Νόμος 814 ΦΕΚ Α΄144/13.9.1978
Περί συμπληρώσεως και τροποποιήσεως φορολογικών και άλλων τινών συναφών διατάξεων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν:

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

Άρθρον 1
Χρόνος συμψηφισμού και μεταφοράς ζημίας έξ εμπορικών καί γεωργικών επιχειρήσεων και μείωσις εισοδήματος έκ μισθωτών υπηρεσιών.

1. Τό τρίτον εδάφιον τής παραγράφου 1 τού Άρθρου 4 τού Ν.Δ. 3323/1955 “περί φορολογίας του εισοδήματος”, ώς τούτο ίσχύει, αντικαθίσταται ώς άκολούθως:
“Ειδικώς τό αρνητικόν στοιχείον (ζημία) τού είσοδήματος έξ εμπορικών καί γεωργικών επίχειρήσεων, τό προκύπτον έκ τών επαρκώς καί ακριρώς τηρουμένων βιβλίων τού υποχρέου, εάν δέν καλύπτεται διά συμψηφισμού θετικού στοιχείου εισοδήματος άλλης πηγής, είτε διότι δέν ύπάρχει τοιούτον στοιχείον είσοδήματος, είτε διότι τό υπάρχον ειναι ανεπαρκές, μεταφέρεται πρός συμψηφισμόν ολόκληρον έν τή πρώτη λοιπόν αυτού εν τή δευτέρα τοιαύτη, διαδοχικώς είς τά τρία επόμενα οικονομικά έτη προκειμένου περί έμπορικων επιχειρήσεων και είς τά πέντε επόμενα οικονομικά έτη προκειμένου περί γεωργικών επιχειρήσεων, κατά τό εκάστοτε απομένον υπόλοιπον, έφ` όσον καί κατά τά έτη ταύτα τά βιβλία του υποχρέου τηρούνται επαρκώς καί ακριβώς”.

2. Η παράγραφος 2 τού Άρθρου 4 τού Ν.Δ. 3323/ 1955, ως τούτο ισχύει αντικαθίσταται ώς άκολούθως:
“2. Τό εισόδημα εκ μισθωτών υπηρεσιών και εκ πάσης φύσεως συντάξεων μειούταί κατά τεσσαράκοντα επί τοίς εκατόν (400%). `Η μείωσις αυτή δέν δύναται νά υπερβή τό ποσόν τών εξήκοντα χιλίάδων (60.000) δραχμών. Ομοίως τό κατά τάς διατάξεις των παραγράφων 1 καί 2 τού Άρθρου 45 τού παρόντος νόμου εισόδημα εξ ελευθερίων επαγγελμάτων μειούται κατά είκοσι πέντε επί τοις εκατόν (25%). Η μείωσις αύτη του εισοδήματος δέν δύναται να υπερβή το ποσόν των είκοσι χιλιάδων (20.000) δραχμών.
Η κατ` αμφοτέρας τας ανωτέρω περιπτώσςις μείωσις δέν δύναται εν πάση περιπτώσει να είναι ανωτέρα του ποσού των εξήκοντα χιλιάδων (60.000) δραχμών ετησίως κατά φορολογούμενον δια τα εισοδήματα αμφοτέρων των κατηγοριών τούτων”.

3. Αι διατάξεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επί αποδοχών καί συντάξεων, ως και επί εισοδημάτων εξ ελευθερίων επαγγελμάτων κτωμένων από 1ης Ιανουαρίου 1978 καί εφεξής.

Άρθρον 2
Φορολογία εισοδήματος συζύγου καί ανηλίκων τέκνων.

1. Το δεύτερον εδάφιον τής παραγράφου 1 τού άρθρου 6 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως: “Εις την περίπτωσιν ταύτην, τυχόν αρνητικόν αποτέλεσμα του εισοδήματος της συζύγου δεν συμψηφίζεται προς τα εισοδήματα του συζύγου”.

2. Αι παράγραφοι 2 καί 3 του άρθρου 6 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίστανται ως άκολούθως:
“2. ΤΟ εισόδημα των μη συμπληρωσάντων το 18ον έτος της ηλικίας των τέκνων, προστίθεται εις το εισόδημα του πατρός καί τούτου μη υπάρχοντος ή απολέσαντος την πατρικήν εξουσίαν εις το εισόδημα της μητρός. Κατ` εξαίρεσιν φορολογείται κεχωρισμένως το εισόδημα του μέχρι συμπληρώσεως του 18ου έτους της ηλικίας του τέκνου α) εκ της ιδίας αυτού εργασίας, β) εκ περιουσιακών στοιχείων περιελθόντων εις αυτό είτε εκ δωρεάς, εξαιρέσει της γενομένης υπό των γονέων αυτού, είτε εκ κληρονομίας καί γ) εκ συντάξεων απονεμηθεισών αυτώ λόγω θανάτου του πατρός ή της μητρός αυτού, του τέκνου υπέχοντος δια τα εκ των πηγών τούτων εισοδήματα αυτού ιδίαν φορολογικήν υποχρέωσιν”.

3.Η ισχύς των διατάξεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου άρχεται από του οινονομικού ετους 1979.

Άρθρον 3
Αύξησις απαλλασσομένου ποσού εισοδήματος έκ γεωργικών επιχειρήσεων και απαλλαγή εκ του φόρου του εισοδήματος ενίων μισθωτών

1. Η περίπτωσις Δ` της παραγράφου 1 τού άρθρου 7 του Ν.Δ. 3323/ 1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως: “Δ`. Εκ τού εισοδήματος εκ γεωργικών επιχειρήσεων, ακαθάριστον εισόδημα δικακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών ετησίως. Το ποσόν τούτο αυξάνεται εις πεντακοσίας χιλιάδας (500.000) δραχμάς, προκειμένου περί των ασχολουμένων προσωπικές ή δια των μελών της οικογενείας των καί κατά κύριον επάγγελμα εις γεμεργικάς εκμεταλλεύσεις έστω και αν ούτοι χρησιμοποιούν και εργάτας. Προκειμένου περί γεωργικών επιχειρήσεων, αι οποίαι λειτουργούν υπό μορφήν προσωπικής εταιρίας ή εταιρίας περιωρισμένης ευθύνης ή κοινοπραξίας, της απαλλαγής των ανωτέρω ποσών, κατά περίπτωσιν, δικαιούται έκαστος των εταίρων ή των μελών της κοινοπραξίας.

2. Εις την περίπτωσιν Ε` της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, προστίθεται υποπερίδτωσις έχουσα ως ακολούθως:
“ε) Αι αποδοχαί του εις το εξωτερικόν διαμένοντος προσωπικού, αι προερχόμεναι εξ υπηρεσιών παρεχομένων εις το εξωτερικόν εις τεχνικάς επιχειρήσεις, αίτινες εκτελούν τεχνικάς εργασίας εκτός των ορίων τήη Ελληνικής Επικρατείας. Η απαλλαγή αύτη παρέχεται υπό την προϋπόθεσιν ότι:
αα) ποσοστόν τριάκοντα πέντε επί τοις εκατόν (35%), τουλάχιστον, επί του ποσού των απαλλασσομένων αποδοχών των εισάγεται εν ελλάδι υπό μορφήν συναλλάγματος μη υποχρεωτικώς εκχωρητέον καί
ββ) το προσωπικόν διαμένει εις το εξωτερικόν επί τρείς (3), τουλάχιστον, μήνας”.

3. Αι διατάξεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επί αποδοχών κτωμένων από 1ης Ιανουαρίου 1976 και εφεξής.

4. Η υποπερίπτωσις α της περιπτώσεως Ε` της παραγρ. 1 του άρθρου 7 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“α) αι συντάξεις καί πάσης φύσεως περιθάλψεις αι παρεχόμεναι, εις αναπήρους πολέμου και θύματα ή οικογενείας θυμάτων πολέμου, ως και εις αναπήρους και θύματα ειρηνικής περιοδου οτρατιωτικούς εν γένει παθόντας κατά την εκτέλεσιν της υπηρεσίας των προδήλως και αναμφισβητήτως και ένεκεν ταύτης”.

5. Αι διατάξεις της παραγραφ. 4 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επί συντάξεων και πάσης φύσεως περιθάλψεων κτωμένων από 1ης Ιανουαρίου 1978 και εφεξής.

Άρθρον 4
Εκπτώσεις εκ του εισοδήματος.

1. Εις την παράγραφον 2 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, προστίθεται περίπτωσις εχουσα ως ακολούθως:
“ε) Οι άγαμοι αδελφοί και αδελφαί αμφοτέρων των συζύγων οι παρουσιάζοντες αναπηρίαν εξήκοπα επτά επί τοις εκατόν (67%) και άνω εκ διανοητικής καθυστερήσεως ή φυτικής αναπηρίας”.

2. Το τελευταίον εδάφιον της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Τα εις τας ανωτέρω περιπτώσεις β`, γ`, δ` καί ε αναφερόμενα πρόσωπα θεωρούνται ότι βαρύνουν τον φορολογούμενον, μόνον εφ` όσον δεν έχουν ίδιο εισόδημα ή τούτο είναι κατώτερον του ποσού των εικοσί πέντε χιλιάδων (25.000) δραχμών ετησίως.
Επί της περιπτώσεως ε` της παρούσης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως αι διατάξεις της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου. “.

3. Αι περιπτώσεις α`, β` καί ε της παραγράφου 4 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύι, αντικαθίστανται ως ακολούθως:
“α) Το επιδικαζόμενον ή συμβολαιογραφικώς συμφωνούμενον καί καταβαλλόμενον λόγω διατροφής ποσόν εις την σύζυγον ή τον σύζυγον, τα γνήσια τέκνα, τα εκουσίως, ως και τα δια δικαστικής αποφάσεως αναγνωρισθέντα εξώγαμα τοιαύτα, φορολογούμενον ως ίδιον εισόδημα αυτών”.
“β) Τα έξοδα ιατρικής και νοσοκομειακής περιθάλψεως του υποχρέου και των λοιπών συνοικούντων καί βαρυνόντων αυτόν προσώπων, περί ων αι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3.
Ως τοιαύτα έξοδα νοούνται μόνον: αα) αι καταβαλλόμεναι αμοιβαί δι` ιατρικάς επισκέψεις και εξετάσεις εν γένει, περιλαμβανομένων εις ταύτας και των ακτινολογικών και μικροβιολογικών εξετάσεων, ββ) τα καταβαλλόμενα εις νοσηλευτικά ιδρύματα ή ιδιωτικάς κλινικάς έξοδα νοσηλείας, εις ά περιλαμβάνεται και η φαρμακευτική εν τω νοσοκομείω ή τη κλινική περίθαλψις, γγ) αι αμοιβαί αι καταβαλλόμεναι εις νοσοκόμον, δια την παροχήν υπηρεσιών εις ασθενή, κατά την οίκοι, νοσοκομείω ή κλινική νοσηλείαν αύτού, δδ) ποσοστόν πεντήκοντα επί τοις εκατόν (50%) της δαπάνης της καταβαλομένης εις επιχειρήσεις περιθάλψεως ηλικιωμένων, λειτουργουσών κατά τας διατάξεις του Ν.Δ. 1118/1972 “περί ιδιωτικών επιχειρήσεων Περιθάλψεως ηλικιωμένων ή έκ κινητικής αναπηρίας ανιάτως πασχόντων ατόμων”, εε> η δαπάνη διά την οδοντοθεραπείαν και οδοντοπροσθετικήν καί στστ) η δαπάνη αντικαταστάσεως μελών του σώματος δια τεχνητών τοιούτων, ως καί η τοιαύτη δι` αγοράν και τοποθέτησιν εις το σώμα του ασθενούς οργάνων άτινα τυγχάνουν αναγκαία δια την φυσιολογικήν λειτουργίαν του ανθρωπίνου οργανισμού.
Εξαιρετικώς εκπίπτονται τα έξοδα νοσοκομειακής περιθάλψεως των αγάμων τέκνων ανεξαρτήτως της ηλικίας αυτών, έφ` όσον δεν έχουν ίδιον εισόδημα και πάσχουν εξ` ανιάτου νοσήματος. Ωσαύτως εκπίπτεται υπό τας αυτάς ως άνω προϋποθέσεις, η δαπάνη διά την καθ` οιονδήποτε τρόπον περίθαλψιν των τυφλών, κωφαλάλων ή διανοητικώς καθυστερημένων τέκνων του υποοχρέου, ως τοιαύτης δαπάνης νοουμένης και της αφορώσης εις δίδακτρα ή τροφεία, άτινα καταβάλλονται διά περίθαλψιν αυτών εις ειδικάς δια την πάθησιν των σχολάς ή θεραπευτήρια.
Δι αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών καθορίζονται τα δικαιολογητικά, τα οποία απαιτούνται δια την αναγνώρισιν της εκπτώσεως των κατά την παρούσαν περίπτωσιν εξόδων, ως και πάσα άλλη λεπτομέρεια αναγκαία δια τήν εφαρμογήν των διατάξεων ταύτης”.
“ε) Τα ασφάλιστρα ζωής ή θανάτου ή κατά κινδύνων τυχαίων συμβεβηκότων, τα καταβαλλόμενα προσωπικά υπό του υποχρέου, της συζύγου και των μέχρι συμπληρώσεως του 18ου έτους της ηλικίας των τέκνων αυτών, εφόσον τα τέκνα φορολογικήν υποχρέωσιν.
Το εκπιπτόμενον δι` αμφοτέρους τους συζύγους και τα τέκνα αυτών ποσόν των ασφαλίστρων, δεν δύναται να υπερβαίνη ποσοστόν δέκα επί τοις εκατόν (10%) του δηλουμένου εισοδήματος καί εν πάση περιπτώσει τας τριάκοντα πέντε χιλιάδας (35.000) δραχμάς ετησίως”.

4. Εις την παράγραφον 4 του άρθρου 8 του Ν. 3323/1955, ως τούτο ίσχύει, προστίθεται περίπτωσις η έχουσα ως ακολούθως: “η) Η καταβαλλομένη δαπάνη δια την αγοράν και εγκατάστασιν ηλιακού θερμοσίφωνος. Το ποσόν της δαπάνης ταύτης δεν δύναται να υπερβαίνη ποσοστόν δέκα επί τοις εκατόν (10%) του δηλουμένου εισοδήματος και ινα πάση περιπτώσει τας τριάκοντα χιλιάδας (30.000) δραχμάς ετησίως.
Δι αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών καθορίζονται τα δικαιολογητικά, τα οποία απαιτούνται δια την αναγνώρισιν της εκπτώσεως τής, κατά την παρούσαν περίπτωσιν, δαπάνης”.

5. Η ισχύς των διατάξεων των παραγράφων 1 και 4 του παρόντος άρθρου άρχεται από του οικονομικόν έτους 1979.

Άρθρον 5
Μείωσις του φόρου δια τον φορολογούμενον και τα συνοικούντα καί βαρύνοντα τούτον πρόσωπα.

1. Εις το τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, προστίθενται εδάφια έχοντα ως ακολούθως:
“Το ποσόν του φόρου το προκύπτον βάσει της φορολογικής κλίμακος δια τον φορολογούμενον, μειούται κατά το ποσόν των δραχμών χιλίων πεντακοσίων (1.500) διά τον ίδιον και δραχμών χιλίων πεντακοσίων (1.500) διά την σύζυγον, χιλίων πεντακοσίων (1.500) δι έκαστον των δύο πρώτων τέκνων, δύο χιλιάδων (2.000) διά το τρίτον τέκνον, δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) δι έκαστον πέραν του τρίτου τέκνον, χιλίων (1.000) δι` έκαστον των λοιπών προσώπων, εφ` όσον τα πρόσωπα ταύτα βαρύνουν τον φορολογούμενον, κατά τας διατάξεις του άρθρου 8 του παρόντος.
Εάν βάσει της φορολογικής κλίμακος δεν προκύπτη δια τον φορολογούμενον ποσόν φόρου ή τούτο είναι κατώτερον του συνολικού ποσού των κατά τα ανωτέρω μειώσεων, ολόκληρον το ποσόν των μειώσεων ή η προκύπτουσα διαφορά μειώνει το διά την σύζυγον προκύπτον βάσει της φορολογικής κλίμακος ποσόν φόρου.
Εάν το συνολικόν ποσόν των ανωτέρω μειώσεων είναι μεγαλύτερον του φόρου, ο οποίος προκύπτει βάσει της φορολογικής κλίμακος δια τον φορολογούμενον και την σύζυγον, η διαφορά δεν επιστρέφεται ουδέ συμψηφίζεται. Οι εν τη αλλοδαπή κατοικούντες και αποκομίζοντες εισόδημα εκ πηγής κειμένης εν Ελλάδι δεν δικαιούνται των ανωτέρω μειώσεων”.

2. Τα εις τας παραγράφους 2 καί 3 του άρθρου 8 τον Ν.Δ. 3323/1955 οριζόμενα αφορολόγητα ποσά, δια την σύζυγον, τους ανιόντας και τας αγάμους αδελφάς αυτής, εκπίπτονται εξ ολοκλήρου εκ του εισοδήματος ταύτης, εφ` όσον τούτο ήθελε ζητηθή δια της δηλώσεως φορολογίας εισοδήματος. Εάν το εισόδημα της συζύγου είναι κατώτερον του αθροίσματος των αφορολογήτων αυτών ποσών, η προκύπτουσα διαφορά εκπίπτεται εκ του εισοδήματος του συζύγου.
Ωσαύτως η εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου οριζομένη μείωσις του φόρου δια τήν σύζυγον, τους ανιόντας και τας αγάμους αδελφάς αυτής, ενεργείται εξ ολοκλήρου εκ του φόρου του προκύπτοντος βάσει της φορολογικής κλίμακος δια την σύζυγον, εφ` όσον τα αφορολόγητα ποσά ήθελον εκπεσθή εκ του εισοδήμασος ταύτης, κατά τα οριζόμενα εις την παρούσαν παράγραφον. Εάν δια την σύζυγον δεν προκύπτη φόρον ή το συνολικόν ποσόν των μειώσεων ή η προκύπτουσα διαφορά μειώνει το δια τον σύζυγον προκύπτον βάσει της φορολογικής κλίμακος ποσόν φόρου.

3. Η ισχύς των διατάξεων της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου άρχεται από του οικονομικού έτους. 1979.

Άρθρον 6
Καταβολή φόρου.

1. Εις το τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 10 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, προστίθεται εδάφιον έχον ως ακολούθως: ” Εαν το βάσει της αρχικής δηλώσεως προύπτον συνολικόν ποσόν οφειλής είναι μέχρι δυο χιλιάδων (2.000) δραχμών, δύναται να καταβάλλεται μέχρι τέλους Δεκμβρίου του οικείου οικονομικού έτους”.

2. Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος άρθρου άρχεται από τού οικονομικού έτους 1979.

Άρθρον 7
Φορολογητέον εισόδημα δι υποβολήν δηλώσεως, προθεσμία υποβολής και αρμόδιος Οικονομικός `Εφορος δια την παραλαβήν της.

1. Το πρώτον εδάφιον της παραγράφου 1 τού άρθρου 11 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“1. Παν φυσικόν πρόσωπον, υποκείμενον εις φόρον κατά τας διατάξεις του παρόντος, υποχρεούται εις υποβολήν δηλώσεως, εφ` όσον μετά τας νομίμους μειώσεις και εκπτώσεις απομένει φορολογητέον εισόδημα αυτού και της συζύγου του εν συνόλω άνω των εξήκοντα χιλιάδων (60.000) δραχμών”,

2. Η παράγραφος 1 του άρθρου 12 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“1. Η δήλωσις υποβάλλεται αυτοπροσώπως υπό του υποχρέου ή παρά του υπ` αυτού εξουσιοδοτημένου ” ή ταχυδρομείται επί αποδείξει εις τον κατά το άρθρον 13 αρμόδιον Οικονομικόν `Εφορον μέχρι της 25ης Φεβρουαρίου του οικείου οικονομικού έτους.
Κατ` εξαίρεσιν, η δήλωσις υποβάλλεται μέχρι τής 10ης Απριλίου του οικείου οικονομικού έτους, οσάκις εις τα εισοδήματα του φορολογουμένου περιλαμβάνονται:
α) τα κέρδη εξ εμπορικών εν γένει επιχειρήσεων ή γεωργικών εκμεταλλεύσεων τηρουσών βιβλία τρίτης ή τετάρτης κατηγορίας του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων και έφ` όσον η διαχειριστική περίοδος τούτων λήγει εντός των μηνών Νοεμβρίου ή Δεκεμβρίου ή
β) εισόδημα εξ αλλοδαπής ή
γ) εισόδημα εξ αμοιβών ως αξιωματικού εμπορικών πλοίων.
Δι` αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών, δημοσιευμένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, δύναται η εφαρμογή της παρούσης διατάξεως να επεκτείνεται και επί ωρισμένων κατηγοριών υποχρέων, ο προσδιορισμός του εισοδήματος των οποίων εξαρτάται, κατά κύριον λόγον εκ της εκκαθαρίσεως δοσοληπτικών λογαριασμών μεταξύ αυτών και επιχειρήσεων τηρουσών βιβλία τετάρτης κατηγορίας εις τα οποία εμφανίζονται οι λογαριασμοί ούτοι.
Εις την περίπτωσιν γ` της παραγράφου 3 του άρθρου 11, ή προς υποβολήν της δηλώσεως προθέσμια παρατείνεται επί εξ μήνας από του θανάτου του υποχρέου, εφ` όσον η λήξις αυτής συμπίπτει προ της παρελεύσεως εξ μηνών από του θανάτου.
Μετά την παρέλευσιν της προθεσμίας των προηγουμένων εδαφίων και εν πάση περιπτώσει προ της κοινοποιήσεως υπό του Οικονομικού Εφόρου του κατά το άρθρον 51 φύλλου ελέγχου, επιτρέπεται η επίδοσις αρχικής ή συμπληρωματικής δηλώσεως. Εις την περίπτωσιν ταύτην επιβάλλεται και πρόσθετος φόρος, κατά τα εν άρθρο 67 οριζόμενα”.

3. Αι παράγραφοι 2 καί 3 του άρθρου 14 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ώς ακολούθως, προστιθεμένης και παραγράφου 4.
“2. Εν περιπτώσει μη υποβολής της κατά την προηγουμένην παράγραφον δηλώσεως, εγκύρως επιλαμβάνεται της επιβολής του φόρου ο προ της μεταβολής αρμόδιος Οικονομικός `Εφορος.
3. Η υποχρέωσις υποβολής της κατά την παράγραφον 1 δηλώσεως υφίσταται και εις πάσαν περίπτωσιν αλλαγής της κατοικίας ή της διευθύνσεως, της διαμονής ή της έδρας της κυρίας επιχειρήσεως ή επαγγέλματος του υποχρέου, εντός της κατά τόπον αρμοδιότητος του αυτού Οικονομικού Εφόρου, εις πόλεις ένθα εδρεύουν δύο ή πλείονες Οικονομικαί Εφορίαι.

4. Η παράλειψις υποβολής της καταά τας παραγράφους 1 και 3 δηλώσεως, ως και η ύποβολή ανακριβούς τοιαύτης, συνεπάγεται τήν επιβολήν εις βάρος του υποχρέου των ποινών των άρθρων 73 και 74”.

Άρθρον 8
Χρόνος κτήσεως εισοδήματος εξ εμπορικών επιχειρήσεων και χρόνος καθ` όν κλείεται ο ισολογισμός τούτων.

1. Το πρώτον εδάφιον και η περίπτωσις α` της παραγράφου 4 του άρθρου 31 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίστανται ως ακολούθως: “4. Τα κατά το παρόν άρθρον εισοδήματα και κέρδη των επιχειρήσεων των λειτουργουσών υπό μορφήν ομορρύθμου, ετερορρύθμου και περιωρισμένης ευθύνης εταιρίας, κοινοπραξίας, ως και συνεταιρισμών, θεωρούνται κτηθέντα:
α) Επί ομορρύθμου και ετερορρύθμου εταιρίας ως και επί εταιρίας περιωρισμένης ευθύνης ή κοινοπραξίας υπό εκάστου εταίρου ή μέλους της κοινοπραξίας κατά περίπτωσιν, δια το αναλογούν ποσοστόν κερδών εκ της συμμετοχής του εις την εταιρίαν ή κοινοπραξίαν. Ως χρόνος κτήσεως, επί επιχειρήσεων τηρουσών βιβλία τρίτης ή τετάρτης κατηγορίας του Κώδικος φορολογικών Στοιχείων, θεωρείται η ημέρα καθ` ήν εκλείσθη η διαχείρισις, προκειμένου δε περί εταιρίας περιωρισμένης ευθύνης η ημέρα καθ` ήν ενεκρίθη ο ισολογισμός υπό της συνελεύσεως των εταίρων. Εν περιπτώσει μη εγκρίσεως του ισολογισμού της εταιρίας Περιωρισμένης ευθύνης εντός τριμήνου από της λήξεως της διαχειριστικής περιόδου το εισόδημα λογίζεται κτώμενον υπό των εχόντων την ιδιότητα του ετέρου κατά την τελευταίαν ημέραν του τριμήνου τούτου. Εν περιπτώσει λύσεως, σνγχωνεύσεως ή μετατροπής της εταιρίας περιωρισμένης ευθύνης, τό εισόδημα λογίζεται κτώμενον υπό των εχόντων την ιδιότητα του εταίρου κατά την ημέραν της λύσεως, συγχωνεύσεως ή μετατροπής, κατά περίπτωσιν. Εάν η λύσις, συγχώνευσις ή μετατροπή της εταιρίας περιωρισμένης ευθύνης λαμβάνη χώραν προ της παρόδου τριμήνου από της λήξεως της προηγουμένης διαχειριστικής περιόδου και εφ` όσον ο ισολογισμός αυτής δεν έχει εγκριθή υπό της συνελεύσεως των εταίρων, το εισόδημα και των δύο διαχειριστιχών περιόδων λογίζεται κτώμενον υπό των εχόντων την ιδιότητα του εταίρου κατά την ημέραν της λύσεως, συγχωνεύσεως ή μετατροπής της εταιρίας”.

2. Το πρώτον εδάφιον της παραγράφου 4 του άρθρου 33 του Ν.Δ. 3323/1955 ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“4. Αι εμπορικαί, βιομηχανικαί και λοιπαί επιχειρήσεις αι τηρούσαι βιβλία τρίτης ή τετάρτης κατηγορίας του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων, υποχρεούνται όπως κλείουν διαχείρισιν την 30ήν Ιουνίου ή την 31ην Δεκεμβρίου εκάστου έτους”.

3. Το πρώτον εδάφιον της παραγράφου 5 του άρθρου 33 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“5. Επιτρέπεται η μετάθεσις του χρόνου λήξεως της διαχειριστικής περιόδου, διαφυλαττομένων των οριζομένων εν παραγράφοις 2 και 4 του παρόντος, εφ` όσον αποχρώντες λόγοι, αναγόμενοι εις ουσιώδη μεταβολήν του αντικειμένου των εργασιών της επιχειρήσεως της τηρούσης βιβλία τρίτης ή τετάρτης κατηγορίας του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων, επιβάλλουν τούτο”.

Άρθρον 9
Προσδιορισμός του καθαρού κέρδους των επιχειρήσεων.
Η παράγραφος 1 του άρθρου 33α τον Ν.Δ. 3323/ 1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“1. Ο προσδιορισμός του καθαρού κέρδους των εμπορικών επιχειρήσεων ενεργείται κατά τας επομένας διακρίσις:
α) Επί τηρουσών επαρκή και ακριβή βιβλία και στοιχεία τρίτης ή τετάρτης κατηγορίας του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων το καθαρόν κέρδος εξευρίσκεται λογιστικώς επί τη βάσει των δεδομένων των βιβλίων καί στοιχείων τούτων δι` εκπτώσεως εκ των ακαθαρίστων εσόδων των εν άρθρω 35 αναφερομένων εξόδων.
β) Επί τηρουσών επαρκή και ακριβή βιβλία και στοιχεία δευτέρας Κατηγορίας του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων, έφ` όσον αύται παρέχουν αποκλειστικώς υπηρεσίας και στερούνται αξιολόγων αποθεμάτων κατά την λήξιν της διαχειριστικής περιόδου, το καθαρόν κέρδος εξευρίσκεται δι` εκπτώσεως εκ των ακαθαρίστων εσόδων των εν άρθρω 35 αναφερομένων εξόδων.
γ) Επί των λοιπών επιχειρήσεων των τηρουσών βιβλία και στοιχεία πρώτης ή δευτέρας κατηγορίας του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων, ως και επί των επιχειρήσεων αίτινες δεν τηρούν βιβλία και στοιχεία ή τηρούν τοιαύτα κατωτέρας της προσηκούσης κατηγορίας ή τηρούν ανακριβή ή ανεπαρκή βιβλία και στοιχεία και εφ` όσον εις την τελευταίαν ταύτην περίπτωσιν η ανεπάρκεια καθιστά αδύνατον την διενέργειαν των ελεγκτικών καθιστά αδύνατον την διενέργειαν των ελεγκτικών επαληθεύσεων, το καθαρόν κέδρος προσδιορίζεται εξωλογιστικώς κατά τα εν άρθρω 36 οριζόμενα.

Άρθρον 10
Ακαθάριστον εισόδημα.
Το άρθρον 34 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
Άρθρον 34.
Ακαθάριστον εισόδημα.
1. Ως ακαθάριστον εισόδημα επί εμπορικών επιχειρήσεων λαμβάνεται το σύνολον των ακαθαρίστων εσόδων εκ των πάσης φύσεως εμπορικών συναλλαγών αυτών.
2. Ο προσδιορισμός των ακαθαρίστων εσόδων των εμπορικών επιχειρήσεων ενεργείται ως ακολούθως:
α) Επί τηρουσών επαρκή και ακριβή βιβλία και στοιχεία δευτέρας ή τρίτης ή τετάρτης κατηγορίας τον Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων, τα ακαθάριστα έσοδα εξευρίσκονται βάσει των δεδομένων των βιβλίων και στοιχείων τούτων.
β) Επί τηρουσών ακριβή βιβλία και στοιχεία πρώτης κατηγορίας του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων, τα ακαθάριστα έσοδα εξευρίσκονται διά προσθήκης εις το συνολικόν κόστος των εντός της χρήσεως αγορασθέντων εμπορευσίμων αγαθών ή παραχθέντων βάσει των αγορασθεισών πρώτων και βοηθητικών υλών ετοίμων προϊόντων, του μικτού εμπορικού ή βιομηχανικού, κατά περίπτωσιν, κέδρους καθοριζομένου δια συγκρίσεως της πραγματικής τιμής κτήσεως και της τιμής πωλήσεως των υπό της επιχειρήσεως διατεθέντων αγαθών.
Εν ανυπαρξία τοιούτων στοιχείων της κρινομένης επιχειρήσεως λαμβάνεται υπ` όψιν ο συντελεστής μικτού κέρδους ετέρων ομοειδών επιχειρήσεων.
Εν τη εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως της περιπτώσεως β`, θεωρούνται ως πωληθέντα εντός της χρήσεως άπαντα τα εντός ταύτης αγορασθέντα αγαθά ή παραχθέντα έτοιμα προϊόντα, αδιαφόρως εάν η διαθέσις τούτων γίνεται χονδρικώς ή λιανικώς.
Επί επιχειρήσεων το πρώτον αρχομένων των εργασιών των εκ των αγορασθέντων εμπορευσίμων αγαθών θεωρούνται πωληθέντα εντός του πρώτου έτους. Εν περιπτώσει αλλαγής της κατηγορίας των υπό της επιχειρήσεως τηρουμένων βιβλίων και στοιχείων:
αα) εκ της πρώτης κατηγορίας εις την δευτέραν τοιαύτην, τα ακαθάριστα έσοδα κατά την διαχειριστικήν περίοδον καθ` ήν ετηρήθησαν το πρώτον βιβλία δευτέρας κατηγορίας, δεν δύνανται να υπερβούν τα ακαθάριστα έσοδα τα οποία εξευρίσκονται επί τη βάσει των εντός της περιόδου ταύτης αγορασθέντων εμπορευσίμων αγαθών ή παραχθέντων ετοίμων προϊόντων.
ββ) εκ της πρώτης κατηγορίας εις την τρίτην ή τέταρτην τοιαύτην, τα ακαθάριστα έσοδα κατά την τελευταίαν πρό της αλλαγής της κατηγορίας των βιβλίων διαχειριστικήν περίοδον, εξευρίσκονται επί τη βάσει των αγορασθέντων κατά τήν περίοδον ταντην εμπορευσίμων αγαθών ή παραχθέντων ετοίμων προϊόντων, μειωμένων κατά την αξίαν τούτων, την εμφανιζομένην εις την απογραφήν ενάρξεως της διαχειριστικής περιόδου καθ` ήν εγένετο η αλλαγή της κατηγορίας των βιβλίων,
γγ) εκ της δευτέρας κατηγορίας εις την πρώτην τοιαύτην, τα ακαθάριστα έσοδα κατά την διαχειριστικήν περίοδον καθ` ήν ετηρήθησαν το πρώτον βιβλία πρώτης κατηγορίας, εξευρίσκονται επί τη βάσει των αγορασθέντων κατά την περίοδον ταύτην εμπορευσίμων αγαθών ή παραχθέντων ετοίμων προϊόντων, προσηυξημένων κατά την αξίαν των αποδεδειγμένως μη διατεθέντων εμπορευσίμων αγαθών ή παραχθέντων ετοίμων προϊόντων κατά τας διαχειριστικάς περιόδους κατά τας οποίας ετηρήθησαν βιβλία δευτέρας κατηγορίας,
δδ) εκ της τρίτης ή τετάρτης κατηγορίας εις την πρώτην τοιαύτην, τα ακαθάριστα έσοδα κατά την διαχειριστικήν περίοδον καθ` ήν ετηρήθησαν το πρώτον βιβλία πρώτης κατηγορίας, εξευρίσκονται επί τη βάσει των αγορασθέντων κατά την περίοδον ταύτην εμπόρευσμων αγαθών ή ετοίμων προϊόντων, προσηυξημένων κατά την αξίαν των εμφανιζομένων εις την τελευταίαν απογραφήν λήξεως εμπορευσίμων αγαθών ή πραχθέντων ετοίμων προϊόντων.
γ) Επί μή τηρουσών βιβλία και στοιχεία τού Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων ή τηρουσών τοιαύτα ανεπαρκή ή ανακριβή ή κατωτέρας της προσηκούσης κατηγορίας, τα ακαθάριστα έσοδα προσδιορίζονται εξωλογιστικώς επί τη βάσει των υπό τού Οικονομικού Εφόρου διατιθεμένων στοιχείων και πληροφοριών περι της εκτάσεως της συναλλακτικής δράσεως της επιχειρήσεως και των εν γένει συνθηκών λειτουργίας αυτής. Δια τον τοιούτον προσδιορισμόν λαμβάνονται ιδία υπ` όψιν αί υπό της επιχειρήσεως εμφανιζόμεναι αγοραί και πωλήσεις, το εμφανιζόμενον μικτόν κέρδος, ως και το πραγματοποιούμενον τοιούτον παρ` ετέρων ομοειδών επιχειρήσεων εργαζομένων υπό παρομοίας συνθήκας, το απασχολούμενον προσωπικόν, το ύψος των επενδεδυμένων κεφαλαίων ως και των ιδίων κεφαλαίων κινήσεως, το ποσόν των δανείων και πιστώσεων, το ποσόν των εξόδων παραγωγής και διαθέσεως των εμπορευμάτων, των εξόδων διαχειρίσεως και πάσης έν γένει επαγγελματικής δαπάνης.
3. Επί των περιπτώσεων β` και γ` της προηγουμένης παραγράφου η κρίσις του Οικονομικού Εφόρου, δια τον προσδιορισμόν των ακαθαρίστων εσόδων, δέον να μη αφίσταται των δεδομένων της κοινής πείρας”. Εκπτωσις ποσοτού επί ακαθαρίστων εσόδων επιχειρήσεων εκδόσεως εφημερίδων. `Εκπτωσις ποσού δωρεών εκ των ακαθαρίστων εσόδων των επιχειρήσεων, ως και μεταφορά ζημίας εξαγωγικής επιχειρήσεως.

Άρθρον 11

1. Τα πέμπτον και έκτον εδάφια της περιπτώσεως α` της παραγράφου 1 του άρθρου 35 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Το εκπιπτόμενον ποσόν ορίζεται εις τέσσαρα επί τοις εκατόν (4%) επί του συνόλου των ετησίων ακαθαρίστων εσόδων των επιχειρήσεων τούτων.
Ωσαύτως ως γενικά έξοδα διαχειρίσεως λογίζονται και τα καταβαλλόμενα λόγω δωρεάς ποσά εις το Δημόσιον, τους Δήμους, τας Κοινότητας του Κράτους, τους Ιερούς Ναούς νομικα πρόσωπα, τα επιδιώκοντα φιλανθρωπικούς, θρησκευτικούς εθνωφελείς, κοινωφελείς και εκπαιδευτικούς σκοπούς, ως και εις τα ανεγνωρισμένα αθλητικά Σωματεία”.

2. Το τρίτον εδάφιον της παραγράφου 4 του άρθρου 35 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Η ζημία αύτη δύναται να μεταφέρηται προς συμψηφισμόν προς τα κέρδη του εξαγωγικού κλάδου της επιχειρήσεως κατά τας πέντε (5) επομένας συνεχείς χρήσεις, υπό την προϋπόθεσιν ότι και κατά τας χρήσεις ταύτας η επιχείρησις τηρεί επαρκή και ακριβή βιβλία τρίτης ή τέταρτης κατηγορίας του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων”.

3. Η ισχύς των διατάξεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου άρχεται από του οικονομικού έτους 1979.

Άρθρον 12
Παρακράτησις φόρου επί ημερομισθίων και επί αμοιβών καταβαλλομένων εις ελευθέρους επαγγελματίας.

1. Εις το τέλος της περιπτώσεως ε` της παραγρ. 3 του άρθρου 40 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, προστίθεται εδάφιον έχον ως ακολούθως:
“Αι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρούσης περιπτώσεις εφαρμόζονται αναλόγως και επί των κυρίων αποδοχών των μη εχόντων την ιδιότητα του μονίμου υπαλλήλου φωτοειδησεογράφων και εικονοληπτών επικαίρων τηλεοράσεως των εγγεγραμμένων εις τον Σωματείον Εικονοληπτών Τηλεοράσεως Ε.Ρ.Τ. και διεπομένων υπό των περί δημοσιογραφικού επαγγέλματος διατάξεων”.

2. Αι διατάξεις της παραγρ. 1 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επί αποδοχών κτωμένων από 1ης Ιανουρίου 1978 και εφεξής.

3. Η παράγραφος 3 του άρθρου 42 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“3. Ειδικώς, προκειμένου περί των εν τω εξωτερικώ υπηρετούντων υπαλλήλων του Υπουργείου Εξωτερικών και των λοιπών Δημοσίων Πολιτικών Υπηρεσιών, ως και των στρατιωτικών, των υπαλλήλων του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού, των υπαλλήλων της Μονίμου Ελληνικής Αντιπροσωπείας παρά ταις Ευρωπαϊκάς Κοινότητι και των υπαλλήλων του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών των υπηρετούντων εις το εν Βρυξέλλαις Αντιπροσωπευτικόν Γραφείον των Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων της Ελλάδος, ως καθαρόν εισόδημα εκ μισθωτων υπηρεσιών λαμβάνεται ποσόν ίσον προς το καθαρόν ποσόν των αποδοχών, τας οποίας ούτοι θα ελάμβανον, εάν υπηρετούν εις το εσωτερικόν”.

4. Η ισχύς των διατάξεων της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου άρχεται από του οικονομικού έτους 1979.

5 Η περίπτωσις β` της παραγράφου 1 του άρθρου 43 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“β) επί των επί ημερομισθίω αμειβομένων βάσει συντελεστού οριζομένον εις εν επί τοις εκατόν (1%) δια τα ημερομίσθια από εξακοσίας (600) δραχμάς και μέχρις επτακοσίων (700) δραχμών τοιαύτα εις δυο επί τοις εκατόν (2%) δια τα ημερομίσθια από επτακοσίας μιαν (701) δραχμάς και μέχρις οκτακοσίων (800) δραχμών τοιαύτα, εις τρια επί τοις εκατόν (3%) δια τα ημερομίσθια από οκτακοσίας μιαν (801) δραχμάς και μέχρις εννεακοσίων (900) δραχμών τοιαύτα, εις τέσσαρα επί τοις εκατόν (4%), δια τα ημερομίσθια από εννεακοσίας μιαν (901) δραχμάς και μέχρι χιλίων (1000) δραχμών τοιαύτα, εις εξ επί τοις εκατόν (6%) δια τα ημερομίσθια από χιλίας μιαν (1001) δραχμάς και μέχρι χιλίων διακοσίων (1.200) δραχμών και εις οκτώ επί τοις εκατόν (8%) δια τα ημερομίσθια από χιλίας διακοσίας μιαν (1.201) δραχμάς και άνω”.

6. Αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται επί ημερομισθίων καταβαλλομένων από 1ης Ιανουαρίου 1978 και εφεξής.

7. Αι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 48 τον 1Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίστανται ως ακολούθως:
“2. Δημόσιαι υπηρεσίαι, οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως και λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οργανισμοί κοινής ωφελείας, κοινωφελή Ιδρύματα πάσης φύσεως, δημόσιοι επιχειρήσεις, τράπεζαι και πιστωτικά ιδρύματα ή πιστωτικοί οργανισμοί, συνεταιρισμοί και ενώσεις αυτών, επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, ως και επιχειρήσεις τηρούσαι βιβλία τετάρτης κατηγορίας του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων, καταβάλλουσαι πάσης φύσεως αμοιβάς εις ελευθέρους επαγγελματίας, πραγματογνώμονας, διαιτητάς, εκκαθαριστάς εν γένει, ελεγκτάς ανωνύμων εταιρειών, εκτελεστάς διαθηκών, εκκαθαριστάς κληρονομιών και κηδεμόνας σχολαζούσης κληρονομίας, συγγραφείς καί μουσουργούς εκ συγγραφικών εν γένει δικαιωμάτων, αντιπροσώπους επαγγελματικών οργανώσεων και ιδιώτας δια την συμμετοχήν των εις πάσης φύσεως επιτροπάς ή συμβούλια, υποχρεούνται εις παρακράτησιν του κατά την προηγουμένην παράγραφον ποσοστού φόρου επί του ποσού της καταβαλλομένης ακαθαρίστου αμοιβής, εφ` όσον αύτη υπερβαίνει το ποσόν των χιλίων (1.000) δραχμών.
3. Ο κατά τα ανωτέρω παρακρατούμενος φόρος εισοδήματος 8% αποδίδεται εις το αρμόδιον Δημόσιον Ταμείον εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου των μηνών Απριλίου, Ιουλίου, Οκτωβρίου και Ιανουαρίου εκάστου έτους, δια δηλώσεως περιλαμβανούσης τα εντός του αμέσως προηγουμένου ημερολογιακού τριμήνου παρακρατηθέντα ποσά φόρου.
Το Δημόσιον Ταμείον υποχρεούται, όπως μετά την υπ` αυτού βεβαίωσιν του αποδοθέντος φόρου αποστείλη εις τον αρμόδιον Οικονομικόν `Εφορον την επιδοθείσαν αυτώ δήλωσιν, επί της οποίας θα αναγράφεται ο αριθμός και η ημερομηνία του εκδοθέντος σχετικού τριπλοτύπου και το εισπραχθέν ποσόν.
Προκειμένου περί εκπροθέσμου δηλώσεως, αύτη, προ της αποδόσεως του φόρου θα θεωρήται υπό του αρμοδίου Οικονομικού Εφόρου, όστις και υπολογίζει τον πρόσθετον φόρον. Αι δηλώσεις περιλαμβάνουν το ονοματεπώνυμον, το επάγγελμα, την επαγγελματικήν διεύθυνσιν εκάστου δικαιούχου, το ποσόν της αμοιβής του, το συνολικόν ποσόν των καταβληθεισών αμοιβών και τον αναλογούντα επ` αυτού φόρον”.

Άρθρον 13
Μη έκδοσις φύλλου ελέγχου.
Το τρίτον εδάφιον της παραγράφου 1 του άρθρου 51 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Παραφυλαττομένων των διατάξεων του προηγουμένου εδαφίου, δεν εκδίδεται φύλλον ελέγχου οσάκις το φορολογητέον εισόδημα του δηλούντος και της συζύγου του, αθροιστικώς λαμβανόμενον, δεν υπερβαίνη τας εξήκοντα χιλιάδας (60.000) δραχμάς.

Άρθρον 14
Βεβαίωσις φόρου.

1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 59 του Ν.Δ. 3323/ 1955, ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“2. Εάν το προς βεβαίωσιν τελικώς οφειλόμενον ποσόν δεν υπερβαίνη τας διακοσίας (200) δραχμάς, αμελείται υπέρ του φορολογουμένου, μη ενεργουμένης της βεβαιώσεως αυτού”.

2. εις το τέλος της παραγράφου 4 του άρθρου 59 του Ν.Δ. 3323/1955, ως τούτο ισχύει, προστίθεται εδάφιον έχον ως ακολούθως: “Φόρος βεβαιούμενος εντός του οικείου οικονομικού έτους ή εις χρόνον μεταγενέστερον της λήξεως αυτού βάσει αρχικής ή συμπληρωματικής δηλώσεως υποβαλλομένης κατά τας διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 47 του παρόντος, καταβάλλεται εις εξ ((7) μηνιαίας δόσεις της πρώτης καταβαλλομένης εντός του επομένου από της βεβαιώσεως μηνός”.

Άρθρον 15
Προϋποθέσεις απαλλαγής υποχρεώσεως παρακρατήσεως φόρου και υποβολής δηλώσεως.

1. Εις το τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Β. Δ/τος 284/1970 “περί τρόπου παρακρατήσεως του φόρου επί του εισοδήματος εκ μισθωτών υπηρεσιών”, ως τούτο ισχύει, προστίθενται εδάφια έχοντα ως ακολούθως:
“Δεν ενεργείται παρακράτησις φόρου εις την περίπτωσιν κατά την οποίαν το ετήσιον φορολογητέον εισόδημα εκ μισθωτών υπηρεσιών του μισθωτού δεν υπερβαίνει τας εξήκοντα χιλιάδας (60.000) δραχμάς, εφ` όσον ούτος δεν κτάται εισοδήματα εξ ετέρων πηγών και η σύζυγός του ουδέν εισόδημα κτάταί. Πρός τούτο, καθ` έκαστον έτος ύποβάλλεται πρός τον εργοδότην υπεύθυνος δήλωσις του μισθωτού ότι ούτος δεν κτάται εισοδήματα έξ ετέρων πηγών, ή δέ σύζυγός του ουδέν εισόδημα κτάται. Είς περίπτωσιν αποκτήσεως εισοδημάτων εξ ετέρων πηγών υπό του μισθωτού ή της συζύγου του εξ οιασδήποτε πηγής κατά την διάρκειαν του έτους, υποβάλλεται σχετική δήλωσις τούτου προς τον εργοδότην, ο οποίος υποχρεούται να παρακρατήση τον οφειλόμενον φόρον βάσει των ισχυουσών διατάξεων.
Επί υποβολής ανακριβούς δηλώσεως υπό του μισθωτού, επιβάλλονται εις βάρος τούτου αι κυρώσεις αι προβλεπόμεναι υπό των διατάξεων του άρθρου 73 του Ν.Δ. 3323/1955″.

2. Το άρθρον 3 του Β.Δ. 284/1970, ως τούτο ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
Άρθρον 3.
Παν πρόσωπον, το οποίον κτάται εισόδημα μόνον εκ μισθωτών υπηρεσιών απαλλάσσεται της υποχρεώσεως προς υποβολήν της κατά το άρθρον 11 του Ν.Δ. 3323/1955 δηλώσεως, εφ όσον το ετήσιον καθαρόν εισόδημα αυτού δεν υπερβαίνει το ποσόν των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) δραχμών, δια δε τον επί του εισοδήματος τούτον αναλογούντα φόρον, υπολογιζόμενον κατά την διάταξιν της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του Ν.Δ. 3323/1955, υφίσταται υποχρέωσις εξ ολοκλήρου παρακρατήσεως κατά την καταβολήν των αποδοχών ή συντάξεων. Εις την περίπτωσιν ταύτην, δεν εφαρμόζονται αι διατάξεις των περιπτώσεων α` και β` της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του Ν.Δ. 3323/1955”. 3. Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται από του οικονομικού έτους 1979.

Άρθρον 16
Καθορισμός κατηγορίας τηρουμένων βιβλίων
`Οπου εις την παράγραφον 1 του άρθρου Ι9 τον Ν. 12/1975 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών συναφών διατάξεων”, ως ούτος ισχύει, αναφέρονται βιβλία δευτέρας κατηγορίας του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων, νοούνται τα τοιαύτα τετάρτης κατηγορίας.

Άρθρον 17
Εξεύρεσις ακαθαρίστων εσόδων οικοδομικών επιχειρήσεων επί πωλήσεως ακινήτων μέχρι 31.12.1979 εις εκτέλεσιν προσυμφώνου συνταγέντος μέχρι 31.12.1976.

1. Εις περίπτωσιν συντάξεως οριστικού συμβολαίον πωλήσεως ακινήτων μέχρι τέλους του έτους 1979, εις εκτέλεσιν συμβολαιογραφικού προσυμφώνον συνταγέντος μέχρι τέλους του έτους 1976, υπό επιχειρήσεων ασχολουμένων εις την πώλησιν ανεγειρομένων οικοδομών, δια τον προσδιορισμόν των κατά την παράγραφον 1 του άρθρου 36α του Ν.Δ. 3323/1955 καθαρών κερδών, ως ακαθάριστα έσοδα λαμβάνονται τα εις τα συμβολαιογραφικά προσύμφωνα πωλήσεως άναγραφόμενα τμήματα, ως ταύτα τυχόν έχουν αναπροσαρμοσθή διά μεταγενεστέρων προσυμφώνων, προσαυξανόμενα κατά ποσοστόν δώδεκα επί τοις εκατόν (12%) δι έκαστον έτος από του χρόνου υπογραφής του αρχικού συμβολαιογραφικού προσυμφώνου μέχρι του χρόνου της υπογραφής του οριστικού συμβολαίου.
Δια τον υπολογισμόν των κατά τα ανωτέρω ετών, τμήμα του έτους λογίζεται ως ολόκληρον τοιούτον.

2. Τα ακαθάριστα έσοδα, τα προκύπτοντα κατ` εφαρμογήν των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου κατανέμονται, δια τον προσδιορισμόν των κατά την παράγραφον 1 του άρθρου 36α του Ν.Δ. 3323/1955 καθαρών κερδών, ανά πεντήκοντα επί τοις εκατόν (50%) εις το έτος συντάξεως του οριστικού συμβολαίου και εις το επόμενον τούτου έτος.

Άρθρον 18
Κατάργησις διατάξεων.

1. Η διάταξις της παραγράφου 6 του άρθρου 3 του Νόμου 588/1977 “περί οργανώσεως των Αστικών Συγκοινωνιών Πρωτευούσης και άλλων τινών διατάξεων” καταργείται αφ` ής ίσχυσε.

2. Αι διατάξεις του άρθρου 83 του Ν. 542/1977 “περί τροποποιήσεως, αντικαταστάσεως και συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών διατάξεων” καταργούνται αφ` ής ίσχυσαν.

Άρθρον 19
Δαπάναι επιβατικών αυτοκινήτων.

1. Το άρθρον 7 της από 18.5.1977 Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου του Προέδρου της Δημοκρατίας “περί λήψεως μέτρων αποσκοπούντων εις την περιστολήν της πολυτελούς καταναλώσεως” της κυρωθείσης δια του Ν. 625/1977 “περί κυρώσεως της από 18.5.1977 Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου του Προέδρου της Δημοκρατίας “περί λήψεως μέτρων αποσκοπούντων εις την περιστολήν της πολυτελούς καταναλώσεως και άλλων τινών διατάξεων” αντικαθίσταται ως ακολούθως:
Άρθρον 7.
Δαπάναι επιβατικών αυτοκινήτων.
1. Εκ των ακαθαρίστων εσόδων των επιχειρήσεων, προκειμένου υπολογισμού των καθαρών κερδών εις την φορολογίαν εισοδήματος Φυσικών και νομικών προσώπων, εκπίπτονται αι πάσης φύσεως δαπάναι συντηρήσεως, λειτουργίας, επισκευής καί κυκλοφορίας ως και αι αποσβέσεις των επιβατικών αυτοκινήτων αυτών, ιδιωτικής χρήσεως, κυλινδρισμού κινητήρος μέχρι και χιλίων εξακοσίων (1.600) κυβικών εκατοστών μέχρις ογδοήκοντα επί τοις εκατόν (80%) εφ` όσον χρησιμοποιούνται δια τας ανάγκας της επιχειρήσεως.
Εάν τα επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσεως είναι κυλινδρισμού κινητήρος άνω των χιλίων εξακοσίων (1.600) κυβικών εκατοστών, από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων και υπό τας αυτάς προϋποθέσεις εκπίπτεται ποσοστόν μέχρι τριάκοντα επί τοις εκατόν (30%) των ανωτέρω δαπανών. 2. Εκ των ακαθαρίστων εσόδων των ασκούντων ελευθέριον επάγγελμα, προκειμένου υπολογισμού του καθαρού εισοδήματος αυτών, εκπίπτεται δια δαπάνας επιβατίκων αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσεως, περί ων αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου, ποσόν μέχρι δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) δραχμών μηνιαίως, εφ` όσον χρησιμοποιούνται δια τας ανάγκας του ελευθέρου επαγγελματίου.
3. Αι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζονται επί επιχειρήσεων αι οποίαι απασχολούνται με την εκμίσθωσιν των αυτοκινήτων”.

2. Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται από 1 Ιανουαρίου 1978.

Άρθρον 20
Υποβολή δηλώσεως υπό αλλοδαπών Εταιρειών.
Εις το τέλος της περιπτώσεως α της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του Ν.Δ. 3843/1958, “περί Φορολογίας Εισοδήματος Νομικών προσώπων”, ως τούτο ισχυεί, προστίθεται εδάφιον έχον ως ακολούθως:
“Αι διατάξεις των τριών προηγουμένων εδαφίων εφαρμόζονται αναλόγως και επί αλλοδαπών εταιρειών ή οργανισμών, διατηρούντων έν Ελλάδι μόνιμον εγκατάστασιν κατά την έννοιαν του άρθρου 5 δια τα κτώμενα εισοδήματα από προσφερθείσας υπηρεσίας εν Ελλάδι, εφ` όσον αύται αφορούν είτε εις την κατάρτισιν μελετών ή σχεδίων είτε είς την διεξαγωγήν ερευνών εν γένει ή αι εργασίαι και υπηρεσίαι αύται τυγχάνουν τεχνικής, οικονομικής ή επιστημονικής εν γένει φύσεως”.

Άρθρον 21
Απαλλαγαί εκ της αναπροσαρμογής.

1. Αι διατάξεις των άρθρων 16 έως 29 του Ν. 542/ 1977 “περί τροποποιήσεως, αντικαταστάσεως και συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών διατάξεων” δέν εφαρμόζονται επί ανωνύμων εταιριών και εταιριών περιωρισμένης ευθύνης συσταθεισών βάσει των διατάξεων τονυ Α.Ν. 543/1968 “περί παροχής ειδικών απαλλαγών και εκπτώσεων εις ξενοδοχειακάς επιχειρήσεις”, ως ούτος ετροποποιήθη δια του Ν.Δ. 848/1971 και αι οποίαι διελύθησαν κατ` εφαρμογήν των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του Ν. 231/1975 “περί αντικαταστάσεως, τροποποιήσεως και συμπληρώσεως φορολογικών τινών διατάξεων” και των παραγράφων 3 καί 4 του άρθρου 47 του Ν. 542/1977 ή θέλουσι διαλυθή κατ` εφαρμογήν της διατάξεως της παραγράφου 4 του άρθρου 48 του παρόντος νόμου.

2. Αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται αφ` ης ίσχυσαν αι διατάξεις των άρθρων 16 έως 29 του Ν. 542/1977.
“Ανώνυμοι Εταιρείαι και Εταιρείαι Περιωρισμένης Ευθύνης συσταθείσαι βάσει των διατάξεων του Α.Ν. 543/1968 , ως ούτος ετροποποιήθη δια του Ν.Δ. 848/1971, αι οποίαι δεν έχουν ανεγείρει ξενοδοχεία επί ιδιοκτήτων γηπέδων κειμένων εις παραμεθορίους περιοχάς του άρθρου 1 του Ν. 289/1976 “περί παροχής κινήτρων δια την ανάπτυξιν παραμεθορίων περιοχών και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων”ή νήσους, εφ’ όσον κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος δεν έχουν αναπροσαρμόσει την αξίαν των γηπέδων τούτων κατ`εφαρμογήν των διατάξεων των άρθρων 16 και 29 του Ν. 542/1977, υποχρεούνται να προβούν εις αναπροσαρμογήν της αξίας αυτών κατά τα οριζόμενα εις τας διατάξεις των άρθρων τούτων κατά την ημέραν της καταρτίσεως του πρώτου Ισολογισμού του κλεισμένου μετά την ανέγερσιν επ`αυτών και έναρξιν λειτουργίας του ξενοδοχείου και εν πάση περιπτώσει κατά την ημέραν της καταρτίσεως του πρώτου Ισολογισμού του κλεισμένου μετά την 30ην Δεκεμβρίου 1984.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 102 του Ν. 1041/1980 (Α 75).

Άρθρον 22
Αύξησις του Κεφαλαίου.

1. Αι ανώνυμοι εταιρίαι και εταιρίαι περιωρισμένης ευθύνης αι οποίαι αναπροσήρμοσαν την αξίαν των ακινήτων, βάσει των διατάξεων των άρθρων 16 και 19 του Ν. 542/1977, υποχρεούνται να προβούν εις αύξησιν του μετοχικού ή εταιρικού κεφαλαίου, κατά περίπτωσιν, μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1978, κατά τα οριζόμενα υπό των διατάξεων του άρθρου 19 του Ν. 542/1977 και των σχετικών διατάξεων περί αυξήσεως του μετοχικού ή εταιρικού κεφαλαίου του Ν. 2190/1920 “περί Ανωνύμων Εταιριών” και Ν. 3190/1955 “περί Εταιριών Περιωρισμένης Εύθύνης”.
Εντός της αυτής ημερομηνίας αι ανώνυμοι εταιρίαι υποχρεούνται να παραδώσουν τας νέας μετοχάς εις τους μετόχους των.

2. Εν περιπτώσει μη συμμορφώσεως της εταιρίας προς τας διατάξεις της προηγουμένης παραγράφον, επιβάλλονται εις βάρος των υπευθύνων αι κυρώσεις αι προβλεπόμεναι υπό των διατάξεων του άρθρου 56 του Ν. 2190/1920.

3. Κεφαλαιοποιήσεις αποθεματικών και κερδών εις νέον, ως και διανομαί μερισμάτων υπό ανωνύμων εταιρειών, πραγματοποιηθείσαι κατόπιν αποφάσεων εκτάκτων γενικών συνελεύσεων αι οποίαι ελήφθησαν μέχρι τέλους Σεπτεμβρίου 1976 και των οποίων αι μετοχαί δεν ήσαν εισηγμέναι εις το Χρηματιστήριον κατά τον χρόνον λήψεως των αποφάσεων τούτων, φορολογούνται δι` εφαρμογής των φορολογικών συντελεστών, οι οποίοι εφηρμόζοντο προ της ενάρξεως ισχύος του άρθρου 15 του Ν. 542/1977, εφ` όσον αι μετοχαί των εταιρειών τούτων εισήχθησαν εις το Χρηματιστήριον μέχρι και τέλους Φεβρουαρίου 1977.

Άρθρον 23
Κύρωσις αποφάσεως και διαταγής.
1. Κυρούνται καί εχουν ισχύν νόμον άφ` ής εξεδόθησαν, αι ύπ` άριθ. Ε.1712 από 11 Φεβρουαρίου 1977, Ε. 3242 από 12 Μαρτίου 1977, Ε. 3398 και Ε. 3399 από 17 Μαρτίου 1977. Ε. 13631 από 28 Σεπτεμβρίου 1977, Ε. 3714/816 από 22 Μαρτίου 1977. Ε. 15767/ 3830 από 15 Νοεμβρίου 1977, Ε. 3433/958 από 29 Μαρτίου 1978, Ε. 6027/1729 από 27 Ιουνίου 1978, Κ. 8173/422 από 21 Ιουνίου 1978, Κ. 8367/438 από 29 Ιουνίου 1978 αποφάσεις και η Ε. 9846/2231 από ΙΙ Ιουλίου 1977 διαταγή του Υπουργού των Οικονομικών έχουσαι ως ακολούθως:
Αριθ. Πρωτ. Ε. 1712
Αθήναι, 11 Φεβρουαρίου 1977
Εχοντας υπόψη:
Τις αντικειμενικές δυσχέρειες για την έγκαιρη εκκαθάρίση των λογαριασμών μισθοδοσίας του πλοιάρχου και την, απ` αυτό το λόγο, αδυναμία των υποχρέων να χορηγούν εμπρόθεσμα τις βεβαιώσεις για τις αποδοχές που κατέβαλαν στους αξιωματικούς των εμπορικών πλοίων, αποφασίζουμε:
Ορίζουμε όπως από το οικονομικό έτος 1977, τα φυσικά πρόσωπα που αποκτούν εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, ως αξιωματικοί εμπορικών πλοίων, υποβάλλουν τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος μέχρι 10 Απριλίου του οικείου οικονομικού έτους.
Ο Υπουργός
Ε. ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ
Αριθμ. Πρωτ. Ε. 3242
Αθήναι, 12 Μαρτίου 1977
Εχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της περιπτώσεως γ` της παραγράφου 7 του άρθρου 47 του Ν.Δ. 3323/1955 “περί φορολογίας του εισοδήματος” καθώς αυτό ισχύει.
2. Την αντικειμενική αδυναμία των διοικήσεων των οργανώσεων των ελευθέρων επαγγελματιών, για την έγκαιρη κατάρτιση και αποστολή στον αρμόδιο Νομάρχη του πίνακα των αντιπροσώπων τους για το έτος 1977, αποφασίζουμε:
Παρατείνουμε, κατ` εξαίρεση για το έτος 1977, ως τις 20 Απριλίου 1977 την προθεσμία που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο της περιπτώσεως γ της παραγράφου 7 του άρθρου 47 του Ν.Δ. 3323/1955, για την κατάρτιση και αποστολή στον αρμόδιο Νομάρχη, από τις διοικήσεις των οργανώσεων των ελευθέρων επαγγελματιών, του πίνακα των αντιπροσώπων του.
Ο Υπουργός
Ε. ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ
Αριθ. Πρωτ. Ε.3398
Αθήναι, 17 Μαρτίου 1977
`Εχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 10 του Ν.Δ. 3323/1955 “περί φορολογίας εισοδήματος”.
2. Την ανάγκη απλουστεύσεως της διαδικασίας η οποία ακολουθείται κατά την καταβολή του φόρον εισοδήματος φυσικών προσώπων, αποφασίζουμε: Ορίζουμε ότι ο φορολογούμενος δύναται να καταβάλη έως και το μήνα Δεκέμβριο τον οικείου οικονομικού έτους, το συνολικό ποσό της οφειλής του, που προκύπτει βάσει της αρχικής δηλώσεώς του, εφόσον αυτό το ποσό δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες (500) δραχμές.
Ο Υπουργός
Ε. ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ
Αριθ. Πρωτ. Ε. 3399
Αθήναι, 17 Μαρτίου 1977 `Εχοντας ύπόψη:
1. Τη διάταξη της περιπτώσεως α της παρ. 1 του άρθρου 59 του Ν.Δ. 3323/1955 “περί φορολογίας του εισοδήματος”.
2. Την ανάγκη απλουστεύσεως της διαδικασίας, η οποία ακολουθείται κατά την εκκαθάριση και βεβαίωση του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, αποφασίζουμε: ορίζουμε ότι αμελείται η βεβαίωση του συνολικού ποσού της οφειλής, που προκύπτει βάσει των δηλώσεων οι οποίες υποβάλλονται από τα φυσικά πρόσωπα, εφόσον αυτό το ποσό δεν υπερβαίνει τις πενήντα (5Ο) δραχμές. Ο Υπουργός
Ε. ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ
`Αριθ. Πρωτ. Ε. 13631
Αθήναι, 28 Σεπτεμβρίου 1977
`Εχοντας ύπόψη:
1. Τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 47 του Ν.Δ. 3323/1955 “περί φορολογίας του εισοδήματος” ως τούτο ισχύει.
2. Τας διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 59 του αυτού ως άνω Ν. Δ/τος.
3. Την ανάγκην επιταχύνσεως του βεβαιβωτικού έργου των Οικονομικών Εφοριών και διευκολύνσεως των φορολογουμένων, οίτινες υποβάλλουν αρχικήν ή συμπληρωματικήν δήλωσιν περί του εισοδήματος των εκ της ασκήσεως ελευθερίου επαγγέλματος, ως τούτο προσδιορίζεται τεκμαρτώς υπό του Οικονομικού Εφόρου, βάσει των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 47 του Ν.Δ. 3323/1955,
αποφασίζομεν:
Εγκρίνομεν όπως, φόρος βεβαιούμενος εντόςτού οικείου οικονομικού έτους ή εις χρόνον μεταγενέστερον της λήξεως αύτού βάσει αρχικής ή συμπληρωματικής δηλώσεως υποβαλλομένης κατά τας διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 47 του Ν.Δ. 3323/1955, καταβάλλεται εις ίσας μηνιαίας δόσεις, της πρώτης καταβαλλομένης εντός του επομένου από της βεβαιώσεως μηνός.
Ο Υπουργός
Ε. ΔΕΘΛΕΤΟΓΛΟΥ
Αρίθ. Πρωτ. Ε. 3714/816
Αθήναι, 22 Μαρτίου 1977
`Εχοντας ύπόψη ότι:
α) Η ισχύς των διατάξεων του Ν.Δ. 1297/1972 “περί παροχής φορολογικών κινήτρων δια την συγχώνευσιν ή μετατροπήν επιχειρήσεων προς δημιουργίαν μεγάλων οικονομικών μονάδων”, λήγει την 31 Δεκεμβρίου 1977.
β) Για την διευκόλυνση της δημιουργίας μεγάλων οικονομικών μονάδων κρίνεται αναγκαία η τροποποίηση των διατάξεων του πιο πάνω Νομ. Διατάγματος, σύμφωνα και με τις προτάσεις της Επιτροπής του Πενταετούς Προγράμματος Οικονομικής Αναπτύξεως και της Ειδικής Επιτροπής μελέτης των φορολογικών κινήτρων,
αποφασίζουμε
Παρατείνουμε την προθεσμία που ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 5 του Ν.Δ. 1297/1972 για τις δηλώσεις που πρέπει να υποβληθούν στον αρμόδιο Οικονομικό `Εφορο μετά την κοινοποίηση της παρούσης, μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1977, εαν η προθεσμία που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου αυτού λήγει προ της 31 Δεκεμβρίου 1977.
Ο Υπουργός
Ε.ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ
Αριθ. Πρωτ. Ε. 15767/3830
Αθήναι, 15 Νοεμβρίου 1977 Εχοντας ύπόψη ότι:
α. Η Ισχύς των διατάξεων του Ν.Δ. 1297/1972 “περί παροχής φορολογικών κινήτρων δια την συγχώνευσιν ή μετατροπήν επιχειρήσεων προς δημιουργίαν μεγάλων οικονομικών μονάδων”, λήγει την 31 Δεκεμβρίου 1977.
β. Για την διευκόλυνση της δημιουργίας μεγάλων οικονομικών μονάδων κρίνεται αναγκαία η τροποποίηση των διατάξεών του ως άνω Νομ. Διατάγματος, σύμφωνα και με τις προτάσεις της Επιτροπής του πενταετούς προγράμματος Οικονομικής Αναπτύξεως και της Ειδικής Επιτροπής που μελέτησε τα φορολογικά κίνητρα.
γ. Την υπ` άριθ. Ε.3714/816/22.3.1977 απόφασή μας, η οποία θα κυρωθεί με νόμο, με την οποία παρατάθηκε μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1977, ή προθεσμία που προβλέπεται από τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 5 του Ν.Δ. 1297/1972 για τις δηλώσεις που έπρεπε να υποβληθούν στον αρμόδιο Οίκον. `Εφορο μετά την 22 Μαρτίου 1977.
δ. Το γεγονός ότι δεν προβλέπεται να έχει ψηφισθεί από τη νέα Βουλή μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1977 ο νέος νόμος για τα φορολογικά κίνητρα γιά τη δημιουργία μεγάλων Οικονομικών μονάδων. αποφασίζουμε
Παρατείνουμε την προθεσμία που ορίζεται στην υπ άριθ. Ε. 3714/816/22.3.1977 απόφασή μας μέχρι 30 Μαρτίου 1978, εάν η προθεσμία που προβλέπεται από τις διατάξεις του ανωτέρω άρθρου λήγει προ της 30 Μαρτίου 1978.
Ο Υπουργός
Ε. ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ
`Αριθ. Πρωτ. Ε. 9846/2231 11 Ιουλίου 1977
Η προθεσμία για την υποβολή των δηλώσεων του φόρου υπεραξίας Ν. 542/1977, η οποία λήγει τη δεκάτη (10) Ιουλίου 1977, παρατείνεται μέχρι καί την εικοστή (20) Ιουλίου 1977.
Ο Υπουργός
Ε. ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ
`Αριθ. Πρωτ. Ε. 3433/958
ΘΕΜΑ: Παράταση προιεσμίας.
Αθήναι, 29 Μαρτίου 1978
`Εχοντας ύπόψη ότι:
α. Η ισχύς των διατάξεων του Ν.Δ. 1297/1972 “περί παροχής φορολογικών κινήτρων δια την συγχώνευσιν η μετατροπήν επιχειρήσεων προς δημιουργίαν μεγάλων οικονομικών μονάδων”, έληξε την 31 Δεκεμβρίου 1977. β. Για την διευκόλυνση της δημιουργίας μεγάλων οικονομικών μονάδων κρίθηκε αναγκαία η τροποποίηση των διατάξεων του ως άνω Νομ. Διατάγματος, σύμφωνα και με τις προτάσεις της Επιτροτής του πενταετούς προγράμματος Οικονομικής Αναπτύξεως και της Ειδικής Επιτροπής που μελέτησε τα φορολογικά κίνητρα.
γ. Τις ύπ` άριθ. Ε.3714/816/22.3.1977 και Ε. 15767/3830/15.11.1977 αποφάσεις μας, οι οποίες θα κυρωθούν με νόμο, με τις οποίες παρατάθηκε μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1977 και 30 Μαρτίου 1978 αντίστοιχα η προθεσμία που προβλέπεται από τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 5 του Ν.Δ. 1297/1972 γιά τις δηλώσεις που έπρεπε να υποβληθούν στον αρμόδιο Οικονομικό `Εφορο μετά την 22 Μαρτίου 1977.
δ. `Οτι δεν προβλέπεται να έχει ψηφισθεί από τη Βουλή μέχρι 30 Μαρτίου 1978 ο νέος νόμος για τα φορολογικά κίνητρα γιά τη δημιουργία μεγάλων οικονομικών μονάδων, αποφασίζουμε:
Παρατείνουμε την προθεσμία που ορίζεται στην ύπ` αριθ. Ε. 15767/3830/15.1 1.1977 απόφασή μας μέχρι 30 Ιουνίου 1978, εάν η προθεσμία που προβλέπεται από τις διατάξεις του ανωτέρω άρθρου λήγει προ της 33 Ιουνίου 1978.
`Ο `Υπουργός
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΟΥΤΟΣ Αριθ. Πρωτ. Ε. 6027/1729
ΘΕΜΑ: Παράταση προθεσμίας.
Αθήναι, 27 Ιουνίου 1978
`Εχοντας ύπόψη ότι :
α. Η ισχύς των διατάξεων του Ν.Δ. 1297/1972 “περί παροχής φορολογικών κινήτρων διά τήν συγχώνευσιν ή μετατροπήν επιχειρήσεων προς δημιουργίαν μεγάλων οικονομικών μονάδων, έληξε την 31 Δεκεμβρίου 1977.
β. Για την διευκόλυνση της δημιουργίας μεγάλων οικονομικών μονάδων κρίθηκε αναγκαία ή τροποποίηση των διατάξεων του ως άνω Νομ. Διατάγματος, σύμφωνα και με τις προτάσεις της Επιτροπής του πενταετούς προγράμματος Οικονομικής Αναπτύξεως και της Ειδικής Επιτροπής που μελέτησε τα φορολογικά κίνητρα.
γ. Τις υπ` άριθ. Ε. 3714/816/22.3.1977, Ε.15767/ 3830/15.11.1977 καί Ε. 3433/958/29.3.1978 αποφάσεις μας, οι οποίες θα κυρωθούν με νόμο, με τις οποίες παρατάθηκε μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1977, 30 Μαρτίου 1978 καί 30 Ιουνίου 1978 αντίστοιχα, η προθεσμία που προβλέπεται από τη διάταξη της παρ. 2 του αριθμού 5 του Ν.Δ. 12997/1972 για τις δηλώσεις που έπρεπε να υποβληθούν στον αρμόδιο Οικονομικό `Εφορο μετά την 22 Μαρτίου 1977.
δ. `Οτι δέν προβλέπεται να έχει ψηφισθεί από τη Βουλή μέχρι 30 Ιουνίου 1978 ο νέος νόμος για τα φορολογικά κίνητρα για τη δημιουργία μεγάλων οικονομικών μονάδων, αποφασίζουμε:
Παρατείνουμε την προθεσμία που ορίζεται στην ύπ` άριθ. Ε. 3433/958/29.3.1978 απόφασή μας μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 1978, εάν η προθεσμία που προβλέπεται από τις διατάξεις του ανωτέρω άρθρου λήγει προ της 30 Σεπτεμρρίου 1978.
Ο Υπουργός
ΑΘ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
Αριθ. Πρωτ. Κ. 8173/422
Αθήναι, 21 Ιουνίου 1978
Εχοντας ύπόψη:
Την ανάγκη της σύντομης περαιώσεως των εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων και της έγκαιρης βεβαιώσεωνς και εισπράξεως των εσόδων του Δημοσίου από φόρους, τέλη, εισφορές υπέρ αυτού ή τρίτων, αποφασίζουμε:
1. Υπόχρεοι, που δεν υπέβαλαν δήλωση η υπέβαλαν ανακριβή δήλωση, για την καταβολή των κατωτέρω φόρων, τελών ή εισφορών υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων, μπορούν να υποβάλουν στον αρμόδιο Οικονομικό `Εφορο μέχρι 31 Οκτωβρίου 1978 αρχική ή συμπληρωματική δήλωση χωρίς επιβολή πρόσθετου φόρου, προσαυξήσεως προστίμου ή άλλης οποιασδήποτε κυρώσεως, λόγω εκπροθέσμου.
α) Φόρου Εισοδήματος, για τα εισοδήματα που αποκτήθηκαν μέχρι και του ημερολογιακού έτους 1977, καθώς και του φόρου των άρθρων 16 – 29 του Ν. 542/ 1977.
β) Φόρου Κληρονομιών – Δωρεών – Προικών, για τις φορολογικές υποχρεώσεις που γεννήθηκαν μέχρι και 31 Δεκεμβρίου 1977.
γ) Φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων, για τις μεταβιβάσεις που συντελέσθηκαν μέχρι και 31 Δεκεμβρίου 1977.
δ) Φόρου ακινήτου περιουσίας, για τα μέχρι και του 1978 ημερολογιακά έτη.
ε) Φόρου κύκλου εργασιών, φόρου πολυτελείας, ειδικού φόρου καταναλώσεως Ν.Δ. 3829/Ι958 και φόρου καταναλώσεως κηρωδών υλών και απορρυπαντικών, για τα ακαθάριστα έσοδα που πραγματοποιήθηκαν μέχρι και 31 Δεκεμβρίου 1977. στ) Φόρου καταναλώσεως στα επιβατικά αυτοκίνητα που κατασκευάζονται στο εσωτερικό και φόρου καταναλώσεως στα λιπαντικά έλαια, για τις πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν μέχρι και 31 Δεκεμβρίου 1977.
ζ) Τελών χαρτοσήμου, για έγγραφα που καταρτίσθηκαν και συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν μέχρι και 31 Δεκεμβρίου 1977.
η) Φόρου άρθρου 5 του Α.Ν. 843/1948, για τις δεδουλευμένες αποδοχές μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1977.
θ) Εισφοράς υπέρ ΟΓΑ – Δήμων και Κοινοτήτων του άρθρου 10 και εισφοράς υπέρ ΟΓΑ του εδαφίου β`της περιπτώσεις Ζ` του άρθρου 11 του Ν. 4169/1961, όπως ισχύει, για συνναλαγές που πραγματοποιήθηκαν μέχρι και 31 Δεκεμβρίου 1977.
ι) Οπουδήποτε άλλου φόρου, τέλους εισφοράς ή κρατήσεως υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων, που δεν περιλαμβάνεται στις περιπτώσεις ά έως και θ` εφόσον η σχετική υποχρέωση γεννήθηκε μέχρι και 31 Δεκεμβρίου 1977.
Στις ανωτέρω ρυθμίσεις των περιπτώσεων α` μέχρι και ι` συμπεριλαμβάνονται και οι φόροι και εισφορές υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων που συμπεριλαμβάνονται με τους ανωτέρω φόρους, καθώς και η εισφορά του Ν.Δ. 44/1974 και των άρθρων 15-20 του Ν. 257/1976.
2. Η προθεσμία υποβολής της αρχικής ή συμπληρωματικής δηλώσεως, κατά τις διατάξεις της παρ. 1, δεν αναστέλει τη διαδικασία ελέγχου των δηλώσεων και βεβαιώσεως των φόρων, τελών, εισφορών κ.λπ., από τον αρμόδιο Οικονομικό `Εφορο.
3. Οι διατάξεις της παρ. 1 εφαρμόζονται ανάλογα και στις υποθέσεις για τις οποίες μέχρι εκδόσεως της παρούσης αποφάσεως :
α) έχουν κοινοποιηθεί φύλλα ελέγχου ή πράξεις του Οικονομικού Εφόρου και δεν έχουν οριστικοποιηθεί, και,
β) έχουν ασκηθεί εμπρόθεσμες προσφυγές και παραμένουν στην Οικον. Εφορία ή έχουν διαβιβαστεί για εκδίκαση στο Διοικητικό Πρωτοδικείο και δε συζητήθηκαν.

4. Επίσης, στις υποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου είναι δυνατή και η εξώδικη λύση της διαφοράς, κατόπιν αιτήσεως του υποχρέου, η οποία πρέπει να υποβληθεί στον αρμόδιο Οικον. Εφορο μέχρι 31 Αυγούστου 1978.
Εάν η υπόθεση έχει διαβιβασθει στο Διοικητικό Πρωτοδικείο, ο Οικον. `Εφορος προτείνει την αναβολή της συζητήσεως της προσφυγής, η οποία παρέχεται κατά την κρίση του Προέδρου του Δικαστηρίου και πάντως όχι πέραν του διμήνου.
Σε περίπτωση που θα πραγματοποιηθεί η εξώδικη λύση της διαφοράς ο υπόχρεος απαλλάσεται από πρόσθετο φόρο, προσαύξηση, πρόστιμο ή άλλη κύρωση.
Υποθέσεις που περατώθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσης, επιστρέφονται από το Διοικητικό Πρωτοδικείο, στον αρμόδιο Οικον. `Εφορο, ύστερα από έγγραο του και η εκκρεμής δίκη θεωρείται αυτοδικαίως καταργημένη.
5. Για υποθέσεις φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων που εκκρεμούν και δεν έχουν συζητηθεί σε πρώτο βαθμό, κατά την έκδοση της παρούσης, ενώπιον των Διοικητικών Πρωτοδικείων, ο υπόχρεος δύναται με δήλωσή του, που θα υποβληθεί μέχρι 31 Οκτωβρίου 1978, να αποδεχθεί το εβδομήντα τοις εκατό (70%) της διαφοράς μεταξύ του ποσού του κυρίου φόρου μετά των φόρων και δικαιωμάτων υπέρ τρίτων που καταλογίσθηκε από τον Οικονομικό `Εφορο και του αντιστοίχου ποσού τούτων, βάσει της δηλώσεως που υπέβαλε.
Η δήλωση αύτη κατατίθεται στον αρμόδιο Οικονομικό `Εφορο ο οποίος τη διαβιβάζει χωρίς καθυστέρηση στο Διοικητικό Πρωτοδικείο που απευθύνεται.
Εάν ο υπόχρεος υπέβαλε και αίτηση για εξώδικη λύση της διαφοράς, σύμφωνα με την παράγραφο 4 της παρούσης, η δήλωση διαβιβάζεται μόνον σε περίπτωση που θα ματαιωθεί η εξώδικη λύση της διαφοράς. Η δήλωση που θα περιέλθει στο Δικαστήριο δεν ανακαλείται και η υπόθεση θεωρείται περατωθείσα. Στην περίπτωση αυτή η δίκη καταργείται χωρίς να εκδοθεί απόφαση.
Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων εφαρμόζονται ανάλογα στις υποθέσεις φορολογίας ακινήτου περιουσίας, εφόσον ο ύπόχρεος αποδεχθεί την καταβολή του πενήντα τοις εκατό (50%) της διαφοράς του ποσού του κύριου φόρου, που καταλογίσθηκε από τον Οίκον. Εφορο και του αυτίστοιχου ποσού τούτο βάσει της δηλώσεως που υπέβαλε, β) στις περιπτώσεις που έχουν επιβληθεί πάσης φύσεως αυτοτελή πρόστιμα, εφόσον ο υπόχρεος αποδεχθεί την καταβολή του πενήντα τοις εκατό (50%) αυτών και γ) στις υποθέσεις φορολογίας κληρονομιών, δωρεών και προικών ως προς το φόρο που αναλογεί μόνο σε κίνητα. Σε περίπτωση που η φορολογική διαφορά αφορά και άλλα εκτός από ακίνητα περουσιακά στοιχεία, αυτή θεωρειται, ότι επιλύθηκε μερικώς και η προσφυγή, που είχε ασκηθεί, ισχύει για τα υπόλοιπα εκτός από τα ακίνητα περουσιακά στοιχεία.
Για τις υποθέσεις που θα περατωθούν με την ανωτέρω διαδικασία διαγράφεται ο πρόσθετος φόρος που έχει καταλογισθεί .
Στοιχεία που θα προκύψουν από την περάτωση υποθέσεων με την ανωτέρω διαδικασία δεν μπορούν να αποτελέσουν συγκριτικά στοιχεία για τον προσδιορισμό της αξίας άλλων ακινήτων για την επιβολή οποιουδήποτε φόρου.
Οι διατάξεις της παρούσης παραγράφου εφαρμόζονται και επί των υποθέσεων της παραγράφου 3 της αποφάσεως που αφορούν φόρους μεταβιβάσεως ακινήτων, ακινήτου περιουσίας, κληρονομιών, δωρεών και προικών ή αυτοτελή πρόστιμα.
6. Ο φόρος, το τέλος ή εισφορά που οφείλεται βάσει: α) της αρχικής ή συμπληρωματικής δηλώσεως των παραγράφων 1 και 3, β) της εξώδικης λύσεως της διαφοράς που προβλέπεται από την παράγραφο 4 και γ) της δηλώσεως της παραγράφου 5 της παρούσης, καταβάλλεται σε δέκα (10) ίσες μημιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη είναι πληρωτέα στον επόμενο από τη βεβαίωση μήνα.
`Οσοι εξοφλούν μέσα στην προθεσμία καταβολής της πρώτης δόσεως, ολόκληρο το ποσό του οφειλόμενου φόρου, τέλους ή εισφοράς, έχουν δικαίωμα σε έκπτωση ποσοστού δέκα επί τοις εκατό (10%) στο οφειλόμενο ποσό.
Για την καταβολή των φόρων : α) κληρονομικών – δωρεών – προικών και β) των άρθρων 16 – 29 του Ν. 542/1977, ισχύουν αντίστοιχα οι διατάξεις του άρθρου 82 του Ν.Δ. 118/1973 και της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του Ν. 542/1977.
Ο Υπουργός
ΑΘ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
Αριθ. Πρωτ. Κ. 83647/438
Αθήναι, 29 Ιουνίου 1978
`Εχοντας υπόψη την υπ` αριθ. Κ. 8173/422 της 21 Ιουνίου 1978 αποφάσή μας “περί παροχής διευκολύνσεων για την περαίωση εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων”, αποφασίζουμε :
Αντικαθιστούμε την διάταξη της περιπτώσεως (γ) του τετάρτου εδαφίου της παραγράοφου 5 της υπ` αριθ. Κ. 8173/422/21.6.1978 αποφάσεώς μας, από της εκδόσεώς της, ως κατωτέρω:
“γ) στις υποθέσεις φορολογίας κληρονομιών, δωρεών και προικών, εφόσον ο υπόχρεος αποδεχθεί την καταβολή του εβδομήντα τοις εκατό (70%) της διαφοράς μεταξύ του ποσούν του κυρίου φόρου μετά των φόρων και δικαιωμάτων υπέρ τρίτων, που καταλογίσθηκε από τον Οικονομικό `Εφορο και του αντιστοίχου ποσού τούτων βάσει της δηλώσεως που υπέβαλε, ως προς το φόρο που αναλογεί μόνο σε ακίνητα και μετοχές ανωνύμων εταιρείων που δέν έχουν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο. Σε περίπτωση που η φορολογική διαφορά αφορά και άλλα, εκτός από ακίνητα και μετοχές ανωνύμων εταιρείων που δεν έχουν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο. Σε περίπτωση που η φορολογική διαφορά αφορά και άλλα, εκτός από κίνητα και μετοχές ανωνύμων εταιριών που δεν έχουν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο περιουσιακά στοιχεία, η διαφορά θεωρείται ότι επιλύθηκε μερικώς και η προσφυγή, που είχε ασκηθεί, ισχύει για τα υπόλοιπα, εκτός από τα ακίνητα και τις μετοχές, περιουσιακά στοιχεία”.
Ο Υπουργός
ΑΘ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
2. Κυρούται και έχουν ισχύν νόμου, αφ` ής εξεδόθησαν, αι υπ` αριθ. Κ. 9032/569 από 25 Ιουλίου 1978 και Κ.9621/595 από 16 Αυγούστου 1978 αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών, έχουσαι ως ακολούθως:
Αριθ. Πρωτ. Κ. 9032/569 Αθήναι, 25 Ιουλίου 1978
`Εχοντας υπόμη την υπ` αριθ. Κ. 8173/422 από 21 Ιουνίου 1978 απόφασή μας “περί παροχής διευκολύνσεων για την περαίωση εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων”, όπως τροποποιήθηκε με την Κ. 8367/438 από 19 Ιουνίου 1978 όμοια, αποφασίζουμε:
Οι διατάξεις της υπ` αριθ. Κ. 8173/422 από 21 Ιουνίου 1978 αποφάσεως μας “περί παροχής διευκολύνεσων για την περαίωση εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων”, όπως τροποποιήθηκε με την υπ` αριθ. Κ. 8367/438 από 29 Ιουνίου 1978 όμοια, εφαρμόζονται ανάλογα και στις αναφερόμενες στην απόφαση αυτή φορολογικές υποθέσεις, για τις οποίες κοινοποιήθηκαν μετά την 21 Ιουνίου 1978 ή θα κοινοποιηθούν εφεξής και μέχρι της 31ης Οκτωβρίου 1978 φύλλα ελέγχου ή καταλογιστικές πράξεις, εφόσον υποβλήθηκε ή θα υποβληθή αίτηση εξώδικης λύσεως της φορολογικής διαφοράς εντός της προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής και πάντως όχι πέραν της 31.10.78 ή ήθελεν υποβληθή μέχρι και της αυτής χρονολογίας δήλωση αποδοχής των ποσοστών των φορολογικών διαφορών που αναφέρονται, κατά περίπτωση, στην παράγραφο 5 της παραπάνω αποφάσεώς μας.
Ο Υπουργός Α. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
Αριθ. Πρωτ. Κ. 9621/595 Αθήναι 16 Αυγούστου 1978
`Εχοντας υπόψη την υπ` αριθ. Κ. 8173/422 από 21 Ιουνίου 1978 απόφασή μας “περί παροχής διευκολύνσεως για την περάτωση εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων, όπως τροποποιήθηκε με τις υπ` αριθ. Κ. 8367/438 από 29 Ιουνίου 1978 και Κ. 9032/569 από 25 Ιουλίου 1978 όμοιες, αποφασίζουμε:
1. Οι διατάξεις της παρ. 4 της αποφάσεως μας αριθ. Κ. 8173/422/21.6.1978, όπως τροποποιήθηκε με την υπ` αριθ. Κ. 8367/438/29.6.1978 απόφασή μας, εφαρμόζονται σήμερα έχουν ασκηθεί εμπρόθεσμες εφέσεις και δεν έχουν συζητηθεί .
2. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 της άνω αποφάσεώς μας, αντικαθίσταται, από της εκδόσεως της, ως ακολούθεως:
“Στις ανωτέρω ρυθμίσεις των περιπτώσεων α` μέχρι και ι` περιλαμβάνονται και οι φόροι και εισφορές υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων που συμβεβαιώνονται με τους ανωτέρω φόρους, καθώς και οι εισφορές του Ν.Δ. 44/1974 και των άρθρων 1-20 του Ν. 257/1976”.
3. Σε περίπτωση που υπόθεση φορολογίας ακινήτου περιουσίας περαιώθηκε οριστικά με αποδοχή ποσοστού 50% του αμφισβητουμένου φόρου, κατά τα οριζομένα στις παρ. 3 και 5 της αποφάσεώς μας Κ.8173/422/21.6.1978, όπως τροποποιήθηκε με την υπ` αριθ. Κ. 9032/569/25.7.1978 όμοια, και ο φορολογούμενος για υπόθεση της ίδιας φορολογίας των επομένων μέχρι και του 1978 ετών, έστω και αν δεν κοινοποιήθηκε πράξη, υποβάλλει στον Οικον. `Εφορο, μέχρι και της 31 Οκτωβρίου 1978, δήλωση με την οποία αποδέχεται το συνολικό ποσό του φόρου (δηλώσεως και αμφισβητηθέντος ποσοστού) που προσδιορίστηκε οριστικά για το αμέσως προηγούμενο έτος, η υπόθεση για τα έτη αυτά περατώνεται χωρίς την επιβολή προσθέτου φόρου, υπό την προϋπόθεση, ότι δεν έχει επέλθει οποιαδήποτε μεταβολή στα υποκείμενα σε φορολογία ακίνητα ή εμπράγματα επί τούτων δικαιώματα.
4. Η απόφαση αυτή θα κυρωθεί με νόμο.
Ο Υπουργός ΑΘ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
3. Αι διατάξεις της υπ` αριθ. Κ. 8173/422 Πολ. 83 από 21 Ιουνίου 1978 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών “περί παροχής διευκολύνσεων για την περαίωση εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων”, ως ετροποποιήθη δια της υπ` αριθ. Κ. 8367/438/Πολ 89 από 29 Ιουνίου 1978 ομοίας, εφαρμόζονται αναλόγως και επί των αναφερομένων εις την απόφασιν ταύτην φορολογικών υποθέσεων δια τας οποίας η φορολογική ενογή εγεννήθη εντός των οποίων η φορολογική ενοχή εγεννήθη εντός των υπό της παραγράφου 1 της αποφάσεως ταύτης προθεσμιών και δια τας οποίας εκοινοποιήθησαν μετά την 21 Ιουνίου 1978 ή θα κοινοποιηθούν εφεξής φύλλα ελέγχου ή καταλογιστικαί πράξεις, εφόσον υπεβλήθη ή θα υποβληθή αίτησις εξωδίκου λύσεως της φορολογικής διαφοράς εντός της προθεσμίς ασκήσεως της προσφυγής ή θα υποβληθή εντός της αυτής προθεσμίας δήλωσις αποδοχής των ποσοστών των φορολογικών διαφορών αι οποίαι αναφέρονται, κατά περίπτωσιν, εις την παράγραφον 5 της ως άνω αποφάσεως.
Επί υποβληθεισών δηλώσεων φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων, δια μεταβιβάσεις ακινήτων γενομένας μέχρι και 31 Δεκεμβρίου 1977, δι` ας ο αρμόδιος Οικονομικός `Εφορος προσδιώρισε προσωρινώς την αγοραίαν αξίαν του μεταβιβαζομένου ακινήτου, κατ` άρθρον 8 παρ. 2 του Α.Ν. 1521/1951, την οποίαν ο φορολογούμενος δεν απεδέχθη εμπροθέσμως, επιτρέπεται η λύσις της διαφοράς κατά τας διατάξεις της παραγράφου 5 της κυρουμένης ως άνω αποφάσεως, εφαρμοζομένας αναλόγως, του φορολογουμένου δικαιουμένου να αποδεχθή, δια δηλώσεως του υποβαλλομένης μέχρι της 31 Οκτωβρίου 1978, το 70% της διαφοράς του φόρου του αναλογούντος επί του υπ` αυτού δηλωθέντος τιμήματος και της υπό του αρμοδίου Οικονομικού Εφόρου προσδιορισθείσης προσωρινής αγοραίας αξίας.
4. Επί υποθέσεων φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων οικονομικού έτους 1978, αίτινες επεραιώσθησαν κατόπιν διοικητικής επιλύσεως της διαφοράς προ της ενάρξεως της ισχύος της υπ` αριθ. Κ. 8173/422/21.6.1978 αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών, διαγράφεται ο επιβληθείς πρόσθετος φόρος, ο δε βεβαιωθείς δόσεις εκ των οποίων η πρώτη καταβάλλεται εντός του επομένου από της βεβαιώσεως μηνός.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΠΛΟΙΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΩΝ ΕΠΙΧ/ΣΕΩΝ

Άρθρον 24
Δήλωσις και καταβολή φόρου πλοίων πρώτης κατηγορίας και υπολογισμός φόρου και εισφοράς πλοίων πολλαπλής χωρητικότητος.

1. Εις το τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του Ν. 27/1975 “περί φορολογίας πλοίων, επιβολής εισφοράς προς ανάπτυξιν της Εμπορικής Ναυτιλίας, εγκαταστάσεως αλλοδαπών ναυτιλιακών επιχειρήσεων και ρυμίσεως συναφών θεμάτων”, προστίθενται τρία εδάφια έχοντα ως ακολούθως:
“Δια τα πλοία τα τιθέμενα υπό Ελληνικήν σημαίαν μετά την πρώτην Ιανουαρίου εκάστου ημερολογιακού έτους, οφείλεται φόρος από του επόμενου της υψώσεως της Ελληνικής σημαίας επί του πλοίου μηνός, υπολογίζεται δε εις τόσα δωδέκατα, όσοι οι μήνες μέχρι τέλους του έτους. Εν τη περιπτώσει ταύτη η δήλωσις επιδίδεται εντός διμήνου από της υψώσεως της Ελληνικής σημαίας επί του πλοίου, ο δε οφειμόμενος φόρος καταβάλλεται εις ισοπόσους μηνιαίας δόσεις, μέχρι τέλους Δεκεμβρίου, της πρώτης δόσεως καταβαλλομένης άμα τη υποβολή της εμπροθέσμου δηλώσεως. Εν περιπτώσει υποβολής της δηλώσεως μετά την 31 Δεκεμβρίου του έτους της υψώσεως της Ελληνικής σημαίας, ο οφειλόμενος φόρος καταβάλλεται άμα τη υποβολή της δηλώσεως.

2. Εις το άρθρον 14 του Ν. 27/1975 προστίθεται παράγραφος 5 έχουσα ως ακολούθως :
“5. Προς υπολογισμόν του φόρου ή της εισφοράς πλοίου εφωδιασμένου δια πιστοποιητικού πολλαπλής ολικής και καθαράς χωρητικόητος λαμβάνεται υπ` όψιν ο μέσος όρος των εν τω πιστοποιητικώ καταμετρήσεως αναγραφομένων ολικών ή καθαρών κατά περίπτωσιν χωρητικοτήτων”.

3. Αι διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επί των πλοίων των τιθεμένων υπό Ελληνικήν σημαίαν μετα την 1ην Ιανουαρίου 1977 και εφεξής. Ειδικώς δια τα πλοία, τα τεθέντα υπό Ελληνικήν σημαίαν μετά την 1ην Ιανουαρίου 1977 μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος νόμου, η προθεσμία υποβολής της δηλώσεως άρχεται από της ενάρξεως της ισχύος αυτού, καταβαλλομένων των ληξιπροθέσμων δόσεων άμα τη υποβολή της εμπροθέσμου δηλώσεως άνευ προσαυξήσεως.

Άρθρον 25
Συμψηφισμός ή επιστροφή φόρου και εισφοράς και μη βεβαίωσις φόρου επί των μικρών πλοίων.

1. Εις το άρθρον 16 του Ν. 27/1975 προστίθεται παράγραφος 4 έχουσα ως ακολούθως:
“4. Φόροι και εισφοραί του παρόντος νόμου καταβληθέντος αχρεωστήτως δι` οιονδήποτε λόγον, συμψηφιζονται προς οφειλόμενον φόρον ή εισφοράν, εάν δε δεν οφείλονται τοιούτοι, επιστρέφονται εις δραχμάς επί τη βάσει της επισήμου τιμής αγοράς συναλλάγματος της Τραπέζης της Ελλάδος κατά την ημέραν της επιστροφής. Το ποσόν των δραχμών το προερχόμενον εκ της επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρου και εισφοράς δύναται να χρησιμοποιείται δια δαπάνας μισθοδοσίας προσωπικού και λοιπά έξοδα λειτουργίας του πλοίου ή πλοίων υπό Ελληνικήν σημαίαν της αυτής διαχειρίσεως ή δια δαπάνας λειτουργίας γραφείου ή υποκαταστήματος υπαχθέντος εις τας διατάξεις του άρθρου 25”.

2. Το πρώτον εδάφιον της παραγράφου 1 του άρθρου 17 του Ν. 27/1975 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“1. Η βεβαίωσις του φόρου των πλοίων της δευτέρας κατηγορίας ενεργείται εις δραχμάς οίκοθεν υπό του Οικονομικού Εφόρου επί τη βάσει των όσων ούτος διαθέτει στοιχείων δια την χωρητικότητα εκάστου πλοίου. Δια πλοία ολικής χωρητικότητος μέχρι και πεντήκοντα (50) κόρων, εξαιρέσει των υπαγομένων εις τον Ν. 438/1976 “περί τουριστικών πλοίων και πλοιαρίων και ναυσταθλητικών σκαφών και ρυθμίσεως δασμολογικών και φορολογικών θεμάτων επί πλοίων, ως και επί πλοιαρίων αναψυχής”, ο οφειλόμενος φόρος αμελείται μη ενεργουμένης βεβαιώσεως τινός”.

3. Αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου ισχύουν από της ενάρξεως της ισχύος του Ν. 27/1975. Τα καταβληθέντα υπό των υποχρέων δια πλοία ολικής χωρητικότητος μέχρι και πεντήκοντα (50) κόρων ποσά φόρου δεν επιστρέφονται ουδέ συμψηφίζονται. Δια τα αυτά ως άνω πλοία, βεβαιωθέντα και μη καταβληθέντα ποσά φόρου διαγράφονται, αμελείται δε η βεβαίωσις τυχόν οφειλομένων ποσών φόρου βάσει οιουδήποτε τίτλου βεβαιώσεως.

Άρθρον 26
Πρόσθετοι φόροι.
Το άρθρον 18 του Ν. 27/1975 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Άρθρον 18.
Πρόσθετοι φόροι.
1. Οι υποβάλλοντες δήλωσιν μετά την παρέλευσιν της υπό των διατάξεων του παρόντος νόμου προβλεπομένης προθεσμίας, υπόκεινται και εις πρόσθετον φόρον, λόγω εκπροθέσμου υποβολής της δηλώσεως, υπολογιζόμενον επί του βάσει της δηλώσεως οφειλομένου φόρου και οριζόμενον εις πέντε επί τοις εκατόν (5%), δι` έκαστον μήνα από της λήξεως της προθεσμίας υποβολής της δηλώσεως. Ο πρόσθετος ούτος φόρος δεν δύνανται εν πάση περιπτώσει να υπερβή το εν τέταρτον (1/4) του φόρου, του οφειλομένου βάσει της δηλώσεως.
2. Οι υποβάλλοντες ανακριβή δήλωσιν υπόκεινται και εις πρόσθετον φόρον, λόγω ανακριβείας της δηλώσεως, οριζόμενον εις πεντήκοντα επί τοις εκατόν (50%) του φόρου, το οποίου την πληρωμήν θα διέφευγον δια της ανακριβείας.
3. Οι μη υποβάλλοντες παντάπασιν δήλωσιν υπόκεινται εις πρόσθετον φόρον λόγω παραλείψεως υποβολής δηλώσεως, οριζόμενον εις έκαστον επί τοις εκατόν (100%) του αναλογούντος φόρου.
4. Οι κατά τας προηγούμενας παραγράφους πρόσθετοι φόροι επιβάλλονται μη εξεταζομένης της υπάρξεως ή μη δόλου, είτε αμελείας του υποχρέου.

Άρθρον 27
Υπολογισμός του φόρου και εισφοράς επί των μεταβιβαζομένων ή υποθηκευομένων πλοίων.
Η παράγραφος 1 του άρθρου 19 του Ν. 27/1975 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“1. Απαγορεύεται η καταχώρησις εν τω νηολογίω πράξεων μεταβιβάσεως ή υποθηκεύσεως των εις φόρον και εισφοράν του παρόντος νόμου υποκειμένων πλοίων άνευ προσαγωγής βεβαιώσεως του αρμοδίου Οικονομικού Εφόρου ότι έχουν εκπληρωθή αι προς το Δημόσιον φορολογικαί υποχρεώσεις του πλοιοκτήτου και έχουν εξοφλήθη οι βαρύνοντες το πλοίον πάσης φύσεως φόροι και εισφοραί του Δημοσίου, οι αναλογούντες μέχρι του χρόνου ισχύος της εκδοθείσης υπό του Οικονομικού Εφόρου βεβαιώσεως δια την μεταβίβασιν ή υποθήκευσιν του πλοίου.
Εάν δια της μεταβιβάσεως το πλοίον δεν τίθεται υπό ξένην σημαίαν, ο φόρος και η εισφορά του παρόντος νόμου από της ημερομηνίας μεταβιβάσεως, βαρύνουν τον νέον πλοιοκτήτην. Εις την περίπτωσιν αυτήν η δήλωσις θα υποβάλλεται εντός του επομένου μηνός απο της μεταβιβάσεως του πλοίου, του οφειλομένου φόρου καταβαλλομένου εις ισοπόσους μηνιαίας δόσεις μέχρι τέλους Δεκεμβρίου, της πρώτης δόσεως καταβαλλομένης άμα τη υποβολή της εμπροθέσμου δηλώσεως, εφαρμοζομένων εν προκειμένω αναλόγως των διατάξεων του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 14.
Τα επ` ονόματι του παλαιού πλοιοκτήτου τυχόν βεβαιωθέντα ποσά φόρου ή εισφοράς, δια το μετά την μεταβίβασιν χρονικόν διάστημα εκπίπτονται ή επιστρέφονται κατά περίπτωσιν”.

Άρθρον 28
Εγκατάστασις Εν Ελλάδι γραφείων ή υποκαταστημάτων αλλοδαπών ναυτιλιακών επιχειρήσεων.

1. Το άρθρον 25 του Ν. 27/1975 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Άρθρον 25.
Εγκατάστασις εν Ελλάδι γραφείων ή υποκαταστημάτων των αλλοδαπών ναυτιλιακών επιχειρήσεων.
1. Γραφεία ή υποκαταστήματα αλλοδαπών επιχειρήσεων οιουδήποτε τύπου ή μορφής, ασχολούμενα αποκλειστικώς με την διαχείρησιν, εκμετάλλευσιν, ναύλωσιν, ασφάλισιν, διακανονισμών αβαριών, μεσιτείαν αγοραπωλησιών ή ναυπηγήσεων ή ναυλώσεων ή ασφαλίσεων πλοίων υπό Ελληνικήν ή ξένην σημαίαν άνω των χιλίων (1.000) κόρων ολικής χωρητικότητος, εξαιρέσει των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, ως και με την αντιπροσώπευσιν επιχειρήσεων, εχουσών ως αντικείμενον εργασιών τας αυτάς ως άνω δραστηριότητας, δύνανται να εγκαθίστανται εν Ελλάδι δυνάμει αδείας παρεχομένης δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Συντονισμού, Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Τα ως άνω γραφεία ή υποκαταστήματα, απολαμβάνουν των εν παραγράφω 3 του παρόντος άρθρου διευκολύνσεων και απαλλαγών, εφ` όσον καλύπτουν δι` εισαγωγής συναλλάγματος μη υποχρεωτικώς εκχωρητέου : α) τας εν Ελλάδι ετησίας δαπάνας λειτουργίας των δια ισοπόσου τουλάχιστον πεντήκοντα χιλίαδων (50.000) δολλαρίων Η.Π.Α. και β) τας εν Ελλάδι εν γένει πληρωμάς δια λογαριασόν των ή δια λογαριασμόν τρίτων.
Δι` αποφάσεων των Υπουργών Συντονισμού, Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας ρυθμίζονται αι λεπτομέρειαι της εφαρμογής των διατάξεων της παρούσης παραγράφου.

2. Δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Συντονισμού, Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, δύναται να αυξάνεται το υπό της προηγουμένης παραγράφου προβλεπόμενον κατώτατον όριον εισαγωγής συναλλάγματος δια κάλυψιν δαπανών λειτουργίας γραφείων ή υποκαταστημάτων, εγκατασταθησομένων μετά την έναρξιν της ισχύος της αποφάσεως ταύτης.

3. Αι περί ών η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου διευκολύνσεις και απαλλαγαί είναι:
α) Απαλλαγή από παντός φόρου, τέλους, εισφοράς ή κρατήσεως υπέρ του Δημοσίου ή οιουδήποτε τρίτου δια το εισόδημα αυτών, το κτώμενον εξ εργασιών ή παροχής υπηρεσιών, περί ων η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου. Ωσαύτως παρέχεται απαλλαγή απο του φόρου κύκλου εργασιών, των τελών χαρτοσήμου αντικειμενικώς και οιασδήποτε κρατήσεως ή τέλους υπέρ τρίτου, πλην των ανταποδοτικών, των συμβάσεων, των εισπράξεων και πληρωμών και γενικώς οιωνδήποτε πράξεων διενεργουμένων υπό των ως άνω γραφείων ή υποκαταστημάτων, ή δια λογαριασμόν των αντιπροσωπευομένων υπό τούτων επιχειρήσεων, εν τη ασκήσει των εργασιών ή εν τη παροχή υπηρεσιών περί ων η παρ. 1 του παρόντος άρθρου.
β) Χορηγείται εις το πάσης φύσεως αλλοδαπόν προσωπικόν των επιχειρήσεων τούτων άδεια εργασίας εν Ελλάδι δια χρονικόν διάστημα μέχρι δύο ετών. Η άδεια αύτη δύναται να παρατείνεται άνα διετίαν απεριορίστως και εφ` όσον ισχύει η υπαγωγή των επιχειρήσεων τούτων εις τας διατάξεις του παρόντος άρθρου. Η περί παροχής αδείας εργασίας και παραμονής ή παραστάσεως της ήδη χορηγηθείσης τοιαύτης αδείας αίτησις, δέον να συνοδεύεται και από υπεύθυνον δήλωσιν της επιχειρήσεως ότι ο αιτών αλλοδαπός ανήκει εις το προσωπικόν αυτής και εργάζεται αποκλειστικώς δι` αυτήν.
γ) Επιτρέπεται η ταχυδρόμησις συστημένων επιστολών εις το εξωτερικόν άνευ προσκομίσεώς των εις το Ταχυδρομείολν προς έλεγχον, εφ` όσον επί του φακέλου αναγράφεται η επωνυμία του αποστολέως, έχει τεθή η σφραγίς της επιχειρήσεως και η μονογραφή του Διευθυντού του εγκατασταθέντος γραφείου ή υποκαταστήματος.

4. Εις την δια της ως άνω κοινής αποφάσεως παρεχομένην άδειαν εγκαταστάσεως καθορίζονται το είδος των εργασιών ή υπηρεσιών, τας οποίας παρέχει το γραγείον ή υποκατατάστημα και οι όροι της εν γένει λειτουργίας αυτού. Το είδος και το ποσόν της εγγυήσεως προς το Δημόσιον δια την συμμόρφωσιν του γραφείου ή υποκαταστήματος προς τους όρους της κοινής Αποφάσεως, καθορίζεται δια κοινών Αποφάσεων των Υπουργών Συντονισμού, Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας, του ποσού της εγγυήσεως μη δυναμένου να είναι κατωτέρου των πέντε χιλιάδων (5.000) δολαρίων Η.Π.Α. ή τους εις δραχμάς ισοτίμου.

5. Η δια της κοινής Αποφάσεως παρεχομένη άδεια εγκαταστάσεως είναι ισχύος πέντε (5) ετών και δεν δύναται να ανακληθή προ της παρόδου του χρόνου τούτου αρχομένου από της δημοσιεύσεως της δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Κατά το αυτό ως άνω χρονικόν διάστημα δεν δύναται να μεταβληθούν οι όροι, υφ` ούς παρεσχέθη η άδεια εγκαταστάσεως, άνευ συναινέσεως της περί ης η άδεια επιχειρήσεως. Εις περίπτωσιν παραβάσεως όρου τινός της αδείας εγκαταστάσεως των Α.Ν. 89/1967 “περί εγκαταστάσεως εν Ελλάδι αλλοδαπών Εμποροβιομηχανικών Εταιρειών” και 378/1968 “περί συμπληρώσεως του Α.Ν. 89/1967 “περί εγκαταστάσεως εν Ελλάδι αλλοδαπών Εμποροβιομηχανιών Εταιρειών”, ή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, εκ μέρους, της επειχειρήσεως περί ης η άδεια, δύναται αύτη να ανακαλήται δια κοινής Αποφάσεως των εκδόντων ταύτην Υπουργών, αιρουμένων εν προκειμένω των εν τη περιπτώσει ά της παραγράφου 3 απαλλαγών αφ` ης ετελέσθη η παράβασις.

6. Πάσα διαφορά ανακύπτουσα μεταξύ του Ελληλνικού Δημοσίου και της αλλοδαπής επιχειρήσεως, αναγομένη εις την ερμηνείαν ή εις κενά της ως άνω κοινής Αποφάσεως ή την ανάκλησιν της αδείας εγκαταστάσεως, περί της οποίας η προηγουμένη παράγραφος, λύεται αποκλειστικώς δια διαιτησίας ενώπιον δύο διαιτητών, εξ ών ο εις ορίζεται υπό του Ελληνικού Δημοσίου, ο δε έτερος υπό της αλλοδαπής επιχειρήσεως. Ως διαιτητής του Ελληνικού Δημοσίου ορίζεται υπό της Ολομέλειας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Σύμβουλος ή Πάρεδρος αυτού. Εις ήν περίπτωσιν το έτερον των ανωτέρω μερών προσκαλούμενον υπό του επισπεύδοντος την διενέργειαν της διαιτησίας ήθελε βραδύνει πέραν των τριάκοντα (30) ημερών από της προς τούτο κοινοποιήσεως της προς το Δημόσιον πρόσκλησις προς διαιτησίαν υποβαλλέται εις το Υπουργείον Εμπορικής Ναυτιλίας μη απαιτουμένης της κοινοποιήσεως ταύτης εις έτερα Υπουργεία.
Εν περιπτώσει διαφωνίας των διαιτητών, ορίζεται υπό τούτων επιδιαιτητής και εν διαφωνία των διαιτητών, ως προς το πρόσωπον του επιδιαιτητού, ούτος διορίζεται επί τη αιτήσει οιουδήποτε εκ των ενδιαφερομένων μερών υπό του Προέδρου του Αρείου Πάγου, εκ των μελών του Δικαστηρίου τούτου. Η απόφασις της διαιτησίας είναι αμετάκλητος και εκτελεστή. Εκτελείται δε χωρίς να είναι ανάγκη να περιαφθή τον τύπον της εκτελέσεως. Ουδεμία αναστολή ή αναβολή εκτελέσεως της διαιτητικής αποφάσεως ή της λοιπής διαδικασίας επιτρέπεται. Τα έξοδα της διαιτησίας προκαταβάλλονται υπό του αιτούντος, βαρύνουν όμως τελικώς τον ηττηθέντα διάδικον.

7. Αι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων εφαρμόζονται αναλόγως υπό τας αυτάς προϋποθέσεις και επί των ημεδαπών επιχειρήσεων, των εχουσών ως αντικείμενον εργασιών αποκλειστικώς τας εν παραγρ. 1 του παρόντος άρθρου εργασίας ή υπηρεσίας”.

Άρθρον 29
Απαλλαγαί αλλοδαπών εταιρείων πλοιοκτητριών πλοίων υπό ξένην σημαίαν.
Το πρώτον εδάφιον του άρθρου 26 του Ν. 27/1975 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Αλλοδαπή εταιρεία πλοιοκτήτρια πλοίου υπό ξένην σημαίαν, όπερ τελεί υπό την εκμετάλλευσιν ή διαχείρισιν ημεδαπής ή αλλοδαπής επιχειρήσεως, εγκατεστημένης εν Ελλάδι δυνάμει των διατάξεων του προηγουμένου άρθρου, απαλλάσσεται από παντός φόρου, τέλους, εισφοράς ή κρατήσεως επί του εισοδήματος του κτηθέντος, εις το εξωτερικόν εκ της εκμεταλλεύσεως του πλοίου, του οποίου τυγχάνει πλοιοκτήτρια”.

Άρθρον 30
Υποχρεώσεις εγκατασταθεισών αλλοδαπών και ημεδαπών ναυτιλιακών επιχειρήσεων.

1. Αλλοδαπαί ναυτιλιακαί επιχειρήσεις εγκατασταθείσαι εν Ελλάδι δυνάμει των διατάξεων των Α.Ν. 89/1967 και 378/1968 ή του άρθρου 25 του Ν. 27/1975, ως και αι υπαχθείσαι εις τας διατάξεις ταύτας ημεδαπαί ναυτιλιακαί επιχειρήσεις, υποχρεούται να ζητήσουν μέχρι και της 31ης Δεκεμβρίου 1979 την υπαγωγήν των εις τας διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 27/1975, ως τούτο αντικαθίσταται δια του άρθρου 28 του παρόντος νόμου. Εν περιπτώσει αποδοχής της αιτήσεως εκδίδεται νέα Κοινή Απόφασις των Υπουργών Συντονισμού, Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίαας, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
Παρεχομένης απράκτου της ως άνω προθεσμίας ή εν περιπτώσει απορρίψεως της υποβληθείσης αιτήσεως , ανακαλείται από 1 Ιανουαρίου 1980 η χορηγηθείσα άδεια εγκαταστάσεως δια κοινής Αποφάσεως των Υπουργών Συντονισμού, Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

2. Αι ημεδαπαί επιχειρήσεως της προηγουμένης παραγράφου δύνανται να απασχολούνται και με την πρακτόρευσιν πλοίων αφ` ενός έπραττον τούτο μέχρις ενάρξεως ισχύος του παρόντος άνευ των πλειονεκτημάτων του άρθρου 28 δια τας εργασίας αυτάς.

Άρθρον 31
Εξουσιοδοτική διάταξις.
Η περίπτωσις β` της παραγράφου 1 του άρθρου 28 του Ν. 27/1975 αντικαθίσταται ως ακολούθως”
“β) Αι λεπτομέρειαι βεβαιώσεως και εισπράξεως του φόρου και της εισφοράς, ως και η διαδικασία και τ` απαιτούμενα δικαιολογητικά συμψηφισμού ή επιστροφής τούτων”.

Άρθρον 32
Υπολογισμός εισφοράς πλοίων πολλαπλής χωρητικότητος.
Εις το άρθρον 4 του Ν. 29/1975 “περί επιβολής ειδικής εισφοράς υπέρ Ν.Α.Τ. και άλλων τινών διατάξεων”, προστίθεται παράγραφος 6 έχουσα ως ακολούθως:
“6. Προς υπολογισμόν της εισφοράς πλοίου εφωδιασμένου δια πιστοποιητικού πολλαπλής ολικής και καθαράς χωρητικότητος λαμβάνεται υπ` όψιν ο μέσος όρος των εν τω πιστοποιητικώ καταμετρήσεως αναγραφομένων ολικών ή καθαρών κατά περίπτωσιν χωρητικοτήτων”.

Άρθρον 33
Παγιοποίησις διατάξεων.
Εις το άρθρον 8 του Ν. 29/1975 προστίθεται παράγραφος 3 έχουσα ως ακολούθως :
“3. Επιτρέπεται όπως δια συμβάσεως μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, εκπροσωπουμένου υπό των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας και της πλοιοκτητρίας επιχειρήσεως, ήτις έχει συμβληθή μετά του Ν.Α.Τ., συμφωνηθή παγιοποίησις των διατάξεων των άρθρων 1 έως και 5 του παρόντος νόμου καθ` όλον τον χρόνον ισχύος της μετά του Ν.Α.Τ. ασφαλιστικής συμβάσεως και ουχί πέραν των τριών (3) ετών”.

Άρθρον 34
Συμψηφισμός ή επιστροφή εισφοράς καταβληθείσης αχρεωστήτως.
Εις το άρθρον 9 του Ν. 29/1975 προστίθεται παράγραφος 4 έχουσα ως ακολούθως:
“4. Εισφορά καταβληθείσα αχρεωστήτως δι` οιονδήποτε λόγον, συμψηφίζεται προς οφειλομένην εισφοράν, εάν δε δεν οφείλεται τοιαύτη, επιστρέφεται εις δραχμάς επί τη βάσει της επισήμου τιμής αγοράς συναλλάγματος της Τραπέζης της Ελλάδος κατά την ημέραν της επιστροφής. Το ποσόν των δραχμών το προερχόμενον εκ της επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθείσης εισφοράς δύναται να χρησιμοποιήται δια δαπάνας μισθοδοσίας προσωπικού και λοιπά έξοδα λειτουργίας του πλοίου η πλοίων υπό Ελληνικήν σημαίαν συμβεβλημένων μετά του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου της αυτής διαχειρίσεως εις αμφοτέρας τας περιπτώσεις ή δια δαπάνας λειτουργίας γραφείου ή υποκαταστήματος υπαχθέντος εις τας διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 27/1975”.

Άρθρον 35
Απαλλαγή εισοδήματος κτώμενου από εταιρία χαρτοφυλακίου
Απαλλάσσεται από κάθε φόρο, τέλος, εισφορά ή κράτηση το εισόδημα που αποκτάται από εταίρους ή μετόχους Εταιρειών Χαρτοφυλακίου (holding companies), οι οποίες έχουν αποκλειστικά, άμεσα ή έμμεσα, μετοχές εταιρειών πλοιοκτητριών πλοίων με ελληνική σημαία ή ξένη σημαία, εφόσον οι πλοιοκτήτριες εταιρείες είναι συμβεβλημένες με το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο ή η εκμετάλλευση ή διαχείριση των πλοίων τους γίνεται από ημεδαπή ή αλλοδαπή επιχείρηση εγκατεστημένη στην Ελλάδα με βάση το άρθρο 25 του ν. 27/1975 (Α` 77), όπως ισχύει. Το ότι οι Εταιρείες Χαρτοφυλακίου (holding Companies) κατέχουν αποκλειστικά μετοχές πλοιοκτητριών εταιρειών πλοίων με ελληνική ή ξένη σημαία αποδεικνύεται:
(α) με την προσκόμιση σχετικών πιστοποιητικών της αρμόδιας δημόσιας αρχής της καταστατικής έδρας των εταιρειών, στο οποίο θα πρέπει να αναφέρονται η επωνυμία κάθε πλοιοκτήτριας εταιρείας, στην οποία μετέχουν οι Εταιρείες Χαρτοφυλακίου (holding companies), όπως και το όνομα και τα λοιπά στοιχεία ταυτότητας των πλοίων που ανήκουν σε κάθε πλοιοκτήτρια εταιρεία. Η αρμοδιότητα της αλλοδαπής δημόσιας αρχής για την έκδοση των πιστοποιητικών βεβαιώνεται από το Υπουργείο Εξωτερικών ή την Ελληνική Προξενική Αρχή, είτε (β) με την προσκόμιση πιστοποιητικών από τα οποία να προκύπτει ότι οι Εταιρείες Χαρτοφυλακίου (holding companies) είναι σε ισχύ (good standing), καθώς και αντίγραφο πρακτικού των Δ.Σ. των Εταιρειών Χαρτοφυλακίου, από το οποίο πρακτικό να προκύπτει η επωνυμία των πλοιοκτητριών εταιρειών, στις οποίες μετέχουν, το όνομα, η σημαία και ο λιμένας νηολόγησης του πλοίου ή των πλοίων, και το οποίο πρακτικό θα πρέπει να είναι θεωρημένο από την οικεία Προξενική Αρχή της χώρας της καταστατικής έδρας των Εταιρειών Χαρτοφυλακίου (holding companies) που εδρεύει στην Ελλάδα.
Ειδικά οι συμβεβλημένες με το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο πλοιοκτήτριες εταιρείες πλοίων με ξένη σημαία υποχρεούνται να προσκομίζουν και πιστοποιητικό του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου, από το οποίο να αποδεικνύεται ότι τα ως άνω πλοία τους είναι συμβεβλημένα με αυτό».
Σημ.: όπως το άρθρο 35,όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 39 Ν.3763/2009, ΦΕΚ Α 80, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 25 Ν.4110/2013, ΦΕΚ Α 17/23.1.2013.

Άρθρον 36
Φορολογία αλιευμάτων παραγωγής αλιευτικών πλοίων υπό ξένην σημαίαν ελληνικών συμφερόντων.

1. Επί των ακαθαρίστων εσόδων των προερχομένων εκ πωλήσεως, εν Ελλάδι, αλιευμάτων παραγωγής αλιετικών πλοίων ελληνικών συμφερόντων υπό ξένην σημαίαν, επιβάλλεται φόρος εισοδήματος υπολογιζόμενος επί συντελεστή εν επί τοις εκατόν (1%), υπό την προϋπόθεσιν ότι η διάθεσις των αλιευμάτων τούτων ενεργείται εις την ιχθυόσκαλαν ή εις την προκυμαίαν ή εις τα ψυγεία ξηράς.

2. Δια της καταβολής του οφειλομένου κατά την προηγούμενην παράγραφον φόρου εξαντλείται πάσα υποχρέωσις εκ του φόρου εισοδήματος της επιχείρησεως και των εταίρων ή μετόχων ταύτης, δια τα κτώμενενα καθαρά κέρδη εκ της διαθέσεως των αλιευμάτων των πλοίων τούτων εν Ελλάδι.

3. Αι διατάξεις του Ν.Δ. 3323/1955 και του Ν.Δ. 3843/1958, ως εκάστοτε ισχύουν, εφαρμόζονται αναλόγως και επί του επιβαλλομένου δια του παρόντος άρθρου φόρου, εκτός των θεμάτων των ρυθμιζομένων δια των προηγουμένων παραγράφων.

Άρθρον 37
Κατάργησις δασμολογικών και φορολογικών απαλλαγών επιβατικών αυτοκινήτων, εισαγομένων υπό υπαλλήλων ναυτιλιακών επιχειρήσεων.

1. Από της ενάρξεως ισχύςο του παρόντος νόμου καταργούνται αι δασμολογικαί και φορολογικαί απαλλαγαί αι αφορώσαι εις την ατελή εισαγωγήν επιβατικών αυτοκινήτων υπό του αλλοδαπού υπαλληλικού προσωπικού των εγκαταστημένων εις την Ελλάδα ναυτιλιακών επιχειρήσεων βάσει του Α.Ν. 89/1967 “περί εγκαταστάσεως εν Ελλάδι αλλοδαπών Εμποροβιομηχανικών Εταιρειών” και Α.Ν. 378/1968 “περί συμπληρώσεως του Α.Ν. 89/1967 “περί εγκαταστάσεως εν Ελλάδι αλλοδαπών Εμποροβιομηχανικών Εταιρειών”.

2. Επιβατικά αυτοκίνητα εισαχθέντα μέχρι τούδε ατελώς υπό του αλλοδαπού προσωπικού των ανωτέρω επιχειρήσεων δύναταια ετός προθεσμίας δώδεκα (12) μηνών να επανεξαχθούν ή να τελωνισθούν επί τη καταβολή του ημίσεος του προβλεπομένου δασμού και ειδικού φόρου καταναλώσεως ως και του ημίσεος του εφ` άπαξ προσθέτου ειδικού τέλους ταξινομήσεως.

3. Απαγορεύεται η μεταβίβασις της κυριότητος ή παραχώρησις της χρήσεως των κατά την προηγουμένην παράγραφον τελωνιζομένων αυτοκινήτων προ της παρελεύσεως τριετίας από του τελενισμού των.

4. Αι διατάξεις του άρθρου 6 του Ν.Δ. 36/1968 “περί θεσπίσεως δασμολογικών τινών απαλλαγών και διευκολύνσεων και ρυθμίσεως ενίων τελωνειακών θεμάτων”, καθ` ό μέρος αφορούν εις την ελευθέραν εισαγωγήν και κυκλοφορίαν επιβατικών αυτοκινήτων δεν έχουν εφαρμογήν επί των εν λόγω προσώπων.

Άρθρον 38
Γνωμοδοτική Επιτροπή εισφοράς υπέρ του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου.

1. Εις την παράγραφον 1 του άρθρου 65 του Π.Δ. 639/1977 “περί διαρθρώσεως του Υπουργείου Οικονομικών και Οργανισμού των Υπηρεσιών αυτού” προστίθεται περίπτωσις ε` έχουσα ως ακολούθως:
“ε` Εξ ενός αντιπροσώπου της Ενώσεως Ελλήνων Εφοπλιστών, προτεινομένου μετά του αναπληρωτού του υπό του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής”.

2. Αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου ισχύουν από της ενάρξεωςς ισχύος του Π.Δ. 636/1977.

Άρθρον 39
Κυρούται και έχει ισχύν νόμου αφ` ης εξεδόθη, η υπ` αριθ. Ε. 1083/289 από 1 Φεβρουαρίου 1978 απόφασις του Υπουργού Οικονομικών έχουσα ως ακολούθως :
Αριθ. Πρωτ. Ε. 1083/289 ΠΟΛ 14 Αθήναι, 1 Φεβρουαρίου 1978
`Εχοντας υπόψη:
α) Τις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 14 και 19 του Ν. 27/1975 “περί φορολογίας πλοίων, επιβολής εισφοράς προς ανάπτυξιν της Εμπορικής Ναυτιλίας, εγκαταστάσεως αλλοδαπών ναυτιλιακών επιχειρήσεων και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων.
β) Το γεγονός ότι, με το σχέδιο νόμου που έχει καταρτισθεί, καθορίζεται ότι σε περίπτωση υποθηκεύσεως πλοίου πρώτης κατηγορίας καταβάλλονται οι φόροι και εισφορά που αναλογούν μέχρι την ημέρα της υπηθηκεύσεως του πλοίου:
Αποφασίζουμε:
Για τα πλοία που υποθηκεύονται από την 1ην Ιανουαρίου 1978 και μετά, οι πλοιοκτήτες υποχρεώνονται να εξοφλούν τους φόρους και εισφοράς του Δημοσίου που βαρύνουν αυτά και που αναλογούν μέχρι και την ημέρα της υποθηκεύσεώς του.
Ο Υπουργός ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΟΥΤΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΩΝ, ΔΩΡΕΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΙΚΩΝ

Άρθρον 40
Εξαιρέσεις εκ του φόρου κληρονομιών, δωρεών, προικών.

1. Από την αγοραία αξία κάθε στρέμματος μεταβιβαζόμενης αιτία θανάτου γεωργικής ή κτηνοτροφικής έκτασης, μαζί με τις εγκαταστάσεις που βρίσκονται πάνω σε αυτήν και εξυπηρετούν αποκλειστικά την εκμετάλλευσή της, και εφόσον η αξία αυτή δεν υπερβαίνει τα επτά χιλιάδες (7.000) ευρώ, δεν φορολογείται το μέχρι τρεισήμισι χιλιάδες (3.500) ευρώ τμήμα της για κάθε κληρονόμο ή κληροδόχο και συνολικά για ποσό μέχρι εκατόν είκοσι χιλιάδες (120.000) ευρώ και μέχρι εκατό (100) στρέμματα μεταβιβαζόμενης έκτασης, εάν:.

α) Οι κληρονόμοι ή κληροδόχοι είναι τέκνα (εκ νομίμου γάμου, εξώγαμα έναντι της μητρός, αναγνωρισθέντα έναντι αμφοτέρων των συζύγων, θετά), σύζυγος, γονείς ή αδελφοί του κληρονομουμένου.

β) Οι κληρονόμοι ή κληροδόχοι ασχολούνται προσωπικώς και κατά κύριον επάγγελμα εις την γεωργίαν ή κτηνοτροφίαν, έστω και άν έτι ούτοι χρησιμοποιούν επιβοηθητικώς τα μέλη της οικογενείας των ή και ξένους εργάτας.

Η καταλληλότης εκτάσεώς τινος, μετά των επ` αυτής εγκαταστάσεων, δια γεωργικήν ή κτηνοτροφικήν εκμετάλλευσιν, αποδεικνύεται δια βεβαιώσεως της αρμοδίας Διευθύνσεως του Υπουργείου Γεωργίας, εκδιδομένης ατελώς και επισυναπτομένης εις την δήλωσιν κληρονομίας.

γ) Η έκτασις χρησιμοποιήται υπό των κληρονόμων ή κληροδόχων αδιαλείπτως επί δώδεκα (12) συναπτά έτη, από της κτήσεώς της, αποκλειστικώς δια γεωργικήν ή κτηνοτροφικήν εκμετάλλευσιν.

Προκειμένου περί κτήσεως ιδανικού μεριδίου γεωργικής ή κτηνοτροφικής εκτάσεως, δια την μη υπαγωγήν εις φόρον, λαμβάνονται υπ` όψιν τα ποσοστά εκάστου μεριδίου, τα αντιστοιχούντα εις έκτασιν μέχρι τεσσαράκοντα (40) στρεμμάτων.

Από την αγοραία αξία κάθε στρέμματος μεταβιβαζόμενης λόγω κληρονομικής διαδοχής γεωργικής ή κτηνοτροφικής έκτασης, μαζί με τις εγκαταστάσεις που βρίσκονται πάνω σε αυτή και εξυπηρετούν αποκλειστικά την εκμετάλλευσή της, δεν φορολογείται ποσό που ισούται με το εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) της ανά στρέμμα αξίας μεταβιβαζόμενης έκτασης για κάθε κληρονόμο ή κληροδόχο και συνολικά για ποσό μέχρι πεντακόσιες τριάντα χιλιάδες (530.000) ευρώ και για μέχρι εκατόν είκοσι (120) στρέμματα μεταβιβαζόμενης έκτασης, εφόσον συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 άρθρ.1 Ν. 2873/2000,ΦΕΚ Α 285/28.12.2000,αντικαταστάθηκε και πάλι με την παρ.13 άρθρ.12 Ν.2948/2001, ΦΕΚ Α 242/19.10.2001.

α) Οι κληρονόμοι ή κληροδόχοι είναι νέοι αγρότες, έστω και αν χρησιμοποιούν επιβοηθητικά τα μέλη της οικογένειάς τους ή και ξένους εργάτες. β) Οι κληρονόμοι ή κληροδόχοι είναι τέκνα, σύζυγοι, γονείς ή αδελφοί του κληρονομουμένου και γ) Η έκταση χρησιμοποιείται αδιαλείπτως από τους κληρονόμους ή κληροδόχους για δεκαπέντε (15) συναπτά έτη από την απόκτησή της, αποκλειστικά για αγροτική εκμετάλλευση. Η καταλληλότητα και ο χαρακτήρας της έκτασης, μαζί με τις εγκαταστάσεις της, ως γεωργικής ή κτηνοτροφικής, αποδεικνύεται με βεβαίωση της αρμόδιας κατά τόπο υπηρεσίας του Υπουργείου Γεωργίας, που επισυνάπτεται στη δήλωση κληρονομίας. Προκειμένου περί κτήσεως ιδανικού μεριδίου γεωργικής ή κτηνοτροφικής έκτασης, για την υπαγωγή σε φόρο λαμβάνονται υπόψη τα ποσοστά εκάστου μεριδίου που αντιστοιχούν σε έκταση μέχρι εκατό (100) στρέμματα. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Γεωργίας, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί, ανάλογα με την περιοχή που βρίσκεται η κληρονομούμενη έκταση, να αυξάνονται ή να μειώνονται τα όρια των αφορολόγητων ποσών της παρούσας παραγράφου.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε ν με την παρ.1 άρθρ.4 Ν.2520/1997 (Α 173/1-9-1997) και ισχύουν για επτά χρόνια (αρθρ.30)

2. Αν αλλάξει ολικά ή μερικά η χρήση ή εκμισθωθούν οι εκτάσεις, οι οποίες δεν έχουν υπαχθεί σε φόρο κατά την προηγούμενη παράγραφο, ή αν δεν καλλιεργηθούν αυτές για δύο συνεχόμενα έτη από τον κληρονόμο ή κληροδόχο, πριν από την πάροδο των δεκαπέντε (15) ετών, ο κληρονόμος ή κληροδόχος υποχρεώνεται, μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την αλλαγή της χρήσης ή την εκμίσθωση ή τη λήξη της διετούς προθεσμίας, να υποβάλει δήλωση με την αξία που έχουν οι εκτάσεις κατά το χρόνο αυτόν και να καταβάλλει το φόρο κληρονομιάς που επιμεριστικά αναλογεί σε αυτές. Αν η αξία των εκτάσεων αυτών κατά το χρόνο αλλαγής της χρήσης ή της εκμίσθωσης ή της λήξης της διετούς προθεσμίας είναι μικρότερη εκείνης του χρόνου της απαλλαγής, λαμβάνεται υπόψη η μεγαλύτερη αξία.
Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζεται επί αναγκαστικού πλειστηριασμού ή επί αναγκαστικής απαλλοτρίωσης για δημόσια ωφέλεια ολόκληρης της έκτασης ή τμήματος αυτής ή σε περίπτωση θανάτου του αγρότη, εφόσον η δεκαπενταετία συμπληρωθεί στο πρόσωπο των κληρονόμων αυτού.”
Αν η κατά το πρώτο εδάφιο αλλαγή χρήσης συνίσταται σε ανέγερση κτισμάτων που δεν εξυπηρετούν την αγροτική εκμετάλλευση, για την οποία απαιτείται έκδοση άδειας της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας, η άδεια αυτή δεν χορηγείται αν δεν προσκομιστεί το πιστοποιητικό της αρμοδίας Δ.Ο.Υ. ότι υποβλήθηκε η οικεία δήλωση και καταβλήθηκε ολόκληρος ο φόρος.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 9 άρθρ. 4 Ν. 2538/1997 (ΦΕΚ 242 Α`) αντικαταστάθηκαν ως άνω με την παρ.15 άρθρ.1 Ν.2892/2001,ΦΕΚ Α 46/3.9.2001.

3. Απαγορεύεται η μεταβίβαση γεωργικής ή κτηνοτροφικής έκτασης, η οποία δεν έχει υπαχθεί σε φόρο, κατά την παράγραφο 1, πριν από την πάροδο της προθεσμίας των δεκαπέντε (15) ετών, αν δεν υποβληθεί δήλωση με την αξία που αυτή έχει κατά το χρόνο της μεταβίβασης και δεν καταβληθεί ολόκληρος ο φόρος που αναλογεί επιμεριστικά στην αξία της έκτασης αυτής. Αν η αξία της γεωργικής ή κτηνοτροφικής έκτασης κατά το χρόνο μεταβίβασης είναι μικρότερη εκείνης του χρόνου της απαλλαγής, λαμβάνεται υπόψη η μεγαλύτερη αξία. Εξαιρείται η μεταβίβαση αιτία δωρεάς ή γονικής παροχής προς τα πρόσωπα της ίδιας παραγράφου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.16 άρθρ.1 Ν.2892/2001,ΦΕΚ Α 46/3.9.2001.

4. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται ανάλογα και επί γεωργικών ή κτηνοτροφικών εκτάσεων που αποκτώνται αιτία δωρεάς (εν ζωή ή αιτία θανάτου) ή γονικής παροχής ή προίκας που είχε συσταθεί κατά τα άρθρα 1406, 1412 έως και 1414 του Αστικού Κώδικα. Για μεταβίβαση γεωργικών ή κτηνοτροφικών εκτάσεων αιτία δωρεάς, γονικής παροχής, προίκας και αιτία θανάτου, εφόσον οι μεταβιβάσεις έγιναν από τον ίδιο δικαιοπάροχο προς τον ίδιο δικαιοδόχο, κάθε μεταγενέστερη αυτών δεν υπόκειται σε φόρο, αν στις προγενέστερες μεταβιβάσεις δεν είχε συμπληρωθεί το κατά την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού ανώτατο όριο απαλλαγής.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 άρθρ.4 Ν.2520/1997 (Α 173/1-9-1997) και ισχύουν για επτά χρόνια (αρθρ.30), ο οποίος όμως στην συνέχεια αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.8 του άρθρου 70 του Ν.2538/1997 (Α 242).Εναρξη ισχύος από την έναρξη ισχύος του Ν.2520/97.
Το αυτό ισχύει και προκειμένου περί μεταβιβάσεων αιτία δωρεάς και προικός και θανάτου, εφ` όσον αι μεταβιβάσεις εγένετο υπό του αυτού προσώπου προς την υπέρ ης η προίξ.
Επί προικός, αι προϋποθέσεις των περιπτώσεων β` και γ` της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεν να συντρέχουν εν τω προσώπω του προικολήπτου.

5. Απαγορεύεται η σύνταξις συμβολαιογραφικού εγγράφου μεταβιβάζοντος την κυριότητα ή συνιστώτος εμπράγματα δικαιώματα επί γεωργικής ή κτηνοτροφικής εκτάσεως, ήτις δεν υπήχθη εις φόρον κατά την παράγραφον 1 του παρόντος άρθρου, αν δεν προσαρτήθη υπό του συμβολαιογράφου εις το παρ` αυτού συντασσόμενον συμβόλαιον, βεβαίωσις του αρμοδίου Οικον. Εφόρου, περί υποβολής ολοκλήρου του ποσού του επιμερηστικώς αναλογούντος επί της εκτάσεως φόρου.

6. Οι συμβολαιογράφοι υποχρεούνται, όπως, το πρώτον πενθήμερον εκάστου μηνός, αποστέλλουν εις την αρμοδίαν Διεύθυνσιν του Υπουργείου Γεωργίας αντίγραφον ατελώς, δαπάναις των συμβαλλομένων, των εντός του αμέσως προηγουμένου μηνός κατατρισθέντων υπ` αυτών, κατά τα άνω, συμβολαίων και πράξεων αποδοχής κληρονομίας.

7. Προκειμένου περί κτήσεων γεωργικών ή κτηνοτροφικών εκτάσεων, μη υποκειμένων κατά τας διατάξεις του παρόντος άρθρου εις φόρον, εν τη υποβαλλομένη υπό του υποχρέου φορολογική δηλώσει γίνεται ρητή μνεία ότι η κτηθείσα έκτασις είναι γεωργική ή κτηνοτροφική και ότι θα χρησιμοποιηθή αδιαλείπτως και κατά αποκλειστικότητα δια γεωργικήν ή κτηνοτροφικήν εκμετάλλευσιν επί δώδεκα (12) συναπτά έτη από της κτήσεώς της. Ωσαύτως, η ρητή αύτη μνεία, δεον απαραιτήτως να περιλαμβάνηται και εις τα συντασσόμενα συμβόλαια δωρεάς ή προικός, ως και εις τας πράξεις αποδοχής της κληρονομίας ή κληροδοσίας.

8. Κατά των παραβατών των διατάξεων του παρόντος άρθρου επιβάλλονται αι υπό των διατάξεων του άρθρου 55 του Ν. 1641/1919 “περί φορολογίας των κληρονομιών, δωρεών, προικών και κερδών εκ λαχείων”, ως επανετέθησαν εν ισχύι δια του άρθρου 1 του Ν.Δ. 81/1974 “περί καταργήσεως του Ν.Δ. 248/1973, επαναφοράς και συμπληρώσεως διατάξεων φορολογικών τινων νόμων και παροχής φορολογικών διευκολύνσεων “, ως και αι υπό του άρθρου 117 του Ν.Δ. 118/1973 “περί Κώδικος Φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, προικών και κερδών εκ λαχείων”, προβλεπόμεναι κυρώσεις.

9. Επί των υποθέσεων του παρόντος άρθρου και δια θέματα μη ρυθμιζόμενα υπ` αυτού εφαρμόζονται αι δια θέματα μη ρυθμιζόμενα υπ` αυτού εφαρμόζονται αι διατάξεις του Ν.Δ. 118/1973, ως αύται τροποποιηθείσαι ισχύουν.

Άρθρον 41
Προθεσμία υποβολής δηλώσεων.

1. Η περίπτωσις β` της παραγράφου 1 του άρθρου 62 του Ν.Δ. 118/1973 αντικαθίσταται, ως κατωτέρω:
“β) Εντός εννέα (9) μηνών, εάν ο κληρονομούμενος απεβίωσεν εν τη αλλοδαπή ή εάν οι κληρονόμοι ή κληροδόχοι διέμενον εν τη αλλοδαπή κατά τον χρόνον θανάτου του κληρονομουμένου.
Εις τας περιπτώσεις ταύτας, εάν ο κληρονόμος ή κληροδόχος λάβη εις την κατοχήν του τα αντικείμενα της αιτία του θανάτου κτήσεως εντός των πρώτων εξ μηνών της εννεαμήνου προθεσμίας, η προθεσμία των εννέα μηνών συντέμνεται εις εξ μήνος από της καταλήψεως των περιουσιακών τούτων στοιχείων”.

2. Το άρθρον 64 του Ν.Δ. 118/1973 αντικαθίσταται, ως κατωτέρων:
” Δι` αποφάσεως του οικονομικού εφόρου δύναται να παραταθούν δι` αποχρώντος λόγους αι κατά την παράγραφον 1 του άρθρου 62 προθεσμίαι μέχρι τριών (3) μηνών κατ` ανώτατον όριον από την νομίμου λήξεώς των, κατόπιν αιτήσεως του προς δήλωσιν υποχρέου, υποβαλλομένης μέχρι της κοινοποιήσεως της κατ` άρθρον 76 πράξεως και πάντως ουχί εις χρόνον μεταγενέστερον των τριών (3) μηνών από της λήξεως της υπό των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 62 της οριζομένης προθεσμίας”.

Άρθρον 42
Απαλλαγαί
Το υπό της παραγράφου 3 του άρθρου 25 του αυτού ως άνω Ν.Δ. 118/1973, ως αύτη ετροποποιήθη δια της παραγράφου 2 του άρθρου 32 του Ν. 12/1975, προβλεπόμενον ποσόν ορίζεται εις εν εκατομμύριον (1.000.000) δραχμάς.

Άρθρον 43
Κατάταξις συγγενών εξ υιοθεσίας εις φορολογικάς κλίμακας.

1. Η διάταξις της παραγράφου 2. του άρθρου 29 του Ν.Δ. 118/1973, ως αύτη ηριθμήθη δια της διατάξεως της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του Ν. 231/1975 αντικαθίσταται, ως κατωτέρω:
“2. Επί υιοθεσίας, δια τον υπολογισμόν του φόρου, η κατατάξις εις την οικείαν κατηγορίαν του παρόντος άρθρου του υιοθετηθέντος ή των μετά την υιοθεσίαν γεννηθέντων γνησίων κατιόντων αυτού έναντι του υιοθετήσαντος, ενεργείται επί τη βάσει της συγγενικής σχέσεως της δημιουργηθείσης δια της υιοθεσίας.
Κατ` εξαίρεσιν, ο Οικον. `Εφορος δύναται δια τον υπολογισμόν του φόρου να μη λάβη υπ` όψιν τον εκ της υιοθεσίας βαθμόν συγγενείας, όταν διαπιστώση ότι αύτη εγένετο προδήλως προς καταστρατήγησιν εν όψει επικειμένου θανάτου ή οσάκις η διαφορά της ηλικίας μεταξύ του υιοθετήσαντος και υιοθετηθέντος δεν αποδεικνύει ειλικρινή πρόθεσιν υιοθεσίας.
Η κατάταξις εις την οικείαν κατηγορίαν του παρόντος άρθρου του υιοθετήσαντος, έναντι του υιοθετηθέντος ή των μετά την υιοθεσίαν γεννηθέντων γνησίων κατιόντων αυτού, ενεργείται επί τη βάσει της συγγενικής σχέσεως της υφισταμένης προ της υιοθεσίας”.

2. Αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται και επί υποθέσεων, δια τας οποίας η φορολογική υποχρέωσις εγεννήθη προ της ενάρξεως ισχύος του παρόντος νόμου, δεν είχεν όμως λήξει κατ` αυτήν η υπό των άρθρων 62 και 64 του Ν.Δ. 118/1973 προβλεπομένη προθεσμία προς υποβολήν δηλώσεως, ή η δήλωσις θα υποβληθή εντός μηνός από της δημοσιεύσεως του παρόντος.

Άρθρον 44
Υπόχρεοι εις δήλωσιν.
Η διάταξις της παραγράφου 7 του άρθρου 61 του Ν.Δ. 118/1973 αντικαθίσταται, ως ακολούθως :
“7. Εάν ο υπόχρεως εις δήλωσιν έχη κηρυχθή εις κατάστασιν πτωχεύσεως μετά την επαγωγήν της κληρονομίας, εις δήλωσιν υποχρεούται ο σύνδικος, μετά την ρητήν ή σιωπηράν αποδοχήν της κληρονομίας υπό του πτωχού και εφ` όσον δεν υπεβλήθη υπό τούτου”.

Άρθρον 45
Αναστολή εισπράξεως φόρου κληρονομιών.

1. Αναστέλλεται επί διετίαν, από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος νόμου, η είσπραξις βεβαιωθέντων ή βεβαιωθησομένων φόρων κληρονομίας, οφειλομένων προς το Ελληνικόν Δημόσιον παρά Κυπρίων υπηκόων προσφύγων, εγκατασταθέντων εν Ελλάδι μετά την 15 Ιουλίου 1974, δια περουσιακά στοιχεία κείμενα εν Ελλάδι και μεταβιβασθέντα αυτοίς αιτία θανάτου παρά συζύγου ή πατρός. Δια το διάστημα της αναστολής δεν οφείλονται τόκοι και προσαυξήσεις εκπροθέσμου καταβολής.

2. Η διάταξις της προηγουμένης παραγράφου δεν τυγχάνει εφαρμογής εις άς περιπτώσεις εις την κληρονομίαν περιέχονται και μετρητά, καλύπτοντα τουλάχιστον ποσοστόν τριάκοντα τοις εκατόν (30%) του οφειλομένου φόρου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ΄
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΕΩΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ

Άρθρον 46
Ειδικαί περιπτώσεις φορολογίας.

1. Εις το άρθρον 2 του Α.Ν. 1521/1950 “περί φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων”, κυρωθέντος δια του Ν. 1587/1950, ως ισχύει, προστίθεται παράγραφος υπ`αριθ. 5 έχουσα ούτω:
“5. Επί μεταβιβάσεως, εις εκτέλεσιν συμβολαιογραφικού προσυμφώνου, ιδανικού μεριδίου οικοπέδου, υπό του οικοπεδούχου προς τον κατά κύριον επάγγελμα εργολήπτην, όστις ανέλαβε την επί τούτου ιδίαις δαπάναις ανέγερσιν οικοδομής επί αντιπαροχή, ο φόρος μεταβιβάσεως υπολογίζεται μόνον επί της αγοραίας αξίας των ποσοστών του οικοπέδου, έστω και εάν κατά την κατάρτισιν του οριστικού συμβολαίου έχουν ανεγερθή υπό του εργολήπτου κτίσματα”.

2. Αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου έχουν εφαρμογήν και επί υποθέσεων εκκρεμουσών, κατά την έναρξιν του παρόντος, ενώπιον του Οικονομικού Εφόρου ή των Διοικητικών Δικαστηρίων.

Άρθρον 47
Αναγκαστικαί απαλλοτριώσεις.

1. Εις το τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του Α.Ν. 1521/1950, κυρωθέντος δια του Ν. 1587/1950, ως ισχύει, προστίθεται εδάφιον, έχον ούτω:
“Επί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ακινήτου δια δημοσίαν ωφελείαν, ο φόρος μεταβιβάσεως βαρύνει, εις πάσαν περίπτωσιν, τον υπόχρεων προς πληρωμήν της αποζημιώσεως”.

2. Εις το άρθρον 6 του Α.Ν. 1521/1950, προστίθεται περίπτωσις ζ` έχουσα ούτω:
“ζ) Η αναγκαστική απαλλοτρίωσις ακινήτου δια δημοσίαν ωφελείαν υπέρ του Δημοσίου και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου”.

3. Το τελευταίον εδάφιον της παραγράφου 6 του άρθρου 7 του Α.Ν. 1521/1950, ως αύτη ηριθμήθη δια της παραγράφου 4 του άρθρου 1 του Ν.Δ. 329/1974 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων του δια του Ν. 1587/1950, κυρωθέντος Α.Ν. 1521/1950 “περί φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων”, αντικαθιστάται, ως ακολούθως :
“Επί αναγκαστικής απαλλοτριώσεις ακινήτων δια δημοσίαν ωφέλειαν, επιδίδεται δήλωσις φόρου μεταβιβάσεως, υπό του υποχρέου προς πληρωμήν της αποζημιώσεως ή υπό του κατά νόμον ενεργούντος δια λογαριασμόν αυτού, προ της καταβολής της προσωρινώς ή οριστικώς καθορισθείσης αποζημιώσεως και καταβάλλεται υπ` αυτών εξ ολοκλήρου ο αναλογών φόρος μεταβιβάσεως.
Η παρακατάθεσις της προσωρινώς ή οριστικώς προσδιορισθείσης αποζημιώσεως απαγορεύεται, άνευ προσκομίσεως κεκυρωμένου αντιγράφου της υποβληθείσης δηλώσεως”.

4. Το δεύτερον εδάφιον της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Α.Ν. 1521/1950, καταργείται.

5. Η παράγραφος 4 του άρθρου 13 του Α.Ν. 1521/1950, αντικαθίσταται, ως ακολούθως : “4. Ο μεταγραφοφύλαξ υποχρεούται ν` αρνηθή την μεταγραφήν συμβάσεως ή δικαστικής αποφάσεως ή οιασδήποτε ετέρας πράξεως αφορώσης εις την μεταβίβασιν της κυριότητος ή ετέρων εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων, πλην υποθήκης, εφ` όσον δεν προσάγεται εις αυτόν αντίγραφον της δηλώσεως φόρου μεταβιβάσεως, δεόντως θεωρημένου, υπό του Οικονομικού Εφόρου.
Ειδικώς προκειμένου περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, απαγορεύεται η μεταγραφή εις τα οικεία βιβλία της αποφάσεως κηρύξεως αυτής, εάν δεν προσαχθή αντίγραφον δηλώσεως φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων, δεόντως θεωρημένον, εξ ού να προκύπτη ότι κατεβλήθη ο επί της οριστικώς καθορισθείσης αποζημιώσεως αναλογών φόρος ή ότι δεν οφείλεται φόρος.
Αι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρούσης παραγράφου εφαρμόζονται και δια την ενέργειαν των οικείων μεταβολών εις το νηολόγιον”.

6. Η ισχύς των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου άρχεται από της 10ης Μαϊου 1977.
Επί υποθέσεων αναγκαστικών απαλλοτριώσεων δια δημοσίαν ωφελείαν, δι` ας επεδόθησαν δηλώσεις φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων, άνευ καταβολής του οφειλομένου φόρου, ο υπόχρεως προς πληρωμήν της αποζημιώσεως επιδίδει εις το αρμόδιον Οικονομικόν `Εφορον δήλωσιν και καταβάλλει εξ ολοκλήρου τον οφειλόμενον φόρον, άνευ προσθέτου τοιούτου.
Η δήλωσις αύτη δέον να υποβληθή εντός ανατρεπτικής προθεσμίας τριών (3) μηνών από της δημοσιεύσεως του παρόντος. Παρεχομένης απράκτου της προθεσμίας ταύτης, ο Οικονομικός `Εφορος, εκδίδει κατά του υποχρέου φύλλον ελέγχου προσδιορισμού του φόρου, κυρίου και προσθέτου, κατά τας διατάξεις του Α.Ν. 1521/1950, ως ισχύει:

7. Φόρος μεταβιβάσεως δι` αναγκαστικάς απαλλοτριώσεις, καταβληθείς υπό του υποχρέου ή παρακρατηθείς παρά του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων εκ της παρακατατεθείσης αποζημιώσεως, μέχρι και της αποζημιώσεως ,εφ` όσον το ποσόν της αποζημιώσεως αυτήςδεν προσηυξήθη δια του αναλογούντος φόρου μεταβιβάσεως και η αξίωσις του δικαιούχου δεν υπέκυψεν εις την παραγραφήν της παραγράφου 2 του άρθρου 91 του Ν.Δ. 321/1969 “περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού “, ως ισχύει.
Η διαδικασία επιστροφής, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, ως και πάσα λεπτομέρεια αναγκαία δια την εφαρμογήν της διατάξεως του προηγουμένου εδαφίου, καθορισθήσονται δι` αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών.

8. Η παράγραφος 3 του άρθρου 13 του Ν.Δ. 797/1971 “περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων” καταργείται της υπ` αριθ. 4 παραγράφου αυτού αριθμουμένης ως 3.

Άρθρον 48
Απαλλαγή εκ του φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων.

1. Εις το άρθρον 6 του Α.Ν. 1521/1950 προστίθεται περίπτωσις η` έχουσα ούτω:
“η`) Η σύμβασις ανταλλαγής ακινήτων μεταξύ του Δημοσίου και Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου”.

2. Αι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του Ν. 231/1975 “περί αντικαταστάσεως, τροποποιήσεως και συμπληρώσεως φορολογικών τινων διατάξεων”, αντικαθίστανται αφ` ης ίσχυσαν, ως ακολούθως :
“3. Επί ακινήτων εισφερθέντων ή αγορασθέντων υπό ανωνύμου εταιρείας μετά την 1ην Ιανουαρίου 1972, επί των οποίων δεν ανηγέρθη ξενοδοχείον εντός τριετίας από της αγοράς ή εισφοράς, δεν οφείλεται διαφορά φόρου συμφώνως προς την διάταξιν της περιπτώσεως γ` της παραγράφου 1β` του άρθρου 4 του δια του Ν. 1587/1950 “περί φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων”, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη υπό των διατάξεων των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 11 του Ν. 4459/1965 “περί τροποποιήσεως των διατάξεων”, “περί φορολογίας μεταβιβάσεως ακινήτων κ.λπ.”, εφόσον η ανέγερσις του ξενοδοχείου πραγματοποιηθή μέχρι τέλου του έτους 1980.
Εις ην περίπτωσιν η τριετής προθεσμία περί ης η διάταξις του προηγουμένου εδαφίουι δεν συνεπληρώθη μέχρι της ενάρξεως ισχύος του παρόντος, αύτη παρατείνεται μέχρι τέλους του έτους 1980.
Εν περιπτώσει μη ανεγέρσεως του ξενοδοχείου, εντός της υπό των προηγουμένων εδαφίων οριζομένης προθεσμίας η μεταβολής της τοιαύτης χρήσεως του εισφερθέντος ή αγορασθέντος ακινήτου προ της παρελεύσεως εικοσαετίας από της εισφοράς, ή αγοράς αυτού, ο τελευταίος κύριος υποχρεούται εις υποβολήν δηλώσεως και καταβολήν του οφειλομένου φόρου, κατά τα εν παραγράφω 4 του άρθρου 11 του Ν. 4459/1965 ειδικώτερον οριζόμενα”.

3. Αι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 47 του Ν. 542/1977 εφαρμόζονται, υπό τας εν αυταίς τιθεμένας προϋποθέσεις, και επί ανωνύμων εταιρειών αίτινες έτυχον των υπό των διατάξεων του Α.Ν. 543/1968, ως ούτος ετροποποιήθη δια του Ν.Δ. 848/1971, φορολογικών απαλλαγωών απαλλαγών και αυτοδιελύθησαν εντός της υπό της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του Ν. 231/1975 οριζομένης προθεσμίας.

4. Αι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του Ν. 231/1975 εφαρμόζονται, υπό τας εν αυταίς τιθεμένας προϋποθέσεις και επί ανωνύμων εταιρειών και εταιρειών περιορισμένης ευθύνης, διαλυομένων εντός εξ (6) μηνών από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος.

5. Εν περιπτώσει διαλύσεως επαγγελματικών σωματείων των δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων και υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, η μεταβίβασις παντός περουσιακού στοιχείου, προς έτερον νεοσυσταθέν σωματείον παντός βαθμού του αυτού κλάδου ή υπηρεσίας, ως και αι περί ταύτης σχετικαί συμβάσεις απαλλάσονται, επί εν έτος από της ενάρξεως ιχύος του παρόντος, παντός γενικού ή ειδικού φόρου ή τέλους χαρτοσήμου, δικαιώματος ή εισφοράς υπέρ του δημοσίου ή οιουδήποτε τρίτου.

Άρθρον 49
Φορολογητέα αξία μεταβιβαζομένων ακινήτων, εις εκτέλεσιν προσυμφώνου.

1. Επί μεταβιβάσεως εξ επαχθούς αιτίας, κατά την έννοιαν των διατάξεων του Α.Ν. 1521/1950, ως ούτος ισχύει, της κυριότητος ή ετέρων εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων, πραγματοποιουμένης μέχρι τέλους του έτους 1979 εις εκτέλεσιν συμβολαιογραφικού προσυμφώνου καταρτισθέντος μέχρι τέλους του έτους 1976, ο φόρος μεταβιβάσεως υπολογίζεται επί του εις το συμβολαιογραφικόν προσύμφωνον πωλήσεως αναγραφομένου τιμήματος, ως τούτο έχει τυχόν αναπροσαρμόσθη δια μεταγενεστέρου προσυμφώνου, προσαυξανομένου κατά ποσοστόν δώδεκα τοις εκατόν (12%) δι` εκατόν έτος από του χρόνου υπογραφής του αρχικού συμβολαιογραφικού προσυμφώνου μέχρι του χρόνου της υπογραφής του οριστικού συμβολαίου.
Δια τον υπολογισμόν των κατά τα ανωτέρω ετών, χρονικόν διάστημα, έλασσον του εξαμήνου δεν υπολογίζεται, μείζον δε τούτου λογίζεται ως ολόκληρον έτος.

2. Αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου δεν έχουν εφαρμογήν επί των μεταβιβάσεων, δι` ας συντρέχουν αι προϋποθέσεις των άρθρων 3 παραγράφος 1 εδαφ. α` και β` του Α.Ν. 1521/1950, ως ούτος ισχύει και 12 παράγραφος 2 του Ν. 634/1977 “περί καταργήσεως του Ειδικού Ταμείου Εποικισμού, θεσπίσεως απαλλαγής εκ του φόρου μεταβιβάσεως γεωργικών ή κτηνοτροφικών εκτάσεων κλπ”.

Άρθρον 50
Ονομαστικοποίησις μετοχών ανωνύμων κτηματικών εταιρειών.

1. Τα εδάφιαα πρώτον και δεύτερον της παραγράφου 7 του άρθρου 13 του Ν. 4459/1965 “περί τροποποιήσεως των διατάξεων “περί φορολογίας μεταβιβάσεως ακινήτων και επιβολής φόρυ επί του αυτομάτου υπερτιμήματος οικοπέδων και άλλων τινών διατάξεων”, ως τούτο αντικατεστάθη δια του άρθρου 51 του Ν. 542/1977, αντικαθίσταται, αφ` ης ίσχυσεν, ως ακολούθως :
“7. Αι μετοχαί των περί ων η παράγραφος 1 του παρόντος ανωνύμων κτηματικών εταιρειών, υποχρεωτικώς ανήκουν εις ημεδαπά φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή εις ομογενείς.
Εις άς περιπτώσεις μετοχαί ανωνύμων κτηματικών εταιρειών ανήκουν κατά την 31ην Μαϊου 1977 εις αλλοδαπά νομικά ή φυσικά πρόσωπα, πλην ομογενών, θεωρούνται αύται αυτοδικαίως άκυροι και η εταιρεία, μετά σημείωσιν εν τω οικείω βιβλίω της ακυρότητος, εκδίδει εντός τριάκοντα (30) ημερών από της χρονολογίας ταύτης νέας ανωνύμους μετοχάς, τας οποίας εκποιεί και ονομαστικοποιεί επ` ονοματι των νέων μετόχων.
Η εκποίησις ενεργείται αμελλητί είτε εν τω Χρηματιστηρίων δια τας εις αυτό εισηγμένας, είτε δια πλειοδοτικής δημοπρασίας. Το προϊόν της πωλήσεως η εταιρεία παρακαταθέτει παραχρήμα εις το Ταμείον Παρακαταθηκών και Δανείων επ` ονόματι των εν τω ως άνω βιβλίω αυτής αναγεγραμμένων αλλοδαπών φυσικών ή νομικών προσώπων”.

2. Εις το τέλος της παραγράφου 7 του άρθρου 13, του αυτού ως άνω νόμου, προστίθεται εδάφιον, έχον ως ακολούθως :
“Αι διατάξεις της παρούσης παραγράφου δεν έχουν εφαρμογήν επί των αλλοδαπών φυσικών ή νομικών προσώπων των εχόντων την υπηκοότητα Κράτους – Μέλους της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος ή των εν τω άρθρω 58 της Συνθήκης της Ρώμης αναφερομένων εταιρειών και λοιπών νομικών προσώπων”.

3. Μετά το πρώτον εδάφιον της παραγράφου 8 του άρθρου 13 του αυτού ως άνω νόμου, προστίθεται εδάφιον, έχον ως ακολούθως :
“Αι διατάξεις του προηγουμένου εδαφίου δεν έχουν εφαρμογήν επί ημεδαπών Ανωνύμων Τραπεζικών Εταιρειών”.

4. Η υπό του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 13 του Ν. 4459/1965 “περί τροποποιήσεως των διατάξεων” “περί φορολογίας μεταβιβάσεως ακινήτων και επιβολής φόρου επί του αυτομάτου υπερτιμήματος”, ως τούτο αντικατεστάθη υπό του άρθρου 51 του Ν. 542/1977, προβλεπομένη προθεσμία, ορίζεται εις τρείς (3) μήνας.

Άρθρον 51
Κύρωσις διαταγών.
Κυρούνται και έχουν ισχύν νόμου αφ` ης εξεδόθησαν, αι υπ` αριθ. Κ. 4444/23.3.1977, Κ. 6239/79/4.5.1977, Κ. 15469/17.12.1977 και Κ. 8307/76/27.6.78 διαταγαί του Υπουργού των Οικονομικών, έχουσαι ως ακολούθως :
Αριθ. Πρωτ. Κ. 4444 23.3.1977
Ανακοινούμεν, ότι η εις το δεύτερον εδάφιον της παραγράφου 7 του άρθρου 51 του Ν. 542/1977 “περί τροποποιήσεως, αντικαταστάσεως και συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών διατάξεων” οριζομένη προθεσμία δια την εκποίησιν μετοχών ανωνύμων κτηματικών εταιρειών, ανηκουσών εις αλλοδαπά φυσικά ή νομικά πρόσωπα, παρατείνεται μέχρι 31ης Δεκεμβρίου 1977, εις ας περιπτώσεις αι περί ων πρόκειται μετοχαί ανήκουν εις υπηκόους Κράτους – Μέλους της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος ή εις τας εν άρθρω 58 της Συνθήκης της Ρώμης αναφερομένας εταιρείας και λοιπά νομικά πρόσωπα. Ο Υπουργός Ε. ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ
Αριθ. Πρωτ. Κ. 6239/79 4.5.1977
Ανακοινούμεν, ότι η, από το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 51 του Ν. 542/1977 “περί τροποποιήσεως, αντικαταστάσεως και συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών διατάξεων”, προβλεπομένη προθεσμία, παρατείνεται μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1977.
Ο Υπουργός Ε. ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ
Αριθ. Πρωτ. Κ. 15469 17.12.1977
Σε συνέχεια της με αριθμός Κ. 6239/79/4.5.1977 διαταγής μας, ανακοινούμε ότι, η από το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 51 του Ν. 542/1977 “περί τροποποιήσεως, αντικαταστάσεως και συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών διατάξεων” προβλεπομένη έναρξη της ισχύος τη ανωτέρω παραγράφου, ορίζεται η 1η Ιουλίου 1978.
Ο Υπουργός Γ. ΜΠΟΥΤΟΣ
Αριθ. Πρωτ. Κ. 8307/76 27.6.78
Εν συνεχεία των με Κ. 6239/79/4.5.1977 και Κ. 15469//ΠΟΛ. 322/17.12.77 διαταγών μας, ανακοινούμεν ότι, η από το δεύτερο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 51 του Ν. 542/1977 “περί τροποποιήσεως, αντικαστάσεως και συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών διατάξεων”, προβλεπομένη έναρξη της ισχύος της ανωτέρω παραγράφου, ορίζεται η 1η Οκτωβρίου 1978. 7
Ο Υπουργός ΑΘ.ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

Άρθρον 52
Εκτακτον τέλος οικοδομικών αδειών.
Οφειλόμεναι δόσεις εκτάκτου τέλους, κατά τας διατάξεις του Ν.Δ. 43/1974 “περί καταργήσεως του Ν.Δ. 333/1974 “περί υποβολής εκτάκτου λόγου τέλους επί των εκδιδομένων αδειών ανεγέρσεως οικοδομών”, δι` εκδοθείσας αδείας ανεγέρεσεως κατοικιών υπό οικοδομικών συνεταιρισμών μη κερδοσκοπικών, δια λογαριασμόν των μελών των ,διαγράφονται, υπό τον όρον ότι η συνολική επιφάνεια εκάστης αυτελούς οριζοντίου ιδιοκτησίας δεν υπερβαίνει τα διακόσια (200) τετραγωνικά μέτρα επιφανείας, μη συνυπολογιζομένων των υπογείων ή ημιυπογείων, κοινοχρήστων και κοινοκτήτων χώρων.
Δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Δημοσίων Εργων καθορίζεται πάσα λεπτομέρεια αναγκαία δια την εφαρμογήν της διατάξεως του παρόντος άρθρου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΑΚΙΝΗΤΟΥ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ

Άρθρον 53
Εξαιρέσεις εκ του φόρου.
Η περίπτωσις στ` της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Ν. 11/1975 “περί φορολογίας ακινήτου περιουσίας και τροποποιήσεως άλλων τινών διατάξεων”, ως αύτη αντικατεστάθη δια του άρθρου 10 του Ν. 231/1975, αντικαθίσταται, αφ` ης ίσχυσεν , ως ακολούθως:
“στ) Τα υποκείμενα εις φόρον κληρονομίας ακίνητα, επί εξαετίαν αρχομένην από του επομένου έτους του χρόνου γενέσεως της εκ κληρονομίας φορολογικής υποχρεώσεως”.

Άρθρον 54
Απαλλαγαί εκ του φόρου.
Τα φυσικά πρόσωπα εν περιπτώσει διαθέσεως ακινήτων δια πράξεως εν ζωή μέχρι τέλους του έτους 1978 προς εκπλήρωσιν κοινωφελούς, κατά την έννοιαν του άρθρου 1 του Α.Ν. 2039/1939, σκοπού, απαλλάσσονται εκ του φόρου ακινήτου περιουσίας δια τα έτη κατά τα οποία τα ακίνητα ταύτα εχρησιμοποιήθησαν αποδεδειγμένως δια τον αυτόν κοινωφελή σκοπόν.

Άρθρον 55
Κύρωσις διαταγής.
Κυρούται και έχει ισχύν νόμον, αφ` ης εξεδόθη, η υπ`αριθ. Κ. 4989/67/5.4.1977 διαταγή του Υπουργού των Οικονομικών, έχουσα ως ακολούθως:
Αριθ. Πρωτ. Κ.4989/67/5.4.1977
Προθεσμία παραγράφου 1 του άρθρου 11 του Ν. 11/1975, δι`υποβολήν δηλώσεως φόρου ακινήτου περιουσίας, λήγουσα την 15 Απριλίου 1977, παρατείνεται μέχρι 25.4.1977.
Ο Υπουργός
Ε. ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ΄
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΧΑΡΤΟΣΗΜΟΥ

Άρθρον 56
Πάγια τέλη χαρτοσήμου – Καταλογισμός – Είσπραξις αναλογικών τελών χαρτοσήμου.

1. Η εξοφλούσα πλείονα του ενός δηλωτικά ή πλείονας της μιας αποταμιευτικάς μερίδας αίτησις, εφοδιασμού πλοίου με τρόφιμα και εφόδια εν γένει, τελούντα υπό του καθεστώς διαμετακομίσεως (ΤRANSIT), υπόκειται εις τα προβλεπόμενα υπό των κειμένων διατάξεων, δια την εξοφλούσαν εν δηλωτικόν ή μιαν αποταμιευτικήν μερίδα αίτησιν, τέλη χαρτοσήμου.

2. Αι διατάξεις του άρθρου 18 του Ν.Δ. 4242/1962 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών διατάξεων” εφαρμόζονται αναλόγως και επί των, βάσει δηλώσεως, κατά τας διατάξεις του υπ`αριθ. 99/1977 Προεδρικού Διατάγματος “περί Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων” αποδιδομένων τελών χαρτοσήμου, εισφοράς υπέρ Ο.Γ.Α. – Δήμων και Κοινωτήτων του άρθρου 10 του Ν. 4169/1961 “περί Γεωργικών Κοινωνικών Ασφαλίσεων”, ως ισχύει, και εισφοράς δακοκτονίας του Α.Ν. 112/1967 “περί κυρώσεως Πράξεων Υπουργικού Συμβουλίου και επιβολής εισφοράς επί το ελαιολάδου κλπ.”.

3.Το υπό της παραγρ.1 του άρθρου 3 του Προεδρικού Διατάγματος της 28 Ιουλίου 1931 “περί Κώδικος των νόμων περί τελών χαρτοσήμου” ως τούτο ισχύει, οριζομένον ποσόν των εκατόν (100) δραχμών διά την είσπραξιν του οφειλομένου αναλογικού τέλους χαρτοσήμου, διά χρήσεως κινητού επισήματος, αυξάνεται εις το ποσόν των τριακοσίων (300) δραχμών.

4. Αι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 15α του Προεδρικού Διατάγματος της 28 Ιουλίου 1931 “περί Κώδικος των νόμων περί τελών χαρτοσήμου”ως νυν ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“1. Επί των εν Ελλάδι, εκδιδομένων συνάλλαγματικών και γραμματίων εις διαταγήν επίβαλλεται τέλος χαρτοσήμου, οριζόμενον ως ακολούθως:
Επί ονομαστικής αξίας δρχ 1-1000 δρχ. 5 ” ” ” ” 1.001-2.000 ” 10 ” ” ” ” 2.001-3.000 ” 15 ” ” ” ” 3.001-5.000 ” 25 ” ” ” ” 5.001-7.000 ” 35 ” ” ” ” 7.001-10.000 ” 50 ” ” ” ” 10.001-15.000 ” 75 ” ” ” ” 15.001-20.000 ” 100 ” ” ” ” 20.001-30.000 ” 150 ” ” ” ” 30.001-40.000 ” 200 ” ” ” ” 40.001-50.000 ” 250 ” ” ” ” 50.001-60.000 ” 300
Επί συναλλαγματικών και γραμματίων εις διαταγήν ονομαστικής αξίας μεγαλυτέρας των εξήκοντα χιλιάδων (60.000) δραχμών, το τέλος ορίζεται εις πέντε τοις χιλίοις (5ο/οο) διά το πέραν των εξήκοντα χιλιάδων (60.000) δραχμών ονομαστικήν αξίαν τούτων.
Η οπισθογράφησις η τριτεγγύησις και η εξόφλησις συναλλαγματικής ή γραμματίου εις διαταγήν συντάσσονται ατελώς.

2. Το κατά την προηγούμενην παράγραφον τέλος χαρτοσήμου επί συναλλαγματικών και γραμματίων εις διαταγήν αξίας μέχρι εξήκοντα χιλιάδων (60.000) δραχμών εισπράττεται υποχρεωτικώς διά χρήσεως ειδικών εντύπων ενσήμων, επί τοιούτων δε αξίας ανωτέρας, διά χρήσεως του ειδικού εντύπου ενσήμου της συναλλαγματικής ή γραμματίου εις διαταγήν αξίας εξήκοντα χιλιάδων (60.000) δραχμών και διά χρήσεως κινητού επισήματος ή αποδεικτικού πληρωμής του κινητού επισήματος ή αποδεικτικού πληρωμής του Δημοσίου Ταμείου κατά τα εν παραγράφω 1 του άρθρου 3, του παρόντος Κώδικος οριζόμενα. Εις ας περιπτώσεις το αναλογικόν τούτο τέλος είναι ή περιλαμβάνει κλάσμα της δραχμής στρογγυλοποιείται εις ακέραιαν δραχμήν”.
Η ισχύς των διατάξεων της παραγράφου ταύτης άρχεται από: 1 Ιανουαρίου 1979, της προθεσμίας ταύτης δυναμένης να παραταθή μέχρις εξ (6) εισέτι μηνών, δι`αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών.

Άρθρον 57
Απαλλαγαί εκ τελών χαρτοσήμου και φόρων υπέρ τρίτων.

1. Απαλλάσσονται των υπό του Προεδρικού Διατάγματος της 28 Ιουλίου 1931 “περί Κώδικος των νόμων περί τελών ως και οοιασδήποτε εν γένει εισφοράς, δικαιώματος, κρατήσεως και φόρων υπέρ τρίτων:
α. Αι ναυπηγήσεις, μετασκευαί, επισκευαί και εν γένει συντηρήσεις των υπό Ελληνικήν ή ξένην σημαίαν πλοίων, πλωτών ναυπηγημάτων του Ν.457/1976 “περί εφαρμογής διατάξεων τινών του Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου κλπ.” θαλασσίων εγκαταστάσεων και πλωτών κατασκευών του άρθρου 36 του Ν.468/1976 “περί αναζητήσεως, ερεύνης και εκμεταλλεύσεως υδρογονονανθράκων κ.λπ.” εφ`όσον η δαπάνη αυτών καλύπτεται δι`εισαγωγής ξένου συναλλάγματος μη υποχρεωτικώς εκχωρητέου, ως και η ασφαλιζομένη δι`υποθήκης και η εξάλειψις αυτής.
Δι`αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών ρυθμίζονται αι λεπτομέρειαι της εφαρμογής των διατάξεων των διατάξεων του παρόντος εδαφίου.
β. Τα καταστατικά των παντός είδους ναυτιλιακών κοινοπραξιών, αίτινες έχουν ως αντικείμενον την εκμετάλλευσιν πλοίων υπό Ελληνικήν σημαίαν, μετά των εν αυτοίς περιεχομένων παρεπομένων συμβάσεων, πάσα πράξις σχετική προς την αύξησιν του κεφαλαίου αυτών, αι τροποποιήσεις των καταστατικών τούτων, ως και πάσης φύσεως εισφοραί των μελών αυτών.
Αι διατάξεις του παρόντος εδαφίου εφαρμόζονται και επί συσταθείσων ήδη κοινοπραξιών. Τυχόν καταβληθέντα όμως τέλη χαρτοσήμου, ως και εισφοραί, δικαιώματα, κρατήσεις και φόροι υπέρ τρίτων δεν επιστρέφονται.

2. Οφειλόμενα τέλη χαρτοσήμου επί τιμολογίων, αποδείξεων ή ετέρων εγγράφων, περί ών η διάταξις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 15ε του Προεδρικού Διατάγματος της 28 Ιουλίου 1931 “περί Κώδικος των νόμων “περί τελών χαρτοσήμου”, ως τούτο ισχύει, εκδοθέντων μέχρι και της 13ης Φεβρουαρίου 1977, δεν αναζητούνται, τυχόν δε καταβληθέντα δεν επιστρέφονται.

3. Η κατά τας διατάξεις του άρθρου 1 του νόμου 114/1975 “περί αναστολής του δασμού επί εισαγομένων προς πάχυνσιν μόσχων” ισχύουσα μέχρι προβλεπομένου υπό του Τελωνειακού Δασμολογίου Εισαγωγής, δασμού επί των εισαγομένων μόσχων προς πάχυνσιν της δασμ.κλάσεως 0102, επεκτείνεται από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος νόμου και μέχρι της αυτής ως άνω ημερομηνίας επί των συνειπραττομένων κατά την εισαγωγήν τελών χαρτοσήμου του άρθρου 15β του Κ.Ν.Τ.Χ. και επί της υπέρ ενισχύσεως των εξαγωγών εισφοράς της υπ`αριθμ. 25323/60 υπουργ. αποφάσεως.
Τυχόν απαιτήσεις του Δημοσίου εκ βεβαιωθέντων τελών χαρτοσήμου του άρθρου 15β του Κ.Ν.Τ.Χ. και εισφοράς της υπ`αριθμ. 25323/60 υπουργικής αποφάσεως, επί των εισαχθέντων , υπό το καθεστώς του Νόμου 114/1975 μόσχων προς πάχυσιν, διαγράφονται.

4. Αι υπέρ των αναπήρων πολέμου και θυμάτων πολέμου ισχύουσαι απαλλαγαί εκ των τελών χαρτοσήμου εφαρμόζονται υπό τας αυτάς προϋποθέσεις, και εις τους στρατιωτικούς εν γένει αναπήρους και θύματα ειρηνικής περιόδου άτινα έπαθον κατά την εκτέλεσιν της υπηρεσίας των προδήλως και αναμφισβήτως και ένεκεν ταύτης.

Άρθρον 58
Κύρωσις αποφάσεων.
Κυρούνται και έχουν ισχύ νόμου από του εν αυταίς οριζομένου χρόνου ισχύος των.
α) Η παράγ.7 της υπ`αριθμ. Δ.11288/8.11.1975 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Δημοσίων `Εργων και β) η υπ`αριθμ. Σ 1685/236/16.6.1977 απόφασις του Υπουργού Οικονομικών έχουσαι ως ακολούθως: “Αριθ. Πρωτ. Δ.11288/8.11.1975”.
“Περί της διαδικασίας βεβαιώσεως και εισπράξεως του δικαιώματος χρήσεως υπονόμων του Ο.Α.Θ. και συνειπράξεως τούτου υπό του Ο.Υ.Θ. εκ των αντιστοίχων λογαριασμών υδρεύσεως”.
`Εχοντας υπόψη:
α) Τας διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του άρθρου 13 του Ν.Δ. 707/1970 “περί συστάσεως Οργανισμού Αποχετεύσεως Θεσσαλονίκης” και
β) Τας υπ`αριθ. 127/1.9.1975 και 703/2.9.1975 πράξεις των Διοικητικών Συμβουλίων των Ο.Α.Θ. και Ο.Υ.Θ., αποφασίζομεν:
1. Εγκρίνομεν όπως της 1ης Ιανουρίου 1976 το υπέρ του Οργανισμού Αποχετεύσεως Θεσσαλονίκης δικαίωμα χρήσεως υπονόμων, εν τη περιοχή Θεσσαλονίκης, ως τούτο καθορίζεται διά της παρ.4 του άρθρου 10 του Ν.Δ. 787/1970, συνειπράττεται υπό του Οργανισμού Υδρεύσεως Θεσσαλονίκης μετά των αντιστοίχων λογαριασμών υδροληψίας. ………………………………………………………………
7. Εγκρίνομεν όπως το χαρτόσημον επί των κοινών λογαριασμών υδροληψίας και αποχετεύσεως, υπολογίζεται και εισπράττεται υπό του Ο.Υ.Θ. εφ` ολοκλήρου του ποσού του κοινού λογαριασμού κατά την κλίμακα την εφαρμοζομένην δια τους λογαριασμούς υδροληψίας και αποδίδεται εις το Δημόσιον Ταμείον, άνευ διαχωρισμού και ως ενιαίον σύνολον μετά του χαρτοσήμου δια τους απλούς λογαριασμούς υδροληψίας, της διατάξεως ταύτης κυρωθησομένης και δια νόμου μερίμνη ημών.
Οι Υπουργοί
Οικονομικών Δημοσίων `Εργων.
Ε.ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ Χ.ΣΤΡΑΤΟΣ
Αριθ. Πρωτ. Σ. 1685/236/16.6.1977
“Μη αναζήτησις μέσης εκ τελών χαρτοσήμου επιβαρύνσεως επιστραφείσης εις Γεωργικάς Συνεταιρικάς Οργανώσεις”.
Λαβόντες υπ` όψιν υποβληθέν υπό Γεωργικών Συνεταιρικών Οργανώσεων αίτημα, εν σχέσει με το εν περιλήψει θέμα, ανακοινούμεν τα κάτωθι:
Αι διατάξεις του άρθρου 3 του Ν. 231/1975, αίτινες προνοούν περί των επιστρεπτέων ποσών μέσης εκ τελών χαρτοσήμου επιβαρύνσεως επί εξαγωγών προϊόντων των Κεφαλαίων 7 και 8 του ισχύοντος Δασμολογίου υπό Γεωργικών Συνεταιρισμών, Ενώσεων και Κοινοπραξιών αυτών, δια λογαριασμόν των μελών των, καταλαμβάνουν και τας μέχρι της ενάρξεως ισχύος των διατάξεων τούτων (6.12.75) ομοίας εξαγωγάς, άνευ δικαιώματος αναζητήσεως υπό των παρόντων αυτών των τυχόν μη επιστραφέντων αυτοίς ποσών μέσης εκ των ανωτέρω τελών επιβαρύνσεως. Ο Υπουργός Ε.ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ”.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ΄
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΕΝΤΡΩΝ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΚΕΝΤΡΩΝ ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑΣ

Άρθρον 59
Ποσοστόν φόρου.

1. Το άρθρον 4 του Ν.Δ. 254/1973 “περί αναμορφώσεως της φορολογίας κέντρων διασκεδάσεως και κέντρων πολυτελείας”, ως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως.
“Άρθρον 4
Ποσοστό φόρου
Το ποσοστό του φόρου ορίζεται ως κάτωθι:
1. Επί των ακαθαρίστων εσόδων των κέντρων διασκεδάσεως:
α) των χαρακτηριζομένων ως πολυτελείας εις 25% εξαιρέσει των λειτουργούντων εντός ξενοδοχειακών επιχειρήσεων των οποίων το ποσοστόν φόρου ορίζεται εις 10%.
β) των χαρακτηριζομένων ως Α` κατηγορίας και των χαρακτηρισθέντων ως διακεκριμένης Α` κατηγορίας εις 10%.
γ) των χαρακτηριζομένων ως Β` κατηγορίας εις 6%.

2. Επί των ακαθαρίστων εσόδων εκ διογρανουμένων χορών εις αιθούσας ξενοδοχείων, θεάτρων και λοιπούς χώρους επ` ευκαιρία και ουχί κατά σύστημα εις 5%.

3. Επί των ακαθαρίστων εσόδων εκ της εκμεταλεύσεως μπάρ πολυτελείας εν γένει εις 15%, επί δε των λοιπών κέντρων πολυτελείας εις 3%”.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η΄
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΘΕΑΜΑΤΩΝ

Άρθρον 60
Ατελής είσοδος εις τα Δημόσια Θεάματα. – Κύρωσις αποφάσεων.

1. Η διάταξις του εδαφίου ια της περιπτώσεως Β`της παραγρ. 2 του άρθρου 11 του Ν.2366/1953 “περί καταργήσεως φορολογικών απαλλαγών και εξαιρέσεων”, ως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
“ια) Τα μέλη του Συλλόγου Καθηγητών Ωδείων Ανεγνωρισμένων, μέχρις εκατόν πεντήκοντα (150) κατ` ανώτατον όριον, ως και οι εν ενεργεία σπουδασταί του Φροντιστηρίου Διακοσμήσεως, Διαφημίσεως και Σκηνογραφίας της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών, επί τη βάσει ατομικών δελτίων ταυτότητος χορηγουμένων αντιστοίχως υπό του οικείου Συλλόγου και οικείας Σχολής, δι` άπαντα τα δημόσια θεάματα, πλην ποδοσφαιρικών αγώνων”.

2. Κυρούταια και έχουν ισχύν νόμου αφ` ής εξεδόθησαν, αι κάτωθι αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών, έχουσαι ως ακολούθως:
Αριθ. Πρωτ. Μ. 3897/571/4.10.1977
“Παροχή δικαιώματος ατελούς εισόδου στα δημόσια θεάματα “.
`Εχοντας υπόψη
1. Τις διατάξεις της περιπτώσεως Β`της παραγράφου 2 του άρθρου 11 του Ν. 2366/1953 “περί καταργήσεως φορολογικών απαλλαγών και εξαιρέσεων”.
2. `Οτι οι τεχνικοί του ημερησίου και περιοδικού τύπου ως και εκ του επαγγέλματος των συμβάλλουν στην αναπτύξη και την προβολή του κινηματογράφου, θεάτρου κ.λ.π., αποφασίζουμε:
Παρέχουμε από 1.10.1977 το δικαίωμα ατελούς εισόδου στα μέλη της Ενώσεως Τεχνικών Ημερησίου και Περιοδικού Τύπου για τα παντός είδους δημόσια θεάματα της Πόλεως στην οποία ασκούν το Επάγγελμά τους, επί τη βάσει ατομικών δελτίων, που χορηγούνται από την οικεία αυτών `Ενωση και θεωρούνται από τον αρμόδιο Οικον. `Εφορο.
Ο Υπουργός
Ε. ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ
Αριθ. Πρωτ. Μ. 4071/593/13.10.1977
“Παροχή δικαιώματος ατελούς εισόδου στα δημόσια θεάματα”.
`Εχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις της περιπτώσεως Β` της παραγράφου 2 του άρθρου 11 του Ν. 2366/1953 “περί καταργήσεως φορολογικών απαλλαγών και εξαιρέσεων”.
2. `Οτι τα μέλη της Ενώσεως Προσωπικού Ημερησίων Εφημερίδων στην ανάπτυξη και στην προβολή του κινηματογράου, θεάτρου κ.λπ., αποφασίζουμε:
Παρέχουμε από 1.10.1977 το δικαίωμα ατελούς εισόδου στα μέλη της Ενώσεως Προσωπικού Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών για τα παντός είδους δημόσια θεάματα που λειτουργών στην Περιφέρεια της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης, επί τη βάσει ατομικών δελτίων, που χορηγούνται από την `Ενωση των και θεωρούνται από τον αρμόδιο Οικονομικό `Εφορο.
Ο Υπουργός Ε.ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ΄
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ

Άρθρον 61
Τέλη κυκλοφορίας και εφ` άπαξ πρόσθετον ειδικόν τέλος επιβατικών αυτοκινήτων και μοτοσυκλεττών Ι.Χ.

1. Το εδάφιον α` της περιπτώσεις Α` της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του Ν. 2367/1953 “περί τίτλων κυριότητος, ταξινομήσεως, αδειών κυκλοφορίας και φορολογίας αυτοκινήτων, ως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“α) Αυτοκίνητα ποδήλατα (μοσοσυκλέτται) δίκυκλα επιβατικά δυνάμεως ισχύος κινητήρος μέχρι και πέντε (5) ίππων εις δραχ. 87,50 ανά ίππον ισχύος.
Δια δυνάμεως ισχύος κινητήρος και δια την ισχύν των πέραν ή φορτηγά εις δραχμάς 175 άνα ίππον ισχύος.
Αυτοκίνητα ποδήλατα (μοτοσυκλέτται) τρίκυκλα επιβατικά ή φορτηγά εις δραχμάς 140 ανά ίππον ισχύος”.
Η ισχύς της παρούσης παραγράφου άρχεται από 1ης Ιανουαρίου 1978.

2. Η παράγραφος 6 του άρθρου 3 του Ν. 363/1976 “περί διαρρυθμίσεως των επί των αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσεως επιβαλλομένων φόρων”, ως ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“6. Τα υπό του Δημοσίου εκποιούμενα μεταχειρισμένα επιβατικά αυτοκίνητα και αυτοκίνητα ποδήλατα (σκούτερ, μοτοσυκλέται), τα οποία τίθενται υπό των αγοραστών εις κυκλοφορίαν ως ιδιωτικής χρήσεως, υποβάλλονται εις εφ` άπαξ πρόσθετον ειδικόν τέλος ίσον προς τα κατά περίπτωσιν τέλη κυκλοφορίας ενός εξαμήνου”.

3. Αι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου τρίτου του Ν. 625/1977 εφαρμόζονται, δια τον υπολογισμόν και μόνον του εφ` άπαξ πρόθετου ειδικού τέλους και δια τα εισαχθέντα μέχρι 31.12.1977 αυτοκίνητα, εφ` όσον ταύτα ταξινομηθούν εντός (60) ημερών από της δημοσιεύσεως του παρόντος.

4. Εις το άρθρον 3 του Ν. 363/1976 “περί διαρρυθμίσεως των επι των επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσεως επιβαλλομένων φόρων”, ως ισχύει, προστίθεται μετά την παράγραφον 6 νέα παράγραφος υπ` αριθμόν 7, της μέχρι τούδε παραγράφου 7 αριθμουμένης εις 8, έχουσα ως ακολούθως:
“7. Επιβατικά αυτοκίνητα, άτινα, μετά πάροδον πενταετίας από της κυκλοφορίας των εν Ελλάδι ως δημοσίας χρήσεως, αποχαρακτηρίζονται και κυκλοφορούν ως ιδιωτικής χρήσεως, υποβάλλονται εις το ήμισυ του υπό της παραγράφου 1 του παρόντος οριζομένου εφ` άπαξ προσθέτου ειδικού τέλους, εάν δε ο αποχαρακτηρισμός τούτων λάβη χώραν μετά πάροδον δεκαετίας υποβάλλονται εις εφ` άπαξ πρόσθετον ειδικόν τέλος ίσον προς τα κατά περίπτωσιν τέλη κυκλοφορίας ενός εξαμήνου”.

5. Δια την εφαρμογήν των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 15 του Ν. 2367/1953, ως ισχύει, επί των περί ων η παράγραφος 4 του παρόντος αυτοκινήτων, ως πρώτον έτος κυκλοφορίας λογίζεται το έτος εντός του οποίου το αυτοκίνητον ετέθη εις κυκλοφορίαν εν Ελλάδι ως δημοσίας χρήσεως.

Άρθρον 62
Καταβολής τελών κυκλοφορίας.
Σημ.: όπως το άρθρο 62, το οποίο είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 90 του Ν. 1041/1980, καταργήθηκε από 4.2.1983 με το άρθρο 38 περ. β` του Ν. 1326/1983 (Α` 19).

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι΄
ΦΟΡΟΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΕΩΣ

Άρθρον 63
Μειώσις συντελεστού φόρου κύκλου εργασιών βαφείων, καθαριστηρίων κ.λπ.

1. Ο δια των διατάξεων του άρθρου 45 του Ν. 12/1975 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών συναφών διατάξεων”, επιβληθείς φόρος κύκλου εργασιών του Α.Ν. 660/1937 επί των ακαθαρίστων εσόδων των βαφείων, καθαριστηρίων, πλυντηρίων και σιδηρωτηρίων, μειούται κατά πεντήκοντα επι τοις εκατόν (50%), εξαιρέσει του φόρου επί των ακαθαρίστων εσόδων των επιχειρήσεων των ασχολουμένων με την βαφήν και τυποβαφήν προϊόντων ετέρων επιχειρήσεων.

2. Η ισχύς της ανωτέρω διατάξεως άρχεται από της 1ης του επομένου από της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου μηνός.

Άρθρον 64
Η διάταξις της παραγράφου 1 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. 697/1970 “περί εκτάσεως των περί προσωρινών ατελειών διατάξεων και επί πωλήσεως εν τη ημεδαπή προϊόντων κατασκευαζομένων εκ πρώτων υλών εισαγομένων εκ του εξωτερικού επί προσωρινή ατελεία”, αντικαθίσταται και συμπληρούται ως ακολούθως:
“Άρθρον μόνον.
1. Απαλλάσσονται του φόρου κύκλου εργασιών και του φόρου πολυτελείας τα ακαθάριστα έσοδα των βιομηχανικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων, τα προερχόμενα εκ πωλήσεως προς τρίτους προϊόντων κατασκευαζομένων εκ πρώτων υλών εισαγομένων επί προσωρινή ατέλεια, επί σκοπώ εξαγωγής των εις την αλλοδαπήν, είτε αυτουσίων είτε μετά προηγουμένην επεξεργασίαν. Η απαλλαγή αύτη περιλαμβάνει όλας τας μεταβιβάσεις, μέχρι της εξαγωγής του τελικού προϊόντος εις την αλλοδαπήν.

Άρθρον 65
Ειδικός φόρος καταναλώσεως ανυψωτικών συσκευών.

1. Απαλλάσσονται του κατά τας διατάξεις του άρθρου 1 του Ν.Δ 3829/1958 “περί φορολογικών μέτρων αποσκοπούντων εις τον περιορισμόν της καταναλώσεως ειδών τινών πολυτελείας” επιβαλλομένου φόρου καταναλώσεως επί των εν τη ημεδαπή παραγομένων ή διασκευαζομένων ανυψωτικών συσκευών οι εις τον φόρον τούτον υπόχρεοι, δια τα ακαθάριστα έσοδα τα κτηθέντα υπ` αυτών εκ της εγκαταστάσεως τοιούτων συσκευών εις οικοδομάς μέχρι της 28ης Φεβρουαρίου 1977.

2. Αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται και επί υποθέσεων περί ων η παράγραφος 8 του άρθρου 65 του Ν. 542/1977 “περί τροποποιήσεως , αντικαταστάσεως και συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών διατάξεων”

Άρθρον 66
Κυρώσεις αποφάσεων.
Κυρούται και έχουν ισχύν νόμου από του εν αυταίς οριζομένου χρόνου ισχύος των αι κάτωθι αποφάσεις:
Αριθ. Πρωτ. Μ. 5502/1496/31.12.1976
“Περί του τρόπου καταβολης εις το Δημόσιον του φόρου καταναλώσεως επι της παραγομένης εις το εσωτερικών σακχάρεως και ρυθμίσεως ετέρων διαδικασιών θεμάτων”.
`Εχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις της παραγρ. 2 του άρθρου 4 του Ν. 3287/1955 “περί τροποποιήσεως των περί Τελωνειακού Δασμολογίου νόμων και άλλων τινών διατάξεων”, ως ισχύει, δι` ων επιβάλλεται φόρος καταναλώσεως και επί της εν τω εσωτερικώ παραγομένης σακχάρεως.
2. Την υπ` αριθ. 300/27.8.1976 απόφασιν της Οικονομικής Επιτροπής περί διαθέσεως της εν τω εσωτερικώ παραγομένης σακχάρεως απ` ευθείας υπό της “Ελληνικής Βιομηχανίας Ζαχάρεως Α.Ε.”, άνευ μεσολαβήσεως του Υπουργείου Εμπορίου και
3. την άμεσον ανάγκην καθορισμού διαδικασίας καταβολής εις το Δημόσιον του ως είρηται φόρου καταναλώσεως και ρυθμίσεως ετέρων διαδικαστικών θεμάτων, αποφασίζουμεν:
Άρθρον μόνον
1. Ο κατά τας διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του Ν. 3287/1955 “περί τροποποιήσεως των περί Τελωνειακού Δασμολογίου νόμων και άλλων τινών διατάξεων”, ως ισχύει, επιβαλλόμενος φόρος καταναλώσεως επί της εν τω εσωτερικώ παραγομένης σακχάρεως συνεισπράττεται μετά της τιμής πωλήσεως και καταβάλλεται εις το Δημόσιον υπό της “Ελληνικής Βιομηχανίας Ζαχάρεως Α.Ε.”, δια δηλώσεως υποβαλλομένης εις τον αρμόδιον Οικον. `Εφορον εντός εικοσαημένου (20) από της λήξεως του μηνός του οποίου επραγματοποιήθη η πώλησις της σακχάρεως.
2. Πάντα τα λοιπά θέματα τα αφορώντα εις την επαλήθευσιν των δηλώσεων, την βεβαίωσιν και είσπραξιν του φόρου, περιλαμβανομένων και των αφορώντων εις τας προσαυξήσεις, την παραγραφήν του δικαιώματος του Δημοσίου, την άσκησιν προσφυγών και ενδίκων μέσων και εν γένει την διαδικασίαν βεβαιώσεως του φόρου, διέπονται υπό των ισχυουσών εκάστοτε διατάξεων προκειμένου περί του φόρου κύκλου εργασιών εις τον εσωτερικόν.
Ο Υπουργός Ε.ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ
Αριθ. Πρωτ. 463/20.4.1977
ΘΕΜΑ: Περί διαθέσεως σακχάρεως εις τας εξαγωγικάς βιομηχανίας μεταποιήσεως οπωροκηπευτικών.
Η Οικονομική Επιτροπή λαβούσα υπ`όψιν:
1. Τας διατάξεις των άρθρων 5 και 29 του Ν. 400/76 “περί Υπουργικού Συμβουλίου και Υπουργείων”.
2. Την υπ` αριθ. 152114/306/12.1.77 κοινήν απόφασιν των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορίου “περί του τρόπου της από 1.1.1977 διαθέσεως της εγχωρίως παραγομένης σακχάρεως”.
3. Την υπ`αριθ. 158580/1435/16.2.1977 απόφασιν του Υφυπουργού Εμπορίου “περί των τιμών διαθέσεως εγχωρίου σακχάρεως από την Ελληνικήν Βιομηχανία Σακχάρεως Α.Ε.”.
4. Την υπ` αριθ. 28410/1769/683/1.4.77 σχετικήν εισήγησιν του Υπουργού Εμπορίου.
5. Την διεξαχθείσαν μεταξύ των μελών αυτής διεξοδικήν συζήτησιν επί του εν θέματι αντικειμένου, αποφασίζει ομοφώνως:
1. Ορίζει την τιμήν διαθέσεως της εγχωρίου σακχάρεως υπό της Ελληνικής Βιομηχανίας Σακχάρεως Α.Ε. (Ε.Β.Σ.) εις τας Βιομηχανίας και Βιοτεχνίας μεταποιήσεως οπωροκηπευτικών προϊόντων, μόνον δια τα προϊόντα των ,τα εξαγώμενα εις το εξωτερικόν, εκ δρχ. 10 ανά χιλ.μον καθαρού βάρους πλέον αξίας χαρτοσήμου, με παράδοσιν “επ` αυτοκινήτου εις το σακχαρουργείον”.
Η κάλυψις της Ε.Β.Σ. δια της διαφοράς μεταξύ της ανωτέρω τιμής και αφ` ενός της προσωρινής τιμήν κόστους της καθορισθείσης δια της υπ` αριθ. 158580/1435/16.2.1977 αποφάσεως του Υπουργού Εμπορίου και αφ` ετέρου της οριστικής τιμής κόστους της σακχάρεως, ήτις θέλει καθορισθή κατά τας διατάξεις της υπ` αριθ. 152116/306/12.1.1977 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορίου, θα πραγματοποιείται συμφώνως προς την προβλεπόμενην υπό της ως άνω αποφάσεως διαδικασίας.
2. Εγκρίνει όπως, την ανωτέρω σάκχαριν παραλαμβάνουν αι βιομηχανίαι και βιοτεχνίαι μεταπιοιήσεως των οπωροκηπευτικών προϊόντων από την Ε.Β.Σ. άνευ καταβολής του αναλογούντος φόρου καταναλώσεως, ο οποίος θα καταβάλλεται εις το Υπουργείον Οικονομικών απ` ευθείας από τον Λογαριασμόν Καταναλωτικών Αγαθών του Υπουργείου Εμπορίου και εις τον οποίον θα απανανεταφέρεται ο ως άνω φόρος, μετά την εξαγωγήν των μεταποιημένων οπωροκηπευτικών προϊόντων.
3. Εξουδιοδοτεί τους υπουργούς Οικονομικών και Εμπορίου όπως καθορίσουν δια κοινής αποφάσεως των την διαδικασίαν χορηγήσεως της σακχάρεως εις τας ανωτέρω μεταποιητικάς βιομηχανίας, τον τρόπον ελέγχου της χρησιμοποιήσεως αυτής μόνον δια τα εξαγόμενα προϊόντα και τα της επανεισπράξεως από τον Λογαριασμόν Καταναλωτικών Αγαθών του αναλογούντος φόρου καταναλώσεως μετά την εξαγωγήν των προϊόντων.
Ο Πρόεδρος Τα Μέλη
Αριθ. Πρωτ. 483/12.5.1977
ΘΕΜΑ: Περί τροποποιήσεως της υπ` αριθ. 463/20.4.77 αποφάσεως της Οικονομικής Επιτροπής “περί διαθέσεως σακχάρεως εις τας εξαγωγικάς βιομηχανίας μεταποιήσεως οπωροκηπευτικών”.
Η Οικονομική Επιτροπή λαβούσα υπόψη:
1. Τις διατάξεις των άρθρων 5 και 29 του Ν. 400/76 “περί Υπουργικού Συμβουλίου και Υπουργείων”.
2. Την υπ` αριθ. 152114/306/12.1.77 κοινήν απόφασιν των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορίου “περί του τρόπου της από 1.1.1977 διαθέσεως της εγχωρίως παραγομένης σακχάρεως”.
3. Την υπ`αριθ, 158580/1435/16.2.77 απόφασιν του Υφυπουργού Εμπορίου “περί των τιμών διαθέσεως εγχωρίου σακχάρεως από την Ελληνικήν Βιομηχανίαν Σακχάρεως Α.Ε.”.
4. Την υπ` αριθ. 28410/1769/683/1.4.77 σχετικήν εισήγησιν του Υπουργού Εμπορίου.
5. Την υπ` αριθ. 463/20.4.77 απόφασιν αυτής “περί διαθέσεως σακχάρεως εις τας εξαγωγικάς βιομηχανίας μεταποιήσεως οπωροκηπευτικών”.
6. Σχετικήν προφορικήν εισήγησιν του Υπουργού Εμπορίου επί του εν θέματι αντικειμένου, αποφασίζει: 1. Τροποποιούσα την υπ` αριθ. 463/20.4.77 απόφασιν αυτής, ορίζει την τιμήν διαθέσεως της εγχωρίου σακχάρεως υπό της Ελληνικής Βιομηχανίας Σακχάρεως Α.Ε. (ΕΒΣ), εις τας Βιομηχανίας και Βιοτεχνίας μεταποιήσεως οπωροκηπευτικών προϊόντων μόνον δια τα προϊόντα των, τα εξαγόμενα εις το εξωτερικόν, εκ δρχ. 10 ανά χιλ/μον καθαρού βάρους, πλέον αξίας χαρτοσήμου, με παράδοσιν “επ` αυτοκινήτου εις το Σακχαρουργείον”.
Η κάλυψις της Ε.Β.Σ. δια τας διαφοράς μεταξύ της ανωτέρω τιμής και άφ` ενός της προσωρινής τιμής κόστους της καθορισθείσης δια της υπ` άριθ. 158580/1435/16.2.77 αποφάσεως του Υπουργού Εμπορίου και αφ` ετέρου τής οριστικής τιμής κόστους της οακχάρεως, ήτις θέλει καθορισθεί κατά τας διατάξεις της υπ άριθ. 152114/306/12.1.77 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορίου, θα πραγματοποιείται συμφώνως προς την προβλεπομένην υπό της ως άνω κοινής αποφάοεως διαδικασίαν.
2. Εγκρίνει όπως, την ανωτέρω σάκχαριν παραλαμβάνουν αι βιομηχανίαι και Βιοτεχνίαι μεταποιήσεως των οπωροκηπευτικών προϊόντων από την Ε.Β.Σ. άνευ καταβολής του αναλογούντος φόρου καταναλώσεως.
3. Εξουσιοδοτεί τους Υπουργούς Οικονομικών και Εμπορίου όπως καθορίσουν διά κοινής αποφάσεώς των την διαδικασίαν χορηγήσεως της σακχάρεως εις τας ανωτέρω μεταποιητικάς βιομηχανίας και τον τρόπον ελέγχου της χρησιμοποιήσεως αυτής μόνον δια τα εξαγόμενα μεταποιημένα οπωροκηπευτικά προϊόντα.
Ο Πρόεδρος Τα Μέλη
Αριθ. Πρωτ. 47289/2777/1070/28.5.1 977
ΘΕΜΑ: Διάθεση εγχώριας ζάχαρης για την παραγωγή μεταποιημένων οπωροκηπευτικών προϊόντων προς εξαγωγήν. ”
Εχοντας ύπόψη:
1. Τις διατάξεις της 463/20.4.77 αποφάσεως της Οικονομικής Επιτροπής, “περί διαθέσεως ζαχάρεως στις εξαγωγικές βιομηχανίες μεταποιήσεως οπωροκηπευτικών”.
2. Την 152114/306/12.1.77 κοινή απόφασή μας, σχετικά με τον τρόπο διαθέσεως της εγχώριας ζάχαρης.
3. Την 158580/1435/16.2.77 απόφαση του Υπουργού Εμπορίου, σχετικά με τις τιμές διαθέσεως της εγχώριας ζάχαρης από την Ελληνική Βιομηχανία Ζαχάρεως, αποφασίζουμε:
Σε εκτέλεση της ανωτέρω 463/20.4.77 αποφάσεως της Οικονομικής Επιτροπής με την οποία καθορίσθηκε ότι οι Βιομηχανίες και Βιοτεχνίες μεταποιήσεως οπωροκηπευτικών προϊόντων μπορούν να παραλαμβάνουν ζάχαρη από την Ελληνική Βιομηχανία Ζαχάρεως Α.Ε. (Ε.Β.Ζ.), μόνον για τα προϊόντα τους που εξάγονται στο εξωτερικό, με τιμή δρχ. 10 κατά χιλ/μο καθαρού βάρους, συν τέλος χαρτοσήμου με παράδοση “επ` αυτοκινήτου” στο ζαχαρουργείο, χωρίς να καταβάλλουν τον αναλογούντα φόρο καταναλώσεως,ορίζουμε κατωτέρω τη διαδικασία χορηγήσεως της ζάχαρης αυτής:
1. Η συνολική ποσότητα ζάχαρης που περιοριστικά θα δικαιούται κάθε μια από τις ανωτέρω βιομηχανίες να παραλαμβάνει από την Ε.Β.Ζ., με την ανωτέρω τιμή η με άλλη τιμή, που θα καθορισθεί τυχόν μελλοντικά από την Οικονομική Επιτροπή και χωρίς την καταβολή του φόρου καταναλώσεως, για τις ετήσιες (1/1 – 31/12) ανάγκες της, θα είναι ίση είτε με την ποσότητα της ζάχαρης, που έχει εξαχθεί από τη βιομηχανία αυτή μέσα στα μεταποιημένα οπωροκηπευτικά προϊόντα της κατά το τελευταίο έτος είτε με το μέσο όρο της ποσότητας των δύο τελευταίων ετών, κατά την κρίση της ενδιαφερομένης βιομηχανίας, προσαυξημένη κατά 20%.
Το ποσοστό αυτό μπορεί να τροποποιείται με απόφαση του Υπουργού Εμπορίου η οποία πρέπει να κοινοποιήται στο Υπουργείο Οικονομικών (Δ/νση 3η – Τμήμα Α`).
2. Για τον προσδιορισμό της ανωτέρω ποσότητας ή ενδιαφερομένη βιομηχανία πρέπει να υποβάλει αίτηση στον αρμόδιο δια την φορολογία εισοδήματος Οίκον. `Εφορο, η οποία θα συνοδεύεται από τα εξής δικαιολογητικά:
α. Υπεύθυνη δήλωση, κατά τις διατάξεις του Ν.Δ. 105/1969, στην οποία θα αναγράφονται κατά προϊόν το είδος και η συνολική ποσότητα των προϊόντων που έχουν εξαχθεί από την ενδιαφερομένη βιομηχανία. Το τελευταίο έτος ή την τελευταία διετία, τό Τελωνείο εξαγωγής, ο αριθμός, ή ημερομηνία κ.λπ. της διασαφήσεως εξαγωγής των προϊόντων και η ποσότητα της ζάχαρης που περιείχαν τα προϊόντα αυτά. Στη δήλωση αυτή πρέπει η ενδιαφερομένη βιομηχανία να δηλώνη υπεύθυνα ότι θα πραγματοποιήση την παραλαβή της ζάχαρης, αποδεχόμενη όλους τους όρους της αποφάσεως αυτής. β.Αξιόχρεη είναι η προσωπική εγγύηση της αγοράστριας βιομηχανίας ή τρίτων υπέρ του Δημοσίου, με την οποία θα αναλαμβάνουν αυτοί την υποχρέωση καταβολής, εντόκως, του ποσού που προκύπτει, από τη διαφορά μεταξύ της ανωτέρω τιμής των δρχ. 10 κατά χιλ/μο ή της τιμής που τυχόν θα καθορισθεί μελλοντικά και της τιμής στην οποία κάθε φορά θα διατίθεται ή ζάχαρη στην εσωτερική κατανάλωση (σήμερα δρχ. 18,50 κατά καθαρό χιλ/μο) αυξημένον με τα αναλογούντα τέλη χαρτοσήμου τιμολογίου και της προσαυξήσεως 25% που αναφέρεται κατωτέρω, σε περιπτώσεις είτε με επροθέσμου εξαγωγής των μεταποιημένων προϊόντων είτε διαπιστώσεως διοχετεύσεως της ζάχαρης στην εσωτερική κατανάλωση κ.λπ. Στη διαφορά αυτή των τιμών περιλαμβάνεται και ο φόρος καταναλώσεως.
3. Σε περίπτωση που η βιομηχανία πραγματοποιεί εξαγωγές για πρώτη φορά η ποσότητα της ζάχαρης που θα χορηγηθεί σ` αυτή, θα ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εμπορίου και θα είναι ανάλογη με τη δυναμικότητα της βιομηχανίας.
Για το σκοπό αυτό η βιομηχανία πρέπει να υποβάλλει στο Υπουργείο Εμπορίου (2α Δ/νση Εξαγ. Εμπορίου) σχετική αίτηση, που θα συνοδεύεται από υπεύθυνη δήλωσή της του Ν.Δ. 105/1969 και βεβαίωση της αρμόδιας Υπηρεσίας του Υπουργείου Γεωργίας για τη δυναμικότητά της.
Η ανωτέρω απόφαση του Υπουργού Εμπορίου θα αποστέλλεται στον αρμόδιο Οίκον. `Εφορο, στόν οποίο η μεταποιητική βιομηχανία θα καταθέτει την αξιόχρεη προσωπική εγγύηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 έδαφ. β`.
4. Με βάση τα στοιχεία των ανωτέρω παραγράφων 2 και 3 η Φορολογική Αρχή, χωρίς άλλη έρευνα, θα χορηγεί αμέσως βεβαίωση για την κατά ανώτατο όριο ποσότητα της ζάχαρης που θα μπορεί η βιομηχανία αυτή να παραλάβει από την Σ.Β.Ζ. με τους ανωτέρω όρους για τις ανάγκες της ενός έτους. Αντίγραφο της βεβαίωσεως αυτής θα αποστέλλεται και απευθείας από τη Φορολογική Αρχή ττις Ε.Β.Ζ.
5. Τις υπεύθυνες δηλώσεις της παραγρ. 2 ο Οίκον.`Εφορος θα αποστέλλει αργότερα στην Υπηρεσία Ελέγχου Τελωνειακών Αρχών, για να μπορεί έτσι να γίνει επαλήθευση της ακρίβειας των στοιχείων που αναγράφονται σ` αυτές.
6. Η ενδιαφερομένη βιομηχανία θα προσκομίζει τη βεβαίωση του Οίκον. Εφόρου στην Ε.Β.Ζ. η οποία θα χορηγεί χωρίς φόβο καταναλώσεως την ποσότητα της ζάχαρης που αναγράφεται στή βεβαίωση.
Η ζάχαρη αυτή μπορεί να χορηγείται από την ΕΒΖ. και τμηματικά, κατόπιν αιτήσεως της ενδιαφερομένης βιομηχανίας. Αμέσως μετά από κάθε πώληση ζάχαρης ή Ε.Β.Ζ. πρέπει να αποστέλλει στην οικεία φορολογική Αρχή ακριβές αντίγραφο του τιμολογίου πωλήσεως.
Η ζάχαρη που θα χορηγείται με τον ανωτέρω τρόπο από την Ε.Β.Ζ. στις εξαγωγικές βιομηχανίες μεταποιήσεως οπωροκηπευτικών πρέπει να είναι συσκευασμένη σε σάκκους, που θα έχουν εξωτερικά ως ειδική και ευκρινή σήμανση το γράμμα “Β” (κεφαλαίο).
7. Τη ζάχαρη που θα αγοράζουν με τον ανωτέρω τρόπο οι βιομηχανίες μεταποιήσεως οπωροκηπευτικών, πρέπει, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία 12 μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της από την Ε.Β.Ζ. να την εξάγουν στο εξωτερικό μέσα στα προϊόντα τους. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παρατείνεται με απόφαση του κ. Υπουργού Εμπορίου, που θα κοινοποιήται στον αρμόδιο Οίκον. `Εφορο, είτε για το σύνολο των μεταποιημένων οπωροκηπευτικών προϊόντων ειτε γιάα κάποιο από τα προϊόντα του Κλάδου, μετά από εκτίμηση των συνθηκών της διεθνούς αγοράς για τα προϊόντα αυτά.
8. Ο έλεγχος της χρησιμοποιήσεως της αφορολόγητης ζάχαρης για την παραγωγή μεταποιημένων οπωροκηπευτικών προϊόντων που έχουν εξαχθεί στο εξωτερικό, μέσα στα χρονικά όρια της προηγούμενης παραγράφου, θα πραγματοποιείται απο την αρμοδία Οίκον. Εφορία, βάσει δικαιολογητικών εξαγωγής, από τα οποία θα προκύπτει τόσο το είδος και η ποσότητα των ετοίμων προϊόντων, όσο και η ποσότητα της ζάχαρης που περιείχαν τα προϊόντα αυτά.
Για το σκοπό αυτό η αρμόδια Τελωνειαχή Αρχή, από την οποία πραγματοποιήθηκε η εξαγωγή, θα στέλνει, ύστερα από αίτηση του εξαγωγέα – μεταποιητή, θεωρημένα αντίγραφα των διασαφήσεων εξαγωγής και των σχετικών δελτίων χημικής αναλύσεως στην ανωτέρω Οίκον. Εφορία.
9. Ο Οίκον. Εφορος όταν εξακριβώσει ότι ολόκληρη η ποσότητα της ζάχαρης που έχει παραληφθεί αφορολόγητη έχει εξαχθεί στο εξωτερικό μέσα στα προϊόντα και στην προθεσμία της παραγράφου 7, θα οριστικοποιεί την απαλλαγή της βιομηχανίας από το φόρο καταναλώσεως και θα επιστρέφει την εγγύηση.
10. Σε περίπτωση που θα διαπιστωθεί ότι : α) οι σχετικές υπεύθυνες δηλώσεις δεν είναι αληθείς ή β) όλη η ποσότητα της ζάχαρης ή μέρος αυτής δεν έχει εξαχθεί με τα έτοιμα προϊόντα στην ανωτέρω προθεσμία ή γ) ή ζάχαρη ή μέρος αυτής έχει διοχετευθεί στήν εσωτερική αγορά, πέρα από κάθε άλλη κύρωση που προβλέπεται από τη νομοθεσία που ισχύει, θα επιβάλλονται στις υπαίτιες βιομηχανίες από τον Οίκον, `Εφορο οι εξής κυρώσεις:
αα. Κατάπτωση της αξίας της αξιόχρεης προσωπικής εγγυήσεως που αναφέρεται στην παράγραφο 2 και είσπραξη αυτής, εντόκως, ως έσοδο του Δημοσίου.
ββ. Προσαύξηση 25% στην αξία της συνολικής ποσότητας της ζάχαρης που παρέλαβε η υπαίτια βιομηχανία χωρίς φόρον από της Β.Ε.Ζ. Η αξία αυτή υπολογίζεται με βάση την τιμή διαθέσεως της ζάχαρης στην εσωτερική κατανάλωση.
Η προσαύξηση εισπράττεται ως έσοδο του Δημοσίου.
γγ. Αποκλεισμός της υπαίτιας βιομηχανίας από το δικαίωμα παραλαβής εις το μέλλον ζάχαρης με τους όρους και τις προϋποθέσεις της παρούσας αποφάσεως. Για το σκοπό αυτό η αρμόδια Φορολογική Αρχή πρέπει να ενημερώσει αμέσως το Υπουργείο Εμπορίου (2α Δινση Εξαγ. Εμπορίου) και την Ε.Β.Ζ. για την υπαιτιότητα της βιομηχανίας. Ειδικώτερα όμως για την περίπτωση (β) της παρούσης παραγράφου, οι ανωτέρω κυρώσεις (αα) καί (ββ) θα επιβάλλονται μόνο για την ποσότητα της ζάχαρης που δεν έχει εξαχθεί, η δε κύρωση (γγ) θα επιβάλλεται στην περίπτωση αυτή μόνον αν η ποσότητα της ζάχαρης που δεν έχει εξαχθεί είναι μεγαλύτερη του 20% της συνολικής ποσότητας ζάχαρης που χορηγήθηκε στην υπαίτια βιομηχανία.
11. Η κάλυψη της Ε.Β.Ζ. για τις διαφορές μεταξύ της ανωτέρω τιμής διαθέσεως της ζάχαρης στις βιομηχανιες μεταποιήσεως οπωροκηπευτικων προϊόντων και αφ` ενός της προσωρινής τιμής κόστους που καθορίστηκε από την 158580/1435/16.2. 1977 απόφαση του κ. Υφυπουργού Εμπορίου και αφ` ετέρου της οριστικής τιμής κόστους της ζάχαρης που θα καθορισθή κατά τις διατάξεις της 152114/306/12.1.1977 αποφάσεώς μας, θα πραγματοποιήται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από την απόφασή μας αυτή.
12. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις της 152114/306/12.1.1977 αποφάσεώς μας.
13. Η ισχύς της Παρούσης αποφάσεως αρχίζει από την ημερομηνία εκδοσεώς της.
Οι Υπουργοί
Οικονομικών Εμπορίου
ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ Ι. ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ
Αριθ. Πρωτ. 598/26.10.1977
ΘΕΜΑ: Περί διαθέσεως σακχάρεως εις, τας εξαγωγικάς βιομηχανίας και βιοτεχνίας ειδών διατροφής και ζαχαρωδών προϊόντων.
Η Οικονομική Επιτροπή λαβούσα ύπ` όψιν:
1. Τας διατάξεις των άρθρων 5 και 29 του Ν. 400/76 “περί Υπουργικού Συμβουλίου και Υπουργείων”.
2. Την υπ` άριθ. 152114/306/12.1.77 κοινήν απόφασιν των Υπουργών Οινονομικών και Εμπορίου, “περί του τρόπου της από 1.1.1977 διαθέσεως της εγχωρίως παραγομένης σακχάρεως”.
3. Την υπ` άριθ. 158580/1435/16.2.77 απόφασιν του Υφυπουργού Εμπορίου, “περί των τιμών διαθέσεως εγχωρίου σακχάρεως από την Ελληνική Βιομηχανίαν Σακχάρεως Α.Ε.”.
4. Τας υπ` αριθ. 463/20.4.77, 483/12.5.77 και 523/ 12.7.77 αποφάσεις αυτής, “περί διαθέσεως σακχάρεως εις τας εξαγωγικάς μεταποιήσεως οπωροκηπευτικών.
5. Την υπ` άριθ. Ε4/2050/7.10.77 σχετικήν εισήγησιν του Υπουργού Εμπφρίου.
6. Την διεξαχθείσαν μεταξύ των μελών αυτής διεξοδικήν συζήτησιν επί του εν θέματι αυτικειμένου, αποφασίζει ομοφώνως:
1. Ορίζει την τιμήν διαθέσεως της εγχωρίου σακχάρεως υπό της Ελληνικής Βιομηχανίας Σακχάρεως Α.Ε. (Ε.Β.Σ.) εις τας Βιομηχανίας και Βιοτεχνίας παραγωγής ειδών διατροφής και ζαχαρωδών προϊόντων, μόνον δια τα προϊόντα των, τα εξαγόμενα εις το εξωτερικόν εκ δραχ. 8 ανά χιλ/μον καθαρού βάρους, πλέον αξιας χαρτοσήμου, με παράδοσιν “επ` αυτοκινήτου εις το Σακχαρουργείον”.
Η κάλυψις της Ε.Β.Σ. δια τας διαφοράς μεταξύ της ανωτέρω τιμής και αφ ενός της προσωρινής τιμής κόστους της καθορισθείσης δια της υπ` αριθ. 158580/1435/16.2.77 αποφάσεως του Υφυπουργού Εμπορίου και αφ` ετέρου της οριστικής τιμής κόστους της σακχάρεως, ήτις θέλει καθορισθή κατά τας διατάξεις της υπ` αριθ. 152114/306/12.1.1977 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορίου, θα πραγματοποιήται συμφώνως προς την προβλεπομένην υπό της ως άνω κοινής αποφάσεως διαδικασίαν.
2. Εγκρίνει όπως, την ανωτέρω σάκχαριν παραλαμβάνουν αι Βιομηχανίαι και Βιοτεχνίαι παραγωγής ειδών διατροφής και ζαχαρωδών προϊόντων από την Ε.Β.Σ. άνευ καταβολής του αναλογούντος φόρου καταναλώσεως.
3. `Οσον αφορά εις την διαδικασίαν χορηγήσεως της σακχάρεως εις τας ανωτέρω Βιομηχανίας και τον τρόπον ελέγχου της χρησιμοποιήσεως αυτής, μόνον δια τα εξαγόμενα υπό αυτών προϊόντα, θα εφαρμόζωνται τα προβλεπόμενα υπό της υπ` αριθ. 47289/2777/1070/28.5.1977 κοινής αποφάσεως των κ.κ. Υπουργών Οικονομικών και Εμπορίου.
Ο Πρόεδρος Τα Μέλη
Αριθ. Πρωτ. Μ. 3347/12/22.8.1977
ΘΕΜΑ: Πρόσθετος φόρος καταναλώσεως Ν. 625/1977 επί αφρωδών οίνων παραγομένων εν τη ημεδαπή.
Εν σχέσει προς το εν περιλήψει θέμα ανακοινούμεν πρόσθετος φόρος καταναλώσεως του άρθρου 1 της από 18 Μαίου 1977 Πράξεως του Προέδρου της Δημοκρατίας της κυρωθείσης δια του Ν. 625/1977 επί των: αφρωδών οίνων των παραγομένων εν τη ημεδαπή, δύναται να καταβάλλεται εις το Δημόσιον υπό των παραγουσών τούτους επιχειρήσεων, κατόπιν αιτήσεως των υποβαλλομένης εις το αρμόδιον Οίκον. `Εφορον.
Υποβληθείσης τοιαύτης αιτήσεως, ήτις δεν υπόκειται εις ανάκλησιν, η παράγουσα τους αφρώδεις οίνους επιχείρησις υποχρεούται, δια τας ενεργουμένας πωλήσεις χονδρικώς, εις δήλωσιν και καταβολήν του ως άνω φόρου κατά τα εν παραγρ. 6 του άρθρου 1 της ως άνω Πράξεως οριζόμενα.
Επί των περιπτώσεων τούτων αι χονδρικαί πωλήσεις θεωρούνται δια την εφαρμογήν της παρούσης, πραγματοποιηθείσαι εις τιμάς λιανικής πωλήσεως, της αξίας αυτών εξευρισκομένης, δια τον υπολογισμόν του φόρου καταναλώσεως, δια της μετατροπής των χονδρικών πωλήσεων εις λιανικάς επί τη βάσει, των αναγραφομένων εις εκδιδόμενον υπό της επιχειρήσεως τιμοκατάλογον τιμών λιανικής πωλήσεως. Ο τιμοκατάλογος ούτος υποβάλλεται εις τον αρμόδιον Οίκον. `Εφορον την πρώτην εκάστου μηνός και περιλαμβάνει διακεκριμένως την τιμήν λιανικής πωλήσεως των αφρωδών οίνων και το ποσόν του φόρου καταναλώσεως.
Οι αγοράζοντες αφρώδεις οίνους απ` ευθείας από τας επιχειρήσεις αίτινες παράγουν τούτους εν τη ημεδαπή και διαθέτοντες τούτους λιανικώς, απαλλάσσονται του φόρου καταναλώσεως, εφ` όσον επί των τιμολογίων πωλήσεως αναγράφεται ότι ο φόρος ο αναλογών επί της τιμής λιανικής πωλήσεως αυτών καταβάλλεται εις το Δημόσιον υπό της επιχειρήσεως ήτις παρήγαγε τούτους εις το εσωτερικόν.
Η κατά τα ως άνω ρύθμισις της καταβολής του φόρου καταναλώσεως επί των αφρωδών οίνων υπό των παραγουσών τούτους επιχειρήσεων εν τη ημεδαπή δεν εφαρμόζεται οσάκις ο αγοραστής δια δηλώσεως του Α.Ν. 105/1969 “περί ατομικής ευθύνης του δηλούντος” δηλώση ότι τα αγοραζόμενα είδη προορίζονται προς μεταπώλησιν χονδρικώς η προς κατανάλωσιν εις κέντρα διασκεδάσεως άτινα υπόκεινται εις τον φόρον του Ν.Δ. 254/1973.
Η παρούσα έχει εφαρμογήν επί των από 1ης Σεπτεμβρίου 1977 και εφ` εξής ενεργουμένων χονδρικών πωλήσεων αφρωδών οίνων υπό επιχειρήσεων παραγουσών τούτους εν τη ημεδαπή
Ο Υπουργός Ε. ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ
Αριθ. πρωτ. Μ. 3895/38/4.10.1977
Εκ του πίνακος των ειδών των υποβαλλομένων εις τον πρόσθετον φόρον καταναλώσεως κατά τας διατάξεις του άρθρου 1 της από 18.5.1977 Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου του Προέδρου της Δημοκρατίας, της κυρωθείσης δια του Ν. 625/1977 (ΦΕΚ 180/27.6.1977 τ. Α`) διαγράφονται οι αφρώδεις οίνοι της δασμολογικής διακρίσεως 22.05Α.
Η ισχύς της παρούσης άρχεται από 1.10.77.
Ο Υπουργός
Ε. ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ
Αριθ. πρωτ. Μ. 5097/69/23.12.1977
Διατάξεις Άρθρου 1 τής από 18 Μαίου 1977 Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου, κυρωθείσης δια του άρθρου πρώτου του Ν. 625/1977 ως και διατάξεις άρθρου δευτέρου ιδίου νόμου, προβλέπουσαι επιβολήν προσθέτου φόρου καταναλώσεως επί των αναφερομένων εν τοις άρθροις τούτοις ειδών πολυτελείας καταργούνται από 24 τρέχοντος μηνός. Οφειλόμενος φόρος από υποχρέους υποκειμένους εις τούτον κατά τας διακρίσεις των περιπτώσεων α` και β` της παραγρ. 7 του άρθρου 1 ανωτέρω πράξεως ως αντικατεστάθη δια της παραγρ. 3 του άρθρου δευτέρου Ν. 625/1977 δια είδη εισαχθέντα ή αγορασθέντα παρ` αυτών μετά την 1ην Δεκεμβρίου 1977 αμελείται SΤΟΡ.
Ο Υπουργός ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΟΥΤΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ΄
ΦΟΡΟΙ ΥΠΕΡ ΤΡΙΤΩΝ

Άρθρον 67
Ειδικόν τέλος υδρεύσεως.

1. Το υπό των διατάξεων τον Ν.Δ. 2916/54 περί καταργήσεως εισφοράς υπέρ του Οργανισμού Αποχετεύσεως Πρωτευούσης και επιβολής ειδικού τέλους δια τα νέα έργα υδρεύσεως εξ Υλίκης και αποχετεύσεως εν τη περιοχή Πρωτευούσης” προβλεπόμενον τέλος, από του οικονομικού έτους 1979, επιβάλλεται και επί εισοδημάτων προερχομένων εξ οικοδομών, κειμένων εις τας περιοχάς των δήμων Ελευσίνος, Μάνδρας, Ασπροπύργου, `Ανω Λιοσίων, Αχαρνών (Μενιδίου) και της κοινότητες Βαρκίζης της μείζονος περιοχής Πρωτευούσης.

2. Αι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου μόνου του Ν.Δ. 2916/54 εφαρμόζονται από του οικονομικού έτους 1979 και δια την επιβολήν του υπό της παρ. 5 του άρθρου 10 του Ν.Δ. 787/70 “περί συστάσεως οργανισμού αποχετεύσεως της περιοχής Θεσσαλονίκης” προβλεπομένου τέλους.

Άρθρον 68
Κύρωσις αποφάσεως.
Κυρούται και έχει ισχύν νόμου από του εν αυτή οριζομένου χρόνου ισχύος της ή κατωτέρω κοινή απόφασις των Υπουργών Οικονομικών και Κοινωνικών Υπηρεσιών, έχουσα ως ακολούθως :
Αριθ. πρωτ. Τ.3317/ 1875/23.6.75 (ΦΕΚ 841/8.8.75 Τ-Β).
ΑΠΟΦΑΣΙΣ
Περί αναγνωρίσεως υπέρ της Αγροτικής Τραπέζης Ελλάδος προμηθείας διά την υπό ταύτης παρακράτησιν και απόδοσιν της υπέρ ΟΓΑ εισφοράς και χαρτοσήμου επί εξοφλουμένων διγράμμων επιταγών εκ πωλήσεως συσπόρου βάμβακος.
`Εχοντες υπ` όψει:
1. Την υπ` αριθ. Σ. 1287/47/1.3.75 απόφασιν ημών, δι ής καθωρίσθη όπως η οφειλομένη εισφορά 3% υπέρ ΟΓΑ – Δήμων και Κοινοτήτων του Ν. 4169/1961 και το χαρτόσημον 1% επί της αξίας του αγοραζόμενου από 20 Μαρτίου 1975 και εφεξής εκ των παραγωγών συσπόρου βάμβακος, παρακρατήται υπό της εξοφλούσης τας οικείας διγράμμους επιταγάς ΑΤΕ.
2. Το γεγονός της προσδοκωμένης περιστολής της φοροδιαφυγης και της εκ του λόγου τούτου αυξήσεως των εσόδων, ως εκ του κατά τ` ανωτέρω τρόπου παρακρατήσεως και αποδόσεως της εισφοράς υπέρ ΟΓΑ και χαρτοσήμου εκ της πωλήσεως υπό των παραγωγών συσπόρου βάμβακος.
3. Την ανάγκην προς κάλυψιν των εξόδων της ΑΤΕ δια την υπ` αυτής προσφερομένην υπηρεσίαν, αποφασίζομεν:
Ορίζομεν ποσοστόν, 0,50% ως προμήθειαν της ΑΤΕ επί του προϊόντος της παρακρατουμένης υπό ταύτης εισφοράς 3% υπέρ ΟΓΑ – Δήμων και Κοινοτήτων του Ν. 4169/1961 και χαρτοσήμου επί της αξίας του αγοραζομένου από 20ής Μαρτίου 1975 και εφεξής εκ των παραγωγών συσπόρου βάμβακος, βάσει τών εξοφλουμένων υπ` αυτής διγράμμων επιταγών.
Η κατά τα ανωτέρω προμήθεια θέλει βαρύνει τους δικαιούχους της εισφοράς υπέρ ΟΓΑ, και του χαρτοσήμου.
Η παρούσα δημοσιευιήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
Οι Υπουργοί
Οικονομικών Κοινωνικων Υπηρεσιών
Ε. ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ Κ. ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ΄
Ειδικαί διατάξεις.

Άρθρον 69
`Ενταξις επιτηδευματιών εις κατηγορίαν τηρήσεως βιβλίων.

1. Εις την παράγραφον 2 του άρθρου 3 του Π. Δ/τος 9911977 “περί Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων” προστίθεται περίπτωσις Ζ`, έχουσα ως κατωτέρω:
“Ζ) Εις την κατηγορίαν την αντιστοιχούσαν εις τα ετήσια ακαθάριστα έσοδα αυτού, πάντως δε ουχί κατωτέραν της δευτέρας κατηγορίας, ο διατηρών επιχείρησιν ημερησίου ή περιοδικού τύπου, δυνάμενος να τηρή βιβλίον αγορών και πωλήσεων, αντί βιβλίου εσόδων – εξόδων”.

2. Εις το άρθρον 49 του Π.Δ/τος 99/1977 καΙ μετά τΗν προστεθείσαν, δια της παρ.1 του άρθρου 2 της από 18.5.77 Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου του Προέδρου της Δημοκρατίας, κυρωθείσης δια του Ν. 625/1977, περίπτωσιν ιγ` προστίθεται περίπτωσις ιδ`, έχουσα ως κατωτέρω, των περιπτώσεων ιδ` και ιε` του αυτού άρθρου φερομένων εφεξής ως ιε` και ιστ` αντιστοίχως.
“ιδ) `Εντάσση μετά σύμφωνον γνώμην της Επιτροπής Λογιστικών Βιβλίων, κατηγορίαν : επιτηδευματιών ολοκλήρου της Χώρας ή τμήματος ταύτης και δια το σύνολον των εργασιών των ή δια τμήμα μόνον τούτων από την δευτέραν κατηγορίαν τηρήσεως βιβλίων εις την πρώτην και τανάπαλιν”.

Άρθρον 70
Διαγραφή φόρων.
Δεν αποστέλλονται εις τους φορολογουμένους Μηχανογραφικά τριπλότυπα εισπράξεως διά την καταβολήν φόρων οι οποίοι εισπράττονται μηχανογραφικώς μέχρι ποσού πεντήκοντα (50) δραχμών. Το ποσόν τούτο προστίθεται εις την δόσιν του επομένου μηνός.
Τα εναπομένοντα εις το τέλος του οικονομικού έτους υπόλοιπα των ανωτέρω φόρων μέχρι ποσού είκοσι (20) δραχμών διαγράφονται.
Ο τρόπος διαγραφής καθορισθήσεται δι` αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών.

Άρθρον 71
Στρογγυλοποίησις κλασμάτων δραχμής επί βεβαιουμένων εσόδων.
Εις τας περιπτώσεις βεβαιώσεως και εισπράξεως ποσών Δημοσίων εσόδων, ως και εσόδων υπέρ Δήμων, Κοινοτήτων, Ειδικών Ταμείων ή Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, ή προσαυεήσεων εκπροθέσμου καταβολής τούτων κατά τις οποίες προκύπτει τελικώς καταβλητέον ποσόν εις κλάσμα δραχμής, τούτο στρογγυλοποιείται εις την επομένην μονάδα ταύτης.

Άρθρον 72
Κύρωσις αποφάσεως και διαταγών.
Κυρούνται και έχουν ισχύν νόμου αφ` ης εξεδόθησαι, η υπ` άριθ. 161434 από 8 Νοςμβρίου 1977 απόφασις, ως και αι υπ` αριθ. Ε. 16785/4144 από 9 Δεκεμβρίου 1977, Α. 566/7 από 1Ι Ιανουαρίου 1978 και Ε. 2263 από 27 Φεβρουαρίου 1978 διαταγαί του Υπουργού των Οικονομικών έχουσαι ούτω:
Αριθ. Πρωτ. 161434 Αθήναι 8 Νοεμβρίου 1977
`Εχοντας ύπόψη:
Τις ζημίες που προκάλεσε η θεομηνία της 2.11.1977 στην περιοχή τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης.
Αποφασίζουμε
Προθεσμίες υποβολής δηλώσεων και καταβολής χρεών στις Οικονομικές Εφορίες και Δημόσια Ταμεία περιοχής τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης και Ελευσίνος, από φόρο εισοδήματος, φόρου κύκλου εργασιών, τέλη χαρτοσήμου τιμολογίων, εισφορά Ν. 4169/61 και δακοκτονίας, που λήγουν βάσει των κειμένων διατάξεων στις 10 καί 20 Νοεμβρίου 1977, παρατείνονται επί εικοσαήμερον.
Ο Υπουργός
Ε.ΔΕΒΛΕΤΟΓΛΟΥ
Αριθ. Πρωτ. Ε.16785/4144
Αθήναι, 9 Δεκεμβρίου 1977
Προθεσμίες οριζόμενες με 161434/8.1 1.77 απόφασή μας και αυτές που λήγουν δεκάτη τρέχοντος μηνός και δεκάτη Ιανουαρίου 1978 για υποβολή δηλώσεων και καταβολή χρεών από φόρο εισοδήματος φόρο κύκλου εργασιών τέλη χαρτοσήμου τιμολογίων και εκκαθαρίσεων εισφορών Ν. 4169/1961 καί δακοκτονίας παρατείνονται μέχρι και εικοστής Ιανουαρίου 1978 διά πληγέντας από θεομηνία 2.11.77 περιλαμβανομένους ανωτέρω απόφασή μας.
Ανωτέρω παράταση ισχύει εφόσον ενδιαφερόμενοι μέχρι και ημέρας υποβολής δηλώσεως ή πληρωμής προσκομίσουν αρμόδιο Οικονομικό Εφορο ή Ταμία κατά περίπτωση βεβαίωση αρμοδίας επιτροπής από τήν οποία νά προκύπτει ότι ύπέστησαν ζημιες από ανωτέρω θεομηνία. Ενδιαφερόμενοι πρέπει μέχρι εικοστής τρίτης τρέχοντος μηνός να υποβάλλουν αρμόδιο Οί- κονομικό Εφορο υπεύθυνη δήλωση Ν.Δ. 105/69 που θα δηλούνται τα ακαθάριστα έσοδα του προηγουμένου έτους και προκειμένου περί νέων επιχειρήσεων τα ακαθάριστα έσοδα από ενάρξεως εργασιών μέχρι και μηνός Οκτωβρίου τρέχοντος έτους τα ίδια και ξένα κεφάλαια και το ποσό των ζημιών από τη θεομηνία καθ` υπολογισμό.
Ο Υπουργός ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΟΥΤΟΣ
Αριθ. Πρωτ. Α.566/7
Αθήναι, 11 Ιανουαρίου 1978
Προθεσμία υποβολής δηλώσεων φόρου κύκλου εργασιών Οικον. Εφορίες τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης, λήγουσα την 10.1.1978 παρατείνεται μέχρι 25.1.1978 εφόσον ενδιαφερόμενοι μέχρι και ημέρας υποβολής δηλώσεως προσκομίσουν αρμόδιο Οίκον. Εφορο βεβαίωση αρμοδίας επιτροπής που να προκύπτει υπέστησαν ζημίες από θεομηνία (ανεμοθύελλα) 6ης, 7ης καί 8ης Ιανουαρίου 1978.
Ο Υπουργός ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΟΥΤΟΣ
Αριθ. Πρωτ. Ε. 2263
Αθήναι, 27 Φεβρουαρίου 1978
Προθεσμίες οριζόμενες με Ε. 1678519.12.1977 απόφασή μας και προθεσμίες δεκάτης και εικοστής τρέχοντος μηνός και δεκάτης Μαρτίου 1978 για υποβολή δηλώσεων και καταβολή χρεών από φόρο εισοδήματος φόρου κύκλου εργασιών, τέλη χαρτοσήμου τιμολογίων και εκκαθαρίσεων εισφορών Ν. 4169/61 και δακοκτονίας παρατείνονται μέχρι και εικοστής Μαρτίου 1978 για πληγέντες από θεομηνία 2.11.1977 και περιλαμβανομένους στη 161434/8.11.1977 απόφασή μας.
Ανωτέρω παράταση ισχύει εφόσον ενδιαφερόμενοι μέχρι και ημέρας υποβολής δηλώσεων ή πληρωμής προσκομίσουν αρμόδιο Οίκον.Εφορο ή Ταμία κατά περίπτωση, βεβαίωση αρμόδιας Επιτροπής από τήν οποία να προκύπτει ότι υπέστησαν ζημίες από ανωτέρω θεομηνία.
Οσοι από ανωτέρω ενδιαφερομένους δανειοδοτηθούν για ζημίες τους από Τράπεζες μετά την 20.3.1978 και μέχρι την 20.5.1978 εγκρίνουμε εκπλήρωση ανωτέρω φορολογικών υποχρεώσεών τους εντός πενθημέρου από ημέρας δανειοδοτήσεώς τους, χωρίς συνέπειες εκπρόθεσμης δηλώσεως ή καταβολής χρέους, εφόσον μέχρι και ημέρας υποβολής δηλώσεως ή πληρωμής προσκομίσουν αρμόδιο Οικονομικό Εφορο ή Ταμία κατά περίπτωση βεβαίωση οικείας Τράπεζας από τήν οποία νά προκύπτη η χρονολογία δανειοδοτήσεώς τους για ζημίες από ανωτέρω θεομηνία.
Ο Υπουργός
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΟΥΤΟΣ

Άρθρον 73
Κύρωσις αποφάσεων.
Κυρούνται και έχουν ισχύν νόμου, άφ ής εξεδόθησαν αι ύπ` άριθ. Ε. 3713/10/ 12.6.1978 και Σ. 1253/12/22.2.1977 αποφάσεις του Υπουργού και του Υφυπουργού Οικονομικών, έχουσαι ώς άκολούθως:
Αριθ. Πρωτ. Ε. 3713/10/12.6.1977 ΘΕΜΑ: Παράταση προθεσμίας συντάξεως ισολογισμού και υποβολής δηλώσεως φορολογίας εισοδήματος από την Α.Ε. “ΗΣΑΠ”. Σας ανακοινώνουμε ότι εγκρίνουμε την παράταση των προθεσμιών συντάξεως του ισολογισμού της 31. 12.1977 της Α.Ε. “ΗΣΑΠ” μέχρι 31ης Αυγούστου 1978 και υποβολής της δηλώσεως φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους 1978 στον Οικον. Εφορο μέχρι και της 10ης Σεπτεμβρίου 1978, υπό την προϋπόθεση παραβολή της δηλώσεως θα καταβληθούν οι ληξιπρόθεσμες πέντε (5) δόσεις φόρου εισοδήματος και προκαταβολής.
Ο Υπουργός ΑΘ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
Αριθ. πρωτ. Σ. 1253/12/12.2.1977.
ΘΕΜΑ: Παράταση προθεσμίας συντάξεως ισολογισμού. Σας ανακοινούμε ότι, προκειμένου να διευκολύνουμε τις επιχειρήσεις οι οποίες σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 542/1977 υποχρεούται να προέλθουν εφάπαξ σε αναπροσαρμογή της αξίας των ακινήτων κατά την ημέρα καταρτίσεως του πρώτου ισολογισμού που θα κλείσουν μετά την 30 Δεκεμβρίου 1976 και των οποίων η περίοδος έληξε μέχρι σήμερα, παρατείνουμε την προθεσμία κλεισίματος του ισολογιστού των μέχρι 30 Απριλίου 1977 για τις ανώνυμες εταιρείες και μέχρι 31 Μαρτίου 1977 για όλες τις άλλες επιχειρήσεις.
Ο Υφυπουργός Μ. ΕΒΕΡΤ

Άρθρον 74
Κυρούνται άφ ής εξεδόθησαν, αι κάτωθι αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών: α) Η υπ` άριθ. 80062/3742/6.6.1978 απόφασις “περί ρυθμίσεως μισθολογικών θεμάτων που ανέκυψαν από την εφαρμογή του Ν. 754/1978 “περί ρυθμίσεως των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων κ.λπ.” δημοσιευθείσα είς το υπ`αριθ. 64/1.8.1978 ΦΕΚ. (τεύχος Β`).
β) Η ύπ` άριθ. 75 117/3535/29.5.1975 απόφασις “περί αναδρομικής καταβολής προσωρινού επιδόματος, Ν.Δ. 415/1970 “περί αυξήσεως του μισθού των δημοσίων υπαλλήλων κ.λπ.”, δημοσιευθείσα εις το ύπ άριθ. 537/16.6.1978 Φ.Ε.Κ. (τεύχος Β`).

Άρθρον 75
Εναρξις ισχύος του Νόμου.

1. Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος Νόμου άρχεται από της δημοσιεύσεώς του διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, πλήν αν άλλως ορίζεται έν αυτοίς.

2. Ειδικώς η ισχύς των διατάξεων των άρθρων 1 παράγραφος 1, 2 παράγραφος 2, 3 παράγραφος 1, 4 παράγραφος 2 και 3, 5 παράγραφος 1, 7 παράγραφος 1 και 2, 8 έως και 10, 11 παράγραφος 2, 14 παράγραφος 1 και του άρθρου 16 άρχεται από του οικονομικού έτους 1978, ήτοι επί των εισοδημάτων των κτηθέντων εντός του έτους 1977.

Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

Εν Αθήναις τη 09 Σεπτεμβρίου 1978

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ