Νόμος 997 ΦΕΚ Α΄287/28.12.1979
Περί συστάσεως Ταμείου Επικουρικής Ασφαλίσεως Μισθωτών και ετέρων τινών διατάξεων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν:

Άρθρον 1
Σύστασις
Συνιστάται Νομικόν Πρόσωπον Δημοσίου Δικαίου υπό την επωνυμίαν “Ταμείον Επικουρικής Ασφαλίσεως Μισθωτών” (ΤΕΑΜ), αποκαλούμενον εν τοις επομένοις, χάριν συντομίας, “Ταμείον”, εδρεύον εν Αθήναις και τελούν υπό την εποπτείαν του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών.

Άρθρον 2
Σκοπός
Σκοπός του Ταμείου είναι η πρόσθετος ασφάλισις των, περί ων το επόμενον άρθρον, προσώπων, δια της χορηγήσεως εις ταύτα μηνιαίας παροχής (συντάξεως) καταβαλλομένης περιοδικώς κατά τα οριζόμενα υπό του παρόντος νόμου και των εις εκτέλεσιν τούτου εκδιδομένων Προεδρικών Διαταγμάτων, εν περιπτώσει γήρατος ή αναπηρίας, ως και εις τα μέλη οικογενείας αυτών, εν περιπτώσει θανάτου του προστάτου αυτών ησφαλισμένου ή συνταξιούχου.

Άρθρον 3
Ησφαλισμένοι

1. Στην ασφάλιση του Ταμείου υπάγονται υποχρεωτικά:

α) Τα πρόσωπα τα οποία παρέχουν εργασία, για την οποία ασφαλίζονται υποχρεωτικά στο ΙΚΑ- ΕΤΑΜ ή άλλο φορέα κύριας ασφάλισης μισθωτών και δεν υπάγονται υποχρεωτικά για την εργασία τους αυτή στην ασφάλιση άλλου φορέα επικουρικής ασφάλισης, ανεξαρτήτως της ονομασίας και της νομικής μορφής του, με την επιφύλαξη της περίπτωσης α΄ της παρ. 1 του άρθρου 58 του Ν. 3371/2005 (Α΄ 178).

Εάν κάποιο πρόσωπο, εκτός από την εργασία που παρέχει και για την οποία ασφαλίζεται σε άλλο φορέα επικουρικής ασφάλισης, εξαιρούμενο κατά τα ανωτέρω από την ασφάλιση του Ταμείου, παρέχει και άλλη εργασία του ίδιου ή διαφορετικού επαγγέλματος προς άλλο εργοδότη, η οποία δεν δημιουργεί υποχρέωση ασφάλισης σε άλλο φορέα επικουρικής ασφάλισης, ανεξαρτήτως της ονομασίας και της νομικής μορφής του, υπάγεται ως προς την εργασία αυτή στην ασφάλιση του ΕΤΕΑΜ.

β) Οι συνταξιούχοι του Δημοσίου και των κάθε φύσης φορέων κοινωνικής ασφάλισης, που παρέχουν εργασία, για την οποία ασφαλίζονται υποχρεωτικά στο ΙΚΑ – Ε-ΤΑΜ ή άλλο φορέα κύριας ασφάλισης μισθωτών. Ως προς το συντάξιμο του χρόνου ασφάλισης των προσώπων αυτών, καθώς και τις προϋποθέσεις θεμελίωσης νέου συνταξιοδοτικού δικαιώματος, έχουν ανάλογη εφαρμογή οι κατά περίπτωση διατάξεις της γενικής νομοθεσίας που ισχύουν για τον αντίστοιχο φορέα κύριας ασφάλισης.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 56 παρ.1 Ν.1140/1981 (Α 68) και με το άρθρο 18 παρ.3 Ν.1902/1990 (ΦΕΚ Α 138), αντικαταστάθηκε πάλι με την παράγραφο 1 άρθρου 44 Ν.3996/2011, ΦΕΚ Α 170/5.8.2011.

2. Η κατά τα άνω υπαγωγή εις την Ασφάλισιν του Ταμείου χωρεί κατά κατηγορίαν μισθωτών, διά Προεδρικών Διαταγμάτων εκδιδομένων προτάσει των Υπουργών Συντονισμού και Κοινωνικών Υπηρεσιών από του, διά των αυτών Προεδρικών Διαταγμάτων, οριζομένου χρόνου, μετά γνώμην του Δ.Σ. του Ταμείου. Η κατά τα ανωτέρω υπαγωγή μπορεί να γίνει και για όλες τις κατηγορίες μισθωτών δι` ενός και μόνο Π. Δ/τος.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρου 56 παρ.2 Ν.1140/1981 (Α 68) και το άρθρ.22 Ν.1276/1982,ΦΕΚ Α 100,ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.Β 2 άρθρου 85 Ν.3996/2011,ΦΕΚ Α 170/5.8.2011.

3. α. Πρόσωπα, τα οποία κατά το χρόνο της υπαγωγής τους στην ασφάλιση του Ταμείου της κατηγορίας στην οποία ανήκουν έχουν συμπληρώσει το 50ον έτος της ηλικίας τους οι γυναίκες, ή το 55ον οι άντρες, αν κατά την συνταξιοδότησή τους από οποιοδήποτε φορέα κυρίας Ασφάλισης δεν έχουν και τις χρονικές προυποθέσεις συνταξιοδότησης όπως οι προυποθέσεις αυτές ορίζονται από τις διατάξεις του άρθρου 5 του Ν. 997/ 1979, μπορούν να ζητήσουν την επιστροφή των ατομικών τους ασφαλιστικών εισφορών, χωρίς τόκο ή να συνεχίσουν προαιρετικά την ασφάλισή τους στο Ταμείο. Μέσα σε τρείς μήνες από τότε που θα τους κοινοποιηθεί η απόφαση για τη μη συνταξιοδότησή τους, πρέπει να υποβάλουν στο Ταμείο αίτηση για την επιστροφή των εισφορών τους ή για την προαιρετική συνέχιση της ασφάλισής τους.
Η αίτηση για την επιστροφή εισφορών ή για τη συνέχιση της ασφάλισης προαιρετικά στο ΙΚΑ – ΤΕΑΜ μπορεί να υποβληθεί μετά την υποβολή αίτησης για συνταξιοδότηση από τον οργανισμό κύριας ασφάλισης και πριν από την προθεσμία που ορίζει η παραπάνω διάταξη, εφόσον ο ασφαλισμένος γνωρίζει ότι δεν έχει τις προϋποθέσεις για συνταξιοδότηση από το ΙΚΑ – ΤΕΑΜ.

Ασφαλισμένοι του Ι.Κ.Α. – Τ.Ε.Α.Μ., που υπάγονται στις διατάξεις του ν. 612/1977 (τυφλοί) και έχουν συμπληρώσει στην ασφάλισή του τουλάχιστον 250 ημέρες ασφάλισης, δικαιούνται να συνεχίσουν προαιρετικά την ασφάλιση τους στο Ι.Κ.Α. – Τ.Ε.Α.Μ. ανεξάρτητα από όριο ηλικίας, τη σχετική δε αίτηση μπορούν να υποβάλουν οποτεδήποτε μετά τη συνταξιοδότησή τους από το φορέα κύριας ασφάλισης.

β. Γιά τη συνέχιση προαιρετικά της ασφάλισης, ο ασφαλισμένος έχει την υποχρέωση να καταβάλλει την εισφορά του ασφαλισμένου και του εργοδότη, γιά είκοσι πέντε (25) ημέρες εργασίας το μήνα. Η εισφορά υπολογίζεται με βάση το τεκμαρτό ημερομίσθιο της ασφαλιστικής κλάσης του άρθρου 37 του Α.Ν. 1846/51 “περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων” όπως κάθε φορά ισχύει και στην οποία ο ασφαλισμένος κατατάσσεται με βάση τις συντάξιμες αποδοχές του, κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 του Π.Δ. 995/ 1980 “περί εγκρίσεως του Καταστατικού του Ταμείου Επικουρικής Ασφαλίσεως Μισθωτών” χωρίς οι αποδοχές αυτές να μπορούν να είναι μικρότερες του 25πλάσιου του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη, όπως το ημερομίσθιο καθορίζεται κάθε φορά.
γ. Ο ασφαλισμένος που συνταξιοδοτήθηκε από τον κύριο φορέα ασφάλισης για αναπηρία καθώς και εκείνος που δεν έχει πραγματοποιήσει διακόσιες πενήντα (250) τουλάχιστον ημέρες εργασίας στην υποχρεωτική ασφάλιση του Ταμείου δεν έχει το δικαίωμα να συνεχίσει την προαιρετική ασφάλιση που αναφέρεται στα εδάφια α-β της παραγράφου αυτής.
δ. Επιστροφή εισφορών με τους ίδιους όρους του εδαφίου (α) της παραγράφου αυτής μπορούν να ζητήσουν και τα μέλη της οικογένειας ασφαλισμένου ο οποίος έχει πεθάνει, όπως τα μέλη αυτά ορίζονται από τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν. 997/1979.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 1276/1982, ΦΕΚ Α 100, με την παρ. 4 του άρθρου 17 του Ν. 1539/1985 (Α 64) και με το άρθρο 36 του Ν. 1654/1986, ΦΕΚ Α 177.

4. Κατά την πρώτην εφαρμογήν του παρόντος νόμου, υπάγονται αυτοδικαίως εις την ασφάλισιν του Ταμείου, υπό τας προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου:
α. Οι απασχολούμενοι υπό οιανδήποτε ιδιότητα και σχέσιν εις επιχειρήσεις εκμεταλλεύσεως λιγνιτωρυχείων, μεταλλείων, και λατομείων.
β. Οι απασχολούμενοι υπό οιανδήποτε ιδιότητα και σχέσιν ιδιωτικού δικαίου εις τους Οργανισμούς τοπικής Αυτοδιοικήσεως.

5. Η επίλυση κάθε αμφισβήτησης σχετικά με την υπαγωγή ή μη στην ασφάλιση των Κλάδων ΙΚΑ-ΤΕΑΜ και ΙΚΑ – ΕΤΕΑΜ, γίνεται σύμφωνα με τη νομοθεσία του ΙΚΑ, όπως αυτή ισχύει κάθε φορά.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 17 του Ν. 1539/1985 (Α 64).

6. Η αληθής έννοια της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 997/1979, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 56 του ν. 1140/1981, είναι ότι στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. – Τ.Ε.Α.Μ. δεν υπάγονται πρόσωπα που μετά τη συνταξιοδότησή τους από το Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ. ή οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης εξακολουθούν να απασχολούνται και ασφαλίζονται υποχρεωτικά για τον κλάδο συντάξεων στο Ι.Κ.Α. ή άλλο φορέα κύριας ασφάλισης μισθωτών, συνταξιούχοι ταμείων ή κλάδων επικουρικής ασφάλισης, καθώς και πρόσωπα που λόγω παράλληλης κύριας ασφάλισής τους ή πολλαπλής απασχόλησής τους υπάγονται υποχρεωτικά στην ασφάλιση και άλλου κλαδικού επικουρικού ταμείου. Τυχόν καταβληθείσες εισφορές στο Ι.Κ.Α. – Τ.Ε.Α.Μ. για την ασφάλιση των ως άνω προσώπων επιστρέφονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 8 του άρθρου 27 του α.ν. 1846/1951.
Σημ.: όπως προστέθηκε με το άρθρο 29 παρ.1 Ν.1759/1988 (Α` 50),ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.Β 2 άρθρου 85 Ν.3996/2011, ΦΕΚ Α 170/5.8.2011.

Άρθρον 4
Πόροι

1. Πόροι του Ταμείου είναι:
α) Μηνιαία εισφορά των ησφαλισμένων, οριζομένη εις τρία τοις εκατόν (3%) των αποδοχών αυτών, των, κατά την εκάστοτε διέπουσαν το ΙΚΑ νομοθεσίαν, υποκειμένων εις εισφοράς υπέρ αυτού.
β) Μηνιαία ισόποσος συνεισφορά των εργοδοτών.
γ) Οι τόκοι των κεφαλαίων και αι πάσης φύσεως πρόσοδοι εκ της περιουσίας του Ταμείου.
δ) Πάσα εκ χαριστικής αιτίας παροχή προς το Ταμείον διά πράξεως εν ζωή ή αιτία θανάτου.

2. Αι εκάστοτε ισχύουσαι διατάξεις περί των υποχρέων δια την είσπραξιν των εισφορών του ΙΚΑ και την απόδοσιν αυτών μετά των ιδίων αυτών συνεισφορών, του χρόνου αποδόσεως αυτών, της επιβολής προσθέτων τελών δια καθυστέρησιν καταβολής, της αναγκαστικής εισπράξεως των εισφορών κατά την νομοθεσίαν περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων, της παραγραφής και επιστροφής εισφορών ως και παντός συναφούς προς αυτά θέματος, εφαρμόζονται αναλόγως και προκειμένου περί των εισφορών και των συνεισφορών του Ταμείου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 56 παρ. 3 του Ν. 1140/1981 (Α 68).

3. Αι εκάστοτε ισχύουσαι διατάξεις περί της αναγνωρίσεως εν γένει των ημερών εργασίας των ησφαλισμένων του ΙΚΑ, του τρόπου ως και του χρόνου αναγνωρίσεως αυτών καθώς και παντός συναφούς προς αυτά θέματος εφαρμόζονται αναλόγως και περί των ημερών εργασίας των ησφαλισμένων του Ταμείου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 56 παρ. 4 του Ν. 1140/1981 (Α 68).

4. Η καθοριζόμενη από το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 45 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α`) πρόσθετη ειδική εισφορά των ασφαλισμένων του Ι.Κ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ., απασχολουμένων σε υπόγειες στοές μεταλλείων, λιγνιτωρυχείων, καταβάλλεται για το σύνολο του ασφαλιστικού χρόνου, ο οποίος θα απαιτείται για τη συνταξιοδότησή τους κάθε φορά από τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 997/1979, με την επιφύλαξη του δευτέρου εδαφίου της ιδίας παραγράφου του ανωτέρω άρθρου.
Το ποσό της ανωτέρω συμπληρωματικής εισφοράς υπολογίζεται για κάθε μήνα επί των αποδοχών του ασφαλισμένου, κατά το χρόνο υποβολής της αιτήσεως για συνταξιοδότηση.
Η εξόφληση του ποσού της εισφοράς γίνεται εφάπαξ ή μέχρι εξήντα (60) ισόποσες άτοκες μηνιαίες δόσεις, με παρακράτηση του ποσού αυτών από τη σύνταξη.

Σημ.: όπως προστέθηκε με την παρ.1 άρθρ.7 Ν.2556/1997 Α 270/24.12.1997.

Άρθρον 5
Σύνταξις γήρατος – αναπηρίας – θανάτου (Προϋποθέσεις συνταξιοδοτήσεως)

1. Ο ησφαλισμένος παρά τω Ταμείω δικαιούται συντάξεως λόγω γήρατος, εάν, μετά την έναρξιν της λειτουργίας του Ταμείου, έτυχε συντάξεως λόγω γήρατος εκ του ΙΚΑ ή ετέρου φορέως κυρίας ασφαλίσεως αυτού και επραγματοποίησε 1.000 ημέρας εργασίας εις την ασφάλισιν του Ταμείου.
Το ως άνω κατώτατον όριον ημερών εργασίας αυξάνεται προοδευτικώς εις 4050 ημέρας εργασίας, προστιθεμένων εις τας 1.000 ημέρας εργασίας ανά 175 τοιούτων, κατά μέσον όρον, καθ` έκαστον επόμενον ημερολογιακόν έτος, αρχής γενομένης από της 1ης Ιανουαρίου του έκτου έτους από της ενάρξεως λειτουργίας του Ταμείου, διά τους, κατά την παρ. 4 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου, υπαγομένους εις την ασφάλισιν ή από της 1ης Ιανουαρίου του έκτου έτους από του κατά την παρ. 2 του άρθρου 3, ορισθησομένου χρόνου, διά τους υπαγομένους εφεξής εις την ασφάλισιν.
Το όριο των τεσσάρων χιλιάδων πενήντα (4.050) ημερών εργασίας αυξάνεται προοδευτικά σε τέσσερις χιλιάδες πεντακόσιες (4.500) ημέρες εργασίας, προστιθεμένων στις τέσσερις χιλιάδες πενήντα (4.050) ημέρες εργασίας εκατόν πενήντα (150) ημερών για κάθε ημερολογιακό έτος, αρχής γενομένης από της 1ης Ιανουαρίου του επόμενου έτους από το έτος στο οποίο συμπληρώνονται οι τέσσερις χιλιάδες πενήντα (4.050) ημέρες εργασίας για κάθε ομάδα ασφαλισμένων.
Από την κατά το προηγούμενο εδάφιο προοδευτική αύξηση των ημερών ασφάλισης εξαιρούνται οι Ασφαλισμένοι, οι οποίοι δικαιούνται σύνταξης από το φορέα κύριας ασφάλισης σε ειδικά όρια ηλικίας με την πραγματοποίηση τεσσάρων χιλιάδων πενήντα (4.050) ημερών ασφάλισης, καθώς και οι Ασφαλισμένοι οι οποίοι μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού έχουν υπαχθεί στην προαιρετική ασφάλιση του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. κατ` εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 10 του Ν. 2874/2000 (ΦΕΚ 286 Α) για τη συμπλήρωση τεσσάρων χιλιάδων πενήντα (4.050) ημερών ασφάλισης.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 άρθρ.22 Ν.3232/2004, ΦΕΚ Α 48/12.2.2004

2. Ο ησφαλισμένος παρά τω Ταμείω δικαιούται συντάξεως λόγω αναπηρίας, εάν μετά την έναρξιν λειτουργίας του Ταμείου, έτυχε συντάξεως λόγω αναπηρίας εκ του ΙΚΑ ή ετέρου φορέως κυρίας ασφαλίσεως αυτού και επραγματοποίησε 700 ημέρας εργασίας εις την ασφάλισιν του Ταμείου, από τας οποίας τουλάχιστον 300 εντός των πέντε ημερολογιακών ετών των αμέσως προηγουμένων εκείνου κατά το οποίον κατέστη ανάπηρος, ή τον υπό της προηγουμένης παραγράφου απαιτούμενον εκάστοτε αριθμόν ημερών εργασίας.
Το ως άνω κατώτατον όριον των 700 ημερών εργασίας αυξάνεται προοδευτικώς εις 1.500 ημέρας εργασίας, προστιθεμένων εις τάς 700 ημέρας εργασίας ανά 100 τοιούτων κατά μέσον όρον καθ` έκαστον ημερολογιακόν έτος, αρχής γενομένης κατά τα οριζόμενα υπό της προηγουμένης παραγράφου.

3. Εις περίπτωσιν θανάτου συνταξιούχου του Ταμείου ή ησφαλισμένου, έχοντος συμπληρώσει τας χρονικάς προϋποθέσεις των προηγουμένων παραγράφων δικαιούνται συντάξεως τα μέλη οικογενείας του θανόντος. τα αναγνωριζόμενα υπό της εκάστοτε κειμένης νομοθεσίας ασφαλίσεως του ΙΚΑ ή ετέρου φορέως κυρίας ασφαλίσεως αυτού.

4. Αι υπό των προηγουμένων παραγράφων του παρόντος άρθρου οριζόμεναι χρονικαί προϋποθέσεις δεν απαιτούνται και αποκτάται δικαίωμα συντάξεως εκ του Ταμείου λόγω αναπηρίας ή θανάτου εφύ όσον κατά την κρίσιν των αρμοδίων οργάνων του ΙΚΑ ή ετέρου φορέως κυρίας ασφαλίσεως του ησφαλισμένου, ή αναπηρία ή ο θάνατος επήλθε συνεπεία εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής νόσου μετά την έναρξιν λειτουργίας του Ταμείου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 56 παρ. 5 του Ν. 1140/1981 (Α 68).

5. Αι υπό των προηγουμένων παραγράφων οριζόμεναι χρονικαί προϋποθέσεις μειώνονται εις το ήμισυ, εφ` όσον η αναπηρία ή ο θάνατος επήλθε συνεπεία ατυχήματος εκτός εργασίας μετά την έναρξιν λειτουργίας του Ταμείου.

Σημ.: όπως προστέθηκε με το άρθρο 56 παρ. 6 του Ν. 1140/1981 (Α 68).
Σχετικό: παρ.2 άρθ.4 Ν.1276/1982 (ΦΕΚ Α 100)

6. α. Οι προβλεπόμενες από την παρ. 1 ημέρες πραγματικής ασφάλισης για την συνταξιοδότηση λόγω γήρατος μειώνονται σε 750 ημέρες για την πρώτη πενταετία προσαυξανόμενες κατά 150 ημέρες για κάθε επόμενο ημρολογιακό χρόνο για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος των ομάδων των ασφαλισμένων που εργάζονται εποχιακά.
β) Οι υπολειπόμενες ημέρες ασφάλισης, μέχρι τη συμπλήρωση των γενικών προϋποθέσεων που θα ισχύουν κάθε φορά σύμφωνα με την παρ. 1 αναγνωρίζονται και εξαγοράζονται με την καταβολή από τον ασφαλισμένο του συνόλου των εισφορών εργοδότου και ασφαλισμένου που θα υπολογίζονται στις πλήρεις αποδοχές του τελευταίου μήνα απασχόλησης του ασφαλισμένου.
Σημ.: όπως η παρ. 6 προστέθηκε με το άρθρο 8 του Ν. 1384/1983, ΦΕΚ Α 106,

7. Κατ` εξαίρεση των διατάξεων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1, του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 και της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, οι Ασφαλισμένοι συγχωνευθέντων και συγχωνευόμενων Ταμείων Επικουρικής Ασφάλισης στον Κλάδο Ι.Κ.Α.- Τ.Ε.Α.Μ. δικαιούνται σύνταξης από αυτόν, έστω και εάν συνταξιοδοτηθούν από το Δημόσιο ή από το φορέα κύριας ασφάλισής τους κατά τις περί δημοσίων υπαλλήλων διατάξεις ή παρεμφερείς με αυτές.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 άρθρ.8 Ν.2335/1995 (Α 185).

8. Οι επί συμβάσει αορίστου ή ορισμένου χρόνου υπάλληλοι που προβλέπεται το άρθρο 1 του ν.δ. 874/1971 (ΦΕΚ 1981), οι οποίοι μισθοδοτούνται από το δημόσιο ταμείο ή άλλους ειδικούς πόρους και είχαν υπαχθεί στην ασφάλιση επικουρικού ταμείου, που συγχωνεύθηκε στο Ι.Κ.Α. – Τ.Ε.Α.Μ., δικαιούνται σύνταξη και σε περίπτωση θανάτου τους τα κατά την παράγραφο 3 μέλη της οικογένειάς τους, εφ` όσον συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, όπως αυτές θα έχουν διαμορφωθεί μετά την ολοκλήρωσή τους, έστω και αν δικαιωθούν κύρια σύνταξη από το Δημόσιο.
Για τον καθορισμό των συντάξιμων αποδοχών των παραπάνω προσώπων εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις της νομοθεσίας του Ι.Κ.Α., όπως ισχύουν κάθε φορά.
Σημ.: όπως αναριθμήθηκε με την παρ.2 άρθρ.8 Ν.2335/1995 (Α 185).

9.α. Συνταξιοδοτικές περιπτώσεις συνταξιούχων συγχωνευθέντων ή συγχωνευόμενων στον Κλάδο Ι.Κ.Α.- Τ.Ε.Α.Μ. ταμείων, κλάδων ή λογαριασμών επικουρικής ασφαλίσεως, των οποίων η συνταξιοδοτική αιτία είναι διαφορετική από αυτή του κύριου ασφαλιστικού φορέα ή συνταξιούχων των ανωτέρω φορέων που δεν συνταξιοδοτούνται από το Ι.Κ.Α. ή άλλο κύριο ασφαλιστικό φορέα ή το Δημόσιο, εξακολουθούν να διέπονται από τις διατάξεις της νομοθεσίας αυτών.
β. Το ποσό της συντάξεως των παραπάνω προσώπων δεν επανυπολογίζεται με τις διατάξεις της νομοθεσίας του Ι.Κ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ., αλλά σε ουδεμία περίπτωση θα είναι κατώτερο των κάθε φορά καταβαλλόμενων κατώτατων ορίων αυτού, μειωμένων αναλόγως κατά τις διατάξεις της νομοθεσίας των συγχωνευθέντων ή συγχωνευόμενων φορέων, κλάδων ή λογαριασμών επικουρικής ασφαλίσεως.
Σημ.: όπως ηπαρ.9 προστέθηκε με την παρ.4 άρθρ.13 Ν.2335/1995 (Α 185).

Άρθρον 6
Διαπίστωσις ανικανότητος
Η κρίση του αρμόδιου, για την αναγνώριση δικαιώματος σε σύνταξη αναπηρίας, οργάνου του ΙΚΑ ή άλλου φορέα κύριας ασφάλισης, ως προς το βαθμό της αναπηρίας και τη χρονική της διάρκεια είναι υποχρεωτική και για τα αρμόδια για την αναγνώριση δικαιώματος σε σύνταξη από το ΙΚΑ – ΤΕΑΜ όργανα του ΙΚΑ.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 17 του Ν. 1539/1985 (Α 64).

Άρθρον 7
Ασκησις δικαιώματος – Εναρξις καταβολής συντάξεως

1. Το δικαίωμα προς απόληψιν συντάξεως ασκείται υπό του έχοντος έννομον συμφέρον, δι` αιτήσεως υποβαλλομένης μετ` αντιγράφου της σχετικής αποφάσεως περί απονομής συντάξεως εκ του ΙΚΑ ή ετέρου φορέως κυρίας ασφαλίσεως εις το Ταμείον.

2.α. Η καταβολή της σύνταξης από το ΙΚΑ-ΤΕΑΜ αρχίζει από την ημερομηνία έναρξης καταβολής της σύνταξης από το φορέα κύριας ασφάλισης, εφόσον η αίτηση υποβληθεί μέσα σε τρεις (3) μήνες από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης απονομής της σύνταξης από το φορέα κύριας ασφάλισης.
β. Σε περίπτωση που η αίτηση για την απονομή σύνταξης από το ΙΚΑ-ΤΕΑΜ υποβληθεί μετά την παρέλευση της ανωτέρω προθεσμίας, η σύνταξη καταβάλλεται από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.

γ. Αν το δικαίωμα σε σύνταξη από το ΙΚΑ – ΤΕΑΜ θεμελιώνεται σε χρόνο μεταγενέστερο της έναρξης καταβολής της κύριας σύνταξης, η καταβολή της σύνταξης αρχίζει από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για συνταξιοδότηση από το ΙΚΑ – ΤΕΑΜ.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 3 του άρθορυ 17 του Ν. 1539/1985 (Α 64).

Άρθρον 8
Διοικητικόν Συμβούλιον. Κυβερνητικός Επίτροπος.

1. Το Ταμείον διοικείται υπό επταμελούς Διοικητικού Συμβουλίου αποτελουμένου :
α) Εξ ενός πτυχιούχου Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος της ημεδαπής ή ισοτίμου της αλλοδαπής έχοντος γνώσεις και πείραν περί τα ασφαλιστικά θέματα, ώς Προέδρου.
β) Εξ ενός ανωτέρου υπαλλήλου του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών.
γ) Εκ δύο εκπροσώπων των εργοδοτών.
δ) Εκ δύο εκπροσώπων των ησφαλισμένων.
ε) Εξ ενός εκπροσώπου των συνταξιούχων και μέχρις υπάρξεως ικανού αριθμού συνταξιούχων εξ ενός εισέτι εκπροσώπου των ησφαλισμένων.

2. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου μετύ ισαρίθμων αναπληρωματικών διορίζονται “επί τριετή θητεία”, διύ αποφάσεως του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών δημοσιευομένης διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 56 παρ. 7 του Ν. 1140/1981 (Α 68).

3. Χρέη Γραμματέως του Διοικητικού Συμβουλίου εκτελεί υπάλληλος του Ταμείου ή του Υπουργείου Κοινωνικών υπηρεσιών, οριζόμενος διύ αποφάσεως του Υπουργού Κοιν. Υπηρεσιών, η θητεία του οποίου λήγει ομού μετά τις θητείας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου.

4. Των συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου μετέχει, άνευ ψήφου, ως Κυβερνητικός Επίτροπος, ανώτατος ή ανώτερος υπάλληλος του Υπουργείου Κοιν. Υπηρεσιών, οριζόμενος μετά του αναπλη7ωτο του δι’ αποφάσεως του Υπουργού Κοιν. Υπηρεσιών.

5. Τα της συγκροτήσεως, λειτουργίας και απαρτίαν του Διοικητικού Συμβουλίου και των αρμοδιοτήτων αυτού μετά των καθηκόντων του Προέδρου, των μελών και του Γραμματέως, τα των αρμοδιοτήτων του Κυβερνητικού Επιτρόπου αυτού τα της εξαιρέσεως των μελών και των προϋποθέσεων διορισμού αυτού, ως και θέματα ή λεπτομέριαι αναγκαίαι διά την λειτουργίαν του Δ.Σ. καθορίζονται διύ αποφάσεως του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών δημοσιευομένης διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

Άρθρον 9
Εξουσιοδοτικαί διατάξεις

1. Διά Π. Δ/των εκδιδομένων προτάσει των Υπουργών Κοιν. Υπηρεσιών και Οικονομικών, μετά γνώμών του Δ.Σ. του Ταμείου και του παρά τω Υπουργείω Κοιν. Υπηρεσιών λειτουργούντος Συμβουλίου Κοινωνικής Ασφαλίσεως, εγκρίνεται και τροποποιείται το Καταστατικόν του Ταμείου, διύ ού ορίζονται η έναρξις της παρ` αυτώ ασφαλίσεως, τα του χρόνου ενάρξεως της υποχρεώσεως καταβολής των εισφορών ησφαλισμένου και συνεισφορών των εργοδοτών, τα του τρόπου βεβαιώσεως και εισπράξεως αυτών, ο τρόπος διαχειρίσεως και διαθέσεως των πόρων και της εξασφαλίσεως εν γένει των κεφαλαίων του Ταμείου, το ύψος των καταβαλλομένων παροχών, καθώς και πάσα άλλη λεπτομέρεια αναγκαία διά την λειτουργίαν και εκπλήρωσιν του σκοπού του Ταμείου.

2. Διά Π. Δ/των εκδιδομένων προτάσει των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως, Οικονομικών και Κοιν. Υπηρεσιών, μετά γνώμην του Δ.Σ. του Ταμείου, ορίζονται τα της συστάσεως, συνθέσεως, συγχωνεύσεως και καταργήσεως των υπηρεσιών αυτού, τα των αρμοδιοτήτων τούτων, τα της συστάσεως, συγχωνεύσεως και καταργήσεως μονίμων και επί σχέσει Ιδιωτικού δικαίου θέσεων, τα της διαρθρώσεως των θέσεων κατά κλάδον, βαθμούς και ειδικότητας, τα των προσόντων τούτων, τα των Προϊσταμένων των Υπηρεσιών και τα της αναπληρώσεώς των, ως και τα της κατατάξεως του προσωπικού του υπηρετούντος εις θέσεις προβλεπομένας υπό του εκάστοτε τροποποιουμένου Οργανισμού του Ταμείου.

3. Η περαιτέρω διάρθρωσις των τμημάτων εις Γραφεία και αι αρμοδιότητες αυτών καθορίζονται διύ αποφάσεις του Δ.Σ. του Ταμείου.

4. α) Δι’ αποφάσεως του Υπουργού Κοιν. Υπηρεσιών μετά γνώμην του Δ.Σ. του Ταμείου και του Δ.Σ. του ΙΚΑ δύναται να ανατίθεται εις το ΙΚΑ, η βεβαίωσις και η είσπραξις των εσόδων του Ταμείου.
β) Δύναται ο Υπουργός Κοιν. Υπηρεσιών διύ αποφάσεώς του, μετά γνώμην τού Δ.Σ. του Ταμείου και του Δ.Σ. του ΙΚΑ να αναθέση εις το τελευταίον, την διά των κατά τόπους υπηρεσιών αυτού άσκησιν των αρμοδιοτήτων του Ταμείου εν όλω ή εν μέρει.
γ) Διά των αυτών αποφάσεων του Υπουργού Κοιν. Υπηρεσιών καθορισθήσονται αι λεπτομέρειαι εφαρμογής των διατάξεων της παρούσης παραγράφου (τρόπος αποδόσεως των πόρων του Ταμείου υπό του ΙΚΑ κ.λ.π.) και της αποζημιώσεως του ΙΚΑ διά τας προσφερομένας προς το Ταμείον υπηρεσίας του.

Άρθρον 10
Μεταβατικαί διατάξεις

1. Κατά την πρώτην εφαρμογήν του παρόντος δύνανται αι συσταθησόμεναι τακτικαί θέσεις τού Ταμείου να πληρούνται εν όλω ή εν μέρει, διά μετατάξεως υπαλλήλων εξ ετέρων Ασφαλιστικών Οργανισμών, κεκτημένων τα υπό της κειμένης νομοθεσίας οριζόμενα τυπικά προσόντα.

2. Η μετάταξις των ανωτέρω ενεργείται επί τη αιτήσει αυτών, κατά την διαδικασίαν την προβλεπομένην υπό των διατάξεων της παραγρ. αύ του άρθρου μόνου του από 31.12.1956 Β.Δ. (Φ.Ε.Κ. 307/1956 τ. Α`) “περί τροποποιήσεως των άρθρων 96 καί 97 του Νόμου 1811/1951″ και του από 23.12.1955 Β. Δ/τος, όσον αφορά τα Ν.Π.Δ.Δ. του Ν. Δ/τος 2592/1953″.

3. Μέχρις οριστικής πληρώσεως των συσταθησομένων τακτικών θέσεων του Ταμείου διά διορισμού ή μετατάξεως, η υπηρεσία αυτού δύναται να διεξάγεται δι’ υπαλλήλων αποσπωμένων, κατά την διαδικασίαν της παραγρ. β` του ανωτέρω Β. Δ/τος, εξ ετέρων Οργανισμών Κοιν. Ασφαλίσεως, δι` εξάμηνον χρονικόν διάστημα, δυνάμενον να παραταθή επί εν εισέτι εξάμηνον.

Άρθρον 11
Τελικαί διατάξεις

1.Από της ισχύος του παρόντος απαγορεύεται η σύστασις Κλαδικού Ταμείου Επικουρικής Ασφαλίσεως Μισθωτών έχοντος μορφήν Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου.

2. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ύστερα από αναλογιστική μελέτη και γνώμη του οικείου φορέα και του Σ.Κ.Α., συγχωνεύονται στο Ι.Κ.Α. – Τ.Ε.Α.Μ. οι φορείς επικουρικής ασφάλισης, οι οποίοι, λαμβανομένων υπόψη του ύψους των εισφορών των ασφαλισμένων και εργοδοτών, των προσόδων περιουσίας, των προϋποθέσεων απανομής των παροχών, του ύψους και της εκτάσεως αυτών και των εξόδων διοίκησης τους, δεν μπορούν να παρέχουν την ελάχιστη ασφαλιστική προστασία, την οποία παρέχει εκάστοτε το Ι.Κ.Α. – Τ.Ε.Α.Μ.. Επίσης συγχνώνευση κατά τα ανωτέρω γίνεται και των φορέων επικουρικής ασφάλισης στους οποίους η σχέση μεταξύ συνταξιούχων και ασφαλισμένων είναι μικρότερη της σχέσης 1 προς 2, εκτός αν η οικονομική κατάσταση του φορέα ασφάλισης επιτρέπεται τη συνέχιση της λειτουργίας του. ” Υπό τις προϋποθέσεις των προηγούμενων εδαφίων συγχωνεύονται στο Ι.Κ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ. και οι κλάδοι ή λογαριασμοί επικουρικής ασφαλίσεως, οι οποίοι λειτουργούν σε κύριους ή επικουρικούς ασφαλιστικούς φορείς, ανεξαρτήτως της δυνατότητας συνεχίσεως αυτοτελούς λειτουργίας των άλλων κλάδων ή λογαριασμών των φορέων αυτών.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 76 παρ. 3 του Ν. 2084/1992 (ΦΕΚ Α 165),το δε τελευταίο εδάφιο αυτής προστέθηκε με την παρ.3 άρθρου 8 Ν.2335/1995 (Α 185).

3. Από της εκδόσεως του κατά την παρ.1 προεδρικού διατάγματος το Ι.Κ.Α.- Τ.Ε.Α.Μ. υποκαθίσταται αυτοδικαίως και χωρίς άλλη διατύπωση σε όλα γενικά τα εμπράγματα και ενοχικά δικαιώματα και υποχρεώσεις του συγχωνευόμενου ταμείου, ως καθολικός διάδοχος. Στο περιθώριο των οικείων βιβλίων μεταγραφών σημειώνεται προκειμένου περί ακινήτων η με τον παρόντα νόμο και το οικείο προεδρικό διάταγμα επερχόμενη μεταβολή.
Εκκρεμείς δίκες του συγχωνευόμενου φορέα συνεχίζονται από το Ι.Κ.Α. – Τ.Ε.Α.Μ., νομιμοποιουμένου προς τούτο ενεργητικά και παθητικά.
Με τα προεδρικά διατάγματα για τη συγχώνευση θα καθορισθούν ιδίως η συνέχιση της ασφάλισης των ασφαλισμένων των συγχωνευόμενων φορέων, ο υπολογισμός χρόνου που έχει αναγνωρισθεί, η καταβολή των παροχών, οι μεταφερόμενες θέσεις προσωπικού και η διάρθρωση των μεταφερόμενων θέσεων, η ένταξη του μεταφερόμενου προσωπικού και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 76 παρ. 3 του Ν. 2084/1992 (ΦΕΚ Α 165).

Άρθρον 12
Σύστασις Κλάδων Επικουρικής Ασφαλίσεως Εργοδοτών

1. Διά Προεδρικών Διαταγμάτων εκδιδομένων τη προτάσει των υπουργών Συντονισμού, Προεδρίας Κυβερνήσεως και Κοινωνικών Υπηρεσιών, μετά γνώμην του Δ.Σ. του οικείου Ταμείου κυρίας ασφαλίσεως ελευθέρων επαγγελματιών και αυτοτελώς απασχολουμένων, δύναται να συνιστάται παρά τω Ταμείω τούτω Κλάδος Επικουρικής Ασφαλίσεως των ησφαλισμένων του οικείου Ταμείου, των μη ησφαλισμένων εις έτερον φορέα ή Κλάδον Επικουρικής Ασφαλίσεως, χρηματοδοτούμενος διά της ατομικής εισφοράς αυτών, έχων ιδίαν οικονομικήν και λογιστικήν αυτοτέλειαν.

2. Διά Προεδρικού Διατάγματος εκδιδομένου προτάσει των Υπουργών Κοινωνικών Υπηρεσιών και Οικονομικών, μετά γνώμην του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου, κατά την προηγουμένην παράγραφον, Ταμείου, και του παρά τω Υπουργείω Κοινωνικών Υπηρεσιών λειτουργούντος Συμβουλίου Κοιν. Ασφαλίσεως, εγκρίνεται και τροποποιείται το καταστατικό του συνιστωμένου Κλάδου, διά του οποίου ορίζεται η έναρξις της λειτουργίας τούτον και της παρύ αυτώ ασφαλίσεως, η υπαγωγή εις την ασφάλισιν του κλάδου κατηγορίας ή κατηγοριών απασχολουμένων, το ύψος της εισφοράς του ησφαλισμένου, τα του χρόνου ενάρξεως και τρόπου βεβαιώσεως και εισπράξεως των εισφορών των ησφαλισμένων, ο τρόπος διαχειρίσεως και διαθέσεως των πόρων και της εξασφαλίσεως εν γένει των κεφαλαίων του Κλάδου, αι προϋποθέσεις τας οποίας δέον να πληρούν τα υπαγόμενα εις την ασφάλισιν πρόσωπα διά να τύχουν παροχών, ο κύκλος των προστατευομένων υπό του ησφαλισμένου ή συνταξιούχου προσώπων, ο τρόπος της αναγνωρίσεως της προϋπηρεσίας των ησφαλισμένων και της καταβολής των διά την αναγνώρισιν ταύτης ποσών, καθώς και πάσα άλλη λεπτομέρεια αναγκαία διά την λειτουργίαν και εκπλήρωσιν του σκοπού του κλάδου, μη αναφερομένη εις θέματα περί ων η παράγραφος 2 του άρθρου 9 του παρόντος.

Άρθρον 13

1. Εις το άρθρον 9 του νόμου 825/1978 προστίθεται παρ. Ια, έχουσα ούτω :
“Ια. Προκειμένου περί των συνταξιοδοτηθέντων από 1.1.1967 μέχρι 31.12.1976, ων το ποσόν της συντάξεως υπελογίσθη αρχικώς ή ανακαθωρίσθη μεταγενεστέρως (Π.Δ. 199/1975) βάσει τεκμαρτού ημερομισθίου ασφαλιστικής κλάσεως οριζομένης εις τον εν συνεχεία πίνακα, κατ` αντιστοιχίαν του έτους ενάρξεως της καταβολής της συντάξεως, ή κατά την προηγουμένην παράγραφον κλάσις ανακαθορισμού δεν δύναται να είναι μικροτέρα της ΧΙΥ, εφύ όσον ούτοι, διά την καταβολήν των ασφαλιστικών εισφορών ανήκον επί 300 τουλάχιστον ημέρας εργασίας εντός δύο συναπτών ημερολογιακών ετών χρονικής περιόδου μέχρι καί 31 Δεκεμβρίου 1965 εις την προ του Ν.Δ. 346/1974 ισχύουσαν ΧΙΥ παλαιάν ασφαλιστικήν κλάσιν (τεκμαρτόν 210 δρχ.) άνευ υπολογισμού Δώρων εορτών και επιδόματος αδείας.
Εφ όσον εις την αυτήν παλαιάν ασφαλιστικήν κλάσιν (ΧΙΥ) ανήκον επί τον αυτόν χρόνον εντός δύο συναπτών ημερολογιακών ετών της χρονικής περιόδου 1.1.1965-31.12.1967 ή 1.1.1967-31.12.1969 η κλάσις ανακαθορισμού δεν δύναται να είναι μικροτέρα της ΧΙΙΙ και ΧΙΙ αντιστοίχως”.
ΠΙΝΑΞ
Ετος ενάρξεως Ασφαλιστική καταβαλλομένης συντάξεως κλάσις 1967,1968 Χ 1969 ΙΧ 1970 ΥΙΙΙ 1971 ΙΧ 1972, 1973 ΥΙΙΙ 1974 ΥΙΙ ή ΥΙΙΙ 1975 Χ

2. Εις την παρ. 2 του άρθρου 29 του Α.Ν. 1846/1951, ως αντικατεστάθη με την παρ. 2 του άρθρου 5 του Ν. 825/Ι978, προστίθεται διάταξις έχουσα ούτω :
“Το ανωτέρω ποσόν προσαυξάνεται διά την σύζυγον κατά το εκάστοτε ισχύον ποσόν του ενός και ημίσεος ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτου, εφύ όσον αύτη δεν ασκεί επάγγελμά τι ή δεν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού ή Ν.Π.Δ.Δ. ή του Δημοσίου και ενός εισέτι ημερομισθίου διύ έκαστον τέκνον υπό τους περιορισμούς της παρ. 3 του άρθρου 29 του Α.Ν. 1846/1951 ως τροποποιηθείσα ισχύει”. Καθ` εκάστην εφεξής αύξησιν του κατωτάτου ημερομισθίου ανειδικεύτου εργάτου ο ανακαθορισμός τη ως άνω προσαυξήσεως χωρεί από της ημέρας ανακαθορισμού των συντάξεων κατά τας διατάξεις του άρθρου 4 του Ν. 825/78.

3. Οι διατάξεις της περίπτωσης δ` της παραγράφου 6 του άρθρου 5 του Ν. 825/1978, όπως ισχύουν κάθε φορά, δεν εφαρμόζονται για τους συνταξιούχους του Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ., οι οποίοι λαμβάνουν και άλλη σύνταξη ως ανάπηροι και θύματα πολεμικής ή ειρηνικής περιόδου κατά την εκτέλεση της στρατιωτικής τους υπηρεσίας.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.6 άρθρ.5 Ν.3232/2004,ΦΕΚ Α 48/12.2.2004.

Άρθρον 14
Η σύνθεσις, συγκρότησις και λειτουργία των παρά τω Ιδρύματι Κοινωνικών
Ασφαλίσεων κατωτέρω συλλογικών οργάνων:
α) Του Πενταμελούς Ανωτάτου Υγειονομικού Συμβουλίου.
β) Τής Τριμελούς Επιτροπής αξιολογήσεως ύπο- ψηφίων πρός πρόσληψιν ιατρών.
γ) Του Πενταμελούς Ανωτάτου Τεχνικού Συμβουλίου.
δ) Της Τριμελούς Επιτροπής διενεργείας διαγωνισμών εκτελέσεως έργων και στεγάσεως, ορίζονται κατά την διαδικασίαν της θεσπίσεως των κανονισμών του ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Άρθρον 15

1. Εις τους Προέδρους, τα μέλη και τους Γραμματείς των Υγειονομικών Επιτροπών των αρμοδίων, κατά την εκάστοτε κειμένην περί ΟΓΑ νομοθεσίαν, διά την εξέτασιν ησφαλισμένων και συνταξιούχων του Οργανισμού προς διαπίστωσιν της απαιτουμένης προς συνταξιοδότησιν ανικανότητος προς εργασίαν, ως και εις τους Προέδρους, τα μέλη και τους Γραμματείς των Επιτροπών των αρμοδίων προς καθορισμόν της ηλικίας των ησφαλισμένων του ΟΓΑ, καταβάλλεται αποζημίωσις καθοριζομένη εκάστοτε διά κοινής αποφάσεως των Υπουργών Συντονισμού, Προεδρίας Κυβερνήσεως, Οικονομικών και Κοινωνικών Υπηρεσιών, είτε κατά συνεδρίασιν, είτε κατά κρινομένην υπόθεσιν, είτε κατά συνδυασμόν αμφοτέρων των τρόπων τούτων.

2. Εις έκαστον Υποκατάστημα του Ι.Κ.Α. δύναται να συσταθή ειδική υγειονομική Επιτροπή προς εξέτασιν και διεκπεραίωσιν των μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος εκκρεμουσών υποθέσεων συνταξιοδοτήσεως λόγω αναπηρίας ησφαλισμένων του Ο.Γ.Α. κατά την κειμένην περί του Οργανισμού τούτου νομοθεσίαν.

3. Η κατά συνεδρίασιν αποζημίωσις των περί ων η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου προσώπων, των Πρωτοβαθμίων. Δευτεροβαθμίων και Ειδικών Υγεινομικών Επιτροπών, αρχομένη από 1.6.78 καταβάλλεται δια το μέχρι 31.12.1978 χρονικόν διάστημα ανεξαρτήτως αριθμού εξετασθέντων περιστατικών και υπολογίζεται κατά τα οριζόμενα υπό της υπΆριθ. 2444/7024/9.1.1980 αποφάσεως των Υπουργών Συντονισμού, Προεδρίας Κυβερνήσεως, Οικονομικών και Κοινωνικών Υπηρεσιών “περί καθορισμού αριθμού συνεδριάσεων και αμοιβής των Πρωτοβαθμίων – Δευτεροβαθμίων και Ειδικών Υγειονομικών Επιτροπών του ΙΚΑ επανεξετάσεως και εξετάσεως συνταξιούχων και ησφαλισμένων του ΟΓΑ” (ΦΕΚ 29/12.1980, τ. Β`) .
Σημ.: όπως η παράγραφος 3 προστέθηκε με το άρθρο 24 παρ. 1 του Ν. 1140/1981 (Α 68).

Άρθρον 16
Μετατασσόμενοι υπάλληλοι ασφαλιστικών Οργανισμών δύνανται τη αιτήσει των, υποβαλλομένην εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 3 μηνών από της μετατάξεώς των, είτε να διατηρήσουν τα ασφαλιστικά δικαιώματα τα οποία είχον πρό της μετατάξεώς των, είτε να υπαχθούν εις το ασφαλιστικόν καθεστώς των υπαλλήλων του Οργανισμού εις ον μετατάσσονται.

Άρθρον 17

1. Ασφαλισμένες που υπάγονται από ίδιο δικαίωμα σε φορείς και κλάδους ασθένειας αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων μπορούν να ασφαλίζουν τα τέκνα τους με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που ισχύουν για τους άνδρες ασφαλισμένους.
Σε περίπτωση που τα τέκνα έχουν ασφαλισθεί στο φορέα του πατέρα, μπορούν να ασφαλισθούν από την μητέρα ασφαλισμένη, εφόσον διαγραφούν από το φορέα ασθένειας του πατέρα.
Εις περίπτωσιν καθ` ην η σύζυγος έχει την επιμέλειαν των τέκνων αποφασίζει εκείνη περί της ασφαλίσεώς των, εφ’ όσον η ασφάλισίς της είναι ευνοϊκότερα διά τα τέκνα.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.5 άρθρ.19 Ν.3232/2004,ΦΕΚ Α 48/12.2.2004.

2. Η ασφάλισις των τέκνων, αρχομένη από της πρώτης του επομένου μηνός της υποβολής της σχετικής αιτήσεως της ησφαλισμένης, λήγει άμα τη συμπληρώσει των προϋποθέσεων των οριζομένων υπό της νομοθεσίας εκάστου φορέως.

3. Ως τέκνα, διά την εφαρμογήν του παρόντος, νοούνται τα υπό της νομοθεσίας εκάστου φορέως νοούμενα ως τοιαύτα.

4. Οπου υφίσταται υποχρέωσις καταβολής προσθέτου ασφαλιστικής εισφοράς διά την ασφάλισιν μελών οικογενείας εις φορείς ασφαλίσεως ασθενείας, αύτη καταβάλλεται και διά την κατά τας διατάξεις του παρόντος ασφάλισιν των τέκνων.

5. Πάσα γενική η ειδική διάταξις αντικειμένη εις τας διατάξεις του παρόντος καταργείται.

Άρθρον 18
Η θητεία των επί συμβάσει υπαλλήλων, περί ων η διάταξις του άρθρου 1 του Νόμου 574/77 (ΦΕΚ 100/77 τ. Α`), παρατείνεται επί δύο έτη από της λήξεώς της.

Άρθρον 19
Το δικαίωμα σύνταξης που προβλέπεται από τις καταστατικές διατάξεις των ασφαλιστικών οργανισμών, πλην Ι.Κ.Α. και Ο.Γ.Α., για άγαμα παιδιά, αδέλφια, εγγονούς, προγονούς θανόντων ασφαλισμένων και συνταξιούχων, καθώς και το δικαίωμα προσαύξησης της σύνταξης γι` αυτά, παύει με τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους ή σε περίπτωση συνεχίσεως των σπουδών σε ανώτερα ή ανώτατα εκπαιδευτικό ιδρύματα με τη συμπλήρωση του 24ου έτους, εφόσον δεν ασκούν επάγγελμα ή δεν λαμβάνουν σύνταξη από δική τους εργασία.
Τα παραπάνω όρια ηλικίας δεν ισχύουν προκειμένου για παιδιά, αδέλφια, εγγονούς, προγονούς, που είναι ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία, εφόσον η ανικανότητά τους επήλθε πρίν από τη συμπλήρωση των προαναφερόμενων ορίων ηλικίας.
Ειδικά για παιδιά, αδέλφια, εγγονούς, προγονούς, που πάσχουν από νευροψυχιατρικές παθήσεις, η ανικανότητα για κάθε εργασία που οφείλεται στις παθήσεις αυτές απαιτείται να έχει επέλθει πριν τη συμπλήρωση του 25ου έτους της ηλικίας.
Κάθε αντίθετη καταστατική διάταξη, καταργείται.
Δικαιώματα που έχουν ήδη θεμελιωθεί με προισχύουσες διατάξεις, πλην των διατάξεων που αναφέρονται στην προσαύξηση της σύνταξης, εξακολουθούν να ισχύουν.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 51 του Ν.1140/1981 (Α 68) αντικαταστάθηκε πάλι με την παρ.1 άρθρ.20 Ν.2556/1997 Α 270/24.12.1997,όπως αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 61 παρ.1 Ν.3518/2006,ΦΕΚ Α 272/21.12.2006.

Άρθρον 20

1. Οι απασχολούμενοι εις υπογείους στοάς των Μεταλλείων-Λιγνιτωρυχείων, δικαιούνται συντάξεως εκ του ΙΚΑ από της συμπληρώσεως του 55ου έτους της ηλικίας των, εφ` όσον έχουν πραγματοποιήσει ή θα πραγματοποιήσουν 4.050 τουλάχιστον ημέρας εργασίας εις τας περί ων ανωτέρω υπογείους στοάς, εκ των οποίων 500 τουλάχιστον μετά την ισχύν του παρόντος νόμου.
Κατεξαίρεση, τα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου δικαιούνται σύνταξη από το Ι.Κ.Α. με τη συμπλήρωση του 50ού έτους της ηλικίας τους, εφ` όσον έχουν πραγματοποιήσει οποτεδήποτε 4.500 τουλάχιστον ημέρες εργασίας αποκλειστικά σε υπόγειες στοές.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε δια του άρθρ. 10 του Ν. 1654 /1986, ΦΕΚ Α 177.

2. Οι ανωτέρω 500 ημέρες εργασίας προσαυξάνονται ανά 175 κατά μέσο όρο για κάθε χρόνο, αρχής γενομένης από 1.1.1984 και μετά, μέχρι τη συμπλήρωση του αριθμού των 4.050 ημερών εργασίας”. “Για τη συμπλήρωση των παραπάνω ημερών ασφάλισης υπολογίζονται και οι ημέρες κανονικής άδειας και ασθένειας και μέχρι ένα μήνα για κάθε περίπτωση (άδεια ή ασθένεια) κατ` ανώτατο όριο το χρόνο, κατά τη διάρκεια των οποίων συνεχίζεται να καταβάλλεται η πρόσθετη εισφορά που προβλέπεται από την παρ. 4 του ίδιου άρθρου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ. 12 παρ. 3 του Ν. 1469/1984, ΦΕΚ Α 111 καιμε την παρ.2 του άρθρου 8 του Ν.2217/1994 (Α 83)

3. Εκ των διατάξεων του παρόντος άρθρου εξαιρούνται οι κατά την δημοσίευσιν τούτου άγοντες το 58ον και άνω έτους της ηλικίας των.

4. Διά την συνταξιοδότησιν των, περί ων η παραγρ. 1 του παρόντος άρθρου ησφαλισμένων, καταβάλλεται υπέρ του κλάδου συντάξεως του ΙΚΑ πρόσθετος εισφορά ίση προς το 7,50% επί των εις εισφοράς υποκειμένων αποδοχών, κατανεμομένη εις βάρος του εργοδότου 5% και εις βάρος του ησφαλισμένου 2,50%.

5. Κανονισμός θέλει ορίσει τον τρόπον εισπράξεως της προβλεπομένης υπό της προηγουμένης παραγράφου προσθέτου εισφοράς, τον τρόπον αποδείξεως των μέχρι της ισχύος του παρόντος πραγματοποιηθέντων, ως και των εφύ εξής πραγματοποιουμένων εις εργασίας βάθους, ημερομισθίων, ως και πάσαν άλλην σχετικήν λεπτομέρειαν.

Άρθρον 21
Η παράγρ. 4 του άρθρου 2 του Ν.Δ. 4577/66 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της νομοθεσίας περί Κοινωνικής Ασφαλίσεως και περί ετέρων τινών διατάξεων”, αντικαθίσταται ως ακολούθως :
” Η καταβολή των παρά του ΙΚΑ χορηγουμένων συντάξεων εις τους εξ Αιγύπτου και Τουρκίας Ελληνας υπηκόους και ομογενείς αναστέλλεται, εφύ όσον ο δικαιούχος, άνευ δεδικαιολογημένης αιτίας, περί ης κρίνουν τα αρμόδια όργανα του ΙΚΑ, παραμένει εν τη αλλοδαπή άνω των 6 μηνών”.

Άρθρον 22
Δι’ αποφάσεως του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, εκδιδομένης κατόπιν γνώμης του Δ.Σ. του ΙΚΑ και δημοσιευομένης διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, καθορίζεται το τιμολόγιον νοσηλίων – τροφείων, το οποίον καταβάλλουν οι ασφαλιστικοί οργανισμοί διά τα τέκνα των ησφαλισμένων τους, τα οποία περιθάλπονται εις τα ιδρύματα, περί ων το άρθρον 6 του Νόμου 861/79 “περί απλουστεύσεως της διαδικασίας αναγνωρίσεως χρόνου προϋπηρεσίας και απονομής των πάσης φύσεως παροχών εις τους ασφαλισμένους των ασφαλιστικών οργανισμών αρμοδιότητος του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών και άλλων τινών διατάξεων”.

Άρθρον 23

1. Εις την ασφάλισιν του Ταμείου Επικουρικής Ασφαλίσεως Εργατοτεχνιτών Δομικών και Ξυλουργικών Εργασιών, υπάγονται υποχρεωτικώς και οι κατά κύριον επάγγελμα εργατοτεχνίται και βοηθοί, οι απασχολούμενοι εις Υδραυλικάς εν γένει εργασίας, Καλοριφέρ, εις εργασίας κοπής, επεξεργασίας και τοποθετήσεως υαλοπινάκων και εις ταπετσαρίας επίπλων γενικώς, ως και το τμήμα των μαρμαράδων των εργαζομένων εις τον όνυχα.

2. Τα της συνταξιοδοτήσεως των ανωτέρω κατηγοριών προσώπων το πρώτον υπαγομένων εις την ασφάλισιν του Ταμείου διά του παρόντος ρυθμίζονται διύ αναλόγου εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 10 του 347/66 Β. Δ/τος ως ετροποποιήθη διά του Π.Δ. 816/9.10.79 “περί συνταξιοδοτήσεως των ησφαλισμένων του Ταμείου των νέων περιοχών”.

Άρθρον 24
Η, υπό του εδαφίου ε’ της παρ. 1 του άρθρου 15 του Ν. 825/78, προβλεπομένη προθεσμία υποβολής αιτήσεως αναγνωρίσεως ημερών εργασίας, παρατείνεται επί εξάμηνον από της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου.
Σχετικό:  παρ.1 του άρθ.3 του Ν.1276/1982

Άρθρον 25
Η παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 460/76 τροποποιείται και συμπληρούται ως ακολούθως:
“2. α) Ως βαθμός διά την εφαρμογήν του παρόντος νοείται ο βαθμός τας αποδοχάς του οποίου ελάμβανεν ο ησφαλισμένος κατά την έξοδόν του εκ της υπηρεσίας και επί των οποίων ενηργήθησαν κρατήσεις.
β) Το προηγούμενον εδάφιον εφαρμόζεται και διά τους προ της ισχύος του παρόντος καταστάντας βοηθηματούχους του Ταμείου, εφ` όσον ούτοι ήθελον καταβάλει τας τυχόν απαιτουμένας συμπληρωματικάς κρατήσεις των.
Η αναπροσαρμογή του μηνιαίου βοηθήματος τούτων θα γίνη επί του βασικού μισθού του τελευταίου προ της εξόδου των μηνός, πάντως ουχί πέραν του τελευταίου προ της εξόδου των μηνός, πάντως ουχί πέραν του ισχύοντος τοιούτου κατά την 31.12.1976”.

Άρθρον 26

1. Το κατώτατον ποσόν μηνιαίου βοηθήματος το παρεχόμενον υπό του Ταμείου Αρωγής Υπαλλήλων Αστυν. Πόλεων, ορίζεται εις το ποσόν των πεντακοσίων (500) δρχ. δι άπαντας τους μετόχους (αμέσους ή εμμέσους).

2. Δι αποφάσεως του Υπουργού Κοιν. Υπηρεσιών, εκδιδομένης μετά σύμφωνον γνώμην του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου και δημοσιευομένης εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δύναται να αυξάνεται το κατώτατον ποσόν βοηθήματος αναλόγως των οικονομικών δυνατοτήτων του Ταμείου.

3. Αι διατάξεις του παρόντος έχουν εφαρμογήν δι` όλους τους μετόχους του Ταμείου από 1ης Ιουλίου 1979.

Άρθρον 27

1. Ο αναγνωριζόμενος υπό του Δημοσίου, ως συντάξιμος, χρόνος της στρατιωτικής θητείας, κατά τας διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 329/76 “περί αντικαταστάσεως και καταργήσεως διατάξεών τινων του Α.Ν. 1854/51 περί απονομής των πολιτικών και στρατιωτικών συντάξεων”, αναγνωρίζεται και υπό των Ταμείων Αρωγής Δημοσίων Υπαλλήλων και του Ταμείου Ασφαλίσεως Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων.

2. Η αναγνώρισις ενεργείται δι` αποφάσεως του Δ/ντού του οικείου Ταμείου κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου και, εν περιπτώσει θανάτου τούτου των μελών της οικογενείας αυτού.

3. Η εξαγορά του αναγνωριζομένου χρόνου ενεργείται επί τη καταβολή ποσού ίσου προς το γινόμενον της κατά τον χρόνον υποβολής της αιτήσεως ισχυούσης τακτικής μηνιαίας εισφοράς επί τον αριθμόν των αναγνωριζομένων μηνών.

4. Η εξόφλησις του ποσού της εξαγοράς ενεργείται είτε εφύ άπαξ, ότε παρέχεται έκπτωσις 100% είτε εις μηνιαίας δόσεις, οριζομένας υπό του Δ.Σ. εκάστου Ταμείου, μη δυναμένου πάντως του αριθμού τούτων να υπερβή τον αριθμόν των αναγνωριζομένων μηνών.

5. Εν ουδεμιά περιπτώσει είναι δυνατή η προσμέτρησις του αναγνωριζομένου χρόνου, τόσον διά την θεμελίωσιν του δικαιώματος επί της συντάξεως όσον και διά την προσαύξησιν του ποσού ταύτης, προ της πλήρους εξοφλήσεως της διά την εξαγοράν τούτου οφειλής.
Αι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται και επί των συνταξιούχων των άνω Ταμείων, εφ` όσον ο χρόνος αυτός έχει αναγνωρισθεί από το Δημόσιον ή τον Οργανισμόν Κυρίας Ασφαλίσεως αυτών.

Άρθρον 28
Η ισχύς του παρόντος νόμου, όπου δεν ορίζεται άλλως, άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

Εν Αθήναις τη 21 Δεκεμβρίου 1979

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ

Εθεωρήθη και ετέθη η μεγάλη του Κράτους σφραγίς