή ελεγκτικής, από τη Γενική Συνέλευση του Σώματος κατά τα οριζόμενα στο επόμενο άρθρο. Το Επιστημονικό Συμβούλιο καταρτίζει ή επεξεργάζεται τους κανονισμούς, οδηγίες και άλλα επιστημονικά κείμενα της αρμοδιότητας του Εποπτικού Συμβουλίου και γνωμοδοτεί επί των παραπεμπομένων σ΄ αυτό ζητημάτων. Επίσης το Επιστημονικό Συμβούλιο είναι αρμόδιο για την εξέταση και αντιμετώπιση τεχνικών ή πρακτικών ζητημάτων σχετικών με την άσκηση ποιοτικού ελέγχου επί της εργασίας των Ορκωτών Ελεγκτών.

Ειδικότερα το Επιστημονικό Συμβούλιο μπορεί να εξετάζει τα φύλλα εργασίας που στηρίζουν τη γνώμη του Ορκωτού Ελεγκτή και να υποβάλλει σχετική έκθεση στο Εποπτικό Συμβούλιο αν και όποτε του ζητηθεί ή και σε περιπτώσεις που υπάρχουν επώνυμες καταγγελίες. Οι έλεγχοι του Επιστημονικού Συμβουλίου δεν αποτελούν παρέμβαση στο έργο των Ορκωτών Ελεγκτών. Η γραμματειακή εξυπηρέτηση του Επιστημονικού Συμβουλίου γίνεται από τη Γραμματεία του Εποπτικού Συμβουλίου.

Άρθρο 7
Γενική Συνέλευση

1. Η Γενική Συνέλευση του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών αποτελείται από τους Ορκωτούς Ελεγκτές, που είναι εγγεγραμμένοι στο κατά το άρθρο 13 Μητρώο και δεν τελούν σε αναστολή ασκήσεως του επαγγέλματος κατά το άρθρο 22 του παρόντος. Η Γενική Συνέλευση αποτελεί το ανώτατο όργανο του Σώματος που εξετάζει και αποφασίζει επί παντός θέματος που αναγράφεται στην ημερήσια διάταξη και αφορά στην οργάνωση και άσκηση του επαγγέλματος των Ορκωτών Ελεγκτών. Στη Γενική Συνέλευση δεν έχουν δικαίωμα συμμετοχής οι ελεγκτικές εταιρείες και οι κοινοπραξίες Ελεγκτών.

2. Η Γενική Συνέλευση συνέρχεται τακτικώς άπαξ του έτους και μάλιστα εντός τεσσάρων μηνών από τη λήξη του οικονομικού έτους, μετά από πρόσκληση του Εποπτικού Συμβουλίου, για την έγκριση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων και του προϋπολογισμού του Σώματος, για τη διενέργεια των υπό του παρόντος προβλεπομένων αρχαιρεσιών και για οποιοδήποτε άλλο θέμα εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη, είτε με απόφαση του Εποπτικού Συμβουλίου είτε κατόπιν προτάσεως υπογεγραμμένης από δέκα (10) τουλάχιστον Ορκωτούς Ελεγκτές και υποβαλλομένης στο Εποπτικό Συμβούλιο προ της λήξεως εκάστου οικονομικού έτους.

3. Η Γενική Συνέλευση συνέρχεται εκτάκτως όταν συγκληθεί από το Εποπτικό Συμβούλιο, κατόπιν αποφάσεως του ιδίου ή προτάσεως υπογεγραμμένης από το εν τέταρτον των Ορκωτών Ελεγκτών.

4. Η Γενική Συνέλευση εκλέγει ανά τριετία τους Προέδρους και τα μέλη του Εποπτικού Συμβουλίου και του Επιστημονικού Συμβουλίου καθώς και τον εκπρόσωπό της στο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Η εκλογή γίνεται χωριστά για κάθε κατηγορία βάσει ενιαίου ψηφοδελτίου.

5. Η Γενική Συνέλευση ορίζει Ορκωτό Ελεγκτή που δεν υπήρξε επί έξι τουλάχιστον έτη μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου, ο οποίος ελέγχει τις οικονομικές καταστάσεις του Σώματος και υποβάλλει το πόρισμά του στη Γενική Συνέλευση. Ειδικότερα ο Ελεγκτής της πρώτης χρήσεως ορίζεται από το Εποπτικό Συμβούλιο. Η αμοιβή του Ορκωτού Ελεγκτή καθορίζεται από το Εποπτικό Συμβούλιο.

Άρθρο 8
Εποπτικό Συμβούλιο

1. Το Εποπτικό Συμβούλιο αποτελείται από έξι μέλη και τον Πρόεδρο που εκλέγονται από τη Γενική Συνέλευση κατά τα οριζόμενα στο προηγούμενο άρθρο.

2. Το Εποπτικό Συμβούλιο του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών συγκροτείται σε σώμα αμέσως μετά την εκλογή του, εκλέγοντας τον Αντιπρόεδρο αυτού, που αναπληροί τον Πρόεδρο όταν απουσιάζει ή κωλύεται.

3. Καθήκοντα γραμματέως του Συμβουλίου ασκεί ο Προϊστάμενος της Εκτελεστικής Γραμματείας αναπληρούμενος σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος από υπάλληλο της Εκτελεστικής Γραμματείας οριζόμενο υπό του Προέδρου.

4. Η θητεία του Προέδρου και των μελών του Εποπτικού Συμβουλίου, που σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ.4 είναι τριετής, δύναται να ανανεούται. Εκλιπόντος ή αποχωρήσαντος του Προέδρου ή μέλους του Εποπτικού Συμβουλίου, ο αναπληρωτής του για το υπόλοιπο της θητείας εκλέγεται με απόφαση του Εποπτικού Συμβουλίου.

Η παράγραφος 4 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παράγραφο 4 άρθρου 1 του υπ΄ αριθμ. 341/21.11.97 Π.Δ. (ΦΕΚ Β΄232).

5. Το Εποπτικό Συμβούλιο συνεδριάζει εγκύρως παρόντων πέντε τουλάχιστον εκ των μελών του. Οι αποφάσεις λαμβάνονται, εφόσον δεν ορίζεται ειδικώς άλλως, με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων η οποία πάντως σε κάθε περίπτωση πρέπει να συγκεντρώνει τέσσερις τουλάχιστον ψήφους.

6. Στις συνεδριάσεις του Εποπτικού Συμβουλίου δύναται να παρίστανται, καλούμενα υπό του Προέδρου, τα μέλη του Επιστημονικού Συμβουλίου, καθώς και ο Προϊστάμενος της Εκτελεστικής Γραμματείας χωρίς δικαίωμα ψήφου.

7. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Εποπτικού Συμβουλίου λαμβάνουν αποζημίωση κατά συνεδρίαση το ύψος της οποίας ορίζεται με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του Σώματος. Οι αποζημιώσεις καταβάλλονται κατά παρέκλιση των ισχυουσών διατάξεων, μη εφαρμοζομένων εν προκειμένω των διατάξεων του Ν. 1256/1982.

8. Τα της συζητήσεως, συνεδριάσεων και λειτουργίας εν γένει του Εποπτικού Συμβουλίου, και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια ορίζονται με τον Κανονισμό Λειτουργίας που συντάσσεται από το Επιστημονικό Συμβούλιο και εγκρίνεται από το Εποπτικό Συμβούλιο.

9. Οι διατάξεις περί επαγγελματικής εχεμύθειας της παρ. 4 του άρθρ. 16 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως και στα μέλη και στους υπαλλήλους των οργάνων και υπηρεσιών του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών.

Άρθρο 9
Αρμοδιότητες Εποπτικού Συμβουλίο

1. Το Εποπτικό Συμβούλιο ασκεί τη διοίκηση του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών ως νομικού προσώπου και είναι επιφορτισμένο με την εποπτεία του έργου των Ορκωτών Ελεγκτών.

2. Το Εποπτικό Συμβούλιο έχει τις αρμοδιότητες που ορίζονται με τις διατάξεις του παρόντος ή ανατίθεται σ΄ αυτό με αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης. Ειδικότερα:

α) Έχει την ευθύνη της οικονομικής διαχείρισης του Σώματος, συντάσσει τις ετήσιες καταστάσεις και τον προϋπολογισμό του επόμενου έτους και τις υποβάλλει προς έγκριση στη Γενική Συνέλευση του Σώματος.

β) Προτείνει προς τη Γενική Συνέλευση το ύψος των εισφορών των Ορκωτών Ελεγκτών, Επικούρων και Δοκίμων Ορκωτών Ελεγκτών, καθώς και κάθε άλλη οικονομική υποχρέωση των μελών προς το Σώμα.

γ) Διορίζει τους έχοντες τα νόμιμα προσόντα Ορκωτούς Ελεγκτές, Επίκουρους Ορκωτούς Ελεγκτές και Δόκιμους Ορκωτούς Ελεγκτές και διατάσσει την εγγραφή τους στο Μητρώο Ορκωτών Ελεγκτών ή το Μητρώο Επίκουρων Ορκωτών Ελεγκτών ή το Μητρώο Δοκίμων Ορκωτών Ελεγκτών αντίστοιχα.

δ) Κανονίζει τα της διεξαγωγής των εξετάσεων για τη, σύμφωνα με τις διατάξεις του επόμενου άρθρου 10, εισδοχή στο Σ Ο Ε νέων Ορκωτών Ελεγκτών ή για την προαγωγή στην επόμενη βαθμίδα των Ασκούμενων, Δόκιμων και Επίκουρων Ορκωτών Ελεγκτών.

Η περίπτωση δ΄ αντικαταστάθηκε ως άνω με την παράγραφο 5 άρθρου 1 του υπ΄ αριθμ. 341/21.11.97 Π.Δ. (ΦΕΚ 232).

ε) Ασκεί, δια των αρμοδίων οργάνων, εποπτεία και έλεγχο επί του Σώματος και επιβλέπει το ασκούμενο από τους Ορκωτούς Ελεγκτές έργο για την τήρηση των νόμων και κανόνων της επαγγελματικής δεοντολογίας και τη διασφάλιση της ποιότητας και διαφάνειας των παρεχομένων από αυτούς υπηρεσιών και του κύρους του επαγγέλματος.

στ) Εκδίδει κανονισμούς που αφορούν στη διαμόρφωση, συμπλήρωση και εφαρμογή των Ελεγκτικών προτύπων και την εναρμόνισή τους προς τα κοινοτικά ή άλλα διεθνή πρότυπα.

ζ) Εκδίδει γενικές οδηγίες που αφορούν στην άσκηση του υπό του παρόντος διατάγματος προβλεπομένων ελέγχων.

η) Διαμορφώνει κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας για τα μέλη του Σώματος και τους υποβάλλει προς έγκριση στη Γενική Συνέλευση του Σ.Ο.Ε.

θ) Αποφασίζει για τη διαγραφή εκ του Σώματος παντός Ορκωτού Ελεγκτή ή Επίκουρου ή Δοκίμου Ορκωτού Ελεγκτή κατά τις διατάξεις του άρθρου 20 του παρόντος.

ι) Ασκεί κάθε άλλη αρμοδιότητα που προβλέπεται από τις διατάξεις του παρόντος.

3. Η αρμοδιότητα του Εποπτικού Συμβουλίου στα υπό στοιχεία στ΄, ζ΄ και η΄ θέματα της προηγούμενης παραγράφου ασκείται μετά από προηγούμενη γνώμη του Επιστημονικού Συμβουλίου.

Άρθρο 10
Διορισμός

1. Ασκούμενος Ορκωτός Ελεγκτής διορίζεται ο επιθυμών να ασκήσει το επάγγελμα του Ορκωτού Ελεγκτή, εφ΄ όσον έχει τα ακόλουθα προσόντα και πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) Έχει την ελληνική ιθαγένεια ή είναι έλληνας ομογενής ή υπήκοος κράτους – μέλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και έχει μόνιμη κατοικία στην Ελλάδα.

β) Είναι κάτοχος πτυχίου οικονομικών, εμπορικών ή βιομηχανικών σπουδών ανωτάτου εκπαιδευτικού ιδρύματος της ημεδαπής ή ισοτίμου της αλλοδαπής.

γ) Δεν συντρέχει στο πρόσωπό του κώλυμα εκ των αναφερομένων στο Παράρτημα 1 του παρόντος, επιφυλλασσομένων των διατάξεων περί διορισμού ομογενών κατά το εδάφ. α΄ της παρούσης παραγράφου ή των αλλοδαπών που έχουν δικαίωμα εγκαταστάσεως στην Ελλάδα. Και,

δ) Κέκτηται ανεπίληπτο ήθος και αναμφισβήτητη αρετή. Περί τούτου αποφαίνεται το Εποπτικό Συμβούλιο βάσει των στοιχείων του φακέλου εκάστου υποψηφίου και μετά προηγούμενη ακρόαση του επιθυμούντος να διορισθεί Ασκούμενος Ορκωτός Ελεγκτής. Η απόφαση περί αποκλεισμού πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη.

2. Στη βαθμίδα του Δόκιμου Ορκωτού Ελεγκτή διορίζεται ο Ασκούμενος Ορκωτός Ελεγκτής, εφόσον έχει ασκήσει αποδεδειγμένα ελεγκτικό έργο επί διετία στη βαθμίδα του Ασκούμενου και επιτύχει στις εξετάσεις επί όλων των θεμάτων της ενότητας Α΄, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 11 του παρόντος. Οι Ασκούμενοι Ορκωτοί Ελεγκτές απαλλάσσονται της εξετάσεως στην ξένη γλώσσα αν έχουν πτυχίο που εκδόθηκε από ΑΕΙ εξωτερικού στο οποίο η διδασκαλία διενεργείται σε μία από τις επίσημες γλώσσες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Το πρώτο εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω με την περίπτωση α της παραγράφου 6 άρθρου 1 του υπ΄ αριθμ. 341/1997 Π.Δ. (ΦΕΚ Β΄232).

3. Στη βαθμίδα του Επίκουρου Ορκωτού Ελεγκτή διορίζεται ο Δόκιμος Ορκωτός Ελεγκτής, εφόσον έχει ασκήσει αποδεδειγμένα ελεγκτικό έργο επί διετία στη βαθμίδα του Δόκιμου και έχει επιτύχει στις εξετάσεις των θεμάτων της ενότητας Β΄, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 11.

Η παρ. 3 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 13 Ν. 3148/2003, ΦΕΚ Α 136/5.6.2003.

4. Στη βαθμίδα του Ορκωτού Ελεγκτή διορίζεται ο Επίκουρος Ορκωτός Ελεγκτής εφόσον έχει ασκήσει αποδεδειγμένα ελεγκτικό έργο επί τριετία στη βαθμίδα του Επίκουρου και έχει επιτύχει στις εξετάσεις της ενότητας Γ΄, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 11 του παρόντος.

Η παράγραφος 4 αντικαταστάθηκε ως άνω με την περίπτωση γ της παραγράφου 6 του υπ΄ αριθμ. 341/21.11.97 Π.Δ. (ΦΕΚ Β΄232).

5. Έλληνας ή υπήκοος κράτους – μέλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή ομογενής που επιθυμεί να εγκατασταθεί στην Ελλάδα προς άσκηση του επαγγέλματος του Ορκωτού Ελεγκτή, διορίζεται μετά από αίτησή του ως Ορκωτός Ελεγκτής, εφ΄ όσον είναι κάτοχος άδειας ασκήσεως επαγγέλματος Ορκωτού Λογιστή ή Ελεγκτή σε άλλο κράτος – μέλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, πληροί τις προϋποθέσεις των εδαφίων γ και δ της παραγράφου 1 και έχει επιτύχει στις εξετάσεις που ορίζονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 11 του παρόντος.

Η παρ. 5 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 2, παρ.5 του Π.Δ. 121/1993 (Α 53).

Η φράση έχει αποδεδειγμένα οκταετή ελεγκτική πείρα απαλείφθηκε από την παρ. 5 με το άρθρο 31 παρ. 2 του Ν. 2093/1992 (ΦΕΚ Α 181).

6. Στην περίπτωση που οποιοσδήποτε από τους προαναφερόμενους, ανεξάρτητα από την βαθμίδα στην οποία είναι διορισμένος, απολέσει κατά την διάρκεια ασκήσεως του ελεγκτικού επαγγέλματος οποιοδήποτε από τα προσόντα και τις προϋποθέσεις των εδαφίων α΄, β΄ και δ΄, ή συντρέξουν στο πρόσωπο του τα υπό στοιχεία γ΄ κωλύματα, διαγράφεται από το Μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο 13 του παρόντος με δεόντως αιτιολογημένη απόφαση του Εποπτικού Συμβουλίου.

7. Οι Ασκούμενοι, Δόκιμοι και Επίκουροι Ορκωτοί Ελεγκτές ασκούν ελεγκτικό έργο απασχολούμενοι με σχέση ιδιωτικού δικαίου αποκλειστικά από Ορκωτούς Ελεγκτές ή από ελεγκτικές εταιρείες ή κοινοπραξίες Ορκωτών Ελεγκτών.

Άρθρο 11
Επαγγελματικές εξετάσεις

1. Οι εξετάσεις διενεργούνται από πενταμελή εξεταστική Επιτροπή, η οποία συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ύστερα από εισήγηση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. Αποτελείται από δύο μέλη Δ.Ε.Π. Α.Ε.Ι., το ένα των οποίων ορίζεται ως Πρόεδρος, στο γνωστικό πεδίο της λογιστικής ή της ελεγκτικής, και από τρία μέλη του Σ.Ο.Ε.Λ.. Η εκπαίδευση των υποψήφιων ορκωτών ελεγκτών μπορεί να γίνει από το Σ.Ο.Ε.Λ., τις Ελεγκτικές Εταιρείες ή από άλλους φορείς οι οποίοι οργανώνουν ειδικά γι΄ αυτόν το σκοπό σεμινάρια. Η διενέργεια των εξετάσεων, η σύσταση και λειτουργία της Εξεταστικής Επιτροπής, και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.

Η παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 13 Ν. 3148/2003, ΦΕΚ Α 136/5.6.2003.

2. Η παράγραφος 2 καταργήθηκε με το άρθρο 2, παρ.2 του Π.Δ. 121/1993 (Α 53).

3. Οι γνώσεις των υποψηφίων εξετάζονται στους ακολούθους τομείς, σε τρείς ενότητες:

ΕΝΟΤΗΤΑ Α

(α) Λογιστική 1 (Γενική λογιστική και λογιστική εταιριών).

(β) Ελεγκτική 1 (Αρχές και μέθοδοι της Ελεγκτικής).

(γ) Φορολογία 1 (Κώδικας Φορολογικών Στοιχείων).

(δ) Στοιχεία Αστικού και Εμπορικού Δικαίου.

(ε) Μαθηματικά και Στατιστικές Μέθοδοι.

(στ) Μία από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, πλην της Ελληνικής, της οποίας να αποδεικνύεται η επαρκής γνώση και ικανότητα χρησιμοποιήσεώς της.

(ζ) Οικονομική των επιχειρήσεων πολιτική οικονομία και χρηματοοικονομικά.

(η) Βασικές αρχές της οικονομικής διαχείρισης των επιχειρήσεων.

ΕΝΟΤΗΤΑ Β

(θ) Λογιστική 2 (Βιομηχανική και Διοικητική λογιστική)

(ι) Λογιστικά Πρότυπα και Σχέδια (Ελληνικό Γενικό Λογιστικό Σχέδιο, Κλαδικά Εθνικά Λογιστικά Σχέδια, Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα).

(ια) Δίκαιο Εταιριών και Πτωχευτικό Δίκαιο.

(ιβ) Λογιστικές Εφαρμογές της Πληροφορικής

(ιγ) Ελεγκτική 2 (Εσωτερικός έλεγχος).

ΕΝΟΤΗΤΑ Γ

(ιδ) Ελεγκτική 2 (Διαμόρφωση και διατύπωση πορισμάτων ελέγχου, ειδικοί έλεγχοι, επαγγελματική δεοντολογία).

(ιε) Λογιστική 3 (Ανάλυση οικονομικών καταστάσεων).

(ιστ) Φορολογία 2 (Εξειδικευμένα θέματα φορολογίας εισοδήματος και λοιποί φόροι).

(ιζ) Εργατικό δίκαιο (συμπεριλαμβανομένου του δικαίου της κοινωνικής ασφαλίσεως).

(ιη) Λογιστική 4 (Ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις).

Η παράγραφος 2, όπως είχε αναριθμηθεί με την παράγραφο 2 του άρθρου 2 του Π.Δ. 121/93 και είχε τροποποιηθεί με την παράγραφο 6 άρθρου 2 ιδίου διατάγματος, τροποποιήθηκε ως άνω με την περίπτωση α της παραγράφου 7 άρθρου 1 του υπ΄ αριθμ. 341/21.11.97 Π.Δ. (ΦΕΚ Β΄232).

4. Τα υπό στοιχεία (γ), (δ), (ια), (ιστ) και (ιζ) γνωστικά αντικείμενα περιλαμβάνονται στην ειδική γραπτή δοκιμασία στην οποία υποβάλλονται οι επιθυμούντες την εγγραφή τους στο ελληνικό Μητρώο ορκωτών Ελεγκτών, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 10, για την άσκηση του επαγγέλματος τους στην Ελλάδα.

Η παράγραφος αντικαταστάθηκε ως άνω με την περίπτωση β της παραγράφου 7 άρθρου 1 του υπ΄ αριθμ. 341/21.11.97 ΠΔ (ΦΕΚ Β΄232), η οποία θεωρούμε ότι εκ παραδρομής αναφέρεται ως παράγραφος 4 ενώ πρόκειται για την παράγραφο 3.

5. Οι εξετάσεις για το διορισμό στις βαθμίδες του Δόκιμου Ορκωτού Ελεγκτή, του Επίκουρου Ορκωτού Ελεγκτή και του Ορκωτού Ελεγκτή περιλαμβάνουν, αντίστοιχα, όλα τα θέματα των ενοτήτων Α, Β και Γ.

Κάθε έτος, οι ενδιαφερόμενοι που διαθέτουν τα απαραίτητα προσόντα, προϋποθέσεις και προϋπηρεσία, μπορούν να εξετάζονται στις αντίστοιχες ενότητες γνωστικών αντικειμένων κατά την παραπάνω σειρά.

“Κατ΄ εξαίρεση, και επιφυλασσομένων των λοιπών προϋποθέσεων περί διορισμού στις βαθμίδες του Δοκίμου Ορκωτού Ελεγκτή, του Επίκουρου Ορκωτού Ελεγκτή και του Ορκωτού Ελεγκτή, όσοι εκ των υποψηφίων επιθυμούν, μπορούν να συμμετάσχουν και στις εξετάσεις γνωστικών αντικειμένων επόμενων ενοτήτων, υπό την προϋπόθεση επιτυχούς δοκιμασίας σε όλα τα αντικείμενα της προηγούμενης ενότητας.

Οι αποτυχόντες τρείς φορές στις εξετάσεις μιας ενότητας αποκλείονται των περαιτέρω εξετάσεων.

Η παράγραφος αντικαταστάθηκε ως άνω με την περίπτωση γ της παραγράφου 7 άρθρου 1 του υπ΄ αριθμ. 341/1997 Π.Δ. (ΦΕΚ Β΄232), η οποία θεωρούμε ότι εκ παραδρομής αναφέρεται ως παράγραφος 5 ενώ πρόκειται για την παράγραφο 4.

Το προτελευταίο εδάφιο της παρ.5 προστέθηκε με το άρθρο 13 Ν. 3148/2003, ΦΕΚ Α 136/5.6.2003.

Άρθρο 12
Ορκωμοσία
Πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους και την εγγραφή τους στα κατά το άρθρο 13 Μητρώα, τα μέλη του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών δίνουν τον ακόλουθο όρκο: “Ορκίζομαι να τηρώ κατά την άσκηση του επαγγέλματός μου, επακριβώς το Σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους, καθώς και τους δεοντολογικούς κανόνες που διέπουν το επάγγελμα του Ορκωτού Ελεγκτή και να εκτελώ τίμια και ευσυνείδητα τα καθήκοντά μου.

Άρθρο 13
Μητρώο Ορκωτών Ελεγκτών

1. Το μητρώο Ορκωτών Ελεγκτών είναι δημόσιο βιβλίο στο οποίο εγγράφονται τα διοριζόμενα μέλη του Σώματος και σημειώνονται όλα τα στοιχεία της επαγγελματικής τους καταστάσεως μέχρι την αποχώρηση ή την έξοδό τους από το επάγγελμα του Ορκωτού Ελεγκτή. Η εγγραφή στο Μητρώο παρέχει το δικαίωμα στον εγγραφόμενο προς άσκηση του επαγγέλματος και συνεπάγεται τις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις που καθορίζονται γι΄ αυτό με τις διατάξεις του παρόντος.

2. Το Μητρώο είναι ενιαίο για τους Ορκωτούς Ελεγκτές όλης της Χώρας και τηρείται από το Εποπτικό Συμβούλιο του Σώματος.

3. Στο Μητρώο Ορκωτών Ελεγκτών εγγράφονται τα πρόσωπα της παραγράφου 5 του άρθρου 10, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από την παράγραφο αυτή. Για την εγγραφή τους αποφασίζει το Εποπτικό Συμβούλιο.

Η παράγραφος 3 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παράγραφο 8 άρθρου 1 του υπ΄ αριθμ. 341/21.11.97 Π.Δ. (ΦΕΚ Β΄232).

4. Πίνακας με τις επωνυμίες και τις διευθύνσεις όλων των εταιριών ή κοινοπραξιών ελεγκτών, που είναι εγγεγραμμένες στο ειδικό μητρώο της επόμενης παραγράφου 5, καθώς και πίνακας με τα ονόματα των Ορκωτών Ελεγκτών της κάθε εταιρίας ή κοινοπραξίας βρίσκεται στη διάθεση του κοινού, στην έδρα και στα τυχόν άλλα γραφεία του Σ.Ο.Ε..

Η παράγραφος 4 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παράγραφο 9 άρθρου 1 του υπ΄ αριθμ. 341/21.11.97 Π.Δ. (ΦΕΚ Β΄232).

5. Οι κατά το άρθρο 17 συνιστώμενες εταιρείες ή κοινοπραξίες Ελεγκτών εγγράφονται παράλληλα προς την εγγραφή των επί μέρους μετόχων ή εταίρων σε ιδιαίτερη μερίδα του Μητρώου. Η εγγραφή περιλαμβάνει τα ονόματα και τις διευθύνσεις των μελών της διοικήσεως της εταιρείας ή κοινοπραξίας Ελεγκτών.

6. Σε ειδικό μητρώο, ξεχωριστά για κάθε βαθμίδα, εγγράφονται και οι Επίκουροι, Δόκιμοι και Ασκούμενοι Ορκωτοί Ελεγκτές. Τα ανωτέρω οριζόμενα τηρούνται αναλόγως και για τα ειδικά αυτά μητρώα.

Άρθρο 14
Πλεονεκτήματα απορρέοντα από την χρησιμοποίηση Ορκωτών Ελεγκτών

1. Ανώνυμες εταιρείες που προσλαμβάνουν τους Ελεγκτές τους από το Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών, απολαύουν των κατά το άρθρο 37α του Κ.Ν. 2190/1920, “περί Ανωνύμων Εταιρειών”, πλεονεκτημάτων.

2. Ο κατά τα άρθρα 40α έως 40ε του Κ.Ν. 2190/1920 διατασσόμενος έλεγχος διαχειρίσεως των ανωνύμων εταιρειών ανατίθεται υποχρεωτικώς σε Ορκωτό ή Ορκωτούς Ελεγκτές, εφόσον η ελεγχόμενη εταιρεία έχει τακτικό ελεγκτή εκ του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών.

Σε κάθε άλλη περίπτωση έχουν πλήρη εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 40α έως 40ε του Κ.Ν. 2190/1920.

3. Για τις επιχειρήσεις οι οποίες υποχρεωτικώς ή προαιρετικώς χρησιμοποιούν Ορκωτό Ελεγκτή, το μετά τον έλεγχο δυνάμενο να εκδοθεί ειδικό πιστοποιητικό που αναφέρεται στο ποσό των καταβληθέντων μισθών και ημερομισθίων και στις αποδοχές εν γένει του απασχοληθέντος προσωπικού απαλλάσσει τις επιχειρήσεις οιουδήποτε επανελέγχου επί του σημείου τούτου εκ μέρους ασφαλιστικού οργανισμού.

4. Ο Προϊστάμενος της αρμόδιας Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών, προκειμένου να καθορίσει την φορολογική υποχρέωση των ανωνύμων εταιρειών, μπορεί να περιορισθεί και να λάβει υπ΄ όψη του αποκλειστικώς τα παρά του Ορκωτού Ελεγκτή εκδιδόμενο ειδικό πιστοποιητικό ελέγχου περί του φορολογητέου εισοδήματος της επιχειρήσεως, εφόσον στο εν λόγω πιστοποιητικό γίνεται ρητή μνεία ότι εκδίδεται για φορολογικούς σκοπούς και ότι κατά τον έλεγχο των οικονομικών αποτελεσμάτων ελήφθησαν υπόψη οι διατάξεις των νόμων περί φορολογίας εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, καθώς και οποιαδήποτε άλλη διάταξη σχετική νόμου. Στην περίπτωση αυτή, ο Ορκωτός Ελεγκτής οφείλει να παράσχει στον Προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. κάθε πληροφορία ή εξήγηση την οποία ο τελευταίος ήθελε ζητήσει σε σχέση με τον τρόπο τηρήσεως των βιβλίων και στοιχείων, τις εγγραφές που έγιναν σ΄ αυτά και γενικώς κάθε αναγκαίο στοιχείο ή διευκρίνιση, για τον προσδιορισμό της φορολογικής ύλης.

5. Οι ελληνικές ανώνυμες εταιρίες που δεν υπόκεινται στον υποχρεωτικό έλεγχο Ορκωτών Ελεγκτών, μπορούν να εκλέγουν τους τακτικούς ελεγκτές τους σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18. Στην περίπτωση αυτή, η εκλεγόμενη εταιρία ή κοινοπραξία ελεγκτών μπορεί να διορίζει ένα μόνο Ορκωτό Ελεγκτή προς διενέργεια του τακτικού ελέγχου, αντί των προβλεπόμενων δύο τουλάχιστον τακτικών ελεγκτών.

Οι διατάξεις των άρθρων 16 και 18 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως και σε κάθε περίπτωση που η ελεγχόμενη μονάδα χρησιμοποιεί προαιρετικά τις υπηρεσίες Ορκωτού Ελεγκτή για τη διενέργεια τακτικού ελέγχου επί της οικονομικής διαχειρίσεως και των οικονομικών καταστάσεών της.

Η παράγραφος 5 προστέθηκε με την παράγραφο 10 άρθρου 1 του υπ΄ αριθμ. 341/21.11.97 Π.Δ. (ΦΕΚ Β΄232)

Άρθρο 15
Ασυμβίβαστα – Απαγορεύσεις

1. Το επάγγελμα του Ορκωτού Ελεγκτή είναι ασυμβίβαστο προς:

α) Την ιδιότητα του εμπόρου,

β) την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου ή υπαλλήλου ν.π.δ.δ., δικηγόρου ή συμβολαιογράφου,

γ) οποιαδήποτε έμμισθη υπηρεσία σε ιδιωτική επιχείρηση ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, ή οργανισμό ή την ιδιότητα του διοικητικού συμβούλου ανωνύμων εταιρειών ή διαχειριστού ΕΠΕ, πλην των συνιστωμένων κατά το άρθρο 17 του παρόντος και

δ) την τήρηση λογιστικών βιβλίων, και

ε) κάθε άλλη περίπτωση όπου υφίσταται ασυμβίβαστο από την κείμενη νομοθεσία.

Τα ασυμβίβαστα των εδαφίων (γ), (δ) και (ε) συντρέχουν και στις εταιρείες του άρθρου 17 του παρόντος.

2. Η ιδιότητα του συνδίκου πτωχεύσεως ή του εκκαθαριστού ή του προσωρινού επιτρόπου δεν είναι ασυμβίβαστη προς το επάγγελμα του Ορκωτού Ελεγκτή. Επίσης δεν είναι ασυμβίβαστη προς την ιδιότητα του μέλους του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών η διδασκαλία θεμάτων Λογιστικής και Ελεγκτικής εφόσον δεν ασκείται κατ΄ επάγγελμα και εφόσον παρέχεται προς τούτο άδεια από το Εποπτικό Συμβούλιο.

Δεν είναι ασυμβίβαστη με το επάγγελμα του Ορκωτού Ελεγκτή η διενέργεια ειδικού ελέγχου επί ορισμένων θεμάτων. Ο διενεργήσας τον ειδικό έλεγχο καθώς και εταιρία ή Κοινοπραξία Ελεγκτών της οποίας είναι αυτός εταίρος, διαχειριστής ή μέτοχος αποκλείονται της ασκήσεως του τακτικού ελέγχου της οικονομικής διαχειρίσεως και των οικονομικών καταστάσεων της επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή οργανισμού του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα όπου διενεργήθηκε ο ειδικός έλεγχος κατά τη διάρκειά του και ένα έτος μετά την περάτωσή του. Ως ειδικός έλεγχος επί ορισμένων θεμάτων νοείται κυρίως η διενέργεια ειδικής πραγματογνωμοσύνης κατ΄εντολή δικαστηρίου και η αναμόρφωση ή προσαρμογή των λογαριασμών και των οικονομικών καταστάσεων προς αλλοδαπά ή διεθνή λογιστικά και ελεγκτικά πρότυπα.

Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 15 προστέθηκε με την περίπτωση α της παραγράφου 11 άρθρου 1 του υπ΄ αριθμ. 341/21.11.97 Π.Δ. (ΦΕΚ Β΄ 232).

3. Στον Ορκωτό Ελεγκτή απαγορεύεται η απόκτηση καθ΄ οιοδήποτε τρόπο μετοχών της ελεγχομένης από αυτόν εταιρείας, ο προς αυτήν δανεισμός ή αντιστρόφως, καθώς και η παροχή εγγυήσεως προς τρίτον από αυτήν υπέρ του ελέγχοντος ή αντιστρόφως.

4. Απαγορεύεται στον Ορκωτό Ελεγκτή η ατομικώς η δια τρίτου ανάληψη και διενέργεια οποιασδήποτε ελεγκτικής η άλλης εργασίας, που δεν του ανατέθηκε από εταιρία ή κοινοπραξία ελεγκτών στην οποία ανήκει.

Επίσης, απαγορεύεται σε κάθε εταιρία ή κοινοπραξία ελεγκτών, η ασφαλιστική κάλυψη αυτής ή των μετόχων, εταίρων ή κοινοπρακτούντων μελών της, σε ελεγχόμενη απ΄ αυτή ασφαλιστική εταιρία για ευθύνη αναφερόμενη στην παράγραφο 1 του άρθρου 19.

Η παράγραφος 4 αντικαταστάθηκε ως άνω με την περίπτωση β της παραγράφου 11 άρθρου 1 του υπ΄ αριθμ. 341/21.11.97 Π.Δ. (ΦΕΚ Β΄232).

5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως σε όλο το ελεγκτικό προσωπικό.

Άρθρο 16
Ελεγκτικό Έργο

1. Ο τακτικός έλεγχος των οικονομικών καταστάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 3 του παρόντος, συνίσταται στην εξέταση από Ορκωτό Ελεγκτή των τηρουμένων βιβλίων και των αναγκαίων νομίμων δικαιολογητικών και παραστατικών στοιχείων και αποβλέπει στην διακρίβωση του κατά πόσον οι ελεχθείσες οικονομικές καταστάσεις εμφανίζουν ακριβοδίκαια την οικονομική θέση της ελεγχόμενης μονάδας κατά την ημερομηνία συντάξεως του ισολογισμού της και τα αποτελέσματα των εργασιών της κατά την ελεγχόμενη περίοδο. Ο Ορκωτός Ελεγκτής τεκμηριώνει τις παρατηρήσεις και το πόρισμά του με τα φύλλα εργασίας τα οποία υποχρεούται να διαφυλλάσσει επί μία πενταετία από την ημερομηνία εκδόσεως του πιστοποιητικού ελέγχου. Η γνώμη του διενεργήσαντος τον έλεγχο Ορκωτού Ελεγκτή διατυπώνεται στο συντασσόμενο από αυτόν “πιστοποιητικό” ή “έκθεση” ελέγχου. Το “πιστοποιητικό” ή “έκθεση” ελέγχου υποβάλλονται στον εντολέα του ελέγχου.

Ειδικότερα:

α) Ο Ορκωτός Ελεγκτής υποχρεώνεται να υποβάλλει στη Γενική Συνέλευση των μετόχων ή εταίρων, από την οποία ανατέθηκε σ΄ αυτόν η διενέργεια ελέγχου, το “πιστοποιητικό ελέγχου”, το οποίο πρέπει να περιλαμβάνει όσα ορίζονται από το άρθρο 37 του Κωδ. Ν. 2190/1920 και το οποίο επέχει τη θέση της εκθέσεως ελέγχου που προβλέπεται από το άρθρο αυτό. Διαπιστώσεις του Ορκωτού Ελεγκτή οι οποίες δεν επηρεάζουν την οικονομική κατάσταση και τα αποτελέσματα χρήσεως, όπως αυτά προκύπτουν από τις δημοσιευόμενες αντίστοιχες λογιστικές καταστάσεις (Ισολογισμός, Αποτελέσματα Χρήσεως και Διάθεση Κερδών κ.λπ.) ή παρατηρήσεις του για τη βελτίωση του συστήματος οργανώσεως ή λειτουργίας της εταιρείας, γνωστοποιούνται προς τη διοίκηση της ελεγχόμενης μονάδας με τις σχετικές υποδείξεις. Το εκδιδόμενο πιστοποιητικό ή έκθεση ελέγχου κοινοποιείται και στο διοικητικό συμβούλιο ή τον διαχειριστή της ελεγχόμενης μονάδας.

β) Ο Ορκωτός Ελεγκτής που διενήργησε τον έλεγχο της διαχειρίσεως Οργανισμών ή Επιχειρήσεων, το Κεφάλαιο των οποίων ανήκει κατά πλειοψηφία στο Δημόσιο, υποβάλλει στο Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού ή της Επιχειρήσεως και στον αρμόδιο σε κάθε περίπτωση Υπουργό έκθεση με τα πορίσματα του ελέγχου και τις αναγκαίες υποδείξεις. Αν πρόκειται περί νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, η ανωτέρω έκθεση υποβάλλεται στην εποπτεύουσα αρχή.

γ) Αντίγραφο του πιστοποιητικού ή της εκθέσεως ελέγχου υποβάλλονται και στο Εποπτικό Συμβούλιο.

2. Ο Ορκωτός Ελεγκτής καθορίζει την έκταση του ελέγχου του σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 37 του Κ.Ν. 2190/1920, των επαγγελματικών κανόνων και Ελεγκτικών προτύπων. Ο έλεγχος πρέπει να καλύπτει επαρκώς όλες τις πτυχές της ελεγχόμενης μονάδας που σχετίζονται με τις ελεγχόμενες οικονομικές καταστάσεις. Για να διαμορφώσει το πόρισμά του επί των οικονομικών καταστάσεων, ο Ορκωτός Ελεγκτής πρέπει να διαπιστώνει την επάρκεια και αξιοπιστία των λογιστικών βιβλίων και στοιχείων καθώς και των άλλων πηγών πληροφοριών στις οποίες βασίζεται η σύνταξη των οικονομικών καταστάσεων. Κατά την διαμόρφωση του πορίσματός του ο Ορκωτός Ελεγκτής πρέπει ακόμη να κρίνει αν τα δεδομένα της διαχειρίσεως απεικονίζονται ακριβοδίκαια στις οικονομικές καταστάσεις. Ο Ορκωτός Ελεγκτής αξιολογεί την αξιοπιστία και επάρκεια των πληροφοριών που περιέχονται στα λογιστικά βιβλία και στοιχεία και στις άλλες πηγές πληροφοριών με:

α) Την μελέτη και αξιολόγηση των λογιστικών συστημάτων και των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου επί των οποίων έχει πρόθεση να βασίσει την εξέταση τούτων για να καθορίσει την φύση, έκταση και εφαρμογή των Ελεγκτικών διαδικασιών και τεκμηριώσεων.

β) Την διενέργεια ελέγχων, την εξασφάλιση επεξηγήσεων και την εφαρμογή επαληθευτικών διαδικασιών επί των λογιστικών πράξεων και των υπολοίπων των λογαριασμών, στον βαθμό που κρίνει σε κάθε περίπτωση αναγκαίο.

Ο Ορκωτός Ελεγκτής κρίνει αν οι σχετικές πληροφορίες και τα πραγματικά δεδομένα απεικονίζονται ακριβοδίκαια με:

α) Την αντιπαράθεση των οικονομικών καταστάσεων προς τα λογιστικά βιβλία και στοιχεία και τις άλλες πηγές πληροφοριών.

β) Την κριτική εξέταση των αποφάσεων της διοικήσεως που σχετίζονται με την σύνταξη των οικονομικών καταστάσεων. Ο Ορκωτός Ελεγκτής αξιολογεί την επιλογή και την συνεπή ή μη εφαρμογή των λογιστικών αρχών, τον τρόπο ταξινομήσεως των πληροφοριών και πραγματικών δεδομένων και την επάρκεια και πληρότητα των παρεχομένων στοιχείων.

Οι τυχόν περιορισμοί στην έκταση του ελέγχου των οικονομικών καταστάσεων, που εμποδίζουν τον Ορκωτό Ελεγκτή να διατυπώσει το πόρισμά του χωρίς επιφυλάξεις, πρέπει ν΄ αναφέρονται ρητά στο πιστοποιητικό ή την έκθεση ελέγχου. Στο τμήμα του πιστοποιητικού ή της εκθέσεως ελέγχου, όπου διατυπώνεται το πόρισμα του Ορκωτού Ελεγκτή, θα πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή ότι ο Ορκωτός Ελεγκτής καταλήγει στο πόρισμά του με ή χωρίς επιφυλάξεις, ή ότι ούτος δεν είναι σε θέση να καταλήξει σε πόρισμα επί των οικονομικών καταστάσεων. Το πιστοποιητικό ή η έκθεση ελέγχου υπογράφονται από τον Ορκωτό Ελεγκτή.

3. Οι ενεργούντες έλεγχο ή πραγματογνωμοσύνη, κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 του παρόντος, Ορκωτοί Ελεγκτές έχουν το δικαίωμα, κατά την διάρκεια της εκτελέσεως του έργου τους και σε οποιοδήποτε χρόνο κρίνουν αναγκαίο να συνεπικουρούνται από Επίκουρους, Δόκιμους και Ασκούμενους Ορκωτούς Ελεγκτές, να λαμβάνουν γνώση και να ελέγχουν οποιοδήποτε βιβλίο ή λογαριασμό ή τα στοιχεία που περιέχονται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και κρίνονται αναγκαία για την συναγωγή του πορίσματός τους. Επίσης μπορούν να ζητήσουν οποιαδήποτε συμπληρωματικά στοιχεία ή πληροφορίες και διευκρινήσεις από όργανα διοικήσεως ή τα στελέχη και τους υπαλλήλους της ελεγχομένης μονάδας κ.λπ. που είναι αναγκαίες για την διακρίβωση των εξαγομένων αποτελεσμάτων.

4. Ο Ορκωτός Ελεγκτής υποχρεούται να τηρεί απόλυτη εχεμύθεια περί των όσων λαμβάνει γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Την υποχρέωση αυτή έχουν επίσης τόσο το ελεγκτικό όσο και το λοιπό προσωπικό που απασχολεί ο Ορκωτός Ελεγκτής.

Άρθρο 17
Εταιρείες ή κοινοπραξίες Ελεγκτών

1. “Το Εποπτικό Συμβούλιο εγγράφει στην ιδιαίτερη μερίδα του μητρώου της παραγράφου 5 του άρθρου 13 μόνο τις εταιρίες ή κοινοπραξίες δύο τουλάχιστον Ορκωτών Ελεγκτών (ελεγκτικούς φορείς) που πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις.

Το εδάφιο αντικαταστάθηκε ως άνω με την περίπτωση α της παραγράφου 12 άρθρου 1 του υπ΄ αριθμ. 341/1997 Π.Δ. (ΦΕΚ Β΄232).

α) Σε περίπτωση σύστασης εταιρείας περιωρισμένης ευθύνης, προσωπικής εταιρείας ή κοινοπραξίας άπαντες οι εταίροι και οι διαχειριστές πρέπει να είναι Ορκωτοί Ελεγκτές εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Ορκωτών Ελεγκτών.

β) Σε περίπτωση σύστασης ανωνύμου εταιρείας οι μετοχές αυτής πρέπει να είναι ονομαστικές και άπαντες οι μέτοχοι και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου να είναι Ορκωτοί Ελεγκτές εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Ορκωτών Ελεγκτών.

γ) Η εταιρία ή κοινοπραξία ελεγκτών πρέπει να έχει πλήρη οικονομική και λειτουργική αυτοτέλεια και ανεξαρτησία από οποιοδήποτε ελεγχόμενο ή άλλο νομικό ή φυσικό πρόσωπο, καθώς και επαρκή δύναμη σε ελεγκτικό προσωπικό για την καλή και έγκαιρη εκτέλεση των αναλαμβανομένων ελέγχων.

δ) Αντίγραφο του αρχικού και κάθε τροποποίησης καταστατικού ή άλλου ανάλογου η σχετικού εγγράφου, που κανονίζει και διέπει τα της εταιρίας ή κοινοπραξίας ελεγκτών, υποβάλλεται στο Εποπτικό Συμβούλιο, μαζί με ονομαστικό κατάλογο που περιλαμβάνει τους αριθμούς μητρώου ΣΟΕ όλων των μετόχων ή εταίρων ή κοινοπρακτούντων μελών της, καθώς και όλων των λοιπών Ορκωτών Ελεγκτών και των Επίκουρων, των Δόκιμων και των Ασκούμενων Ορκωτών Ελεγκτών, που ανήκουν στη δύναμη του ελεγκτικού προσωπικού της και παρέχουν αποκλειστικά σ΄αυτή τις υπηρεσίες τους ως ελεύθεροι επαγγελματίες ή με σχέση εξαρτημένης εργασίας.

Τα εδάφια γ και δ προστέθηκαν με την περίπτωση β της παραγράφου 12 άρθρου 1 του υπ΄ αριθμ. 341/1997 Π.Δ. (ΦΕΚ Β΄232).

Εξαίρεση από τον περιορισμό αυτόν ισχύει μόνο για πρόσωπα τα οποία έχουν άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος του Ορκωτού Λογιστή ή Ελεγκτή σε μία από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, με την προϋπόθεση ότι τα πρόσωπα αυτά δεν μπορούν να κατέχουν συνολικά ποσοστό μεγαλύτερο του 49% του εταιρικού κεφαλαίου ή των ψήφων της κοινοπραξίας.

2. Είσοδος νέων εταίρων ή μετόχων ή η μεταβίβαση εταιρικών μεριδίων ή μετοχών εταιρειών ή κοινοπραξιών Ελεγκτών επιτρέπεται μόνο σε Ορκωτούς Ελεγκτές εγγεγραμμένους στο Μητρώο και μόνο κατόπιν συμφωνίας των λοιπών μετόχων ή εταίρων, εφ΄ όσον το καταστατικό δεν προβλέπει ειδική πλειοψηφία προς λήψη αποφάσεως επί του θέματος αυτού. Η αποχώρηση εταίρου ή μετόχου επιτρέπεται πάντοτε μετά από προηγούμενη έγγραφη γνωστοποίηση στην εταιρεία και το Εποπτικό Συμβούλιο. Η αποχώρηση είναι υποχρεωτική στην περίπτωση διαγραφής του Ορκωτού Ελεγκτή από το Μητρώο για οποιονδήποτε λόγο ή αιτία.

3. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν εγκρίνεται από τους υπολοίπους εταίρους ή μετόχους η μεταβίβαση του μεριδίου ή των μετοχών του αποχωρούντος ή αποβιώσαντος εταίρου ή μετόχου σε τρίτο, ή δεν συμφωνείται η αγορά αυτών από ορισμένους ή όλους τους υπολοίπους η οφειλόμενη στον αποχωρούντα ή στους κληρονόμους του αποβιώσαντος αποζημίωση καθορίζεται από Ορκωτό Ελεγκτή κοινής αποδοχής ή, σε περίπτωση μη συμφωνίας, επιλεγόμενο από το Εποπτικό Συμβούλιο μετά από αίτηση του παραπάνω εταίρου ή μετόχου ή των καθολικών διαδόχων αυτού.

4. Η αποβολή εταίρου ή μετόχου επιτρέπεται μόνο για σπουδαίο λόγο και γίνεται με ομόφωνη απόφαση όλων των λοιπών εταίρων ή μετόχων, εφ΄ όσον το καταστατικό δεν προβλέπει ειδική πλειοψηφία επί του θέματος. Σπουδαίος λόγος θεωρείται ιδίως η βαρεία παράβαση των κανόνων ασκήσεως του επαγγέλματος και η ανικανότητα στην άσκησή του, που είχε ως αποτέλεσμα την μείωση του κύρους και της φήμης της εταιρείας. Σε περίπτωση αμφισβητήσεως της συνδρομής σοβαρού λόγου, αποφαίνεται το Εποπτικό Συμβούλιο, κατόπιν προσφυγής του αποβαλλομένου εταίρου ή μετόχου.

5. Οι Ορκωτοί Ελεγκτές επιτρέπεται να συμμετέχουν σε μία μόνο εταιρεία ή κοινοπραξία Ελεγκτών.

Άρθρο 18
Ανάθεση του ελέγχου Αμοιβή

1α. Για κάθε τακτικό έλεγχο της παραγράφου 1 του άρθρου 3, τα κατά νόμον αρμόδια όργανα εκλέγουν σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις μία τουλάχιστον από τις εταιρίες η κοινοπραξίες ελεγκτών που είναι εγγεγραμμένες στο ειδικό Μητρώο της παραγράφου 5 του άρθρου 1 3, η οποία αναθέτει την ευθύνη του συγκεκριμένου ελέγχου σε έναν τουλάχιστον Ορκωτό Ελεγκτή, διορίζοντάς τον για το σκοπό αυτό με τον αναπληρωματικό του.

β. Κάθε οικονομική μονάδα που υπόκεινται στην υποχρέωση τακτικού ελέγχου μπορεί να ζητήσει από μια η περισσότερες εταιρίες ή κοινοπραξίες ελεγκτών πίνακα των Ορκωτών Ελεγκτών, που ανήκουν στη δύναμή της. Από τον πίνακα αυτό, η προς έλεγχο μονάδα μπορεί να προτείνει στην εκλεγόμενη εταιρία η κοινοπραξία το διορισμό ενός ή περισσοτέρων Ορκωτών Ελεγκτών, με τους αναπληρωματικούς τους. Η εταιρία ή κοινοπραξία ελεγκτών αποφασίζει για την αποδοχή ή μη της πρότασης αυτής.

γ. Η κατά τα άνω εκλογή εταιρίας ή κοινοπραξίας και ο διορισμός Ορκωτού Ελεγκτή ή Ελεγκτών, υπόκειται στις ρυθμίσεις και τους περιορισμούς των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

2. Κατά την ανάληψη των ελέγχων που προβλέπονται από την προηγούμενη παράγραφο 1 διασφαλίζεται η ανεξαρτησία από την ελεγχόμενη μονάδα, τόσο της εκλεγόμενης εταιρίας ή κοινοπραξίας ελεγκτών, όσο και του διοριζόμενου τακτικού ελεγκτή, καθώς και η δυνατότητα καλής και έγκαιρης εκτέλεσης του κάθε αναλαμβανόμενου ελέγχου. Ειδικότερα:

α. Η ανάληψη οποιουδήποτε τακτικού ελέγχου γίνεται με την προϋπόθεση ότι η αμοιβή του συγκεκριμένου ελέγχου δεν υπερβαίνει το ένα δέκατο του συνόλου των εσόδων που πραγματοποίησε η εκλεγόμενη εταιρία ή κοινοπραξία κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δωδεκάμηνης διαχειριστικής χρήσης. Κατά την πρώτη εφαρμογή της διάταξης αυτής από κάθε εταιρία ή κοινοπραξία εγγραφόμενη στο Μητρώο του Σ.Ο.Ε., ως σύνολο εσόδων της προηγούμενης δωδεκάμηνης διαχειριστικής χρήσης της λαμβάνεται το γινόμενο του συνόλου της ανώτατης επιτρεπόμενης ετήσιας απασχόλησης των Ορκωτών Ελεγκτών και του βοηθητικού ελεγκτικού προσωπικού της, επί το εκάστοτε ισχύον ενιαίο ωρομίσθιο της ίδια εταιρίας ή κοινοπραξίας ελεγκτών.

β. Η ανάθεση του τακτικού ελέγχου μιας οικονομικής μονάδας σε συγκεκριμένο Ορκωτό Ελεγκτή γίνεται για μια διαχειριστική χρήση και δεν μπορεί να επαναλαμβάνεται για περισσότερες από τέσσερις συνεχείς χρήσεις, στις οποίες συνυπολογίζονται οι χρήσεις για τις οποίες είχε ανατεθεί η διενέργεια τακτικού ελέγχου πριν την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Κατ΄ εξαίρεση, το Εποπτικό Συμβούλιο μπορεί να εγκρίνει το διορισμό του ίδιου Ορκωτού Ελεγκτή για μια επιπλέον χρήση, εφόσον κρίνει την παράταση αυτή αναγκαία. Επίσης, για μια τριετία ύστερα από τη λήξη αναστολής χορηγηθείσας κατά τις διατάξεις του άρθρου 22, απαγορεύεται η από μέρους του επανερχόμενου μέλους του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών ανάληψη του τακτικού ελέγχου οικονομικής μονάδας ή συνδεμένης με αυτή επιχείρησης, στην οποία το μέλος αυτό είχε προσφέρει υπηρεσίες με οποιονδήποτε τρόπο κατά τη διάρκεια της αναστολής του.

Το πρώτο εδάφιο της περ. β΄ αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 13 Ν. 3148/2003, ΦΕΚ Α 136/5.7.2003.

γ. Η συνολική απασχόληση Ασκούμενου ή Ασκούμενων Ορκωτών Ελεγκτών σε κάθε συγκεκριμένο έλεγχο δεν υπερβαίνει το σύνολο των ωρών απασχόλησης του Ορκωτού Ελεγκτή και του λοιπού ελεγκτικού προσωπικού του στον ίδιο έλεγχο.

3α. Στην κατά την παράγραφο 1 εκλεγόμενη εταιρία ή κοινοπραξία ελεγκτών αποστέλλεται έγγραφη ειδοποίηση-εντολή από τη διοίκηση της προς έλεγχο μονάδας, μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την ημερομηνία της εκλογής. Στην εντολή περιλαμβάνεται και το όνομα ή τα ονόματα των Ορκωτών Ελεγκτών, που ενδεχομένως προτείνονται από την προς έλεγχο μονάδα.

β. Η εκλεγόμενη εταιρία ή κοινοπραξία οφείλει να αποποιηθεί αμέσως την εκλογή της, αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των περιπτ. α΄ ή γ, της προηγούμενης παραγράφου 2, γνωστοποιώντας την αποποίησή της και στο Εποπτικό Συμβούλιο. Η παράλειψη της υποχρέωσης αυτής συνεπάγεται την επιβολή χρηματικής ποινής σε βάρος της εταιρίας ή κοινοπραξίας ελεγκτών από δρχ. πέντε εκατομμύρια (5.000.000) μέχρι το τριπλάσιο της ελάχιστης αμοιβής ελέγχου, όπως αυτή προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 6. Για την παράλειψη και την έκταση της χρηματικής ποινής αποφασίζει το Πειθαρχικό Συμβούλιο.

γ. Αν η εταιρία ή κοινοπραξία ελεγκτών δεν αποποιείται τον έλεγχο, οφείλει μέσα σε ένα μήνα από τη λήψη της εντολής να γνωστοποιήσει στην προς έλεγχο μονάδα και στο Εποπτικό Συμβούλιο το όνομα του Ορκωτού Ελεγκτή ή Ελεγκτών, στους οποίους ανέθεσε την ευθύνη του συγκεκριμένου ελέγχου, καθώς και τις προυπολογιζόμενες ώρες πραγματοποίησης του ελέγχου αυτού. Οι ώρες αυτές, συνυπολογιζόμενων και των ωρών άλλων τακτικών ελέγχων που έχουν ήδη ανατεθεί σε ένα Ορκωτό Ελεγκτή και πρέπει να πραγματοποιηθούν μέσα στη δωδεκάμηνη περίοδο από 1ης Ιουλίου εκάστου έτους μέχρι την 30η Ιουνίου του επόμενου, δεν μπορεί να υπερβαίνουν το ανώτατο όριο ετήσιο απασχόλησης του ίδιου και του απ΄ αυτόν απασχολούμενου ελεγκτικού προσωπικού, όπως το όριο αυτό καθορίζεται από το Εποπτικό Συμβούλιο. Τυχόν υπέρβαση του πιο πάνω ορίου, συνεπάγεται την επιβολή χρηματικής ποινής σε βάρος της εταιρίας η κοινοπραξίας, από δρχ. πέντε εκατομμύρια (5.000.000) μέχρι το τριπλάσιο της αμοιβής που αντιστοιχεί στις καθ΄ υπέρβαση ανατεθείσες ώρες ελέγχου, η οποία αποφασίζεται από το Πειθαρχικό Συμβούλιο.

4. Ο Ορκωτός Ελεγκτής που διορίστηκε για τον τακτικό έλεγχο έχει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του άρθρου 16 και υπογράφει το σχετικό Πιστοποιητικό την Έθεση Ελέγχου επ΄ ονόματι του και για λογαριασμό της εταιρίας ή κοινοπραξίας που του ανέθεσε τον έλεγχο. Αντίγραφο των δημοσιευμένων οικονομικών καταστάσεων αποστέλλεται από τον Ορκωτό Ελεγκτή στο Εποπτικό Συμβούλιο, μέσα σε δύο μήνες από την έκδοση του Πιστοποιητικού Ελέγχου, μαζί με ανάλυση των ωρών απασχόλησης του ιδίου και του καθενός από το βοηθητικό προσωπικό του στο συγκεκριμένο έλεγχο.

5. Αν ο τακτικός έλεγχος των οικονομικών καταστάσεων μιας οικονομικής μονάδας ανατίθεται σε δύο ή περισσότερους τακτικούς ελεγκτές που διορίστηκαν από μια η περισσότερες εταιρίες ή κοινοπραξίες ελεγκτών, οι ελεγκτές διενεργούν από κοινού τον έλεγχο και ευθύνονται εις ολόκληρον για κάθε βλάβη από τη χρήση του Πιστοποιητικού Ελέγχου. Οι ελεγκτές εκδίδουν ενιαίο Πιστοποιητικό Ελέγχου, στο οποίο διαχωρίζουν τη γνώμη τους σε περίπτωση διαφωνίας.

6. Η μείωση της αμοιβής ελέγχου της παραγράφου 1 του άρθρου 3, όπως αυτή καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της παραγράφου, απαγορεύεται.

Ειδικότερα:

α. Με γενικές η ειδικές αποφάσεις του Εποπτικού Συμβουλίου, καθορίζονται ετησίως οι ελάχιστες ώρες πραγματοποίησης του τακτικού ελέγχου της κάθε μονάδας ή κατηγορίας μονάδων, οι οποίες πραγματοποιούνται μόνο από μέλη του Σ.Ο.Ε. εγγεγραμμένα στα οικεία Μητρώα του άρθρου 13.

Για τον καθορισμό των ωρών αυτών, το Εποπτικό Συμβούλιο λαμβάνει ιδίως υπόψη τα δεδομένα της απαιτούμενης χρονικής απασχόλησης στη συγκεκριμένη ή σε παρεμφερείς μονάδες, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί από τους τακτικούς ελέγχους του Σώματος Ορκωτών Λογιστών, καθώς και το αντικείμενο των εργασιών τους, το σύνολο ενεργητικού και τον ετήσιο κύκλο εργασιών και τον αριθμό του απασχολούμενου προσωπικού τους.

β. Οι κατά τα ανωτέρω προσδιοριζόμενες ώρες, καθώς και το ελάχιστο μέσο ενιαίο ωρομίσθιο, που ισχύει κάθε φορά για την απασχόληση του Ορκωτού Ελεγκτή και του βοηθητικού ελεγκτικού προσωπικού του, βρίσκονται στη διάθεση των εταιριών ή κοινοπραξιών ελεγκτών.

γ. Κάθε εταιρία ή κοινοπραξία ελεγκτών μπορεί να διαφοροποιεί το μέσο ενιαίο ωρομίσθιο απασχόλησης των ελεγκτών της σε τιμή μεγαλύτερη του καθοριζόμενου από το Εποπτικό Συμβούλιο ελάχιστου ύψους του, με την προϋπόθεση άτι η διαφοροποίηση αυτή γνωστοποιείται στο Εποπτικό Συμβούλιο και ισχύει γενικά για όλους τους τακτικούς ελέγχους που αναλαμβάνονται από την εταιρία ή κοινοπραξία ελεγκτών ύστερα από την ημερομηνία της παραπάνω γνωστοποίησης.

δ. Η υπέρβαση των προϋπολογιζόμενων ωρών πραγματοποίησης τακτικού ελέγχου, που συνεπάγεται την αύξηση της αμοιβής ελέγχου, επιτρέπεται πάντοτε με την προϋπόθεση ότι αυτή έχει γίνει αποδεκτή από την ελεγχόμενη μονάδα.

ε. Το Εποπτικό Συμβούλιο παρακολουθεί τη νομιμότητα της ανάθεσης των τακτικών ελέγχων, καθώς και τις τιμολογούμενες αμοιβές και ερευνά κάθε περίπτωση έκπτωσης ή επιστροφής της κατά τις διατάξεις αυτής της παραγράφου προσδιοριζόμενης ελάχιστης αμοιβής ελέγχου.

Για το σκοπό αυτό το Εποπτικό Συμβούλιο μπορεί να καλεί κάθε εταιρία ή κοινοπραξία ελεγκτών να του υποβάλει τα κατά την κρίση του στοιχεία ή να αποφασίζει για τη διενέργεια ειδικού λογιστικού ελέγχου επί των βιβλίων και στοιχείων της, διενεργουμένου από διμελή τουλάχιστον Επιτροπή που συγκρατεί από μέλη του Εποπτικού και του Επιστημονικού Συμβουλίου. Στην περίπτωση που διαπιστώνεται ότι, με οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο τρόπο, έχει γίνει διαφοροποίηση της αμοιβής τακτικού ελέγχου κάτω της ελαχίστης, το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφασίζει για την επιβολή χρηματικής ποινής σε βάρος της υπεύθυνης εταιρίας ή κοινοπραξίας ελεγκτών, από δρχ. πέντε εκατομμύρια (5.000.000) κατ΄ ελάχιστον μέχρι το εικοσαπλάσιο του ποσού της διαφοροποίησης. Σε περίπτωση υποτροπής, η επιβαλλόμενη νέα χρηματική ποινή δεν μπορεί να είναι χαμηλότερη από το τριπλάσιο της προηγούμενης.

7. Κάθε ανάθεση τακτικού ελέγχου καταχωρίζεται σε ειδικές μερίδες κατά Ορκωτό Ελεγκτή και εταιρία ή κοινοπραξία ελεγκτών, τις οποίες τηρεί το Εποπτικό Συμβούλιο για την παρακολούθηση, τόσο της προσωπικής συμμετοχής του Ορκωτού Ελεγκτή στους ανατιθέμενους σ΄ αυτόν ελέγχους και της τήρησης του καθοριζόμενου από το Εποπτικό Συμβούλιο ανώτατου ορίου ετήσιας απασχόλησης του κάθε Ορκωτού Ελεγκτή και του ελεγκτικού προσωπικού του, όσο και της τήρησης των λοιπών διατάξεων της παραγράφου 2 αυτού του άρθρου. Η μη έγκαιρη συμμόρφωση εταιρίας η κοινοπραξίας ελεγκτών στις επιβαλλόμενες σε βάρος της χρηματικές ποινές, πέρα από τις διαδικασίες της παραγράφου 1 του πιο κάτω άρθρου 23, επισύρει και την ποινή της πρόσκαιρης διαγραφής, μέχρι ενός έτους, των μελών της διοίκησης ή διαχείρισής της από το μητρώο Ορκωτών Ελεγκτών, η οποία αποφασίζεται από το Πειθαρχικό Συμβούλιο.

Το άρθρο 18 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παράγραφο 13 άρθρου 1 του υπ΄ αριθμ. 341/21.11.97 Π.Δ. (ΦΕΚ Β΄232).

Άρθρο 19
Ευθύνη – Ασφαλιστική κάλυψη

1. Ο Ορκωτός Ελεγκτής ευθύνεται για κάθε ζημία εκ θετικής ενεργείας ή παραλείψεώς του κατά τον έλεγχο και την έκδοση του πιστοποιητικού ελέγχου, εφ΄ όσον αυτή οφείλεται σε δόλο ή βαρεία αμέλεια του ασκήσαντος τον έλεγχο και αποδεδειγμένα προκλήθηκε από την χρήση του πιστοποιητικού ελέγχου. Η ευθύνη προς αποζημίωση δεν μπορεί να είναι ανώτερη του πενταπλασίου του συνόλου των εκάστοτε ετησίων αποδοχών του Προέδρου του Αρείου Πάγου, ή του συνόλου των αμοιβών του ευθυνομένου Ορκωτού Ελεγκτή κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο, εφόσον οι τελευταίες υπερβαίνουν το προηγούμενο όριο. Σε περίπτωση των ελεγκτικών εταιρειών τα παραπάνω όρια αφορούν στον κάθε μέτοχο ή εταίρο χωριστά, η δε εταιρεία, θεωρείται αλληλεγγύως συνυπεύθυνη για την κάλυψη της προσγενομένης από τον μέτοχο ή εταίρο ζημίας.

2. Οι Ορκωτοί Ελεγκτές ή ελεγκτικές εταιρείες ή κοινοπραξίες στις οποίες συμμετέχουν υποχρεούνται, επί ποινή διαγραφής από το Μητρώο, να έχουν ασφαλιστική κάλυψη από νομίμως λειτουργούσα στην Ελλάδα ή σε άλλη Χώρα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ασφαλιστική εταιρεία για ευθύνη προς αποζημίωση οιουδήποτε ζημιωθέντος φυσικού ή νομικού προσώπου κατά τα στην παράγραφο 1 αναφερόμενα. Η ασφαλιστική κάλυψη δεν μπορεί να είναι κατώτερη του 150% του συνόλου των αμοιβών τις οποίες ο Ορκωτός Ελεγκτής ή η ελεγκτική εταιρεία ή η κοινοπραξία Ορκωτών Ελεγκτών έλαβαν κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο, οπωσδήποτε δε δεν μπορεί να είναι κατώτερη του δεκαπλασίου των συνολικών εκάστοτε ετησίων αποδοχών του Προέδρου του Αρείου Πάγου.

3. Κάθε εταιρία ή κοινοπραξία ελεγκτών μπορεί, αντί της εφαρμογής της προηγούμενης παραγράφου 2, να έχει επενδύσει σε τίτλους του ελληνικού δημοσίου, τοποθετημένους επ ΄ονόματί της σε τράπεζα νομίμως λειτουργούσα στην Ελλάδα, ποσό ίσο ή μεγαλύτερο από το δεκαπλάσιο των συνολικών εκάστοτε ετήσιων αποδοχών του Προέδρου του Αρείου Πάγου, υποβάλλοντας αντίγραφο του σχετικού αποδεικτικού ή αποδεικτικών στη Γραμματεία του Εποπτικού Συμβουλίου. Η τοποθέτηση αυτή προορίζεται για κάλυψη της ευθύνης της εταιρίας ή κοινοπραξίας ελεγκτών για αποζημίωση οποιουδήποτε ζημιωθέντος φυσικού ή νομικού προσώπου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παραπάνω παράγραφο 1. Το Εποπτικό Συμβούλιο δικαιούται να ζητεί οποτεδήποτε, είτε αντίγραφο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, αν εφαρμόζεται η παράγραφος 2, είτε απευθείας επιβεβαιώσεις των τραπεζών αναφορικά με το τρέχον ύψος των προαναφερομένων τοποθετήσεων της κάθε εταιρίας η κοινοπραξίας ελεγκτών, η οποία και οφείλει να επιτρέπει τις επιβεβαιώσεις αυτές.

Η παράγραφος 3 προστέθηκε με την παράγραφο 14 άρθρου 1 του υπ΄ αριθμ. 341/21.11.97 Π.Δ. (ΦΕΚ Β΄232).

Άρθρο 20
Πειθαρχικός έλεγχος

1. Για την άσκηση πειθαρχικού ελέγχου επί των μελών του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών συγκροτείται τριμελές Πειθαρχικό Συμβούλιο. Τούτο αποτελείται από (α) έναν εν ενέργεια η πρώην δικαστικό λειτουργό ως Πρόεδρο, (β) ένα μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου οριζόμενο με τον αναπληρωτή του από το Εποπτικό Συμβούλιο και (γ) έναν Ορκωτό Ελεγκτή εκλεγόμενο με τον αναπληρωτή του από τη Γεν. Συνέλευση του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών.

Ο Πρόεδρος διορίζεται με τον αναπληρωτή του από τον Υπουργό Εθν. Οικονομίας αφού ακολουθηθεί η διαδικασία της παρ.3 του άρθρου 41 του Ν. 1756/1988 (ΦΕΚ 35Α) εάν ο διοριζόμενος είναι εν ενεργεία δικαστικός λειτουργός

Η παράγραφος 1 αντικαταστάθηκε ως άνω με την περίπτωση α της παραγράφου 15 άρθρου 1 του υπ΄ αριθμ. 341/21.11.97 Π.Δ. (ΦΕΚ Β΄232).

2. Στο παραπάνω πειθαρχικό συμβούλιο παραπέμπεται με απόφαση του Εποπτικού Συμβουλίου, ο Ορκωτός Ελεγκτής ή Επίκουρος ή Δόκιμος ή Ασκούμενος Ορκωτός Ελεγκτής για:

α) Πλημμελή άσκηση των καθηκόντων του.

β) Ανάρμοστη συμπεριφορά, στην οποία περιλαμβάνεται και η διαπραγμάτευση της αμοιβής του υποχρεωτικού ελέγχου.

γ) Οιαδήποτε παράβαση του νόμου ή κανονιστικής διατάξεως ή των δεοντολογικών κανόνων που αναφέρονται στην επαγγελματική του κατάσταση και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτήν.

3. Σε περίπτωση κατά την οποία το Εποπτικό Συμβούλιο κρίνει ότι το αποδιδόμενο στο μέλος του Σώματος παράπτωμα είναι ελαφρύ και δεν οφείλεται σε δόλο ή βαρεία αμέλεια αυτού δύναται αντί της παραπομπής να προβεί σε αυστηρές συστάσεις. Σε περίπτωση υποτροπής η παραπομπή είναι υποχρεωτική.

4. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο λαμβάνον την πράξη της παραπομπής ερευνά την υπόθεση κατά την διαδικασία που ορίζεται στο Παράρτημα 2 του παρόντος. Εφ΄ όσον διαπιστώσει την ενοχή του εγκαλουμένου δύναται να επιβάλει τις ακόλουθες ποινές:

α) Οριστική παύση.

β) Προσωρινή παύση μέχρις έξι μηνών.

γ) Πρόστιμο μέχρι 1.000.000 δραχμές.

δ) Επίπληξη.

5. Κατά της καταδικαστικής αποφάσεως χωρεί αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.

6. Οι διατάξεις αυτού του άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και στις εταιρίες ή κοινοπραξίες του άρθρου 17, πλην των ποινών της πιο πάνω παραγράφου 4, αν προβλέπονται διαφορετικές από άλλες διατάξεις΄).

Η παράγραφος 6 προστέθηκε με την περίπτωση β της παραγράφου 15 άρθρου 1 του υπ΄ αριθμ. 341/21.11.97 Π.Δ. (ΦΕΚ Β 232).

Το άρθρο 20 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 13 Ν. 3148/2003, ΦΕΚ Α 136/5.6.2003.

Άρθρο 21
Διαγραφή εκ του Μητρώου

1. Παν μέλος του Σώματος διαγράφεται εκ του Μητρώου εφ΄ όσον:

α) Τιμωρηθεί πειθαρχικώς με την ποινή της οριστικής παύσεως ή δύο φορές με προσωρινή παύση.

β) Καταστεί πνευματικώς ανίκανος προς άσκηση των καθηκόντων του.

γ) Καταδικαστεί τελεσιδίκως με απόφαση ποινικού δικαστηρίου σε οποιαδήποτε ποινή για ένα ή περισσότερα από τα αδικήματα που αναφέρονται στο Παράρτημα 1 του παρόντος.

δ) Υποβάλλει παραίτηση.

ε) Συμπληρώσει το 70ο έτος της ηλικίας του ή έχει συνταξιοδοτηθεί ενωρίτερα

Η περίπτωση ε αντικαταστάθηκε ως άνω με την παράγραφο 16 άρθρου 1 του υπ΄ αριθμ. 341/21.11.97 Π.Δ. (ΦΕΚ Β΄232).

2. Η διαγραφή διατάσσεται με απόφαση του Εποπτικού Συμβουλίου και δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες ή οικονομικά περιοδικά της Πρωτεύουσας. Αν ο διαγραφόμενος ασκούσε το επάγγελμα σε πόλη, εκτός του νομού Αττικής, η μία από τις δύο δημοσιεύσεις γίνεται σε εφημερίδα της περιφερείας ασκήσεως του επαγγέλματος.

Άρθρο 22
Αναστολή ασκήσεως επαγγέλματος

1. Ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής που επιθυμεί να διακόψει προσωρινά την άσκηση του επαγγέλματός του υποχρεούται να ενημερώσει γραπτώς το Εποπτικό Συμβούλιο το οποίο μεριμνά για την άμεση εγγραφή του σε ειδικό μητρώο Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών σε αναστολή. Κατά τη διάρκεια της αναστολής άσκησης του ελεγκτικού επαγγέλματος, ο ευρισκόμενος σε αναστολή Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής μπορεί να χρησιμοποιεί τον επαγγελματικό του τίτλο με σαφή ένδειξη ότι τελεί σε αναστολή.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 13 Ν. 3148/2003 , ΦΕΚ Α 136/5.6.2003.

2. Κατά τη διάρκεια της αναστολής δεν ισχύουν τα ασυμβίβαστα καθήκοντα για την άσκηση του ελεγκτικού επαγγέλματος. Ο Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής που επανέρχεται στην ενεργό άσκηση του επαγγέλματος μετά τη λήξη του χρόνου της αναστολής δεν μπορεί να ορισθεί ως Ορκωτός Ελεγκτής Λογιστής σε επιχείρηση ή οργανισμό στον οποίο προσέφερε με οποιονδήποτε τρόπο τις υπηρεσίες του κατά τη διάρκεια της αναστολής.

Οι παρ. 1 (όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 13 Ν. 3148/2003) και 2 αντικαταστάθηκαν ως άνω με την παρ. 5 άρθρ. 16 Ν. 3470/2006, ΦΕΚ Α 132/28.11.2006.

3. Η εταιρία ή κοινοπραξία ελεγκτών που είναι εγγεγραμμένη στο ειδικό Μητρώο της παραγράφου 5 του άρθρου 13, μπορεί να ζητήσει από το Εποπτικό Συμβούλιο την πρόσκαιρη διακοπή ασκήσεως του επαγγέλματος Ορκωτού Ελεγκτή, Επίκουρου ή Δοκίμου, αν αυτός, για αποδεδειγμένους λόγους υγείας, αδυνατεί να εκτελέσει ελεγκτικό έργο για συνεχές χρονικό διάστημα που διαρκεί περισσότερο από δύο μήνες. Για τους λόγους και το χρόνο της διακοπής αποφαίνεται το Εποπτικό Συμβούλιο με βάση τα προσκομιζόμενα στοιχεία. Αν το Εποπτικό Συμβούλιο εγκρίνει τη διακοπή, αυτή δεν μπορεί να διαρκέσει για συνεχές ή διακεκομμένο χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας ή για όσο μικρότερο χρονικό διάστημα έπαυσαν να συντρέχουν οι λόγοι εγκρίσεως της διακοπής.

Η παράγραφος 3 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παράγραφο 17 άρθρου 1 του υπ΄ αριθμ. 341/21.11.97 Π.Δ. (ΦΕΚ Β΄232).

4. Οι Επίκουροι και Δόκιμοι Ορκωτοί Ελεγκτές μπορούν να διακόπτουν όποτε το επιθυμούν την άσκηση του επαγγέλματος. Η διακοπή αυτή αναγγέλλεται υποχρεωτικά στο Εποπτικό Συμβούλιο και καταχωρίζεται στο Μητρώο του καθενός. Η διακοπή της ασκήσεως του επαγγέλματος από Επίκουρο και Δόκιμο Ορκωτό Ελεγκτή για συνεχές ή διακεκομμένο χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας συνεπάγεται αυτοδικαίως την διαγραφή του από το Μητρώο των Επικούρων ή Δοκίμων Ορκωτών Ελεγκτών. Η προθεσμία αυτή δύναται να παραταθεί μέχρι δύο ακόμη έτη για εξαιρετικούς λόγους με απόφαση του Εποπτικού Συμβουλίου.

Άρθρο 23
Πόροι του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών

1. Πόροι του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών είναι:

α) εισφορά 1,2% επί των αμοιβών που τιμολογούνται από τις εταιρείες ή κοινοπραξίες ελεγκτικών εταιρειών.

Η περ. α΄ αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 8 Ν. 3148/2003, ΦΕΚ Α 136/5.6.2003.

β) Οι εισφορές των Ορκωτών, των Επικούρων και των Δοκίμων Ορκωτών Ελεγκτών που καθορίζονται εκάστοτε με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του Σώματος.

γ) Οι χρηματικές ποινές και τα πρόστιμα που επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 18 και την παράγραφο 4 του άρθρου 20.

δ) Οι προς το Σώμα δωρεές, κληροδοσίες και κρατικές ή κοινοτικές επιχορηγήσεις.

ε) Τα έσοδα εκ της διαθέσεως βιβλίων, εντύπων και εν γένει εκδόσεων του Σώματος.

στ) τα εισοδήματα εκ της καθ΄ οιονδήποτε τρόπο εκμεταλλεύσεως της κινητής ή ακινήτου περιουσίας αυτού.

Τα υπό στοιχεία α, β και γ έσοδα αποδίδονται ευθέως στην οικονομική υπηρεσία του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών ανά ημερολογιακό τρίμηνο, και εντός του επόμενου μήνα, με ευθύνη των εταιριών ή κοινοπραξιών ελεγκτών, της ευθύνης τους καλυπτούσης και τις εισφορές και τα πρόστιμα που οφείλονται από τους συμμετέχοντες Ορκωτούς Ελεγκτές και τους απασχολούμενους Επίκουρους και Δόκιμους Ορκωτούς Ελεγκτές. Καθυστερημένες εισφορές, χρηματικές ποινές και πρόστιμα των πιο πάνω περιπτώσεων α, β και γ, εισπράττονται αναγκαστικώς κατά τις διατάξεις περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων. Ως εκτελεστός τίτλος Χρησιμεύει απόφαση του Εποπτικού Συμβουλίου διαπιστούσα την οφειλή.

Η παράγραφος 1 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παράγραφο 18 άρθρου 1 του υπ΄ αριθμ. 341/21.11.97 Π.Δ. (ΦΕΚ Β΄232).

2. Μετά από απόφαση του Εποπτικού Συμβουλίου παρέχοντος και την σχετική εξουσιοδότηση, το Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών δύναται να συνάπτει δάνεια από Τράπεζα ή από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, παρέχον σαν εγγύηση ποσοστό επί των κατά την παράγραφο 1 στοιχεία α΄ και β΄ εσόδων.

3. Οι εγγραφόμενοι στα Μητρώα του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών καταβάλλουν παράβολο εγγραφής που καθορίζεται από το Εποπτικό Συμβούλιο. Ειδικώς για την περίοδο μέχρι της πρώτης Τακτικής Γενικής Συνέλευσης το παράβολο εγγραφής ορίζεται ως εξής:

Ορκωτοί Ελεγκτές 50.000

Επίκουροι Ορκωτοί Ελεγκτές 40.000

Δόκιμοι Ορκωτοί Ελεγκτές 30.000

Ασκούμενοι Ορκωτοί Ελεγκτές 20.000

Με αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης μπορεί να δημιουργηθεί συνεγγυητικό κεφάλαιο για την αντιμετώπιση τυχόν επισφαλών απαιτήσεων από τους ελέγχους που είναι υποχρεωτικοί για τους Ορκωτούς Ελεγκτές.

4. Με αποφάσεις του Εποπτικού Συμβουλίου καθορίζεται το κατώτατο εισόδημα διαβίωσης των Ορκωτών Ελεγκτών, Επικούρων και Δοκίμων, για όσο χρόνο τελούν σε πρόσκαιρη διακοπή του επαγγέλματός τους σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 22. Το εισόδημα αυτό καταβάλλεται από το Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών, αντλούμενο από τους πόρους του παρόντος άρθρου, στο μέτρο που δεν καλύπτεται από το Λογαριασμό Υγείας Μελών του Σ.Ο.Ε..

Η παράγραφος 4 προστέθηκε με την παράγραφο 19 άρθρου 1 του υπ΄ αριθμ. 341/21.11.97 Π.Δ. (ΦΕΚ Β΄232).

Άρθρο 24
Μεταβατικές διατάξεις
Οι παρ.1 έως και 9 καταργήθηκαν με την παρ. 8 του άρθρου 18 του Ν. 2231/1994 (Α 139)

10. Οι Λογαριασμοί Επικουρικής Συνταξιοδότησης, Πρόνοιας και Υγείας του Σώματος Ορκωτών Λογιστών εξακολουθούν να έχουν το δημόσιο χαρακτήρα τους και παραμένουν ως Λογαριασμοί του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών και οι εισφορές τους καθίστανται υποχρεωτικές και για τους Ορκωτούς Ελεγκτές, τους Επίκουρους Ορκωτούς Ελεγκτές, τους Δοκίμους Ορκωτούς Ελεγκτές και τους Ασκούμενους Ορκωτούς Ελεγκτές, οι οποίοι εντάσσονται στους Ασφαλιστικούς αυτούς Λογαριασμούς. Τους λογαριασμούς αυτούς τους διαχειρίζεται το Εποπτικό Συμβούλιο.

I.X. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΤΟΥ ΕΦΑΠΑΞ

Για να καταβληθεί το ποσό του “εφάπαξ” βοηθήματος, θα πρέπει να έχουν τηρηθεί οι παρακάτω προϋποθέσεις από τον αποχωρούντα συνταξιοδοτούμενο Ορκωτό Ελεγκτή Λογιστή και τις Υπηρεσίες του Σ.Ο.Ε.Λ.:

Από το Λογιστήριο του Σ.Ο.Ε.Λ. θα παρακρατηθεί, κάθε νόμιμη υπέρ τρίτων εισφορά, καθώς και οποιαδήποτε, τυχόν οφειλή του αποχωρούντος Μετόχου προς τους δύο “Λογαριασμούς” (Επικουρικού και Προνοίας) και προς το Σ.Ο.Ε.Λ.

Να προσκομισθεί βεβαίωση της Υπηρεσίας Μητρώου Σ.Ο.Ε.Λ., περί της πληρότητας των στοιχείων που οφείλει να υποβάλλει, σύμφωνα με το νόμο και τις αποφάσεις του Εποπτικού Συμβουλίου, ο αποχωρών.

Να έχει υποβληθεί από τον αποχωρούντα υπεύθυνη δήλωση του Ν. 1599/1986, στην οποία να βεβαιώνεται ότι από τη χρήση 1993 και μέχρι την αποχώρησή του, δεν έχει αναλάβει και δεν έχει εκτελέσει κανέναν άλλο υποχρεωτικό από το νόμο έλεγχο, πέραν αυτών που έχει γνωστοποιήσει στο Σ.Ο.Ε.Λ. και ότι όλα τα εκδοθέντα από αυτόν πιστοποιητικά ελέγχου έχουν κοινοποιηθεί στο Σ.Ο.Ε.Λ. όπως προβλέπεται από την παράγρ. 1γ του άρθρου 16 του Π.Δ. 226/1992 .

Να έχει υποβάλλει την υπεύθυνη δήλωση του Ν. 1599/1986, που προβλέπεται από την υπ΄ αριθμ. 87/22/20.7.1995 απόφαση του Εποπτικού Συμβουλίου.

Το Κεφάλαιο ΙΧ προστέθηκε με την υπ΄ αριθ. Γ37/4/1-2-2001 Απόφαση Συνεδρίασης του Εποπτικού Συμβουλίου του ΣΟΕΛ (Β 209)

11. Το πρώτο Εποπτικό Συμβούλιο που θα διοικήσει το Σώμα από την έναρξη ισχύος του παρόντος και μέχρι τη σύγκληση της Τρίτης Τακτικής Γενικής Συνέλευσης του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών συγκροτείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορίου. Το αυτό ισχύει και για το πρώτο Επιστημονικό Συμβούλιο του Σώματος.

12. Πρασαρτώνται και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του παρόντος τα παραρτήματα 1, 2 και 3 τα οποία έχουν ως ακολούθως:

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1

ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΟΡΚΩΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΗ

1. Κωλύματα διορισμού από στρατιωτικές υποχρεώσεις Δεν διορίζεται στο Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών:

α) ο μη εγγεγραμμένος εις τα μητρώα αρρένων ή επί θηλέων εις το γενικό μητρώον των δημοτών,

β) ο μη εκπληρώσας τις στρατιωτικές αυτού υποχρεώσεις ή μη απαλλαγείς τούτων νομίμως και

γ) ο ανυπότακτος ή ο τελεσιδίκως καταδικασθείς επί λιποταξία.

2. Κώλυμα εκ ποινικής καταδίκης, απαγορεύσεως και δικαστικής αντιλήψεως

(α) Δεν διορίζεται στο Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών ο καταδικασθείς για κακούργημα, καθώς και ο λόγω καταδίκης στερηθείς των πολιτικών δικαιωμάτων και μετά την λήξη του ορισθέντος δια την στέρηση χρόνου.

(β) Δεν διορίζεται ωσαύτως ο καταδικασθείς σε οιανδήποτε ποινή για κλοπή, υπεξαίρεση (κοινή και εν υπηρεσία), απάτη, εκβιασμό, πλαστογραφία, απιστία, δωροδοκία, καταπίεση, παράβαση καθήκοντος,

έγκλημα κατά των ηθών και συκοφαντική δυσφήμιση. Επίσης δεν διορίζεται ο υπόδικος δια τελεσιδίκου βουλεύματος παρεπεμφθείς για κακούργημα ή για κάποιο από τα πλημμελήματα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο.

(γ) Η παραγραφή αδικήματος, για το οποίο διετάχθη παραπομπή με τελεσίδικο βούλευμα, η αποκατάσταση, η αμνηστία και η χάρις μετ΄ άρσεως των συνεπειών, δεν αίρουν το πιο πάνω κώλυμα.

(δ) Δεν διορίζεται ο τελών υπό απαγόρευση ή δικαστική αντίληψη.

3. Κωλύματα εξ ελλείψεως του προσήκοντος ήθους

α) Ουδείς διορίζεται στο Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών, αν δεν έχει το προσήκον ήθος.

Η περίπτωση αντικαταστάθηκε ως άνω με την παράγραφο 20 άρθρου 1 του υπ΄ αριθμ. 341/21.11.97 Π.Δ. (ΦΕΚ Β΄232).

(β) Δεν διορίζεται επίσης ο απολυθείς από θέση δημοσίου υπαλλήλου ή υπαλλήλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με απόφαση συμβουλίου για πειθαρχικούς λόγους πριν από την παρόδο δεκαπενταετίας από της απολύσεως. Η κατά το προηγούμενο εδάφιο άρση του κωλύματος διορισμού δεν ισχύει επί απολύσεων για τους πειθαρχικούς λόγους που αναφέρονται στις περιπτώσεις των παρ. 1 και 2 του παρόντος.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2

ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1. Παραπομπή στο πειθαρχικό συμβούλιο

(α) Εάν το Εποπτικό Συμβούλιο κρίνει ότι Ορκωτός Ελεγκτής, ή Επίκουρος ή Δόκιμος ή Ασκούμενος Ορκωτός Ελεγκτής υπέπεσε σε πειθαρχικό παράπτωμα.

(β) Γενόμενη παραπομπή δεν ανακαλείται.

(γ) Στο παραπεμπτήριο έγγραφο πρέπει να μνημονεύονται τα συνιστώντα το διωκόμενο παράπτωμα πραγματικά περιστατικά, καθώς και τα υπάρχοντα στοιχεία, τα οποία πιθανολογούν την ενοχή του παραπεμπομένου.

(δ) Το παραπεμπτήριο έγγραφο κοινοποιείται στον παραπεμπόμενο και αποστέλλεται, μετά του φακέλλου της υποθέσεως και ολοκλήρου του ατομικού φακέλλου του παραπεμπομένου στο πειθαρχικό συμβούλιο.

2. Προανάκριση

(α) Η προανάκριση συνίσταται σε προκαταρκτική άτυπη συλλογή και καταγραφή πληροφοριών και στοιχείων περί του εικαζομένου πειθαρχικού αδικήματος και των συνθηκών, κάτω από τις οποίες ετελέσθη τούτο.

(β) Προανάκριση ενεργεί το μέλος του πειθαρχικού συμβουλίου που ορίζεται με απόφαση αυτού.

(γ) Εάν εκ των συγκεντρωθέντων στοιχείων κρίνει ο ενεργών την προανάκριση, ότι δεν συντρέχει περίπτωση πειθαρχικής διώξεως, τερματίζει την προανάκριση με αιτιολογημένη έκθεση αυτού που υποβάλλει στο πειθαρχικό συμβούλιο για την λήψη σχετικής απόφασης. Εάν εκ των συγκεντρωθέντων στοιχείων κρίνει ο ενεργών την προανάκριση ότι προκύπτει πειθαρχικό αδίκημα τερματίζει την προανάκριση και υποβάλλει αιτιολογημένη έκθεση στο πειθαρχικό συμβούλιο για τα περαιτέρω. Εάν τέλος κρίνει, ότι το αδίκημα χρήζει περαιτέρω ερεύνης, προβαίνει στην ενέργεια ανακρίσεως.

3. Ανάκριση

(α) Την ανάκριση διεξάγει το υπό του Πειθαρχικού Συμβουλίου οριζόμενο μέλος αυτού.

(β) Ο διεξάγων την ανάκριση ενεργεί τις ανακριτικές πράξεις αυτοπροσώπως, δικαιούται δε να ζητήσει από πάσα διοικητική αρχή ή ειρηνοδίκη ή ειδικό πταισματοδίκη την στην έδρα αυτού ενέργεια ανακριτικής πράξεως.

(γ) Η ανάκριση είναι μυστική.

(δ) Η ανάκριση δύναται να επεκταθεί στην έρευνα και άλλων αδικημάτων του παραπεμπομένου, για τα οποία προκύπτουν στοιχεία κατά την πορεία αυτής.

(ε) Καθήκοντα γραμματέως της ανακρίσεως εκτελεί ο υπό του Πειθαρχικού Συμβουλίου οριζόμενος υπάλληλος της Εκτελεστικής Γραμματείας του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών.

(στ) Ανακριτικές πράξεις είναι:

(i) Η αυτοψία δημοσίων εγγράφων ή ιδιωτικών κατατεθειμένων σε δημόσια αρχή ενεργείται στο γραφείο όπου ταύτα φυλλάσσονται. Έγγραφα κατεχόμενα από ιδιώτη παραδίδονται στον ενεργούντα την ανάκριση,

αποδίδονται δε υποχρεωτικώς ευθύς μετά το πέρας της πειθαρχικής δίκης. Ο ενεργών την ανάκριση υποχρεούται, κατόπιν αιτήσεως του ιδιώτου, να χορηγεί αντίγραφα των παραληφθέντων εγγράφων ή αποσπασμάτων. Εάν πρόκειται περί εγγράφων αναγκαιούντων στον ιδιώτη προς εξυπηρέτηση ιδίου συμφέροντος, ταύτα ανακοινούνται στον ενεργούντα την ανάκριση εξετάζονται στον τόπο όπου ταύτα ευρίσκονται.

(ii) Οι μάρτυρες

Οι μάρτυρες εξετάζονται ενόρκως σύμφωνα με τις διατάξεις της Ποινικής Δικονομίας στον τόπο της κατοικίας ή διαμονής τους. Η εξέταση των παρά του παραπεμπομένου προσαγομένων μαρτύρων πέραν των πέντε, απόκειται στην κρίση του διενεργούντος την ανάκριση.

(iii) Οι πραγματογνώμονες

Πραγματογνώμονες ορίζονται δημόσιοι υπάλληλοι, μέλη του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών και αξιωματικοί του κατά ξηράν, θάλασσαν και αέρα στρατού, της χωροφυλακής ή της αστυνομίας, ορκίζονται δε πριν από την εκτέλεση της πραγματογνωμοσύνης σύμφωνα με τις διατάξεις της Ποινικής Δικονομίας.

(iv) Η εξέταση του παραπεμπομένου

Κατά την ανάκριση πρέπει να καλείται οπωσδήποτε για εξέταση ο παραπεμπόμενος. Η μη προσέλευση τούτου ή η άρνηση προς εξέταση δεν κωλύει την πρόοδο της ανάκρισης.

Περί των ανακριτικών πράξεων συντάσσονται εκθέσεις που υπογράφονται από όλους τους συμπράξαντες.

4. Ενέργειες μετά την ανάκριση

(α) Ο ενεργήσας την ανάκριση υποβάλλει μετά το πέρας της ανάκρισης, τον φάκελλο αυτής μετά του πορίσματός του στο πειθαρχικό συμβούλιο.

(β) Ο πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου, μετά την υποβολή του πορίσματος, δύναται να ορίσει σαν εισηγητή της υποθέσεως ένα από τα μέλη του πειθαρχικού συμβουλίου, προκειμένου να αποφασίσει αυτό είτε την κλήση σε απολογία του παραπεμπομένου, είτε την άνευ ταύτης απαλλαγή αυτού.

5. Κλήση του παραπεμπομένου σε απολογία

(α) Η εξέταση του διωκομένου κατά το στάδιο της ανακρίσεως δεν αναπληρώνει την κλήση σε απολογία.

(β) Η κλήση σε απολογία καθορίζει σαφώς το αποδιδόμενο πειθαρχικό αδίκημα και τάσσει εύλογο προθεσμία στον παραπεμπόμενο για απολογία, πάντως ουχί βραχυτέρα των τριών ημερών. Κατόπιν αιτιολογημένης

εγγράφου αιτήσεως του παραπεμπομένου δύναται να παραταθεί η προς απολογία προθεσμία εφ΄ άπαξ μέχρι του τριπλασίου της ταχθείσης.

(γ) Η κλήση σε απολογία επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή στην επαγγελματική κατοικία του παραπεμπομένου. Περί της επιδόσεως ταύτης συντάσσεται αποδεικτικό. Στην περίπτωση αρνήσεως παραλαβής ο επιδίδων συντάσσει πράξη βεβαιούσα την άρνηση.

(δ) Η μη εμπρόθεσμος υποβολή της απολογίας, της οποίας η κλήσις επεδόθη αποδεδειγμένως, δεν κωλύει την έκδοσιν της αποφάσεως. Αλλά και η εκπροθέσμως υποβληθείσα προ της εκδόσεως της αποφάσεως λαμβάνεται υπόψη.

(ε) Η ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου προσέλευση του παραπεμπομένου και απολογία αυτού, να καλύπτει την παράλειψη της κλήσεως σε απολογία.

(στ) Μετά την κλήση σε απολογία η υπόθεση πρέπει να περατωθεί με απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου.

6. Απολογία

(α) Η απολογία υποβάλλεται εγγράφως. Κατ΄ εξαίρεση, για εύλογο αιτία, δύναται να επιτραπεί από το πειθαρχικό συμβούλιο η προφορική τοιαύτη κατόπιν αιτήσεως του παραπεμπομένου.

(β) Η έγγραφος απολογία παραδίδεται επί αποδείξει στον πρόεδρο του πειθαρχικού συμβουλίου ή διαβιβάζεται σ΄ αυτόν με δικαστικό επιμελητή.

(γ) Προ πάσης απολογίας δικαιούται ο παραπεμπόμενος να λάβει γνώση της σχηματισθείσης δικογραφίας. Περί τούτου συντάσσεται πράξη, η οποία υπογράφεται υπό του μέλους του πειθαρχικού συμβουλίου του τηρούντος τον φάκελλο και υπό του λαβόντος γνώση αυτού, ή, σε άρνηση του δευτέρου, υπό μόνον του πρώτου.

(δ) Ο καλούμενος σε απολογία δικαιούται να ζητήσει δια της απολογίας του εύλογο προθεσμία για την υποβολή εγγράφων στοιχείων, η παροχή της οποίας απόκεινται στην κρίση του πειθαρχικού συμβουλίου.

7. Προσδιορισμός δικασίμου – Αυτοπρόσωπος παράσταση

(α) Μετά την υποβολή της απολογίας ή την παρέλευση της προς τούτο προθεσμίας ο πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου με πράξη του προσδιορίζει την ημέρα της δίκης, ανακοινουμένη εγγράφως και εγκαίρως, πάντως όμως τουλάχιστον προ 48 ωρών, στον παραπεμπόμενο.

(β) Το πειθαρχικό συμβούλιο δικαιούται να απαιτήσει την ενώπιον αυτού αυτοπρόσωπη παράσταση του παραπεμπομένου. Το αυτό δικαίωμα έχει και ο παραπεμπόμενος.

(γ) Στην περίπτωση που το πειθαρχικό συμβούλιο κρίνει αναγκαία την συμπλήρωση της ανακρίσεως ή την προφορική υποστήριξη της απολογίας, δύναται να αποφασίσει την αναβολή της δίκης.

(δ) Αναβληθείσης της δίκης, ο πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου προσδιορίζει άλλη δικάσιμο, η οποία ανακοινούται εγκαίρως στον παραπεμπόμενο.

(ε) Η παράσταση ή συμπαράσταση πληρεξουσίου δικηγόρου ή άλλου απαγορεύεται.

8. Εξαίρεση μελών του πειθαρχικού συμβουλίου

Ο παραπεμπόμενος δύναται να ζητήσει εφ΄ άπαξ την εξαίρεση ενός κατ΄ ανώτατο όριο μέλους του πειθαρχικού συμβουλίου. Επί της σχετικής αιτήσεως εξαιρέσεως, η οποία πρέπει να υποβάλλεται εγγράφως στον

πρόεδρο του πειθαρχικού συμβουλίου δύο τουλάχιστον ημέρες πριν από την συζήτηση της υποθέσεως, να είναι αιτιολογημένη και να συνοδεύεται από τα υπάρχοντα τυχόν δικαιολογητικά, αποφαίνεται κατά πλειοψηφία, οριστικώς και τελεσιδίκως το πειθαρχικό συμβούλιο, συντιθέμενο εκ των λοιπών μελών αυτού, με αιτιολογημένη απόφαση που καταχωρείται στα πρακτικά. Το μέλος υπέρ της εξαιρέσεως του οποίου απεφάνθη το συμβούλιο αντικαθίσταται από τον αναπληρωτή του.

9. Εκτίμηση αποδείξεων

(α) Το πειθαρχικό συμβούλιο εκτιμά τις προσαχθείσες αποδείξεις κατ΄ ελευθέρα κρίση.

(β) Το πειθαρχικό συμβούλιο δύναται, προς μόρφωσιν της κρίσεώς του, να λάβει υπ΄ όψη και αποδεικτικά στοιχεία μη προκύπτοντα από πειθαρχική διαδικασία, αλλά από άλλη διαδικασία νομίμως συστημένη, εφόσον έλαβε γνώση αυτών ο παραπεμπόμενος.

(γ) Αδικήματα, για τα οποία ο παραπεμπόμενος δεν εκλήθη σε απολογία, δεν δύναται να αποτελέσουν αντικείμενο της δίκης.

(δ) Η απόφαση πρέπει να στηρίζεται επί αποδεδειγμένων πραγματικών γεγονότων και όχι απλών υπονοιών και να είναι αιτιολογημένη τόσον για την διαπίστωση της ενοχής, όσο και για την επιβολή της ποινής.

10. Πειθαρχική απόφαση

(α) Πάσα πειθαρχική απόφαση εκδίδεται εγγράφως.

(β) Στην απόφαση μνημονεύονται:

(i) ο τόπος και ο χρόνος της εκδόσεως,

(ii) το όνομα των μελών του πειθαρχικού συμβουλίου,

(iii) το όνομα και η βαθμίδα του κριθέντος,

(iv) το αποδιδόμενο πειθαρχικό αδίκημα, ο χρόνος και ο τόπος της εκτελέσεως αυτού,

(v) η απολογία και η τυχόν προφορική υποστήριξη αυτής ή η μη υποβολή απολογίας και η κλήση ή μη κλήση σε προφορική ανάπτυξη της απολογίας,

(vi) η αιτιολογία της απόφασης,

(vii) αν ελήφθη ομοφώνως ή κατά πλειοψηφίαν, και

(viii) η αθώωση του κριθέντος ή η επιβαλλόμενη ποινή.

Το υπό στοιχείον (v) μέρος της αποφάσεως μνημονεύεται περιληπτικώς.

(γ) Η πειθαρχική απόφαση υπογράφεται από τα μέλη του πειθαρχικού συμβουλίου.

(δ) Αντίγραφο της πειθαρχικής απόφασης κοινοποιείται στον κριθέντα και το Εποπτικό Συμβούλιο του Σ.Ο.Ε.

(ε) Η κατά την προηγούμενη παράγραφο κοινοποίηση της απόφασης στον κριθέντα ενεργείται με δικαστικό επιμελητή.

(στ) Ανάκληση εκδοθείσας πειθαρχικής απόφασης δεν επιτρέπεται.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3

ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΣΤΙΣ ΛΟΙΠΕΣ ΧΩΡΕΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΧΩΡΑ ΤΙΤΛΟΣ ΕΛΕΓΚΤΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ

ΒΕΛΓΙΟ Reviseur d ΄ Entreprises Insitut des Reviseurs d ΄ Entreprises

ΓΑΛΛΙΑ Commissaire aux Comptes Compagnie Nationale des Commissaires aux Comptes

ΓΕΡΜΑΝΙΑ Wirtschaftspruefer Institut der Wirtschaftspruefer

ΔΑΝΙΑ Statsautoriseret Revisor Foreningen at Statsautoriserede Revisorer

ΙΡΛΑΝΔΙΑ Chartered Accountant Institute of Chartered Accountants in Ireland

ΙΣΠΑΝΙΑ Censor Jurado de Cuentas Institute de Censores Jurados de Cuentas

ΙΤΑΛΙΑ Dottore Commercialista Consiglio Nazionale dei Dottori Commercialisti

ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ Reviseur d ΄ Entrerprises Institut des Reviseurs d ΄ Entreprises

Μ . ΒΡΕΤΑΝΙΑ Chartered Accountant Institut of Chartered Accountants in England & Wales Chartered Accountant Institut of Chartered Accountants of Scotland Certified Accountant Chartered Association of Certified Accountants

ΟΛΛΑΝΔΙΑ Registeraccountant Nederlandas Institut van Registeraccountants

ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ Revisor Oficial de Camara dos Revisores Contas Oficials de Contas

Άρθρο 25
Έναρξη Ισχύος
Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από της δημοσιεύσεώς του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η εφαρμογή των ρυθμίσεων του παρόντος αρχίζει μετά ένα (1) έτος από της ημερομηνίας δημοσιεύσεώς του κατά τα ανωτέρω.

Στον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας αναθέτουμε την δημοσίευση και εκτέλεση του παρόντος.

Μύκονος, 10 Ιουλίου 1992

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ