Νόμος 505 ΦΕΚ Α΄353/30.12.1976
Περί υπαγωγής εις τα τακτικά Φορολογικά Δικαστήρια των φορολογικών διαφορών δήμων και κοινοτήτων και της μετονομασίας τούτων εις Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν

Άρθρον 1

1. Η επίλυσις των φορολογικών διαφορών και των εν γένει αμφισβητήσεων περί την βεβαίωσιν ή την επιστροφήν ή την ανάκλησιν δηλώσεως ή αναγνώρισιν φορολογικής απαλλαγής ή μειώσεως οιουδήποτε αυτοτελούς φόρου, τέλους, δικαιώματος, εισφορών, αντιτίμου προσωπικής εργασίας και προστίμου, μεταξύ δήμου ή κοινότητος ή συνδέσμου δήμων και κοινοτήτων και φορολογουμένου ή ενοικιαστού και φορολογουμένου προκειμένου περί
α) δήμων πρωτευουσών νομών,
β) δήμων και κοινοτήτων και συνδέσμων αυτών της περιφερείας τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης και πρώην Δήμου Θεσσαλονίκης,
γ) δήμων πληθυσμού άνω των δέκα χιλιάδων κατοίκων οίτινες έχουν ή ήθελονορισθή έδραι μεταβατικών Πρωτοβαθμίων Φορολογικών Δικαστηρίων και
δ) συνδέσμων δήμων και κοινοτήτων, εφ` όσον κατά περίπτωσιν, εν τουλάχιστον των μελών συνδέσμου υπάγεται εις τινα των προηγουμένων, υπό στοιχ. α`-γ`, κατηγοριών, ανατίθεται εις τα τακτικά Φορολογικά Δικαστήρια εις πρώτον και δεύτερον βαθμόν. Δια την εφαρμογήν της περιπτώσεως γ` λαμβάνεται υπ` όψιν ο πραγματικός πληθυσμός, ο εμφαινόμενος εις τους δημοσιευθέντας επισήμους πίνακας των αποτελεσμάτων της τελευταίας απογραφής του πληθυσμού.

2. Η καθ` ύλην και κατά τόποναρμοδιότης των Δικαστηρίων τούτων επί των ως άνω διαφορών ρυθμίζεται κατά τας διατάξεις των άρθρων 6 έως 8 του Κώδικος Φορολογικής Δικονομίας, η έδρα δε του δήμου ή της κοινότητος ή του συνδέσμου, λαμβάνεται υπ` όψιν δια την κατά τόπον αρμοδιότητα και επί των διαφορών μεταξύ ενοικιαστού και φορολογουμένου.

Άρθρον 2

1. Δικαιούνται εις προσφυγήν πας φορολογούμενος εγγραφείς εις βεβαιωτικόν κατάλογον δι` οιονδήποτε αυτοτελή φόρον, τέλος, δικαιώμα, εισφοράν, αντίτιμον προσωπικής εργασίας και πρόστιμον, βεβαιούμενον είτε απ` ευθείας υπό του δήμου ή της κοινότητος ή του συνδέσμου δήμων και κοινοτήτων, είτε, εν περιπτώσει ενοικιάσεως, παρ` ενοικιαστού, ενώπιον του αρμοδίου Φορολογικού Πρωτοδικείου. Ωσαύτως εις προσφυγήν δικαιούται και ο εγγραφείς εις βεβαιωτικόν κατάλογον βάσει δηλώσεως, εφ` όσον η εν αυτώ εγγραφή του, είναι δια ποσόν μεγαλύτερον του δηλωθέντος.

2. Η προθεσμία ασκήσεως της προσφυγής είναι, είκοσιν ημερών, από της επομένης της κατ` εφαρμογήν της κειμένης περί δήμων και κοινοτήτων νομοθεσίας επιδόσεως εις τον φορολογούμενον της περί βεβαιώσεως του φόρου, τέλους δικαιώματος, εισφοράς αντιτίμου προσωπικής εργασίας ή προστίμου, ειδοποιήσεως ή αποφάσεως ή αποσπάσματος φύλου ελέγχου ή άλλου δηλοποιούντος την βεβαίωσιν εγγράφου, εφ` όσον το βεβαιωθέν ποσόν δεν υπερβαίνει τας χιλίαςδραχμάς. Επί βεβαιώσεων ανωτέρου ποσού εφαρμόζονται, ως προς την επίδοσιν, αι οικείαι διατάξεις του Κώδικος Φορολογικής Δικονομίας.
Εάν ο καθ` ου η πράξις διαμένει εν τη αλλοδαπή ή είναι αγνώστου διαμονής κα δεν έχη ορίσει αντίκλητον εν τη ημεδαπή, η προθεσμία της προσφυγής είναι τεσσαρόκοντα (40) ημερών αρχομένη από της επομένης της επιδόσεως της πράξεως.

3. Αι διατάξεις του νόμου 429/1976 “περί τροποποιήσεως διατάξεών τινών του Ν. 25/1975 “περί υπολογισμού και τρόπου εισπράξεως δημοτικών και κοινοτικών τελών καθαριότητος και φωτισμού και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων” αι αφορώσαι εις την χρονικήναφετηρίαν των προθεσμιών ασκήσεως της προσφυγής και την συνεπεία ταύτης αναστολήν ή μη της εισπράξεων των βεβαιωθέντων ποσών εκ τελών καθαριότητος και φωτισμού, δεν θίγονται υπό των διατάξεων του παρόντος νόμου.

4. Η προσφυγή ασκείται δια καταθέσεως εις την υπηρεσίαν του οικείου δήμου ή της κοινότητος ή του συνδέσμου δήμων και κοινοτήτων, συντασσομένης παρά πόδας αυτής πράξεως καταθέσεως, υπογραφομένης υπό του καταθέτοντος και του παραλαμβάνοντος υπαλλήλου, εις δε τον καταθέσαντα χορηγείται απόδειξις.

5. Η υπηρεσία υποχρεούνται αμελλητί:
α) να καταχωρίζη απάσας τας ενώπιον αυτής ασκουμένας προσφυγάς εις ίδιον πρωτόκολλον προσφυγών,
β) να καταρτίζη φάκελλον της υποθέσεως,
γ) να συντάσση έκθεσιν περιέχουσαν ητιολογημένην γνώμην επί της προσφυγής, την οποίαν να επισυνάπτη εις τον φάκελον της υποθέσεως και
δ) να διαβιβάζη τον φάκελον της υποθέσεως ή παραδίδη αυτόν επί αποδείξει εις την Γραμματείαν του Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου απευθύνεται η προσφυγήν.

Άρθρον 3
Σημ.: όπως το άρθρο 3 αντικαταστάθηκε με την παρ.1 ρου άρθρου 27 του Ν.1828/1989 (Α 2).

1. Σε περίπτωση άσκησης προσφυγής από φορολογούμενο, βεβαιώνεται σε βάρος του ποσοστό σαράντα τα εκατό (40%) επί του αμφισβητούμενου ποσού.

2. Η βεβαίωση του ποσοστού σαράντα τα εκατό (40%) της προηγούμενης παραγράφου δεν ενεργείται, όταν η βεβαίωση και η είσπραξη των προσόδων έχει ανατεθεί σε ενοικιαστή.

Άρθρον 4
Κατά τα λοιπά, επί της εκδικάσεως των κατά τον παρόντα νόμον διαφορών και αμφισβητήσεων υπό των Τακτικών Φορολογικών Δικαστηρίων, εφαρμόζονται ευθέως ή αναλόγως, κατά περίπτωσιν, αι διατάξεις του Κώδικος Φορολογικής Δικονομίας και του κυρωτικού ταύτης νόμου 4125/ 1960, πλην του άρθρου εικοστού πρώτου τούτου, διατηρουμένης της κατά την κειμένην νομοθεσίαν ατελείας.

Άρθρον 5
Σημ.: όπως το άρθρο 5 καταργήθηκε με το άρθρο 31 περ.α` του Ν.1406/1983 (ΦΕΚ Α 182).

Άρθρον 6

1. Προσφυγαί και εφέσεις, ασκηθείσαι μέχρι και της 28.2.1977 εκδικάζονται υπό των Πρωτοβαθμίων και Δευτεροβαθμίων Επιτροπών του Β.Δ. 166/1967. Η αρμοδιότης των αυτών Δευτεροβαθμίων Επιτροπών διατηρείται και προκειμένου περί αποφάσεων αυτών αι οποίαιανηρέθησαν δι` αποφάσεων του Σ.τ.Ε., δημοσιευθεισών μέχρι της αυτής χρονολογίας της 28.2.1977. Επί αναιρετικών αποφάσεων του Σ.τ.Ε. δημοσιευομένων από 1.3.1977 αρμόδια καθίστανται τα κατά τόπον και καθ` ύλην Φορολογικά Εφετεία.

2. Αι εφέσεις αι οποίαι ασκούνται από της 1.3.1977 κατ` αποφάσεων των Πρωτοβαμθίων Επιτροπών του Β.Δ. 166/1976 εκδικάζονται, ανεξαρτήτως ποσού, υπό των Τριμελών Εφετείων της περιφερείας εις ην θα υπήγοντο εάν αι υποθέσεις είχονεκδικασθή εις πρώτον βαθμόν υπό Φορολογικών Πρωτοδικείων μονομελούς ή τριμελούς συνθέσεως.

3. Αι αρμοδίαιυπηρεσίαι των δήμων, κοινοτήτων και Πρωτοβαθμίων και Δευτεροβαθμίων Επιτροπών του Β.Δ. 166/1967 εκδικάζονται να διαβιβάσουν, το βραδύτερον εντός μηνός από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος, εις τα αρμόδια Φορολογικά Δικαστήρια, παν δικόγραφον ή στοιχείον δια τας υποθέσεις, η εκδίκασις των οποίων δυνάμει του παρόντος, περιέρχεται εις τα Φορολογικά Δικαστήρια.

Άρθρον 7

1. Οι δικαστικοί λειτουργοί και υπάλληλοι των υπό του Ν.Δ. 3845/1958 συσταθέντων φορολογικών δικαστηρίων, μετονομασθέντων, κατά το άρθρον 94 παρ. 1 του Συντάγματος, εις “τακτικά διοικητικά δικαστήρια”, ως και οι παρ` αυτοίς Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας και Αντεπίτροποι, μετονομάζονται ως ακολούθως:
α) Ο Πρόεδρος Φορολογικού Εφετείου εις Πρόεδρον Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων.
β) Ο Εφέτης Φορολογικών Εφετείων εις Εφέτην Διοικητικών Δικαστηρίων.
γ) Ο Πρόεδρος Φορολογικού Πρωτοδικείου εις Πρόεδρον Πρωτοδικών Διοικητικών Δικαστηρίων.
δ) Ο Πρωτοδίκης Φορολογικών Δικαστηρίων εις Πρωτοδίκην Διοικητικών Δικαστηρίων.
ε) Ο Πάρεδρος Φορολογικού Πρωτοδικείου εις Πάρεδρον παρά Πρωτοδίκαις Διοικητικών Δικαστηρίων.
στ) Ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας επί της Φορολογικής Δικαοσύνης εις ΓενικόνΕπίτροπον της Επικρατείας επι των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων.
ζ) Ο Αντεπίτροπος παρά τω ΓενικώΕπιτρόπω της Επικρατείας επί της Φορολογικής Δικαιοσύνης εις Αντεπίτροπον παρά τω ΓενικώΕπιτρόπω της Επικρατείας επί των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων.
η) Ο Κλάδος υπαλλήλων φορολογικής δικαιοσύνης εις Κλάδον Υπαλλήλων Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων.
θ) Ο Γραμματεύς του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας επί της Φορολογικής Δικαιοσύνης εις Γραμματέα Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας επι των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων.

2. Οι εν τη κειμένη νομοθεσία όροι: “Φορολογικά Δικαστήρια”, “ΦορολογικόνΕφετείον”, “ΦορολογικόνΠρωτοδικείον”, “Φορολογικοί δικασταί” και “δικαστικοί λειτουργοί της φορολογικής δικαιοσύνης”, αντικαθίστανται δια των όρων:
α) “Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια”.
β) “ΔιοικητικόνΕφετείον”. γ) “ΔιοικητικόνΠρωτοδικείον”.
δ) “Δικασταί τακτικών διοικητικών δικαστηρίων”.
ε) “Δικαστικοί λειτουργοί των τακτικώ διοικητικών δικαστηρίων”.

Άρθρον 8
Η ισχύς των άρθρων 1 έως και 6 του παρόντος διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

Εν Αθήναις τη 23 Δεκεμβρίου 1976

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ