ΠΡΟΣΟΧΗ!! Έχει καταργηθεί από την 30/06/1982 με το Άρθρο 32 ΝΟΜΟΣ 1264/1982

Νόμος 643 ΦΕΚ Α΄200/22.7.1977
Περί διασφαλίσεως της συνδικαλιστικής ελευθερίας των δημοσίων κ.λπ. υπαλλήλων περί του δικαιώματος της απεργίας αυτών.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
Προστασία συνδικαλιστικών οργανώσεων

Άρθρον 1
Ελευθερία συστάσεως συνδικαλιστικών οργανώσεων

1. Η σύστασις επαγγελματικών σωματείων είναι ελευθέρα εις πάντας τους δημοσίους πολιτικούς υπαλλήλους και υπαλλήλους νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, προς διαφύλαξιν και προαγωγήν των οικονομικών, επαγγελματικών αι ασφαλιστικών εν γένει συμφερόντων αυτών.

2. Η σύστασις ενώσεων υπό των κατά την προηγουμένην παράγραφον επαγγελματικών σωματείων είναι επίσης ελευθέρα.

3. Το Κράτος απέχει πάσης επεμβάσεως δυναμένης να περιορίση ή παρακωλύση το κατά τας προηγουμένας παραγράφους δικαίωμα.

4. Απαγορεύεται εις οιονδήποτε φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον οιαδήποτε ενέργεια τείνουσα εις την άσκησιν πιέσεως προ σύστασιν ή παρακώλυσιν συστάσεως επαγγελματικού σωματείου ή ενώσεως.

5. Ουδείς υπάλληλος επιτρέπεται να ανήκη εις πλείονα του ενός καθ` υπουργείον ή συγκρότημα υπηρεσιών ή νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου επαγγελματικά σωματεία.

6. Απαγορεύεται εις τα κατά την παράγραφον 1 επαγγελματικά σωματεία των δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων και υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή και μεμονωμένως εις τοιούτους ή συνένωσις ή προσχωρησις προς έτερα επαγγελματικά σωματεία μη εκπροσωπούντα αποκλειστικώς, κατά τας διατάξεις του καταστατικού αυτών, υπαλλήλους εκ των εν τη αυτή παραγράφω περιλαμβανομένων.

7. `Οπου εν τω παρόντι αναφέρονται νομικά πρόσωπα δημοσίου δικάιου, εις ταύτα περιλαμβάνονται και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως.

Άρθρον 2
Απαγόρευσις επεμβάσεων
Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

Εν Αθήναις τη 21 Ιουλίου 1977

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ

1. `Εκαστον επαγγελματικόν σωματείον είναι ανεξάρτητον και απολαύει τόσον εν τη διοικήσει και λειτουργία όσον και εν τη επιδιώξει των καταστατικών αυτού σκοπών προστασίας υπό του Κράτους καθ` οιασδήποτε επεμβάσεως ετέρου σωματείου ή άλλου νομικού ή φυσικού προσώπου, ασχέτου προς αυτό.

2. Απαγορεύεται η άσκησις οιασδήποτε πιέσεως ή η δυσμενής εν γένει υπηρεσιακή μεταχείρισις των μελών ή της διοικήσεως συνδικαλιστικής οργανώσεως, εφ` όσον γίνεται ως αντίδρασις διά` την συμμετοχήν αυτών εις νόμιμον συνδικαλιστικήν δραστηριότητα ή προς παρακώλυσιν αυτών από της ασκήσεως τοιαύτης δραστηριότητος.

3. Απαγορεύεται εις οιονδήποτε όργανον του Κράτους ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου όπως:
α) Εξαναγκάζη τους υπαλλήλους εις την σύστασιν επαγγελματικού σωματείου ή επιβάλλη δι` οιουδήποτε μέσου την προσχώρησιν αυτών εις ωρισμένον επαγγελματικόν σωματείον διά απειλών ή άλλων μέσων πιέσεως.
β) Απαιτή από τους υπαλλήλους δήλωσιν περί μη συμμετοχής ή περί αποχωρήσεως από ωρισμένον σωματείον περί συμμετοχής εις ωρισμένον σωματείον, ίνα διορίση τούτους εις την υπηρεσίαν ή προσπορίση εις τούτους έτερα υπηρεσιακά οφέλη.
γ) Υποστηρίζει ωρισμένον επαγγελματικόν σωματείον δι` οικονομικών ή άλλων μέσων επί σκοπώ περιαγωγής τούτου υπό τον έλεγχον ή εξάρτησιν αυτού.
δ) Επεμβαίνη καθ` οιονδήποτε τρόπον εις την διοίκησιν και λειτουργίαν αυτών.

Άρθρον 3
Νομική προστασία

1. Τα επαγγελματικά σωματεία δικαιούνται να αναφέρωνται εις τας διοικητικάς αρχάς επί παντός ζητήματος αφορώντος εις τα μέλη των και τας επαγγελματικάς αυτών σχέσεις και εμπίπτοντος εις τους σκοπούς αυτών.

2. Τα επαγγελματικά σωματεία δικαιούνται να καταγγέλλουν διά των νομίμων εκπροσώπων των, ενώπιον των αρμοδίων διοικητικών αρχών, τους παραβάτας των περί επαγγελματικών σωματείων και των υπέρ των μελών των προστατευτικών διατάξεων.

3. Τα επαγγελματικά σωματεία δικαιούνται να εγκαλούν διά των νομίμων εκπροσώπων των ενώπιον της οικείας δικαστικής αρχής τους παραβάτας των υπέρ των μελών των διατάξεων ή των διατάξεων εν γένει της υπαλληλικής νομοθεσίας, των οποίων η παράβασις διώκεται ποινικώς.

4. Η άσκησις αγωγής ή παραβάσεως ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων υπό επαγγελματικού σωματείου υπέρ των μελών αυτού ή προς αναγνώρισιν δικαιωμάτων και ικανοποίησιν αξιώσεων των μελών τούτων διέπεται υπό των οικείων διατάξεων του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας.

Άρθρον 4
Διευκολύνσεις συνδικαλιστικών στελεχών

1. Αι οικείαι κατά περίπτωσιν Υπηρεσίαι οφείλουν να διευκολύνουν τα μέλη της διοικήσεως πάσης συνδικαλιστικής οργανώσεως κατά την άσκησιν της συνδικαλιστικής των δραστηριότητος, παρέχουσαι εις ταύτα την κατά περίπτωσιν απαιτουμένην άδειαν προσωρινής απουσίας, τη εισηγήσει του προέδρου της οικείας συνδικαλιστικής οργανώσεως.

2. Εις μέλη της διοικήσεως συνδικαλιστικών οργανώσεων, προκειμένου να συμμετάσχουν εις συνδικαλιστικά συνέδρια οργανούμενα νομίμως εν τω εξωτερικώ ή τω εσωτερικώ παρέχεται άδεια προσωρινής απουσίας, μετά πλήρων αποδοχών, κατά τα ειδικώτερον δι` αποφάσεως του Υπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως οριζόμενα, μη δυναμένη κατά πάσαν περίπτωσιν να υπερβή, κατ` έτος, τας δέκα πέντε ημέρας κατ` ανώτατον όριον.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄
Απεργία

Άρθρον 5
Δικαίωμα και σκοπός απεργίας

1. Η απεργία είναι δικαίωμα των δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων και των υπαλλήλων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όταν αποφασίζεται υπό της νομίμως συνεστημένης και λειτουργούσης συνδικαλιστικής οργανώσεως, εις την οποίαν ούτοι ανήκουν προς διαφύλαξιν και προαγωγήν των οικονομικών, επαγγελματικών και ασφαλιστικών εν γένει συμφερόντων αυτών. Απεργία επιδιώκουσα οιονδήποτε άλλον σκοπόν, ή την εκδήλωσιν αλληλεγγύης προς άλλην απεργούσαν οργάνωσιν, απαγορεύεται.

2. Εις τους δικαστικούς λειτουργούς και τους υπηρετούντες εις τα Σώματα Ασφαλείας, περιλαμβανομένων και των υπηρετούντων εις το Λιμενικόν Σώμα, την Κεντρικήν Υπηρεσίαν Πληροφοριών και την Αγροφυλακήν απαγορεύεται η υφ` οιανδήποτε μορφήν απεργία.

Άρθρον 6
Υποβολή αιτημάτων συνδικαλιστικών οργανώσεων

1. Η συνδικαλιστική οργάνωσις υποχρεούται να υποβάλη προς τον Υπουργόν Προεδρίας Κυβερνήσεως και τον κατά περίπτωσιν αρμόδιον Υπουργόν, τα απασχολούντα την οργάνωσιν θέματα προς ικανοποιητικήν επίλυσιν αυτών. Κατά πάσαν περίπτωσιν το αίτημα κοινοποιείται και εις τους Υπουργούς Συντονισμού και Οικονομικών.

2. Ο Υπουργός Προεδρίας Κυβερνήσεως εντός δέκα εργασίμων ημερών από της λήψεως του αιτήματος υποχρεούται να γνωστοποιήση τας απόψεις του εις την υποβαλούσαν το αίτημα συνδικαλιστικήν οργάνωσιν, ή να παραπέμψη το αίτημα εις το κατά το άρθρον 7 Συμβούλιον Συνδιαλλαγής. Η συνδικαλιστική οργάνωσις μετά την λήψιν της απαντήσεως του Υπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως, ή την πάροδον της κατά το προηγούμενον εδάφιον προθεσμίας, δύναται να υποβάλη οποτεδήποτε το αίτημα της εις το Συμβούλιον Συνδιαλλαγής, μετά δηλώσεως ότι η μη ικανοποίησις αυτού είναι δυνατόν να οδηγήση την οργάνωσιν εις κήρυξιν απεργίας.

Άρθρον 7
Συμβούλιον Συνδιαλλαγής

1. Συνίσταται Συμβούλιον Συνδιαλλαγής αρμόδιον προς διαπραγμάτευσιν και συμβιβαστικήν διευθέτησιν των κατά το προηγούμενον άρθρον αιτημάτων, η προβολή των οποίων συνδέεται με την κήρυξιν απεργίας.

2. Το Συμβούλιον Συνδιαλλαγής συγκροτείται ως ακολούθως:
α) εξ ενός μέλους του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως Προέδρου, οριζομένου μετά του αναπληρωτού του υπό του Προέδρου του οικείου Σώματος, κατόπιν ερωτήματος του Υπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως,
β)εκ δύο κυβερνητικών εκπροσώπων, του ενός τούτων οριζομένου μετά του αναπληρωτού του υπό του Υπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως κατά τα εν παρ. 5 οριζόμενα, του ετέρου δε οριζομένου, επίσης μετά του αναπληρωτού του, κατά περίπτωσιν υπό του αυτού Υπουργού, δι` εγγράφου του προς τον Πρόεδρον του Συμβουλίου Συνδιαλλαγής,
γ) εξ ενός εκπροσώπου της Ανωτάτης Διοικήσεως Ενώσεως Δημοσίων Υπαλλήλων (Α.Δ.Ε.Δ.Υ.), οριζομένου μετά του αναπληρωτού του υπ` αυτής, ως μέλους,
δ) εξ ενός εκπροσώπου της προβαλούσης το αίτημα συνδικαλιστικής οργανώσεως, οριζομένου υπό της διοικήσεως αυτής δι` εγγράφου της προς τον Πρόεδρον του Συμβουλίου Συνδιαλλαγής, ως μέλους.

3. Περί της συνθέσεως του Συμβουλίου Συνδιαλλαγής εκδίδεται απόφασις του Υπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως δημοσιευομένη εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και περιλαμβάνουσα τον Πρόεδρον, τον κυβερνητικόν εκπρόσωπον και τον εκπρόσωπον της ΑΔΕΔΥ, διοριζομένους άπαντας επί διετεί θητεία. Εάν η ΑΔΕΔΥ, καλουμένη εγγράφως, δεν ορίση εκπρόσωπόν της εντός 15θημέρου, ορίζεται εκπρόσωπος αυτής υπό του Προέδρου Πρωτοδικών του τόπου της έδρας της δικάζοντος κατά την διαδικασίαν των ασφαλιστικών μέτρων, τη αιτήσει του Υπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως.

4. Γραμματεύς του Συμβουλίου ορίζεται μετά του αναπληρωτού του διά της κατά την προηγουμένην παράγραφον αποφάσεως ανώτερος υπάλληλος της Γενικής Διευθύνσεως Διοικήσεως, επί διετεί θητεία.

5. Ο ορισμός του Προέδρου, των εν παραγράφω 3 μελών και του γραμματέως γίνεται κατά το πρώτον δεκαπενθήμερον του μηνός Δεκεμβρίου εκάστου δευτέρου έτους. Εις περίπτωσιν της λύσεως εξ οιουδήποτε λόγου της υπαλληλικής σχέσεως μέλους τινός του Συμβουλίου, διορίζεται νέον μέλος δια το υπόλοιπον της θητείας του αντικαθιστωμένου μέλους. Εις περίπτωσιν αλλαγής των μελών διοικήσεως της ΑΔΕΔΥ επιβάλλεται αντικατάστασις του εν τω Συμβουλίω Συνδιαλλαγής εκπροσώπου αυτής διά το υπόλοιπον της θητείας.

6. Κατά την πρώτην εφαρμογήν του παρόντος τα εν παραγράφω 3 μέλη και ο γραμματεύς του Συμβουλίου Συνδιαλλαγής ορισθήσονται εντός 10 ημερών από της ισχύος του παρόντος, η δε θητεία των λήγει την 31 Δεκεμβρίου 1978.

7. Διά Π. Διαταγμάτων, εκδιδομένων τη προτάσει του Υπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως, επιτρέπεται η σύστασις πλειόνων Συμβουλίων Συνδιαλλαγής. Διά του αυτού Διατάγματος ρυθμίζεται η μεταξύ των Συμβουλίων τούτων αρμοδιότης, ο συντονισμός του έργου αυτών υπό του αρχαιοτέρου ή ανωτέρου κατά βαθμόν προέδρου ενός εξ αυτών, ως και πάσα ετέρα λεπτομέρεια. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αι διατάξεις του παρόντος νόμου. Η διάταξις της παραγράφου 6 εφαρμόζεται αναλόγως και εν προκειμένω, της εν αυτή προθεσμίας αρχομένης από της εκδόσεως του οικείου Π.Διατάγματος.

Άρθρον 8
Λειτουργία Συμβουλίου Συνδιαλλαγής

1. Το Συμβούλιον Συνδιαλλαγής εξυπηρετείται εν τη λειτουργία του εν γένει υπό της Γενικής Διευθύνσεως Δημοσίας Διοικήσεως του Υπουργείου Προεδρίας Κυβερνήσεως.

2. Το Συμβούλιον Συνδιαλλαγής, εφ` όσον έχει παραπεφθή θέμα εις τούτο συγκαλείται υπό του Προέδρου εις συνεδρίασιν προς συζήτησιν τούτου εντός τριών εργασίμων ημερών από της εις αυτό περιελεύσεως του παραπεμπτηρίου εγγράφου. ύΑμα τη λήψει του παραπεμπτηρίου εγγράφου, ο Πρόεδρος του Συβουλίου ειδοποιεί την προβαλούσαν το αίτημα συνδικαλιστικήν οργάνωσιν, όπως ορίση αμελλητί τον εκπρόσωπον αυτής, κατά τα εν άρθρω 7 παρ. 2 εδ. δ` του παρόντος οριζόμενα. Εις ας περιπτώσεις το αίτημα υποβάλλεται εις το Συμβούλιον Συνδιαλλαγής υπό της συνδικαλιστικής οργανώσεως, αύτη ορίζει συγχρόνως και τον εις το Συμβούλιον εκπρόσωπον αυτής.

3. Προς το Συμβούλιον δύναται να υποβάλη υπομνήματα οιαδήποτε ενδιαφερομένη εν σχέσει προς παραπεμφθέν εις αυτό αίτημα.

4. Στοιχεία πάσης φύσεως απαιτούμενα κατά την κρίσιν του Προέδρου διά την επίλυσιν της διαφοράς αιτούνται παρ` αυτού παρ` οιασδήποτε υπηρεσίας ή συνδικαλιστικής οργανώσεως, υποχρεουμένης εις άμεσον παροχήν τούτων.

5. Τα μέλη του Συμβουλίου συμμετέχουν εις τας συζητήσεις αυτού ισοτίμως.

6. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου διευθύνει τας μεταξύ των μελών του Συμβουλίου συζητήσεις, παρεμβαίνει, κατά την κρίσιν του, εις τας συζητήσεις προς τον σκοπόν συμβιβαστικής διευθετήσεως του υπό συζήτησιν θέματος και κηρύσσει το πέρας αυτών.

7. Υπό του γραμματέως τηρούνται πρακτικά εις τα οποία καταχωρείται περίληψις των συζητήσεων μετά μνείας των υπό των μελών εκτεθεισών απόψεων, του πορίσματος εις ο κατέληξε το Συμβούλιον και παντός ετέρου στοιχείου αναγκαίου κατά την κρίσιν του Προέδρου. Τα πρακτικά υπογραφόμενα υπό του Προέδρου και του γραμματέως του Συμβουλίου κατατίθενται εν πρωτοτύπω παρά τη Γενική Διευθύνσει Δημοσίας Διοικήσεως, αντίγραφον δε αυτών διαβιβάζεται υπό του γραμματέως εις την υποβαλούσαν το αίτημα συνδικαλιστικήν οργάνωσιν.

8. Αι συζητήσεις επί της εισαχθείσης εις το Συμβούλιον Συνδιαλλαγής υποθέσεως δεν δύναται να διαρκέσουν πέραν των δέκα εργασίμων ημερών από της ενάρξεως των. Παρελθούσης της προθεσμίας ταύτης θεωρείται ότι δεν επετεύχθη συμφωνία προς διευθέτησιν του αιτήματος, ο δε Πρόεδρος κηρύσσει περαιωμένην την συζήτησιν, εκτός εάν άπαντα τα μέλη συμφωνήσουν εις την παράτασιν των συζητήσεων.

9. Εις περίπτωσιν επιτεύξεως συμφωνίας μεταξύ των μελών, απόσπασμα του περιέχοντος ταύτην πρακτικού υποβάλλεται αμελλητί εις τους Υπουργούς Προεδρίας Κυβερνήσεως, Οικονομικών και τον τυχόν έτερον αρμόδιον Υπουργόν, υποχρεουμένους εις την λήψιν των αναγκαίων μέτρων, διά την εφαρμογήν της συμφωνίας.

10. Συμφωνία θεωρείται επιτυγχανομένη εάν άπαντα τα μέλη του Συμβουλίου, τα εκπροσωπούντα την Κυβέρνησιν και τας συνδικαλιστικάς οργανώσεις συμφωνήσουν περί της δοτέας λύσεως εις το υπό συζήτησιν θέμα.

11. Εν περιπτώσει μη επιτεύξεως συμφωνίας των κατά την προηγουμένην παράγραφον μελών, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου προέρχεται εις την δημοσίευσιν εις δύο ημερησίας εφημερίδας της πρωτευούσης και μίαν επαγγελματικήν τοιαύτην πράξεώς του περιλαμβανούσης εν περιλήψει το συζητηθέν αίτημα και τας υπό των μελών υποστηριχθείσας απόψεις. Η πράξις του Προέδρου υποβάλλεται αμελλητί εις τον Υπουργόν Προεδρίας Κυβερνήσεως, τον Υπουργόν των Οικονομικών και τον οικείον Υπουργόν και κοινοποιείται εις την υποβαλούσαν το αίτημα συνδικαλιστικήν οργάνωσιν.

12. Τα εν τη προηγουμένη παραγράφω οριζόμενα εφαρμόζονται αναλόγως και εις την περίπτωσιν καθ` ην η ματαίωσιν της επιτεύξεως συμφωνίας οφείλεται εις την μη προσέλευσιν εις τας συνεδριάσεις του Συμβουλίου του εκπροσωπούντος την ΑΔΕΔΥ μέλους, καίτοι κληθέντος ή του εκπροσωπούντος την προβαλούσαν το αίτημα συνδικαλιστικήν οργάνωσιν μέλους, καίτοι ειδοποιηθείσαν προς τούτο, κατά τα εν παραγράφω 2 του παρόντος άρθρου οριζόμενα.

Άρθρον 9
Δαπάναι λειτουργίας Συμβουλίου Συνδιαλλαγής

1. Αι δαπάναι λειτουργίας του Συμβουλίου Συνδιαλλαγής βαρύνουν τον προϋπολογισμόν του Υπουργείου Προεδρίας Κυβερνήσεως.

2. Τα της αποζημιώσεως του Προέδρου, των μελών και γραμματέως του Συμβουλίου ρυθμίζονται διά κοινών αποφάσεων των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως και Οικονομικών.

3. Αι δια το τρέχον έτος αναγκαίαι πιστώσεις εγγράφονται εις τον προϋπολογισμόν εξόδων του Υπουργείου Προεδρίας Κυβερνήσεως (Γενικής Διευθύνσεως Δημοσίας Διοικήσεως) δι` αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών.

Άρθρον 10
Προσφυγή εις απεργίαν

1. Απόφασις περί κηρύξεως απεργίας δεν δύναται να ληφθή, εάν το δι` ο η απεργία αίτημα δεν παραπεμφθή εις το Συμβούλιον Συνδιαλλαγής. Μετά την κατά το άρθρον 8 παρ. 11 κοινοποίησιν της πράξεως του προέδρου του Συμβουλίου Συνδιαλλαγής, η οικεία συνδικαλιστική οργάνωσις δύναται να χωρήση εις την λήψιν αποφάσεως περί ασκήσεως ή μη του δικαιώματος της απεργίας κατά εν άρθρω 11 οριζόμενα.

2. Εις ην περίπτωσιν αποφασισθή η άσκησις του δικαιώματος της απεργίας, το κατά το άρθρον 11 αποφασίζον όργανον ορίζει την διάρκειαν της απεργίας και την ημερομηνίαν ενάρξεως αυτής, δυνάμενον και να εξουσιοδοτή την διοίκησιν της συνδικαλιστικής οργανώσεως δια τον υπ` αυτής ορισμόν της ημερομηνίας ενάρξεως της απεργίας. Η περί απεργίας απόφασις κοινοποιείται εις τους κατά την παρ. 11 του άρθρου 8 Υπουργούς αμελλητί.

3. Κατά πάσαν περίπτωσιν η περί απεργίας απόφασις δεν δύναται να πραγματοποιηθή προ της παρόδου τριών ημερών, ουδέ μετά πάροδον τριάκοντα ημερών από της λήψεως αυτής. Εις τον χρόνον των τριάκοντα ημερών δεν υπολογίζεται ο χρόνος της ενώπιον του Εφετείου κατά το άρθρον 12 διαδικασίας, και μέχρις εκδόσεως αποφάσεως, ως και ο χρόνος της τυχόν κατά το άρθρον τούτο διαταχθείσης αναστολής.

4. Κατά πάσαν περίπτωσιν η από της κατά το άρθρον 6 παρ. 1 υποβολής του αιτήματος μέχρι της κατά την παράγραφον 11 του άρθρου 8 κοινοποιήσεως της Πράξεως του Προέδρου του Συμβουλίου Συνδιαλλαγής προθεσμία δεν δύναται να υπερβή τας 30 εν συνόλω εργασίμους ημέρας, πλην της περιπτώσεως παρατάσεως των συζητήσεων κατά το δεύτερον εδάφιον της παραγράφου 8 του άρθρου 8.

Άρθρον 11
Λήψις αποφάσεως περί απεργίας

1. Η πραγματοποίησις απεργίας επιτρέπεται μόνον κατόπιν αποφάσεως της συνελεύσεως των μελών του επαγγελματικού σωματείου, λαμβανομένης εν μυστική ψηφοφορία, διά απολύτου πλειοψηφίας των εγγεγραμμένων αυτοπροσώπως ψηφιζόντων μελών. Μη παρισταμένου του αναγκαιούντος διά την λήψιν αποφάσεως αριθμού μελών, συγκαλείται δευτέρα συνέλευσις, κατά την οποίαν η περί απεργίας απόφασις λαμβάνεται, επίσης εν μυστική ψηφοφορία, διά πλειοψηφίας του 1/3 των εγγεγραμμένων, αυτοπροσώπως κατ` αυτήν ψηφιζόντων μελών.

2. Εάν τα μέλη του επαγγελματικού σωματείου υπηρετούν κατά πλειονότητα εκτός της έδρας αυτού, η περί απεργίας απόφασις λαμβάνεται διά πλειοψηφίας των 2/3 του όλου αριθμού των μελών της διοικήσεως αυτού, αυτοπροσώπως ψηφιζόντων.

3. Προκειμένου περί ενώσεως, η πραγματοποίησις απεργίας επιτρέπεται μόνον κατόπιν αποφάσεως λαμβανομένης εν κοινή συνεδριάσει των μελών της διοικήσεως αυτής μετά των προέδρων των υπ` αυτής εκπροσωπουομένων σωματείων ή ενώσεων, διά πλειοψηφίας των 2/3 του όλου αριθμού αυτών, αυτοπροσώπως ψηφιζόντων. Εν μη προσελεύσει των 2/3 τουλάχιστον του όλου αριθμού των μελών της διοικήσεως της ενώσεως και των προέδρων των υπ` αυτής εκπροσωπουμένων σωματείων ή ενώσεων, συγκαλείται δευτέρα συνεδρίασις κατά την οποίαν η απόφασις λαμβάνεται διά πλειοψηφίας του ημίσεος πλέον ενός του όλου αριθμού αυτών αυτοπροσώπως ψηφιζόντων. Μέλη διοικήσεως ενώσεως επαγγελματικών σωματείων ή ενώσεων έχοντα και την ιδιότητα του προέδρου του σωματείου ή ενώσεως, δεν δικαιούνται και ετέρας ψήφου εκ της ιδιότητός των ταύτης.

Άρθρον 12
Αναστολή και διακοπή της απεργίας

1.Εις εξαιρετικάς περιπτώσεις, κατά τας οποίας δύναται να προκληθή εκ της απεργίας κίνδυνος αναποτρέπτου βλάβης εις την κοινωνικήν ή την οικονομικήν ζωήν της Χώρας ή διαμερίματος αυτής, ή εις μεγάλην κατηγορίαν προσώπων κατά τον χρόνον αναλήψεως ή εκπληρώσεως υπό τούτων υποχρεώσεων, ιδία παραγωγών γεωργικών προϊόντων κατά την περίοδον της συγκομιδής ή διαθέσεως αυτών, το Τριμελές Εφετείον της έδρας της συνδικαλιστικής οργανώσεως η οποία απεφάσισε την απεργίαν, δύναται, κατ` αίτησιν του Υπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως ή του κατά περίπτωσιν αρμοδίου Υπουργού, απευθυνομένης κατά τας οικείας συνδικαλιστικής οργανώσεως, να διατάξη την αναστολήν ενάρξεως της απεργίας ή την διακοπή αρξαμένης, επί ωρισμένον, κατά την κρίσιν του, χρονικόν διάστημα, μη δυνάμενον εις ουδεμία περίπτωσιν να υπερβή τας 20 ημέρας.

2. Η κατά την προηγουμένην παράγραφον αίτησις κατατίθεται εις την γραμματείαν του δικαστηρίου, συντασσομένης εκθέσεως. Η γραμματεία υποβάλλει παραχρήμα την αίτησιν εις τον Πρόεδρον του δικαστηρίου, ο οποίος ορίζει ημέραν και ώραν συζητήσεως αυτής εντός 5 ημερών από της καταθέσεως της, και διατάσσει την κλήτευσιν των καθ` ων απευθύνεται η αίτησις. Αντίγραφον της αιτήσεως μετά της κλήσεως προς συζήτησιν κοινοποιείται, επιμελεία της γραμματείας, προς τους καθ` ων απευθύνεται αύτη, δύο τουλάχιστον πλήρεις εργασίμους ημέρας προς της ημέρας της σύζητήσεως.

3. Το δικαστήριον κρίνει επί της αιτήσεως κατά τας διατάξεις των άρθρων 664 έως 666 και 668 έως 672 του Κώδικος Πολ. Δικονομίας, αναλόγως εφαρμοζομένας.

4. Η απόφασις εκδίδεται εντός 5 ημερών από της συζητήσεως. Κατ` αυτής ουδέν ένδικον μέσον επιτρέπεται.

Άρθρον 13
Υποχρεώσεις συνδικαλιστικών οργανώσεων

1. Η πραγματοποιούσα την απεργίαν συνδικαλιστική οργάνωσις μεριμνά όπως διαρκούσης της απεργίας, εξακολουθήση παρέχον τας υπηρεσίας του το αναγκαίον προσωπικόν διά την ασφάλειαν των εγκαταστάσεων των υπηρεσιών και την πρόληψιν καταστροφών ή ατυχημάτων.

2. Πέραν της κατά την προηγουμένην παράγραφον υποχρεώσεως, η πραγματοποιούσα την απεργίαν συνδικαλιστική οργάνωσις, υποχρεούται να διαθέση το αναγκαίον προσωπικόν διά την όλως στοιχειώδη τουλάχιστον εξυπηρέτησιν της λειτουργίας των οικείων υπηρεσιών.

3. Αμα τη δημοσιεύσει του παρόντος αι κατά περίπτωσιν Υπηρεσία Πολιτικής Σχεδιάσεως Εκτάκτου Ανάγκης, εν συνεργασία μετά των οικείων Υπηρεσιών Διοικητικού καταρτίζουν πίνακα του κατά τας παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου αναγκαιούντος προσωπικού. Ο καταρτισθείς πίναξ κοινοποιείται υποχρεωτικώς εις τας συνδικαλιστικάς οργανώσεις των οικείων Υπουργείων αι οποίαι εντός δεκαπενθημέρου το βραδύτερον γνωστοποιούν εις την οικείαν Υπηρεσίαν Πολιτικής Σχεδιάσεως Εκτάκτου Ανάγκης τας τυχόν διαφωνίας των ως προς τον αναγκαιούντα αριθμόν υπαλλήλων. Επί της διαφωνίας αποφασίζει οριστικώς ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Συνδιαλλαγής κατά παραπομπήν του οικείου Υπουργού. Τροποποίησις του πίνακος ενεργείται κατά την αυτήν διαδικασίαν.

Άρθρον 14
Παράνομος, καταχρηστική απεργία

1. Απεργία πραγματοποιουμένη κατά παράβασιν των διατάξεων του παρόντος, ή κατά κατάχρησιν δικαιώματος, είναι παράνομος και απαγορεύται.

2. Επί των περιπτώσεων της προηγουμένης παραγράφου ως και επί της περιπτώσεως, κατά την οποίαν κηρυχθείσα απεργία απέβη παράνομος ή καταχρηστική, το Τριμελές Εφετείον της έδρας της συνδικαλιστικής οργανώσεως ήτις απεφάσισε την απεργίαν, κατόπιν αιτήσεως του Υπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως ή του κατά περίπτωσιν αρμοδίου Υπουργού, διατάσσει την διακοπήν της απεργίας.

3. Επί της κατά την παρ. 2 αιτήσεως εφαρμόζονται αι διατάξεις των παραγράφων 2 έως 4 του άρθρου 12.

Άρθρον 15
Αποδοχαί απεργούντων
Κατά πάσαν περίπτωσιν αι αντιστοιχούσαι εις τας ημέρας απεργίας αποδοχαί των απεργούντων υπαλλήλων περικόπτονται. Η περικοπή ενεργείται διά πράξεως του εντεταλμένου την εκκαθάρισιν και πληρωμήν των αποδοχών, ειδιποιουμένου προς τούτο υπό του προϊσταμένου της υπηρεσίας των απεργούντων υπαλλήλων

Άρθρον 16
Ο χρόνος της νομίμου απεργίας θεωρείται ως χρόνος πραγματικής δημοσίας υπηρεσίας διά πάσαν μεταβολήν της υπηρεσιακής καταστάσεως του υπαλλήλου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄

Άρθρον 17
Τελικαί και μεταβατικαί διατάξεις

1. Εξαιρέσει των θεμάτων, εφ` ων προβλέπεται ιδία εν τω παρόντι ρύθμισις, εφαρμόζονται κατά τα λοιπά επί των συνδικαλιστικών οργανώσεων των δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων και των υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου άπασαι αι εκάστοτε κείμεναι περί επαγγελματικών σωματείων και ενώσεων διατάξεις.

2. Επί παρανόμου, κατά την έννοιαν του άρθρου 14 του παρόντος, απεργίας, εφαρμόζονται αναλόγως αι περί επαγγελματικών σωματείων διατάξεις.

3. Ενώσεις διά την εφαρμογήν του παρόντος θεωρούνται και αι συνδικαλιστικαί οργανώσεις αι αποτελούμεναι εξ επαγγελματικών σωματείων και εξ ενώσεων επαγγελματικών ή και εξ ενώσεων τοιούτων ενώσεων, απαγορευομένης πάντως εφεξής της συστάσεως μικτών ενώσεων αποτελουμένων εξ επαγγελματικών σωματείων και εξ ενώσεων.

Άρθρον 18
Ποινικαί και έτεραι κυρώσεις

1. Τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρις ενός έτους και χρηματικής ποινής, ο καθ` οιονδήποτε τρόπον παρεμποδίζων την άσκησιν των κατά τας διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1 δικαιωμάτων, ως και ο παραβαίνων τας διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του αυτού άρθρου και τας τοιαύτας του άρθρου 2 του παρόντος.

2. Επί των ενώσεων, εφ` όσον δεν ορίζηται άλλως, επί μη εφαρμογής του παρόντος, απεργίας, τα μέλη της διοικήσεως της οικείας συνδικαλιστικής οργανώσεως τιμωρούνται κατά τας διατάξεις του άρθρου 458 του Ποινικού Κώδικος. Οι κατά το προηγούμενον εδάφιον καταδικαζόμενοι εκπίπτουν εκ του παρ` αυτών κατεχομένου αξιώματος αυτοδικαίως αφ` ης η καταδικαστική απόφασις καταστή αμετάκλητος.

3. Ο εκ προθέσεως παρεμποδίζων, υπό τας προϋποθέσεις του άρθρου 330 του Ποινικού Κώδικος, τους επιθυμούντας να εργασθούν κατά την διάρκειαν της απεργίας τιμωρείται διά της εν τω ιδίω άρθρω οριζομένης ποινής. Διά της αυτής ποινής τιμωρείται και ο παρεμποδίζων τινά από της ασκήσεως του δικαιώματος της απεργίας.

4. Η μη συμμόρφωσις προς τας διατάξεις του άρθρου 13 τιμωρείται διά φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών.

Άρθρον 19
Εντός εξ μηνών από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος άπαντες οι υπάλληλοι, μέλη πλειόνων του ενός επαγγελματικών σωματείων, υποχρεούνται προς εφαρμογήν της διατάξεως της παρ. 5 του άρθρου 1, να ζητήσουν εγγράφως την διαγραφήν των εκ του επαγγελματικού σωματείου του οποίου δεν επιθυμούν να αποτελούν εφεξής μέλος. Εν παραλείψει τοιαύτης επιλογής λογίζονται διαγραφόμενοι από όλα τα σωματεία.

Άρθρον 20
Φορολογικαί και λοιπαί απαλλαγαί
Εν περιπτώσει συγχωνεύσεως επαγγελματικών σωματείων των δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων και υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, η μεταβίβασις εις το εις ο η συγχώνευσις σωματείον παντός περιουσιακού στοιχείου του συγχωνευομένου σωματείου, ως και αι περί ταύτης σχετικαί συμβάσεις , απαλλάσσονται, επί εν έτος από της ισχύος του παρόντος, παντός γενικού ή ειδικού φόρου τέλους, ή τέλους χαρτοσήμου, δικαιώματος ή εισφοράς υπέρ του Δημοσίου ή οιουδήποτε τρίτου.

Άρθρον 21
Εξαιρέσεις
Αι διατάξεις του παρόντος δεν εφαρμόζονται επί των συνδικαλιστικών οργανώσεων των επί συμβάσει ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.

Άρθρον 22
Καταργούμεναι διατάξεις

1. Αι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου και του Άρθρου 182 του Ν. 1811/1951 “περί Κώδικος καταστάσεως των δημοσίων διοικητικών υπαλλήλων” καταργούνται.

2. Ωσαύτως καταργείται πάσα διάταξις αντικειμένη προς τον παρόντα νόμον και αναφερομένη εις θέματα υπ` αυτού ρυθμιζόμενα.

Άρθρον 23
Εναρξις ισχύος
Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της δημοσιεύσεως του διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

footer
Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

Εν Αθήναις τη 18 Ιουλίου 1977

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ