Νόμος 813 ΦΕΚ Α΄137/31.8.1978
Περί εμπορικών και ετέρων τινών κατηγοριών μισθώσεων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν:

Άρθρον 1
Προστατευόμεναι μισθώσεις.

1. Εις τας διατάξεις του παρόντος υπάγονται αι μισθώσεις ακινήτων, αι οποίαι συνάπτονται: “α) Προς επιχείρησιν εις ταύτα εμπορικών πράξεων ή προς άσκησιν επαγγέλματος ή δραστηριότητος προστατευομένης υπό του παρόντος”.
***Η περ.α` της παρ. 1 του άρθρου 1 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 1 του Ν. 1229/1982 (ΦΕΚ Α 17).
β) Προς εγκατάστασιν εκπαιδευτηρίων και παιδικών σταθμών εν γένει. γ) Προς στέγασιν κλινικών και πάσης φύσεως νοσηλευτικών ιδρυμάτων. δ) Προς χρησιμοποίησιν αυτών ως όλως απαραιτήτων βοηθητικών χώρων ετέρων ακινήτων, εις τα οποία ασκούνται αι προβλεπόμεναι υπό του παρόντος άρθρου δραστηριότητες. Διακοπή της ασκήσεως των δραστηριοτήτων τούτων μέχρις εξ μηνών δεν αιρεί την προστασίαν εκ του παρόντος.
ε) Προς στέγαση και λειτουργία φαρμακείων και φαρμακαποθηκών.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 36 παρ. 2 του Ν. 1316/1983 (Α` 3).

2. Επι μικτής χρήσεως δια την υπαγωγήν της μισθώσεως εις τας διατάξεις του παρόντος λαμβάνεται υπ` όψιν η προέχουσα χρήσις του μισθίου.

Άρθρον 2

1. Εις τας διατάξεις του παρόντος υπάγονται, κατά τα ειδικώτερον εις το άρθρον 28 οριζόμενα, και αι μισθώσεις ακινήτων, αι οποίαι συνάπτονται προς στέγασιν δικηγορικών γραφείων, ιατρείων, οδοντιατρείων, ως και γραφείων διπλωματούχων μηχανικών και υπομηχανικών και των προς τούτους εξομοιουμένων κατά τας περί αυτών ειδικάς διατάξεις.

2. Εις τας διατάξεις του παρόντος υπάγονται και αι μισθώσεις ακινήτων προς στέγασιν γραφείων δικαστικών επιμελητών, κτηνιατρείων και λογιστικών γραφείων, εφαρμοζομένων και επί τούτων των διατάξεων του άρθρου 7 του Ν. 1219/1981 .
Σημ.: όπως προστέθηκε με το άρθρο 11 παρ. 1 του Ν. 1229/1982 (ΦΕΚ Α 17)

3. Η παρ. 2 του προηγουμένου άρθρου έχει εφαρμογήν και επί των κατά το παρόν άρθρον μισθώσεων.
Σημ.: όπως αναριθμήθηκε με το άρθρο 11 παρ. 2 του Ν. 1229/1982 (Α 17).

4. Στις διατάξεις του παρόντος νόμου υπάγονται και οι μισθώσεις ακινήτων για τη στέγαση γραφείων άμισθων υποθηκοφυλακείων.
Σημ.: όπως προστέθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 1861/1989 (Α 193).

5. Στις διατάξεις του παρόντος νόμου υπάγονται και οι μισθώσεις ακινήτων, οι οποίες συνήφθησαν ή συνάπτονται για τη στέγαση και την άσκηση της δραστηριότητας των αναγνωρισμένων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, των υπαγόμενων στις διατάξεις του α. ν. 2039/1939.
Σημ.: όπως προστέθηκε με τοβ άρθρο 6 παρ.2 του Ν. 1898/1990 (Α 125). Ισχύς της διάταξης από 1ης Σεπτ. 1990.

Άρθρον 3
Δεν υπάγονται εις τας διατάξεις του παρόντος:

α) Αι μισθώσεις αι οποίαι κατά την καλήν πίστιν και τα συναλλακτικά ήθη συνάπτονται συνήθως δια χρονικόν διάστημα μη υπερβαίνον το έτος. β) Αι μισθώσεις εις τας οποίας το μίσθιον χρησιμοποιείται ως οικοτροφείον, πλην των οίκων ευγηρίας.

γ) Αι μισθώσεις χώρων εντός συνοριακών σταθμών ή περιοχών λιμένων ή αεροδρομίων.
δ) Οι μισθώσεις χώρων εντός δημοσίων, δημοτικών ή κοινοτικών κήπων και αλσών ανηκόντων εις το Δημόσιο, δήμους ή κοινότητες, οι μισθώσεις χώρων εντός νεκροταφείων, οι μισθώσεις ακινήτων εντός αρχαιολογικών χώρων, και οι μισθώσεις εντός χώρων ανηκόντων στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα.
Σημ.: όπως η περ. δ` του άρθρου 3, όπως είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 2 του Ν. 1229/1982, αντικαταστάθηκε  με το άρθρο 27 παρ. 7 του Ν. 2009/1992 (Α` 18).

ε. Οι μισθώσεις ακινήτων, τα οποία αποκτώνται από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τα όργανά της για τη στέγαση των υπηρεσιών της, ή των υπηρεσιών των οργάνων της, ανεξαρτήτως του χρόνου συνάψεως των μισθώσεων αυτών.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 40 του Ν. 2008/1992 (Α 16).

στ. Οι μισθώσεις ακινήτων χαρακτηρισμένων ως διατηρητέων οι οποίες συνάπτονται από 1ης Σεπετεμβρίου 1990.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.5 του άρθρου 2 του Ν.2235/1994 (Α 145).

Ζ. Οι μισθώσεις ακινήτων, των οποίων κύριος ή εκμισθωτής είναι το νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου με την επωνυμία “Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών”, αναγκαίων για τη στέγαση των υπηρεσιών του, της συσταθείσης υπ` αυτού Α.Ε. με την επωνυμία Εταιρεία Αποθετηρίων Τίτλων καθώς και των υπηρεσιών της εποπτευούσης αυτά υπηρεσίας του Υπουργείου ΕΘνικής Οικονομίας.
Σημ.: όπως η περ.Ζ`προστέθηκε  με το άρθρο 55 του άρθρου 1969/1991 (ΦΕΚ Α` 167).

ζ. Μισθώσεις χώρων εντός του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών και ακινήτων ιδιοκτησίας της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης, που χρησιμοποιούνται ή προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως εκθεσιακοί χώροι. η. Μισθώσεις χώρων αποκλειστικώς για διενέργεια διαφημίσεων με οποιονδήποτε τρόπο.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.6 του άρθρ.2 του Ν.2235/1994 (Α 145).
θ) Οι μισθώσεις ακινήτων που αποκτήθηκαν, αυτά ή το οικόπεδο επί του οποίου ανεγέρθηκαν, αποδεδειγμένα με εισαγωγή συναλλάγματος από τον εκμισθωτή, που αντιστοιχεί τουλάχιστον στα 2/3 της αξίας τους ή η αξία αυτή καλύφθηκε κατά το αυτό ποσοστό με εισαγωγή συναλλάγματος και ο μισθωτής, προσμετρουμένου του χρόνου του δικαιοπαρόχου του, έχει συμπληρώσει στη χρήση του μισθίου διάρκεια τουλάχιστον δώδεκα (12) ετών.”.
Σημ.: όπως η περ.θ` προστέθηκε με την παρ.6 του άρθρου 2 του Ν.2235/1994 (Α 145)

Άρθρον 4
Διάρκεια της μισθώσεως.

1. Η μίσθωση ισχύει για εννέα (9) έτη, ακόμη και αν έχει συναφθεί για βραχύτερο ή αόριστο χρόνο, μπορεί όμως να λυθεί νεώτερη συμφωνία που αποδεικνύεται με έγγραφο βεβαίας χρονολογίας.

2. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται και σε μισθώσεις που έχουν συναφθεί για χρόνο μεγαλύτερο των εννέα (9) ετών.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.8 του άρθρου 2 του Ν.2235/1994 (Α 145)

3. Μισθώσεις ακινήτων προς στέγασιν δημοσίων εκπαιδευτηρίων επιτρέπεται να συναφθούν εις πάσαν περίπτωσιν και δια βραχύτερον χρόνον, εφ όσον ταύτα κείνται εις κωμοπόλεις εχούσας πληθυσμόν μέχρι πέντε χιλιάδων κατοίκων.

Άρθρον 5
Καθορισμός και αναπροσαρμογή του μισθώματος
Σημ.: όπως το άρθρο 5, όπως αυτό είχε συμπληρωθεί διά του άρθρου 1 παρ. 2 Ν. 1930/1991 (Α 20), αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 2041/1992 (ΦΕΚ Α 71). Ισχύς από 1.5.1992.

1.Το μίσθωμα κατά την σύναψη της συμβάσεως καθορίζεται ελεύθερα από τους συμβαλλομένους και αναπροσαρμόζεται κατά τα χρονικά διαστήματα και το ύψος που ορίζονται στη σύμβαση. “`Ορος για ποσοστιαία σταδιακή αναπροσαρμογή του μισθώματος, που συνομολογείται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, ισχύει και για χρόνο (συμβατικό ή με αναγκαστική παράταση), για τον οποίο δεν έχει προβλεφθεί σταδιακή αναπροσαρμογή, εφόσον τα μέρη δεν έχουν αποκλείσει την ισχύ του για χρόνο μη προβλεπόμενο από τη σύμβαση.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.9 του άρθρου 2 του Ν.2235/1994 (Α 145)

2. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει συμφωνία αναπροσαρμογής του μισθώματος ή αυτή έχει εξαρτηθεί από άκυρη ρήτρα, η αναπροσαρμογή γίνεται μετά διετία από την έναρξη της συμβάσεως και καθορίζεται σε ποσοστό όχι κατώτερο του 6% της αντικειμενικής αξίας του μισθίου και για τους ακάλυπτους χώρους του 4% ετησίως και στις περιοχές που δεν ισχύει το σύστημα αυτό, της αγοραίας αξίας του, εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι που επιβάλλουν διαφορετική ρύθμιση και οι οποίοι πρέπει να μνημονεύονται στη σύμβαση.

Ως ακάλυπτοι χώροι νοούνται τα μη δομημένα οικόπεδα και τα υπαίθρια θέατρα, οι υπαίθριοι κινηματογράφοι και οι υπαίθριοι χώροι σταθμεύσεως αυτοκινήτων. Στους χώρους, οι οποίοι καλύπτονται κατά ποσοστό μέχρι 30% της συνολικής τους εκτάσεως από κτίσματα υπολογίζονται με συντελεστή απόδοσης 6%, ο δε ακάλυπτος χώρος που προκύπτει από την αφαίρεση της συνολικής επιφάνειας με συντελεστή 4%. Στις περιπτώσεις που το κτίσμα καλύπτει συνολική επιφάνεια μεγαλύτερη από το 30% της επιφάνειας του οικοπέδου και αναφέρεται στο συμβόλαιο και χρήση ακάλυπτου χώρου ή πυλωτής ή δώματος από το μισθωτή, εφαρμόζεται μειωτικός συντελεστής 0,15 επί της επιφάνειας του ακάλυπτου χώρου. Ο συντελεστής απόδοσης και στην περίπτωση αυτή για το μεν κτίσμα καθορίζεται 6%, για δε τον ακάλυπτο χώρο 4%.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του Ν.2041/1992 (Α 71), αντικαταστάθηκε πάλι διά του άρθρου 71 παρ.1 του Ν.2065/1992 (Α 113).

3. Περαιτέρω αναπροσαρμογή του οριζόμενου κατά τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου μισθώματος γίνεται κάθε έτος και ανέρχεται σε ποσοστό 75% του τιμαρίθμου του κόστους ζωής, όπως αυτό έχει καθορισθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος για τους αμέσως προηγούμενους 12 μήνες.

4. Σε κάθε περίπτωση μπορεί να ζητηθεί αναπροσαρμογή του μισθώματος με τη συνδρομή του άρθρου 388 Α.Κ.

5. Το εκάστοτε αναπροσαρμοζόμενο μίσθωμα καθίσταται απαιτητό από την κοινοποίηση της έγγραφης όχλησης του εκμισθωτή.

Άρθρον 6
Παραχώρησις της χρήσεως του μισθίου – Μεταβίβασις της μισθωτικής σχέσεως.

1. Η ολική ή μερική παραχώρηση του μισθίου σε τρίτο δεν επιτρέπεται εκτός από αντίθετη συμφωνία των μερών. Επιτρέπεται πάντως μετά τριετία από τη σύναψη της μισθώσεως η παραχώρηση της χρήσεως του μισθίου σε εταιρεία προσωπική ή περιορισμένης ευθύνης, που θα συσταθεί με ελάχιστη συμμετοχή και του μισθωτή κατά ποσοστό 35%. Εναντι του εκμισθωτή ευθύνονται εις ολόκληρον ο μισθωτής και η εταιρεία στην οποία παραχωρήθηκε η χρήση του μισθίου. Μεταβολή των προσώπων των εταίρων με σύμβαση εκτός του προσώπου του μισθωτή επιτρέπεται για μια φορά. Δεύτερη μεταβολή επιφέρει λύση της μισθώσεως εκτός αν υπάρχει έγγραφη συναίνεση του εκμισθωτή. Στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να γνωστοποιείται εγγράφως στον εκμισθωτή μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών τόσο η σύναψη των συμβάσεων όσο και τα στοιχεία εκείνων τόσο η σύναψη των συμβάσεων όσο και τα στοιχεία εκείνων προς τους οποίους έγινε η παραχώρηση. Στις περιπτώσεις αυτές το καταβαλλόμενο μίσθωμα αυξάνεται κατά 20%”.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν. 2041/1992 (ΦΕΚ Α 71).Ισχύς από 1.5.1992.

2. Εν περιπτώσει συνάψεως υπομισθώσεως παρά την απαγόρευσιν της προηγουμένης παραγράφου, ο ιδιοκτήτης ή ο εκμισθωτής δύναται να καταγγείλη την μίσθωσιν άνευ υποχρεώσεως αποζημιώσεως του μισθωτού.

3. Ο μισθωτής, εις περίπτωσιν βαρείας νόσου του συνεπαγομένης πλήρη ανικανότητα συνεχίσεως της εν τω μισθίω επιχειρήσεως, εις περίπτωσιν δε θανάτου του μισθωτού ο σύζυγος ή τα τέκνα αυτού, δύνανται, εντός έτους από της επελεύσεως της νόσου ο μισθωτής απο της αποδοχής δε της κληρονομίας ο σύζυγος ή τα τέκνα του, να μεταβιβάσουν εν όλω την μισθωτικήν σχέσιν εις τρίτον. Ο μεταβιβάζων ενέχεται εις ολόκληρον μετά του προς ον η μεταβίβασις δια τας κατά τον χρόνον της μεταβιβάσεως υφισταμένας εκ της μισθώσεως υποχρεώσεις.

4. Δια την μεταβίβασιν της μισθωτικής σχέσεως απαιτείται σύμβασις μεταξύ του μισθωτού και του προς ον η μεταβίβασις και έγγραφος αναγγελία της συμβάσεως υπό του μεταβιβάζοντος προς τον εκμισθωτήν περιέχουσα τους όρους ταύτης.

5.Επιτρέπεται η πρόσληψη συνεταίρου και η συστέγαση φαρμακείων – και φαρμακαποθηκών – ως και η παραχώρηση του μισθίου στις εταιρείες που προβλέπονται από τα άρθρα 6 και 8 του ν.328/1976 και των άρθρων 7 και 8 του ν.1963/1991, χωρίς μεταβολή στη μισθωτική σχέση. Αντίγραφο του καταστατικού της εταιρείας που συνιστάται επιδίδεται στον εκμισθωτή μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από τη δημοσίευση. Σε περίπτωση αποχώρησης οποιουδήποτε από τους συνεταίρους ή αποσυστέγασης, συνεχίζεται για τους παραμένοντες στο μίσθιο φαρμακοποιούς η μίσθωση, υπό τους όρους της αρχικής συμφωνίας, και αν δεν υπάρχει συμφωνία, κατά τις διατάξεις του ν.813/1978, όπως αυτός τροποποιήθηκε με τον παρόντα νόμο.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 36 παρ. 1 του Ν. 1316/1983 (Α 3) και του άρθρου 24 Β` παρ. 1 του Ν. 1579/1985 (Α 217),αντικαταστάθηκε πάλι με την παρ. 2 του άρθρου 2 του Ν. 2041/1992 (ΦΕΚ Α 71). Ισχύς από 1.5.1992.

Άρθρον 7
Εκποίησις του μισθίου Μίσθωσις παρά μη δικαιουμένου εις εκμίσθωσιν.

1.Σημ.: όπως η παρ. 1 του άρθρου 7 καταργήθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 1229/1982 (ΦΕΚ Α 17)

2. Επί εκμισθώσεως παρά μη δικαιουμένου εις εκμίσθωσιν, η μίσθωσις δεσμεύει τον κύριον η τόν νομέα του ακινήτου, εφ` όσον ο μεν μισθωτής τελεί εν καλή πίστει, κατά την σύναψιν της συμβάσεως, ο δε κύριος δεν διεμαρτυρήθη εγγράφως προς τον μισθωτήν εντός τριών μηνών αφ` ης έλαβε γνώσιν της εκμισθώσεως. Εις περίπτωσιν κατά την οποίαν το εκμισθωθέν ακίνητον είναι κληρονομιαίον, η κατά το προηγούμενον εδάφιον προθεσμία άρχεται από της μετά την αποδοχήν της κληρονομίας γνώσεως της εκμισθώσεως.

Άρθρον 8
Καταγγελία της μισθώσεως.
Η καταγγελία της μισθώσεως επιτρέπεται δια τους λόγους τους προβλεπομένους υπό του παρόντος νόμου και του Αστικού Κώδικος. Το άρθρον 66 του Εισαγωγ. Νόμου του Κώδικος Πολ.Δικονομίας εφαρμόζεται και εν προκειμένω.

Άρθρον 9

1. Ο εκμισθωτής δύναται κατά πάντα χρόνον να καταγγείλη εγγράφως προ τριών μηνών την μίσθωσιν, εφ` όσον το μίσθιον εκρίθη αρμοδίως ως ετοιμόρροπον και κατεδαφιστέον κατά μέγα και ουσιώδες μέρος αυτού.

2. Ο εκμισθωτής δύναται μετά την λήξιν του συμβατικού χρόνου της μισθώσεως, εν πάση δε περιπτώσει όχι προ της παρελεύσεως τριετίας από της ενάρξεως της μισθώσεως, να καταγγείλη την μίσθωσιν δια χρήσιν του μισθίου προς άσκησιν των εν άρθρω 1 υπο στοιχεία α` έως γ` δραστηριοτήτων, ή, προκειμένου περι των κατά το άρθρον 2 μισθώσεων, προς άσκησιν των κατά το άρθρον τούτο δραστηριοτήτων υπό του εκμισθωτού, του κυρίου, των τέκνων ή συζύγου αντών. (Ιδιόχρησις). Παραίτησις απο του δικαιώματος καταγγελίας δια τον λόγον τούτον επιτρέπεται. Προϋποθέσεις της καταγγελίας είναι η πρόθεσις και η δυνατότης ιδιοχρήσεως, ως και η άσκησις επί τριάκοντα μήνας του επαγγέλματος του εμπόρου ή δραστηριότητος προστατευομένης υπό του παρόντος. Η άσκησις του κατά το προηγούμενον εδάφιον επαγγέλματος ή δραστηριότητος δεν απαιτείται α) εις το πρόσωπον των κατιόντων του εκμισθωτού ή κυρίου εις περίπτωσιν καταγγελίας δι` ιδιόχρησιν υπ` αυτών και

β) εις την περίπτωσιν κατά την οποίαν το μίσθιον του οποίου επιδιώκεται δια της καταγγελίας η ιδιόχρησις, εκτήθη αυτό τούτο ή το οικόπεδον επί του οποίου ανηγέρθη, υπό του εκμισθωτού ή των τέκνων ή συζύγου αυτού εξ` αγοράς δια συναλλάγματος εισαχθέντος εκ του εξωτερικού, αντιστοιχούντος εις τα δύο τρίτα τουλάχιστον της αξίας των ή η αξία των εκαλύφθη, κατά το αυτό ποσοστόν, δι` εισαχθέντος συναλλάγματος”.
γ. στο πρόσωπο εκείνου υπέρ του οποίου ασκείται καταγγελία για χρήση, προβλεπόμενη στα άρθρα 1 παρ. 1 εδαφ. β` και γ` και 2 του παρόντος νόμου, αν αυτό έχει εγγραφεί στην οικεία κατά νόμο επαγγελματική οργάνωση ή έχει λάβει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, για όσους δεν προβλέπεται τέτοια εγγραφή.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 του Ν. 1229/1982 (ΦΕΚ Α 17)και με την παρ.10 του άρθρου 2 του Ν.2235/1994 (Α 145)

3. Ο εκμισθωτής δύναται να καταγγείλη την μίσθωσιν δι` ανοικοδόμησιν του μισθίου υπ` αυτού ή του κυρίου του μισθίου: α) Μετά την λήξιν του συμβατικού χρόνου, εκτός εάν ο χρόνος ούτος υπερβαίνει την δωδεκαετίαν, οπότε η καταγγελία της μισθώσεως δύναται να χωρήση μετά την πάροδον δώδεκα ετών από της ενάρξεως της μισθώσεως. β) Μετά πάροδον τριετίας απο της ενάρξεως της μισθώσεως εις περίπτωσιν καθ` ην ο συμβατικός χρόνος της μισθώσεως είναι μικρότερος της τριετίας ή πρόκειται περί μισθώσεως αορίστου διαρκείας.

4. Δια την επέλευσιν των αποτελεσμάτων της καταγγελίας, κατά το άρθρον 10 παρ. 3, απαιτείται η επίδοσις υπό του καταγγείλαντος προς τον μισθωτήν αντιγράφου της περί ανοικοδομήσεως του μισθίου αδείας του αρμοδίου Πολεοδομικού Γραφείου. Η επίδοση αυτή γίνεται μέχρι την πρώτη συζήτηση της σχετικής αγωγής απόδοσης μισθίου, αλλιώς η καταγγελία είναι ανίσχυρη.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.11 του άρθρου 2 του Ν. 2235/1994 (Α 145)

5. Καταγγελία μισθώσεως ακαλύπτου χώρου δι` ανοικοδόμησιν δύναται να γίνη μετά την παρέλευσιν του συμβατικού χρόνου, εν πάση δε περιπτώσει, μετά παρέλευσιν έτους απο της ενάρξεως της μισθώσεως, τα έννομα αποτελέσματα δε αυτής επέρχονται μετά παρέλευσιν μηνός από ταύτης. Η διάταξις της παρούσης παραγράφου δεν έχει εφαρμογήν επί μισθώσεων ακαλύπτων χώρων προς εγκατάστασιν επιχειρήσεων των οποίων η λειτουργία ως εκ της φυσέως αυτών, είναι αδύνατος ή ιδιαζόντως δυσχερής εντός κεκαλυμμένων χώρων, ως και επί μισθώσεων ακαλύπτων χώρων χρησιμοποιουμένων υπό του μισθωτού δια την λειτουργίαν υπαιθρίων κινηματογράφων ή θεάτρων.

6. Επι ακαλύπτων χώρων ανηκόντων κατά κυριότητα εις Δήμους ή Κοινότητας, χωρεί καταγγελία μετά την λήξιν του συμβατικού χρόνου, εφ` όσον δι` αποφάσεως του Δημοτικού ή Κοινοτικού Συμβουλίου εγκρινομένης υπό του αρμοδίου Νομάρχου, ήθελον κριθή ως χώροι δημιουργίας πρασίνου, πλατειών ή εγκαταστάσεων ψυχαγωγίας των κατοίκων των περιοχών των Δήμων και Κοινοτήτων, ή δι` ανοικοδόμησιν. Επί των περιπτώσεων τούτων τα έννομα αποτελέσματα της καταγγελίας επέρχονται μετά παρέλευσιν τριών μηνών από ταύτης. Επί των καταγγελιών τούτων έχουν ανάλογον εφαρμογήν και αι διατάξεις των παραγράφων 4 έως 6 του άρθρου 13 του παρόντος νόμου.

7. Εις περίπτωσιν πτωχεύσεως του μισθωτού, ο εκμισθωτής δικαιούται να καταγγείλη εγγράφως την μίσθωσιν προ τριών μηνών από της δια τελεσιδίκου αποφάσεως κηρύξεως της πτωχεύσεως, ή, επί κηρύξεως εις πτώχευσιν αιτήσει του μισθωτού, απο της δημοσιεύσεως της περί ταύτης αποφάσεως.

8. Δήμος ή Κοινότης και τα εξ αυτών εξαρτώμενα νομικά πρόσωπα, ιδρύματα και επιχειρήσεις δύνανται μετά την λήξιν του συμβατικού χρόνου της μισθώσεως να καταγγείλουν την μίσθωσιν ταύτην, εφ` όσον το μίσθιον θα χρησιμοποιηθεί δια εγκατάστασιν και λειτουργίαν των εν γένει υπηρεσιών των. Δια την εφαρμογήν της παραγράφου αυτής έκαστος δήμος ή κοινότης λογίζεται ως εν και το αυτό πρόσωπον μετά των εξ` αυτού εξαρτωμένων δημοτικών ή κοινοτικών νομικών προσώπων, ιδρυμάτων και επιχειρήσεων είτε η καταγγελία γίνεται υπό του οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως είτε υπό του νομικού προσώπου, ιδρύματος ή επιχειρήσεως”. “Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται αναλόγως και υπέρ του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Σε κάθε περίπτωση μη πραγματοποίησης της στέγασης των υπηρεσιών μέσα σε ένα (1) χρόνο από την απόδοση του μισθίου, ο μισθωτής δικαιούται επανεγκατάστασης και αποζημίωσης.
Σημ.: όπως προστέθηκε με το άρθρο 10 του ν. 1229/1982 (ΦΕΚ Α 17) και τροποποιήθηκε με την παρ.12 του άρθρου 2 του Ν.2235/1994 (Α 145)

9. Σε περίπτωση άσκησης στο μίσθιο επαγγέλματος που προστατεύεται από το νόμο αυτόν ή μικτής χρήσης (επαγγελματική στέγη και κατοικία), αν ο εκμισθωτής ή ο κύριος του μισθίου, σύζυγός τους ή ενήλικο τέκνο τους δεν έχει, για ένα τουλάχιστον έτος πριν από την άσκηση του δικαιώματός του, ιδιόκτητη κατοικία στην ίδια πόλη ή σε προάστιό της που να καλύπτει τις οικογενειακές ή ατομικές ανάγκες στέγασής τους, ο εκμισθωτής ή αν κατά τη διάρκεια του μισθωτικού χρόνου έγινε μεταβίβαση της κυριότητας του μισθίου, ο νέος κύριος, μπορεί να ζητήσει την απόδοση του μισθίου για ιδιοκατοίκηση, μετά τη λήξη του συμβατικού χρόνου της μίσθωσης, εφ` όσον το μίσθιο είναι κατάλληλο για κατοικία. Στην περίπτωση αυτήν
α) τα αποτελέσματα της καταγγελίας επέρχονται μετά από οκτώ μήνες από την επίδοσή της στο μισθωτή,
β) ο εκμισθωτής οφείλει στο μισθωτή ως αποζημίωση το κατά το χρόνο της καταγγελίας καταβαλλόμενο μίσθωμα οκτώ μηνών. Το δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, μπορεί να αυξήσει την αποζημίωση μέχρι του ποσού δεκαοκτώ μηνιαίων μισθωμάτων,
γ) ο εκμισθωτής υποχρεώνεται να ιδιοχρησιμοποιήσει το μίσθιο ως κατοικία αυτού ή των προσώπων που προαναφέρονται για χρονική περίοδο τουλάχιστον τρίων ετών και δ) αν η καταγγελία ασκείται υπέρ πολύτεκνης οικογένειας, αναπήρων, ατόμων που πάσχουν από ανίατη σωματική ή πνευματική νόσο ή χηρών με ανήλικα τέκνα, το δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, δικαιούται να μειώσει το ποσό της αποζημίωσης ή το χρόνο επελεύσεως των αποτελεσμάτων της καταγγελίας. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του 813/1978 όπως ισχύει. Τα ίδια ισχύουν και για τις αγωγές που ασκήθηκαν με βάση τη διάταξη που τροποποιείται με τον παρόντα νόμο.
Σημ.: όπως προστέθηκε  με το άρθρο 3 του Ν. 1861/1989 (Α 193), αντικαταστάθηκε πάλιμε το άρθρο 22 παρ.1 του Ν. 1868/1989 (Α 230).

Άρθρον 10

1. Εαν η κατά το άρθρον 9 παρ. 2 και 3 καταγγελία γίνεται υπέρ του κυρίου, των τέκνων ή συζύγου αυτών, απαιτείται συναίνεσις του κυρίου.

2. Η καταγγελία της μισθώσεως και η συναίνεσις του κυρίου γίνονται εγγράφως και επιδίδονται εις τον μισθωτήν.

3. Τα έννομα αποτελέσματα της καταγγελίας εις τας περιπτώσεις του άρθρου 9 παρ. 2 και 3 επέρχονται μετά εξάμηνον από ταύτης. “Ειδικώς στην περίπτωση καταγγελίας για ιδιόχρηση από κατιόντες του εκμισθωτή ή κυρίου και εφόσον δεν συντρέχει στο πρόσωπό τους η κατ` άρθρο 9 παρ. 2 προϋπόθεση της άσκησης επαγγέλματος επί τριάντα (30) μήνες, τα αποτελέσματα επέρχονται μετά δεκαοκτώ (18) μήνες από αυτή. Το δικαστήριον, αιτήσει του μισθωτού, δύναται, εκτιμών τας κατά περίπτωσιν ειδικάς συνθήκας, να επιμηκύνη τον χρόνον επελεύσεως των αποτελεσμάτων της καταγγελίας μέχρις εξ μηνών εις εκατέραν των περιπτώσεων.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 του Ν. 1229/1982 (ΦΕΚ Α 17) και με την παρ.13 του άρθρου 2 του Ν.2235/1994 (Α 145)

4. Εις τας περιπτώσεις του άρθρου 9 παρ.3 επιτρέπεται αντίθετος συμφωνία κατά την κατάρτισιν της συμβάσεως.

Άρθρον 11

1. Η καταγγελία της μισθώσεως λόγω ιδιοχρήσεως είναι ανίσχυρος αν κατά τον χρόνον ταύτης ο καταγγέλων ή ο υπέρ ου η καταγγελία είναι κύριος εν όλω και ετέρου ακινήτου εις περιοχήν εις την οποίαν κείται το μίσθιον, ελευθέρου ή ιδιοχρησιμοποιουμένου και καταλλήλου δια την, περί ης η καταγγελία χρήσιν ή εντός του τελευταίου προ της καταγγελίας έτους εξεμίσθωσε τοιούτον ακίνητον. Η κυριότητα ετέρου ακινήτου αρκεί να συντρέχει είτε στο πρόσωπο του εκμισθωτή είτε στο πρόσωπο του υπέρ ου η καταγγελία.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 του Ν. 1229/1982 (ΦΕΚ Α 17) καιμε την παρ.14 του άρθρου 2 του Ν.2235/1994 (Α 145)

2. Η καταγγελία είναι ανίσχυρη, αν εντός έξι (6) μηνών απο την επέλευση των αποτελεσμάτων της δεν ασκηθεί αγωγή για απόδοση του μισθίου. Στην περίπτωση αυτή νέα καταγγελία επιτρέπεται μετά την παρέλευση τριετίας από την πρώτη καταγγελία.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ.15 του άρθρου 2 του Ν.2235/1994 (Α 145).

3. Στις περιπτώσεις του άρθρου 9 παρ. 2, δεν επιτρέπεται καταγγελία προκειμένου περί ομόρων ακινήτων, που μισθώθηκαν από τον ίδιο μισθωτή μαζί με άλλα συνεχόμενα ακίνητα, που ανήκουν στον ίδιο ή σε άλλους κυρίους ή εκμισθωτές, για ενιαία συνενωμένη χρήση τους απο το μισθωτή, εάν η αφαίρεση του τμήματος που αφορά η καταγγελία καθιστά κατά την κρίση του δικαστηρίου αδύνατη ή ιδιαζόντως δυσχερή τη λειτουργία της επιχείρησης στα υπόλοιπα μίσθια. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζεται, αν η καταγγελία αφορά το εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) του συνόλου της μισθωμένης επιφάνειας.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ.15 του άρθρου 2 του Ν.2235/1994 (Α 145).

4. Σε περίπτωση καταγγελίας της μίσθωσης για ιδιόχρηση, ο εκμισθωτής μπορεί, μέχρι την πρώτη συζήτηση της αγωγής απόδοσης του μισθίου, να ανακαλέσει την καταγγελία με μονομερή του δήλωση προς το μισθωτή. Μεταγενέστερη ανάκληση είναι απαράδεκτη, εφόσον δεν συναινεί ο μισθωτής. Σε περίπτωση ανάκλησης της καταγγελίας, ο εκμισθωτής ή ο διάδοχός του στη μισθωτική σχέση στερείται του δικαιώματος της εκ νέου καταγγελίας της μίσθωσης για ιδιόχρηση επί μία τετραετία από την καταγγελία που ανακλήθηκε.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ.15 του άρθρου 2 του Ν.2235/1994 (Α 145).

5. Η κήρυξη ως διατηρητέου εσωτερικού χώρου καταστήματος και του τυχόν κινητού εξοπλισμού δεν στερεί από τον εκμισθωτή τη δυνατότητα άσκησης των προβλεπόμενων από το ν. 813/1978 άρθρα 9 παρ. 2 και 10 δικαιωμάτων του.
Σημ.: όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 4 του Ν. 1930/1991 (Α 20).

Άρθρον 12
Ο μισθωτής μπορεί μετά την πάροδο διετίας από την έναρξη της συμβάσεως να καταγγείλει τη μίσθωση. Η καταγγελία γίνεται εγγράφως και τα αποτελέσματά της επέρχονται μετά πάροδο έξι μηνών από την καταγγελία. Στην περίπτωση αυτήν ο μισθωτής οφείλει στον εκμισθωτή ως αποζημίωση το καταβαλλόμενο κατά το χρόνο της καταγγελίας μίσθωμα τεσσάρων μηνών.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 2041/1992 (ΦΕΚ Α 71).

Άρθρον 13

1. Εις περίπτωσιν καταγγελίας της μισθώσεως δια μεν τον κατά το άρθρον 9 παρ. 2 λόγον, ο εκμισθωτής οφείλει εις τον μισθωτήν λόγω αποζημιώσεως το κατά τον χρόνον της καταγγελίας καταβαλλόμενον μίσθωμα δέκα εξ μηνών, δια δε τον κατά την παρ. 3 του αυτού άρθρου λόγον, το κατά τον χρόνον της καταγγελίας καταβαλλόμενον μίσθωμα δώδεκα μηνών. Αιτήσει του μισθωτού το δικαστήριον εκτιμών τας ειδικάς συνθήκας, ιδία δε τας δαπάνας μεταστεγάσεως του μισθωτού, τον χρόνον λειτουργίας της επιχειρήσεως εις το μίσθιον, τας τυχόν οφειλομένας υπό του μισθωτού αποζημιώσεις εις το προσωπικόν αυτού λόγω καταγγελίας της εργασιακής σχέσεως, ως και τον υπολειπόμενον χρόνον, κατά τον οποίον ούτος εδικαιούτο να παραμείνη εις το μίσθιον, δύναται να αυξήση το ποσόν της αποζημιώσεως, επί μεν καταγγελίας δι`ιδιόχρησιν μέχρι τριάντα μηνιαίων μισθωμάτων, επί καταγγελίας δε δι` ανοικοδόμησιν μέχρι δέκα οκτώ μηνιαίων μισθωμάτων. Εις περίπτωσιν καταγγελίας δι` ιδιόχρησιν υπό τους όρους της υπό στοιχ. β` περιπτώσεως της παρ. 2 του άρθρου 9, αι κατά την παρούσαν παράγραφον καταβαλλόμεναι αποζημιώσεις περιορίζονται εις το ήμισυ. Αν το μίσθιο είναι υπομισθωμένο, δικαιουχος της αποζημίωσης είναι σε κάθε περίπτωση ο μισθωτής – υπεκμισθωτής.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 7 παρ. 1 του Ν. 1229/1982 (ΦΕΚ Α 17)

2. Η κατά το πρώτον εδάφιον της προηγουμένης παραγράφου αποζημίωσις εν περιπτώσει καταγγελίας δι` ιδιόχρησιν είναι ίση προς τα τριάντα μηνιαία μισθώματα, εάν ασκηθή εις το μίσθιον εντός έτους από της αποδόσεώς του επιχείρησις ομοία προς την ασκουμένην υπό του μισθωτού, πλην αν το μίσθιον εκ κατασκευής είναι προωρισμένον δια την αυτήν χρήσιν. Το Δικαστήριον δύναται να αυξήση το ποσόν της αποζημιώσεως μέχρι σαράντα μηνιαίων μισθωμάτων υπό τας προϋποθέσεις του δευτέρου εδαφίου της προηγουμένης παραγράφου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 παρ. 2 του Ν. 1229/1982 (ΦΕΚ Α 17).

3. Επί καταγγελίας της μισθώσεως ακαλύπτου χώρου ο εκμισθωτής δεν υποχρεούται εις την καταβολήν των κατά τας προηγουμένας παραγράφους αποζημιώσεων. Η ιδιότης του ακαλύπτου χώρου δεν αίρεται εκ της υπάρξεως προχείρων ή βοηθητικών επ` αυτού κτισμάτων ή κατασκευών. Η διάταξις της παρούσης παραγράφου δεν έχει εφαρμογήν επί μισθώσεων ακαλύπτων χώρων προς εγκατάστασιν επιχειρήσεων των οποίων η λειτουργία, ως εκ της φύσεως αυτών, είναι αδύνατος ή ιδιαζόντως δυσχερής εντός κεκαλυμμένων χώρων, ως και επί μισθώσεων ακαλύπτων χώρων χρησιμοποιουμένων υπό του μισθωτού δια την λειτουργίαν υπαιθρίων κινηματογράφων ή θεάτρων.

4. Ο εκμισθωτής οφείλει εις τον μισθωτήν λόγω αποζημιώσεως:
α) το κατά τον χρόνον της καταγγελίας καταβαλλόμενον μίσθωμα τριάντα μηνών, εάν, εντός 6 μηνών από της αποδόσεως του μισθίου εις μεν την περίπτωσιν της καταγγελίας δι` ανοικοδόμησιν δεν προβή εις την έναρξιν των εργασιών θεμελιώσεως της νέας οικοδομής, εις δε την περίπτωσιν της καταγγελίας δι` ιδιόχρησιν δεν χρησιμοποιήση το μίσθιον.
β) Το κατά τον χρόνον της καταγγελίας καταβαλλόμενον μίσθωμα πενήντα μηνών, εάν, εντός διετίας από της αποδόσεως του μισθίου εις τας ως άνω περιπτώσεις, εκμισθώση τούτο ή παραχωρήση καθ` οιονδήποτε τρόπον προς τρίτον την χρήσιν αυτού. Δεν θεωρείται παραχώρησις εις τρίτον, κατά την έννοιαν της παρούσης διατάξεως, η παραχώρησις υπό των συνεκμισθωτών της χρήσεως ακινήτου εις προσωπικήν εταιρείαν και Εταιρείαν Περιωρισμένης Ευθύνης, εις την οποίαν μετέχουν αποκλειστικώς ούτοι.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 8 του Ν. 1229/1982 (ΦΕΚ Α 17).

5. Εις τας περιπτώσεις της παρ. 4 ο μισθωτής δύναται να ζητήση και την αποκατάστασιν πάσης περαιτέρω αποδεικνυομένης ζημίας του. Το δικαστήριον, τη αιτήσει του μισθωτού, διατάσσει και την επανεγκατάστασιν αυτού εις το μίσθιον υπό τους όρους της καταγγελθείσης μισθώσεως. Εις περίπτωσιν επανεγκαταστάσεως, ο μισθωτής έχει δικαίωμα προσλήψεως συνεταίρου. Η κατά του εκμισθωτού απόφασις προς παράδοσιν της χρήσεως του μισθίου εκτελείται και κατά του προς ον παραχωρείται η χρήσις, εφαρμοζομένων αναλόγως εν προκειμένω και των διατάξεων της παρ. 4 του άρθρου 23 του παρόντος.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 του Ν. 1229/1982 (Α 17).

6. Ο εκμισθωτής δεν υποχρεούται εις την κατά την παρ. 4 του παρόντος άρθρου αποζημίωσιν: α) εάν αποδείξη ότι η καθυστέρησις της ενάρξεως των εργασιών θεμελιώσεως της νέας οικοδομής ή η μη χρησιμοποίησις του μισθίου εντός εξ μηνών από της αποδόσεως οφείλονται εις γεγονός, δια το οποίον δεν υπέχει ευθύνην, β) εάν αποδείξη, ότι η εντός διετίας εκμίσθωσις ή η παραχώρησις εις τρίτον της χρήσεως του μισθίου εγένετο, εις μεν την περίπτωσιν ανοικοδομήσεως διότι αύτη απηγορεύθη, εις δε την περίπτωσιν ιδιοχρήσεως διότι ο υπέρ ου η καταγγελία κατέστη μεταγενεστέρως ανίκανος κατά ποσοστόν ανώτερον των 60% προς άσκησιν ταύτης.

7. Επί καταγγελίας μισθώσεως ακινήτου εις το οποίον ασκείται βιοτεχνική επιχείρησις, ο εκμισθωτής, πέραν των αποζημιώσεων των προβλεπομένων υπό του παρόντος, υποχρεούται και εις καταβολήν προς τον μισθωτήν του και των δαπανών του δια την εις έτερον μίσθιον νέαν ηλεκτρικήν εγκατάστασιν της αυτής δυνάμεως, δια την συνέχισιν λειτουργίας της επιχειρήσεώς του. Το δικαστήριον δύναται να διατάξει την παροχήν εγγυήσεως, ότι ο εκμισθωτής θα καταβάλη τας ανωτέρω δαπάνας αποδεικνυομένας δι` εκκαθαρισμένου λογαριασμού της ΔΕΗ.
Σημ.: όπως η παρ. 7 προστέθηκε με το άρθρο 7 παρ. 3 του Ν. 1229/1982 (ΦΕΚ Α 17).

Άρθρον 14
Δια την απαλλαγήν από της υποχρεώσεως προς αποζημίωσιν κατά την διάταξιν της παρ. 6 στοιχ. β` του προηγουμένου άρθρου ο εκμισθωτής υποχρεούται, ευθύς ως λάβει γνώσιν του λόγου του συνεπαγομένου αδυναμίαν ιδιοχρήσεως ή ανοικοδομήσεως του μισθίου, όπως ειδοποιήση περί τούτου εγγράφως τον μισθωτήν εις την υπ` αυτού δηλωθείσαν διεύθυνσιν κατοικίας, καλών αυτόν όπως δηλώση εάν επιθυμή την επανεγκατάστασίν του εις το μίσθιον υπό τους όρους της λυθείσης συμβάσεως. Ο μισθωτής εκπίπτει του δικαιώματος επανεγκαταστάσεως, εάν δεν δηλώση εγγράφως εντός τριών μηνών από της ειδοποιήσεως, ότι επιθυμεί την επανεγκατάστασίν του. Από της δηλώσεως ταύτης ο μισθωτής υποχρεούται εις την καταβολήν του μισθώματος.

Άρθρον 15
Ο εκμισθωτής υποχρεούται να καταβάλει τις αποζημιώσεις του άρθρου 13 παρ. 1 σε κάθε περίπτωση, πριν από την απόδοση του μισθίου, αλλιώς ο μισθωτής δικαιούται να αρνηθεί την απόδοση.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.18 του άρθρου 2 του Ν.2235/1994 (Α 145)

Άρθρον 16
Ανάρτησις πινακίδων – Επισκέψεις του μισθίου.

1. Ο εκμισθωτής δικαιούται επί εξ μήνας προ της λήξεως της μισθώσεως να αναρτά εις το μίσθιον πινακίδα περί εκμισθώσεως του ακινήτου μετά την λήξιν της μισθώσεως. Εις την πινακίδα πρέπει να ορίζεται ο χρόνος από του οποίου προσφέρεται το ακίνητον προς μίσθωσιν.

2. Ο μισθωτής υποχρεούται επί εξ μήνας προ της λήξεως της μισθώσεως να επιτρέπη την επίσκεψιν του ακινήτου εις τους ενδιαφερομένους δια την μίσθωσιν τούτου. Ο χρόνος και οι λοιποί όροι των επισκέψεων καθορίζονται υπό των μερών, ελλείψει δε συμφωνίας, υπό του δικαστηρίου.

3. Ο μισθωτής δικαιούται επί εξ μήνας από της αποχωρήσεως του εκ του μισθίου να αναρτά εις τούτο πινακίδα περί της νέας του εγκαταστάσεως.

Άρθρον 17
Προτίμησις μισθωτού επί ανοικοδομήσεως ακινήτου.
Επί εφ` εξής καταγγελιών δι` ανοικοδόμησιν, ο μισθωτής, κατόπιν δηλώσεως του, προτιμάται, επί ίσοις όροις, έναντι παντός υποψηφίου μισθωτού εις την μίσθωσιν χώρων του ανοικοδομηθέντος ακινήτου κυριότητος του εκμισθωτού ή του κυρίου αυτού, δια τους οποίους δεν έχουν αναλάβει, μέχρις επιδόσεως της δηλώσεως του μισθωτού, υποχρέωσιν μεταβιβάσεως τούτων δια συμβολαιογραφικού εγγράφου. Οι διατάξεις του άρθρου 22 εφαρμόζονται αναλόγως και εν προκειμένω.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.19 του άρθρου 2 του Ν.2235/1994 (Α 145).

Άρθρον 18
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 4 του Ν.2041/1992 (ΦΕΚ Α 71),και από την παρ.20 του άρθρου 2 του Ν.2235/1994 (Α 145).

1.Ο μισθωτής κατά τη λήξη της μισθώσεως έχει δικαίωμα για μια φορά να την παρατείνει για τόσο χρόνο, όσος υπολείπεται για τη συμπλήρωση “δώδεκα” συνολικά ετών από την έναρξή της.

2.Οι συμβαλλόμενοι έχουν δικαίωμα κατά τη διάρκεια της μισθώσεως να ορίσουν χρόνο παρατάσεως διαφορετικό από τον προβλεπόμενο στην προηγούμενη παράγραφο. Η σχετική συμφωνία αποδεικνύεται με έγγραφο βεβαίας χρονολογίας. Στην περίπτωση αυτήν, αν με το συμφωνημένο χρόνο παρατάσεως συμπληρώνεται συνολικός χρόνος διάρκειας της μισθώσεως μεγαλύτερος από “δώδεκα” έτη, περαιτέρω παράταση δεν χωρεί.

Άρθρον 19

1. Το κατά το προηγούμενον άρθρον δικαίωμα της παρατάσεως ασκείται, επί ποινή εκπτώσεως, δι` εγγράφου δηλώσεως προς τον εκμισθωτήν εξ μήνας προ της λήψεως της μισθώσεως. Εις την δήλωσιν δέον να αναφέρεται η κατά την επομένην παράγραφον υποχρέωσις του εκμισθωτού και αι εκ της παραλείψεως ταύτης συνέπειαι.

2. Ο εκμισθωτής υποχρεούται να δηλώση εγγράφως προς τον μισθωτήν τέσσαρας τουλάχιστον μήνας προ της λήξεως της μισθώσεως, αν αποδέχεται ή αρνήται την παράτασιν. Οι λόγοι της αρνήσεως πρέπει να αναφέρωνται ειδικώς. Η παρέλευσις απράκτου της ανωτέρω προθεσμίας θεωρείται ως αποδοχή της παρατάσεως.

Άρθρον 20

1. Ο εκμισθωτής δικαιούται να αρνηθεί την παράταση εάν συντρέχει λόγος καταγγελίας κατά τα άρθρα 8 και 9 του παρόντος.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 του άρθρου 10 του Ν. 2041/1992 (ΦΕΚ Α 71)

2. Επί μισθώσεων, κατά τας οποίας εκμισθωτής είναι το Δημόσιον ή Νομικόν Πρόσωπον Δημοσίου Δικαίου ή Οργανισμός κοινής ωφελείας, οσάκις επιβάλλεται η σύναψις της μισθώσεως δια δημοπρασίας, κατά τας κειμένας διατάξεις, η δημοπρασία διενεργείται προ εξαμήνου τουλάχιστον από της λήξεως της μισθώσεως, η δε προσφορά του πλοιοδότου, κοινοποιουμένη εν αντιγράφω προς τον μισθωτήν επιμελεία του εκμισθωτού, λογίζεται ως προσφορά τρίτου, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων του παρόντος.

Άρθρον 21
Σημ.: όπως το άρθρο 21 καταργήθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 10 του Ν. 2041/1992 (ΦΕΚ Α 71)

Άρθρον 22
Εάν ο μισθωτής αμφισβητή την βασιμότητα των λόγων αρνήσεως του εκμισθωτού, δικαιούται να ζητήση την υπό του δικαστηρίου αναγνώρισιν του αβασίμου τούτων, εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός μηνός από της εις αυτόν επιδόσεως της αρνήσεως του εκμισθωτού. Αμφισβήτησις της βασιμότητος των ως άνω λόγων κατ` ένστασιν δεν επιτρέπεται, εκτός εάν η αγωγή περί αποδόσεως του μισθίου ησκήθη εντός της προθεσμίας του προηγουμένου εδαφίου. Εις περίπτωσιν απορρίψεως της κατά το πρώτον εδάφιον αγωγής, αποδίδεται το μίσθιον, και αν κατά της αποφάσεως ησκήθη ένδικον μέσον.

Άρθρον 23
Σημ.: όπως το άρθρο 23 καταργήθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 10 του Ν. 2041/1992 (ΦΕΚ Α 71)

Άρθρον 24
Παραίτησις από δικαιωμάτων.
Η παραίτησις οιουδήποτε των μερών από των εκ του παρόντος νόμου δικαιωμάτων κατά την κατάρτισιν της μισθώσεως είναι άκυρος, εφ` όσον υπό τούτου δεν ορίζεται άλλως.

Άρθρον 25
Δικονομικαί διατάξεις.
Πάσα διαφορά εκ μισθώσεως ρυθμιζομένης υπό του παρόντος νόμου υπάγεται εις την αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου ή του ειρηνοδικείου, αναλόγως του ποσού του καταβαλλομένου μισθώματος, κατά τας διακρίσεις των άρθρων 14 παρ. 1 εδ. β` και 16 αριθ. 1 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας. Εις την αρμοδιότητα των ως άνω δικαστηρίων υπάγονται και αι διαφοραί εκ παρεπομένων της μισθώσεως συμβάσεων, ως και αι των άρθρων 601 του Αστικού Κώδικος και 23 του παρόντος νόμου. Αι κατά τα προηγούμενα εδάφια διαφοραί εκδικάζονται κατά την διαδικασίαν των άρθρων 647 έως 662 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας.

Άρθρον 26
Δικονομικές διατάξεις. Αντίγραφα μισθωτηρίων
Σε δίκες επί διαφορών του παρόντος νόμου, οι προϊστάμενοι των Δ.Ο.Υ. υποχρεούνται να χορηγούν στους έχοντες έννομο συμφέρον, αποκλειστικά για δικαστική χρήση, αντίγραφο συμβάσεων μίσθωσης και βεβαιώσεις για το ύψος της αντικειμενικής αξίας μισθίων ακινήτων, όπου δε δεν ισχύει το σύστημα αυτό, συγκριτικά στοιχεία της αγοραίας αξίας τους, δικαιούμενοι να ζητήσουν υπεύθυνη δήλωση για την αποκλειστικότητα της δικαστικής χρήσης.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.21 του άρθρου 2 του Ν.2235/1994 (Α 145).

Άρθρον 27
Παραγραφή.

1. Αι περί αποζημιώσεως αξιώσεις εκ του παρόντος νόμου υπόκεινται εις πενταετή παραγραφήν, αρχομένην άμα τη λήξει του έτους καθ` ο εγεννήθη η αξίωσις και είναι δυνατή η δικαστική αυτής επιδίωξις.

2. Η κατά το άρθρο 13 παρ. 5 αξίωση για επανεγκατάσταση υπόκειται σε ετήσια παραγραφή, αρχόμενη από τότε που γεννήθηκε και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.22 του άρθρου 2 του Ν.2235/1994 (Α 145).

Άρθρον 28
Ειδικαί διατάξεις περί μισθώσεων γραφείων προς άσκησιν ελευθερίου επαγγέλματος.

1. Αι κατά το άρθρον 2 μισθώσεις ισχύουν δια τρία έτη και αν έχουν συναφθή δια βραχύτερον ή αόριστον χρόνον, δύνανται δε να λυθούν δια νεωτέρας συμφωνίας αποδεικνυομένης δι` εγγράφου βεβαίας χρονολογίας. Επί των μισθώσεων τούτων ο μισθωτής δικαιούται κατά την λήξιν των εις παράτασιν της συμβάσεως δια χρόνον ίσον προς τον υπολειπόμενον δια την συμπλήρωσιν τεσσάρων εν συνόλω ετών από της ενάρξεως της μισθώσεως, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων των άρθρων 18 επ. του παρόντος.

2. Επί των κατά την προηγουμένην παράγραφον μισθώσεων καταγγελία λόγω ιδιοχρήσεως ή ανοικοδομήσεως του μισθίου χωρεί υπό τας προϋποθέσεις του άρθρου 9, εν πάση δε περιπτώσει όχι προ της παρελεύσεως δέκα οκτώ μηνών από της ενάρξεώς των.

3. Μισθώσεις περί ων αι προηγούμεναι παράγραφοι, λήξασαι μέχρι της ενάρξεως ισχύος του παρόντος, ως και μισθώσεις λήγουσαι μέχρι της 31 Αυγούστου 1981, παρατείνονται αυτοδικαίως μέχρι της ημερομηνίας ταύτης, εφ` όσον ο μισθωτής ευρίσκεται κατά την έναρξιν ισχύος του παρόντος εν τη χρήσει του μισθίου, υπόκεινται δε εις περαιτέρω παράτασιν, κατά τα άρθρα 18 επ., μέχρι συμπληρώσεως τεσσάρων εν συνόλω ετών από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος.

4. Αι λοιπαί διατάξεις τον παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως και επί των, περί ων το παρόν άρθρον, μισθώσεων.

Άρθρον 29
Εφαρμογή του Αστικού Κώδικος.
Αι κατά τον παρόντα νόμον μισθώσεις, εφ` όσον δεν ορίζεται άλλως εις αυτόν, διέπονται υπό των συμβατικών περί αυτών όρων και των διατάξεων του Αστικού Κώδικος.

Άρθρον 30
Μεταβατικαί διατάξεις.

1. Μισθώσεις περί ων το άρθρον 1 του παρόντος, λήγουσαι την 31ην Αυγούστουν 1978, ως και μισθώσεις λήγουσαι οπωσδήποτε μέχρις της 31ης Αυγούστου 1984, παρατείνονται αυτοδικαίως μέχρι της ημερομηνίας ταύτης.

2. Επί των μισθώσεων της παρ. 1 ο εκμισθωτής έχει από του χρόνου ενάρξεως της παρατάσεως δικαίωμα αναπροσαρμογής του μισθώματος κατά το άρθρον 5, ανεξαρτήτως παρελεύσεως διετίας από της τελευταίας αναπροσαρμογής. Εν πάση όμως περιπτώσει δεν δύναται να ζητηθή αναπροσαρμογή του καταβαλλομένου μισθώματος προ της παρελεύσεως έτους από της τελευταίας αναπροσαρμογής.

3. Μισθώσεις που παρατάθηκαν κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ως και μισθώσεις που λήγουν συμβατικώς ή λόγω παρόδου του υπό του νόμου ορισμένου χρόνου μέχρι 31 Αυγούστου 1986 παρατείνονται αυτοδικαίως μέχρι της ημερομηνίας αυτής. Οι διατάξεις του προηγουμένου εδαφίου εφαρμόζονται και επί των μισθώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 7 του Ν. 1219/81.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 1417/1984 (ΦΕΚ Α 21)

Άρθρον 31

1. Μισθώσεις υπαχθείσαι εις την ρύθμισιν των εμπορικών μισθώσεων το πρώτον δια του παρόντος, διέπονται υπό των διατάξεων αυτού αν ο μισθωτής τελή εν τη κατοχή του μισθίου κατά την 31ην Αυγούστου 1978, εφ` όσον υπό του παρόντος δεν ορίζεται άλλως. Αι διατάξεις της παρούσης παραγράφου έχουν εφαρμογήν και επί των μισθώσεων, περί ων η παρ. 3 του άρθρου 8 του Ν. 52/1975, εφ` όσον ο μισθωτής ή οι καθολικοί διάδοχοι αυτού τελούν εν τη κατοχή του μισθίου.

2. Εκκρεμείς δίκαι παντός βαθμού αφορώσαι την απόδοσιν μισθίων περί ων αι μισθώσεις της προηγουμένης παραγράφου καταργούνται. Δικαστικαί αποφάσεις, αφορώσαι τας μισθώσεις ταύτας και διατάσσουσαι την έξωσιν του μισθωτού λόγω μη προστασίας αυτού, μη εκτελεσθείσαι μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος, δεν εκτελούνται, πλην των περί εξόδων διατάξεων αυτών.

3. Καταγγελίαι μισθώσεων περί ων αι προηγούμεναι παράγραφοι, γενόμεναι μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος λόγω λήξεως του χρόνου των, είναι ανίσχυροι, εφ` όσον κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος ο μισθωτής ευρίσκεται εν τη χρήσει του μισθίου.

Άρθρον 32

1. Καταγγελίαι γενόμεναι μέχρι της 21ης Ιουλίου 1978, διέπονται ως προς τας ουσιαστικάς προϋποθέσεις και τα έννομα αποτελέσματα αυτών υπό των διατάξεων αι οποίαι ίσχυον κατά τον χρόνον καθ` ον εγένοντο.

2. Επι καταγγελιών λόγω ιδιοχρήσεως, αι οποίαι ανεκλήθησαν μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος, δεν χωρεί νέα καταγγελία δια τον αυτόν λόγον έναντι του αυτού μισθωτού επί τετραετίαν απο της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος.

3. Επί μισθώσεων υφισταμένων κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος χωρεί καταγγελία υπο του δικαιουμένου εις ταύτην, δι` ανοικοδόμησιν ή ιδιόχρησιν του μισθίου, εφ` όσον παρήλθεν ο συμβατικός χρόνος.

4. Μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου 1979 αναστέλλεται η εκτέλεσις δικαστικών αποφάσεων περί εξώσεως, εκδοθεισών βάσει της παρ. 1 του άρθρου 7 του Ν. 52/1975 και μήπω εκτελεσθεισών μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος.

Άρθρον 33

1. Το άρθρον 27 έχει εφαρμογήν και επί γεγενημένων και μη παραγραφεισών μέχρις ενάρξεως της ισχύος του παρόντος αξιώσεων.

2. Αι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 11 έχουν εφαρμογήν και επί καταγγελιών γενομένων μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος.

3. Η παρ. 7 του άρθρου 9 έχει εφαρμογήν και επί των κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος εκκρεμουσών πτωχεύσεων.

Άρθρον 34

1. Αι μη συζητηθείσαι κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος εκκρεμείς υποθέσεις συνεχίζονται ενώπιον των δικαστηρίων εις τα οποία εισήχθησαν ή παρεπέμφθησαν και εκδικάζονται κατά την προβλεπομένην υπο του άρθρου 25 διαδικασίαν.

2. Αι συζητηθείσαι μέχρι της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος υποθέσεις εξακολουθούν να δικάζωνται κατά τας μέχρι τούδε ισχύουσας δικονομικάς διατάξεις μέχρις εκδόσεως αμετακλήτου αποφάσεως.

Άρθρον 35
Υπομισθώσεις νομίμως υφιστάμεναι κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος διέπονται υπό των διατάξεων τούτου.

Άρθρον 36
Απο της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται: α) το Ν.Δ. 1230/1972 “περί εμπορικών μισθώσεων”, β) ο Ν. 52/1975 “περί τροποποιήσεως και αναστολής της ισχύος διατάξεων του Ν.Δ. 1230/1972 “περί εμπορικών μισθώσεων”, γ) ο Ν. 406/1976 “περί αναστολής λήξεως εμπορικών μισθώσεων και τροποποιήσεως διατάξεων του Ν.Δ. 1230/1972 “περί εμπορικών μισθώσεων και του Ν.Δ. 52/1975 κ.λπ.” και δ) αι παράγρ. 3 και 6 του άρθρου 1 του Ν.Δ. 159/1969 “περί ρυθμίσεως θεμάτων αφορώντων τας Κεντρικάς Λαχαναγοράς Αθηνών και Θεσσαλονίκης και περί κυρώσεως πράξεων του Υπουργικού Συμβουλίου.

Άρθρον 37
Η ισχύς του παρόντος νόμου άρχεται από της 1ης Σεπτεμβρίου 1978.

Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

Εν Αθήναις τη 30 Αυγούστου 1978

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ