ΝΟΜΟΣ 820 ΦΕΚ Α΄117/23.10.1978
Περί λήψεως μέτρων διά την περιστολήν της φοροδιαφυγής και άλλων τινών συναφών διατάξεων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν:

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄

Άρθρο 1
Επιστροφή φόρων – δασμών βάσει αποφάσεων
Βεβαιωθέντες φόροι, τέλη, εισφοραί, δασμοί και δικαιώματα υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων, καθ΄ ό ποσόν δεν οφείλονται βάσει οριστικής αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου εκπίπτονται, τυχόν δε καταβληθέντες εν μέρει ή εν όλω επιστρέφονται

Άρθρο 2
Αναστολή εισπράξεως ποσοστού 20% αμφισβητουμένου φόρου

1. Η είσπραξις του κατά τας ισχύουσας διατάξεις βεβαιωθέντος ποσοστού είκοσιν επί τοις εκατόν (20%) του αμφισβητουμένου φόρου, δύναται να ανασταλή δι΄ αποφάσεως του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου, ενώπιον του οποίου ησκήθη η προσφυγή, εάν πιθανολογείται η εν όλω ή εν μέρει ευδοκίμησις ταύτης ή διαπιστούται αδυναμία καταβολής εκ μέρους του αιτούντος. Η αναστολή χορηγείται κατόπιν αιτήσεως υποβαλλομένης υπό του εις φόρον υποχρέου ενώπιον του Προέδρου του αρμοδίου Διοικητικού Πρωτοδικείου. Δευτέρα αίτησις του ενδιαφερομένου διά την αυτήν υπόθεσιν δεν τιμωρείται, επιφυλασσομένης της περιπτώσεως καθ΄ ήν ο αιτών επικαλείται νεώτερα νομικά ή πραγματικά περιστατικά μη κριθέντα προηγουμένως.

2. Υποθέσεις, δι΄ άς εχορηγήθη η κατά την προηγουμένην παράγραφον αναστολή εισπράξεως, εισάγονται, κατά προτίμησιν, εις δικάσιμον μη απέχουσαν πλέον των τριών μηνών από της δημοσιεύσεως της περί αναστολής αποφάσεως.
Εν περιπτώσει μη χορηγήσεως αιτηθείσης αναστολής, η υπόθεσις εισάγεται, κατά προτίμησιν, εις δικάσιμον μη απέχουσαν πλέον των δύο μηνών από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως της απορριπτούσης της αίτησιν.

Άρθρο 3
Προεδρική Διαδικασία
Επί των, κατά το άρθρον 1 του Κώδικος Φορολογικής Δικονομίας, διαφορών αι οποίαι αφορούν:
α) την αναγνώρισιν φορολογικής απαλλαγής ή μειώσεως,
β) την ανάκλησιν, μερικήν ή ολικήν, της φορολογικής δηλώσεως του φορολογουμένου,
γ) την επιστροφήν φόρων, δασμών, εισφορών και
δ) την κατά τα άρθρα 65 του Ν.Δ. 3323/1955 «περί φορολογίας του εισοδήματος», ως ισχύει, και 99 του Ν.Δ. 118/1973 «περί Κώδικος φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, προικών και κερδών εκ λαχείων» ακύρωσιν ή τροποποίησιν φορολογικής εγγραφής, ο φορολογούμενος δύναται δι΄ αιτήσεώς του υποβαλλομένης εντός της υπό των κειμένων διατάξεων προβλεπομένης προθεσμίας προς άσκησιν προσφυγής και απευθυνομένης προς τον Πρόεδρον του αρμοδίου διά την εκδίκασιν της προσφυγής Διοικητικού Πρωτοδικείου και ανεξαρτήτως της παραλλήλου ασκήσεως προσφυγής, να ζητήση την υπό τούτου προσωρινήν λύσιν της διαφοράς του.
Ο Πρόεδρος εκδικάζει την αίτησιν κατά την υπό του άρθρου 159 του Κώδικος Φορολογικής Δικονομίας, ως αντικατεστάθη διά της παραγράφου 4 του άρθρου 29 του Ν.Δ. 4242/1962 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών διατάξεων» και συνεπληρώθη διά της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του Ν.Δ. 4600/1966 «περί ρυθμίσεως θεμάτων τινών των Φορολογικών Δικαστηρίων», προβλεπομένην διαδικασίαν διά τας αιτήσεις αναστολών, μετά προηγουμένην κλήτευσιν των διαδίκων επτά πλήρεις ημέρας προς της συζητήσεως και αποφαίνεται στηριζόμενος επί απλών βεβαιώσεων.
Η απόφασις αύτη υπόκειται εις έφεσιν ενώπιον του Προέδρου του αρμοδίου Διοικητικού Εφετείου, δικάζοντος υπό τους αυτούς όρους, ασκουμένην εντός μηνός από της κοινοποιήσεως της πρωτοδίκου αποφάσεως. Από της υποβολής της αιτήσεως και μέχρι της εκδόσεως της αποφάσεως του Προέδρου του Διοικητικού Εφετείου ή της τελεσιδικίας, λόγω μη ασκήσεως εφέσεως, της αποφάσεως του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου, αναστέλλεται η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής, μετά δε την κοινοποίησιν της αποφάσεως του Προέδρου του Διοικητικού Εφετείου ή της κατά τα ανωτέρω τελεσιδικίας της αποφάσεως του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου, άρχεται εικοσαήμερος προθεσμία ασκήσεως προσφυγής και υπαγωγής της διαφοράς εις την τακτικήν διαδικασίαν.
Αι κατά την διαδικασίαν ταύτην εκδιδόμεναι αποφάσεις του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου και του Προέδρου του Διοικητικού Εφετείου, είναι προσωρινής ισχύος και δεν επηρεάζουν την επί της προσφυγής κυρίαν δίκην.
Μη ασκηθείσης προσφυγής, η απόφασις του Προέδρου ή καταστάσα τελεσίδικος θεωρείται ως οριστικώς επιλύουσα την διαφοράν, δημιουργούσα επί των κριθέντων θεμάτων δεδικασμένον, αποκλείον νέαν επί της αυτής υποθέσεως κρίσιν.
Διά Προεδρικών Διαταγμάτων καθορίζονται θέματα διαδικασίας διά την εκδίκασιν των ανωτέρω φορολογικών διαφορών, ως και πάσα αναγκαία προς τούτο λεπτομέρεια. Οσαύτως διά Προεδρικών Διαταγμάτων, δύνανται να υπαχθούν εις την ανωτέρω διαδικασίαν και έτεραι φορολογικαί διαφοραί.

Άρθρο 4
Κίνητρα ειλικρινείας

1. Δηλώσεις φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων οικονομικού έτους 1979, υποβαλλόμεναι εμπροθέσμως και κρινόμεναι ειλικρινείς, ως προς το περιλαμβανόμενον εις ταύτας εισόδημα εξ εμπορικών επιχειρήσεων και ελευθερίων επαγγελμάτων, το προκύπτον εκ βιβλίων Α΄ και Β΄ κατηγορίας του Π.Δ/τος 99/1977 «περί Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων» αποτελούν αμάχητον τεκμήριον ειλικρινείας και διά το εισόδημα των αυτών πηγών το περιλαμβανόμενον εις τας μη ελεγχθείσας δηλώσεις των προηγουμένων οικονομικών ετών, εφ΄ όσον διά τα έτη ταύτα:
α) ετηρήθησαν αντίστοιχα βιβλία του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων,
β) δεν έχουν διαπιστωθεί παραβάσεις του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων επηρεάζουσαι το κύρος των βιβλίων της επιχειρήσεως και
γ) ο συντελεστής καθαρού κέρδους, προκειμένου περί εισοδήματος εξ εμπορικών επιχειρήσεων δεν υπολείπεται εις ποσοστόν μεγαλύτερον του είκοσιν επί τοις εκατόν (20%) από τον συντελεστήν καθαρού κέρδους τον προκύπτοντα εκ των δηλωθέντων καθαρών κερδών του οικον. έτους 1979 ή το δηλωθέν εισόδημα εξ ελευθερίων επαγγελμάτων δεν υπολείπεται του δηλωθέντος κατά το οικον. έτος 1979 εισοδήματος εις ποσοστόν μεγαλύτερον του είκοσιν επί τοις εκατόν (20%).
Διά τους τηρούντας βιβλίον αγορών, δέον τα ακαθάριστα έσοδα να είναι ανάλογα προς το ύψος των αγορών και τον επιτυγχανόμενον συντελεστήν μικτού κέρδους.

2. Αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και επί των δηλώσεων του άρθρου 16α του Ν.Δ. 3323/1955 των ομορρύθμων και ετερορρύθμων εταιρειών των τηρουσών βιβλία πρώτης και δευτέρας κατηγορίας του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων.

3. Φυσικά πρόσωπα, υποβάλλοντα εμπροθέσμως δηλώσεις φόρου εισοδήματος από του οικον. έτους 1979 και εφεξής, αι οποίαι ήθελον κριθή ειλικρινείς επί τρία συνεχή έτη, δικαιούνται εκπτώσεως ποσοστού πέντε επί τοις εκατόν (5%) επί του φόρου του αναλογούντος επιμεριστικώς εις τα δηλωθέντα εμπροθέσμως κατά το τέταρτον οικονομικόν έτος εισοδήματα εξ εμπορικών επιχειρήσεων και ελευθερίων επαγγελμάτων, τα προκύπτοντα εξ ειλικρινών βιβλίων πρώτης ή δευτέρας κατηγορίας του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων. Η δήλωσις εις την οποίαν περιλαμβάνεται και εισόδημα εξ εμπορικών επιχειρήσεων θεωρείται ειλικρινής υπό τας προϋποθέσεις της παραγράφου 1, του οικονομικού έτους 1979 λαμβανομένου ως πρώτου έτους κατά την πρώτην εφαρμογήν των διατάξεων της παρούσης παραγράφου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄
ΔΙΕΥΡΥΝΣΙΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΒΑΣΕΩΣ

Άρθρο 5
Υπόχρεοι εις δήλωσιν φόρου εισοδήματος
Το άρθρον 11 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρον 11 Υπόχρεοι εις δήλωσιν
1. Παν φυσικόν πρόσωπον, διά το οποίον συντρέχουν αι προϋποθέσεις του άρθρου 3, υποχρεούται εις υποβολήν δηλώσεως φόρου εισοδήματος εφ΄ όσον, μετά τας κατά το άρθρον 8 εκπτώσεις, απομένει φορολογητέον εισόδημα.
Ομοίως υφίσταται υποχρέωσις υποβολής δηλώσεως και εάν δεν απομένη εισόδημα, οσάκις εις το συνολικόν εισόδημα του φορολογουμένου περιλαμβάνεται και ζημία εξ εμπορικής επιχειρήσεως ή γεωργικής εκμεταλλεύσεως την οποίαν δικαιούται τούτο κατά την διάταξιν της παραγράφου 1 του άρθρου 4 να συμψηφίση προς τα εισοδήματα των επομένων ετών. Παράλειψις του υποχρέου, όπως επιδώση την αναγράφουσαν την ζημίαν του δήλωσιν, στερεί τούτον του δικαιώματος συμψηφισμού της ζημίας ταύτης.
Εις περίπτωσιν καθ΄ ήν ο φορολογούμενος κατοικεί εις την αλλοδαπήν, υπόχρεοι εις δήλωσιν τυγχάνουν αλληλεγγύως μετ΄ αυτού, οι εν Ελλάδι αντιπρόσωποι ή οι πράκτορες τούτου.
Εις υποβολήν δηλώσεως περί των εισοδήματων των, ανεξαρτήτως εάν υπόκεινται ή όχι εις φόρον κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου, υποχρεούνται και:
α) οι κύριοι ή κάτοχοι επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσεως ή ημιφορτηγού, πλην αγροτικού τοιούτου, ή κοττέρου ή θαλαμηγού ή ακάτου ή αεροσκάφους, ως και οι έχοντες εις την διάθεσίν των διά τας ατομικάς ή οικογενειακάς των ανάγκας τοιαύτα μεταφορικά μέσα ανήκοντα είτε εις την σύζυγόν του, είτε εις τα προστατευόμενα μέλη των, είτε εις τας εταιρείας εις τας οποίας ούτοι μετέχουν ως εταίροι, διαχειρισταί – εταίροι, ή τυγχάνουν πρόεδροι και ασκούν πραγματικήν διοίκησιν ή ως διευθύνοντες ή εντεταλμένοι σύμβουλοι,
β) οι διατηρούντες εις την προσωπικήν υπηρεσίαν των πλείονα του ενός πρόσωπα ως έμμισθον προσωπικόν,
γ) οι ασκούντες ελευθέριον επάγγελμα,
δ) οι μετέχοντες εις προσωπικήν εταιρείαν ή εταιρείαν περιωρισμένης ευθύνης ή κοινοπραξίαν,
ε) οι έχοντες ατομικήν επιχείρησιν εις πόλιν άνω των πέντε χιλιάδων (5.000) κατοίκων,
στ) οι έχοντες εισόδημα εξ εκμισθώσεως οικοδομών και γαιών, αθροιστικώς λαμβανόμενον, άνω των πεντήκοντα χιλιάδων (50.000) δραχμών ετησίως,
ζ) πας όστις ήθελε κληθή προς τούτο εγγράφως υπό του αρμοδίου Οικονομικού Εφόρου.
2. Προκειμένου περί εγγάμων, δι΄ ους συντρέχουσιν αι προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 6, υπόχρεως εις επίδοσιν δηλώσεως τυγχάνει ο σύζυγος και διά τα εισοδήματα της συζύγου του.
Εις την περίπτωσιν της παραγράφου 2 του άρθρου 6 διά τα εισοδήματα των ανηλίκων τέκνων υπόχρεως εις υποβολήν δηλώσεως τυγχάνει ο πατήρ ή τούτου μη υπάρχοντος ή απολέσαντος την πατρικήν εξουσίαν η μήτηρ.
3. Ειδικώς, υπόχρεως εις δήλωσιν, επί των κατωτέρω περιπτώσεων, τυγχάνει:
α) Επί σχολαζούσης κληρονομίας ή επιδικίας ή μεσεγγυήσεως, κατά περίπτωσιν, ο κηδεμών ή ο προσωρινός διαχειριστής ή ο μεσεγγυούχος.
β) Επί ανηλίκων ή δικαστικώς ή νομίμως απηγορευμένων ή υπό δικαστικήν αντίληψιν τελούντων, κατά περίπτωσιν, ο επίτροπος ή ο κηδεμών ή ο αντιλήπτωρ.
γ) Εν περιπτώσει θανάτου του φορολογουμένου, οι κληρονόμοι αυτού διά το σύνολον του εισοδήματος τούτου».

Άρθρο 6
Περιεχόμενο δηλώσεως
Η παράγραφος 4 του άρθρου 12 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«4. Η δήλωσις, συντασσομένη επί εντύπου παρεχομένου δωρεάν υπό του Δημοσίου και υπογραφομένη υπό του δηλούντος και της συζύγου του εφόσον εις ταύτην δηλούνται και ίδια αυτής εισοδήματα, δέον να περιέχη:
α) Τας πηγάς προελεύσεως του εισοδήματος και το εξ εκάστης τούτων εισόδημα, το οποίον υπάγεται εις φορολογίαν.
β) Τα εξ οιασδήποτε πηγής εισοδήματα του φορολογουμένου, της συζύγου του και των αχειραφέτων τέκνων του, τα οποία απαλλάσσονται της φορολογίας ή υπάγονται εις ειδικάς φορολογίας.
γ) Τα χρηματικά ποσά τα οποία διατίθενται υπό του δηλούντος, της συζύγου ή των προστατευομένων υπ΄ αυτού μελών καθ΄ έκαστον έτος κεχωρισμένως διά την αγοράν ειδικώς περιγραφομένων ακινήτων, αυτοκινήτων, σκαφών αναψυχής και αεροσκαφών εν γένει και διά την αγοράν κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας, προοριζομένων δι΄ ατομικήν χρήσιν, ως και διά την χορήγησιν δανείων προς εταιρείας εις τας οποίας μετέχουν ως εταίροι.
δ) Τα ακόλουθα στοιχεία, αφορώντα εις δαπάνας διαβιώσεως της οικογενείας του δηλούντος, ήτοι:
αα) Την κυριότητα ή κατοχήν παρ΄ αυτού ή της συζύγου του και των προστατευομένων μελών επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσεως και το καταβαλλόμενον ποσόν διά μισθοδοσίαν οδηγού. Εις την δήλωσιν αναγράφεται ο αριθμός κυκλοφορίας του αυτοκινήτου, ο τύπος και η φορολογήσιμος ιπποδύναμις τούτου,
ββ) την κυριότητα ή κατοχήν σκάφους αναψυχής, την ολικήν χωρητικότητα εις κόρους ή το μήκος αυτού,
γγ) την κυριότητα ή κατοχήν αεροσκάφους, τον τύπον και την ιπποδύναμιν τούτου, ως και την μισθοδοσίαν προσωπικού,
δδ) την καταβαλλομένην ετησίαν δαπάνην δι΄ υπηρετικόν ή οικιακόν προσωπικόν, ως και τον αριθμόν τούτων,
εε) το καταβαλλόμενον ετήσιον μίσθωμα διά κυρίαν κατοικίαν διά διαμονήν εις δευτερεύουσαν ή το φορολογούμενον τεκμαρτόν μίσθωμα ιδιοκατοικουμένης κυρίας και δευτερευούσης κατοικίας.
ε) Το ασκούμενον επάγγελμα ή το είδος της ασκουμένης επιχειρήσεως, ως και διορισμόν αντικλήτου, οσάκις ο δηλών δεν κατοική ή δεν διαμένη εις την έδραν της Οικονομικής Εφορίας.
στ) Τον αριθμόν της αστυνομικής ή στρατιωτικής ταυτότητος ή των προς ταύτας εξομοιουμένων, ως επίσης και το όνομα, το επώνυμον, το πατρώνυμον, την διεύθυνσιν και το επάγγελμα του δηλούντος. Τα στοιχεία της υποπεριπτώσεως εε δέον να αναφέρωνται και διά τον τυχόν εκμισθωτήν κατοικίας ή διαμονής.
Δι΄ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών, δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, δύνανται να καθορίζωνται λεπτομερέστερον ο τύπος και το περιεχόμενον της δηλώσεως, ως και τα υποβλητέα συν τη δηλώσει δικαιολογητικά έγγραφα. Διά των αυτών αποφάσεων δύνανται να καθορίζωνται και έτερα στοιχεία και πληροφορίαι, αι οποίαι δέον να αναγράφωνται εν τη δηλώσει».

Άρθρο 7
Μη βεβαίωσις φόρου
Η παράγραφος 2 του άρθρου 59 του Ν.Δ. 3323/1955, ως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«2. Το προς βεβαίωσιν τελικώς οφειλόμενον ποσόν αμελείται οσάκις το φορολογητέον εισόδημα του δηλούντος και της συζύγου του, βάσει οιουδήποτε τίτλου βεβαιώσεως, αθροιστικώς λαμβανόμενον, δεν υπερβαίνει το ποσόν των εξήκοντα χιλιάδων (60.000) δραχμών.
Ωσαύτως αμελείται η βεβαίωσις φόρου, εάν το προς βεβαίωσιν τελικώς οφειλόμενον ποσόν, βάσει οιουδήποτε τίτλου βεβαιώσεως, δεν υπερβαίνει τας πεντακοσίας (500) δραχμάς».

Άρθρο 8
Δήλωσις ενάρξεως ασκήσεως επαγγέλματος

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 13 του Ν. 4045/1960 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων φορολογικών νόμων και μέτρων αφορώντων τας χερσαίας μεταφοράς» αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Παν φυσικόν πρόσωπον υποχρεούται προ πάσης ενάρξεως ασκήσεως επαγγέλματος εις την υποβολήν σχετικής περί τούτου δηλώσεως εις τον αρμόδιον Οικονομικόν Έφορον, εφοδιαζόμενον διά σχετικής βεβαιώσεως τούτου.
Η βεβαίωσις αύτη υπόκειται εις τέλη χαρτοσήμου καθοριζόμενα ως εξής:
α) Δραχμαί 100 επί ασκούντων επάγγελμα εις χωρία ή κωμοπόλεις μέχρι 5.000 κατοίκων.
β) Δραχμαί 200 επί ασκούντων επάγγελμα εις κωμοπόλεις άνω των 5.000 και μέχρι 10.000 κατοίκων.
γ) Δραχμαί 300 επί ασκούντων επάγγελμα εις πόλεις άνω των 10.000 και μέχρι 20.000 κατοίκων.
δ) Δραχμαί 500 επί ασκούντων επάγγελμα εις πόλεις άνω των 20.000 και μέχρι 50.000 κατοίκων.
ε) Δραχμαί 1.000 επί ασκούντων επάγγελμα εις πόλεις άνω των 50.000 κατοίκων.

2. Ωσαύτως υποχρεούνται εις υποβολήν της προβλεπομένης υπό της προηγούμενης παραγράφου δηλώσεως εντός προθεσμίας έξ (6) μηνών από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος και τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία δεν έχουν δηλώσει εισόδημα από την άσκησιν του επαγγέλματός των κατά το οικονομικόν έτος 1978.

Άρθρο 9
Υποχρεώσεις μισθωτών οικοδομών
Οι μισθωτοί οικοδομών ή ακινήτων πάσης φύσεως ως επίσης και σκαφών αναψυχής υποχρεούνται καθ΄ έκαστον οικονομικόν έτος, όπως με την υποβαλλομένην δήλωσιν φορολογίας εισοδήματος δηλώνουν αναλυτικώς τα καταβαλλόμενα κατά το αμέσως προηγούμενον ημερολογιακό έτος ενοίκια διά τας ανωτέρω μισθώσεις το ονοματεπώνυμον του εκμισθωτού και την διεύθυνσιν της κατοικίας αυτού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄
ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΗΤΕΑΣ ΥΛΗΣ – ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΠΟΙΗΣΙΣ ΤΟΥ ΦΟΡΟΥ – ΣΩΜΑ ΟΡΚΩΤΩΝ ΕΚΤΙΜΗΤΩΝ

Άρθρο 10
Τρόποι προσδιορισμού εισοδήματος
Ο προσδιορισμός του συνολικού εισοδήματος των φυσικών προσώπων ενεργείται κατά τας διατάξεις του Ν.Δ. 3323/55.
Εις ήν περίπτωσιν η κατά τας διατάξεις των άρθρων 11 και 12 του παρόντος προσδιοριζομένη δαπάνη είναι ανωτέρα του συνολικού εισοδήματος του προκύπτοντος κατά τας διατάξεις του ανωτέρω Νομοθετικού Διατάγματος, το υποκείμενον εις φόρον εισόδημα προσδιορίζεται κατά τα οριζόμενα εις το άρθρον 14.

Άρθρο 11
Τεκμήριον εκ της κτήσεως περιουσιακών στοιχείων.

1. Τα χρηματικά ποσά τα οποία διατίθενται πράγματι καθ΄ έκαστον έτος διά την:
α) αγοράν ακινήτων, αυτοκινήτων, πλοίων αναψυχής, σκαφών αναψυχής, αεροσκαφών και κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας, εξαιρέσει των αποτελούντων το άμεσον αντικείμενον της εμπορικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητος, ως και των μηχανημάτων,
β) ανέγερσιν ακινήτων, εξαιρέσει των ανεγειρομένων υπό επιχειρήσεων φορολογουμένων κατά το άρθρον 36α του Ν.Δ. 3323/1955 και
γ) χορήγησιν δανείων προς εταιρίας εις τα οποίας μετέχουν ως εταίροι, εξαιρέσει των δανείων των χορηγουμένων υπό των αυτών προσώπων προς εταιρίας τηρούσας βιβλία πρώτης ή δευτέρας κατηγορίας του κώδικος φορολογικών στοιχείων και μέχρι του ποσού των διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών δι΄ έκαστον εταίρον, λογίζονται ως ετησία τεκμαρτή δαπάνη του φορολογουμένου και της συζύγου του και προσαυξάνουν την προσδιοριζομένην τεκμαρτήν δαπάνην βάσει του άρθρου 12.

2. Τα διατιθέμενα ή διατεθέντα εντός του έτους 1978 χρηματικά ποσά διά την απόκτησιν περιουσιακών στοιχείων των αναφερομένων εις τα περιπτώσεις α΄ και β΄ της προηγουμένης παραγράφου, προκειμένης εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 14, μειούνται κατά ποσοστόν είκοσιν επί τοις εκατόν (20%).

Άρθρο 12
Τεκμήριον δαπανών διαβιώσεως

1. Διά τον προσδιορισμόν της συνολικής ετησίας δαπάνης διαβιώσεως του φορολογουμένου, της συζύγου του και των συνοικούντων και βαρυνόντων αυτούς προσώπων λαμβάνονται υπ΄ όψιν αθροιστικώς τα κάτωθι στοιχεία:
Α) Η βάσει του ύψους των ετησίων εξόδων συντηρήσεως και κυκλοφορίας επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσεως υπολογιζομένη ετησία τεκμαρτή δαπάνη αναλόγως των φορολογησίμων ίππων του αυτοκινήτου και της συμμετοχής της εις τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς ως ακολούθως:

Φορολογήσιμοι ίπποι αυτοκινήτου

Ετήσια τεκμαρτή δαπάνη δια τον έχοντα αυτοκίνητον

6ή7

180.000

8

220.000

9

260.000

10

310.000

11

360.000

12

420.000

13

500.000

14

600.000

15

750.000

16

900.000

17

1.050.000

18

1.200.000

19

1.350.000

20

1.500.000

21

1.650.000

22

1.800.000

23 και άνω

2.000.000

Επί ομορρύθμων και ετερορρύθμων εταιρειών εχουσών εις την κυριότητα ή κατοχήν αυτών εν μόνον επιβατικόν αυτοκίνητον ιδιωτικής χρήσεως, η αναλογούσα εις τούτο τεκμαρτή ετησία δαπάνη λογίζεται διά τον ομόρρυθμον εταίρον φυσικόν πρόσωπον τον έχοντα το μεγαλύτερον ποσοστό συμμετοχής και επί ισοπόσου συμμετοχής, εις τον ποιούμενον την μεγαλυτέραν χρήσιν, εφ΄ όσον ούτος δεν είναι κύριος ή κάτοχος αυτοκινήτου μεγαλυτέρας ιπποδυνάμεως.
Εάν αι αυταί ως άνω εταιρείαι είναι κύριοι ή κάτοχοι περισσοτέρων του ενός επιβατικών αυτοκινήτων ισχύος κινητήρος μεγαλυτέρας των 6 ή 7 ίππων, η συνολική τεκμαρτή δαπάνη δι΄ άπαντα τα αυτοκίνητα επιμερίζεται εξ ολοκλήρου επ΄ ονόματι των εταίρων φυσικών προσώπων κατά τα ποσοστά της συμμετοχής εκάστου εξ αυτών, εφ΄ όσον δεν είναι κύριοι ή κάτοχοι αυτοκινήτου μεγαλυτέρας ιπποδυνάμεως των εκ των ανηκόντων εις την εταιρείαν μεγαλυτέρας ιπποδυνάμεως.
Τα ανωτέρω εφαρμόζονται αναλόγως και επί ετέρων διαχειριστών εταιρείας περιωρισμένης ευθύνης.
Επί διευθυνόντων ή εντεταλμένων συμβούλων, διοικητών και Προέδρων ανωνύμου εταιρείας ασκούντων πραγματικήν διοίκησιν, εφ΄ όσον δεν είναι κύριοι ή κάτοχοι επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσεως μικροτέρας ιπποδυνάμεως των εκ των ανηκόντων εις την ανώνυμον εταιρείαν μεγαλυτέρας ιπποδυνάμεως, η συνολικήν ετησία τεκμαρτή δαπάνη εξ όλων των επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσεως της ανωνύμου εταιρείας μερίζεται ισοπόσως μεταξύ όλων των ανωτέρω, μη δυναμένη πάντως να υπερβή δι΄ έκαστον των ανωτέρω προσώπων την τεκμαρτήν δαπάνην του μεγαλυτέρας ιπποδυνάμεως επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσεως της Ανωνύμου Εταιρείας.
Εις ην περίπτωσιν ο φορολογούμενος, η σύζυγος ή τα προστατευόμενα μέλη διαθέτουν δεύτερον επιβατικόν αυτοκίνητον ιδιωτικής χρήσεως, η προσδιοριζομένη βάσει αυτού ετησία τεκμαρτή δαπάνη προσαυξάνεται κατά δέκα πέντε επί τοις εκατόν (15%), δι΄ έκαστον πέραν του δευτέρου αυτοκινήτου η ετησία τεκμαρτή δαπάνη προσαυξάνεται κατά τριάκοντα επί τοις εκατόν (30%). Δεν προσαυξάνεται η ετησία τεκμαρτή δαπάνη διά το δεύτερον επιβατικόν αυτοκίνητον ιδιωτικής χρήσεως της οικογενείας, όταν η σύζυγος ασκή εμπορικήν επιχείρησιν μη εξαρτωμένη οικονομικώς εκ του συζύγου της ή ελευθέριον επάγγελμα εκ των αναφερομένων εν παραγράφω 1 του άρθρου 45 του Ν.Δ. 3323/1955 ή τυγχάνη μισθωτός ή δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος. Ως πρώτον αυτοκίνητον θεωρείται το μεγαλύτερον εις ιπποδύναμιν, ακολουθούν δε κατά σειράν τα επόμενα.
Εάν το επιβατικόν αυτοκίνητον ιδιωτικής χρήσεως αγορασθή ή πωληθή κατά την διάρκειαν του έτους, από την προκύπτουσαν ετησίαν τεκμαρτήν δαπάνην λαμβάνονται υπ΄ όψιν τόσα δωδέκατα όσοι οι μήνες της κυριότητος ή κατοχής του αυτοκινήτου. Διάστημα μεγαλύτερον των δέκα πέντε (15) ημερών λογίζεται ως ολόκληρος μην.
Ο αυτός τρόπος υπολογισμού της ετησίας τεκμαρτής δαπάνης εφαρμόζεται και εις περίπτωσιν ακινησίας του αυτοκινήτου ή ολοκληρωτικής καταστροφής αυτού εξ οιουδήποτε λόγου.
Εις περίπτωσιν εικονικής μεταβιβάσεως επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσεως ή εικονικής κτήσεως υπό πλειόνων, το τεκμήριον της ετησίας τεκμαρτής δαπάνης χωρεί κατά ενός εκάστου διά το σύνολον της βάσει του αυτοκινήτου προκυπτούσης ετησίας τεκμαρτής δαπάνης. Ως εικονική θεωρείται ιδία η μεταβίβασις αυτοκινήτου ή η κτήσις οσάκις πραγματοποιήται μεταξύ συγγενών εξ αίματος ή εξ αγχιστείας κατ΄ ευθείαν γραμμήν ή εκ πλαγίου μέχρι και του τρίτου βαθμού επιτρεπομένης ανταποδείξεως.
Εφ΄ όσον η συγκυριότης του αυτοκινήτου είναι πραγματική η ετησία τεκμαρτή δαπάνη επιμερίζεται κατά τον λόγον των ιδανικών μεριδίων εκάστου.
Προκειμένου περί εκπαιδευτών οδηγών αυτοκινήτων χρησιμοποιούντων διά τον σκοπόν αυτόν πλείονα επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσεως, διά τον υπολογισμόν της ετησίας τεκμαρτής δαπάνης λαμβάνεται το μεγαλυτέρας ιπποδυνάμεως αυτοκίνητον.
Η εξ εκάστου επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσεως προκύπτουσα τεκμαρτή δαπάνη μειούται κατά ποσοστόν: α) δέκα πέντε επί τοις εκατόν (15) εάν έχει παρέλθει χρονικόν διάστημα από πέντε
(5) μέχρι δέκα (10) ετών αφ΄ ότου το επιβατικόν αυτοκίνητον ιδιωτικής χρήσεως το πρώτον ετέθη εις κυκλοφορίαν εν Ελλάδι, β) είκοσιν επί τοις εκατόν (20%) εάν έχει παρέλθει χρονικόν διάστημα άνω των δέκα (10) και μέχρι δέκα πέντε (15) ετών, γ) τριάκοντα επί τοις εκατόν (30%) εάν έχει παρέλθει χρονικόν διάστημα άνω των δέκα πέντε (15) και μέχρις είκοσι (20) ετών αφ΄ ότου το επιβατικόν αυτοκίνητον ετέθη το πρώτον εις κυκλοφορίαν εν Ελλάδι ή εάν έχη αγορασθή απ΄ ευθείας από τον Οργανισμόν Διαχειρίσεως Δημοσίου Υλικού (ΟΔΔΥ), δ) πεντήκοντα επί τοις εκατόν (50%) εάν έχει παρέλθει χρονικόν διάστημα άνω των είκοσι (20) ετών αφ΄ ότου το επιβατικόν αυτοκίνητον ιδιωτικής χρήσεως ετέθη το πρώτον εις κυκλοφορίαν εν Ελλάδι.
Επί επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσεως ειδικώς διασκευασμένων δι΄ αναπήρους εάν είναι μεγαλύτερα των οκτώ (8) φορολογησίμων ίππων, λαμβάνεται ως βάσις, η βάσει των οκτώ (8) φοορλογησίμων ίππων προκύπτουσα ετησία τεκμαρτή δαπάνη.
Β) Η ετησία δαπάνη, καταβαλλομένη ή τεκμαρτή, δευτερευουσών κατοικιών εν γένει πολλαπλασιαζομένη επί συντελεστή: α) Ένα εάν πρόκειται περί μιας ιδιοκατοικουμένης δευτερευούσης κατοικίας, η συνολική κλειστή επιφάνεια της οποίας δεν υπερβαίνει τα εξήκοντα (60) τετραγωνικά μέτρα, η δε επιφάνεια του οικοπέδου τα πεντακόσια (500) τετραγωνικά μέτρα. β) Δύο εις πάσαν άλλη περίπτωσιν. Εξαιρετικώς δεν λαμβάνεται υπ΄ όψιν η τεκμαρτή δαπάνη δευτερευούσης κατοικίας ευρισκομένης εις χωρία κάτω των δύο χιλιάδων (2.000) κατοίκων, πλην θερέτρων, η οποία περιήλθε εκ κληρονομίας, δωρεάς ή προικός εις τον φορολογούμενον ή την σύζυγον αυτού.
Γ) Η καταβαλλομένη ετησία δαπάνη εις τους πέραν του ενός οικιακούς βοηθούς, οδηγούς αυτοκινήτων και λοιπόν προσωπικόν πολλαπλασιαζομένη επί συντελεστή δύο (2).
Δ) Η δαπάνη σκαφών αναψυχής ιδιωτικής χρήσεως ευρισκομένων εις την κυριότητα ή κατοχήν του φορολογουμένου, της συζύγου και των προστατευομένων μελών, οριζομένη ως ακολούθως:
α) επί ιστιοφόρων και μηχανοκινήτων σκαφών μετά χώρων ενδιαιτήσεως χωρίς μόνιμον πλήρωμα (BARE BOAT) από 6 μέχρι 14 μέτρων ολικόν μήκος, εις το ποσόν των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) δραχμών.
β) επί ιστιοφόρων, μικτών (μετά ιστίων και μηχανής) ή μηχανοκινήτων σκαφών μετά μονίμου πληρώματος ναυτολογημένου επί χρονικόν διάστημα δώδεκα (12) μηνών: αα) εις το ποσόν των δραχμών εννεακοσίων χιλιάδων (900.000), διά μηχανοκίνητα σκάφη από δέκα πέντε (15) μέχρι και είκοσι πέντε (25) κόρων ολικής χωρητικότητος, ββ) εις το ποσόν του ενός εκατομμυρίου τριακοσίων χιλιάδων (1.300.000) δραχμών διά μηχανοκίνητα σκάφη άνω των από είκοσι πέντε (25) έως και εβδομήκοντα πέντε (75) κόρων ολικής χωρητικότητος, γγ) εις το ποσόν του ενός εκατομμυρίου οκτακοσίων χιλιάδων (1.800.000) δραχμών, διά μηχανοκίνητα σκάφη άνω των εβδομήκοντα πέντε (75) έως και εκατόν πεντήκοντα (150) κόρων ολικής χωρητικότητος.
Εάν το πλήρωμα είναι ναυτολογημένον επί χρονικόν διάστημα μικρότερον των δώδεκα μηνών, η αντιστοιχούσα εις το προσωπικόν ετησία δαπάνη εκ δραχμών εξακοσίων πεντήκοντα χιλιάδων (650.000), ενός εκατομμυρίου (1.000.000) και ενός εκατομμυρίου διακοσίων χιλιάδων (1.200.000) δραχμών αντίστοιχα μειούται εις τόσα δωδέκατα όσοι οι πραγματικοί μήνες της ναυτολογήσεώς του.
Διάστημα μεγαλύτερο των δέκα πέντε (15) ημερών λογίζεται ως ολόκληρος μην.
Εάν τα ανωτέρω σκάφη δεν έχουν ναυτολογημένον πλήρωμα, η ετησία δαπάνη καθορίζεται εις το ποσόν των διακοσίων πεντήκοντα χιλιάδων (250.000), τριακοσίων χιλιάδων (300.000) και εξακοσίων χιλιάδων (600.000) δραχμών, αντιστοίχως.
γ) Επί των λοιπών μηχανοκινήτων και ιστιοφόρων σκαφών άνευ χώρων ενδιαιτήσεως ολικού μήκους πέντε (5) μέτρων εις το ποσόν των τεσσαράκοντα χιλιάδων (40.000) δραχμών, προσαυξανόμενον κατά είκοσιν χιλιάδας (20.000) δραχμάς δι΄ έκαστον μέτρον πέραν των πέντε μέτρων μήκους.
δ) Επί ταχυπλόων μηχανοκινήτων σκαφών ανοικτού τύπου (κρις-κραφτ) ολικού μήκους μέχρι πέντε (5) μέτρων εις το ποσόν των τεσσαράκοντα χιλιάδων (40.000) δραχμών, προσαυξανόμενον κατά είκοσι χιλιάδας (20.000) δραχμάς δι΄ έκαστον, πέραν των πέντε, μέτρον μήκους.
Διά το τεκμήριον της δαπάνης δεν λαμβάνονται υπ΄ όψιν σκάφη προοριζόμενα δι΄ επαγγελματικήν χρήσιν.

2. Εάν ο φορολογούμενος, η σύζυγός του ή τα προστατευόμενα μέλη δεν διαθέτουν, κατά τ΄ ανωτέρω, επιβατικόν αυτοκίνητον ιδιωτικής χρήσεως ή το διατιθέμενον επιβατικόν αυτοκίνητον ιδιωτικής χρήσεως ή το διατιθέμενον επιβατικόν αυτοκίνητον ιδιωτικής χρήσεως είναι μικρότερον των εξ (6) φορολογησίμων ίππων, ως βάσις προσδιορισμού της ετησίας τεκμαρτής δαπάνης λαμβάνεται, το ετήσιον ενοίκιον, καταβαλλόμενον ή το πέραν του απαλλασσομένου φορολογούμενον τεκμαρτόν εξ ιδιοκατοικήσεως, της κυρίας κατοικίας, πολλαπλασιαζόμενον επί συντελεστή τρία (3), εάν το ετήσιον είναι μέχρις 120.000 δραχμών, επί συντελεστή τρία και ήμισυ (3,5) εάν το ετήσιον ενοίκιον είναι από 120.001 – 144.000 δραχμών, επί συντελεστή τέσσαρα (4) εάν το ετήσιον ενοίκιον είναι από 144.001 – 168.000 δραχμών, επί συντελεστή τέσσαρα και ήμισυ (4,5) εάν το ετήσιον ενοίκιον είναι από 168.001 – 200.000 δραχμών και επί συντελεστή πέντε (5) εάν το ετήσιον ενοίκιον είναι άνω των 200.000 δραχμών.
Οι κατά το προηγούμενον εδάφιον συντελεσταί μειούνται:
α) εις το ήμισυ, εφ΄ όσον πρόκειται περί ιδιοκατοικουμένης κυρίας οικοδομής, β) κατά μία μονάδα προκειμένου περί καταβαλλομένου ενοικίου, εφ΄ όσον τα προστατευόμενα υπό του φορολογουμένου μέλη, συμπεριλαμβανομένης και της συζύγου υπερβαίνουν τα τρία (3). Η υπό των προηγουμένων περιπτώσεων προβλεπομένη μείωσις δεν ενεργείται εάν διά τα ως άνω πρόσωπα εφαρμόζωνται αι διατάξεις των περιπτώσεων Γ΄ και Δ΄ της προηγουμένης παραγράφου.
Εάν ο φορολογούμενος ή η σύζυγός του ασκή εμπορικήν επιχείρησιν ή ελευθέριον επάγγελμα, χρησιμοποιεί δε την κατοικίαν των και προς άσκησιν του επαγγέλματός των το λαμβανόμενον ως βάσις ενοίκιον κατοικίας μειούται κατά το εν τρίτον (1/3).
Εάν ο φορολογούμενος έχη κυρίαν διαμονήν εις ξενοδοχειόν, λαμβάνεται ως καταβαλλόμενον ενοίκιον το ποσόν, το οποίον αντιπροσωπεύει ενοίκιον διαμονής. Εάν εις τον λογαριασμόν του ξενοδοχείου περιλαμβάνεται και αντίτιμον διά τροφήν, ως ενοίκιον κατοικίας λαμβάνεται το ήμισυ του συμφωνηθέντος ποσού.
Εάν η βάσει του ενοικίου της κυρίας κατοικίας προκύπτουσα ετησία τεκμαρτή δαπάνη είναι μεγαλυτέρα κατά ποσοστόν είκοσι πέντε επί τοις εκατό (25%) από την αντίστοιχον δαπάνην την προκύπτουσαν επί τη βάσει του επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσεως, ως βάσις προσδιορισμού της ετησίας τεκμαρτής δαπάνης λαμβάνεται το ενοίκιον της κυρίας κατοικίας.
Εις την κατά τ΄ ανωτέρω δαπάνην προστίθενται και αι δαπάναι των περιπτώσεων Β΄ έως και Δ΄ της προηγουμένης παραγράφου.

3. Το κατά τας διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων προσδιοριζόμενον ετήσιον συνολικόν ποσόν τεκμαρτής δαπάνης διαβιώσεως δεν δύναται να αμφισβητηθή από τον φορολογούμενον.

Άρθρο 13
Μη εφαρμογή του τεκμηρίου

1. Δεν εφαρμόζεται το τεκμήριον προσδιορισμού της ετησίας δαπάνης:
α) Προκειμένου περί αγροτών οι οποίοι ασχολούνται προσωπικώς ή διά των μελών της οικογενείας των κατά κύριον επάγγελμα εις γεωργικάς εκμεταλλεύσεις.
β) Προκειμένου περί μισθωτών και συνταξιούχων εφ΄ όσον ο φορολογούμενος και η σύζυγός του έχουν μόνον εισοδήματα εκ μισθωτών υπηρεσιών, διαθέτουν δε επιβατικόν αυτοκίνητον ιδιωτικής χρήσεως μέχρι δέκα (10) φορολογησίμων ίππων ή το ενοίκιον της κυρίας κατοικίας δεν υπερβαίνει το ποσόν των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) δρχ., εκτός εάν διά τα ως άνω πρόσωπα εφαρμόζωνται αι διατάξεις των περιπτώσεων Γ΄ και Δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 12.
γ) Προκειμένου περί αναπήρων διά το ποσόν της δαπάνης η οποία προκύπτει βάσει του επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσεως το οποίον απαλλάσσεται των τελών κυκλοφορίας.
δ) Προκειμένου περί ασκούντων ελευθέριον επάγγελμα διά το ποσόν της δαπάνης η οποία προκύπτει βάσει του επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσεως μέχρι δέκα (10) φορολογησίμων ίππων μόνον διά τα δύο (2) πρώτα έτη ασκήσεως του επαγγέλματός των και εφ΄ όσον ο φορολογούμενος δεν έχει έτερα, πλην του εκ της ασκήσεως του επαγγέλματός του, εισοδήματα, η δε σύζυγός του εξ οιασδήποτε πηγής.
ε) Προκειμένου περί μετοικησάντων προσώπων, τα οποία εισήγαγον μέχρι της ενάρξεως ισχύος του παρόντος επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσεως επί τη καταβολή μειωμένων δασμών και φόρων κατά τας ισχύουσας σχετικάς περί μετοικούντων διατάξεις, διά το ποσόν της δαπάνης η οποία προκύπτει βάσει του επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσεως διά τα οικον. έτη 1979 και 1980, εφ΄ όσον ούτοι έχουν εισόδημα μόνον εκ μισθωτών υπηρεσιών, η δε σύζυγός των δεν έχει εισοδήματα εξ οιασδήποτε πηγής, εκτός εάν διά τα ως άνω πρόσωπα εφαρμόζωνται αι διατάξεις των περιπτώσεων Γ΄ και Δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 12.
στ) Προκειμένου περί των κατωτέρων πληρωμάτων και των αξιωματικών των εμπορικών πλοίων, εφ΄ όσον ο φορολογούμενος έχει μόνον αμοιβάς αι οποίαι απαλλάσσονται του φόρου εισοδήματος ή φορολογούνται κατ΄ ειδικόν τρόπον βάσει των διατάξεων του Ν.Δ. 3323/1955 η δε σύζυγός του δεν έχει εισοδήματα εξ οιασδήποτε πηγής, διά το ποσόν της δαπάνης, η οποία προκύπτει βάσει του επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσεως ή του ετησίου ενοικίου της κυρίας κατοικίας, εκτός εάν διά τα πρόσωπα ταύτα εφαρμόζωνται αι διατάξεις των περιπτώσεων Γ΄ και Δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 12.
ζ) Προκειμένου περί αλλοδαπού προσωπικού μη μονίμως διαμένοντος εν Ελλάδι ή ημεδαπών διαμενόντων μονίμως εις το εξωτερικόν και απασχολουμένων αποκλειστικώς εις επιχειρήσεις υπαγομένας εις τας διατάξεις του Α.Ν. 89/1967 «περί εγκαταστάσεως εν Ελλάδι αλλοδαπών εμποροβιομηχανικών εταιρειών», του Α.Ν. 378/1968 «περί συμπληρώσεως του Α.Ν. 89/1967 «περί εγκαταστάσεως εν Ελλάδι αλλοδαπών εμποροβιομηχανικών εταιρειών» και του άρθρου 25 του Ν. 27/1975 «περί φορολογίας πλοίων, επιβολής εισφοράς προς ανάπτυξιν της Εμπορικής Ναυτιλίας, εγκαταστάσεως αλλοδαπών ναυτιλιακών επιχειρήσεων και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων», ως ισχύει, διά το ποσόν της ετησίας τεκμαρτής δαπάνης, η οποία προκύπτει βάσει του επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσεως ή του ενοικίου.

2. Αι διατάξεις του άρθρου 11 δεν εφαρμόζονται:
α) Επί αγοράς ακινήτων ή ανεγέρσεως ακινήτων εις τον Νομόν Θεσσαλονίκης, την Επαρχίαν Βισαλτίας του Νομού Σερρών και την Επαρχίαν Κιλκίς του Νομού Κιλκίς πραγματοποιουμένων μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1979.
β) Επί χορηγήσεως δανείων μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1979 προς Εταιρείας εγκατεστημένας εις τα περιφερείας, περί ων η περίπτωσις α΄, υπό τον εταίρων.

Άρθρο 14
Υπολογισμός φόρου επί προκυπτούσης διαφοράς εισοδήματος

1.Η διαφορά μεταξύ του δηλωθέντος εισοδήματος υπό του φορολογουμένου, της συζύγου του και των προστατευομένων μελών αυτού και της δαπάνης δι΄ απόκτησιν περιουσιακών στοιχείων, ως και της ετησίας τεκμαρτής δαπάνης διαβιώσεως του φορολογουμένου, της συζύγου του και των προστατευομένων μελών αυτών, προσαυξάνει τα δηλούμενα ή προσδιοριζόμενα κατά το ίδιον έτος εισοδήματα του φορολογουμένου ή της συζύγου του κατά περίπτωσιν εξ εμπορικών επιχειρήσεων ή εξ ελευθερίων επαγγελμάτων και εάν δεν δηλούται εισόδημα από τας πηγάς αυτάς, η διαφορά θεωρείται εισόδημα βάσει των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 45 του Ν.Δ. 3323/1955, κατά τα κατωτέρω οριζόμενα.
Η κατά το προηγούμενον εδάφιον προκύπτουσα διαφορά, καθ΄ ό μέρος προέρχεται από δαπάνην δι΄ αγοράν ακινήτου, κατανέμεται ισομερώς προς φορολογίαν εις το έτος της πραγματοποιήσεως της δαπάνης και τα δύο επόμενα τούτου έτη.
Αι διατάξεις της παρούσης παραγράφου δεν εφαρμόζονται οσάκις η διαφορά μεταξύ του δηλωθέντος εισοδήματος υπό του φορολογουμένου, της συζύγου του και των προστατευομένων μελών αυτού και της δαπάνης δι΄ απόκτησιν περιουσιακών στοιχείων ως και της ετησίας τεκμαρτής δαπάνης διαβιώσεως του φορολογουμένου, της συζύγου του και των προστατευομένων μελών αυτού δεν υπερβαίνει κατά ποσοστόν δέκα επί τοις εκατόν (10%) επί του δηλωθέντος εισοδήματος. Εξαιρετικώς διά το οικονομικόν έτος 1979 αι διατάξεις της παρούσης παραγράφου δεν εφαρμόζονται οσάκις η κατά τ΄ ανωτέρω διαφορά δεν υπερβαίνει ποσοστόν είκοσιν επί τοις εκατόν (20%) επί του δηλωθέντος εισοδήματος.

2. Ο Οικονομικός Έφορος κατά τον προσδιορισμόν της ως άνω διαφοράς υποχρεούται να λάβη υπ΄ όψιν του τα εν τη δηλώσει αναφερόμενα και προσηκόντως αποδεικνυόμενα χρηματικά ποσά ανεξαρτήτως χρόνου κτήσεώς των, διά των οποίων καλύπτεται ή περιορίζεται η προκύπτουσα διαφορά. Τα ποσά ταύτα είναι ιδία:
α) Εισοδήματα τα οποία απεκτήθησαν κατά το αυτό οικονομικόν έτος από τον ίδιον, την σύζυγόν του και τα προστατευόμενα μέλη και τα οποία απαλλάσσονται του φόρου ή φορολογούνται κατ΄ ειδικόν τρόπο κατά τας ισχύουσας διατάξεις,
β) χρηματικά ποσά τα οποία δεν θεωρούνται εισόδημα κατά τας ισχυούσας διατάξεις,
γ) ανάλωσις κεφαλαίου το οποίον αποδεδειγμένως εφορολογήθη κατά τα προηγούμενα έτη ή απηλλάγη του φόρου νομίμως,
δ) χρηματικά ποσά τα οποία προέρχονται από διάθεσιν περιουσιακών στοιχείων,
ε) εισαγωγή συναλλάγματος μη υποχρεωτικώς εκχωρητέου εις την Τράπεζαν της Ελλάδος,
στ) δάνεια,
ζ) δωρεά. Εις την περίπτωσιν αυτήν η δωρεά φορολογείται κατά τας ισχύουσας διατάξεις εις την φορολογίαν δωρεών.
Ο φορολογούμενος και η σύζυγος αυτού δεν υποχρεούνται να δικαιολογήσουν ποσόν μέχρις εξακοσίων χιλιάδων (600.000) δραχμών, το οποίον διατίθεται δι΄ αγοράν πρώτης κατοικίας ή ανέγερσιν τοιαύτης επί οικοπέδου του φορολογουμένου ή της συζύγου του υπό την προϋπόθεσιν ότι τα πρόσωπα ταύτα δεν τυγχάνουν κύριοι κατά πλήρες δικαίωμα ιδιοκτησίας ή ισοβίου επικαρπίας ή οικήσεως ετέρας οικίας ή διαμερίσματος εν Ελλάδι και εις πόλιν άνω των πέντε χιλιάδων (5.000) κατοίκων.

3. Ο φορολογούμενος εις τον οποίον αποστέλλεται το εκκαθαριστικόν σημειώμα δύναται να αμφισβητήση το περιεχόμενον τούτου διά παντός αποδεικτικού μέσου και να ασκήση τα εκ των κειμένων διατάξεων δικαιώματα.

4. Δι΄ αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών, δημοσιευομένης διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα υποβαλλόμενα διά της δηλώσεως φορολογίας εισοδήματος δικαιολογητικά διά την εφαρμογήν των διατάξεων της παραγράφου 2.

5. Αι διατάξεις των άρθρων 10 έως και 14 εφαρμόζονται από του οικον. έτους 1979 παραφυλαττομένων των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 13.

Άρθρο 15
Σώμα Ορκωτών Εκτιμητών
Σημ.: όπως το άρθρο 15 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.1 της Υποπαραγ.Γ11 του ν.4152/2013

1. Συνίσταται ειδικόν Σώμα Ορκωτών Εκτιμητών, εις τους οποίους ανατίθεται: α) Η εκτίμησις της αγοραίας αξίας ακινήτων, β) ο προσδιορισμός της αγοραίας αξίας μη εισηγμένων εις το Χρηματιστήριον μετοχών των Ανωνύμων Εταιρειών και γ) η εκτίμησις της αξίας ετέρων κινητών μεγάλης αξίας, ως έργων τέχνης ή συλλογών.

2. Οι ορκωτοί εκτιμηταί επιλαμβάνονται του έργου των κατόπιν αιτήσεως του εις φόρον υποχρέου ή της αρμοδίας Οικονομικής Αρχής ή κατόπιν προδικαστικής αποφάσεως δικαστηρίου. Το πόρισμα του ελέγχου των εκτιμητών, επέχει θέσιν εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης.

3. Κατά την διενέργειαν της εκτιμήσεως του αντικειμένου της φορολογίας ο ορκωτός εκτιμητής λαμβάνει υπ΄ όψιν του τας ειδικάς δι΄ εκάστην περίπτωσιν διατάξεις φορολογικής νομοθεσίας, αι οποίαι προβλέπουν τα του τρόπου προσδιορισμού της αγοραίας αξίας του υπό εκτίμησιν αντικειμένου και ορίζουν τα στοιχεία τα οποία πρέπει να ληφθούν υπ΄ όψιν προς τούτο. Ωσαύτως, ούτος λαμβάνει υπ΄ όψιν του και παν έτερον στοιχείον, το οποίον, ως εκ της φύσεως του υπό εκτίμησιν αντικειμένου, συμβάλλει εις την διαμόρφωσιν της αγοραίας αξίας αυτού, δικαιούμενος, ιδία προκειμένου περί της εκτιμήσεως των μη εισηγμένων εις το Χρηματιστήριον μετοχών των ανωνύμων εταιρειών, να λαμβάνη γνώσιν και ελέγχη οιονδήποτε βιβλίον, λογαριασμόν και στοιχείον της Εταιρείας, κρινόμενον χρήσιμον διά την κατάρτισιν του πορίσματός του.
Πας όστις, καθ΄ οιονδήποτε τρόπον, παρακωλύει το έργον των ορκωτών εκτιμητών ή προκειμένου ιδία περί εκτιμήσεως μη εισηγμένων εις το Χρηματιστήριον μετοχών αρνείται είτε ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ανωνύμου Εταιρείας, είτε ως Διευθυντής ή υπάλληλος αυτής να θέση εις την διάθεσιν των ορκωτών εκτιμητών τα βιβλία και λοιπά εν γένει στοιχεία της ανωνύμου εταιρείας ή αρνείται να παράσχη τας αιτουμένας πληροφορίας, είτε παρεμβάλλει δυσχερείας εις την άσκησιν του έργου της εκτιμήσεως, τιμωρείται διά προστίμου μέχρι πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) δραχ. Το πρόστιμον επιβάλλεται δι΄ αποφάσεως του Προέδρου του Εποπτικού Συμβουλίου του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών, καθ΄ ής επιτρέπεται προσφυγή και ένδικα μέσα ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων. Το ποσόν του προστίμου εισπράττεται κατά τας διατάξεις του Κώδικος περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων και εισάγεται εις τον Προϋπολογισμόν του Κράτους, ως δημόσιον έσοδον.

4. Διά Π.Δ/τος ορίζονται τα της συγκροτήσεως, συνθέσεως, διοικήσεως και λειτουργίας του Σώματος ορκωτών εκτιμητών, τα απαιτούμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, ως και η ιδιάζουσα εμπειρία την οποίαν πρέπει να διαθέτουν τα ως μέλη του Σώματος διοριζόμενα πρόσωπα, τα της διαδικασίας διορισμού και απολύσεως αυτών, τα των ευθυνών τας οποίας υπέχουν εν τη ασκήσει του έργου των, ως και των επί παραβάσει τούτων επιβαλλομένων κυρώσεων τα του τρόπου ορισμού της αμοιβής των και ποίον θα βαρύνη αύτη, το αρμόδιον όργανον διά την εκκαθάρισίν της, ως και πάσα αναγκαία λεπτομέρεια διά την εύρυθμον λειτουργίαν του Σώματος.

5. Αι καταβαλλόμεναι υπό των υποχρέων αμοιβαί κατατίθενται εις ειδικόν λογαριασμόν παρά τη Τραπέζη της Ελλάδος υπό τον τίτλον «Λογαριασμός Ορκωτών Εκτιμητών» μη υποκείμεναι επ΄ ονόματι του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών (ΣΟΕ) εις φόρον, τέλη χαρτοσήμου ή είς οιανδήποτε κράτησιν. Αι αμοιβαί των ορκωτών εκτιμητών υποβάλλονται εις τας υπό των εκάστοτε ισχυουσών διατάξεων επιβαλλομένας φορολογικάς υποχρεώσεις.

6. Η είσπραξις της αμοιβής εις περίπτωσιν μη καταβολής αυτής υπό του υποχρέου, ενεργείται αναγκαστικώς κατά τας διατάξεις του Κώδικος περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων. Ως τίτλος εκτελεστός χρησιμεύει η διαπιστούσα την οφειλήν απόφασις του Εποπτικού Συμβουλίου του Σώματος των Ορκωτών Εκτιμητών.

7. Προς αντιμετώπισιν των κατά την εφαρμογήν του παρόντος Π.Δ. απαιτουμένων δαπανών δύναται:
α) κατά τα δύο πρώτα έτη της λειτουργίας του ΣΟΕ να επιχορηγήται ο παρά τη Τραπέζη της Ελλάδος Λογαριασμός Ορκωτών Εκτιμητών υπό του Δημοσίου δι΄ αναλόγου ποσού μη δυναμένου να υπερβή το ποσόν των 5.000.000 δραχμών. Η επιχορήγησις αύτη εγκρίνεται διά κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, εγγραφομένης υπό ίδιον κεφάλαιον και άρθρον σχετικής πιστώσεως εις τον προϋπολογισμόν του Υπουργείου Οικονομικών και αποτελεί έσοδον του παρά τη Τραπέζη της Ελλάδος ειδικού Λογαριασμού Ορκωτών Εκτιμητών και
β) το Εποπτικόν Συμβούλιον του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών να συνάπτη δάνειον παρά Τραπέζης ή του Δημοσίου, παρέχον εγγύησιν τα έσοδα του Λογαριασμού Ορκωτών Εκτιμητών.

8. Το Σώμα των Ορκωτών Εκτιμητών διοικείται και ελέγχεται υπό επταμελούς Εποπτικού Συμβουλίου διοριζομένου διά κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών, Εμπορίου και Δικαιοσύνης.

9. Η εποπτεία του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών ασκείται υπό των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ΄
ΕΙΔΙΚΑΙ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ

Άρθρο 16
Φορολογία καθαρών κερδών εταιρειών και κοινοπραξιών

1. Το άρθρον 16 α του Ν.Δ. 3323/1955, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρον 16α Φορολογία καθαρών κερδών ομορρύθμων, ετερορρύθμων, περιωρισμένης ευθύνης εταιρειών και κοινοπραξιών
1. Αι ομόρρυθμοι και ετερόρρυθμοι εταιρείαι, ως και κοινοπραξίαι τεχνικών έργων, πλην των κοινοπραξιών εις ας συμμετέχουν μόνον ανώνυμοι εταιρείαι, υποχρεούνται, όπως καθ΄ έκαστον έτος και εντός τριμήνου από της λήξεως της διαχειριστικής των περιόδου υποβάλλουν εις τον Οικονομικόν Έφορον της έδρας των δήλωσιν περί των αποτελεσμάτων, τα οποία προέκυψαν κατά την λήξασαν διαχειριστικήν περίοδον και της κατανομής των κερδών ή ζημιών μεταξύ των εταίρων. Εις υποβολήν της δηλώσεως ταύτης υποχρεούνται και αι εταιρείαι περιωρισμένης ευθύνης εντός μηνός από της εγκρίσεως του ισολογισμού των. Ειδικώς εις την υποβαλλομένην υπό της κοινοπραξίας τεχνικών έργων δήλωσιν αναγράφεται και το ονοματεπώνυμον και η διεύθυνσις του εκπροσώπου αυτής.
2. Τα καθαρά κέρδη των ομορρύθμων, ετερορρύθμων και περιωρισμένης ευθύνης εταιρειών, ως και κοινοπραξιών τεχνικών έργων, πλην των κοινοπραξιών εις ας συμμετέχουν μόνον ανώνυμοι εταιρείαι, ως ταύτα προσδιορίζονται βάσει των ισχυουσών διατάξεων και μετά την αφαίρεσιν των κερδών τα οποία:
α) προέρχονται από συμμετοχήν εις ετέραν ομόρρυθμον, ετερόρρυθμον ή περιωρισμένης ευθύνης εταιρείαν.
β) απαλλάσσονται του φόρου βάσει οιουδήποτε νόμου ή έχουν φορολογηθή κατ΄ ειδικόν τρόπον διά των ισχυουσών εκάστοτε διατάξεων,
φορολογούνται επί τη βάσει της ακολούθου κλίμακος:
Κλιμάκιο κερδών Συντελεστής φόρου Ποσόν φόρου Σύνολον
Κερδών Φόρου
300.000 7% 21.000 300.000 21.000
300.000 13% 39.000 600.000 60.000
Υπερβάλλον 18%
Επί πλέον επιβάλλεται εισφορά υπέρ Ο.Γ.Α., ανερχομένη εις δέκα επί τοις εκατόν (10%) επί του αναλογούντος φόρου.
Ο οφειλόμενος φόρος και εισφορά υπέρ Ο.Γ.Α. καταβάλλονται εις οκτώ (8) ίσας μηνιαίας δόσεις εκ των οποίων η πρώτη συν τη υποβολή της εμπροθέσμου δηλώσεως.
3. Ο Οικονομικός Έφορος της έδρας της εταιρείας ή κοινοπραξίας προβαίνει, κατόπιν ελέγχου, εις την έκδοσιν και κοινοποιήσιν προς την εταιρείαν ή κοινοπραξίαν πράξεως προσδιορισμού του αποτελέσματος. Η κοινοποίησις της πράξεως προσδιορισμού αποτελεσμάτων της κοινοπραξίας ενεργείται εις τον αναφερόμενον εν τη δηλώσει νόμιμον εκπρόσωπον αυτής και εν περιπτώσει μη ορισμού εις οιονδήποτε μέλος της κοινοπραξίας. Αι διατάξεις των άρθρων 50 έως 59, 65 και 68 του Ν.Δ. 3323/1955, του άρθρου 16 του Ν.Δ. 3343/1958 και του Ν.4125/1960 «περί κυρώσεως του Κώδικος Φορολογικής Δικονομίας και «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του οργανισμού των Φορολογικών Δικαστηρίων και καθορισμού των τελών διαδικασίας», ως ισχύουν, εφαρμόζονται αναλόγως και επί του επιβαλλομένου κατά το παρόν άρθρον φόρου επί των κερδών των εταιρειών ή κοινοπραξιών. Ο φόρος και η εισφορά βεβαιούνται επ΄ ονόματι της εταιρείας, προκειμένου δε περί κοινοπραξιών τεχνικών έργων επ΄ ονόματι όλων των κοινοπρακτούντων έκαστος των οποίων ευθύνεται εις ολόκληρον διά την καταβολήν του.
4. Τα προσδιοριζόμενα αποτελέσματα βάσει οριστικής αποφάσεως διοικητικού πρωτοδικείου ή κατόπιν διοικητικής επιλύσεως της διαφοράς ή λόγω μη ασκήσεως προσφυγής δεν δύναται να αμφισβητηθούν υπό των εταίρων ή των μελών της κοινοπραξίας. Τα αποτελέσματα ταύτα ανακοινούνται αμέσως εις τους αρμοδίους διά την επιβολήν της φορολογίας εισοδήματος των εταίρων ή μελών της κοινοπραξίας Οικονομικούς Εφόρους.
5. Τα αναλογούντα εις έκαστον εταίρον ή μέλος της κοινοπραξίας καθαρά κέρδη συναθροίζονται εις τα λοιπά εισοδήματα αυτού και φορολογούνται με την κλίμακα του άρθρου 9 του Ν.Δ. 3323/1955 μόνον όταν ο βάσει ταύτης αναλογών φόρος διά τα κέρδη ταύτα, είναι μεγαλύτερος από τον προκύπτοντα φόρο βάσει των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3 διά τα αυτά κέρδη. Εις την περίπτωσιν ταύτην εκπίπτεται ο βεβαιωθείς επ΄ ονόματι της εταιρείας ή κοινοπραξίας φόρος και εισφορά υπέρ ΟΓΑ διά τα αναλογούντα εις τον εταίρον ή μέλος της κοινοπραξίας κέρδη. Εάν εταίρος είναι Ανώνυμος Εταιρεία ή αλλοδαπή επιχείρησις, τα αναλογούντα εις ταύτην καθαρά κέρδη προστίθενται εις πάσαν περίπτωσιν εις τα λοιπά εισοδήματα και φορολογούνται βάσει των διατάξεων του Ν.Δ. 3843/1958 εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων του προηγουμένου εδαφίου.
Εις πάσαν άλλην περίπτωσιν ο εταίρος ή μέλος της κοινοπραξίας δεν συναθροίζει εις τα λοιπά εισοδήματα τα αναλογούντα εις αυτόν κέρδη από την συμμετοχήν του εις την Εταιρείαν ή κοινοπραξίαν, ο δε καταβληθείς υπό της Εταιρείας ή κοινοπραξίας φόρος και εισφορά υπέρ ΟΓΑ διά τα κέρδη ταύτα δεν συμψηφίζονται προς τον οφειλόμενον από τον εταίρον ή μέλος της κοινοπραξίας φόρον ούτε εκπίπτεται ως δαπάνη εκ των ακαθαρίστων εσόδων της Εταιρείας ή κοινοπραξίας βάσει των διατάξεων του άρθρου 35 του Ν.Δ. 3323/1955.
6. Αι διατάξεις των παραγράφων 2 και 5, ως και του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 3 δεν εφαρμόζονται επί ομορρύθμων, ετερορρύθμων και περιωρισμένης ευθύνης Εταιρειών των οποίων τα καθαρά κέρδη δεν υπερβαίνουν το ποσόν των διακοσίων πεντήκοντα χιλιάδων (250.000) δρχ. υπό την προϋπόθεσιν ότι οι εταίροι και οι σύζυγοι αυτών, δεν έχουν άλλα εισοδήματα εξ εμπορικών επιχειρήσεων ή εξ άλλων πηγών. Ωσαύτως δεν εφαρμόζονται αι ανωτέρω διατάξεις επί των ομορρύθμων, ετερορρύθμων και περιωρισμένης ευθύνης Εταιρειών, των οποίων το εταιρικόν κεφάλαιον κατά ποσοστόν ογδοήκοντα επί τοις εκατόν (80%) τουλάχιστον είναι επενδεδυμένον εις ακίνητα, αξίας τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχ., τα οποία εξυπηρετούν αποκλειστικώς τας ανάγκας της επιχειρήσεως. Προκειμένου περί Εταιρειών τηρουσών βιβλία τετάρτης κατηγορίας του Κ.Φ.Σ., ως κεφάλαιον λαμβάνεται η καθαρά περιουσία της Εταιρείας.
7. Δι΄ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών καθορίζεται ο τύπος και το περιεχόμενον της δηλώσεως του παρόντος άρθρου.»

2. Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται από του οικονομικού έτους 1979.

Άρθρο 17
Εισόδημα τεχνικών επιχειρήσεων

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 36α του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Το καθαρόν κέρδος των επιχειρήσεων ασχολουμένων εις την πώλησιν ανεγειρομένων οικοδομών, εξευρίσκεται διά χρήσεως συντελεστού καθαρού κέρδους επί των ακαθαρίστων εσόδων.
Ως ακαθάριστα έσοδα λαμβάνονται:
α) Το τίμημα των πραγματοποιηθεισών πωλήσεων αυτοτελών οικοδομών, διαμερισμάτων πολυκατοικιών, καταστημάτων, γραφείων, αποθηκών και λοιπών χώρων, ως τούτο καθορίζεται εις τα οικεία πωλητήρια συμβόλαια.
β) Η διαφορά μεταξύ του ως άνω φορολογηθέντος τιμήματος ή αξίας κατά περίπτωσιν και της πραγματικής αξίας του ακινήτου, εξευρισκομένης κατά τας περί φορολογίας μεταβιβάσεως ακινήτων διατάξεις.
Ως πωλήσεις θεωρούνται και αι απ΄ ευθείας υπό του οικοπεδούχου γενόμεναι διά λογαριασμόν του εργολήπτου.
γ) Η πραγματική αξία, η εξευρισκομένη κατά τας περί φορολογίας μεταβιβάσεως ακινήτων διατάξεις, των περιερχομένων αυτοτελών οικοδομών, διαμερισμάτων, καταστημάτων, γραφείων, αποθηκών και λοιπών χώρων εις τα μέλη της εταιρείας ή κοινοπραξίας κατά τον χρόνον της διαλύσεως ομορρύθμου, ετερορρύθμου και περιωρισμένης ευθύνης εταιρειών ή κοινοπραξίας, θεωρείται ακαθάριστον έσοδον της εταιρείας ή κοινοπραξίας κατά τον χρόνον της διαλύσεως ταύτης. Το προκύπτον βάσει των εσόδων τούτων καθαρόν κέρδος φορολογείται επ΄ ονόματι των εταίρων ή μελών της κοινοπραξίας κατά το ήμισυ κατά το έτος της διαλύσεως της εταιρείας ή κοινοπραξίας και κατά το υπόλοιπον κατά το αμέσως επόμενον έτος.
Ο συντελεστής καθαρού κέρδους ορίζεται εις δέκα πέντε επί τοις εκατόν (15%). Εις την περίπτωσιν κατά την οποίαν: αα) Η επιχείρησις δεν τηρεί τα προβλεπόμενα υπό του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων βιβλία και στοιχεία ή τηρεί βιβλία κατωτέρας κατηγορίας από τα οριζόμενα υπό του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων, ο ανωτέρω συντελεστής καθαρού κέρδους προσαυξάνεται κατά πεντήκοντα επί τοις εκατόν (50%). ββ) Αι εμφανιζόμεναι ως πραγματοποιηθείσαι εις τα βιβλία και στοιχεία της επιχειρήσεως δαπάναι κατασκευής των ανεγειρομένων οικοδομών ευρίσκονται εις προφανή δυσαναλογίαν έναντι του πραγματικού κόστους, ο Οικονομικός Έφορος δικαιούται να προσαυξήση τον ως άνω συντελεστήν καθαρού κέρδους μέχρι ποσοστού τριάκοντα επί τοις εκατόν (30%) αυτού. Δεν θεωρείται ότι υπάρχει προφανής δυσαναλογία όταν η διαφορά μεταξύ πραγματοποιηθεισών δαπανών και πραγματικού κόστους είναι μέχρις είκοσιν επί τοις εκατόν (20%) επί του πραγματικού κόστους».

2. Εις το τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 36α του Ν.Δ. 3323/1955, ως ισχύει, προστίθενται εδάφια έχοντα ως ακολούθως:
«Εις την περίπτωσιν κατά την οποίαν: αα) Η επιχείρησις δεν τηρεί τα προβλεπόμενα υπό του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων βιβλία και στοιχεία ή τηρεί βιβλία κατωτέρας κατηγορίας από τα οριζόμενα υπό του Κώδικος τούτου, ο προβλεπόμενος υπό των περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ συντελεστής καθαρού κέρδους προσαυξάνεται κατά πεντήκοντα επί τοις εκατόν (50%). ββ) Αι εμφανιζόμεναι ως πραγματοποιηθείσαι εις τα βιβλία και στοιχεία της επιχειρήσεως δαπάναι κατασκευής των τεχνικών έργων εν γένει ή οικοδομών ευρίσκονται εις προφανή δυσαναλογίαν έναντι του πραγματικού κόστους, ο Οικονομικός Έφορος δικαιούται να προσαυξήση τους συντελεστάς καθαρού κέρδους τους προβλεπομένους υπό των περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ μέχρι ποσοστού τριάκοντα επί τοις εκατόν (30%) αυτών. Δεν θεωρείται ότι υπάρχει προφανής δυσαναλογία όταν η διαφορά μεταξύ πραγματοποιηθεισών δαπανών και πραγματικού κόστους είναι μέχρις είκοσιν επί τοις εκατόν (20%) επί του πραγματικού κόστους».

3. Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και επί των επιχειρήσεων των ασχολουμένων εις την εκτέλεσιν μηχανολογικών και ηλεκτρολογικών εγκατάστασεων, παραφυλαττομένων των διατάξεων του άρθρου 12 του Ν. 542/1977 «περί τροποποιήσεως, αντικαταστάσεως και συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών διατάξεων».

4. Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος άρθρου, άρχεται από του οικονομικού έτους 1979.

Άρθρο 18
Υποβολή αντιγράφου αδείας ανεγέρσεως πολυωρόφου οικοδομής
Ο ανεγείρων πολυώροφον οικοδομήν προς της ενάρξεως των εργασιών ανεγέρσεως υποχρεούται να υποβάλη εις τον Οικονομικόν Έφορον εις την περιφέρειαν του οποίου θα ανεγερθή η πολυώροφος οικοδομή, αντίγραφον της εκδοθείσης οικοδομής αδείας.

Άρθρο 19
Υποβολή στοιχείων διά τους εργολάβους – υπεργολάβους
Πας όστις αναθέτει εις εργολάβον ή υπεργολάβον την εκτέλεσιν τεχνικών έργων αξίας μεγαλυτέρας των εκατόν χιλιάδων (100.000) δραχμών, υποχρεούται να γνωστοποιήση προς της ενάρξεως των εργασιών τούτου εις τον αρμόδιον διά την φορολογίαν του Οικονομικόν Έφορον τα στοιχεία του αναλαβόντος τας εργασίας εργολάβου ή υπεργολάβου ή να καταθέση εις τον αυτόν Οικονομικόν Έφορον αντίγραφον του συμφωνητικού αναλήψεως των εργασιών τούτων

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄
Διάφοροι διατάξεις

Άρθρο 20
Πληρωμαί δι΄ επιταγών

1. Διά Π. Διαταγμάτων εκδιδομένων τη προτάσει του Υπουργού των Οικονομικών, δύναται να ορίζηται ότι κατά τον προσδιορισμόν των εις φόρον υποκειμένων κερδών όλων των υποχρέων ή κατηγοριών τούτων εις ολόκληρον την χώραν ή τμήματα ταύτης δεν αναγνωρίζονται προς έκπτωσιν αι πληρωμαί διά την αγοράν αγαθών, διά μισθούς, ημερομίσθια, τόκους, ενοίκια, έξοδα βιομηχανοποιήσεως και εν γένει λοιπά πάσης φύσεως έξοδα ή πληρωμάς, εφ΄ όσον αύται υπερβαίνουσαι το υπό των αυτών Π. Διαταγμάτων οριζόμενον ποσόν δεν ενηργήθησαν δι΄ επιταγής.

2. Δι΄ ομοίων Προεδρικών Διαταγμάτων δύναται να ορίζηται, ότι επί μεταβιβάσεως της κυριότητος ή συστάσεως εμπραγμάτου δικαιώματος επί ακινήτου κειμένου εν Ελλάδι, η καταβολή του τιμήματος, εφ΄ όσον τούτο υπερβαίνει τας πεντακοσίας χιλιάδας (500.000) δραχμάς εν συνόλω, ενεργείται μόνον διά τραπεζικής επιταγής εκδιδομένης υπό τραπέζης λειτουργούσης εν Ελλάδι και περιγραφομένης εν τω συμβολαίω, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 41

Άρθρο 21
Βεβαίωσις φορολογητέου εισοδήματος και παρακρατηθέντος φόρου εκ μισθωτών υπηρεσιών
Εις το τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 70 του Ν.Δ. 3323/1955 προστίθεται εδάφιον έχον ούτω:
«Ειδικώς προκειμένου «περί φορολογητέου εισοδήματος εκ μισθωτών υπηρεσιών», η βεβαίωσις εκδίδεται εις διπλούν. Το δεύτερον αντίτυπον της βεβαιώσεως υποβάλλεται υπό του παρακρατούντος τον φόρον υποχρέου μετά της ετησίας οριστικής δηλώσεως μισθωτών υπηρεσιών εις τον αρμόδιον Οικονομικόν Έφορον»

Άρθρο 22
Ευθύνη μετόχων
Εις το τέλος του άρθρου 30 του Ν.Δ. 3323/1955 προστίθενται νέα εδάφια έχοντα ως ακολούθως:
«Κομισταί μετοχών υποχρεούνται κατά την εξαργύρωσιν των μερισματαποδείξεων εις υποβολήν υπευθύνου δηλώσεως του Ν.Δ. 105/1969 ότι τυγχάνουν κύριοι ή επικαρπωταί των μετοχών. Ο ενεργών την εξαργύρωσιν των μερισματαποδείξεων υποχρεούται να αρνηθή ταύτην, εφ΄ όσον δεν προσκομίζεται η ως άνω υπεύθυνος δήλωσις.
Η κατά τ΄ ανωτέρω δήλωσις αποστέλλεται εις τον αρμόδιον διά την φορολογίαν της Ανωνύμου Εταιρείας Οικονομικόν Έφορον».

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ΄
ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

Άρθρο 23
Τροποποίησις Οργανισμού Υπουργείου Οικονομικών
Διά Προεδρικού Διατάγματος, εφ΄ άπαξ εκδιδομένου, προτάσει των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως και Οικονομικών, επιτρέπεται η τροποποίησις, συμπλήρωσις και κατάργησις διατάξεων του Π.Δ/τος 636/1977 «περί διαρθρώσεως του Υπουργείου Οικονομικών και Οργανισμού των Υπηρεσιών αυτού», εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων των άρθρων 1 και 2 του Ν. 51/1975 «περί αναδιοργανώσεως των δημοσίων πολιτικών υπηρεσιών».

Άρθρο 24
Σύστασις, κατάργησις Περιφερειακών Υπηρεσιών

1. Διά Προεδρικών Διαταγμάτων, εκδιδομένων προτάσει των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως και Οικονομικών, επιτρέπεται η σύστασις, κατάργησις, συγχώνευσις, προαγωγή ή υποβιβασμός περιφερειακών υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών, η μεταβολή της έδρας της περιφερείας και του τίτλου αυτών, η ρύθμισις θεμάτων εσωτερικής διαρθρώσεως, κατανομής και μεταφοράς του προσωπικού εν γένει αυτών, ο καθορισμός της αρμοδιότητος, η τοποθέτησις των προϊσταμένων αυτών και η μεταφορά ή ανακατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των υπηρεσιών τούτων.

2. Η έναρξις λειτουργίας των κατά την προηγουμένην παράγραφον συνιστωμένων υπηρεσιών, ως και των συσταθεισών και μη λειτουργουσών τοιούτων, ορίζεται δι΄ αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών.

Άρθρο 25
Διεύθυνσις καθηκόντων Επιθεωρητών

1. Ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής της Υπηρεσίας Επιθεωρήσεως Εφοριών και οι Επιθεωρηταί Οικονομικών Εφοριών ασκούν δικαιώματα και καθήκοντα ανακριτικού υπαλλήλου, μόνον ως προς την έρευναν εις την επαγγελματικήν εγκατάστασιν του επιτηδευματίου, δικαιούμενοι να ζητούν από τον αρμόδιον Εισαγγελέα και ελλείψει τούτου από τον Ειρηνοδίκην να αναθέτη εις αυτούς την ανεύρεσιν βιβλίων, εγγράφων, εμπορευμάτων και άλλων στοιχείων, τα οποία κατά βασίμους υπονοίας αποκρύπτονται εις την επαγγελματικήν εγκατάστασιν του επιτηδευματίου και ασκούν επιρροήν επί του ακριβούς προσδιορισμού της φορολογητέας ύλης, μη δυνάμενοι εν ουδεμιά περιπτώσει να προβαίνουν εις οιανδήποτε ανακριτικήν ενέργειαν άνευ σχετικής παραγγελίας. Η παρουσία του Αναπληρωτού Γενικού Διευθυντού της Υπηρεσίας Επιθεωρήσεως Εφοριών ή του Επιθεωρητού Οικονομικών Εφοριών δεν αποκλείει την παρουσίαν Εισαγγελέως ή του Ειρηνοδίκου κατά περίπτωσιν. Αι διατάξεις των εδαφίων δευτέρου, τρίτου και τετάρτου της παρ. 4 του άρθρου 45 του Π.Δ. 99/1977 «περί Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων» εφαρμόζονται αναλόγως και εν προκειμένω.

2. Τα αυτά ως άνω δικαιώματα και καθήκοντα ασκούν και οι Προϊστάμενοι της συσταθησομένης Υπηρεσίας Ελέγχου Διακινήσεως Αγαθών και των Παραρτημάτων αυτής, οι οποίοι δικαιούνται να προβαίνουν εις τας εν παρ. 1 ενεργείας και άνευ σχετικής παραγγελίας του Εισαγγελέως, εάν υπάρχη κίνδυνος εξαλείψεως αποδεικτικών μέσων εν τη εννοία της διατάξεως της παρ. 2 του άρθρου 243 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας.

3. Ο αρμόδιος Επιθεωρητής Οικονομικών Εφοριών δύναται να διατάσση επανέλεγχον επί οιασδήποτε φορολογικής υποθέσεως, δι΄ υπαλλήλων της αρμοδίας Οικονομικής Εφορίας ή ετέρων υπαλλήλων των εποπτευομένων υπ΄ αυτού Οικονομικών Εφοριών, μετακινουμένων προς τούτο δι΄ αποφάσεώς του.

4. Οι Επιθεωρηταί Εφοριών, Τελωνείων, Δημοσιών Διαχειρίσεων και Υπηρεσιών Εντελλομένων Εξόδων Νομαρχιών καθίστανται Α΄ ή Β΄, κατά περίπτωσιν, κριταί κατά την κατάρτισιν των εκθέσεων ουσιαστικών προσόντων των υπαλλήλων των υπ΄ αυτών εποπτευομένων Περιφερειακών Υπηρεσιών.

Άρθρο 26
Απασχόλησις Προσωπικού. Οχήματα ειδικών υπηρεσιών

1. Υπηρεσίαι συνιστώμεναι κατά τας διατάξεις του άρθρου 24 διά την παρακολούθησιν εφαρμογής των διατάξεων του Κ.Φ.Σ. λειτουργούν επί εικοσιτετραώρου βάσεως διά της καταλλήλου εναλλαγής του προσωπικού καθ΄ όλας τας ημέρας της εβδομάδος.
Οι υπάλληλοι των εν λόγω Υπηρεσιών, υποχρεούνται εις τακτικήν ή και υπερωριακήν εργασίαν και κατά τας ημέρας αργίας και τας νυκτερινάς ώρας.

2. Τα χρησιμοποιούμενα υπό των ως άνω Υπηρεσιών οχήματα δύνανται να κινούνται καθ΄ όλον το εικοσιτετράωρον εις ολόκληρον το οδικόν δίκτυον της χώρας και καθ΄ όλας τας ημέρας της εβδομάδος.

3. Τα εν λόγω οχήματα δύνανται να κινούνται διά συμβατικών αριθμών κυκλοφορίας αυτοκινήτων Ι.Χ. και άνευ των ιδιαιτέρων διακριτικών στοιχείων, τα οποία προβλέπονται διά τα αυτοκίνητα του Δημοσίου, να οδηγούνται δε υπό υπαλλήλων των υπηρεσιών αυτών, οι οποίοι διαθέτουν ερασιτεχνικήν άδειαν οδηγήσεως, οριζομένων δι΄ αποφάσεων των Προϊσταμένων των.

4. Ο αριθμός και ο τύπος των οχημάτων, τα οποία θα χρησιμοποιούνται υπό των Υπηρεσιών αυτών ορίζονται δι΄ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών.

Άρθρο 27
Δαπάναι λειτουργίας ειδικών υπηρεσιών

1. Αι πιστώσεις διά την λειτουργίαν των υπηρεσιών των συνιστωμένων διά την παρακολούθησιν εφαρμογής των διατάξεων του Κ.Φ.Σ. εγγράφονται εις τον Προϋπολογισμόν δι΄ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών.
Δι΄ ομοίων αποφάσεων εγκρίνεται η αγορά καινουργών αυτοκινήτων απ΄ ευθείας εκ του ελευθέρου εμπορίου ή η διάθεσις τοιούτων παρά του ΟΔΔΥ. Αι κατά την ανωτέρω διαδικασίαν ενεργούμεναι προμήθειαι αυτοκινήτων γνωστοποιούνται εις το Υπουργείον Προεδρίας της Κυβερνήσεως.

2. Ομοίως, δι΄ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών, καθορίζονται τα της αποζημιώσεως των υπαλλήλων των απασχολουμένων εις τας ως άνω υπηρεσίας υπερωριακώς ή κατά τας νυκτερινάς ώρας και εξαιρεσίμους ημέρας, η χορήγησις επιδομάτων εις τους υπαλλήλους τους χρησιμοποιουμένους διά την οδήγησιν των αυτοκινήτων και ο αριθμός των ημερών εκτός έδρας κινήσεως των υπαλλήλων, κατά παρέκλισιν των κειμένων διατάξεων.

Άρθρο 28
Μεταβίβασις αρμοδιοτήτων Προϊσταμένων Περιφερειακών Υπηρεσιών

1. Δι΄ αποφάσεως του Προϊσταμένου περιφερειακής υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομικών, δύναται να μεταβιβάζηται υπ΄ αυτού εις υπηρετούντας παρά τη υπηρεσία ταύτη υπαλλήλους από του 6ου βαθμού και άνω των Κλάδων ΑΤ και ΑΡ και ελλείψει τούτων, του Κλάδου ΜΕ, το δικαίωμα του υπογράφειν, εντολή αυτού, αποφάσεις, έγγραφα, εντολάς ή άλλας πράξεις, εκδιδομένας κατά τους κειμένους νόμους και τους ισχύοντας κανονισμούς λειτουργίας των υπηρεσιών.
Η σχετική απόφαση δημοσιεύεται με φροντίδα του Προΐσταμένου της υπηρεσίας με τοιχοκόλληση στο κατάστημα αυτής με την παρουσία ενός μάρτυρα, συντασσομένου προς τούτο σχετικού πρακτικού.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.18 του άρθρου 8 του ν.3842/2010

2. Εις πάσαν περίπτωσιν εκδόσεως πράξεως εντολή Προϊσταμένου υπηρεσίας της προηγουμένης παραγράφου υπό εξουσιοδοτηθέντος προς τούτο οργάνου, μνημονεύεται, απαραιτήτως, εν αυτή η εξουσιοδοτική πράξις, διά της οποίας μετεβιβάσθη το δικαίωμα τούτο. Ο μεταβιβάσας εις έτερον όργανον το δικαίωμα του υπογράφειν εντολή τούτου Προϊστάμενος υπηρεσίας, δικαιούται οποτεδήποτε να ασκήση τούτο και ατομικώς, μη απαιτουμένης προς τούτο οιασδήποτε διατυπώσεως.

Άρθρο 29
Προϊστάμενοι της Υπηρεσίας Μελών και Οργανώσεως

1. Προϊστάμενοι των Γραφείων, Τμημάτων και Διευθύνσεων της Υπηρεσίας Μελετών και Οργανώσεως του Υπουργείου Οικονομικών δύναται, δι΄ αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών, να ορίζωνται πλέον των εν άρθρων 341 του Προεδρικού Διατάγματος 636/1977, «περί διαρθρώσεως του Υπουργείου Οικονομικών και Οργανισμού των Υπηρεσιών αυτού» και υπάλληλοι ετέρων Κλάδων ΑΤ του Υπουργείου Οικονομικών.

2. Η ισχύς της προηγουμένης παραγράφου άρχεται από της δημοσιεύσεως του ως άνω Προεδρικού Διατάγματος 636/1977.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ΄
ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΑΙ ΠΑΡΑΒΑΣΕΙΣ – ΚΥΡΩΣΕΙΣ

Άρθρο 30
Παράλειψις υποβολής δηλώσεως

1. Τα προβλεπόμενα υπό των ισχυουσών διατάξεων ποσοστά προσθέτων φόρων και προσαυξήσεων λόγω μη υποβολής δηλώσεως εις την άμεσον και έμμεσον φορολογίαν, εισφορά υπέρ ΟΓΑ – Δήμων και Κοινοτήτων του άρθρου 10 του Ν. 4169/1961, ως και επί μη καταβολής τελών χαρτοσήμου, προσαυξάνονται κατά πεντήκοντα επί τοις εκατόν (50%).

2. Οι μη υποβάλλοντες παντάπασιν δήλωσιν οιουδήποτε φόρου, τέλους ή εισφοράς ή μη καταβάλλοντες το οφειλόμενον τέλος χαρτοσήμου ή παραλείποντες να δηλώσουν ένια περιουσιακά στοιχεία εις την φορολογίαν κληρονομιών, δωρεών και προικών, υπόκεινται και εις πρόστιμον:
α) Από δραχμάς πέντε χιλιάδας (5.000) έως πεντήκοντα χιλιάδας (50.000), εάν το ποσόν του αναλογούντος κυρίου φόρου, τέλους ή εισφοράς δεν υπερβαίνη το ποσόν των διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών.
β) Από δραχμάς είκοσι πέντε χιλιάδας (25.000) έως διακοσιάς πεντήκοντα χιλιάδας (250.000), εάν το ποσόν του αναλογούντος κυρίου φόρου, τέλους ή εισφοράς ανέρχεται από δραχμάς διακοσίας χιλιάδας (200.000) έως πεντακοσίας χιλιάδας (500.000).
γ) Από δραχμάς εκατόν χιλιάδας (100.000) έως ένα εκατομμύριον (1.000.000), εάν το ποσόν του αναλογούντος κυρίου φόρου, τέλους ή εισφοράς υπερβαίνη το ποσόν των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) δραχμών.

Άρθρο 31
Ανακριβής δήλωσις

1. Τα προβλεπόμενα υπό των ισχυουσών διατάξεων ποσοστά προσθέτων φόρων και προσαυξήσεων, λόγω ακακριβούς δηλώσεως εις την άμεσον και έμμεσον φορολογίαν, εισφοράν υπέρ ΟΓΑ – Δήμων και Κοινοτήτων του άρθρου 10 του Ν. 4169/1961, ως και επί ελλιπούς καταβολής τελών χαρτοσήμου, προσαυξάνονται κατά είκοσιν επί τοις εκατόν (20%).

2. Οι υποβάλλοντες ανακριβή δήλωσιν οιουδήποτε φόρου, εισφοράς ή τέλους ή καταβάλλοντες ελλιπώς το τέλος χαρτοσήμου υπόκεινται και εις πρόστιμον:
α) Από δραχμάς πέντε χιλιάδας (5.000) έως πεντήκοντα χιλιάδας (50.000), εάν η διαφορά μεταξύ του βάσει δηλώσεως οφειλομένου φόρου ή καταβληθέντος φόρου, τέλους ή εισφοράς και του προσδιοριζομένου υπό του Οικονομικού Εφόρου κυμαίνεται από δραχμάς εκατόν χιλιάδας (100.000) έως τριακοσίας χιλιάδας (300.000) και κατά ποσοστόν μεγαλυτέρα του είκοσιν επί τοις εκατό (20%) του επί τη βάσει δηλώσεως οφειλομένου φόρου ή εισφοράς ή ελλιπώς καταβληθέντος τέλους χαρτοσήμου.
β) Από δραχμάς είκοσι χιλιάδας (20.000) έως διακοσίας χιλιάδας (200.000), εάν η διαφορά μεταξύ του βάσει δηλώσεως οφειλομένου φόρου ή καταβληθέντος φόρου, τέλους ή εισφοράς και του προσδιοριζομένου υπό του Οικονομικού Εφόρου κυμαίνεται από δραχ. τριακοσίας χιλιάδας (300.000) έως εξακοσίας χιλιάδας (600.000) και κατά ποσοστόν μεγαλυτέρου του είκοσιν επί τοις εκατόν (20%) του επί τη βάσει δηλώσεως οφειλομένου φόρου ή εισφοράς ή ελλιπώς καταβληθέντος τέλους χαρτοσήμου.
γ) Από δραχμάς ογδοήκοντα χιλιάδας (80.000) έως οκτακοσίας χιλιάδας (800.000), εάν η διαφορά μεταξύ του βάσει δηλώσεως οφειλομένου φόρου ή καταβληθέντος φόρου, τέλους ή εισφοράς και του προσδιοριζομένου υπό του Οικονομικού Εφόρου είναι μεγαλυτέρα των δραχμών εξακοσίων χιλιάδων (600.000) και κατά ποσοστόν μεγαλυτέρα του είκοσιν επί τοις εκατόν (20%) του επί τη βάσει δηλώσεως οφειλομένου φόρου ή εισφοράς ή ελλιπώς καταβληθέντος τέλους χαρτοσήμου.

3. Προκειμένου περί της φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, προικών και κερδών εκ λαχείων τα προβλεπόμενα υπό της προηγουμένης παραγράφου πρόστιμα επιβάλλονται μόνον εφόσον συντρέχει περίπτωσις εφαρμογής των διατάξεων των παρ. 2 και 3 του άρθρου 75 του Ν.Δ.118/1973.

Άρθρο 32
Ελλιπής δήλωσις

1. Επί ελλιπούς δηλώσεως επιβάλλεται μόνον πρόσθετος φόρος εξήκοντα επί τοις εκατόν (60%) επί της διαφοράς του κυρίου φόρου και δεν εφαρμόζονται αι διατάξεις των άρθρων 31, 42 και 43 του παρόντος.

2. Ως ελλιπής θεωρείται η δήλωσις φόρου εισοδήματος, οσάκις η διαφορά μεταξύ του δηλουμένου συνολικού εισοδήματος και του προσδιοριζομένου τοιούτου δεν υπερβαίνη κατά ποσοστόν δέκα πέντε επί τοις εκατόν (15%) το δηλωθέν εισόδημα, μέχρι δε ποσού των διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών ανεξαρτήτως ποσοστού διαφοράς επί του δηλωθέντος εισοδήματος. Ωσαύτως ελλιπής λογίζεται η δήλωσις, οσάκις η διαφορά μεταξύ δηλουμένου και προσδιοριζομένου εισοδήματος οφείλεται εις λογιστικήν διαφοράν. Ως λογιστική διαφορά νοείται η μείωσις του δηλουμένου εισοδήματος εξ εμπορικών επιχειρήσεων, οφειλομένη εις προφανή παραδρομήν ή εις εσφαλμένον χαρακτηρισμόν πραγματικών περιστατικών ή εις ουσιώδη πλάνην περί το δίκαιον, άνευ της οποίας ο φορολογούμενος δεν θα προέβαινεν επί τη βάσει της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών εις την μείωσιν του δηλουμένου εισοδήματος εξ εμπορικών επιχειρήσεων. Τοιαύτη λογιστική διαφορά λογίζεται ιδία εκείνη, η ερειδομένη επί βιβλίων της επιχειρήσεως μη χαρακτηριζομένων ως ανακριβών ή ανεπαρκών βάσει των διατάξεων του άρθρου 43 του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων, εκτός εάν η μείωσις του δηλουμένου εισοδήματος εξ εμπορικών επιχειρήσεων εγένετο κατά παράβασιν ρητής διατάξεως νόμου ή κατά ηθελημένον διάφορον χαρακτηρισμόν των πραγματικών περιστατικών.

Άρθρο 33
Εκπρόθεσμος δήλωσις

1. Τα προβλεπόμενα υπό των ισχυουσών διατάξεων ανώτατα ποσοστά προσθέτων φόρων και προσαυξήσεων λόγω εκπροθέσμου υποβολής δηλώσεως εις την άμεσον και έμμεσον φορολογίαν, εισφοράν υπέρ ΟΓΑ – Δήμων και Κοινοτήτων του άρθρου 10 του Ν. 4169/1961, ως και εκπροθέσμου καταβολής τελών χαρτοσήμου, προσαυξάνονται κατά εκατόν επί τοις εκατόν (100%).

2. Οι υποβάλλοντες δήλωσιν μετά την παρέλευσιν δέκα μηνών από της λήξεως της προθεσμίας της οριζομένης υπό των ισχυουσών διατάξεων εις την άμεσον και έμμεσον φορολογίαν, εισφοράν υπέρ ΟΓΑ του άρθρου 10 του Ν. 4169/1961, ως και οι εκπροθέσμως μετά την πάροδον δέκα μηνών από της λήξεως της νομίμου προθεσμίας καταβάλλοντες τέλη χαρτοσήμου, υπόκεινται και εις πρόστιμον από δραχμάς πέντε χιλιάδας (5.000) έως είκοσι χιλιάδας (20.000), εάν ο οφειλόμενος κύριος φόρος, τέλος ή εισφορά δεν υπερβαίνη το ποσόν των εκατό χιλιάδων (100.000) δραχμών και από δραχμάς δέκα πέντε χιλιάδας (15.000) έως διακοσίας χιλιάδας (200.000), εάν ο οφειλόμενος κύριος φόρος, τέλος ή εισφορά υπερβαίνη το ποσόν των δραχμών εκατόν χιλιάδων (100.000)

Άρθρο 34
Έτεραι παραβάσεις

1. Το άρθρον 117 του Ν.Δ. 118/1973 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Εις πρόστιμον από δραχμάς δέκα χιλιάδας (10.000) έως πεντακοσίας χιλιάδας (500.000) υπόκειται, πας όστις υποχρεούμενος, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος να παράσχη στοιχεία ή πληροφορίας ή υπηρεσίας διά την εξακρίβωσιν της φορολογητέας ύλης ή να τηρήση κατά την διενέργειαν πράξεων του ασκουμένου παρ΄ αυτού επαγγέλματος ή λειτουργήματος όρους και διατυπώσεις οριζομένας υπό των αυτών ως άνω διατάξεων, ήθελεν οπωσδήποτε αρνηθή ή παραλείψει να πράξη τούτο.
Το πρόστιμον επιβάλλεται δι΄ ητιολογημένης πράξεως του Οικονομικού Εφόρου εις βάρος του υποπίπτοντος εις τας παραβάσεις της προηγουμένης παραγράφου προσώπου, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων των άρθρων 79 έως και 81. Προκειμένου περί παραβάσεων τελουμένων υπό ομορρύθμων, ετερορρύθμων, περιωρισμένης ευθύνης και ανωνύμων εταιρειών, συνεταιρισμών και λοιπών νομικών προσώπων, το πρόστιμον επιβάλλεται εις βάρος της εταιρείας, του συνεταιρισμού ή του νομικού προσώπου.

2. Επιβάλλεται εις βάρος του ιδιοκτήτου ή κατόχου του αυτοκινήτου οχήματος, πλην των τελών κυκλοφορίας, και πρόστιμον, το οποίον δεν δύναται να είναι έλασσον του διπλασίου των τελών κυκλοφορίας, ουδέ ανώτερον του δεκαπλασίου αυτών, εις τας περιπτώσεις:
α) Κυκλοφορίας αυτοκινήτου άνευ αδείας ή κυκλοφορίας τούτου εις χρόνον καθ΄ όν είχε δηλωθή ως τελούν εν ακινησία.
β) Χρησιμοποιήσεως παρά τρίτου αυτοκινήτου, ανήκοντος εις πρόσωπον απαλλασσόμενον των τελών κυκλοφορίας, άνευ καταβολής των τελών.
γ) Χρησιμοποιήσεως αδείας δοκιμαστικής κυκλοφορίας και ειδικών πινακίδων προς κυκλοφορίαν αυτοκινήτου δι΄ έτερον, πλην του προς δοκιμήν του οχήματος, σκοπόν.

3. Δι΄ εκάστην ετέραν, πλην των εν τη προηγουμένη παραγράφω διαλαμβανομένη, παράβασιν, συνεπαγομένην καταστρατήγησιν της περί αυτοκινήτων νομοθεσίας, επιβάλλεται εις βάρος του ιδιοκτήτου ή κατόχου του αυτοκινήτου οχήματος πρόστιμον από δραχμάς δέκα χιλιάδας (10.000) έως εκατόν χιλιάδας (100.000).

4. Επιβάλλεται εις βάρος του εκμεταλλευτού κινηματογράφου, θεάτρου ή ετέρου θεάματος και των εντεταλμένων αυτού υπαλλήλων, κεχωρισμένως, πρόστιμον από δραχμάς δέκα χιλιάδας (10.000) έως διακοσίας χιλιάδας (200.000) εις τας περιπτώσεις:
α) τελέσεως δημοσίου θεάματος άνευ αδείας,
β) εισόδου εις το δημόσιον θέαμα θεατών άνευ πληρωμής του οφειλομένου φόρου,
γ) διαθέσεως ασφραγίστων εισιτηριών,
δ) παρεμποδίσεως ή μη διευκολύνσεως του φορολογικού ελέγχου και
ε) πάσης ετέρας πράξεως ή παραλείψεως, συνεπαγομένης την καταστρατήγησιν της νομοθεσίας «περί φορολογίας δημοσίων θεαμάτων»

Άρθρο 35
Παράλειψις δηλώσεως ασκήσεως επαγγέλματος.

1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 13 του Ν. 4045/1960 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«2. Οι μη υποβάλλοντες την προβλεπομένη υπό της ανωτέρω παραγράφου δήλωσιν ενάρξεως ασκήσεως επαγγέλματος υπόκεινται εις πρόστιμον από δραχμάς πέντε χιλιάδας (5.000) έως διακοσίας χιλιάδας (200.000)».

2. Αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται και επί των μη υποβαλλόντων την προβλεπομένην δήλωσιν υπό της παραγράφου 2 του άρθρου 8.

Άρθρο 36
Παράλειψις υποβολής δηλώσεως κυρίων μετοχών ή υποβολής ψευδούς τοιαύτης

1. Εις τον ενεργούντα την εξαργύρωσιν των μερισματαποδείξεων άνευ υποβολής υπό του υποχρέου της προβλεπομένης υπό του άρθρου 22 υπευθύνου δηλώσεως, επιβάλλεται πρόστιμον από πέντε χιλιάδας (5.000) έως εκατόν χιλιάδας (100.000) δραχμάς δι΄ εκάστην παράβασιν.

2. Ο μη υποβάλλων ή υποβάλλων ψευδή υπεύθυνον δήλωσιν του Ν.Δ. 105/1969 μέτοχος, εκτός των προβλεπομένων υπό του νόμου αυτού κυρώσεων, υπόκειται και εις πρόστιμον από δραχμάς δέκα χιλιάδας (10.000) έως διακοσίας χιλιάδας (200.000). Εις την περίπτωσιν αυτήν τα ποσά των μερισμάτων, τα οποία είχον απαλλαγή του φόρου βάσει των ισχυουσών διατάξεων, προστίθενται εις τα εισοδήματα του πραγματικού μετόχου κατά το έτος κατά το οποίον διεπιστώθη η παράβασις και φορολογούνται βάσει των ισχυουσών διατάξεων εις την φορολογίαν εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων.

Άρθρο 37
Μη δήλωσις ή ανακριβής δήλωσις περιουσιακών στοιχείων και στοιχείων τεκμαρτής δαπάνης διαβιώσεως
Οι μη αναγράφοντες ή ανακριβώς αναφέροντες εις την υποβαλλομένην δήλωσιν φορολογίας εισοδήματος τα στοιχεία τα σχετικά με τας δαπάνας αποκτήσεως περιουσιακών στοιχείων και τον προσδιορισμόν της ετησίας συνολικής τεκμαρτής δαπάνης διαβιώσεως, υπόκεινται και εις πρόστιμον από πέντε χιλιάδας (5.000) μέχρι τριακοσίας χιλιάδας (300.000) δραχμάς.
Οι μη δηλούντες εις την υποβαλλομένην δήλωσιν φορολογίας εισοδήματος τα αγοραζόμενα καθ΄ έκαστον έτος ακίνητα υπόκεινται και εις τας κυρώσεις τας προβλεπομένας υπό του άρθρου 41 του παρόντος

Άρθρο 38
Παράλειψις δηλώσεως μισθωμάτων
Ο αρνούμενος να συμμορφωθή προς τας διατάξεις του άρθρου 9 υπόκειται εις πρόστιμον από δραχμάς δύο χιλιάδας (2.000) έως δέκα χιλιάδας (10.000). Εις περίπτωσιν κατά την οποίαν ο μισθωτής συμπράττει εις την απόκρυψιν του εισπραττομένου υπό του εκμισθωτού μισθώματος είτε διά του συμφωνητικού μισθώματος είτε διά της λήψεως εξοφλητικών αποδείξεων ανακριβούς περιεχομένου, υπόκειται εις πρόστιμον μέχρι του ημίσεος του ποσού του ετησίου μισθώματος το οποίον απεκρύβη τη συμπράξει του από τον εκμισθωτήν.

Άρθρο 39
Παράλειψις υποβολής στοιχείων επί ανεγέρσεως πολυωρόφου οικοδομής και αναθέσεως εργασιών εις εργολάβους
Ο αρνούμενος να συμμορφωθή προς τα διατάξεις των άρθρων 18 και 19 υπόκειται εις πρόστιμον από πέντε χιλιάδας (5.000) έως πεντήκοντα χιλιάδας (50.000) δραχμάς

Άρθρο 40
Επιβολή και διαδικασία βεβαιώσεως προστίμων

1. Τα υπό του παρόντος νόμου προβλεπόμενα πρόστιμα επιβάλλονται διά πράξεως του αρμοδίου κατά περίπτωσιν Οικονομικού Εφόρου.

2. Διά την εξώδικον λύσιν της διαφοράς και την εν γένει διαδικασίαν βεβαιώσεως και εισπράξεως των προστίμων εφαρμόζονται αναλόγως αι ισχύουσαι διατάξεις.
Εν περιπτώσει εξωδίκου λύσεως της διαφοράς το επιβληθέν πρόστιμον δύναται να περιορισθή έως του ενός πέμπτου (1/5) αυτού.

Άρθρο 41
Κυρώσεις επί μη δηλούντων εισοδήματα εξ οικοδομών

1. Οι κτώμενοι εισοδήματα εξ οικοδομών και υπόχρεοι εις υποβολήν δηλώσεων βάσει των ισχυουσών διατάξεων, μη υποβάλλοντες ταύτην δεν δικαιούνται:
α) Να μεταβιβάσουν επί πενταετίαν από της λήξεως της προθεσμίας υποβολής δηλώσεων, εξ επαχθούς ή χαριστικής αιτίας, την κυριότητα των ακινήτων ή να συστήσουν εμπράγματα δικαιώματα επί των ακινήτων, των οποίων τα μισθώματα δεν έχουν δηλωθή.
Οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται να αρνηθούν την σύνταξιν συμβολαίων και οι φύλακες μεταγραφών να αρνηθούν την μεταγραφήν των δικαιοπραξιών, εάν δεν προσαχθή πιστοποιητικόν του αρμοδίου Οικονομικού Εφόρου εμφαίνον ότι εδηλώθη το μίσθωμα του μεταβιβαζομένου ακινήτου εις την φορολογίαν εισοδήματος κατά την τελευταίαν προ της μεταβιβάσεως διετίαν. Δεν απαιτείται η προσκόμισις του ανωτέρω πιστοποιητικού εάν ο μεταβιβάζων δι΄ υπευθύνου δηλώσεως του Ν.Δ. 105/1969 υποβαλλομένης εις τον συμβολαιογράφον και μνημονευομένης εις το συμβόλαιον, βεβαιοί υπευθύνως, ότι το μεταβιβαζόμενον ακίνητον δεν απέφερεν εισόδημα κατά τον χρόνον καθ΄ όν ήτο κύριος ή νομεύς τούτου και πάντως ουχί πέραν της πενταετίας. Αι κατά τ΄ ανωτέρω υποβαλλόμεναι υπεύθυνοι δηλώσεις υποβάλλονται υπό των συμβολαιογράφων εντός του επομένου από της υποβολής μηνός εις την Διεύθυνσιν Μηχανογραφήσεως της Υπηρεσίας Μελετών και Οργανώσεως του Υπουργείου Οικονομικών.
β) Να λαμβάνουν στεγαστικόν δάνειον από τας Τραπέζας, το Ταμείον Παρακαταθηκών και Δανείων, το Ταχυδρομικόν Ταμιευτήριον και λοιπούς Οργανισμούς, οι οποίοι χορηγούν στεγαστικά δάνεια, εάν δεν προσκομισθή το πιστοποιητικόν ή δεν υποβληθή ή υπεύθυνος δήλωσις, περί ων η προηγουμένη περίπτωσις α΄.
γ) Να παραχωρήσουν υποθήκην επί μίαν δεκαετίαν από της λήξεως της προθεσμίας υποβολής δηλώσεως επί των ακινήτων, των οποίων τα εισοδήματα δεν έχουν δηλωθή εις την φορολογίαν εισοδήματος, εάν δεν προσκομισθή το πιστοποιητικόν ή δεν υποβληθή η υπεύθυνος δήλωσις περί ων η περίπτωσις α΄, των συμβολαιογράφων και των φυλάκων μεταγραφών υπεχόντων τας αναφερομένας εις την περίπτωσιν α΄ υποχρεώσεις.

2. Ο φύλαξ μεταγραφών υποχρεούται να αρνηθή την μεταγραφήν της δηλώσεως αποδοχής κληρονομίας ή του κληρονομητηρίου εάν δεν προσκομισθή το πιστοποιητικον ή δεν υποβληθή η υπεύθυνος δήλωσις περί ων η περίπτωσις α΄ της παραγράφου 1.

3. Οι συμβολαιογράφοι και οι φύλακες μεταγραφών οι αρνούμενοι να συμμορφωθούν προς τας διατάξεις του παρόντος άρθρου, υπόκεινται εις πρόστιμον από δραχμάς πέντε χιλιάδας (5.000) έως πεντήκοντα χιλιάδας (50.000).

4. Τα δηλούμενα εκπροθέσμως εισοδήματα εξ εκμισθώσεως οικοδομών, προς λήψιν του προβλεπομένου υπό της παραγράφου 1 πιστοποιητικού, φορολογούνται αυτοτελώς, άνευ ουδεμίας εκπτώσεως ή μειώσεως, επί συντελεστή πεντήκοντα επί τοις εκατόν (50%). Διά την καταβολήν του φόρου αυτού ευθύνεται εις ολόκληρον και ο εκ συμβάσεως τελευταίος διακάτοχος του ακινήτου. Διά την εν γένει διαδικασίαν της βεβαιώσεως και εισπράξεως του φόρου αυτού εφαρμόζονται τα ισχύοντα εις την φορολογίαν εισοδήματος.

Άρθρο 42
Κυρώσεις επί μη υποβολής ή ανακριβούς υποβολής δηλώσεως

1. Το Διοικητικόν Εφετείον διά της αυτής αποφάσεως διά της οποίας καθορίζεται η φορολογητέα ύλη εις την φορολογίαν εισοδήματος, εις τους φόρους καταναλώσεως, ως και την εισφοράν υπέρ ΟΓΑ του άρθρου 10 του Ν. 4169/1961, εφ΄ όσον ο υπόχρεως δεν έχει υποβάλλει δήλωσιν και ο οφειλόμενος φόρος ή εισφορά βάσει της αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου υπερβαίνει το ποσόν των δραχμών πεντακοσιών χιλιάδων (500.000) ή έχει υποβάλει δήλωσιν αλλά μεταξύ του βάσει δηλώσεως οφειλομένου κυρίου φόρου ή εισφοράς και του οφειλομένου κυρίου φόρου ή εισφοράς βάσει της φορολογητέας ύλης της καθορισθείσης τελεσιδίκως, υπάρχει διαφορά μεγαλυτέρα του ποσού των δραχμών πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) και η οποία αντιστοιχεί εις ποσοστόν μεγαλύτερον του είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%) επί του αναλογούντος κυρίου φόρου ή εισφοράς επί τη βάσει δηλώσεως, απαγγέλει εις βάρος του υποχρέου:
α) Την απώλειαν του δικαιώματος καταβολής εις δόσεις των κατά την δημοσίευσιν της αποφάσεως βεβαιωμένων φόρων, τελών και εισφορών, καθισταμένων αμέσως απαιτητών, πλην των δόσεων προεισπράξεως του φόρου εισοδήματος.
β) Την απώλειαν του δικαιώματος συμμετοχής εις δημοπρασίας του Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των κοινωφελών και εθνωφελών οργανισμών επί χρονικόν διάστημα από εξ μηνών έως ενός έτους.
γ) Την απώλειαν του δικαιώματος λήψεως πιστοποιητικού φορολογικής ενημερότητος επί χρονικόν διάστημα από έξ μηνών έως ενός έτους.
δ) Την στέρησιν του δικαιώματος λήψεως αδείας οδηγού αυτοκινήτου ή την στέρησιν υπαρχούσης τοιαύτης επί χρονικόν διάστημα από εξ μηνών έως ενός έτους.
Αι διατάξεις της παρούσης παραγράφου εφαρμόζονται υπό τας αυτάς προϋποθέσεις και επί μη καταβολής ή ελλιπούς καταβολής τελών χαρτοσήμου.

2. Εις περίπτωσιν οριστικοποιήσεως της πράξεως του Οικονομικού Εφόρου λόγω μη ασκήσεως προσφυγής ή ασκήσεως προσφυγής κριθείσης τελεσιδίκως εκπροθέσμου ή διά αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου καταστάσης τελεσιδίκου, ο Οικονομικός Έφορος υποχρεούται, όπως δι΄ αιτήσεώς του ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου ζητήση την επιβολήν των ποινών, περί των οποίων η προηγουμένη παράγραφος.

3. Η απαγγέλουσα τας στερήσεις απόφασις κοινοποιείται υπό του γραμματέως του Διοικητικού Εφετείου εις τον αρμόδιον Οικονομικόν Έφορον, ο οποίος υποχρεούται να ανακοινώση αμελλητί εις τας αρμοδίας υπηρεσίας τας επιβληθείσας στερήσεις.

4. Αι κατά τας διατάξεις του παρόντος άρθρου ποιναί επιβάλλονται ανεξαρτήτως των κατά τας ισχυούσας διατάξεις επιβαλλομένων προσθέτων φόρων και προστίμων.

5. Αναλόγως προς την σοβαρότητα της παραβάσεως επιβάλλονται όλαι οι ποιναί της παραγράφου 1 ή μία τουλάχιστον εξ αυτών.

6. Επί της εξωδίκου ή της κατά διατάξεις του Ν.Δ. 4600/1966 «περί ρυθμίσεως θεμάτων τινών των φορολογικών δικαστηρίων» λύσεως της διαφοράς δεν εφαρμόζονται αι διατάξεις του παρόντος άρθρου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η΄
ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ

Άρθρο 43
Ποιναί φοροδιαφυγής

1. Εις περίπτωσιν κατά την οποίαν ο υπόχρεως υποπέσει εκ προθέσεως εις μίαν εκ των αναφερομένων εις το προηγούμενον άρθρον παραβάσεων, τιμωρείται υπό του αρμοδίου ποινικού δικαστηρίου διά:
α) Ποινής φυλακίσεως τουλάχιστον εξ (6) μηνών.
β) Στερήσεως της υπό του νόμου «περί εμπορικών μισθώσεων» παρεχομένης ειδικής προστασίας της επαγγελματικής στέγης και
γ) απωλείας του δικαιώματος λήψεως διαβατηρίου διά την αλλοδαπήν ή στερήσεως του υπάρχοντος τοιούτου επί χρονικόν διάστημα από έξ (6) μηνών έως ενός έτους.
Αναλόγως προς την σοβαρότητα της αξιοποίνου πράξεως επιβάλλονται όλαι αι ανωτέρω ποιναί ή τουλάχιστον μία εξ αυτών.

2. Διά των ποινών της προηγουμένης παραγράφου τιμωρείται και ο επιτηδευματίας όστις εκ προθέσεως δεν εκδίδει τιμολόγιον ή έτερον στοιχείον ή αρνείται να παραδώση βιβλία, έγγραφα και στοιχεία, παραφυλαττομένων των διά τους ελευθέρους επαγγελματίας ισχυουσών διατάξεων περί επαγγελματικού απορρήτου, εκ των οποίων ενδέχεται να προκύπτη απόκρυψις φορολογητέας ύλης ή τηρεί ανακριβή βιβλία και στοιχεία και εν γένει προβαίνει εις πράξεις ή παραλείψεις, συνεπεία των οποίων αλλοιούνται ουσιωδώς τα εκ των βιβλίων και στοιχείων προκύπτοντα δεδομένα, ο προϊστάμενος του λογιστηρίου και πας τρίτος, όστις συμπράττει εις τοιαύτας πράξεις ή παραλείψεις, ως και ο ελεύθερος επαγγελματίας διά την μη έκδοσιν αποδείξεως παροχής υπηρεσίας εφ΄ όσον το επιβληθέν τελεσιδίκως εις βάρος του παραβάτου πρόστιμον είναι ανώτερον των δύο τρίτων (2/3) του ανωτάτου ορίου του προβλεπομένου, κατά περίπτωσιν, υπό των διατάξεων του άρθρου 47 του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων.

3. Εις περίπτωσιν κατά την οποίαν ο υπόχρεως υποπέσει εκ προθέσεως εκ νέου εντός πενταετίας από της τελέσεως της παραβάσεως εις μίαν εκ των αναφερομένων εις το προηγούμενον άρθρον και εις την παράγραφον 2 του παρόντος άρθρου παραβάσεων αι προβλεπόμεναι υπό της προηγουμένης παραγράφου ποιναί διπλασιάζονται και επιβάλλεται και στέρησις των πολιτικών δικαιωμάτων από δύο (2) έως πέντε (5) έτη.

4. Αι ποιναί των περιπτώσεων α΄ και γ΄ της παραγράφου 1 και της παραγράφου 2 επιβάλλονται:
α) Επί ημεδαπών Ανωνύμων Εταιρειών εις τους διευθύνοντας συμβούλους, εντεταλμένους ή συμπράττοντας συμβούλους και διευθυντάς και εν γένει εις παν πρόσωπον εντεταλμένον, είτε αμέσως εκ του νόμου, είτε εξ ιδιωτικής βουλήσεως ή δικαστικής αποφάσεως, εις την διεύθυνσιν αυτών.
β) Επί ομορρύθμων ή ετερορρύθμων ή περιωρισμένης ευθύνης Εταιρειών ή συνεταιρισμών, εις τους διαχειριστάς αυτών.
γ) Επί των αλλοδαπών επιχειρήσεων εν γένει εις τους εν Ελλάδι διευθυντάς ή αντιπροσώπους ή πράκτορας αυτών.

5. Αι κατά τας διατάξεις του παρόντος άρθρου ποιναί επιβάλλονται ανεξαρτήτως των βάσει των κειμένων διατάξεων επιβαλλομένων προσθέτων φόρων, προστίμων και παρεπομένων ποινών.

6. Αρμόδιον δικαστήριον προς εκδίκασιν είναι το Πλημμελειοδικείον της έδρας του Εφόρου προς τον οποίον υποβάλλει την δήλωσίν του ο φορολογούμενος.

7. Η ποινική δίωξις ασκείται, μετ΄ αίτησιν του αρμοδίου Οικονομικού Εφόρου, υποβαλλομένην υποχρεωτικώς εις την Εισαγγελικήν αρχήν εντός μηνός από της τελεσιδικίας της φορολογικής εγγραφής κατά τα οριζόμενα εν άρθρω 42, αναστελλομένης μέχρι λήξεως της προθεσμίας ταύτης της παραγραφής του αδικήματος.

8. Επί της εξωδίκου ή της κατά τας διατάξεις του Ν. 4600/1966 λύσεως της διαφοράς δεν εφαρμόζονται αι διατάξεις του παρόντος άρθρου.

9. Περίληψις των τελεσιδίκων καταδικαστικών αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων δημοσιεύεται, μερίμνη του αρμοδίου Οικονομικού Εφόρου, εις δύο των εν τη έδρα της Οικονομικής Εφορίας εκδιδομένων ημερησίων εφημερίδων και εν ελλείψει τούτων των εν τη πρωτευούση του νομού ή των εν Αθήναις εκδιδομένων, δαπάναις του Δημοσίου.

10. Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επί αδικημάτων διαπραττομένων από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος.

Άρθρο 44
Παραγραφή εις την φορολογίαν εισοδήματος
Εις περίπτωσιν μη υποβολής δηλώσεως φορολογίας εισοδήματος ή δηλώσεως κερδών υπό ομορρύθμων, ετερορρύθμων και περιωρισμένης ευθύνης Εταιρειών και κοινοπραξιών τεχνικών έργων, το δικαίωμα του Δημοσίου διά την κοινοποίησιν φύλλου ελέγχου ή πράξεως προσδιορισμού αποτελεσμάτων παραγράφεται μετά πάροδον προθεσμίας δέκα πέντε (15) ετών από της λήξεως της προς επίδοσιν δηλώσεως προθεσμίας.

Άρθρο 45
Παραγραφή εις την φορολογίαν κληρονομιών, δωρεών, προικών

1.Αι παράγραφοι 1, 2 και 3 του άρθρου 102 του Ν.Δ. 118/1973 αντικαθίστανται ως ακολούθως:
«1. Το Δημόσιον εκπίπτει του δικαιώματος αυτού διά την κοινοποίησιν πράξεως επιβολής φόρου και προστίμου:
α. προκειμένου περί ανακριβούς δηλώσεως, μετά πενταετίαν από του τέλους του έτους εντός του οποίου υπεβλήθη η δήλωσις.
β. προκειμένου περί παραλείψεως δηλώσεως ολοκλήρου ή μέρους της κτηθείσης περιουσίας ή εικονικότητος του συμβολαίου, μετά δεκαπενταετίαν, από το τέλος του έτους, εντός του οποίου έληξεν η προς υποβολήν της δηλώσεως προθεσμία ή συνετάγη το προσβαλλόμενον επί εικονικότητα συμβόλαιον.
γ. προκειμένου περί επιβολής προστίμου, μετά δεκαετίαν από του τέλους του έτους εντός του οποίου συνετελέσθη η παράβασις.

2. Προκειμένου περί μη δηλωθέντων στοιχείων, μετά την πάροδον της κατά την περίπτωσιν β΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεκαπενταετίας και εντός της επομένης τοιαύτης, δεν δύναται να χορηγηθώσι τα κατά τα άρθρα 105 και 115 πιστοποιητικά άνευ της υποβολής δηλώσεως και καταβολής του αναλογούντος φόρου.
Επί ανακριβείας της δηλώσεως ταύτης έχει εφαρμογήν η περίπτωσις α΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, ως προς την κοινοποίησιν πράξεως.

3. Επιτρέπεται η κοινοποίησις πράξεως του Οικονομικού Εφόρου και μετά την λήξιν της οριζομένης υπό των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου πενταετούς ή δεκαπενταετούς προθεσμίας, κατά τας ακολούθους μόνον περιπτώσεις:
α. εάν η εμπροθέσμως κοινοποιηθείσα πράξις της φορολογικής αρχής ακυρωθή δι΄ οιονδήποτε μη ουσιαστικόν λόγον, του δικαιώματος του δημοσίου διατηρουμένου και εάν εκ της τοιαύτης ακυρώσεως προκύψη φορολογική υποχρέωσις τρίτου προσώπου μη υπαχθέντος εις φορολογίαν.
β. εάν ακυρωθή διά δικαστικής αποφάσεως η γενομένη βεβαίωσις του φόρου ή του προστίμου, διά τυπικόν ελάττωμα του τίτλου, εφ΄ ού αύτη εστηρίχθη,
γ. εάν υπεβλήθη δήλωσις του υποχρέου κατά το τελευταίον έτος της πενταετούς ή δεκαπενταετούς προθεσμίας ή εάν η φορολογική υποχρέωσις προκύπτη εξ εκδοθείσης εντός του αυτού έτους αποφάσεως διοικητικού δικαστηρίου, και
δ. εάν ο ενεργήσας τον έλεγχον υπάλληλος ή ο Οικονομικός Έφορος επί τη βάσει της εκθέσεως του οποίου κατηρτίσθη η αρχική πράξις, ετιμωρήθη πειθαρχικώς δι΄ αμετακλήτου αποφάσεως του αρμοδίου οργάνου διά βαρείαν αμέλειαν ή δόλον κατά τον έλεγχον τούτον».

Άρθρο 46
Παραγραφή εις την φορολογίαν μεταβιβάσεως ακινήτων

1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 12 του Α.Ν. 1521/1950, ως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«3. Το δικαίωμα του δημοσίου, προς επιβολήν του φόρου του παρόντος παραγράφεται μετά πενταετίαν από της ημέρας της επιδόσεως της δηλώσεως του φόρου μεταβιβάσεως».

2. Αι διατάξεις της παραγράφου 3, περ. α, β, δ του προηγουμένου άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και επί των υποθέσεων φορολογίας μεταβιβάσεως ακινήτων.

Άρθρο 47
Εις το άρθρον 6 παρ. 2 του Ν.Δ. 3843/1958 «περί φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων» προστίθεται εν συνεχεία περίπτωσις ΣΤ΄ ως εξής:
«ΣΤ) Η διαφορά υπερτιμήματος των υπό των Οικοδομικών Συνεταιρισμών μη κερδοσκοπικού χαρακτήρος πωλουμένων οικοπέδων, μόνον εις τα μέλη αυτών, εφ΄ όσον εμφανίζεται εις ειδικόν λογαριασμόν αποθεματικού και χρησιμοποιηθή αποκλειστικώς διά την εκτέλεσιν εν γένει έργων κοινής ωφελείας προς εξυπηρέτησιν των αναγκών του οικισμού δεν αποτελεί εισόδημα του Συνεταιρισμού. Εις περίπτωσιν διανομής καθ΄ οιονδήποτε τρόπον του προκύψαντος υπερτιμήματος εις τα μέλη αυτών, φορολογείται βάσει των ισχυουσών εκάστοτε διατάξεων».

Άρθρο 48

1. Αι υπό της παραγράφου 4 της υπ΄ αριθμ. Πρωτ. Κ8173/422/21.6.1978 ως και αι υπό της παραγράφου 1 της υπ΄ αριθ. Πρωτ. Κ. 9621/595/16.8.1978 Αποφάσεων του Υπουργού Οικονομικών ταχθείσαι προθεσμίαι προς υποβολήν υπό των υποχρέων αιτήσεως διά την εξώδικον λύσιν ενώπιον του Οικονομικού Εφόρου, του Διοικητικού Πρωτοδικείου και των Διοικητικού Εφετείου εκκρεμών διαφορών αι λήξασαι την 31ην Αυγούστου 1978, ήτοι προ της δημοσιεύσεως του κυρωτικού αυτών Νόμου 814/1978, παρατείνονται από της ισχύος του παρόντος μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου 1978.

2. Αιτήσεις προς εξώδικον λύσιν των ως άνω διαφορών υποβληθείσαι υπό των υποχρέων εις τον Οικονομικόν Έφορον μετά την δημοσίευσιν του κυρωτικού Νόμου 814/1978, θεωρούνται ως εμπροθέσμως υποβληθείσαι.
Συμβιβασμοί γενόμενοι κατ΄ εφαρμογήν των ως άνω Αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών μεταξύ των Υποχρέων και του Δημοσίου προς της δημοσιεύσεως εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του κυρωτικού ως άνω Νόμου, ως και αι βάσει τούτων γενόμεναι υπό των Διοικητικών δικαστηρίων καταργήσεις των ενώπιον αυτών εκκρεμών δικών θεωρούνται ως νομίμως γενόμεναι.

3. Αι υπό των αυτών ως άνω αποφάσεων του Υπουργού Οικονομικών ταχθείσαι προθεσμίαι μέχρι της 31ης Οκτωβρίου 1978, διά την υποβολήν υπό των Υποχρέων αρχικών και συμπληρωματικών δηλώσεων παρατείνονται από της λήξεώς των μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου 1978.

Άρθρο 49
Τελικαί διατάξεις
Πάσα διάταξις αντικειμένη εις τον παρόντα νόμον ή ρυθμίζουσα άλλως τα υπ΄ αυτού ρυθμιζόμενα θέματα παύει ισχύουσα

Άρθρο 50
Έναρξις ισχύος
Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου άρχεται: α) των άρθρων 5, 6, 7, 9, 16, 17, 21, 30 έως και 33, 37, 38 και 41 από του οικον. έτους 1979, β) των λοιπών από της δημοσιεύσεώς του εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν άλλων ορίζεται εν αυταίς.

Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους

Εν Αθήναις τη 11 Οκτωβρίου 1978
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ